ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΕΜΠΕΔΟΤΙΜΟΣ - Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΟΤΕ ΨΥΧΗ ΖΩΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΨΥΧΉ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Κάποιοι που διατείνονται ότι οι θέσεις τους απεικονίζουν την «Ελληνική Κοσμοθέαση» αποκαλούν την ψυχή «υλικό ψυχικό άτομο» ισχυριζόμενοι ότι η ψυχή έχει συσταθεί από υλικά συστατικά, κατά παραποίηση και διαστρέβλωση του 35α του Τιμαίου του Πλάτωνα, το οποίο όμως και επικαλούνται. Και έτσι στήνουν ολόκληρο σκεπτικό, ότι εμείς δήθεν προήλθαμε από την ύλη, ήμασταν κάποτε πέτρα, μετά γίναμε ζώα, μετά ανθρώπινες ψυχές, μετά γινόμαστε θεοί με συνεχή εξέλιξη της οποίας δεν υπάρχει τέλος(!) (κατά διαστρέβλωση ανάμεσα σε άλλα και σχετικού αποσπάσματος του Εμπεδοκλέους , το οποίο δεν θα διαπραγματευθούμε εδώ μιας και εστιαζόμαστε στον Πλάτωνα, αλλά θα το κάνουμε στο άμεσο μέλλον).

Αυτό μάλλον που δεν έχει τέλος είναι η άγνοια τους σε βασικά θέματα Ελληνικής Κοσμοθέασης και/ή η προσπάθεια τους να παραποιήσουν την Ελληνική σκέψη για λόγους που θα μπορούσαμε να υποθέσουμε και να αναπτύξουμε.

‘Όπως θα δούμε δε λίγο πιο κάτω, ο ίδιος ο Πλάτων στους Νόμους αποκαλεί ανοήτους και ασεβείς όσους έχουν αυτή την άποψη.

Διαβάζοντας τον διάλογο «Τίμαιο» και ακολουθώντας την αφήγηση του Τιμαίου, στο 32a διαβάζουμε πράγματι ότι ο δημιουργός έφτιαξε το σώμα του κόσμου από τα τέσσερα στοιχεία και αφού το έφτιαξε, τοποθέτησε στην μέση του την ψυχή («ψυχὴν δὲ εἰς τὸ μέσον αὐτου̂ θεὶς διὰ παντός τε ἔτεινεν καὶ ἔτι ἔξωθεν τὸ σω̂μα αὐτῃ̂ περιεκάλυψεν» (34b)), παρασυρόμαστε δε,αν διαβάζουμε επιπόλαια, να συμπεράνουμε έτσι ότι η ψυχή φτιάχτηκε μετά το υλικό σώμα. Πράγμα που έχει υπ’όψιν του ο Πλάτων να διαπραγματευθεί γιατί αμέσως μετά, στο 34b-c του Τιμαίου, σπεύδει να ξεκαθαρίσει:

« τὴν δὲ δὴ ψυχὴν οὐχ ὡς νυ̂ν ὑστέραν ἐπιχειρου̂μεν λέγειν, οὕτως ἐμηχανήσατο καὶ ὁ θεὸς νεωτέραν--οὐ γὰρ ἂν ἄρχεσθαι πρεσβύτερον ὑπὸ νεωτέρου συνέρξας εἴασεν--ἀλλά πως ἡμει̂ς πολὺ μετέχοντες του̂ προστυχόντος τε καὶ εἰκῃ̂ ταύτῃ πῃ καὶ λέγομεν, ὁ δὲ καὶ γενέσει καὶ ἀρετῃ̂ προτέραν καὶ πρεσβυτέραν ψυχὴν σώματος ὡς δεσπότιν καὶ ἄρξουσαν ἀρξομένου συνεστήσατο ἐκ τω̂νδέ τε καὶ τοιῳ̂δε τρόπῳ...»

Δηλαδή :

«Την δε ψυχή δεν την κατασκεύασε ο θεός μετά από το σώμα ώστε να είναι νεότερη, όπως εμείς τώρα αναφέρουμε. Όταν ο θεός τα συνέδεσε μεταξύ τους, δεν ήταν δυνατό ν' αφήσει το αρχαιότερο να κυβερνιέται από το νεότερο. Εμείς που μετέχουμε στο τυχαίο και το άτακτο, μιλάμε με τον ίδιο τρόπο. Ο θεός όμως δημιούργησε την ψυχή πριν από το σώμα κι έτσι είναι ανώτερη του τοσο στην ηλικία όσο και στην αρετή, για να το εξουσιάζει και όχι να εξουσιάζεται απ' αυτό. Την έφτιαξε μάλιστα από τα εξής και κατά τέτοιο τρόπο….»

