Ο Ιεροκλής, στην αρχή του προοιμίου τού Υπομνήματός του στα Πυθαγορικά Χρυσά Έπη, γράφει:
«Η φιλοσοφία είναι κάθαρση & τελειότητα της ανθρώπινης ζωής : κάθαρση από την υλική αλογία και του θνητειδούς σώματος, τελειότητα ως ανάκτηση της οικείας μας ευζωίας(ευδαιμονίας), η οποία οδηγεί στην ομοίωση με το θείο. Αυτά εκ φύσεως τα πραγματοποιούν κυρίως η αρετή και η αλήθεια, η πρώτη αποβάλλοντας την αμετρία των παθών, η δεύτερη κατακτώντας το θείο είδος(μορφή) για όσους είναι εκ φύσεως ικανοί να την αποκτήσουν.»[1]
Εξ ου και ο Ιάμβλιχος λέγει αφενός ότι :
«Αρετή της ψυχής θα μπορούσε να είναι η τελειότητα και η αρμονία της ζωής, η κορυφαία και καθαρότατη ενέργεια του Λόγου, του Νοός και της Διάνοιας. Τα έργα της αρετής ας θεωρούνται κυρίως αγαθοειδή, κάλλιστα, νοητικά, σπουδαία, πλήρη μέτρου, ευκαιρίας, πρωτεύοντα, τέλους άριστου στοχαζόμενα[2], τέλος δε χαριτωμένα».[3]
Αφετέρου ότι :
«η αλήθεια, όπως και το όνομά της δείχνει, δημιουργεί την επιστροφή μας στους Θεούς και στην ακήρατον ενέργειά τους. Αντιθέτως η δοξομημητική ειδωλοποιία, όπως λέει ο Πλάτων, πλανιέται περί το άθεο & σκοτεινό. Η αλήθεια τελειοποιείται εκ των νοητικών & θείων Ειδών και με τα όντως υπαρκτά που μένουν αιώνια ίδια, ενώ η άλλη προς το ανείδεον και μη-ον που κάθε φορά γίνεται κάτι άλλο αποβλέπει και γύρω από αυτό αμβλύνεται η όρασή της. Η αλήθεια θεωρεί αυτό που υπάρχει, ενώ η άλλη παίρνει τέτοια μορφή, όποια φαίνεται στους πολλούς. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η αλήθεια με τον νου ομιλεί και το εν ημίν νοερό αυξάνει, η δε άλλη με την δύνη των υποθέσεων-εικασιών θηρεύει την άνοια και εξαπατά.»[4]
Όμως, όπως λέγει ο Ιεροκλής, η κάθαρση επιτυγχάνεται με την πρακτική φιλοσοφία, ενώ η ενατένιση του θείου με την θεωρητική και αναγκαστικά πρέπει να προηγείται η πρώτη της δεύτερης γιατί είναι απαραίτητο αυτό που επιθυμεί να προσεγγίσει το θείο, πρωτίστως να καθαρθεί από όσα τον τραβάνε προς τα πάθη της γένεσης.
Σύμφωνα μάλιστα με τον Πορφύριο:
«στον βαθμό που επιθυμεί κανείς το σώμα και τα συνυφασμένα με αυτό πράγματα στον ίδιο βαθμό αγνοεί τον θεό και αδυνατεί μες στην τυφλότητά του να δει – έστω κι αν όλοι οι άνθρωποι τον θεωρούν θεό. Τον σοφό άνθρωπο όμως, ακόμα κι αν τον ξέρουν πολύ λίγοι ή, αν θέλεις, ακόμα αν δεν τον ξέρει κανείς, τον γνωρίζει ο θεός. Ας ακολουθεί, λοιπόν, ο νους τον θεό κι ας τον απεικονίζει, μέσω της ομοίωσής του προς αυτόν. Και τον νου ας τον ακολουθεί η ψυχή, κι αυτήν – όσο τούτο μπορεί να γίνει- ας την υπηρετεί το σώμα, την καθαρή ψυχή, το καθαρό σώμα».
Δεν είναι, λοιπόν, θείος άνθρωπος εκείνος για τον οποίο οι άνθρωποι νομίζουν ότι είναι τέτοιος και αυτός επιδιώκει να το νομίζουν, αλλά εκείνος ο οποίος επιθυμεί όσο γίνεται να ομοιάσει στο θείο και για τούτο διαχωρίζει τον εαυτό του από το σώμα, τις σωματικές επιθυμίες και τα πάθη του σώματος.
Άλλωστε ο μεν Πορφύριος λέγε αφενός ότι :
«Τι μάθαμε λοιπόν από εκείνους που έχουν πολύ καλή γνώση, όσο αυτό είναι δυνατόν για τους ανθρώπους; Μάθαμε ότι εγώ δεν είμαι για σένα ο συγκεκριμένος χειροπιαστός άνθρωπος που τον αντιλαμβάνεσαι με τις αισθήσεις σου, αλλά ο τελείως απομακρυσμένος από το σώμα, ο αχρώματος και ασχημάτιστος, αυτός που τα χέρια δεν μπορούν να τον αγγίξουν και μόνο η διάνοια τον αγγίζει και μπορεί να τον συλλάβει;»[5]
Αφετέρου ότι :
«Δεν είναι λοιπόν παράδοξο εσύ η πεπεισμένη ότι μέσα σου έχεις αυτό που σώζει και αυτό που σώζεται, αυτό που καταστρέφει και αυτό που καταστρέφεται, τον πλούτο και τη φτώχεια, τον πατέρα και τον άνδρα, τον καθηγεμόνα των όντως αγαθών, δεν είναι παράλογο, λέω, να στέκεσαι σαστισμένη μπροστά στην σκιά του υφηγητού, σαν να μην έχεις μέσα όλα τα πλούτη ; Αυτά αναπόφευκτα θα τα καταστρέψεις και θα τα χάσεις, αν κατέβεις προς την σάρκα αντί να στραφείς προς αυτό που σώζει και αυτό που σώζεται. Όσο για την σκιά μου και το φαινόμενο είδωλο μου, ούτε η παρουσία τους θα σε ωφελήσει, ούτε η απουσία τους θα σε κάνει να πονέσεις, εσένα που ασκείσαι στην φυγή από το σώμα. Θα μπορούσες, μάλιστα, να με συναντήσεις με τρόπο καθαρό, σε μια απόλυτα αληθινή παρουσία μου και συμβίωση μαζί σου, νύχτα και μέρα, μέσα στον πιο καθαρό και ωραίο τρόπο συνεύρεσης, αν ασκηθείς στην άνοδο προς τον εαυτό σου, συγκεντρώνοντας όλες τις δυνάμεις που το σώμα έχει διασκορπίσει και κατακερματίσει σε ένα πλήθος μέλη, από την άλλοτε μεγάλη και ισχυρή μέσα στην ενότητα δύναμη.»[6]
Ενώ ο δε Πλωτίνος λέγει αφενός ότι :
«Ο άνθρωπος και ιδιαίτερα ο σοφός δεν είναι σύνθεση ψυχής και σώματος και απόδειξη για αυτό αποτελεί ο αποχωρισμός από το σώμα και η περιφρόνηση των σωματικών αγαθών.»[7]
Αφετέρου ό,τι :
«Αν κάποιος δεν θέτει τον σοφό εκεί, στο νοητό, αλλά τον κατεβάζει, υποτάσσοντάς τον στην τύχη και στον φόβο των κινδύνων που μπορεί να του τύχουν, τότε δεν σκέφτεται τον σοφό, όπως τον αξιολογούμε εμείς, αλλά τον κοινό άνθρωπο, μείγμα αγαθού και κακού, στον οποίο αποδίδει μια ζωή μεικτή από αγαθό και κακό, κάτι που δίνεται εύκολο. Ακόμη και αν υπήρχε τέτοιος άνθρωπος, δεν θα άξιζε να ονομαστεί ευδαίμων, αφού δεν έχει ούτε το μεγαλείο ούτε την αξία της σοφίας ούτε την καθαρότητα του αγαθού. Δεν ανήκει λοιπόν στην κοινή ζωή η ζωή μετά ευδαιμονίας.»[8]
Μάλιστα ο Πρόκλος λέγει ότι :
«Όταν οι ψυχές βρίσκονται έξω των οστράκινων σωμάτων μπορούν και βλέπουν τα πράγματα του Κόσμου περισσότερο από ότι όταν είναι μέσα στα σώματα. Είναι άλλωστε γεγονός ότι το οστράκινο τούτο σώμα, το βαρύ & χθόνιο, μας εμποδίζει από πολλά θεάματα, τα οποία τα περισσότερο απλά περιβλήματα των ψυχών τα αισθάνονται περισσότερο.»[9]
Εξηγεί δε ο θείος Ιάμβλιχος λέγοντας αφενός ότι :
«Ευδαίμων άνθρωπος είναι ο κατά το δυνατόν όμοιος με το θεό, ο τέλειος, απλός, καθαρός, εξηρημένος από της ανθρώπινης ζωής.»[10]
Αφετέρου ότι :
«Επειδή ο άνθρωπος συνίσταται από την ψυχή και η ψυχή είναι νοητική και αθάνατος, άρα και το αγαθό της και ο σκοπός της υπάρχει στη θεία ζωή, ενώ από τα θνητά τίποτε δεν έχει την δύναμη ή να δώσει κάποια συμβολή στην τέλεια ζωή ή να αφαιρέσει από αυτήν την ευδαιμονία. Διότι γενικά η μακαριότητά μας βρίσκεται στην νοητική ζωή.»[11]
Εξ ου και ο όλως φυσικώς ο θείος Πυθαγόρας :
«Αποδοκίμαζε τα αλλότρια προς τους θεούς, επειδή μας οδηγούν μακριά από την θεία εξοικείωση. Παράγγελνε να απέχουμε και από κάθε τι το σφόδρα ιερό, διότι αυτά είναι άξια θείων τιμών και όχι κοινής και ανθρώπινης χρήσεως και προέτρεπε να φυλάγουμε τα σχετικά με την καθαρότητα της ψυχής και όσα συμβάλλουν στην αγνεία και προς σωφροσύνη και έξιν αρετής.»[12]
Ενώ ο Ιάμβλιχος προτρέπει οτι :
«Πρέπει να επιδιώξουμε να ζήσουμε τον κατά νου βίο που είναι εξαρτημένος από τους θεούς. Διότι μόνο αυτός μας δίνει την αδέσμευτη εξουσία της ψυχής, μας απαλλάσσει από τα δεσμά της ανάγκης και μας κάνει να ζούμε όχι κάποιον ανθρώπινο βίο, αλλά τον θείο & πληρούμενο με τα παραγόμενα και προερχόμενα εκ της βουλήσεως των θεών αγαθά.»[13]
Άλλωστε κατά πως λέγει ο Πρόκλος στο «Περί της των κακών υποστάσεων, 20 – 26»:
«Αν, όπως λέει ο Πλάτων στον “Φαίδρο, 248.c” και στην “Πολιτεία, 617.d”, η ψυχή βρεθεί σε κάποια συγκυρία και συνδεθεί με το θνητό και θανατηφόρο γένος και, αφού γεμίσει με την λήθη του όντως Όντος και βαρύνει, πέσει στη γη, τότε το σύμπαν την οδηγεί στον τόπο που της ταιριάζει και την κάνει να περνά από το ένα είδος ζωής στο άλλο, μέχρι , όπως λέγεται στον “Τίμαιο, 42.c”, να αλλάξει πορεία και να κινηθεί προς τα πάνω και, αποβάλλοντας τον πολύ συρφετό και όσα της προσκολλήθηκαν εκ των υστέρων και αφήνοντάς τα να μένουν εκεί που είναι, να οδηγηθεί προς το ίδιο το όντως ΌΝ και στην ύψιστη λάμψη του.
