Ο μεγάλος Πλάτωνας στο 10ον βιβλίο τον «Νόμων» μας αναγκάζει με ατσάλινους συλλογισμούς να ομολογήσουμε ότι υπάρχει πρόνοια. Και σε πολλά άλλα χωρία, όπως για παράδειγμα στον «Τίμαιο», δείχνει ότι όλα τα έργα της δημιουργίας, μέχρι και τα τελευταία έχουν κατασκευαστεί με ακρίβεια λόγω της πρόνοιας του θεού, όπως λέει κατά λέξη. Και πρέπει εμείς αφού πιστέψουμε σε αυτά που απέδειξε ο Πλάτων και στους «Χρησμούς» οι οποίοι επιβεβαιώνουν αποτελεσματικά τις αποδείξεις του Πλάτωνα – γιατί πιστεύουμε η ίδια η παράδοση των «Χρησμών» αποτελεί για τους άξιους ακροατές των θεϊκών μηνυμάτων την πιο ξεκάθαρη απόδειξη της πρόνοιας προς απόκρουση των κάθε λογής φαντασιών οι οποίες εμποδίζουν την σκέψη πολλών να αποδεχτούν αυτό το πράγμα, ότι δηλαδή τα πάντα υπάρχουν σύμφωνα με την πρόνοια των θεών – να επαναφέρουμε στην αλήθεια των πραγμάτων όσους αμφισβητούν την πρόνοια λέγοντας κάθε λογής ανόσια πράγματα. Και αυτό το κάνουμε όχι επειδή τα θέματα αυτά δεν έτυχαν επισταμένης μελέτης από τους προηγούμενους, αλλά επειδή η ψυχή μας επιθυμεί να μιλήσουμε και να ακούσει για αυτά, παρόλο που έχουνε μελετηθεί και αναλυθεί χιλιάδες φορές, και σαν στραφεί στον εαυτό της, ωσάν να θέλει να κρίνει η ίδια και όχι απλώς να δεχτεί απέξω την αλήθεια για τα πράγματα.
Ρωτώντας λοιπόν, αν χρειαστεί, τους εαυτούς μας και αμφιβάλλοντας μέσα στα μύχια της ψυχής ας προσπαθήσουμε να εξασκηθούμε στην λύση αυτών των προβλημάτων. Και ας φτάσουμε μέχρι το τέλος της ανάλυσης μας χωρίς να έχει διαφορά αν έχουν ειπωθεί αυτά τα πράγματα από τους παλαιούς ή όχι.
Ας δούμε λοιπόν εν περιλήψει τι μας λέγει ο Πρόκλος στο αυτό έργο.
Α΄ απορία (κεφ. 2-5):
Αν η πρόνοια προνοεί για τα πάντα, για τα σύνολα, για τα μέρη, ακόμα και για τα πιο ατομικά πράγματα στον ουρανό και κάτω από τον ουρανό, για τα αιώνια και για τα φθαρτά, τότε πρέπει να προνοεί σύμφωνα με την αξία κάθε όντος. Α προνοεί σύμφωνα με την αξία κάθε όντος, πρέπει να γνωρίζει την αξία κάθε όντος. Κι αν γνωρίζει την αξία κάθε όντος, πως την γνωρίζει και ποιος είναι ο τρόπος της γνώσης;
Αν η πρόνοια προνοεί για τα πάντα, για τα σύνολα, για τα μέρη, ακόμα και για τα πιο ατομικά πράγματα στον ουρανό και κάτω από τον ουρανό, για τα αιώνια και για τα φθαρτά, τότε πρέπει να προνοεί σύμφωνα με την αξία κάθε όντος. Α προνοεί σύμφωνα με την αξία κάθε όντος, πρέπει να γνωρίζει την αξία κάθε όντος. Κι αν γνωρίζει την αξία κάθε όντος, πως την γνωρίζει και ποιος είναι ο τρόπος της γνώσης;
Απάντηση:
Αρχικά δίνεται μια απαρίθμηση των διαφόρων μορφών γνώσης κατά ποιότητα: ένα είδος γνώσης είναι αυτό που είναι εμφυτευμένο στο άλογο μέρος της ψυχής, δηλ. η αίσθηση ή φαντασία, κάθε μια εξ αυτών αφορά μόνο επιμέρους πράγματα και δεν υπάρχει έξω από το σώμα. Ένα άλλο είδος είναι αυτό που είναι εμφυτευμένο μέσα στο έλλογο μέρος της ψυχή, δηλ. η γνώμη ή επιστήμη. Αυτή διαφέρει από τις άλογες γνώσεις στον βαθμό που γνωρίζει τα καθολικά, ενώ εκείνες αντιλαμβάνονται μόνο τα επιμέρους πράγματα. Μεταξύ τους οι δυο τελευταίες γνώσεις διαφέρουν ως προς το ότι η μία, δηλ. η γνώμη, είναι γνώση πραγμάτων κινητών, ενώ η άλλη, δηλ. η επιστήμη είναι γνώση πραγμάτων ακίνητων. Ένα άλλο είδος γνώσης, ανώτερο και από αυτές, είναι η επονομαζόμενη νοητική γνώση. αυτή άλλοτε είναι απλή και ταυτόχρονη γνώση των πάντων, και άλλοτε είναι γνώση των πάντων από μία άποψη. Έτσι διαφοροποιούνται και η μια είναι γνώση του απολύτως τέλειου νου, ενώ η άλλη είναι γνώση των επιμέρους νοών. και οι δύο βέβαια νοούν τα πάντα και από αυτήν την άποψη υπερέχουν από τις λογικές γνώσεις, όμως ο καθολικός νους είναι τα πάντα και νοεί τα πάντα με καθολικό τρόπο, ενώ οι επιμέρους νόες κάνουν το ίδιο με επιμέρους τρόπο, επειδή καθένας τους είναι και είναι όσα νοεί. Πάνω από όλες αυτές βρίσκεται η πρόνοια. Η Πρόνοια, που είναι η γνώση προ του νοός (πάνω από τον νου) και μέσα στο Ένα με το οποίο κάθε θεός υπάρχει και λέγεται ότι προνοεί για τα πάντα, έχοντας εγκαταστήσει τον εαυτό του σε αυτήν την ενέργεια η οποία είναι η κύρια ενέργεια των θεών, γνωρίζει τα όντα μέσω του στοιχείου που βρίσκεται πάνω από τον νου. Με αυτό το Ένα που υπάρχει, γνωρίζει τα πάντα. Η πρόνοια, λοιπόν, γνωρίζει τα πάντα γιατί είναι «ένα» και φέρουν μια σφραγίδα του Ενός – Αγαθού. (Δες. και ΠΡΟΚΛΟΣ - ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΤΡΟΠΟΙ ΓΝΩΣΗΣ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ)
Αρχικά δίνεται μια απαρίθμηση των διαφόρων μορφών γνώσης κατά ποιότητα: ένα είδος γνώσης είναι αυτό που είναι εμφυτευμένο στο άλογο μέρος της ψυχής, δηλ. η αίσθηση ή φαντασία, κάθε μια εξ αυτών αφορά μόνο επιμέρους πράγματα και δεν υπάρχει έξω από το σώμα. Ένα άλλο είδος είναι αυτό που είναι εμφυτευμένο μέσα στο έλλογο μέρος της ψυχή, δηλ. η γνώμη ή επιστήμη. Αυτή διαφέρει από τις άλογες γνώσεις στον βαθμό που γνωρίζει τα καθολικά, ενώ εκείνες αντιλαμβάνονται μόνο τα επιμέρους πράγματα. Μεταξύ τους οι δυο τελευταίες γνώσεις διαφέρουν ως προς το ότι η μία, δηλ. η γνώμη, είναι γνώση πραγμάτων κινητών, ενώ η άλλη, δηλ. η επιστήμη είναι γνώση πραγμάτων ακίνητων. Ένα άλλο είδος γνώσης, ανώτερο και από αυτές, είναι η επονομαζόμενη νοητική γνώση. αυτή άλλοτε είναι απλή και ταυτόχρονη γνώση των πάντων, και άλλοτε είναι γνώση των πάντων από μία άποψη. Έτσι διαφοροποιούνται και η μια είναι γνώση του απολύτως τέλειου νου, ενώ η άλλη είναι γνώση των επιμέρους νοών. και οι δύο βέβαια νοούν τα πάντα και από αυτήν την άποψη υπερέχουν από τις λογικές γνώσεις, όμως ο καθολικός νους είναι τα πάντα και νοεί τα πάντα με καθολικό τρόπο, ενώ οι επιμέρους νόες κάνουν το ίδιο με επιμέρους τρόπο, επειδή καθένας τους είναι και είναι όσα νοεί. Πάνω από όλες αυτές βρίσκεται η πρόνοια. Η Πρόνοια, που είναι η γνώση προ του νοός (πάνω από τον νου) και μέσα στο Ένα με το οποίο κάθε θεός υπάρχει και λέγεται ότι προνοεί για τα πάντα, έχοντας εγκαταστήσει τον εαυτό του σε αυτήν την ενέργεια η οποία είναι η κύρια ενέργεια των θεών, γνωρίζει τα όντα μέσω του στοιχείου που βρίσκεται πάνω από τον νου. Με αυτό το Ένα που υπάρχει, γνωρίζει τα πάντα. Η πρόνοια, λοιπόν, γνωρίζει τα πάντα γιατί είναι «ένα» και φέρουν μια σφραγίδα του Ενός – Αγαθού. (Δες. και ΠΡΟΚΛΟΣ - ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΤΡΟΠΟΙ ΓΝΩΣΗΣ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ)
Β’ απορία (κεφ. 6-8):
Πώς η πρόνοια γνωρίζει αναμφίβολα τη αμφίβολη φύση του ενδεχομένου μέσα στον Κόσμο;
Πώς η πρόνοια γνωρίζει αναμφίβολα τη αμφίβολη φύση του ενδεχομένου μέσα στον Κόσμο;
Απάντηση:
Η γνώση εδρεύει κυρίως μέσα στο υποκείμενο που την ασκεί, και ως εκ τούτου η γνώση διαμορφώνεται κυρίως από την φύση του υποκειμένου. Έτσι και η γνώση της πρόνοιας γνωρίζει την αμφίβολη του ενδεχομένου με τον δικό της τρόπο γνώσης, δηλ. με τρόπο ενιαίο και καθορισμένο, όπως υπάρχει μέσα σε κάθε αίτιο η προγενέστερη γνώση που αφορά το αιτιατό. Αυτή η μορφή γνώσης, μάλιστα, είναι ανώτερη.
Η γνώση εδρεύει κυρίως μέσα στο υποκείμενο που την ασκεί, και ως εκ τούτου η γνώση διαμορφώνεται κυρίως από την φύση του υποκειμένου. Έτσι και η γνώση της πρόνοιας γνωρίζει την αμφίβολη του ενδεχομένου με τον δικό της τρόπο γνώσης, δηλ. με τρόπο ενιαίο και καθορισμένο, όπως υπάρχει μέσα σε κάθε αίτιο η προγενέστερη γνώση που αφορά το αιτιατό. Αυτή η μορφή γνώσης, μάλιστα, είναι ανώτερη.
Γ’ απορία (κεφ. 9 – 20):
Εφόσον η πρόνοια δίνει υπόσταση στα αόριστα και στα καθορισμένα, είναι αιτία και των δύο με βάση τη διαφορετικότητα ή με βάση της ταυτότητα; τα γνωρίζει μέσω της ταυτότητας ή μέσω της διαφορετικότητας; Αν τα γνωρίζει μέσω της ταυτότητας πώς γνωρίζει την διαφορά τους; Αν τα γνωρίζει μέσω της διαφορετικότητας, πως διατηρεί την ενιαία φύση της;
Εφόσον η πρόνοια δίνει υπόσταση στα αόριστα και στα καθορισμένα, είναι αιτία και των δύο με βάση τη διαφορετικότητα ή με βάση της ταυτότητα; τα γνωρίζει μέσω της ταυτότητας ή μέσω της διαφορετικότητας; Αν τα γνωρίζει μέσω της ταυτότητας πώς γνωρίζει την διαφορά τους; Αν τα γνωρίζει μέσω της διαφορετικότητας, πως διατηρεί την ενιαία φύση της;
Απάντηση:
Το υπερούσιο Ένα, από το οποίο καθορίζεται η πρόνοια, έχει, εκτός από την ανυπέρβλητη ενότητά του, και άπειρη δύναμη. Με την ανυπέρβλητη ενότητά του γνωρίζει τα πάντα και με την άπειρη δύναμη του παράγει τα πάντα. Έτσι η ενότητά του είναι αιτία κάθε πέρατος και κάθε ορισμού, ενώ η άπειρη δύναμή του είναι αιτία κάθε απείρου και κάθε αοριστίας. Το Ένα, όμως, και η πρόνοιά του γνωρίζουν τα πάντα με ενιαίο τρόπο και με βάση την ταυτότητα, επειδή μέσα στο ένα η άπειρη δύναμη (η οποία γεννά τα πάντα) είναι εξαρτημένη από την ενότητα. Έτσι και μέσα στο σύμπαν όλες οι αόριστες – άπειρες υπάρξεις εξαρτώνται από τις καθορισμένες/πεπερασμένες.