Το σημείο αυτό σχολιάζει εκτενώς και αναλυτικώς ο Πρόκλος στο βιβλίο Γ των Σχολίων του στον Τίμαιο ,από το 113.15 κ.επ., τονίζοντας ότι «νοεροὶ γάρ ἐσμεν κατ’ οὐσίαν»(116.29) δηλαδή ότι είμαστε φτιαγμένοι από μια νοερή ουσία (δηλαδή ανώτερη από την ύλη) και όχι βέβαια από ύλη.

Άλλωστε ο Πλάτων στον Φαίδρο 246a δηλώνει ότι η ψυχή είναι αγέννητος και άφθαρτη, συνεπώς δεν θα μπορούσε να υπήρξε κάποια στιγμή κατά την οποία να έχει κατασκευαστεί, πράγμα που μας υπενθυμίζει ο Πρόκλος : «ἀγένητον γὰρ καὶ ἀνώλεθρον ἔδειξεν ἐν Φαίδρῳ τὴν ψυχήν» - Πρόκλος – Σχόλια στον Τίμαιο βιβλίο Γ 117.2

Σημαντική όμως αντιμετώπιση αυτού του θέματος κάνει ο Πλάτων και στους Νόμους, στην προσπάθεια του να διαπραγματευτεί κάποια θέματα που άπτονται της πρόνοιας, της ευσέβειας και της αποδοχής της ύπαρξης των θεών, εντάσσοντας στα θέματα αυτά και την ψυχή, αποκαλεί δε ανοήτους και ασεβείς όσους δέχονται ότι η ψυχή είναι φτιαγμένη από ύλη.

Παρατίθεται ένα εκτενές σχετικό απόσπασμα (τα σχετικά σημεία περικλείονται με αστερίσκους) και προτείνεται να μελετηθεί εν εκτάσει το ευρύτερο κείμενο :

{ΑΘ.} Ἀλλὰ δὴ λέγε μοι πάλιν, Κλεινία, καὶ σύ—κοι- 

(c.) νωνὸν γὰρ δεῖ σε εἶναι τῶν λόγων—κινδυνεύει γὰρ ὁ λέγων
ταῦτα πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἀέρα πρῶτα ἡγεῖσθαι τῶν
πάντων εἶναι, καὶ τὴν φύσιν ὀνομάζειν ταῦτα αὐτά, ψυχὴν 
δὲ ἐκ τούτων ὕστερον. ἔοικεν δὲ οὐ κινδυνεύειν ἀλλὰ 
ὄντως σημαίνειν ταῦτα ἡμῖν τῷ λόγῳ. (5)
{ΚΛ.} Πάνυ μὲν οὖν. 
{ΑΘ.} Ἆρ’ οὖν πρὸς Διὸς οἷον πηγήν τινα ἀνοήτου δόξης
ἀνηυρήκαμεν ἀνθρώπων ὁπόσοι πώποτε τῶν περὶ φύσεως
ἐφήψαντο ζητημάτων; σκόπει πάντα λόγον ἐξετάζων· οὐ
(d.) γὰρ δὴ σμικρόν γε τὸ διαφέρον, εἰ φανεῖεν οἱ λόγων ἁπτό- 
μενοι ἀσεβῶν, ἄλλοις τε ἐξάρχοντες, μηδὲ εὖ τοῖς λόγοις
ἀλλ’ ἐξημαρτημένως χρώμενοι. δοκεῖ τοίνυν μοι ταῦτα
οὕτως ἔχειν.
{ΚΛ.} Εὖ λέγεις· ἀλλ’ ὅπῃ, πειρῶ φράζειν. (5)
{ΑΘ.} Ἔοικεν τοίνυν ἀηθεστέρων ἁπτέον εἶναι λόγων. 
{ΚΛ.} Οὐκ ὀκνητέον, ὦ ξένε. μανθάνω γὰρ ὡς νομο- 
θεσίας ἐκτὸς οἰήσῃ βαίνειν, ἐὰν τῶν τοιούτων ἁπτώμεθα
(e.) λόγων. εἰ δὲ ἔστι μηδαμῇ ἑτέρως συμφωνῆσαι τοῖς νῦν 
κατὰ νόμον λεγομένοις θεοῖς ὡς ὀρθῶς ἔχουσιν ἢ ταύτῃ,
λεκτέον, ὦ θαυμάσιε, καὶ ταύτῃ.
{ΑΘ.} Λέγοιμ’ ἄν, ὡς ἔοικεν, ἤδη σχεδὸν οὐκ εἰωθότα 
λόγον τινὰ τόνδε. ὃ πρῶτον γενέσεως καὶ φθορᾶς αἴτιον (5)
ἁπάντων, τοῦτο οὐ πρῶτον ἀλλὰ ὕστερον ἀπεφήναντο εἶναι 
γεγονὸς οἱ τὴν τῶν ἀσεβῶν ψυχὴν ἀπεργασάμενοι λόγοι, ὃ δὲ
ὕστερον, πρότερον· ὅθεν ἡμαρτήκασι περὶ θεῶν τῆς ὄντως
οὐσίας. 
892.
(a.) {ΚΛ.} Οὔπω μανθάνω.
{ΑΘ.} Ψυχήν, ὦ ἑταῖρε, ἠγνοηκέναι κινδυνεύουσι μὲν 
ὀλίγου σύμπαντες οἷόν τε ὂν τυγχάνει καὶ δύναμιν ἣν ἔχει,