Όταν, λοιπόν, αρχίσει να κατεβαίνει από εκεί, φτάνει πρώτα στην πεδιάδα της αλήθειας και στο γειτονικό λιβάδι[14] και ατενίζει τις ψυχές που βρίσκονται εκεί. Θα βρεθεί, όμως και κάτω από τον θρόνο της Ανάγκης και στην πεδιάδα της λήθης[15] και πλέον δεν θα ατενίζει όσα ατένιζε όταν είχε την αρχική της φύση. Γιατί οι ψυχές που βρίσκονται ψηλά έχουν να ατενίζουν την πεδιάδα της αλήθειας και το γειτονικό λιβάδι. Η βοσκή σε εκείνο το λιβάδι είναι τροφή συγγενής με το άριστο μέρος της ψυχής, λέει ο Πλάτων στον “Φαίδρο, 246.b–c”, ενώ η τροφή που λαμβάνει εδώ κάτω είναι γεμάτη με εικασίες, επειδή βρίσκεται κοντά το ποτάμι της λήθης. Τίποτα, όμως, από αυτά δεν είναι ακόμα τρομερό για την ψυχή, αν η ψυχή δεν λάβει μεγάλες ποσότητες. Αν όμως γεμίσει με αυτά, το σύμπαν την οδηγεί σε κάτι παρόμοιο, στην άνοια, όπως λέει ο Πλάτωνας στον “Θεαίτητος, 176.e”, και στον πυθμένα[16] του σύμπαντος, αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο, όπου ένα ανυπέρβλητο πλήθος κακών περιβάλλουν τη θνητή φύση και σχηματίζονται γύρω από τις ψυχές.[17] Γιατί οι θραύσεις και οι παραμορφώσεις των κύκλων των ψυχών[18], τα δεσμά και όσα άλλα επιφέρουν τον θάνατο στις ψυχές, οι περίοδοι των χιλίων ετών[19], οι τιμωρίες και τα τραγικότατα, μπορούμε να πούμε, πάθη[20] που τους επιβάλλει ο νόμος του σύμπαντος βρίσκονται σε εκείνον τον τόπο. Και δεν θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από όλα αυτά ούτε να ησυχάσουμε από τα βάσανα, αν δεν παραιτηθούμε από όλα τα άλλα και δεν αποκόψουμε το αγαθό μας, δηλαδή την ενατένιση του όντως Όντος, από την θνητή ταπεινότητα.
Πρέπει, λοιπόν, να απεκδυθούμε τους χιτώνες που φορέσαμε κατεβαίνοντας, και γυμνοί[21] να προχωρήσουμε από εδώ προς τα εκεί και να καθάρουμε πλήρως το όμμα της ψυχής μας, με το οποίο ατενίζουμε τα όντα, και αντί για την αίσθηση να κάνουμε τον νου επόπτη της εσωτερικής μας ζωής. Γιατί αυτό που προκαλεί σε εμάς τη γέννηση του κακού είναι η συνεχής επικοινωνία και συνεύρεση μας με τα κατώτερα, καθώς και η λήθη και η άνοια που προέρχεται από την τάση μας να κοιτάζουμε προς το άλογο και το σκοτεινό. Αυτό, πάλι, που προκαλεί τη γέννηση του αγαθού είναι η φυγή και η εξομοίωση προς το θείο. Γιατί εκεί βρίσκεται το καθολικό αγαθό και η πηγή όλων των αγαθών και η όντως αγνή και μακάρια ζωή για τις ψυχές που κατάφεραν να φτάσουν εκεί.»
Όταν, λοιπόν, αρχίσει να κατεβαίνει από εκεί, φτάνει πρώτα στην πεδιάδα της αλήθειας και στο γειτονικό λιβάδι[14] και ατενίζει τις ψυχές που βρίσκονται εκεί. Θα βρεθεί, όμως και κάτω από τον θρόνο της Ανάγκης και στην πεδιάδα της λήθης[15] και πλέον δεν θα ατενίζει όσα ατένιζε όταν είχε την αρχική της φύση. Γιατί οι ψυχές που βρίσκονται ψηλά έχουν να ατενίζουν την πεδιάδα της αλήθειας και το γειτονικό λιβάδι. Η βοσκή σε εκείνο το λιβάδι είναι τροφή συγγενής με το άριστο μέρος της ψυχής, λέει ο Πλάτων στον “Φαίδρο, 246.b–c”, ενώ η τροφή που λαμβάνει εδώ κάτω είναι γεμάτη με εικασίες, επειδή βρίσκεται κοντά το ποτάμι της λήθης. Τίποτα, όμως, από αυτά δεν είναι ακόμα τρομερό για την ψυχή, αν η ψυχή δεν λάβει μεγάλες ποσότητες. Αν όμως γεμίσει με αυτά, το σύμπαν την οδηγεί σε κάτι παρόμοιο, στην άνοια, όπως λέει ο Πλάτωνας στον “Θεαίτητος, 176.e”, και στον πυθμένα[16] του σύμπαντος, αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο, όπου ένα ανυπέρβλητο πλήθος κακών περιβάλλουν τη θνητή φύση και σχηματίζονται γύρω από τις ψυχές.[17] Γιατί οι θραύσεις και οι παραμορφώσεις των κύκλων των ψυχών[18], τα δεσμά και όσα άλλα επιφέρουν τον θάνατο στις ψυχές, οι περίοδοι των χιλίων ετών[19], οι τιμωρίες και τα τραγικότατα, μπορούμε να πούμε, πάθη[20] που τους επιβάλλει ο νόμος του σύμπαντος βρίσκονται σε εκείνον τον τόπο. Και δεν θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από όλα αυτά ούτε να ησυχάσουμε από τα βάσανα, αν δεν παραιτηθούμε από όλα τα άλλα και δεν αποκόψουμε το αγαθό μας, δηλαδή την ενατένιση του όντως Όντος, από την θνητή ταπεινότητα.
Πρέπει, λοιπόν, να απεκδυθούμε τους χιτώνες που φορέσαμε κατεβαίνοντας, και γυμνοί[21] να προχωρήσουμε από εδώ προς τα εκεί και να καθάρουμε πλήρως το όμμα της ψυχής μας, με το οποίο ατενίζουμε τα όντα, και αντί για την αίσθηση να κάνουμε τον νου επόπτη της εσωτερικής μας ζωής. Γιατί αυτό που προκαλεί σε εμάς τη γέννηση του κακού είναι η συνεχής επικοινωνία και συνεύρεση μας με τα κατώτερα, καθώς και η λήθη και η άνοια που προέρχεται από την τάση μας να κοιτάζουμε προς το άλογο και το σκοτεινό. Αυτό, πάλι, που προκαλεί τη γέννηση του αγαθού είναι η φυγή και η εξομοίωση προς το θείο. Γιατί εκεί βρίσκεται το καθολικό αγαθό και η πηγή όλων των αγαθών και η όντως αγνή και μακάρια ζωή για τις ψυχές που κατάφεραν να φτάσουν εκεί.»