Το υπερούσιο Ένα, από το οποίο καθορίζεται η πρόνοια, έχει, εκτός από την ανυπέρβλητη ενότητά του, και άπειρη δύναμη. Με την ανυπέρβλητη ενότητά του γνωρίζει τα πάντα και με την άπειρη δύναμη του παράγει τα πάντα. Έτσι η ενότητά του είναι αιτία κάθε πέρατος και κάθε ορισμού, ενώ η άπειρη δύναμή του είναι αιτία κάθε απείρου και κάθε αοριστίας. Το Ένα, όμως, και η πρόνοιά του γνωρίζουν τα πάντα με ενιαίο τρόπο και με βάση την ταυτότητα, επειδή μέσα στο ένα η άπειρη δύναμη (η οποία γεννά τα πάντα) είναι εξαρτημένη από την ενότητα. Έτσι και μέσα στο σύμπαν όλες οι αόριστες – άπειρες υπάρξεις εξαρτώνται από τις καθορισμένες/πεπερασμένες.
Δ’ απορία (κεφ. 21 – 26):
Πώς, ενώ οι θεοί ενεργούν πάντα, όσα βρίσκονται εδώ κάτω δεν μετέχουν πάντα στους Θεούς; Γιατί σε τι αποσκοπεί η ενέργεια, αν δεν υπάρχει αυτό το οποίο μετέχει στους θεούς; Αν πάλι δεν αποδώσουμε σε αυτούς την μονιμότητα της ενέργειας, είναι ακόμα πιο παράλογο, αν μπορεί να πει κανείς παράλογο το αδύνατο. Γιατί καθετί που τυχόν υπάρχει στους θεούς, υπάρχει πάντα και πριν από κάθε χρόνο, όχι μόνον τον μερικό χρόνο μέσα στον οποίο ζούμε εμείς, αλλά και τον άπειρο. Γιατί ακόμα και ο άπειρος χρόνος βρίσκεται εντός των θεών.
Πώς, ενώ οι θεοί ενεργούν πάντα, όσα βρίσκονται εδώ κάτω δεν μετέχουν πάντα στους Θεούς; Γιατί σε τι αποσκοπεί η ενέργεια, αν δεν υπάρχει αυτό το οποίο μετέχει στους θεούς; Αν πάλι δεν αποδώσουμε σε αυτούς την μονιμότητα της ενέργειας, είναι ακόμα πιο παράλογο, αν μπορεί να πει κανείς παράλογο το αδύνατο. Γιατί καθετί που τυχόν υπάρχει στους θεούς, υπάρχει πάντα και πριν από κάθε χρόνο, όχι μόνον τον μερικό χρόνο μέσα στον οποίο ζούμε εμείς, αλλά και τον άπειρο. Γιατί ακόμα και ο άπειρος χρόνος βρίσκεται εντός των θεών.
Απάντηση:
Η ενέργεια των Θεών παραμένει πάντα η ίδια, εκείνο όμως που αλλάζει είναι η καταλληλότητα των κατώτερων όντων ως προς την συμμετοχή τους στα αγαθά των Θεών. Και η παροδικότητα της συμμετοχής των άλλων όντων στην θεϊκή ενέργεια δεν προσδίδει παροδικότητα στην ίδια την θεϊκή ενέργεια. Επειδή, μάλιστα, τα όντα που είναι πολύ υποβαθμισμένα και βρίσκονται αρκετές θέσεις μακριά από τους θεούς δεν μπορούν να συμμετάσχουν εύκολα στα θεϊκά αγαθά και στην πρόνοια των θεών, απαιτείται η ύπαρξη κάποιων συνδέσμων μέσω των οποίων έρχονται με τους θεούς. Οι σύνδεσμοι αυτοί είναι οι Άγγελοι, οι Δαίμονες και οι Ήρωες. Μάλιστα, πολλά από τα κατώτερα όντα αδυνατούν να ανέλθουν μέχρι την συμμετοχή στους θεούς και κατορθώνουν να φτάσουν μέχρι τα αγαθά που προέρχονται από τους συνδέσμους.
Η ενέργεια των Θεών παραμένει πάντα η ίδια, εκείνο όμως που αλλάζει είναι η καταλληλότητα των κατώτερων όντων ως προς την συμμετοχή τους στα αγαθά των Θεών. Και η παροδικότητα της συμμετοχής των άλλων όντων στην θεϊκή ενέργεια δεν προσδίδει παροδικότητα στην ίδια την θεϊκή ενέργεια. Επειδή, μάλιστα, τα όντα που είναι πολύ υποβαθμισμένα και βρίσκονται αρκετές θέσεις μακριά από τους θεούς δεν μπορούν να συμμετάσχουν εύκολα στα θεϊκά αγαθά και στην πρόνοια των θεών, απαιτείται η ύπαρξη κάποιων συνδέσμων μέσω των οποίων έρχονται με τους θεούς. Οι σύνδεσμοι αυτοί είναι οι Άγγελοι, οι Δαίμονες και οι Ήρωες. Μάλιστα, πολλά από τα κατώτερα όντα αδυνατούν να ανέλθουν μέχρι την συμμετοχή στους θεούς και κατορθώνουν να φτάσουν μέχρι τα αγαθά που προέρχονται από τους συνδέσμους.
Ε’ απορία (κεφ. 26 -31):
Εφόσον υπάρχει πρόνοια, πώς εμφανίζεται μέσα στα όντα το κακό;
Εφόσον υπάρχει πρόνοια, πώς εμφανίζεται μέσα στα όντα το κακό;
Απάντηση:
Το κακό χωρίζεται στο σωματικό, που είναι το αντίθετο με την φύση, και στο ψυχικό, που είναι το αντίθετο με την λογική. Καταρχάς το σωματικό κακό, το αντίθετο με την Φύση, είναι στοιχείο της φθοράς. Επειδή, όμως, η φθορά είναι το αντιθετικό στοιχείο της γέννησης, και επειδή το αντιθετικό αυτό στοιχείο είναι απαραίτητο για την γέννηση, και επειδή η γέννηση είναι σύμφωνη με την πρόνοια και πράγμα αγαθό για όσα γεννιούνται, για όλους αυτούς τους λόγους το αντίθετο με την Φύση είναι κακό για κάποια όντα, είναι όμως αγαθό για την πληρότητα του σύμπαντος. Από την άλλη το ψυχικό κακό, το αντίθετο με την λογική, είναι αυτό που προβάλλει εμπόδια στην λειτουργία του θεϊκού μέρους που έχουμε μέσα μας, δηλ. της λογικής, και από αυτή την άποψη μπορεί να χαρακτηριστεί κακό. Ωστόσο, αν αναλογιστούμε ότι μερικά όντα δεν έχουν λογική, τότε αντίθετο με την λογική είναι για αυτά κάτι το φυσικό. Επίσης, αν αναλογιστούμε ότι οι λειτουργίες του άλογου μέρους της ψυχής μας είναι μερικές φορές απαραίτητες για την επιβίωση του ζωντανού οργανισμού, και πάλι οι λειτουργείς αυτές εμφανίζονται σύμφωνες με την Φύση. Έτσι αποδεικνύεται ότι ακόμη και το κακό, σε όλες τις μορφές του, δεν εντελώς αμιγές από το αγαθό. Επίσης το Κακό δεν έχει δική του αυτόνομη υπόταση, αλλά εμφανίζεται πάντα ως το αντιθετικό στοιχείο του Κακού το οποίο ουσιαστικά συμπληρώνει και επιβεβαιώνει την ύπαρξη του αγαθού (παρυπόσταση του Κακού). Έτσι δεν τίθεται θέμα ύπαρξης μιας αρχής του κακού διαφορετικής από το αγαθό, η οποία θα έχει δράση αντίθετη από την δράση του αγαθού μέσα στον Κόσμο.
Το κακό χωρίζεται στο σωματικό, που είναι το αντίθετο με την φύση, και στο ψυχικό, που είναι το αντίθετο με την λογική. Καταρχάς το σωματικό κακό, το αντίθετο με την Φύση, είναι στοιχείο της φθοράς. Επειδή, όμως, η φθορά είναι το αντιθετικό στοιχείο της γέννησης, και επειδή το αντιθετικό αυτό στοιχείο είναι απαραίτητο για την γέννηση, και επειδή η γέννηση είναι σύμφωνη με την πρόνοια και πράγμα αγαθό για όσα γεννιούνται, για όλους αυτούς τους λόγους το αντίθετο με την Φύση είναι κακό για κάποια όντα, είναι όμως αγαθό για την πληρότητα του σύμπαντος. Από την άλλη το ψυχικό κακό, το αντίθετο με την λογική, είναι αυτό που προβάλλει εμπόδια στην λειτουργία του θεϊκού μέρους που έχουμε μέσα μας, δηλ. της λογικής, και από αυτή την άποψη μπορεί να χαρακτηριστεί κακό. Ωστόσο, αν αναλογιστούμε ότι μερικά όντα δεν έχουν λογική, τότε αντίθετο με την λογική είναι για αυτά κάτι το φυσικό. Επίσης, αν αναλογιστούμε ότι οι λειτουργίες του άλογου μέρους της ψυχής μας είναι μερικές φορές απαραίτητες για την επιβίωση του ζωντανού οργανισμού, και πάλι οι λειτουργείς αυτές εμφανίζονται σύμφωνες με την Φύση. Έτσι αποδεικνύεται ότι ακόμη και το κακό, σε όλες τις μορφές του, δεν εντελώς αμιγές από το αγαθό. Επίσης το Κακό δεν έχει δική του αυτόνομη υπόταση, αλλά εμφανίζεται πάντα ως το αντιθετικό στοιχείο του Κακού το οποίο ουσιαστικά συμπληρώνει και επιβεβαιώνει την ύπαρξη του αγαθού (παρυπόσταση του Κακού). Έτσι δεν τίθεται θέμα ύπαρξης μιας αρχής του κακού διαφορετικής από το αγαθό, η οποία θα έχει δράση αντίθετη από την δράση του αγαθού μέσα στον Κόσμο.
Στ’ απορία (κεφ. 32-42):
Αν υπάρχει πρόνοια και αν γνωρίζει την αξία των όντων στα οποία ενεργεί, πώς εμφανίζεται τόση ανισότητα στους κλήρους των ανθρώπινων ζωών, ώστε οι κακοί να ευτυχούν και καλοί να δυστυχούν; Γιατί οι κακοί κυβερνούν και οι καλοί υπηρετούν επίσης μερικοί άνθρωποι ευνοούνται ως προς τη σωματική υγεία, ως προς τα δώρα της Τύχης και ως προς όλα τα όμοια, ενώ άλλοι αντιθέτως, παρά την πιο αξιέπαινη ζωή τους, είναι περιστοιχισμένοι από σκληρές δοκιμασίες.
Αν υπάρχει πρόνοια και αν γνωρίζει την αξία των όντων στα οποία ενεργεί, πώς εμφανίζεται τόση ανισότητα στους κλήρους των ανθρώπινων ζωών, ώστε οι κακοί να ευτυχούν και καλοί να δυστυχούν; Γιατί οι κακοί κυβερνούν και οι καλοί υπηρετούν επίσης μερικοί άνθρωποι ευνοούνται ως προς τη σωματική υγεία, ως προς τα δώρα της Τύχης και ως προς όλα τα όμοια, ενώ άλλοι αντιθέτως, παρά την πιο αξιέπαινη ζωή τους, είναι περιστοιχισμένοι από σκληρές δοκιμασίες.