τῶν τε ἄλλων αὐτῆς πέρι καὶ δὴ καὶ γενέσεως, ὡς ἐν

πρώτοις ἐστί, σωμάτων ἔμπροσθεν πάντων γενομένη, καὶ (5)
μεταβολῆς τε αὐτῶν καὶ μετακοσμήσεως ἁπάσης ἄρχει
παντὸς μᾶλλον· εἰ δὲ ἔστιν ταῦτα οὕτως, ἆρ’ οὐκ ἐξ ἀνάγκης 
τὰ ψυχῆς συγγενῆ πρότερα ἂν εἴη γεγονότα τῶν σώματι
(b.) προσηκόντων, οὔσης γ’ αὐτῆς πρεσβυτέρας ἢ σώματος; 
{ΚΛ.} Ἀνάγκη. 
{ΑΘ.} Δόξα δὴ καὶ ἐπιμέλεια καὶ νοῦς καὶ τέχνη καὶ νόμος 
σκληρῶν καὶ μαλακῶν καὶ βαρέων καὶ κούφων πρότερα ἂν
εἴη· καὶ δὴ καὶ τὰ μεγάλα καὶ πρῶτα ἔργα καὶ πράξεις (5)
τέχνης ἂν γίγνοιτο, ὄντα ἐν πρώτοις, τὰ δὲ φύσει καὶ
φύσις, ἣν οὐκ ὀρθῶς ἐπονομάζουσιν αὐτὸ τοῦτο, ὕστερα καὶ
ἀρχόμενα ἂν ἐκ τέχνης εἴη καὶ νοῦ.
(c.) {ΚΛ.} Πῶς οὐκ ὀρθῶς;
{ΑΘ.} Φύσιν βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ 
πρῶτα· εἰ δὲ φανήσεται ψυχὴ πρῶτον, οὐ πῦρ οὐδὲ ἀήρ, 
ψυχὴ δ’ ἐν πρώτοις γεγενημένη, σχεδὸν ὀρθότατα λέγοιτ’
ἂν εἶναι διαφερόντως φύσει. ταῦτ’ ἔσθ’ οὕτως ἔχοντα, ἂν (5)
ψυχήν τις ἐπιδείξῃ πρεσβυτέραν οὖσαν σώματος, ἄλλως 
δὲ οὐδαμῶς.
{ΚΛ.} Ἀληθέστατα λέγεις. 
{ΑΘ.} Οὐκοῦν τὰ μετὰ ταῦτα ἐπ’ αὐτὸ δὴ τοῦτο στελ-
λώμεθα; (10)
(d.) {ΚΛ.} Τί μήν; 
{ΑΘ.} Φυλάττωμεν δὴ παντάπασιν ἀπατηλὸν λόγον, μή
πῃ πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας νεοπρεπὴς ὢν παραπείσῃ καὶ
διαφυγὼν καταγελάστους ποιήσῃ, καὶ δόξωμεν μείζονα ἐπι- 
βαλλόμενοι καὶ τῶν σμικρῶν ἀποτυχεῖν. σκοπεῖτε οὖν. (5)
εἰ καθάπερ ποταμὸν ἡμᾶς ἔδει τρεῖς ὄντας διαβαίνειν ῥέοντα 
σφόδρα, νεώτατος δ’ ἐγὼ τυγχάνων ἡμῶν καὶ πολλῶν ἔμ- 
πειρος ῥευμάτων, εἶπον ὅτι πρῶτον ἐμὲ χρῆναι πειραθῆναι
(e.) κατ’ ἐμαυτόν, καταλιπόντα ὑμᾶς ἐν ἀσφαλεῖ, σκέψασθαι εἰ 
διαβατός ἐστι πρεσβυτέροις οὖσι καὶ ὑμῖν, ἢ πῶς ἔχει, καὶ 
φανέντος μὲν ταύτῃ, καλεῖν ὑμᾶς τότε καὶ συνδιαβιβάζειν 
ἐμπειρίᾳ, εἰ δὲ ἄβατος ἦν ὡς ὑμῖν, ἐν ἐμοὶ τὸν κίνδυνον
γεγονέναι, μετρίως ἂν ἐδόκουν λέγειν, καὶ δὴ καὶ νῦν ὁ (5)
μέλλων ἐστὶ λόγος σφοδρότερος καὶ σχεδὸν ἴσως ἄβατος 
ὡς τῇ σφῷν ῥώμῃ· μὴ δὴ σκοτοδινίαν ἴλιγγόν τε ὑμῖν
893.
(a.) ἐμποιήσῃ παραφερόμενός τε καὶ ἐρωτῶν ἀήθεις ὄντας ἀπο- 
κρίσεων, εἶτ’ ἀσχημοσύνην ἀπρέπειάν τε ἐντέκῃ ἀηδῆ, δοκεῖ 
δή μοι χρῆναι ποιεῖν οὑτωσὶ τὰ νῦν ἐμέ, ἀνερωτᾶν πρῶτον 
ἐμαυτόν, ἀκουόντων ὑμῶν ἐν ἀσφαλεῖ, καὶ μετὰ ταῦτα ἀπο-
κρίνασθαι πάλιν ἐμέ, καὶ τὸν λόγον ἅπαντα οὕτω διεξελθεῖν, (5)
μέχριπερ ἂν ψυχῆς πέρι διαπεράνηται καὶ δείξῃ πρότερον
ὂν ψυχὴν σώματος. 
{ΚΛ.} Ἄριστ’, ὦ ξένε, δοκεῖς ἡμῖν εἰρηκέναι, ποίει τε ὡς
λέγεις. @