Βέβαια η μόνη οδός αναγωγής μας προς τους θεούς και τα νοητά είναι η θεουργία, η του θειότατου Πλάτωνος φιλοσοφία και η γνώση της ουσίας μας, άλλωστε όχι μόνον ο Ολυμπιόδωρος λέγει πως :
«Της μεν φιλοσοφίας έργο είναι να μας μετατρέψει σε νου, της δε θεουργίας να μας ενώσει με τα νοητά ενεργώντας υποδειγματικώς.»[22]
Και ο Ιεροκλής λέγει ότι :
«Ο Πλάτων λέγει πως φιλοσοφεί αδόλως αυτός που αγάπησε την θεωρία των νοητών χωρίς την πολιτική δραστηριότητα και δεν δίνει σημασία σε όλα τα άλλα, αλλά μέσω των “καθαρτήριων αρετών” αφιέρωσε τον εαυτό του μόνο στην αναγωγή προς την “ιερή τελείωση”[23], όπως εξηγεί στον “Θεαίτητο, 173.c – 176.c.5”».[24]
Αλλά και ο Ιάμβλιχος λέγει αφενός ότι:
Δηλ., οι τρεις σκοποί – με αναβαθμούς – της φιλοσοφίας και της Θεουργίας είναι:
- ψυχῆς κάθαρσιν
- ψυχῆς ἀπόλυσιν
- ψυχῆς "σωτηρίαν"[26]
Αφετέρου ότι :
«Οι θεουργοί δεν ενοχλούν το θείο νου – τον Κρόνο – για μικρά πράγματα, αλλά για την κάθαρση της ψυχής, το λύσιμο και την σωτηρία της.»[27]
Ενώ ο Πλωτίνος λέγει ότι :
«αν κανείς πρόκειται να ομολογήσει ότι γνωρίζει τον Θεό, θα αναγκαστεί επίσης να παραδεχτεί ότι γνωρίζει τον εαυτό του. Διότι θα γνωρίσει όσα έχει από εκείνον και τι δίνει και ποια πράγματα μπορεί. Αφού μάθει και γνωρίσει αυτά θα γνωρίσει επίσης και τον εαυτό του. Διότι μια από τις παροχές εκείνου είναι και ο ίδιος, ή μάλλον είναι όλες οι παροχές του. Αν, λοιπόν, γνωρίσει κι εκείνο μαθαίνοντάς το με τις δυνάμεις του, θα γνωρίσει και τον εαυτό του, αφού έχει έρθει από εκεί & έχει φέρει μαζί του ότι μπορεί.»[28]
Μάλιστα ο Ιεροκλής εξηγεί ότι:
«είναι αδύνατον να κατακτήσει κανείς αδιατάρακτα την αλήθεια, αν οι άλογες δυνάμεις δεν έχουν τακτοποιηθεί από εμάς σύμφωνα με τον νου μέσω των ηθικών αρετών. Γιατί η λογική & αΐδια ψυχή, που ως προς την ουσία της βρίσκεται ανάμεσα στον νου και στο άλογο στοιχείο, μπορεί να συνευρεθεί απερίσπαστα με τον ανώτερο της νου μόνο τότε, όταν καθαρθεί από την περιπαθή προσκόλληση στα κατώτερά της και όταν έρχεται σε επαφή μαζί τους καθαρή. Και θα είναι καθαρή, αν δεν παρασύρεται καθόλου από το άλογο στοιχείο και από το θνητό σώμα, αλλά τα φροντίζει σαν κάτι άλλο από αυτή, απονέμοντας τους τόση φροντίδα, όση προτάσει ο θείος νόμος,».[29]
Και ο Πορφύριος ότι:
«Δεν υπάρχει στ’ αλήθεια, πράγμα τόσο αντίθετο από κάποιο άλλο, όσο αντίθετη είναι η ράθυμη ζωή των ηδονών από την ανάβαση στους θεούς. Στις κορυφές των βουνών δεν μπορεί να αναρριχηθεί κανείς δίχως κινδύνους και δίχως κόπους και, παρόμοια, δεν μπορεί ν’ ανέβει κανείς από τα μύχια βάθη του σώματος, μέσω αυτών ακριβώς των στοιχείων που τον τραβάνε προς τα κάτω, δηλαδή μέσω της ηδονής και της ραθυμίας».[30]
Άλλωστε κατά πως λέγει ο Πρόκλος :
«Ρίζα της κακίας είναι το σώμα, όπως ακριβώς της αρετής είναι ο νους. Γιατί η μεν δεύτερη εξ άνωθεν φυτρώνει στις ψυχές, η δε πρώτη εισβάλλει από τα χειρότερα και από κάτω.».[31]
Μάλιστα ο Ιάμβλιχος λέγει αφενός ότι :
«Πάσα αρετή περιφρονεί το σωματοειδές & ασπάζεται το αθάνατο. Πολύ ξεχωριστά η σωφροσύνη έχει αυτή την σπουδή, επειδή περιφρονεί τις καθηλούντες την ψυχή στο σώμα ηδονές, και πατά πάνω σε αγνό αγνά βάθρα, όπως λέει ο Πλάτων».[32]
Αφετέρου ότι :
«η σωφροσύνη μας ποιεί τέλειους εξορίζοντας όλο το ατελές & εμπαθές αφ’ ημών. Θα το καταλάβουμε δε αν σκεφτούμε τον Βελλεροφόντη, ο οποίος συναγωνιστή του την κοσμιότητα την Χίμαιρα και πάν το θηριώδες & άγριο & ανήμερο φύλο αναίρεσε. Διότι γενικά η των παθών άμετρος επικράτηση δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να είναι ούτε άνθρωποι, αλλά έλκει αυτούς προς την αλόγιστη, θηριώδη & άτακτον φύση».[33]
Συμπληρώνει δε ο Ιάμβλιχος λέγοντας αφενός ότι :
«η ευταξία που συγκρατεί τις ηδονές με ορισμένα μέτρα, σώζει τους οίκους και τις πόλεις κατά την του Κράτητος γνώμη. Και επίσης με κάποιο τρόπο πλησιάζει τους ανθρώπους προς το των θεών είδος».[34]
Αφετέρου ότι :
«κρηπίς της αρετής, όπως λέγει ο Σωκράτης, είναι η εγκράτεια της γλυκυθυμίας – της τάσης για απολαύσεις. Κόσμημα δε όλων των αγαθών θεωρείται η σωφροσύνη, όπως αποφάνθηκε ο Πλάτων στους “Νόμους, 635.c”. Και ασφάλεια των καλλίστων έξεων η αυτή αρετή, όπως εγώ λέγω».[35]
Αφού, λοιπόν, όπως προείπαμε, η κάθαρση επιτυγχάνεται με την πρακτική φιλοσοφία, η οποία είναι ικανή να εξασφαλίσει την αρετή, εκείνος που επιδιώκει την ανάβαση προς τους θεούς, οφείλει πρωτίστως να προετοιμάσει τον εαυτό του, κατακτώντας, δια μέσου αυτής της φιλοσοφίας την πρακτική αρετή και εφαρμόζοντάς την σε όλες τις εκφάνσεις του καθημερινού βίου του.
Αφού πρέπει – κατά πως λέγει ο Ιεροκλής:
«πρώτα να τακτοποιήσουμε τον παραλογισμό και την ραθυμία που έχουμε μέσα μας και έπειτα έτσι να επιδιώξουμε την γνώση των θειότερων πραγμάτων«.[36]
Βέβαια ο Ολυμπιόδωρος λέγει πως :
«Τρείς είναι οι ενέργειες της ψυχής. Η μια προς τα επόμενά της επιστρέφει γνωρίζοντας τα αισθητά, η άλλη προς τον εαυτό της δια του εαυτού της ορά πάντα τα όντα – διότι η ψυχή πάμμορφον άγαλμα είναι πάντων των όντων τους Λόγους έχουσα, ή προς το νοητό ανατείνοντας τις ιδέες ορώσα. Και εξ αυτών των τριών των ενεργειών της ψυχής διαφέρουν γνωσιακά το πολιτικό, το καθαρτικό και το θεωρητικό, ο πολιτικός γνωρίζει τα αισθητά, ο καθαρτικός τους εν τη ψυχή Λόγους, ο δε θεωρητικός τις Ιδέες, όμως ουδείς είναι αληθινός φιλόσοφος αν δεν έχει πάντων των Όντων την γνώση, αλλά μόνο την μερική, και ούτε του μέρους ακριβής θεωρός είναι, αν δεν γνωρίσει την σχέση του μέρους προς τα άλλα δυο. Εξ ου και είναι ανάγκη να γνωρίσει και τα τρία.
Ο πολιτικός γνωρίζει τα αισθητά κατά τους εν αυτώ Λόγους και διαμέσου αυτών τα τακτοποιεί αποβλέποντας προς την ψυχή. Θέτει αντίστοιχο της λογικής ψυχής τους φύλακες, προς το θυμικό τους στρατιώτες και προς το επιθυμητικό τους θήτες. Επιπροσθέτως, τους φύλακες δύναται να τους ανεβάσει στο αγαθό δια της παιδείας, ώστε των τριών επιστήμων να είναι. Ο δε καθαρτικός ελισσόμενος πέριξ των μέσων γνωρίζει τους Λόγους της ψυχής, διαμέσου δε αυτών γνωρίζει και τα άκρα (δηλαδή τα αισθητά και τα νοητά). Ο θεωρητικός γνωρίζει τα αισθητά, αναγάγει αυτά από του πλήθους επί το ”Εν” το εν τω νοητώ. Αλλά επειδή υπάρχει “Εν” και πλήθος εν τω νοητώ, ανάγει το “Εν”, το εν τω νοητώ, επί το “Εν” το εν τω Θεών. Αυτό το “Εν”, των Θεών, είναι απολύτως “Εν” απλήθυντο και δεν υπάρχει άλλος θεός ή μονάδα χωρίς πλήθος, πλην αυτού. Ο πολιτικός ασχολείται με τις λύπες, τις ηδονές και τη φροντίδα του σώματος και για αυτό το λόγο δεν αποκτά απάθεια, αλλά μετριοπάθεια. Οι άλλοι δύο, ο καθαρτικός και ο θεωρητικός, φροντίζουν τα σώματα σαν να ήταν ένας φλύαρος γείτονας, έτσι ώστε να μην τους εμποδίζει, έχοντας ως ολοκλήρωση την απάθεια.»[37]
Ο πολιτικός γνωρίζει τα αισθητά κατά τους εν αυτώ Λόγους και διαμέσου αυτών τα τακτοποιεί αποβλέποντας προς την ψυχή. Θέτει αντίστοιχο της λογικής ψυχής τους φύλακες, προς το θυμικό τους στρατιώτες και προς το επιθυμητικό τους θήτες. Επιπροσθέτως, τους φύλακες δύναται να τους ανεβάσει στο αγαθό δια της παιδείας, ώστε των τριών επιστήμων να είναι. Ο δε καθαρτικός ελισσόμενος πέριξ των μέσων γνωρίζει τους Λόγους της ψυχής, διαμέσου δε αυτών γνωρίζει και τα άκρα (δηλαδή τα αισθητά και τα νοητά). Ο θεωρητικός γνωρίζει τα αισθητά, αναγάγει αυτά από του πλήθους επί το ”Εν” το εν τω νοητώ. Αλλά επειδή υπάρχει “Εν” και πλήθος εν τω νοητώ, ανάγει το “Εν”, το εν τω νοητώ, επί το “Εν” το εν τω Θεών. Αυτό το “Εν”, των Θεών, είναι απολύτως “Εν” απλήθυντο και δεν υπάρχει άλλος θεός ή μονάδα χωρίς πλήθος, πλην αυτού. Ο πολιτικός ασχολείται με τις λύπες, τις ηδονές και τη φροντίδα του σώματος και για αυτό το λόγο δεν αποκτά απάθεια, αλλά μετριοπάθεια. Οι άλλοι δύο, ο καθαρτικός και ο θεωρητικός, φροντίζουν τα σώματα σαν να ήταν ένας φλύαρος γείτονας, έτσι ώστε να μην τους εμποδίζει, έχοντας ως ολοκλήρωση την απάθεια.»[37]
Δηλαδή είναι άλλη η αρετή του θνητού ανθρώπου – της ένωσης αΐδιας & λογικής ψυχής με θνητή και άλογη ψυχή-ζωή και ένα σώμα με το οποίο ζει εν τη γενέσει – και άλλη η αρετή του πραγματικού ανθρώπου, της τριδυνάμου αΐδιας & λογικής ψυχής.