Απάντηση:
Πρώτον, πρέπει να διακρίνουμε τα αγαθά που χορηγεί η πρόνοια σε πραγματικά και φαινομενικά, και σε αυτήν την περίπτωση θα διαπιστώσουμε ότι οι κακοί έχουν τα φαινόμενα αγαθά, ενώ οι καλοί έχουν τα πραγματικά αγαθά. Δεύτερον, πολλές φορές η έλλειψη των φαινομενικών αγαθών βοηθά τους καλούς να περιφρονούν τα σώματα και εμφανίζει την αρετή αυτούσια και απαλλαγμένη από τα εξωτερικά αγαθά στην θέση όσων μπορούν να την παρατηρήσουν. Τρίτον, η εμφάνιση της αρετής μέσα στις δυσκολίες αποκαλύπτει ακόμα περισσότερο την αξία της, αφού η αρετή κοσμεί τη δυστυχία ενώ η κακία ατιμάζει την ευτυχία. Επίσης, η πρόνοια συχνά αναγκάζει τους καλούς να βρεθούν μέσα σε δύσκολες περιστάσεις, προκειμένου να αναπτύξουν όλες τις πτυχές της αρετής τους. Ακόμα, οι ψυχές οι οποίες κατεβαίνουν εν τη γενέσει πρέπει να δοκιμάσουν τις δυσκολίες του Κόσμου αυτού προκειμένου να επιθυμήσουν και πάλι την έξοδο τους από τον Κόσμου τούτο. Πολλές φορές, επίσης, οι καλοί άνθρωποι υποφέρουν πληρώνοντας για παλαιότερα αμαρτήματα τα οποία είχαν διαπράξει όσο δεν ήταν ενάρετοι. Τέλος, πολλές φορές πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας και τις περιόδους του σύμπαντος οι οποίες οδηγούν ευρύτερα σύνολα ανθρώπων σε κοινές φθορές και δυστυχίες. Γενικά, λοιπόν, οι φαινομενικές αδικίες της πρόνοιας πρέπει να εξετάζονται από ευρύτερη σκοπιά, από την οποία μπορεί κανείς να διακρίνει την αναγκαιότητα και τη σκοπιμότητά τους.
Πρώτον, πρέπει να διακρίνουμε τα αγαθά που χορηγεί η πρόνοια σε πραγματικά και φαινομενικά, και σε αυτήν την περίπτωση θα διαπιστώσουμε ότι οι κακοί έχουν τα φαινόμενα αγαθά, ενώ οι καλοί έχουν τα πραγματικά αγαθά. Δεύτερον, πολλές φορές η έλλειψη των φαινομενικών αγαθών βοηθά τους καλούς να περιφρονούν τα σώματα και εμφανίζει την αρετή αυτούσια και απαλλαγμένη από τα εξωτερικά αγαθά στην θέση όσων μπορούν να την παρατηρήσουν. Τρίτον, η εμφάνιση της αρετής μέσα στις δυσκολίες αποκαλύπτει ακόμα περισσότερο την αξία της, αφού η αρετή κοσμεί τη δυστυχία ενώ η κακία ατιμάζει την ευτυχία. Επίσης, η πρόνοια συχνά αναγκάζει τους καλούς να βρεθούν μέσα σε δύσκολες περιστάσεις, προκειμένου να αναπτύξουν όλες τις πτυχές της αρετής τους. Ακόμα, οι ψυχές οι οποίες κατεβαίνουν εν τη γενέσει πρέπει να δοκιμάσουν τις δυσκολίες του Κόσμου αυτού προκειμένου να επιθυμήσουν και πάλι την έξοδο τους από τον Κόσμου τούτο. Πολλές φορές, επίσης, οι καλοί άνθρωποι υποφέρουν πληρώνοντας για παλαιότερα αμαρτήματα τα οποία είχαν διαπράξει όσο δεν ήταν ενάρετοι. Τέλος, πολλές φορές πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας και τις περιόδους του σύμπαντος οι οποίες οδηγούν ευρύτερα σύνολα ανθρώπων σε κοινές φθορές και δυστυχίες. Γενικά, λοιπόν, οι φαινομενικές αδικίες της πρόνοιας πρέπει να εξετάζονται από ευρύτερη σκοπιά, από την οποία μπορεί κανείς να διακρίνει την αναγκαιότητα και τη σκοπιμότητά τους.
Ζ’ απορία (κεφ. 43-48):
Πως η πρόνοια επιτρέπει ανάλογες με αυτές των ανθρώπων, φαινομενικά άδικες, καταστάσεις στην περίπτωση των άλογων ζώων;
Πως η πρόνοια επιτρέπει ανάλογες με αυτές των ανθρώπων, φαινομενικά άδικες, καταστάσεις στην περίπτωση των άλογων ζώων;
Απάντηση:
Εδώ υπάρχουν δυο διαφορετικές εκδοχές. Αν υποθέσουμε ότι και τα άλογα ζώα έχουν ένα ίχνος αυτοκινούμενης ζωής αυτενέργειας, τότε ισχύει στην περίπτωσή τους ότι ειπώθηκε και για τις αδικίες που εμφανίζονται στις ζωές των ανθρώπων. Αν υποθέσουμε ότι τα άλογα ζώα δεν έχουν καμία αυτοκινούμενη ζωή και αυτενέργεια, τότε δεν είναι παρά όργανα της Ειμαρμένης και της φυσικής ανάγκης. Και η Ειμαρμένη, η αλλιώς φυσική ανάγκη, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η έκφραση της πρόνοιας μέσα στον φυσικό Κόσμο. Γενικά, λοιπόν, μέσα στο σύμπαν υπάρχουν 3 ειδών όντα: τα ανώτερα, τα οποία είναι ανεξάρτητα από το σώμα και υπάγονται μόνο στον νόμο της πρόνοιας, τα κατώτερα τα οποία έχουν μόνο σώμα και υπάγονται στον νόμο της Ειμαρμένης, και τα ενδιάμεσα/μεσαία, τα οποία έχουν και σώμα και ψυχή και υπάγονται και στην πρόνοια και στην Ειμαρμένη. Όσα, λοιπόν, έχουν ένα είδος αυτοκινούμενης ζωής και ψυχής είναι τα ίδια υπεύθυνα για την αξία τους μέσα στο σύμπαν, ενώ όσα δεν έχουν κανένα είδος αυτοκινούμενης ζωής δεν είναι υπεύθυνα για τη δική τους αξία και σειρά μέσα στο σύμπαν.
Εδώ υπάρχουν δυο διαφορετικές εκδοχές. Αν υποθέσουμε ότι και τα άλογα ζώα έχουν ένα ίχνος αυτοκινούμενης ζωής αυτενέργειας, τότε ισχύει στην περίπτωσή τους ότι ειπώθηκε και για τις αδικίες που εμφανίζονται στις ζωές των ανθρώπων. Αν υποθέσουμε ότι τα άλογα ζώα δεν έχουν καμία αυτοκινούμενη ζωή και αυτενέργεια, τότε δεν είναι παρά όργανα της Ειμαρμένης και της φυσικής ανάγκης. Και η Ειμαρμένη, η αλλιώς φυσική ανάγκη, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η έκφραση της πρόνοιας μέσα στον φυσικό Κόσμο. Γενικά, λοιπόν, μέσα στο σύμπαν υπάρχουν 3 ειδών όντα: τα ανώτερα, τα οποία είναι ανεξάρτητα από το σώμα και υπάγονται μόνο στον νόμο της πρόνοιας, τα κατώτερα τα οποία έχουν μόνο σώμα και υπάγονται στον νόμο της Ειμαρμένης, και τα ενδιάμεσα/μεσαία, τα οποία έχουν και σώμα και ψυχή και υπάγονται και στην πρόνοια και στην Ειμαρμένη. Όσα, λοιπόν, έχουν ένα είδος αυτοκινούμενης ζωής και ψυχής είναι τα ίδια υπεύθυνα για την αξία τους μέσα στο σύμπαν, ενώ όσα δεν έχουν κανένα είδος αυτοκινούμενης ζωής δεν είναι υπεύθυνα για τη δική τους αξία και σειρά μέσα στο σύμπαν.
Η΄ απορία (κεφ. 49-57):
Γιατί οι τιμωρίες που προέρχονται από την πρόνοια μερικές φορές καθυστερούν;
Γιατί οι τιμωρίες που προέρχονται από την πρόνοια μερικές φορές καθυστερούν;
Απάντηση:
Οι απαντήσεις που δίνει ο Πρόκλος στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε όσα έχει πει ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς στο «Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων», και μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα.
Οι απαντήσεις που δίνει ο Πρόκλος στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε όσα έχει πει ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς στο «Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων», και μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα.
- Η τιμωρία που ακολουθεί αμέσως τα αμαρτήματα (=λάθη) δεν είναι πάντα πιο αποτελεσματική, αφού αρκετά συχνά στην καθημερινή ζωή η άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών γοητεύει τους δράστες περισσότερο από όσο τους αποτρέπει η τιμωρία που θα επακολουθήσει έστω και άμεσα.
- Οι γιατροί, για να θεραπεύσουν τις ασθένειες, λαμβάνουν υπόψη τους την κατάλληλη περίσταση κατά την οποία μπορεί μια ασθένεια να θεραπεύσει και η πρόνοια, λοιπόν, αναζητά την κατάλληλη στιγμή προκειμένου να θεραπεύσει τις άρρωστες ψυχές.
- Επειδή η πραγματική θεραπεία της ψυχής είναι η απαλλαγή της από την κακία και η απομάκρυνση της ψυχής από τον Κόσμο της γένεσης, το να εξακολουθεί μια ψυχή να έχει κακία και να μην δέχεται θεραπεία μέσω της τιμωρίας είναι στην ουσία μεγαλύτερη τιμωρία.
- Η πρόνοια καθυστερώντας την τιμωρία διδάσκει τις ψυχές να μην υποχωρούν άμεσα στον θυμό τους αλλά να ανακόπτουν τη βιαιότητα των παθών τους.
- Όταν οι ψυχές αμαρτάνουν έχοντας μια καλή φύση, πρέπει να τιμωρούνται αμέσως, προκειμένου να επανέλθουν στην άσκηση της αρετής. Όταν όμως οι ψυχές αμαρτάνουν έχοντας μια διεστραμμένη φύση, η πρόνοια αφήνει την κακή τους φύση να εξελιχτεί πλήρως και επιφέρει κατόπιν τις τιμωρίες που τους αξίζουν.
- Πολλές φορές η πρόνοια αφήνει τις ψυχές που αμάρτησαν να διαπράξουν κάποια μεγάλα καλά προς όφελος των υπολοίπων ανθρώπων και τις τιμωρεί κατόπιν.
- Τέλος, ολόκληρη η δική μας ζωή φαίνεται μια στιγμή στα μάτια της πρόνοιας και όσων όντων βρίσκονται έξω από τον δικό μας Κόσμο. Έτσι, οι ψυχές που είναι άξιες για μεγαλύτερες τιμωρίες αφήνονται να τιμωρούνται σε τούτον τον Κόσμο από τις τύψεις της συνείδησής τους και τιμωρούνται με ανυπέρβλητες εξωτερικές τιμωρίες μετά την απαλλαγή τους από το σώμα.
Θ’ απορία (κεφ. 58-61):
Πολλές φορές η τιμωρία για τα αμαρτήματα των προγόνων εκτίεται και από τους απογόνους;
Πολλές φορές η τιμωρία για τα αμαρτήματα των προγόνων εκτίεται και από τους απογόνους;
Απάντηση:
Εδώ πρέπει να ληφθούν υπόψη τα εξής:
Εδώ πρέπει να ληφθούν υπόψη τα εξής:
- Οι πολιτείες, οι οικογένειες και τα γένη αποτελούν ενιαίες ζωντανές οντότητες με ξεχωριστή δική τους ζωή. Άλλωστε κάθε πολιτεία και κάθε οικογένεια φυλάσσεται ολόκληρη από ένα πολιούχο ή οικογενειακό θεό αντίστοιχα, και υπάρχει μια κοινή περίοδος της πολιτείας και της οικογένειας αντίστοιχα, η οποία συνδέει με τους ίδιους δεσμούς τη ζωή και τα ήθη της μια και της άλλης. Έτσι, η ζωή μιας πολιτείας ή μιας οικογένειας λειτουργεί ως ενιαίο σύνολο, οπότε για τα αμαρτήματα των προγόνων μπορούν να τιμωρούνται οι απόγονοι και να εκτίουν οι απόγονοι την ποινή που οφείλει να εκτίσει ολόκληρη η οικογένεια.
- Οι ψυχές υφίστανται μετενσωματώσεις, οπότε η ψυχή του απογόνου μπορεί να είναι η ψυχή του προγόνου η οποία πληρώνει για τα αμαρτήματα που διέπραξε σε άλλη ζωή.
- Πολλές φορές οι απόγονοι, ακόμα και προτού αμαρτήσουν, έχουν φύση παρόμοια με αυτή των προγόνων τους που αμάρτησαν. Η πρόνοια, λοιπόν, διακρίνει από πριν την κρυφή τάση τους προς την αμαρτία και την τιμωρεί προτού αυτή εκδηλωθεί.