δηλαδή :
ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΞΕΝΟΣ :«Τότε λοιπόν Κλεινία, πρέπει να πάρεις μέρος στην διαδικασία και να μου πεις πάλι την γνώμη σου. Υποθέτω ότι εκείνος που υποστηρίζει αυτή την δοξασία θεωρεί την φωτιά, το νερό, την γη και τον αέρα ως αρχικά στοιχεία και τα ονομάζει φύση, ενώ ***φαντάζεται ότι η ψυχή δημιουργήθηκε αργότερα από αυτά***. Μάλλον δεν πρέπει να πω ότι τα υποστηρίζει αλλά ότι πραγματικά τα πιστεύει απόλυτα.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πολύ σωστά.
***ΑΘ. Βρήκαμε λοιπόν, μα τον Δία, την πηγή των ανόητων απόψεων εκείνων που ασχολούνται από τα παλιά χρόνια με τα ζητήματα της φύσης. *** Ας εξετάσουμε καλά τα επιχειρήματα τους, γιατί θα είναι πολύ σημαντικό να αποδείξουμε ότι αυτοί, που ***υποστηρίζουν ασεβείς δοξασίες και κατευθύνουν τους άλλους, χρησιμοποιούν όχι σωστά αλλά λανθασμένα επιχειρήματα, κάτι που νομίζω είναι αλήθεια***.
ΚΛ. Μιλάς σωστά αλλά πρέπει να εξηγήσεις ποιά είναι τα λάθη τους.
ΑΘ. Φαίνεται λοιπόν ότι θα θίξουμε πολύ παράξενα θέματα.
ΚΛ. Μην διστάζεις φίλε μου. Καταλαβαίνω πως φοβάσαι ότι θα ξεφύγουμε από την θέσπιση των νόμων, αν ασχοληθούμε με αυτά τα ζητήματα. Αν όμως αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποδείξουμε ότι εκείνοι που ο νόμος θεωρεί θεούς είναι πραγματικά θεοί, τότε ας το κάνουμε.
ΑΘ. Τότε πρέπει να προχωρήσω. Οι δοξασίες που έκαναν τις ψυχές ασεβείς δεν χαρακτήρισαν ως πρώτο αλλά ως τελευταίο εκείνο ακριβώς που είναι η πρώτη αιτία της δημιουργίας και της φθοράς όλων των πραγμάτων. Αντίθετα αυτό που γεννήθηκε δεύτερο το θεώρησαν πρώτο. ***Έτσι ξεγελάστηκαν οι άνθρωποι σχετικά με την αληθινή φύση των θεών.***
ΚΛ. Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω.
ΑΘ. Φαίνεται φίλε μου, ότι ***σχεδόν κανένας δεν καταλαβαίνει τι είναι η ψυχή και ποιες δυνάμεις έχει.*** Εκτός από τα άλλα στοιχεία της, ο κόσμος αγνοεί εντελώς την γέννηση της, ότι δηλαδή δημιουργήθηκε πριν από τα άλλα φυσικά σώματα και ότι παίζει τεράστιο ρόλο στην εξέλιξη και τις μεταβολές τους. Αν συμβαίνει αυτό, δεν θα πρέπει αναγκαστικά οτιδήποτε έχει στενή σχέση μαζί της να έχει δημιουργηθεί πριν από τα υλικά πράγματα αφού ***η ψυχή είναι πιο παλιά από την ύλη;***
ΚΛ. Αναγκαστικά.
ΑΘ. Τότε η σκέψη, η φροντίδα, η τέχνη και ο νόμος θα είναι προγενέστερα από τα σκληρά, τα μαλακά, τα βαριά και τα ελαφρά. Ειδικότερα τα μεγάλα και σημαντικά δημιουργήματα θα είναι πράξεις της τέχνης αφού ανήκουν στα προγενέστερα, ενώ η φύση και τα έργα της, που πολλοί εσφαλμένα τα θεωρούν ίδιο πράγμα, θα είναι μεταγενέστερα και θα προέρχονται από την τέχνη και το λογικό.
ΚΛ. Γιατί είπες εσφαλμένα;
ΑΘ. Όταν χρησιμοποιούν την λέξη φύση, οι άνθρωποι αυτοί εννοούν την διαδικασία της δημιουργίας των πρώτων πραγμάτων. Αν λοιπόν αποδειχτεί ότι πρώτη δημιουργήθηκε η ψυχή και όχι η φωτιά, ή ο αέρας, θα μπορούσαμε πολύ σωστά να υποστηρίξουμε ότι η ψυχή προϋπάρχει της φύσης. Σε αυτό θα καταλήξουμε μόνο αν αποδείξουμε ότι ***η ψυχή είναι πιο παλιά από την ύλη*** – και όχι με κανέναν άλλο τρόπο.
ΚΛ. Μιλάς πολύ σωστά.
ΑΘ. Αυτό λοιπόν είναι το θέμα με το οποίο πρέπει να ασχοληθούμε στην συνέχεια ;
ΚΛ. Φυσικά.
ΑΘ. …….Για να μην σας ζαλίσω λοιπόν με τις απανωτές μου ερωτήσεις και σας φέρω σε δύσκολη και δυσάρεστη θέση, μιας και είστε ασυνήθιστοι στις απαντήσεις, νομίζω ότι πρέπει να κάνω το εξής. Θα ρωτώ τον εαυτό μου και εσείς μόνο θα ακούτε με την ησυχιά σας. Ύστερα θα δίνω τις απαντήσεις και με αυτό τον τρόπο θα συνεχίσουμε το θέμα μας ***μέχρι να τελειώσει η συζήτηση σχετικά με την ψυχή και να αποδειχτεί ότι δημιουργήθηκε πριν από την ύλη***.
ΚΛ. Πολύ καλή ιδέα φίλε μου. Κάνε όπως είπες.