Εξ ου και ο Πορφύριος μας λέγει ότι :
«Διαφορετικές είναι οι αρετές του πολιτικού ανθρώπου, διαφορετικές εκείνου που προς την θεωρία ανέρχεται και γι’ αυτό λέγεται θεωρητικός, διαφορετικές οι αρετές εκείνου που είναι ήδη τέλειος θεωρητικός και είναι πια επόπτης και διαφορετικές οι αρετές του νοός, στον βαθμό που είναι νους και καθαρός από την ψυχή. Οι αρετές του πολιτικού ανθρώπου έγκειται στην μετριοπάθεια και χαρακτηρίζονται από το ότι έπονται και ακολουθούν τον συλλογισμό περί το ποιο είναι πρέπον ως προς τις πράξεις. Για τούτο, αποβλέποντας στην ασφαλή συναναστροφή με τους πλησίον μας, ονομάζονται πολιτικές από τη συμβίωση και την συναναστροφή. Η φρόνηση υπάρχει σε σχέση με το λογιζόμενο μέρος, η ανδρεία σε σχέση με το θυμικό, η σωφροσύνη σε σχέση με την εναρμόνιση και συμφωνία επιθυμητικού και λογιζομένου μέρους, ενώ η δικαιοσύνη, τέλος, είναι η εκτέλεση από όλα τα παραπάνω του οικείου τους έργου σε σχέση με το άρχειν και το άρχεσθαι. Οι αρετές του θεωρητικού ανθρώπου που προχωρεί προς την θεωρία είναι απομακρυσμένες από των ενταύθα πραγμάτων. Γι’ αυτό και ονομάζονται καθάρσεις, επειδή παρατηρούνται στην αποχή από τις πράξεις του σώματος και από τις συμπάθειες με αυτό. Τούτες είναι οι αρετές της ψυχής η οποία ανέρχεται προς το όντως ΟΝ, ενώ οι πολιτικές αρετές κοσμούν τον θνητό άνθρωπο – οι πολιτικές είναι πρόδρομοι των καθαρτικών αρετών, διότι, αφού ο άνθρωπος στολιστεί με τις τελευταίες αυτές, απέχει από τις προηγούμενες πράξεις του που έκανε με το σώμα – , γι’ αυτό το να μην έχει η ψυχή την ίδια γνώμη με το σώμα αλλά να ενεργεί μόνη της δημιουργεί τη φρόνηση, η οποία φτάνει στην τελείωσή της μέσω της καθαρής νόησης.
Η έλλειψη κοινότητας παθών ψυχής και σώματος δημιουργεί τη σωφροσύνη, ενώ, αν η ψυχή δεν φοβάται όταν εγκαταλείπει το σώμα, σαν να πηγαίνει σε κάτι κενό και ανύπαρκτο, δημιουργείται η ανδρεία. Όταν, τέλος, ηγούνται η λογική και ο νους και δεν υπάρχει καμία αντίσταση, δημιουργείται η δικαιοσύνη. Η διευθέτηση σύμφωνα με τις πολιτικές αρετές φαίνεται στην μετριοπάθεια και τον τελικό σκοπό έχει το να ζει κανείς ως άνθρωπος σύμφωνα με την φύση, ενώ η διευθέτηση σύμφωνα με τις θεωρητικές αρετές φαίνεται στην απάθεια, και εδώ ο τελικός σκοπός είναι η προς τον Θεό ομοίωση. Δεδομένου τώρα ότι το ένα είδος κάθαρσης είναι αυτό που καθαίρει και το άλλο αφορά εκείνους που έχουν καθαρθεί, οι καθαρτικές αρετές θεωρούνται σύμφωνα και με τις δυο παραπάνω σημασίες της κάθαρσης. Καθαίρουν δηλαδή την ψυχή και συνυπάρχουν με αυτή που είναι πια καθαρμένη – το να καθαρθεί κανείς άλλωστε είναι η ολοκλήρωση της καθαρτήριας διαδικασίας -, δεδομένου όμως ότι η κάθαρση και το να είναι κανείς καθαρμένος σημαίνει την αποβολή κάθε αλλότριου πράγματος, το αγαθό που προκύπτει από τη διαδικασία αυτή θα είναι διαφορετικό από αυτό που καθαίρει. Έτσι, αν αυτό που καθαίρεται ήταν αγαθό πριν από την ακαθαρσία που το έπληξε, τότε η κάθαρση αρκεί. Η κάθαρση λοιπόν θα είναι αρκετή, κι αυτό που θα απομείνει θα είναι το αγαθό, όχι η κάθαρση. Η φύση της ψυχής όμως δεν θα ήταν αγαθή, αλλά θα είχε την δυνατότητα να μετέχει στο αγαθό και θα ήταν αγαθοειδής, αλλιώς δεν θα είχε βρεθεί εν κακώ.
Το αγαθό της ψυχής, επομένως, συνίσταται στην ένωσή της με τον γεννήτορά της, ενώ η κακία της συνίσταται στην επαφή της με τα πράγματα που έρχονται μετά από αυτή. Η κακία της μάλιστα είναι διπλή : αφενός η συνύπαρξη της με την γένεση και αφετέρου η μετά παθών υπερβολής αυτής της συνύπαρξης. Για τον λόγο αυτό, οι πολιτικές αρετές, που απαλλάσσουν την ψυχή από μια μόνο κακία, θεωρήθηκαν αρετές και είναι πολύτιμες, οι καθαρτικές όμως είναι πολυτιμότερες και απαλλάσσουν την ψυχή, κατά το ότι είναι ψυχή, από την κακία γενικά. Καθαρμένη λοιπόν η ψυχή θα συνυπάρχει οπωσδήποτε με τον γεννήτορά της. Η αρετή της έτσι, μετά την επιστροφή της, θα είναι αυτή που συνίσταται στην γνώση και την αληθινή πρόσληψη του Όντος, όχι υπό την έννοια ότι δεν έχει η ίδια από μόνη της, αλλά ότι χωρίς το πρότερό της ΟΝ δεν βλέπει τα στοιχεία του εαυτού της. Τρίτο τώρα είδος αρετών, μετά τις καθαρτικές και τις πολιτικές, αποτελούν οι αρετές της ψυχής που ενεργεί νοητικά. Εδώ, η σοφία και η φρόνηση συνίστανται στη θεωρία όσων έχει ο Νους, ενώ η δικαιοσύνη είναι η επιτέλεση του οικείου έργου στην εναρμόνισή της με τον Νου και τη σύμφωνα με τον Νου ενέργεια. Εξάλλου, η σωφροσύνη είναι η εσωτερική προς τον νου στροφή, και η ανδρεία είναι η απάθεια, σύμφωνα με την ομοίωση με αυτό προς το οποίο βλέπει η ψυχή και το οποίο είναι μια φύση απαλλαγμένη από πάθη. Οι αρετές αυτές ακολουθούν αμοιβαίως η μία την άλλη, όπως και οι προηγούμενες. Τέταρτο είδος αρετών είναι οι υποδειγματικές, οι οποίες υπάρχουν στον Νου. Είναι ανώτερες από τις ψυχικές και είναι υποδείγματα αυτών των οποίων οι αρετές της ψυχής ήταν ομοιώματα. Νους είναι αυτός στον οποίο υπάρχουν τα πάντα ως υποδείγματα. Εν προκειμένω, επιστημονική γνώση είναι η νόηση και σοφία, ο νους ως γνωστικό υποκείμενο. Σωφροσύνη είναι αυτό που στρέφει προς εκείνον, και το οικείο του νου έργο είναι η ίδια η οικειοπραγία. Ανδρεία είναι η ταυτότητα με τον εαυτό του και το να παραμένει στον εαυτό του καθαρός χάρη στο πλεόνασμα της δύναμής του.