Ι’ απορία (κεφ. 62- 66):
Γιατί ενώ η πρόνοια, γνωρίζει τα πάντα με το πολυύμνητο Ένα και ανάγει τα πάντα στο Αγαθό, πώς λέμε ότι προνοούν και οι Άγγελοι, οι δαίμονες, οι Ήρωες, όντα που είναι μεσαία και δεν χαρακτηρίζονται μόνο από το Ένα αλλά και από το Μη-Ένα, και μαζί τους οι ψυχές, διοικώντας μαζί με τους θεούς τον Κόσμο;
Γιατί ενώ η πρόνοια, γνωρίζει τα πάντα με το πολυύμνητο Ένα και ανάγει τα πάντα στο Αγαθό, πώς λέμε ότι προνοούν και οι Άγγελοι, οι δαίμονες, οι Ήρωες, όντα που είναι μεσαία και δεν χαρακτηρίζονται μόνο από το Ένα αλλά και από το Μη-Ένα, και μαζί τους οι ψυχές, διοικώντας μαζί με τους θεούς τον Κόσμο;
Απάντηση:
Από κάθε αρχική υπόσταση, δηλ. από το Ένα, από τον Νου και από την Ψυχή, γεννιέται ένας διπλός αριθμός: ένα σύνολο όντων που παραμένουν αμιγή και ένα σύνολο όντων που μοιράζεται στα κατώτερα όντα. Έτσι και από το Ένα γεννιέται ένας διπλός αριθμός Ενάδων: οι αμιγείς Ενάδες των θεών και οι Ενάδες οι οποίες κατανέμονται στα κατώτερα όντα και αναμειγνύονται με όσα δεν είναι Ενάδες. Έτσι οι Άγγελοι, οι δαίμονες και οι Ήρωες φέρουν και αυτοί μέσα τους κάποιες Ενάδες, κάποια ίχνη του Ενός, και με αυτές τις Ενάδες ασκούν πρόνοια. Επειδή, όμως, οι Ενάδες τους αναμειγνύονται και με πράγματα που δεν είναι Ενάδες, έχουν και μια πλευρά η οποία δεν προνοεί, σε αντίθεση με τους θεούς που είναι μόνον Ενάδες και που έχουν για μόνη τους ενέργεια της πρόνοια. Ενώ, λοιπόν, η πρόνοια των θεών είναι καθολική, η πρόνοια των υπολοίπων όντων είναι μερική.
Από κάθε αρχική υπόσταση, δηλ. από το Ένα, από τον Νου και από την Ψυχή, γεννιέται ένας διπλός αριθμός: ένα σύνολο όντων που παραμένουν αμιγή και ένα σύνολο όντων που μοιράζεται στα κατώτερα όντα. Έτσι και από το Ένα γεννιέται ένας διπλός αριθμός Ενάδων: οι αμιγείς Ενάδες των θεών και οι Ενάδες οι οποίες κατανέμονται στα κατώτερα όντα και αναμειγνύονται με όσα δεν είναι Ενάδες. Έτσι οι Άγγελοι, οι δαίμονες και οι Ήρωες φέρουν και αυτοί μέσα τους κάποιες Ενάδες, κάποια ίχνη του Ενός, και με αυτές τις Ενάδες ασκούν πρόνοια. Επειδή, όμως, οι Ενάδες τους αναμειγνύονται και με πράγματα που δεν είναι Ενάδες, έχουν και μια πλευρά η οποία δεν προνοεί, σε αντίθεση με τους θεούς που είναι μόνον Ενάδες και που έχουν για μόνη τους ενέργεια της πρόνοια. Ενώ, λοιπόν, η πρόνοια των θεών είναι καθολική, η πρόνοια των υπολοίπων όντων είναι μερική.
Για να το καταλάβουμε καλύτερα αυτό το τελευταίο θα πούμε πως:
Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Περί των δέκα προς την Πρόνοια αποριών, 63.1 – 68.5», Κάθε θεός έχει την ύπαρξη του με βάση το Ένα (το οποίο υπάρχει πριν από τον Νου) και ταυτίζεται με το Αγαθό και προέρχεται από το Αγαθό. Και καθώς υπάρχουν δύο ειδών Ενάδες ή αγαθότητες, τις οποίες παρήγαγε εκείνο το Αγαθό ή αλλιώς εκείνο το Ένα, αποτελώντας την αιτία και των μεν και των δε, και καθώς άλλες είναι αυτοτελείς και άλλες διασκορπισμένες σε όσα μετέχουν στις αιτίες (γιατί το Ένα/Αγαθό υπάρχουν με τρείς τρόπους: είτε αιτιωδώς – και αυτό είναι η αρχή. Γιατί είναι το καθαυτό Αγαθό και αποτελεί την αιτία όλων των αγαθών και των Ενάδων – είτε κατ’ ουσία –πράγμα που είναι ο κάθε θεός, ο οποίος είναι ένα και αγαθό – είτε κατόπιν συμμετοχής – όπως είναι το ένα και το αγαθό που υπάρχει μέσα στις ουσίες και για αυτό κάθε ουσία φέρει την σφραγίδα της ενότητας και της αγαθότητας), κάθε θεός, ακόμα και αν είναι Ενάδα, είναι αυτοτελής, η οποία δεν ανήκει σε κάτι άλλο αλλά στον εαυτό της. Αντιθέτως, κάθε νους είναι ενιαίος και κάθε ψυχή είναι ενιαία επειδή μετέχουν σε κάποιο ένα (γιατί υπάρχει κάποιο ον στο οποίο μετέχει η ψυχή και στο οποίο μετέχει ο νους). Έτσι και ο ενιαίος είναι απολύτως τέλειος νους είναι αιτία όλων των νοών. Και από τους νόες που προέρχονται από εκείνον άλλοι είναι αυτοτελείς και άλλοι συγκεκριμένες νοητικές τελειότητες, αποτελώντας ο καθένας τους με μερικό τρόπο ότι είναι ο απολύτως τέλειος νους με καθολικό τρόπο. Και άλλος έχει τον επιμέρους χαρακτήρα του διαμορφωμένου με βάση μια αιτία, και άλλος τελειοποιείται μέσα στη σελήνη, άλλος μέσα στον ήλιο και άλλος μέσα σε κάποιο άλλο είδος που περιέχεται μέσα στον απολύτως τέλειο νου, και άλλος αποτελεί λάμψη που απλώνεται από εκεί στις ψυχές οι οποίες καθίσταται νοητικές. Λόγω αυτών και τούτες οι ψυχές, οι οποίες είναι νοητικές κατόπιν συμμετοχής, έχουν και λέγεται ότι έχουν νοητική μορφή (νοοειδής) και ανάγονται πάλι στον νου, από τον οποίο όλες οι ψυχές από κοινού έχουν την αυτοκίνηση, στον οποίο μετέχοντας γίνονται νοητικές και από τον οποίο ειπώθηκε, προέρχεται η νόηση εκείνων των ψυχών που έχουν τη νοητική ικανότητα κατόπιν συμμετοχής.
Αν, επίσης, κοιτάξουμε την πρώτη ψυχή και τις ψυχές που προέρχονται από αυτήν, και αυτές θα είναι δυο ειδών. Άλλες ουσιώδεις και ξεχωριστές από τα σώματα, και άλλες φωτίσεις μέσα στα σώματα, προερχόμενες από εκείνες τις ψυχές που είναι ουσιώδεις. Γιατί, αν κάποιο σώμα είναι έμψυχο, είναι έμψυχο κατόπιν συμμετοχής του σε κάποια ψυχή που διαμορφώθηκε μέσα του και την οποία αποκαλεί «εντελέχεια» ο Αριστοτέλης («Περί Ψυχής Β’ 412.b 5-6») που αρεσκόταν να μιλάει για «έμψυχους δεσμούς»[1]. Από κάθε αρχή, λοιπόν, των υποστάσεων, εννοώ την ψυχή τον νου και το Αγαθό, προέρχεται ένα αριθμός, αλλά αυτός ο αριθμός είναι διπλό. Ένας είναι ο αριθμός των όντων που είναι αυτοτελής και ένας είναι ο αριθμός των φωτίσεων προς τα κατώτερα. Επομένως οι Άγγελοι, οι Δαίμονες και οι Ήρωες, που υπάρχουν πριν από εμάς, και μαζί τους και εμείς, παρόλο που δεν είναι Ενάδες, μετέχουν σε κάποιες Ενάδες και αποκτούν την μορφή του Ενός, πρώτα όσοι εξαρτώνται από τους ίδιους τους θεούς και έπειτα εκείνοι που μέσω των πρώτων συνδέονται με τους θεούς. Στην 3η θέση βρίσκονται όσοι υπάγονται στους προηγούμενους, και στην τελευταία θέση εμείς. Γιατί υπάρχει και σε εμάς κάποιο μυστικό ίχνος του Ενός, ίχνος το οποίο είναι θειότερο και από τον εν ημίν νου. Και όταν η ψυχή συγκεντρωθεί σε αυτό και τοποθετήσει τον εαυτό της μέσα σε αυτό, γίνεται ένθεη και ζει την θεία ζωή στον βαθμό που της επιτρέπεται.
Οι θεοί, λοιπόν, προνοούν με το σύνολό τους. Γιατί στο σύνολό τους είναι Ενάδες. Οι Άγγελοι, οι Δαίμονες και οι Ήρωες προνοούν και αυτοί στον βαθμό που έχουν κάποιο σπέρμα του Ενός, όχι όμως στον βαθμό που έχουν ζωή ή νου. Και επιδεικνύουν αυτές τις δυο ιδιότητες στον βαθμό που κινούν τα ετεροκινούμενα ή στον βαθμό μόνο που γνωρίζουν τα όντα. Γιατί είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ψυχής να κινεί και του νου να γνωρίζει, και αυτά υπάρχουν σε όλες τις ψυχές και σε όλους τους νόες. Η πρόνοια είναι έργο του Ενός που έχουν μέσα τους, με βάση το οποίο μιμούνται τους θεούς και έτσι προνοούν μαζί με αυτούς. Γιατί αυτό που προνοεί πρώτο είναι ο θεός, επειδή είναι και το πρώτο αγαθό. Μετά από αυτούς οι ψυχές, όταν ενιδρύσουν εαυτόν (εγκατασταθούν μέσα) στο αγαθό, ενθέως ενεργούν και προνοούν ασχέτων ως και εκείνοι (υπερβατικά) μαζί με τους θεούς και μαζί με τα ανώτερα από εμάς γένη. Και η πρόνοιά τους δεν συνίσταται σε λογισμούς περί των εσομένων, όπως είναι οι λογισμοί των ενταύθα πολιτικών, αλλά, αφού λάβουν στάση (εγκατασταθούν) μέσα στο ψυχικό Ένα και μέσω αυτού φωτιστούν από το ενιαίο φως των θεών, βλέπουν άχρονα τα εν χρόνω και αδιαιρέτως τα διαιρετά, τα εν τόπω όλα άνευ τόπου, και δεν ανήκουν πια στον εαυτό τους αλλά σε εκείνους που τις φωτίζουν. Και στις ψυχές αυτό συμβαίνει μερικές φορές.
Στους Αγγέλους και στα υπόλοιπα ανώτερα των ψυχών γένη αυτό υπάρχει πάντα. Εξ ου και προνοούν πάντα με τρόπο ανώτερο από τη συλλογιστική ενέργεια, χωρίς να ακολουθούν τα γεννημένα όντα αλλά βλέποντάς τα πάντα με βάση το Ένα που υπάρχει αιτιωδώς μέσα στους θεούς, και χωρίς να έχουν μείωση αυτής της ενέργειας, είτε νοούν είτε νοούνται. Διαφέρουν, λοιπόν, από τις ψυχές ως προς το ότι αυτοί προνοούν πάντα. Και διαφέρουν από τους ίδιους τους θεούς των οποίων είναι ακόλουθοι ως προς το ότι δεν προνοούν με ολόκληρο τον εαυτό τους αλλά κατά το θειότατο μέρος τους, μέσω του οποίου είναι ενωμένοι με τους θεούς. Γιατί κάθε θεός είναι Ένα. Καθένας όμως από τους επόμενού τους (δηλ. οι Άγγελοι, οι Δαίμονες και οι ήρωες) είναι ενοειδής, έχοντας και κάτι άλλο εκτός από το Ένα. Με το Ένα, λοιπόν, μιμούνται τον θεό ο οποίος προηγείται και από τον οποίο είναι εξαρτημένοι, ενώ με το άλλο ζουν πραγματοποιώντας άλλη ενέργεια. Και από το Ένα καθορίζεται η ύπαρξή του καθενός, ενώ από μη – Ένα καθορίζεται το Ον το εν αυτοίς και όχι η ύπαρξη τους.