ΠΛΑΤΩΝ – ΝΟΜΟΙ 891c κ.επ.

Πάντα διαχρονικός ο Πλάτων λοιπόν με ένα εκπληκτικό κείμενο, γροθιά στο στομάχι των ψευτο-μυσταγωγών, κατακεραυνώνει όσους υποστηρίζουν ότι η ψυχή φτιάχτηκε από ύλη και μάλιστα τονίζει πόσο ανόητοι και ασεβείς είναι.
Είναι σαφές λοιπόν ότι αυτοί οι δήθεν μελετητές της «Ελληνικής Κοσμοθέασης», που μάλιστα ανερυθρίαστα ισχυρίζονται ότι εκφράζουν Πλατωνικές θέσεις, είτε θεωρούν ότι η χαλαρή και αποσπασματική ανάγνωση των φιλοσοφικών κειμένων –και δη των διαλόγων του Πλάτωνα – ως να ήσαν ύλη εφημερίδων ή περιοδικών, θεωρείται μελέτη είτε εξυπηρετούν δια της παραποιήσεως εσκεμμένα άλλους σκοπούς που μπορούμε να υποθέσουμε και με σημαντικό ποσοστό βεβαιότητας να κατονομάσουμε, πράγμα που δεν είναι της παρούσης, αλλά που κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον θα διαπραγματευθούμε.



Από τους γνωστούς κύκλους που παραποιούν την Πλατωνική Παράδοση, ισχυριζόμενοι όμως ότι όντες Πλατωνικοί ακολουθούν τον «θείο Πλάτωνα» (!), διακινείται ότι η ψυχή έχει προέλθει από εξέλιξη της ύλης, η οποία εξέλιξη εκκινώντας από την κατάσταση της πέτρας, σταδιακά μετατρέπεται σε φυτό, ζώο, άνθρωπο και, όχι μόνον αυτό, αλλά συνεχίζει εξελισσόμενη σε θεό, ο οποίος θεός εξελίσσεται και αυτός χωρίς ορατό τέλος!

Η μόνη εξέλιξη που παρατηρούμε βέβαια είναι στην ανοησία και στην νοσηρή φαντασία τους.

Ας προσεγγίσουμε σε αυτή την ανάρτηση το θέμα για το αν η ψυχή ενός ζώου μετατρέπεται σε ψυχή ανθρώπου ή αν κάποια ανθρώπινη ψυχή ενσαρκώνεται σε σώμα ζώου.