Υπάρχουν λοιπόν τέσσερα είδη αρετών. Από αυτές κάποιες – οι υποδειγματικές – αναφέρονται στον νου και συντρέχουν με αυτόν κατά την ουσία, ενώ άλλες σχετίζονται με την ψυχή που ενορά πλέον προς τον Νου και πληρούται από αυτόν. Κάποιες πάλι ανήκουν στην καθαιρόμενη και καθαρθείσα ανθρώπινη ψυχή από του σώματος και από τα άλογα πάθη, και κάποιες άλλες στην ανθρώπινη ψυχή που κοσμεί τον άνθρωπο οριοθετώντας μέσα σε μέτρα την άλογη φύση και δημιουργώντας έτσι τη μετριοπάθεια. Όποιος διαθέτει τις μείζονες αρετές κατέχει αναγκαστικά και τις ελάσσονες, το αντίστροφο όμως δεν ισχύει. Ούτε αυτός που κατέχει τις μείζονες αρετές θα ενεργήσει προηγουμένως σύμφωνα με τις ελάσσονες, παρά μόνο στον βαθμό που αυτό απαιτείται εν τη γενέσει. Διότι, όπως προαναφέρθηκε, τα είδη των αρετών έχουν διαφορετικούς σκοπούς το ένα από το άλλο. Των πολιτικών αρετών σκοπός είναι να βάλουν μέτρο στα πάθη κατά τις σύμφωνα με τις κατά φύση πράξεις τους. Των καθαρτικών αρετών σκοπός είναι η πλήρης απομάκρυνση των παθών, που στο προηγούμενο στάδιο περιορίζονταν απλώς μέσα στα μέτρα. Σκοπός των νοητικών αρετών είναι κατά νου ενέργεια, καθώς την απομάκρυνση από τα πάθη δεν την διανοούνται. Των υποδειγματικών, τέλος, που η ενέργειά τους δεν σχετίζεται με τον νου, αλλά φτάνουν στον συντρέχουν με αυτό κατά την ουσία…
Έτσι όποιος ενεργεί κατά τις πρακτικές αρετές είναι σπουδαίος άνθρωπος, ενώ αυτός που ενεργεί κατά τις καθαρτικές αρετές είναι δαιμόνιος άνθρωπος ή ακόμα και αγαθός δαίμονας. Αυτός που ενεργεί μόνο κατά τις νοητικές αρετές είναι θεός, και αυτός, τέλος, που ενεργεί σύμφωνα με τις υποδειγματικές είναι πατέρας των θεών. Πρέπει να φροντίζουμε κατεξοχήν για τις καθαρτικές αρετές, σκεπτόμενοι ότι αυτές κατακτούνται μεν στην παρούσα ζωή, μέσω αυτών όμως επιτυγχάνεται η άνοδος και στις πολυτιμότερες αρετές. Γι’ αυτό πρέπει να εξετάσουμε μέχρι ποιο βαθμό και σε πόση έκταση είναι δυνατή η κάθαρση, διότι πρόκειται για χωρισμό από το σώμα και από την άλογη παθητική κίνηση. Πρέπει λοιπόν να πούμε πως θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και μέχρι ποιο σημείο. Πρώτα από όλα, σαν θεμέλιο και υποκειμένη βάση της κάθαρσης, πρέπει να γνωρίζει κανείς για τον εαυτό του ότι είναι μια ψυχή συνδεδεμένη με ένα πράγμα ξένο προς αυτή και διαφορετικό ως προς την ουσία του. Δεύτερον, με αφετηρία αυτή τη σύνδεση, πρέπει να συγκεντρώνει τον εαυτό του από το σώμα και τους διαφορετικούς, θα λέγαμε, τόπους, ώστε να βρίσκεται σε μία κατάσταση πλήρους απάθειας ως προς το σώμα. Διότι όποιος ενεργεί συνεχώς με την αισθητηριακή αντίληψη, ακόμα και αν δεν το κάνει αυτό με συνάφεια αισθημάτων και με την απόλαυση που απορρέει από τις ηδονές, η προσοχή του, παρόλα αυτά, σκορπίζεται γύρω από το σώμα και συνδέεται με αυτό μέσω της αίσθησης, όντας παραδομένος στις ηδονές και τις λύπες των αισθημάτων με προθυμία και με εκδήλωση μιας συμπάσχουσας κλίσης. Από αυτή κατεξοχήν τη διάθεση πρέπει να καθαρθεί. Τούτο βέβαια θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν κανείς δεχόταν τις απαραίτητες ηδονές και τις αισθήσεις για λόγους θεραπείας μόνο ή για απαλλαγή από τους πόνους, ώστε να μην εμποδίζεται. Επίσης, πρέπει μα απομακρυνθούν και οι πόνοι, και αν αυτό είναι αδύνατον, πρέπει να τους υπομένουμε με λιγότερο βαρύτροπο, μετριασμένους από την έλλειψη συμπάθειας. Τον θυμό επίσης πρέπει, όσο γίνεται να τον αποβάλλουμε, και, ει δυνατόν τελείως. Και αν αυτό δεν μπορεί να συμβεί, να μην συνδυάζουμε με αυτόν τις επιλογές μας, αλλά οι προαίρετες πράξεις πρέπει να ανήκουν σε κάτι άλλο – και το απροαίρετο στοιχείο είναι αδύναμο και μικρό. Τον φόβο όμως πρέπει να τον αποβάλουμε εντελώς. Διότι ο καθαιρόμενος δεν έχει να φοβηθεί τίποτα – και εδώ θα πρόκειται για κάτι απροαίρετο-, οπότε ο θυμός και ο φόβος πρέπει να χρησιμοποιούνται για λόγους νουθεσίας. Πρέπει να εξορίσουμε την επιθυμία για κάθε κακό πράγμα. Φαγητά και ποτά επίσης δεν θα επιθυμήσει κάποιος, στον βαθμό που έχει καθαρθεί, ενώ το απροαίρετο στοιχείο δεν πρέπει να υπάρχει ούτε στις φυσικές σαρκικές επιθυμίες. Αν όμως κάτι τέτοιο συμβεί, πρέπει να περιορίζεται στις παρορμητικές εικόνες που εμφανίζονται στον ύπνο. Σε κάθε περίπτωση, η νοητική ψυχή του ανθρώπου που καθαίρεται πρέπει να είναι απαλλαγμένη από όλα τούτα. Πρέπει επίσης να προσπαθεί κανείς ώστε αυτό που κινείται προς την άλογη φύση των σωματικών παθών να κινείται χωρίς συμπάθεια και χωρίς άμεση σύνδεση με αυτό, έτσι ώστε και οι κινήσεις αυτές να καταλύονται μέσω της εγγύτητάς τους προς τις λογικές δυνάμεις. Δεν θα υπάρξει λοιπόν σύγκρουση ενόσω η κάθαρση συνεχίζει την πορεία της, αλλά αυτό θα συμβεί εκεί όπου η παρουσία του λόγου είναι αρκετή, του λόγου τον οποίον το κατώτερο στοιχείο θα σεβαστεί, ώστε και το ίδιο το στοιχείο αυτό θα αγανακτήσει, αν κινηθεί καθόλου, διότι δεν έμεινε ήσυχο παρουσία του αφέντη του, και θα κατηγορήσει τον εαυτό του για αδυναμία. Και αυτά για την ώρα είναι μόνο μετριασμοί των παθών, αλλά με την επίταση τους καταλήγουν στην απάθεια. Όταν το συμπάσχον στοιχείο καθαρθεί τελείως, η απάθεια συνυπάρχει με αυτόν που έχει καθαρθεί, αφού και το πάθος κινούνταν όταν ο λόγος έδινε το σύνθημα μέσω της ροπής.»[38]
Η έλλειψη κοινότητας παθών ψυχής και σώματος δημιουργεί τη σωφροσύνη, ενώ, αν η ψυχή δεν φοβάται όταν εγκαταλείπει το σώμα, σαν να πηγαίνει σε κάτι κενό και ανύπαρκτο, δημιουργείται η ανδρεία. Όταν, τέλος, ηγούνται η λογική και ο νους και δεν υπάρχει καμία αντίσταση, δημιουργείται η δικαιοσύνη. Η διευθέτηση σύμφωνα με τις πολιτικές αρετές φαίνεται στην μετριοπάθεια και τον τελικό σκοπό έχει το να ζει κανείς ως άνθρωπος σύμφωνα με την φύση, ενώ η διευθέτηση σύμφωνα με τις θεωρητικές αρετές φαίνεται στην απάθεια, και εδώ ο τελικός σκοπός είναι η προς τον Θεό ομοίωση. Δεδομένου τώρα ότι το ένα είδος κάθαρσης είναι αυτό που καθαίρει και το άλλο αφορά εκείνους που έχουν καθαρθεί, οι καθαρτικές αρετές θεωρούνται σύμφωνα και με τις δυο παραπάνω σημασίες της κάθαρσης. Καθαίρουν δηλαδή την ψυχή και συνυπάρχουν με αυτή που είναι πια καθαρμένη – το να καθαρθεί κανείς άλλωστε είναι η ολοκλήρωση της καθαρτήριας διαδικασίας -, δεδομένου όμως ότι η κάθαρση και το να είναι κανείς καθαρμένος σημαίνει την αποβολή κάθε αλλότριου πράγματος, το αγαθό που προκύπτει από τη διαδικασία αυτή θα είναι διαφορετικό από αυτό που καθαίρει. Έτσι, αν αυτό που καθαίρεται ήταν αγαθό πριν από την ακαθαρσία που το έπληξε, τότε η κάθαρση αρκεί. Η κάθαρση λοιπόν θα είναι αρκετή, κι αυτό που θα απομείνει θα είναι το αγαθό, όχι η κάθαρση. Η φύση της ψυχής όμως δεν θα ήταν αγαθή, αλλά θα είχε την δυνατότητα να μετέχει στο αγαθό και θα ήταν αγαθοειδής, αλλιώς δεν θα είχε βρεθεί εν κακώ.