Αν, επίσης, κοιτάξουμε την πρώτη ψυχή και τις ψυχές που προέρχονται από αυτήν, και αυτές θα είναι δυο ειδών. Άλλες ουσιώδεις και ξεχωριστές από τα σώματα, και άλλες φωτίσεις μέσα στα σώματα, προερχόμενες από εκείνες τις ψυχές που είναι ουσιώδεις. Γιατί, αν κάποιο σώμα είναι έμψυχο, είναι έμψυχο κατόπιν συμμετοχής του σε κάποια ψυχή που διαμορφώθηκε μέσα του και την οποία αποκαλεί «εντελέχεια» ο Αριστοτέλης («Περί Ψυχής Β’ 412.b 5-6») που αρεσκόταν να μιλάει για «έμψυχους δεσμούς»[1]. Από κάθε αρχή, λοιπόν, των υποστάσεων, εννοώ την ψυχή τον νου και το Αγαθό, προέρχεται ένα αριθμός, αλλά αυτός ο αριθμός είναι διπλό. Ένας είναι ο αριθμός των όντων που είναι αυτοτελής και ένας είναι ο αριθμός των φωτίσεων προς τα κατώτερα. Επομένως οι Άγγελοι, οι Δαίμονες και οι Ήρωες, που υπάρχουν πριν από εμάς, και μαζί τους και εμείς, παρόλο που δεν είναι Ενάδες, μετέχουν σε κάποιες Ενάδες και αποκτούν την μορφή του Ενός, πρώτα όσοι εξαρτώνται από τους ίδιους τους θεούς και έπειτα εκείνοι που μέσω των πρώτων συνδέονται με τους θεούς. Στην 3η θέση βρίσκονται όσοι υπάγονται στους προηγούμενους, και στην τελευταία θέση εμείς. Γιατί υπάρχει και σε εμάς κάποιο μυστικό ίχνος του Ενός, ίχνος το οποίο είναι θειότερο και από τον εν ημίν νου. Και όταν η ψυχή συγκεντρωθεί σε αυτό και τοποθετήσει τον εαυτό της μέσα σε αυτό, γίνεται ένθεη και ζει την θεία ζωή στον βαθμό που της επιτρέπεται.
Οι θεοί, λοιπόν, προνοούν με το σύνολό τους. Γιατί στο σύνολό τους είναι Ενάδες. Οι Άγγελοι, οι Δαίμονες και οι Ήρωες προνοούν και αυτοί στον βαθμό που έχουν κάποιο σπέρμα του Ενός, όχι όμως στον βαθμό που έχουν ζωή ή νου. Και επιδεικνύουν αυτές τις δυο ιδιότητες στον βαθμό που κινούν τα ετεροκινούμενα ή στον βαθμό μόνο που γνωρίζουν τα όντα. Γιατί είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ψυχής να κινεί και του νου να γνωρίζει, και αυτά υπάρχουν σε όλες τις ψυχές και σε όλους τους νόες. Η πρόνοια είναι έργο του Ενός που έχουν μέσα τους, με βάση το οποίο μιμούνται τους θεούς και έτσι προνοούν μαζί με αυτούς. Γιατί αυτό που προνοεί πρώτο είναι ο θεός, επειδή είναι και το πρώτο αγαθό. Μετά από αυτούς οι ψυχές, όταν ενιδρύσουν εαυτόν (εγκατασταθούν μέσα) στο αγαθό, ενθέως ενεργούν και προνοούν ασχέτων ως και εκείνοι (υπερβατικά) μαζί με τους θεούς και μαζί με τα ανώτερα από εμάς γένη. Και η πρόνοιά τους δεν συνίσταται σε λογισμούς περί των εσομένων, όπως είναι οι λογισμοί των ενταύθα πολιτικών, αλλά, αφού λάβουν στάση (εγκατασταθούν) μέσα στο ψυχικό Ένα και μέσω αυτού φωτιστούν από το ενιαίο φως των θεών, βλέπουν άχρονα τα εν χρόνω και αδιαιρέτως τα διαιρετά, τα εν τόπω όλα άνευ τόπου, και δεν ανήκουν πια στον εαυτό τους αλλά σε εκείνους που τις φωτίζουν. Και στις ψυχές αυτό συμβαίνει μερικές φορές.
Στους Αγγέλους και στα υπόλοιπα ανώτερα των ψυχών γένη αυτό υπάρχει πάντα. Εξ ου και προνοούν πάντα με τρόπο ανώτερο από τη συλλογιστική ενέργεια, χωρίς να ακολουθούν τα γεννημένα όντα αλλά βλέποντάς τα πάντα με βάση το Ένα που υπάρχει αιτιωδώς μέσα στους θεούς, και χωρίς να έχουν μείωση αυτής της ενέργειας, είτε νοούν είτε νοούνται. Διαφέρουν, λοιπόν, από τις ψυχές ως προς το ότι αυτοί προνοούν πάντα. Και διαφέρουν από τους ίδιους τους θεούς των οποίων είναι ακόλουθοι ως προς το ότι δεν προνοούν με ολόκληρο τον εαυτό τους αλλά κατά το θειότατο μέρος τους, μέσω του οποίου είναι ενωμένοι με τους θεούς. Γιατί κάθε θεός είναι Ένα. Καθένας όμως από τους επόμενού τους (δηλ. οι Άγγελοι, οι Δαίμονες και οι ήρωες) είναι ενοειδής, έχοντας και κάτι άλλο εκτός από το Ένα. Με το Ένα, λοιπόν, μιμούνται τον θεό ο οποίος προηγείται και από τον οποίο είναι εξαρτημένοι, ενώ με το άλλο ζουν πραγματοποιώντας άλλη ενέργεια. Και από το Ένα καθορίζεται η ύπαρξή του καθενός, ενώ από μη – Ένα καθορίζεται το Ον το εν αυτοίς και όχι η ύπαρξη τους.
Προς περισσότερη εξήγηση θα πούμε τα εξής:
Σύσσωμη η πλατωνική θεολογία και φιλοσοφία προσδιορίζει ότι το Πλατωνικό Αγαθό ή Παρμενίδειο Ένα είναι η πρώτη αρχή και είναι απλωμένη ως ένωση πάνω όχι μόνο από τη νοητική περιοχή, αλλά και από τη νοητή και την ουσία, όπως ακριβώς συμπεραίνει συλλογιστικά ότι ο ήλιος είναι ανώτερος από όλα τα ορατά και όλα τα τελειοποιεί και τα δημιουργεί με το φως. Έτσι το ΟΝ και η ουσία δεν ταυτίζονται με την αρχή που είναι επικεφαλής όλων των θείων προόδων. Γιατί και η ουσία και ο νους λέγεται ότι έχουν λάβει υπόσταση πρωταρχικά από το Αγαθό και έχουν την ύπαρξη τους σε αναφορά με το Αγαθό και συμπληρώνονται από το φώς της Αλήθειας που προέρχεται από εκεί και έχουν από την ενότητα αυτού του φωτός την κατάλληλη για αυτά συμμετοχή, φως το οποίο είναι πιο θείο και από τον ίδιο τον νου και από την ουσία, καθώς είναι πρωταρχικά εξαρτημένο από το Αγαθό και προκαλεί στα όντα την ομοιότητα με το πρωταρχικό.
Γιατί το φως το οποίο εκπέμπεται από τον ήλιο, όπως λέγεται στην «Πολιτεία, 509.a», κάνει κάθε ορατό «όμοιο με τον ήλιο» και η συμμετοχή σε εκείνο το φώς καθιστά το νοητό όμοιο με το Αγαθό και θείο. Και ο νους λοιπόν είναι θεός λόγω του νοητικού φωτός και το νοητό το ανώτερο και από τον νου είναι θεός λόγω του νοητού φωτός και το νοητό και νοητικό μαζί έχουν λάβει μέρος στην θεία ύπαρξη λόγω της συμπλήρωσης από το φως η οποία φτάνει ως αυτά, και για να μιλήσουμε γενικά. Καθένα από τα θεία εξαιτίας αυτού και είναι αυτό που λέγεται και είναι ενωμένο με την αιτία όλων των όντων. Πολύ απέχει λοιπόν το πρωταρχικό Αγαθό από το να ταυτιστεί με τον νου και το νοητό να είναι ανώτερο από όλη μαζί την ύπαρξη των πάντων, νοητό το οποίο είναι κατώτερο από το φώς που προέρχεται από το Αγαθό και, αφού τελειοποιηθεί από αυτό το φως, συνδέεται με το ίδιο το Αγαθό, κατά τρόπο που αρμόζει στη δική του βαθμίδα. Γιατί θα υποστηρίξουμε ότι και το νοητό και το φώς είναι ενωμένα με το πρώτο με τον ίδιο τρόπο, αλλά ότι το ένα λόγω της επαφής με αυτό είναι εγκατεστημένο άμεσα μέσα στο Αγαθό, ενώ το νοητό έχει λάβει μέρος στην επαφή με το Αγαθό λόγω του φωτός του Αγαθού.
Άρα βλέπουμε λοιπόν, όσοι δηλαδή είναι φιλαλήθεις, ότι ο Νους είναι η δεύτερη βαθμίδα μετά την ξεχωριστή από όλα υπεροχή του Ενός. Για του λόγου του αληθές δεν έχουμε παρά να μελετήσουμε τον πλατωνικό «Σοφιστή». Λέει λοιπόν εκεί ότι το πλήθος όλων των όντων, είτε είναι αντίθετα είτε όχι, είναι ανάγκη να το εξαρτήσουμε από το Ένα ΟΝ και το ίδιο το Ένα ΟΝ από το Ένα/Αγαθό. Αυτό λοιπόν που είναι αίτιο της ουσίας όλων και επιδέχεται τη συμμετοχή όλων των άλλων έχει συμμετάσχει στο Ένα, και για αυτό όχι μόνο είναι ΟΝ, αλλά και Ένα, και δεν είναι πρωταρχικά Ένα, όπως ακριβώς είναι πρωταρχικά ΟΝ, αλλά έχει λάβει την καθαυτό οντότητα και ουσία όχι από συμμετοχή σε ένα ανώτερο είδος ουσίας, ενώ έχει λάβει το ένα από τη συμμετοχή του στο ανώτερο Ένα. Και για αυτό έχει δεχτεί τη σφραγίδα του Ενός, είναι όμως ΟΝ πρωταρχικά. Γιατί ο νους είναι η πρωταρχική φύση που αποτελεί ουσία. Αλλά και ο Σωκράτης στον πλατωνικό «Φίληβο, 11.b- c, 20.b – 21.e, 28.c – 31.b, 60.c» το ίδιο αποδεικνύει σε όσους μπορούν να γνωρίσουν από τα μέρη τα σύνολα, ότι δηλαδή ο νους δεν είναι δυνατόν να έχει την ίδια σειρά με το πρωταρχικό. Άλλωστε αναζητώντας το αγαθό της ανθρώπινης ψυχής και τον σκοπό στον οποίο μετέχοντας θα ήταν απολύτως ικανοποιημένη, απολαμβάνοντας την κατάλληλη ευδαιμονία, την ηδονή πρώτα απορρίπτει ως αυτόν τον σκοπό και μετά από αυτήν και τον νου, καθώς ούτε αυτός δεν είναι συμπληρωμένος με όλα τα στοιχεία του Αγαθού.
Αν λοιπόν και ο νους μέσα μας είναι εικόνα του πρωταρχικού νοός, και αν από αυτόν μόνο μπορούμε να ορίσουμε το αγαθό όλης μας της ζωής, άρα είναι ανάγκη και σε εκείνες της ανώτερες βαθμίδες η αιτία των αγαθών να βρίσκεται πάνω από την νοητική ολοκλήρωση. Γιατί αν το πρωταρχικό Αγαθό οριζόταν από τον καθολικό Νου, τότε σε εμάς και σε όλα τα άλλα η αυτάρκεια και το κατάλληλο για εμάς αγαθό θα ταυτιζόταν με την συμμετοχή στον νου. Αλλά ο δικός μας νους είναι χωρισμένος από το αγαθό και είναι ελλιπής, και για αυτό βέβαια χρειάζεται και την ηδονή για την ανθρώπινη τελειοποίηση. Ο θείος όμως νους πάντοτε μετέχει στο Αγαθό και είναι ενωμένος με αυτό και εξαιτίας του είναι θεός και όμοιος με το Αγαθό, όντας όμοιος με το Αγαθό από τη συμμετοχή του στο Αγαθό και θείος από την εξάρτηση του από την πρωταρχική θεότητα. Η ίδια λοιπόν η λογική προσδιορίζει ότι το Αγαθό είναι ξεχωριστό πάνω από τον πρωταρχικό νου και ότι η ευδαιμονία δεν ορίζεται μόνο από την νόηση αλλά και από την ολοκληρωτική παρουσία του Αγαθού. Γιατί το νοητικό είδος της ενέργειας από μόνο του είναι ελλιπές για την μακαριότητα. Και ο Πλάτων στον «Παρμενίδη, 141.e» μας υποδεικνύει απολύτως ξεκάθαρα την διαφορά του Ενός από την ουσία και την ύπαρξη και το ότι το Ένα είναι ξεχωριστό από όλα τα άλλα και από την ουσία. γιατί αυτή στο τέλος της πρώτης υπόθεσης την αρνήθηκε για το Ένα. Το αίτιο εξάλλου της ουσίας και αυτό που είναι ξεχωριστό λόγω της απόλυτης υπεροχής τους, είναι υπεράνω και της νοητικής βαθμίδας. Γιατί και ο νους είναι ουσία. Αν όμως στον νου υπάρχει και στάση και κίνηση και αφού στον «Παρμενίδη» αποδεικνύει ότι το Ένα είναι υπεράνω αυτών, αυτομάτως δεν συνδεόμαστε με την απόρρητη αρχή και αιτία των όντων που βρίσκεται πάνω από τα πάντα. Και φυσικά αφού κάθε νους έχει επιστρέψει στον εαυτό του και μέσα στον εαυτό του υπάρχει, ενώ το Ένα αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει ούτε στον εαυτό του ούτε σε κάτι άλλο, πλέον είναι λογικό να μην ταυτίσουμε τον νου με το πρώτο.