Οι κύκλοι αυτοί χρησιμοποιούν ως (μοναδικό) επιχείρημα το διαβόητο απόσπασμα του Εμπεδοκλή που λέει ότι : «Ἤδη γάρ ποτ' ἐγὼ γενόμην κοῦρός τε κόρη τε

θάμνος τ' οἰωνός τε καὶ ἔξαλος ἔμπυρος ἰχθύς» - Διογένης Λαέρτιος 8.2.77


Βέβαια παρασύρονται από το γεγονός ότι ο Διογένης Λαέρτιος αναφέροντας το απόσπασμα αυτό αμέσως πριν γράφει : «Καὶ τὴν ψυχὴν παντοῖα εἴδη ζῴων καὶ φυτῶν ἐνδύεσθαι· φησὶ γοῦν». Η πρόταση αυτή είναι τα λόγια του Διογένη Λαερτίου και αποδίδει την ερμηνεία που δίνει ο ίδιος στο απόσπασμα αυτό. Πουθενά ο Εμπεδοκλής δεν μιλά στο απόσπασμα αυτό για ψυχή. Ο Διογένης Λαέρτιος ως Επικούρειος αντιλαμβάνεται την ψυχή σαν κάτι υλικό και αχώριστο από το σώμα, και έτσι ερμηνεύει τον Εμπεδοκλή ως εκείνος να αναφέρεται στην ψυχή.


Την ίδια προσέγγιση κανει και ο Ιουστίνος παραθέτοντας την δική του ερμηνεία κατά την αναφορά του στο ίδιο απόσπασμα.


Στην πραγματικότητα ο Εμπεδοκλής αναφέρεται στο «σύνθετο» που αποτελεί τον εαυτό του, δηλαδή την ψυχή και το σώμα του – λέγοντας συγκεκριμένα «ποτ' ἐγὼ γενόμην - όταν κάποτε γεννιόμουνα, δηλαδή όταν αποκτούσε σώμα - και αναφέροντας ότι ήταν κάποτε θάμνος και ψάρι, εννοεί ότι τα στοιχεία που αποτελούν το σώμα του κάποτε αποτελούσαν στοιχεία του σώματος ζώων και φυτών.

Αλλωστε ο Εμπεδοκλής ως Πυθαγόρειος αποκλείεται να εννούσε αυτό που διατείνονται οι παραποιητές.


Ο ίδιος ο Πυθαγόρας λέει, αναφερόμενος στην μη ανάλωση ζώων, ότι λόγω της συγγένειας που έχουμε με αυτά, λόγω της ζωής και των κοινών ίδιων στοιχείων που έχουμε καθώς και της συνθεσης των δύο αυτών, πρέπει να τα θεωρούμε σαν αδέλφια μας : «συγγενικὴ δ’ ἡ τῶν ζῴων μετοχή, ἅπερ διὰ τὴν τῆς ζωῆς καὶ τῶν στοιχείων τῶν αὐτῶν κοινωνίαν καὶ τῆς ἀπὸ τούτων συνισταμένης συγκράσεως ὡσανεὶ ἀδελφότητι πρὸς ἡμᾶς συνέζευκται.» - Ιάμβλιχος- Πυθαγορικός Βίος (24) 108.11

Όπως μας λέει ο Πυθαγόρειος Τίμαιος(42e-43a) για τον σχηματισμό του θνητού μέρους του ανθρώπου : «Δανείστηκαν ( = οι Νέοι Θεοί ) μέρη φωτιάς και γης και νερού και αέρα από τον Κόσμο, υπό τον όρο ότι θα δοθούν πάλι πίσω, και συγκολλούσαν μαζί όσα πήραν, όχι όμως με τους αδιάλυτους δεσμούς με τους οποίους οι ίδιοι συνέχονταν», ο δε Πρόκλος συμπληρώνει (Σχόλια στον Τίμαιο (Ε) 3.319.28) : «Οσα βρίσκονται μέσα μας ανήκουν περισσότερο στο Σύμπαν, παρά σε εμάς. Οταν πεθαίνουμε το Σύμπαν παίρνει πίσω αυτά που του ανήκουν".

Για το θέμα τώρα της μετάβασης της ανθρώπινης ψυχής σε ζώο ή της εξέλιξης της ψυχής ενός ζώου σε ανθρώπινη ψυχή, ας εστιάσουμε στο παρακάτω κείμενο του Πλάτωνα :


«αἱ δὲ ἄλλαι, ὅταν τὸν πρῶτον βίον τελευτήσωσιν, κρίσεως ἔτυχον, κριθεῖσαι δὲ αἱ μὲν εἰς τὰ ὑπὸ γῆς δικαιωτήρια ἐλθοῦσαι δίκην ἐκτίνουσιν, αἱ δ᾽ εἰς τοὐρανοῦ τινα τόπον ὑπὸ τῆς Δίκης κουφισθεῖσαι διάγουσιν ἀξίως οὗ ἐν ἀνθρώπου εἴδει ἐβίωσαν βίου.