Το αγαθό της ψυχής, επομένως, συνίσταται στην ένωσή της με τον γεννήτορά της, ενώ η κακία της συνίσταται στην επαφή της με τα πράγματα που έρχονται μετά από αυτή. Η κακία της μάλιστα είναι διπλή : αφενός η συνύπαρξη της με την γένεση και αφετέρου η μετά παθών υπερβολής αυτής της συνύπαρξης. Για τον λόγο αυτό, οι πολιτικές αρετές, που απαλλάσσουν την ψυχή από μια μόνο κακία, θεωρήθηκαν αρετές και είναι πολύτιμες, οι καθαρτικές όμως είναι πολυτιμότερες και απαλλάσσουν την ψυχή, κατά το ότι είναι ψυχή, από την κακία γενικά. Καθαρμένη λοιπόν η ψυχή θα συνυπάρχει οπωσδήποτε με τον γεννήτορά της. Η αρετή της έτσι, μετά την επιστροφή της, θα είναι αυτή που συνίσταται στην γνώση και την αληθινή πρόσληψη του Όντος, όχι υπό την έννοια ότι δεν έχει η ίδια από μόνη της, αλλά ότι χωρίς το πρότερό της ΟΝ δεν βλέπει τα στοιχεία του εαυτού της. Τρίτο τώρα είδος αρετών, μετά τις καθαρτικές και τις πολιτικές, αποτελούν οι αρετές της ψυχής που ενεργεί νοητικά. Εδώ, η σοφία και η φρόνηση συνίστανται στη θεωρία όσων έχει ο Νους, ενώ η δικαιοσύνη είναι η επιτέλεση του οικείου έργου στην εναρμόνισή της με τον Νου και τη σύμφωνα με τον Νου ενέργεια. Εξάλλου, η σωφροσύνη είναι η εσωτερική προς τον νου στροφή, και η ανδρεία είναι η απάθεια, σύμφωνα με την ομοίωση με αυτό προς το οποίο βλέπει η ψυχή και το οποίο είναι μια φύση απαλλαγμένη από πάθη. Οι αρετές αυτές ακολουθούν αμοιβαίως η μία την άλλη, όπως και οι προηγούμενες. Τέταρτο είδος αρετών είναι οι υποδειγματικές, οι οποίες υπάρχουν στον Νου. Είναι ανώτερες από τις ψυχικές και είναι υποδείγματα αυτών των οποίων οι αρετές της ψυχής ήταν ομοιώματα. Νους είναι αυτός στον οποίο υπάρχουν τα πάντα ως υποδείγματα. Εν προκειμένω, επιστημονική γνώση είναι η νόηση και σοφία, ο νους ως γνωστικό υποκείμενο. Σωφροσύνη είναι αυτό που στρέφει προς εκείνον, και το οικείο του νου έργο είναι η ίδια η οικειοπραγία. Ανδρεία είναι η ταυτότητα με τον εαυτό του και το να παραμένει στον εαυτό του καθαρός χάρη στο πλεόνασμα της δύναμής του.
Υπάρχουν λοιπόν τέσσερα είδη αρετών. Από αυτές κάποιες – οι υποδειγματικές – αναφέρονται στον νου και συντρέχουν με αυτόν κατά την ουσία, ενώ άλλες σχετίζονται με την ψυχή που ενορά πλέον προς τον Νου και πληρούται από αυτόν. Κάποιες πάλι ανήκουν στην καθαιρόμενη και καθαρθείσα ανθρώπινη ψυχή από του σώματος και από τα άλογα πάθη, και κάποιες άλλες στην ανθρώπινη ψυχή που κοσμεί τον άνθρωπο οριοθετώντας μέσα σε μέτρα την άλογη φύση και δημιουργώντας έτσι τη μετριοπάθεια. Όποιος διαθέτει τις μείζονες αρετές κατέχει αναγκαστικά και τις ελάσσονες, το αντίστροφο όμως δεν ισχύει. Ούτε αυτός που κατέχει τις μείζονες αρετές θα ενεργήσει προηγουμένως σύμφωνα με τις ελάσσονες, παρά μόνο στον βαθμό που αυτό απαιτείται εν τη γενέσει. Διότι, όπως προαναφέρθηκε, τα είδη των αρετών έχουν διαφορετικούς σκοπούς το ένα από το άλλο. Των πολιτικών αρετών σκοπός είναι να βάλουν μέτρο στα πάθη κατά τις σύμφωνα με τις κατά φύση πράξεις τους. Των καθαρτικών αρετών σκοπός είναι η πλήρης απομάκρυνση των παθών, που στο προηγούμενο στάδιο περιορίζονταν απλώς μέσα στα μέτρα. Σκοπός των νοητικών αρετών είναι κατά νου ενέργεια, καθώς την απομάκρυνση από τα πάθη δεν την διανοούνται. Των υποδειγματικών, τέλος, που η ενέργειά τους δεν σχετίζεται με τον νου, αλλά φτάνουν στον συντρέχουν με αυτό κατά την ουσία…
Έτσι όποιος ενεργεί κατά τις πρακτικές αρετές είναι σπουδαίος άνθρωπος, ενώ αυτός που ενεργεί κατά τις καθαρτικές αρετές είναι δαιμόνιος άνθρωπος ή ακόμα και αγαθός δαίμονας. Αυτός που ενεργεί μόνο κατά τις νοητικές αρετές είναι θεός, και αυτός, τέλος, που ενεργεί σύμφωνα με τις υποδειγματικές είναι πατέρας των θεών. Πρέπει να φροντίζουμε κατεξοχήν για τις καθαρτικές αρετές, σκεπτόμενοι ότι αυτές κατακτούνται μεν στην παρούσα ζωή, μέσω αυτών όμως επιτυγχάνεται η άνοδος και στις πολυτιμότερες αρετές. Γι’ αυτό πρέπει να εξετάσουμε μέχρι ποιο βαθμό και σε πόση έκταση είναι δυνατή η κάθαρση, διότι πρόκειται για χωρισμό από το σώμα και από την άλογη παθητική κίνηση. Πρέπει λοιπόν να πούμε πως θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και μέχρι ποιο σημείο. Πρώτα από όλα, σαν θεμέλιο και υποκειμένη βάση της κάθαρσης, πρέπει να γνωρίζει κανείς για τον εαυτό του ότι είναι μια ψυχή συνδεδεμένη με ένα πράγμα ξένο προς αυτή και διαφορετικό ως προς την ουσία του. Δεύτερον, με αφετηρία αυτή τη σύνδεση, πρέπει να συγκεντρώνει τον εαυτό του από το σώμα και τους διαφορετικούς, θα λέγαμε, τόπους, ώστε να βρίσκεται σε μία κατάσταση πλήρους απάθειας ως προς το σώμα. Διότι όποιος ενεργεί συνεχώς με την αισθητηριακή αντίληψη, ακόμα και αν δεν το κάνει αυτό με συνάφεια αισθημάτων και με την απόλαυση που απορρέει από τις ηδονές, η προσοχή του, παρόλα αυτά, σκορπίζεται γύρω από το σώμα και συνδέεται με αυτό μέσω της αίσθησης, όντας παραδομένος στις ηδονές και τις λύπες των αισθημάτων με προθυμία και με εκδήλωση μιας συμπάσχουσας κλίσης. Από αυτή κατεξοχήν τη διάθεση πρέπει να καθαρθεί. Τούτο βέβαια θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν κανείς δεχόταν τις απαραίτητες ηδονές και τις αισθήσεις για λόγους θεραπείας μόνο ή για απαλλαγή από τους πόνους, ώστε να μην εμποδίζεται. Επίσης, πρέπει μα απομακρυνθούν και οι πόνοι, και αν αυτό είναι αδύνατον, πρέπει να τους υπομένουμε με λιγότερο βαρύτροπο, μετριασμένους από την έλλειψη συμπάθειας. Τον θυμό επίσης πρέπει, όσο γίνεται να τον αποβάλλουμε, και, ει δυνατόν τελείως. Και αν αυτό δεν μπορεί να συμβεί, να μην συνδυάζουμε με αυτόν τις επιλογές μας, αλλά οι προαίρετες πράξεις πρέπει να ανήκουν σε κάτι άλλο – και το απροαίρετο στοιχείο είναι αδύναμο και μικρό. Τον φόβο όμως πρέπει να τον αποβάλουμε εντελώς. Διότι ο καθαιρόμενος δεν έχει να φοβηθεί τίποτα – και εδώ θα πρόκειται για κάτι απροαίρετο-, οπότε ο θυμός και ο φόβος πρέπει να χρησιμοποιούνται για λόγους νουθεσίας. Πρέπει να εξορίσουμε την επιθυμία για κάθε κακό πράγμα. Φαγητά και ποτά επίσης δεν θα επιθυμήσει κάποιος, στον βαθμό που έχει καθαρθεί, ενώ το απροαίρετο στοιχείο δεν πρέπει να υπάρχει ούτε στις φυσικές σαρκικές επιθυμίες. Αν όμως κάτι τέτοιο συμβεί, πρέπει να περιορίζεται στις παρορμητικές εικόνες που εμφανίζονται στον ύπνο. Σε κάθε περίπτωση, η νοητική ψυχή του ανθρώπου που καθαίρεται πρέπει να είναι απαλλαγμένη από όλα τούτα. Πρέπει επίσης να προσπαθεί κανείς ώστε αυτό που κινείται προς την άλογη φύση των σωματικών παθών να κινείται χωρίς συμπάθεια και χωρίς άμεση σύνδεση με αυτό, έτσι ώστε και οι κινήσεις αυτές να καταλύονται μέσω της εγγύτητάς τους προς τις λογικές δυνάμεις. Δεν θα υπάρξει λοιπόν σύγκρουση ενόσω η κάθαρση συνεχίζει την πορεία της, αλλά αυτό θα συμβεί εκεί όπου η παρουσία του λόγου είναι αρκετή, του λόγου τον οποίον το κατώτερο στοιχείο θα σεβαστεί, ώστε και το ίδιο το στοιχείο αυτό θα αγανακτήσει, αν κινηθεί καθόλου, διότι δεν έμεινε ήσυχο παρουσία του αφέντη του, και θα κατηγορήσει τον εαυτό του για αδυναμία. Και αυτά για την ώρα είναι μόνο μετριασμοί των παθών, αλλά με την επίταση τους καταλήγουν στην απάθεια. Όταν το συμπάσχον στοιχείο καθαρθεί τελείως, η απάθεια συνυπάρχει με αυτόν που έχει καθαρθεί, αφού και το πάθος κινούνταν όταν ο λόγος έδινε το σύνθημα μέσω της ροπής.»[38]
Για να εξηγήσουμε δε με τον πληρέστερο τρόπο τα των αρετών θα ακολουθήσουμε ποιον άλλο από τον Πλωτίνο, o οποίος αναλύει τα λεγόμενα του Σωκράτη στον Πλατωνικό “Θεαίτητο”. Αρχικώς όμως ας δούμε τι λέγεται στον Πλατωνικό “Θεαίτητο”:
“Σωκράτης : δεν είναι δυνατόν, Θεόδωρε, να εξαφανιστούν τα κακά – κατ’ ανάγκη υπάρχει κάτι αντίθετο του αγαθού – ούτε στους Θεούς να τοποθετηθούν, αλλά σύμφωνα με την αναγκαιότητα περιδιαβαίνουν ανάμεσα στους θνητούς και στο ενθάδε τόπο περιπολούν. Γι’ αυτό πρέπει να προσπαθήσουμε να φύγουμε το ταχύτερο από εδώ για εκεί και η φυγή είναι ομοίωση με τον Θεό, κατά το δυνατόν. Και ομοίωση είναι να γίνει κάποιος δίκαιος και όσιος μετά φρονήσεως. Όμως, ώ άριστε, είναι δύσκολο, να πείσουμε πως πρέπει όχι εξαιτίας όσων υποστηρίζουνε οι πολλοί να αποφεύγουμε τη φαυλότητα και να επιδιώκουμε την αρετή, ότι για χάρη αυτού πρέπει να ασχολούμαστε με το ένα και όχι με το άλλο, δηλαδή για να δίνουμε την εντύπωση του καλού και όχι του κακού. Τούτα άλλωστε είναι, νομίζω, η λεγόμενη πολυλογία των γριών. Η αλήθεια όμως λέω πως έχει ως εξής. Ο Θεός δεν είναι καθόλου και με κανένα τρόπο άδικος, αλλά όσο περισσότερο δίκαιος, και δεν υπάρχει τίποτα πιο όμοιό του από ότι εκείνος από μας που θα γίνει όσο περισσότερο δίκαιος. Ως προς αυτό κρίνεται η αληθινή ικανότητα του ανδρός ή η μηδαμινότητα του και η ανανδρία του. Γιατί η γνώση τούτου είναι σοφία και αληθινή αρετή, ενώ η άγνοια του αμάθεια και ολοφάνερη κακία. Τα υπόλοιπα, που θεωρούνται δεινότητες και σοφίες, ως προς την πολιτική εξουσία αποβαίνουν χυδαία ενώ ως προς τα επαγγέλματα βάναυσα. Για εκείνον λοιπόν ο οποίος αδικεί και λέει ή εκτελεί ανόσια πράγματα είναι πολύ καλύτερο να μην επιτρέπει να είναι φοβερός εξαιτίας της φαυλότητάς του. Άλλωστε χαίρονται με τη μορφή και πιστεύουν πως χαρακτηρίζονται όχι ανόητοι, αλλιώς βάρη της γης, αλλά άνδρες σαν κι αυτούς που πρέπει να είναι όσοι πρόκειται να ακμάσουν μέσα στην πόλη. Πρέπει λοιπόν να ειπωθεί η αλήθεια, ότι, επειδή δεν το πιστεύουν, τόσο περισσότερο είναι όπως δεν πιστεύουν. Αγνοούν δηλαδή την τιμωρία της αδικίας, πράγμα που ελάχιστα πρέπει να αγνοούν, καθώς δεν είναι αυτή που νομίζουν, δηλαδή σωματικές κακώσεις ή θανατική ποινή, οι οποίες κάποτε τους επιβάλλονται παρ’ ότι δεν διαπράττουν καμία αδικία, αλλά αυτή από την οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν.