Γιατί το φως το οποίο εκπέμπεται από τον ήλιο, όπως λέγεται στην «Πολιτεία, 509.a», κάνει κάθε ορατό «όμοιο με τον ήλιο» και η συμμετοχή σε εκείνο το φώς καθιστά το νοητό όμοιο με το Αγαθό και θείο. Και ο νους λοιπόν είναι θεός λόγω του νοητικού φωτός και το νοητό το ανώτερο και από τον νου είναι θεός λόγω του νοητού φωτός και το νοητό και νοητικό μαζί έχουν λάβει μέρος στην θεία ύπαρξη λόγω της συμπλήρωσης από το φως η οποία φτάνει ως αυτά, και για να μιλήσουμε γενικά. Καθένα από τα θεία εξαιτίας αυτού και είναι αυτό που λέγεται και είναι ενωμένο με την αιτία όλων των όντων. Πολύ απέχει λοιπόν το πρωταρχικό Αγαθό από το να ταυτιστεί με τον νου και το νοητό να είναι ανώτερο από όλη μαζί την ύπαρξη των πάντων, νοητό το οποίο είναι κατώτερο από το φώς που προέρχεται από το Αγαθό και, αφού τελειοποιηθεί από αυτό το φως, συνδέεται με το ίδιο το Αγαθό, κατά τρόπο που αρμόζει στη δική του βαθμίδα. Γιατί θα υποστηρίξουμε ότι και το νοητό και το φώς είναι ενωμένα με το πρώτο με τον ίδιο τρόπο, αλλά ότι το ένα λόγω της επαφής με αυτό είναι εγκατεστημένο άμεσα μέσα στο Αγαθό, ενώ το νοητό έχει λάβει μέρος στην επαφή με το Αγαθό λόγω του φωτός του Αγαθού.
Άρα βλέπουμε λοιπόν, όσοι δηλαδή είναι φιλαλήθεις, ότι ο Νους είναι η δεύτερη βαθμίδα μετά την ξεχωριστή από όλα υπεροχή του Ενός. Για του λόγου του αληθές δεν έχουμε παρά να μελετήσουμε τον πλατωνικό «Σοφιστή». Λέει λοιπόν εκεί ότι το πλήθος όλων των όντων, είτε είναι αντίθετα είτε όχι, είναι ανάγκη να το εξαρτήσουμε από το Ένα ΟΝ και το ίδιο το Ένα ΟΝ από το Ένα/Αγαθό. Αυτό λοιπόν που είναι αίτιο της ουσίας όλων και επιδέχεται τη συμμετοχή όλων των άλλων έχει συμμετάσχει στο Ένα, και για αυτό όχι μόνο είναι ΟΝ, αλλά και Ένα, και δεν είναι πρωταρχικά Ένα, όπως ακριβώς είναι πρωταρχικά ΟΝ, αλλά έχει λάβει την καθαυτό οντότητα και ουσία όχι από συμμετοχή σε ένα ανώτερο είδος ουσίας, ενώ έχει λάβει το ένα από τη συμμετοχή του στο ανώτερο Ένα. Και για αυτό έχει δεχτεί τη σφραγίδα του Ενός, είναι όμως ΟΝ πρωταρχικά. Γιατί ο νους είναι η πρωταρχική φύση που αποτελεί ουσία. Αλλά και ο Σωκράτης στον πλατωνικό «Φίληβο, 11.b- c, 20.b – 21.e, 28.c – 31.b, 60.c» το ίδιο αποδεικνύει σε όσους μπορούν να γνωρίσουν από τα μέρη τα σύνολα, ότι δηλαδή ο νους δεν είναι δυνατόν να έχει την ίδια σειρά με το πρωταρχικό. Άλλωστε αναζητώντας το αγαθό της ανθρώπινης ψυχής και τον σκοπό στον οποίο μετέχοντας θα ήταν απολύτως ικανοποιημένη, απολαμβάνοντας την κατάλληλη ευδαιμονία, την ηδονή πρώτα απορρίπτει ως αυτόν τον σκοπό και μετά από αυτήν και τον νου, καθώς ούτε αυτός δεν είναι συμπληρωμένος με όλα τα στοιχεία του Αγαθού.
Αν λοιπόν και ο νους μέσα μας είναι εικόνα του πρωταρχικού νοός, και αν από αυτόν μόνο μπορούμε να ορίσουμε το αγαθό όλης μας της ζωής, άρα είναι ανάγκη και σε εκείνες της ανώτερες βαθμίδες η αιτία των αγαθών να βρίσκεται πάνω από την νοητική ολοκλήρωση. Γιατί αν το πρωταρχικό Αγαθό οριζόταν από τον καθολικό Νου, τότε σε εμάς και σε όλα τα άλλα η αυτάρκεια και το κατάλληλο για εμάς αγαθό θα ταυτιζόταν με την συμμετοχή στον νου. Αλλά ο δικός μας νους είναι χωρισμένος από το αγαθό και είναι ελλιπής, και για αυτό βέβαια χρειάζεται και την ηδονή για την ανθρώπινη τελειοποίηση. Ο θείος όμως νους πάντοτε μετέχει στο Αγαθό και είναι ενωμένος με αυτό και εξαιτίας του είναι θεός και όμοιος με το Αγαθό, όντας όμοιος με το Αγαθό από τη συμμετοχή του στο Αγαθό και θείος από την εξάρτηση του από την πρωταρχική θεότητα. Η ίδια λοιπόν η λογική προσδιορίζει ότι το Αγαθό είναι ξεχωριστό πάνω από τον πρωταρχικό νου και ότι η ευδαιμονία δεν ορίζεται μόνο από την νόηση αλλά και από την ολοκληρωτική παρουσία του Αγαθού. Γιατί το νοητικό είδος της ενέργειας από μόνο του είναι ελλιπές για την μακαριότητα. Και ο Πλάτων στον «Παρμενίδη, 141.e» μας υποδεικνύει απολύτως ξεκάθαρα την διαφορά του Ενός από την ουσία και την ύπαρξη και το ότι το Ένα είναι ξεχωριστό από όλα τα άλλα και από την ουσία. γιατί αυτή στο τέλος της πρώτης υπόθεσης την αρνήθηκε για το Ένα. Το αίτιο εξάλλου της ουσίας και αυτό που είναι ξεχωριστό λόγω της απόλυτης υπεροχής τους, είναι υπεράνω και της νοητικής βαθμίδας. Γιατί και ο νους είναι ουσία. Αν όμως στον νου υπάρχει και στάση και κίνηση και αφού στον «Παρμενίδη» αποδεικνύει ότι το Ένα είναι υπεράνω αυτών, αυτομάτως δεν συνδεόμαστε με την απόρρητη αρχή και αιτία των όντων που βρίσκεται πάνω από τα πάντα. Και φυσικά αφού κάθε νους έχει επιστρέψει στον εαυτό του και μέσα στον εαυτό του υπάρχει, ενώ το Ένα αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει ούτε στον εαυτό του ούτε σε κάτι άλλο, πλέον είναι λογικό να μην ταυτίσουμε τον νου με το πρώτο.
Αυτή την πρώτη και την πρεσβύτερη [ανώτερη] του Νου αρχή, θα μας πει ο Πρόκλος στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Α, 1.14.5 – 1.15.20», η οποία είναι κρυμμένη σε άβατους χώρους, με ένθεη έμπνευση η πλατωνική φιλοσοφία ανακάλυψε και παρουσίασε αυτές τις τρείς αιτίες και ενιαίες μονάδες πέρα από τα σώματα, εννοώ την ψυχή, τον πρωταρχικό νου και την υπέρ Νου Ένωση, παράγει από αυτά σαν μονάδες τους οικείους αριθμούς [πλήθη], το ενιαίο δηλαδή, το νοητικό και το ψυχικό, και συνδέει, όπως ακριβώς τα σώματα με τις ψυχές, έτσι λοιπόν και τις ψυχές με τα νοητικά είδη και αυτά τα τελευταία με τις Ενάδες των όντων, ενώ όλα επιστρέφουν στη μία Ενάδα, η οποία δεν επιδέχεται συμμετοχή. Και ανεβαίνοντας μέχρι αυτή, πιστεύει ότι κατέχει την κορυφή της θεώρησης των πάντων και ότι αυτή είναι η αλήθεια για τους θεούς, αυτή που ασχολείται με τις ενάδες των όντων και μας παραδίδει τις προόδους και τις ιδιότητες τους και τη σύνδεση των όντων με αυτές τις μονάδες και τις βαθμίδες των ειδών, οι οποίες εξαρτώνται από αυτές τις ενιαίες υποστάσεις. Και η θεωρία που περιστρέφεται γύρω από τον νου και τα είδη και τα γένη του νου πιστεύει ότι είναι κατώτερη από την επιστήμη που πραγματεύεται τα θέματα των ίδιων των θεών. Και ότι αυτή η τελευταία αγγίζει ακόμα και τα νοητά είδη και αυτά που μπορούν να αναγνωριστούν από την ψυχή μέσω της νοητικής συλλήψεως, ενώ εκείνη που υπερτερεί από αυτήν αναζητά μέσα στις άρρητες και άφθεγκτες υπάρξεις την μεταξύ τους διάκριση και την εμφάνισή τους από μια αιτία. Για αυτό το νοερό ιδίωμα [η νοητική ιδιότητα] της ψυχής μπορεί να συλλάβει τα νοητικά είδη και τη διαφορά τους, και ότι η κορυφή του νοός, το «άνθος» και η ύπαρξη του συνδέεται με τις Ενάδες των όντων και μέσω αυτών με την ίδια την απόκρυφη Ένωση όλων των θείων Ενάδων. Γιατί, ενώ υπάρχουν σε εμάς πολλές αναγνωριστικές δυνάμεις, με αυτή μόνο από τη φύση μας ερχόμαστε σε επαφή με το θείο και μετέχουμε σε εκείνο. Γιατί ούτε με την αίσθηση είναι αντιληπτό το «θείο γένος» όπως επισημαίνει ο Πλάτων στον «Φαίδρο, 246.d», αφού είναι εντελώς εξηρημένο [ξεχωριστό] από όλα τα σωματικά, ούτε από την δόξα [αντίληψη] και την διάνοια, αφού αυτές είναι διαμοιρασμένες και έρχονται σε επαφή με το πολύμορφα πράγματα, ούτε από τη «νόηση μετά Λόγου [με λογικούς συλλογισμούς]», αφού αυτού του είδους οι γνώσεις αφορούν τα αληθινά όντα, ενώ η των θεών ύπαρξη εποχείται [επιβαίνει] στα όντα όπως λέγει ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες, 1.1.8.9, 2.5.5.10, 6.7.5.24» και έχει προσδιοριστεί από την Ένωση των πάντων. Απομένει, λοιπόν, αν μπορεί να γίνει με κάποιο τρόπο το θείο γνωστό, να είναι αντιληπτό από την ύπαρξη της ψυχής και από αυτήν να αναγνωρίζεται, καθ’ όσον είναι δυνατόν. Γιατί το όμοιο αναγνωρίζει το όμοιό του. Από την αίσθηση το αισθητό, από την δόξα [αντίληψη] το δοξαστό [αντιληπτό], από την διάνοια το διανοητό και από τον νου το νοητό, ώστε και από το ένα το πιο ενιαίο από όλα και από το μυστικό το μυστικό.