τῷ δὲ χιλιοστῷ ἀμφότεραι ἀφικνούμεναι ἐπὶ κλήρωσίν τε καὶ αἵρεσιν τοῦ δευτέρου βίου αἱροῦνται ὃν ἂν θέλῃ ἑκάστη· ** ἔνθα καὶ εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψυχὴ ἀφικνεῖται**, καὶ ἐκ θηρίου ὅς ποτε ἄνθρωπος ἦν πάλιν εἰς ἄνθρωπον.

**οὐ γὰρ ἥ γε μήποτε ἰδοῦσα τὴν ἀλήθειαν εἰς τόδε ἥξει τὸ σχῆμα.**
δεῖ γὰρ ἄνθρωπον συνιέναι κατ᾽ εἶδος λεγόμενον, ἐκ πολλῶν ἰὸν αἰσθήσεων εἰς ἓν λογισμῷ συναιρούμενον· τοῦτο δ᾽ ἐστὶν ἀνάμνησις ἐκείνων ἅ ποτ᾽ εἶδεν ἡμῶν ἡ ψυχὴ συμπορευθεῖσα θεῷ καὶ ὑπεριδοῦσα ἃ νῦν εἶναί φαμεν, καὶ ἀνακύψασα εἰς τὸ ὂν ὄντως. διὸ δὴ δικαίως μόνη πτεροῦται ἡ τοῦ φιλοσόφου διάνοια·

πρὸς γὰρ ἐκείνοις ἀεί ἐστιν μνήμῃ κατὰ δύναμιν, πρὸς οἷσπερ θεὸς ὢν θεῖός ἐστιν. τοῖς δὲ δὴ τοιούτοις ἀνὴρ ὑπομνήμασιν ὀρθῶς χρώμενος, τελέους ἀεὶ τελετὰς τελούμενος, τέλεος ὄντως μόνος γίγνεται· ἐξιστάμενος δὲ τῶν ἀνθρωπίνων σπουδασμάτων καὶ πρὸς τῷ θείῳ γιγνόμενος, νουθετεῖται μὲν ὑπὸ τῶν πολλῶν ὡς παρακινῶν, ἐνθουσιάζων δὲ λέληθεν τοὺς πολλούς» - Πλάτων – Φαίδρος 249a-d

Δηλαδή :

«Οι άλλες (ψυχές) όμως, όταν τελειώσουν την πρώτη τους ζωή, κρίνονται και αφού κριθούν, άλλες πηγαίνουν στους τόπους που αποδίδεται δικαιοσύνη, κάτω από την γη, και εκτίουν εκεί την ποινή τους, και άλλες, αλαφραίνοντας με την κρίση, ανυψώνονται και ζουν σ’έναν τόπο του ουρανού αντάξια με την ζωή που έζησαν όταν είχαν μορφή ανθρώπου.

Στο χιλιοστό όμως έτος, και οι πρώτες και οι δεύτερες, φθάνοντας σε κλήρωση και σε εκλογή της δεύτερης ζωής τους, διαλέγουν η καθεμιά την ζωή που θέλει και τότε **είναι δυνατό η ανθρώπινη ψυχή να οδηγηθεί στην ζωή ενός θηρίου**, και από το θηρίο να επιστρέψει σε άνθρωπο η ψυχή που ήταν κάποτε άνθρωπος.

**Και δεν θα πάρει αυτήν την μορφή την ανθρώπινη, η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια.**
Γιατί ο άνθρωπος πρέπει να συλλαμβάνει εκείνο που εκφράζεται ως έννοια, δηλαδή που, ενώ προέρχεται από πολλές αντιλήψεις διαμέσου των αισθήσεων, αποκτά ενότητα διαμέσου του λόγου και τούτο είναι η ανάμνηση εκείνων, τα οποία είδε κάποτε η ψυχή μας, όταν συμπορεύτηκε με τον θεό και ύψωσε το βλέμμα της επάνω από αυτά που στην τωρινή ζωή, τα λέμε όντα, και ανήλθε στην περιοχή του αληθινού όντος.

Για αυτό λοιπόν δίκαια αποκτά φτερά μόνο η διάνοια του φιλοσόφου. Γιατί πάντα διαμέσου της μνήμης, είναι κοντά – όσο μπορεί- σ’εκείνα στα οποία είναι κοντά – και γι’άυτό είναιο θεϊκός – ο θεός.

Ο άνδρας, μάλιστα που χειρίζεται ορθά αυτές τις αναμνήσεις και μυείται πάντα στα μυστήρια της τελειότητας, γίνεται – μόνον αυτός – αληθινά τέλειος.

Καθώς όμως απομακρύνεται από τα ανθρώπινα ενδιαφέροντα και προσηλώνεται στο θείο, νουθετείται από τους πολλούς, που τον παίρνουν για πειραγμένο στο μυαλό, και από των οποίων την προσοχή διαφεύγει το ότι έχει μέσα του το θείο».