Θεόδωρος : ποια είναι όμως ;
Σωκράτη : Υπάρχουν, ω φίλε, στον κόσμο δυο υποδείγματα, το ένα θείο και ευδαιμονέστατο και το άλλο άθεο και αθλιότατο[39], και επειδή δεν βλέπουν πως η κατάσταση αυτή είναι έτσι, λόγω της ανοησίας τους και της τεράστιας αφροσύνης τους δεν καταλαβαίνουν πως, εξαιτίας των άδικων πράξεών τους, γίνονται όμοιοι με το ένα και ανόμοιοι με το άλλο. Γι’ αυτό εκτίουν ποινή να ζούνε τον βίο που ταιριάζει με αυτό προς το οποίο ομοιώθηκαν. Αν πούμε πως, σε περίπτωση που δεν απαλλαχτούν από την φαυλότητα τους, δεν θα τους δεχτεί ο τόπος εκείνος ο καθαρμένος από τα κακά ακόμα και όταν πεθάνουν, αλλά και εδώ θα διατηρήσουν συνέχεια τη συμπεριφορά που είναι όμοια τους, ως κακοί σύντροφοι κακών, τούτα στο σύνολό τους, όντας φαύλοι και πανούργοι, θα ακούσουν σαν από ανθρώπους ανόητους.”[40]
Σχολιάζοντας, λοιπόν το Πλατωνικό χωρίο αλλά και αναλύοντας περί αρετών, ο Πλωτίνος λέγει :
«Επειδή το κακό υπάρχει εδώ και “αναγκαστικά περιπολεί στον εδώ τόπο” και επειδή η ψυχή θέλει να διαφύγει το κακό, πρέπει να φύγουμε από εδώ. Τι είναι αυτή η φυγή ; “Να γίνουμε όμοιοι με τον Θεό”, λέγει ο Πλάτων και το κατορθώνουμε “αν γίνουμε δίκαιοι και όσιοι μετά φρονήσεως”, και γενικά, ενάρετοι. Αλλά αν γινόμασταν όμοιοι με τον Θεό χάρη στην αρετή, είναι ένας Θεός που κατέχει την αρετή; Ναι, βέβαια, γιατί σε ποιο Θεό θα μοιάζουμε; Δεν θα ήταν αυτός που φαίνεται να κατέχει στον υψηλότερο βαθμό αυτές τις ιδιότητες, δηλαδή, η ψυχή του Κόσμου και το ηγεμονικό της τμήμα στο οποίο υπάρχει θαυμαστή σοφία ; Αφού ανήκουμε σε αυτό τον Κόσμο, είναι εύλογο να του μοιάσουμε. Αλλά, κατ’ αρχάς, είναι αμφίβολο κατά πόσο κατέχει όλες τις αρετές, κατά πόσο, για παράδειγμα, είναι σώφρων ή ανδρείο, γιατί δεν έχει τίποτα να φοβηθεί, αφού δεν υπάρχει τίποτε εκτός του Κόσμου και τίποτα ηδονικό δεν τον πλησιάζει που να μην το έχει, ώστε η έλλειψη του να ξυπνήσει την επιθυμία να το αποκτήσει και να το διατηρήσει. Αλλά να και αυτός επιθυμεί τα νοητά όπως και οι ψυχές μας, τότε είναι φανερό ότι η τάξη και οι αρετές μας προέρχεται από τα νοητά. Τότε, είναι ο νοητός Θεός που κατέχει τις αρετές. Δεν φαίνεται πιθανό να έχει τις πολιτικές λεγόμενες αρετές, τη φρόνηση ως προς το λογιζόμενο μέρος, την ανδρεία ως προς το θυμούμενο μέρος, τη σωφροσύνη ως συμφωνία θυμικού και επιθυμικού μέρους, τη δικαιοσύνη που οδηγεί κάθε τμήμα της ψυχής προς οικειοπραγία, κυβερνώντας ή αποτασσόμενο. Η ομοιότητα με το Θεό τότε μήπως δεν βρίσκεται στις πολιτικές αρετές αλλά στις υψηλότερες αρετές που έχουν το ίδιο όνομα με αυτές; Αλλά αν βρίσκεται σε αυτές τις τελευταίες, διόλου δεν επηρεάζει τις πολιτικές ; Δεν είναι παράλογο να μην ομοιάζουμε καθόλου μέσω αυτών – που όσοι τις κατέχουν λέγονται θείοι και πρέπει να πούμε ότι πέτυχαν κάπως την ομοίωση με τον Θεό χάρη σε αυτές- και η ομοίωση να γίνεται μόνο μέσω των υψηλότερων αρετών ; Είναι δυνατόν να έχει κανείς και των δυο ειδών αρετές, αν και όχι τις ίδιες. Αν λοιπόν γίνει δεκτό ότι μπορούμε να ομοιάσουμε στον Θεό, ακόμη και σχετιζόμενοι μαζί του αλλιώς με άλλες αρετές, τίποτε δεν μας εμποδίζει, αν και δεν του μοιάζουμε ως προς τις αρετές, να μοιάσουμε εμείς, που φτιαχτήκαμε όμοιοι στις δικές μας αρετές, με αυτόν που δεν έχει αρετές. Πως όμως; Ως εξής: αν κάτι θερμαίνεται από την παρουσία ζεστού σώματος, είναι ανάγκη και αυτό από το οποίο προήλθε η θερμότητα να θερμαίνεται; Και αν κάτι θερμαίνεται από την παρουσία φωτιάς, είναι ανάγκη και η φωτιά να θερμαίνεται από την παρουσία φωτιάς; Θα μπορούσε όμως κανείς να απαντήσει στο προηγούμενό ότι υπάρχει θερμότητα και στη φωτιά αλλά σύμφυτη, ώστε, μιλώντας κατά αναλογία, η αρετή θα ήταν κάτι εξωτερικό της ψυχής, αλλά σύμφυτο με αυτό από το οποίο η ψυχή τη λαμβάνει μιμητικώς. Όσο για το παράδειγμα με την φωτιά, κατά αναλογία θα έλεγε κανείς ότι αυτό το τελευταίο είναι η ίδια η αρετή. Ωστόσο το θεωρούμε σπουδαιότερο από την αρετή. Θα ήταν σωστό να μιλήσουμε έτσι, αν αυτό στο οποίο συμμετέχει ήταν το ίδιο με αυτό από το οποίο προέρχεται – όμως τα δύο αυτά είναι διάφορα.