Εξ ου και συμφώνως με τον Πρόκλο, στο «Εκ της Χαλδαϊκής φιλοσοφίας, 194.6 – 195.16», όταν η ψυχή στέκεται στην διανοητική της ικανότητα, αποκτά την επιστήμη των όντων. Όταν δηλ. εδραιώσει τον εαυτό της στο νοητικό μέρος της ουσίας της, νοεί τα πάντα με απλές και αδιαίρετες συλλήψεις. Όταν, όμως, ανατρέξει στο Ένα και συμπτύξει όλο το πλήθος που έχει μέσα της, ενθεαστικώς ενεργεί και συνδέεται με τις υπάρξεις που βρίσκονται υπεράνω του Νοός. Γιατί παντού το όμοιο συνδέεται εκ φύσεως με το όμοιο, και κάθε γνώση μέσω της ομοιότητας αυτόν ο οποίος κατανοεί με αυτό που γίνεται κατανοητό, αυτόν ο οποίος αισθάνεται με αυτό που γίνεται αισθητό, αυτόν ο οποίος συλλογίζεται με αυτό που γίνεται αντιληπτό από τον συλλογισμό, αυτόν ο οποίος νοεί με αυτό που νοείται, ώστε συνδέει και το άνθος του Νου με αυτό που βρίσκεται πριν από τον Νου. Γιατί δεν είναι ο νους το κορυφαίο, αλλά η αιτία που βρίσκεται πάνω από τον Νου, έτσι και στις ψυχές το πρώτο είδος ενέργειας δεν είναι νοητικό αλλά πιο θεϊκό από τον νου. Και κάθε ψυχή και κάθε νους έχει δυο ειδών ενέργειες, άλλες ενιαίες και ανώτερες από τη νόηση, και άλλες νοητικές.
Πρέπει, λοιπόν, να νοήσουμε εκείνο το νοητό σύμφωνα με τη φύση και την ύπαρξη του, κλείνοντας τα μάτια σε όλες τις άλλες ζωές και δυνάμεις. Γιατί, όπως προσεγγίζουμε τον Νου «νοειδεῖς γιγνόμενοι», έτσι όταν σταθούμε στην κορυφή του δικού μας νοός και λάβουμε τη μορφή του Ενός, ανατρέχουμε στην ένωση. Εάν, λέει ο Χρησμός, «ἐπεγκλίνῃς σὸν νοῦν», δηλαδή αν στηριχτείς σε νοητικές προσπάθειες για να έρθεις σε επαφή με εκείνο, και έτσι «ἐκεῖνο νοήσῃς», το νοητό «ὥς τι νοῶν», δηλαδή συλλαμβάνοντας το άμεσα σύμφωνα με το μέτρο κάποιου Είδους και κάποιας γνώσης, «οὐκ ἐκεῖνο νοήσεις». Γιατί, ακόμα και αν αυτές οι νοήσεις είναι απλές, υπολείπονται από την ενιαία απλότητα του νοητού και οδηγούνται σε κάποιες κατώτερες νοητικές φύσεις οι οποίες προχώρησαν ήδη σε πλήθος. Γιατί κανένα γνωστικό αντικείμενο δεν αναγνωρίζεται από μια κατώτερη γνώση. Ούτε λοιπόν αυτό που βρίσκεται πάνω από τον Νου αναγνωρίζεται μέσω του νοός. Γιατί με το που ο νους συλλάβει κάτι, λέει ότι αυτό που νοεί είναι έτσι και αλλιώς, πράγμα που είναι κατώτερο από το νοητό. Με το άνθος του νου που βρίσκεται μέσα μας νοούμε αυτό το νοητό που βρίσκεται εδραιωμένο στην κορυφή της πρώτης νοητής τριάδας[1], αλλά δεν μπορούμε να συνδεθούμε με το Ένα το οποίο δεν συντάσσεται με τίποτα και είναι αμέθεκτο. Γιατί ο πρώτος «Πατήρ» λέγεται ότι αρπάζει τον εαυτό του μακριά από τον νου και από τη «δύναμη», είναι αυτός που εξυμνείται ως θεός των πάντων.
Όμως έχει ειπωθεί για τον πρώτο Πατέρα: «Και πρώτη δύναμη του ιερού Λόγου», ποιος όμως είναι εκείνος που βρίσκεται πάνω από αυτόν και στον οποίο μετέχει και έτσι λέγεται ιερός; Και αν αυτός που αποκαλύπτει κάποιον που είναι πιο άρρητος ονομάζεται λόγος, πρέπει πριν από τον λόγο να υπάρχει η σιγή που έδωσε υπόσταση στον λόγο, και πριν από κάθε τι ιερό να υπάρχει η αιτία που το θεοποιεί. Έτσι, τα «μετὰ τὰ νοητὰ λόγοι τῶν νοητῶν εἰσι, συνηγμένων ὄντων, οὕτως ὁ ἐν ἐκείνοις λόγος, ἀπ᾽ ἄλλης ἀρρητοτέρας ἑνάδος ὑποστάς, λόγος μέν ἐστι τῆς πρὸ τῶν νοητῶν σιγῆς, τῶν δὲ νοητῶν σιγωμένων, σιγή» (δηλ. όσα βρίσκονται μετά τα νοητά είναι λόγοι των νοητών που είναι «συν-αθροισμένα», έτσι και ο λόγος που βρίσκεται μέσα στα νοητά και που έλαβε υπόσταση οπό κάποια άλλη πιο άρρητη Ενάδα, είναι λόγος της πάνω από τα νοητά σιγής. Και επειδή τα νοητά είναι απόκρυφα, ο λόγος αυτός είναι σιγή). Άρα δεν είναι ίδιο το άνθος του νοός και το άνθος ολόκληρης της ψυχής μας. Αντιθέτως, το ένα είναι το πιο ενιαίο μέρος της νοητικής ζωής μας, ενώ το άλλο είναι η ενότητα όλων των ψυχικών δυνάμεων που είναι πολύμορφες, μιας και δεν είμαστε μόνο νους αλλά και διάνοια και δόξα και προσοχή και προαίρεση, και πριν από αυτές τις δυνάμεις υπάρχει η ουσία που είναι μια και πολλή, διαιρετή και αδιαίρετη. Καθώς λοιπόν το Ένα είναι δυο ειδών, και καθώς το ένα είναι το άνθος της πρώτης δύναμής μας, ενώ το άλλο είναι το κέντρο ολόκληρης της ουσίας μας και των κάθε λογής δυνάμεως που υπάρχουν γύρω μας, μόνο το πρώτο μας συνδέει με τον Πατέρα των νοητών. Γιατί είναι νοητικό Ένα και νοείται και εκείνο από τον πατρικό νου με βάση το Ένα που βρίσκεται μέσα του. Μόνο το Ένα όμως στο οποίο συγκλίνουν οι δυνάμεις της ψυχής μπορεί από την φύση του να μας φέρει κοντά σε εκείνο που βρίσκεται επέκεινα πάντων των Όντων, καθώς ενοποιεί όλα όσα έχουμε εντός μας. Με αυτό είμαστε ως προς την ουσία μας ριζωμένοι μέσα σε εκείνο, ακόμα κι αν απομακρυνθούμε, δεν θα αποκοπούμε από την αιτία μας.[2]
Πρέπει, λοιπόν, να νοήσουμε εκείνο το νοητό σύμφωνα με τη φύση και την ύπαρξη του, κλείνοντας τα μάτια σε όλες τις άλλες ζωές και δυνάμεις. Γιατί, όπως προσεγγίζουμε τον Νου «νοειδεῖς γιγνόμενοι», έτσι όταν σταθούμε στην κορυφή του δικού μας νοός και λάβουμε τη μορφή του Ενός, ανατρέχουμε στην ένωση. Εάν, λέει ο Χρησμός, «ἐπεγκλίνῃς σὸν νοῦν», δηλαδή αν στηριχτείς σε νοητικές προσπάθειες για να έρθεις σε επαφή με εκείνο, και έτσι «ἐκεῖνο νοήσῃς», το νοητό «ὥς τι νοῶν», δηλαδή συλλαμβάνοντας το άμεσα σύμφωνα με το μέτρο κάποιου Είδους και κάποιας γνώσης, «οὐκ ἐκεῖνο νοήσεις». Γιατί, ακόμα και αν αυτές οι νοήσεις είναι απλές, υπολείπονται από την ενιαία απλότητα του νοητού και οδηγούνται σε κάποιες κατώτερες νοητικές φύσεις οι οποίες προχώρησαν ήδη σε πλήθος. Γιατί κανένα γνωστικό αντικείμενο δεν αναγνωρίζεται από μια κατώτερη γνώση. Ούτε λοιπόν αυτό που βρίσκεται πάνω από τον Νου αναγνωρίζεται μέσω του νοός. Γιατί με το που ο νους συλλάβει κάτι, λέει ότι αυτό που νοεί είναι έτσι και αλλιώς, πράγμα που είναι κατώτερο από το νοητό. Με το άνθος του νου που βρίσκεται μέσα μας νοούμε αυτό το νοητό που βρίσκεται εδραιωμένο στην κορυφή της πρώτης νοητής τριάδας[1], αλλά δεν μπορούμε να συνδεθούμε με το Ένα το οποίο δεν συντάσσεται με τίποτα και είναι αμέθεκτο. Γιατί ο πρώτος «Πατήρ» λέγεται ότι αρπάζει τον εαυτό του μακριά από τον νου και από τη «δύναμη», είναι αυτός που εξυμνείται ως θεός των πάντων.
Όμως έχει ειπωθεί για τον πρώτο Πατέρα: «Και πρώτη δύναμη του ιερού Λόγου», ποιος όμως είναι εκείνος που βρίσκεται πάνω από αυτόν και στον οποίο μετέχει και έτσι λέγεται ιερός; Και αν αυτός που αποκαλύπτει κάποιον που είναι πιο άρρητος ονομάζεται λόγος, πρέπει πριν από τον λόγο να υπάρχει η σιγή που έδωσε υπόσταση στον λόγο, και πριν από κάθε τι ιερό να υπάρχει η αιτία που το θεοποιεί. Έτσι, τα «μετὰ τὰ νοητὰ λόγοι τῶν νοητῶν εἰσι, συνηγμένων ὄντων, οὕτως ὁ ἐν ἐκείνοις λόγος, ἀπ᾽ ἄλλης ἀρρητοτέρας ἑνάδος ὑποστάς, λόγος μέν ἐστι τῆς πρὸ τῶν νοητῶν σιγῆς, τῶν δὲ νοητῶν σιγωμένων, σιγή» (δηλ. όσα βρίσκονται μετά τα νοητά είναι λόγοι των νοητών που είναι «συν-αθροισμένα», έτσι και ο λόγος που βρίσκεται μέσα στα νοητά και που έλαβε υπόσταση οπό κάποια άλλη πιο άρρητη Ενάδα, είναι λόγος της πάνω από τα νοητά σιγής. Και επειδή τα νοητά είναι απόκρυφα, ο λόγος αυτός είναι σιγή). Άρα δεν είναι ίδιο το άνθος του νοός και το άνθος ολόκληρης της ψυχής μας. Αντιθέτως, το ένα είναι το πιο ενιαίο μέρος της νοητικής ζωής μας, ενώ το άλλο είναι η ενότητα όλων των ψυχικών δυνάμεων που είναι πολύμορφες, μιας και δεν είμαστε μόνο νους αλλά και διάνοια και δόξα και προσοχή και προαίρεση, και πριν από αυτές τις δυνάμεις υπάρχει η ουσία που είναι μια και πολλή, διαιρετή και αδιαίρετη. Καθώς λοιπόν το Ένα είναι δυο ειδών, και καθώς το ένα είναι το άνθος της πρώτης δύναμής μας, ενώ το άλλο είναι το κέντρο ολόκληρης της ουσίας μας και των κάθε λογής δυνάμεως που υπάρχουν γύρω μας, μόνο το πρώτο μας συνδέει με τον Πατέρα των νοητών. Γιατί είναι νοητικό Ένα και νοείται και εκείνο από τον πατρικό νου με βάση το Ένα που βρίσκεται μέσα του. Μόνο το Ένα όμως στο οποίο συγκλίνουν οι δυνάμεις της ψυχής μπορεί από την φύση του να μας φέρει κοντά σε εκείνο που βρίσκεται επέκεινα πάντων των Όντων, καθώς ενοποιεί όλα όσα έχουμε εντός μας. Με αυτό είμαστε ως προς την ουσία μας ριζωμένοι μέσα σε εκείνο, ακόμα κι αν απομακρυνθούμε, δεν θα αποκοπούμε από την αιτία μας.[2]
Δηλαδή, θα μας πει ο Πρόκλος στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Α,1.15.23 – 1.17.7», όπως λέγει ο Πλάτων στον «Αλκιβιάδη, 133.b», η ψυχή εισερχόμενη στον εαυτό θα δει και όλα τα άλλα και τον θεό. Και συγκεντρωμένη προς την ένωσή της και το κέντρο της ζωής, και ξεπερνώντας το πλήθος και την ποικιλία των κάθε είδους δυνάμεων που βρίσκονται σε αυτήν, ανεβαίνει στη ίδια την άκρα [κορυφαία] «περιωπή» [παρατηρητήριο] των όντων όπως λέγει στον «Πολιτικό, 272.b» ο Πλάτων – εἰς ἑαυτὴν εἰσιοῦσαν τὴν ψυχὴν τά τε ἄλλα πάντα κατόψεσθαι καὶ τὸν θεόν· συννεύουσα γὰρ εἰς τὴν ἑαυτῆς ἕνωσιν καὶ τὸ κέντρον τῆς συμπάσης ζωῆς καὶ τὸ πλῆθος ἀποσκευαζομένη καὶ τὴν ποικιλίαν τῶν ἐν αὑτῇ παντοδαπῶν δυνάμεων, ἐπ᾽ αὐτὴν ἄνεισι τὴν ἄκραν τῶν ὄντων περιωπήν. Και όπως ακριβώς στις πιο ιερές τελετές λένε ότι οι μύστες [μυούμενοι] στην αρχή συναντούν πολυποίκιλα και πολυειδή αυτά τα γένη των θεών που έχουν προπορευτεί, ενώ, αν εισέλθουν ακλινείς [ατάραχοι] και προστατευόμενοι από τις τελετές, την ίδια τη θεία έλλαμψιν ακραιφνώς [γνήσια] εγκολπώνονται και «γυμνοί», όπως εκείνοι λένε, του θείου μεταλαμβάνουν, κατά τον ίδιο τρόπο και εν τη θεωρία των όλων η ψυχή η οποία κοιτάζει αυτά που βρίσκονται μετά από αυτήν, βλέπει τις σκιές και τα είδωλα των όντων, ενώ, αν στραφεί προς τον εαυτό της, ξεδιπλώνει τη δική της ουσία και τους δικούς της λογικούς προσδιορισμούς – «εἰς ἑαυτὴν δὲ ἐπιστρεφομένην τὴν ἑαυτῆς οὐσίαν καὶ τοὺς ἑαυτῆς λόγους ἀνελίττειν» λέγει ο Πρόκλος. Και αρχικά, καθώς βλέπει μόνο τον εαυτό της, εμβαθύνει στην αυτογνωσία της και βρίσκει τον νου μέσα της και τις βαθμίδες των όντων, και προχωρώντας στο εσωτερικό της και περίπου στο άδυτο της ψυχής, εκεί «με κλειστά τα μάτια» (εξ ου και μύηση) παρατηρεί (εξ ου και εποπτεία) και «το γένος των θεών» και τις Ενάδες των όντων. Γιατί όλα υπάρχουν εντός μας με τρόπο ψυχικό και για αυτό από τη φύση μας τα γνωρίζουμε όλα, αφυπνίζοντας τις δυνάμεις που βρίσκονται εντός μας και τις εικόνες των πάντων. Και αυτό είναι το άριστον της ενέργειας, με ηρεμία δηλαδή των δυνάμεων να ανατείνουμε προς το ίδιο το θείο και να χορεύουμε γύρω από εκείνο, και όλο το πλήθος τη ψυχής αεί να το «συγκεντρώνουμε μαζί» προς την ένωση ταύτην, αφήνοντας όλα όσα μετά το Ένα είναι προσιδρυμένα [προσκολλημένα] σε αυτό και συνάπτονται [συνδέονται] με το άρρητο και πάντων επέκεινα των όντων [με αυτό που βρίσκεται υπεράνω των όντων]. Γιατί μέχρι αυτό πρέπει να ανεβαίνει η ψυχή, έως ότου ολοκληρώσει την άνοδο της στην ίδια την αρχή των όντων. Όταν φτάσει εκεί και παρατηρήσει τον εκεί τόπο και εξηγήσει τα πλήθη των ειδών, εξετάζοντας τις ενιαίες μονάδες τους και τους αριθμούς τους, και αναγνωρίζοντας με τον νου πως κάθε τι εξαρτάται από τις δικές του Ενάδες, ας γνωρίζει ότι κατέχει πλήρως την επιστήμη των θείων, αφού παρατηρήσει, από τη σκοπιά την ενότητας, και τις προόδους των θεών στα όντα και τις διακρίσεις των όντων με βάση τους θεούς.