Με άλλα λόγια, η χειροτέρευση της ψυχής μας, μας οδηγεί κάθε φορά σε ενσάρκωση σε κατώτερο βίο, αν δε αυτή γίνει χειρίστη ο βίος που τελικά ζούμε είναι βίος θηρίου. Δηλαδή «ζούμε σαν ζώα» και όχι φυσικά σε σώματα ζώου. Εδώ ο Πλάτων ξεκαθαρίζει πλήρως ότι ποτέ δεν μπαίνουμε σε σώματα ζώων αλλά ο βίος που διάγουμε είναι τέτοιος που μοιάζει με ζωή ζώου.

Το δε θέμα της μετατροπής της ψυχής ενός ζώου σε ανθρώπινη ψυχή φροντίζει εντέχνως να το ξεκαθαρίσει λέγοντας ότι : «Και δεν θα πάρει αυτήν την μορφή την ανθρώπινη, η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια». Δηλαδή για να πάρει η ψυχή ανθρώπινη μορφή (δηλαδή να μπει σε ανθρώπινο σώμα) πρέπει να είναι μόνο η λογική ψυχή, της οποίας η πατρίδα είναι το νοητό, και λόγω αυτού έχει δει κάποτε την αλήθεια.

Αποκλείει δηλαδή την περίπτωση κάποια ψυχή που ήταν ψυχή ζώου (δηλαδή άλογη) να «εξελιχθεί» και να μετατραπεί σε λογική ψυχή η οποία και να μπορεί να ενσαρκωθεί σε σώμα ανθρώπινη, καθώς αυτή δεν θα έχει δει ποτέ την αλήθεια (δηλαδή τα όντως όντα που είναι στο νοητό) όντας άλογη . Γιατί για να έχει δει την αλήθεια πρέπειο να έχει υπάρξει στο νοητό.

Μόνο η λογική ψυχή η οποία έχει προέλθει από το νοητό και συνεπώς έχει δει την αλήθεια, τα όντως όντα δηλαδή, μπορεί να ενσαρκωθεί σε σώμα ανθρώπου.

Πράγμα που ξεκαθαρίζει και ο Πρόκλος ο οποίος στα Σχόλια του στον Τίμαιο τονίζει ότι άλλο είναι η ζωή ενός ζώου και άλλο το σώμα ενός ζώου :


«ὅτι τε ἐν Πολιτείᾳ τὴν ψυχὴν τοῦ Θερσίτου πίθηκον ἐνδύεσθαί φησιν, ἀλλ’ οὐ σῶμα πιθήκειον, καὶ ἐν Φαίδρῳ κατιέναι εἰς βίον θήρειον, ἀλλ’ οὐχὶ εἰς σῶμα θήρειον (ὁ γὰρ βίος μετὰ τῆς οἰκείας ἐστὶ ψυχῆς), καὶ ἐν τούτοις ‘μεταβάλλειν εἰς θήρειον φύσιν’· ἡ γὰρ θήρειος φύσις οὐκ ἔστι τὸ σῶμα τὸ θήρειον, ἀλλ’ ἡ ζωὴ τοῦ θηρίου»
Πρόκλος – Σχόλια στον Τίμαιο (Ε) 3.295.7


Χωρίς βέβαια να ξεχνάμε και τον Πυθαγόρειο Ιεροκλή ο οποίος τονίζει ότι μόνο αν δεν ξέρουμε την φύση των πραγμάτων θα πούμε την ανοησία ότι η ανθρώπινη ψυχή γίνεται ζώο ή θεός.

«Όμοια εαν κάποιος περιμένει μετά τον σωματικό θάνατο, να μπει η ψυχή του σε σώμα άλογου ζώου λόγω των ατελειών του ή και φυτού λόγω της αδράνειας των αισθημάτων του, και αυτός παίρνει έναν δρόμο αντίθετο προς εκείνες που μεταβάλλουν την ουσία του ανθρώπου προς ανώτερα όντα, κατακρημνίζοντας την ψυχή του προς μια από τις κατώτερες ουσίες, απατάται και αγνοεί τελείως το είδος της ουσίας της ψυχής μας, η οποία ποτέ δεν μπορεί να αλλάξει.

Διότι είναι και παραμένει πάντα ανθρώπινη, λέγεται ότι γίνεται Θεός ή ζώον λόγω αρετής ή κακίας, ενώ τίποτα από αυτά δεν μπορεί να γίνει λόγω της φύσεως της, αλλά μόνο καθ’ομοίωση προς το εν ή το άλλο. Εκείνος που αγνοεί την αξία κάθε όντος, αλλά πότε την αυξάνει και πότε την μειώνει, φτιάχνει με την άγνοια του θέματα μάταιων δοξασιών και μάταιων ελπίδων» 

- Ιεροκλής – Σχόλια στα Χρυσά Έπη 23.7.7

πηγή: empedotimos.blogspot