Εξηγεί μάλιστα ο Πρόκλος, στο «Περί πρόνοιας και ειμαρμένης και του εφ ημί, 27 – 32», ότι ανεβαίνοντας στο ύστατο επίπεδο γνώσης, βρίσκεται η πέμπτη μορφή γνώσης, η οποία επαινείται από τους θεολόγους των Ελλήνων που συνηθίζουν να επαινούν την γνώση που βρίσκεται πάνω από τον νου και να την κατονομάζουν ως μια μανία αληθινά ένθεη – βλέπε και «Συμπόσιο, 218.b» αλλά και «Φαίδρο, 245.b-c». Και λένε ότι αυτή είναι το «Ένα» της ψυχής και ότι δεν διεγείρει πλέον την νοητική δύναμη της ψυχής αλλά συνδέει την ψυχή άμεσα με το Ένα. Γιατί τα πάντα αναγνωρίζονται από το όμοιό τους: το αισθητό από το αισθητό, το επιστητό από την επιστήμη, το νοητό από τον νου, το Ένα από το ενιαίο. Γιατί όταν η ψυχή νοεί ακόμα, γνωρίζει τον εαυτό της και επίσης γνωρίζει μέσω της επαφής όσα νοεί. Όταν όμως η ψυχή υπερ-νοεί, αγνοεί και τον εαυτό της και εκείνα, και απολαμβάνει την ηρεμία που της παρέχει η σύνδεσή της με το Ένα, κλείνοντας τα όμματα στις γνώσεις, μένοντας άφωνη και σιωπηλή με μία εσωτερική σιωπή. Γιατί έτσι μπορεί να συνδεθεί με εκείνο που είναι το πιο ανέκφραστο από όλα, αν όχι κοιμίζοντας τους λόγους που έχει εντός της. Γίνεται, λοιπόν, Ένα για να ορά το Ένα ή ορθά για να μην ορά το Ένα. Γιατί όταν ορά, θα δει το νοητό Ένα, τον πρώτο νοητό Πατέρα, και όχι το Ένα που βρίσκεται πάνω από τον Νου, και θα νοήσει κάποιο Ένα και όχι το «αὐτοέν». Όταν, λοιπόν, πραγματοποιεί αυτή την όντως θεϊκή ενέργεια της η ψυχή και πιστέψει μόνο στον ίδιο της τον εαυτό, δηλαδή στο «άνθος της ψυχής», και εξασφαλίσει στον εαυτό της μια ηρεμία όχι μόνο από τις εξωτερικές κινήσεις αλλά και από τις εσωτερικές και γίνει θεός όσο αυτό είναι δυνατόν στην ψυχή, τότε μόνο θα γνωρίσει όπως γνωρίζουν οι Θεοί τα πάντα με τρόπο άρρητο. Θα κατανοήσει ότι το θείο γνωρίζει τα πάντα αδιαίρετα και υπερ-αιωνίως, ότι τα όντως Όντα είναι αιώνια, ότι όσα γεννιούνται εξελίσσονται μέσα στον χρόνο και ότι μέσα στο Ένα δεν υπάρχει ούτε χρόνος ούτε αιώνας (αιωνιότητα)!
Και όλα αυτά κατά την έννοια ότι όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, βιβλίο Β’, 177.15 – 178.6», στην ψυχή υπάρχουν τρία είδη ζωής. Το τρίτο είδος είναι αυτό που έρχεται σε επαφή με τις υποδεέστερες δυνάμεις και ενεργεί μαζί με εκείνες, χρησιμοποιώντας εικόνες της φαντασίας και άλογες αισθήσεις, γεμάτη καθ’ ολοκληρίαν από τα κατώτερα. Το δεύτερο ως προς την σεβασμιότητα και την δύναμη είδος, τοποθετημένο ως μεσαίο στο μέσο της ψυχής, είναι αυτό με το οποίο επιστρέφει προς τον εαυτό της μετά την κατάβαση από την ένθεη ζωή και θέτοντας ως αρχή της ενέργειας του νου και την αληθινή γνώση, ξεδιπλώνει τους πολλαπλούς λόγους, θεάται τις κάθε λογής εναλλαγές των μορφών, συγκεντρώνει σε ένα το υποκείμενο και το αντικείμενο της νόησης και απεικονίζει την νοερή ουσία, περικλείοντας σε ένα την φύση των νοητών. Το πρώτο που είναι το άριστο και τελειότατο, είναι εκείνο στην βάση του οποίου η ψυχή συνδέεται με τους θεούς και ζει την κατ’ εξοχήν συγγενική προς τους θεούς ζωή, που χαρακτηρίζεται από ενότητα μέσα στην απόλυτη ομοιότητα της, ζωή που δεν είναι της ψυχής αλλά των θεών, ξεπερνώντας αφ’ ενός τον δικό της νου και στερεώνοντας αφ’ ετέρου το άρρητο σύμβολο της ενιαίας υπόστασης των θεών, συνδέοντας το όμοιο με το όμοιο, το φως του νοητού κόσμου με το δικό της φως, το ενοειδές της δικής της ουσίας και ζωής με το υπερούσιο Παρμενίδειο Ένα ή Πλατωνικό Αγαθό που βρίσκεται πάνω και από κάθε ζωή.
[1] Με την κορυφή της1ης τριάδας των 3ων τριάδων των νοητών θεών (ΕΝ ΟΝ = Αιθήρ – Χάος – Ωό).
[2] «Ο θεῖος Ἰάμβλιχος κυβερνήτην τὸ ἓν τῆς ψυχῆς ἀκούει· ἡνίοχον δὲ τὸν νοῦν αὐτῆς· τὸ δὲ <θεατῇ> οὐχ ὅτι καθ᾽ ἑτερότητα ἐπιβάλλει τούτῳ τῷ νοητῷ ἀλλ᾽ ὅτι ἑνοῦται αὐτῷ καὶ οὕτως αὐτοῦ ἀπολαύει· τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸν κυβερνήτην τελειότερόν τι τοῦ ἡνιόχου καὶ τῶν ἵππων· τὸ γὰρ ἓν τῆς ψυχῆς ἑνοῦσθαι τοῖς θεοῖς πέφυκεν. Οὐδὲν δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ ἔνστασις εἴ τις λέγοι τὸν Πλάτωνα παρακατιόντα λέγειν ὅτι <ἅτε οὖν θεοῦ διάνοια νῷ τε καὶ ἐπιστήμῃ ἀκήρατος τρεφομένη>· ῥηθήσεται γὰρ πρὸς τοῦτο ὅτι ἕκαστον οἰκείως τρέφεται, καὶ ἡ διάνοια ἐπιστημο νικῶς καὶ διανοητικῶς, καὶ ὁ νοῦς νοερῶς, καὶ τὸ ἓν αὐτῆς θείως.» Βλ. Ερμείας, «Σχόλια στον πλατωνικό Φαίδρο, 150.24 – 151.3». Και «Τὸ γὰρ ἓν τῆς ψυχῆς τοῖς ἄκροις νοητοῖς ἑνοῦσθαι δύναται. Εἰ γὰρ καὶ ὁ ἐνεργείᾳ νοῦς ὁ ὑπεριδρυμένος αὐτῆς ἀεὶ θεᾶται τὰ ὄντα, ἀλλ᾽ οὐδὲν τοῦτο πρὸς τὴν ἡμῶν ψυχήν· ἡμῶν γάρ ἐστιν ὅταν πρὸς αὐτὸν στραφῶμεν· ἡ δὲ ὕπαρξις τῆς ψυχῆς, ὅ ἐστι τὸ ἓν αὐτῆς, κυρίως τότε ἐνθουσιᾷ, ὅταν τὸ <τῆς ἀληθείας> ἴδῃ <πεδίον>». Βλ. Ερμείας, «Σχόλια στον πλατωνικό Φαίδρο, 152.8 – 152.25». Δηλαδή το άνθος της ψυχής διακρίνεται σε δύο είδη : σε αυτό του νου της ψυχής και στο σε αυτό ολόκληρης της ψυχής. Με το 1ο άνθος η ψυχή συνδέεται με τον πρώτο νοητό Πατέρα, που είναι το πρώτο μέλος της πρώτης τριάδας εκ των 3ων τρειάδων των νοητών θεών : η πρώτη τριάδα είναι Ορφικός Αιθέρας ή Πλατωνικό αυτοπέρας + Ορφικό Χάος ή Πλατωνικό αυτοάπειρο + Ορφικό Ωο (ορφικός πρώτος νοητός νους) ή Πλατωνικό πρώτο ΟΝ, αυτή την 1η τριάδα ο Παρμενίδης την ονόμαζε ΕΝ-ΟΝ. Με το 2ο άνθος η ψυχή συνδέεται με το Παρμενίδειο Ένα ή Πλατωνικό Αγαθό ή Ορφικό Χρόνο που βρίσκεται υπεράνω και της βαθμίδα του Νου και των Νοητών, δηλ. πάνω και από τον πρώτο νοητό Πατέρα (Ορφικός Αιθέρα ) των Νοητών Θεών!!
πηγή: eleysis69