Η αισθητή οικία δεν είναι η ίδια με τη νοητή, και ας έχει φτιαχτεί καθ’ ομοίωση της. Η αισθητή οικία συμμετέχει στην τάξη, στο μέτρο και στην αρμονία που προέρχεται από εκεί, και αυτά αποτελούν αρετές εδώ, όμως για την Αρχή που είναι εκεί δεν υπάρχει και καμία ανάγκη για αρετή. Και παρόλα αυτά μοιάζουμε με την Αρχή που είναι εκεί μέσω της αρετής. Αυτό αρκεί για να αποδείξουμε ότι δεν είναι ανάγκη να υπάρχει αρετή εκεί, επειδή εμείς μοιάζουμε σε αυτή την Αρχή μέσω της Αρετής. Πρέπει να κάνουμε το επιχείρημα μας πειστικό και όχι απλώς να το επιβάλλουμε. Κατ’ αρχήν, ας εξετάσουμε τις αρετές προς τις οποίες λέμε ότι είμαστε όμοιοι, ώστε να ανακαλύψουμε αυτό που, όταν το κατέχουμε μιμητικώς, είναι αρετή. Να επισημάνουμε ότι υπάρχουν δυο τρόποι ομοιότητας, ο ένας απαιτεί να υπάρχει κάτι το όμοιο στα πράγματα που μοιάζουν και σε όσα επίσης αντλούν την ομοιότητα τους από την ίδια Αρχή. Στην περίπτωση όμως που το ένα πράγμα μοιάζει με ένα δεύτερο και το δεύτερο είναι πρωταρχικό, χωρίς να είναι αμοιβαίο του πρώτου ως προς την ομοιότητα τους πρέπει να κατανοηθεί με διαφορετικό τρόπο. Δεν πρέπει να απαιτούμε την ίδια μορφή και για τα δύο αλλά μάλλον διαφορετική, αφού η ομοιότητα τους προήλθε με διαφορετικό τρόπο. Τι είναι τότε η αρετή, η καθολική και η ιδιαίτερη ; Η έρευνα μας θα γίνει πιο σαφής ας εξετάσουμε ξεχωριστά την καθεμία. Με αυτό τον τρόπο ότι έχουν κοινό, αυτό που τις κάνεις όλες αρετές, θα γίνει πιο εύκολα φανερό.
Οι μεν, λοιπόν, πολιτικές αρετές, που αναφέραμε πρωτύτερα, μας κατακοσμούν και μας κάνουν καλύτερους, περιορίζοντας και μετριάζοντας τις επιθυμίες μας και βάζουν μέτρο σε όλα τα πάθη μας. Αφαιρούν τις ψευδείς γνώμες από το καθολικά καλύτερο και από ότι οριοθετεί και αποκλείουν το μη μετρημένο και το αόριστο, ως προς το μέτρο τους, και διευκρινίζονται οι ίδιες. Και όσο αποτελούν μέτρο της ύλης της ψυχής, είναι όμοιες του μέτρου που είναι εκεί και φέρουν ένα ίχνος του καλύτερου που είναι εκεί. Αυτό που είναι παντελώς άμετρο είναι η ύλη και παντελώς ανόμοιο. Αλλά καθόσον μεταλαμβάνει είδους, τόσο ομοιώνεται με το ανείδεο άριστο. Η ψυχή είναι εγγύτερή του από το σώμα και πιο συγγενική μαζί του. Έτσι, η ψυχή μετέχει περισσότερο, τόσο που μας εξαπατά φαντάζοντας ως Θεός ότι το θείο συμπεριλαμβάνεται σε αυτή την ομοιότητα. Όσοι λοιπόν κατέχουν τις πολιτικές αρετές έχουν αυτό τον τρόπο ομοιότητας με τον Θεό. Αλλά, αφού λέει ο Πλάτων ότι η ομοιότητα είναι άλλη και ανήκει στην σπουδαιότερη αρετή, πρέπει να μιλήσουμε για αυτήν. Εδώ θα γίνει σαφέστερη η ουσία των πολιτικών αρετών και πιο κατανοητή η σπουδαιότερη αρετή ως προς την ουσία της και γενικά, ότι υπάρχει άλλη εκτός της πολιτικής αρετής.
Ο Πλάτων μιλώντας περί της ομοιότητας ως “φυγής προς τον Θεό” ΔΕΝ ονομάζει τις αρετές τις εν πολιτεία απλώς “αρετές”, αλλά προσθέτει “πολιτικές” και αλλού αποκαλεί όλες τις αρετές “καθαρτικές”, κάνοντας φανερό ότι προϋποθέτει δυο είδη αρετών και δεν θέτει την ομοίωση ως προς το προϊόν των πολιτικών αρετών. Πώς λοιπόν τις ονομάζουμε καθάρσεις και πώς με την κάθαρση γινόμαστε όμοιοι με τον Θεό ; Αφού η ψυχή είναι κακή καθόσον είναι στενά ενωμένη με το σώμα και μοιράζεται τις αισθήσεις του και σχηματίζει γνώμες μαζί του, θα είναι καλή και θα κατέχει αρετή εφόσον δεν θα έχει τις ίδιες με αυτό γνώμες, αλλά θα ενεργεί μόνη της – αυτό είναι νόηση και φρόνηση – ούτε θα μοιράζεται τις σωματικές αισθήσεις – αυτό είναι σωφροσύνη – ούτε θα φοβάται να αφήσει το σώμα – αυτό είναι ανδρεία – και θα κυβερνάται από τον Λόγο και τον νου, χωρίς αντίθεση – και αυτό είναι δικαιοσύνη. Αυτή η κατάσταση της ψυχής, κατά την οποία ενεργεί νοητά και μένει απαθείς στις σωματικές αισθήσεις, δεν θα έκανε λάθος αν την έλεγε κανείς ομοιότητα με τον Θεό. Γιατί το θείο επίσης είναι καθαρό από τέτοιες αισθήσεις και η ενέργειά του είναι τέτοια που όποιος το μιμείται αποκτά σοφία. Γιατί τότε και το θείο δεν είναι σε αυτή την κατάσταση; Δεν ανήκει σε καμία κατάσταση – οι καταστάσεις είναι μόνο της ψυχής. Η νόηση της ψυχής είναι διαφορετική για όσα εκεί ψηλά, άλλος σκέφτεται διαφορετικά και άλλος καθόλου. Ένα άλλο ερώτημα, λοιπόν, είναι μήπως ο νους είναι κοινός όρος για διαφορετικά πράγματα ; Διόλου. Αλλά πρώτα βρίσκεται στην θεότητα και κατόπιν σε ότι προέρχεται από εκείνη. Όπως ο εν φωνή λόγος είναι μίμηση του εντός της ψυχής ευρισκόμενου, έτσι και ο εντός της λόγος αποτελεί μίμηση του κάποιου που βρίσκεται μέσα σε κάτι άλλο. Όπως ο εν προφορά λόγος είναι μεμερισμένος σε λέξεις σε σχέση με τον ψυχικό, έτσι και ο ψυχικός είναι διαιρεμένος σε σχέση με τον θείο. Και η αρετή είναι της ψυχής αλλά όχι του νοός ούτε του επέκεινα του νοός.
Ας εξετάσουμε όμως κατά πόσο η κάθαρση είναι ταυτόσημη της αρετής ή προηγείται η κάθαρση και ακολουθεί η αρετή, και αν η αρετή ανήκει στην καθαρτική διαδικασία ή στην ολοκληρωμένη κάθαρση. Η αρετή της καθαρτικής διαδικασίας είναι λιγότερο τέλεια από την ολοκληρωμένη κάθαρση που είναι η τελειότερη της πρώτης. Αλλά η κάθαρση είναι η αφαίρεση κάθε προς εμάς αλλότριου πράγματος, και το αγαθό είναι κάτι έτερο αυτού. Αν το αγαθό υπήρχε προ της καθάρσεως, τότε η κάθαρση θα ήταν αρκετή. Αλλά και αν η κάθαρση φανεί αρκετή, το αγαθό θα είναι αυτό που θα απομείνει και όχι η ίδια η κάθαρση. Πρέπει μάλιστα να εξετάσουμε τι είναι αυτό που απομένει. Ίσως ούτε η απομένουσα φύση να είναι το αγαθό, γιατί αλλιώτικα δεν θα στρεφόταν στο κακό. Να την αποκαλέσουμε αγαθοειδή ; Ναι, αλλά όχι φύση ικανή να παραμένει εν τω όντως αγαθό, γιατί έχει μια τάση και προς τις δύο κατευθύνσεις. Το αγαθό γι’ αυτήν είναι η ένωση με το συγγενικό της, ενώ το κακό η ένωση με το αντίθετό της. Η κάθαρση είναι λοιπόν απαραίτητη γι’ αυτήν την ένωση. Η ένωση επιτυγχάνεται με την επιστροφή στον Θεό. Επιστρέφει λοιπόν μετά την κάθαρση ; Μάλλον έχει επιστρέψει μετά την κάθαρση. Αυτή είναι η αρετή της ; Μάλλον, αυτό που προκύπτει γι’ αυτήν μετά την επιστροφή. Και τι είναι αυτό ; Μια θέα και ο τύπος του θεώμενου, ο οποίος εισέρχεται και ενεργεί εντός της, όπως γίνεται με το ορώμενο αντικείμενο και την όραση. Δεν τα είχε αυτά μέσα της, χωρίς την ανάμνησή τους ; Τα είχε αλλά όχι ενεργούντα, αποκείμενα αφώτιστα. Προκειμένου να τα φωτίσει και να γνωρίσει πως βρίσκονται εντός της, πρέπει να ριχθεί προς αυτό που δίνει φως. Δεν είχε τα ίδια τα αντικείμενα αλλά τους τύπους τους μέσα της. Πρέπει λοιπόν να προσαρμόσει του τύπους με τα αληθινά αντικείμενα των οποίων είναι τύποι. Ίσως να είναι όπως λένε, ότι ο νους δεν είναι αλλότριος προς την ψυχή και ιδίως όταν η ψυχή έχει στραμμένο το όμμα της επάνω του. Αλλιώς, και όταν είναι παρών, τής είναι αλλότριος. Το ίδιο γίνεται και με όλες τις επιστήμες. Αν δεν ενεργούμε σύμφωνα με αυτές, μας είναι ξένες.
Τώρα πρέπει να πούμε πόσο μπορεί να προχωρήσει η κάθαρση. Απαντώντας θα γίνει φανερό με ποιο θεό μοιάζουμε και ταυτιζόμαστε. Το ερώτημα είναι πως αντιμετωπίζει η κάθαρση τα πάθη, τις επιθυμίες και τα λοιπά και πόσο είναι δυνατόν ο χωρισμός της ψυχής και του σώματος. Θα λέγαμε ότι, αποχωριζόμενη το σώμα, στρέφεται στον εαυτό της μαζί με όλα τα αναγκαία μέρη της, εντελώς απαθής, έχοντας μόνο τις αισθήσεις των απαραίτητων ηδονών ως ιάματα και αποτρεπτικά του πόνου, ώστε να μην εμποδίζεται η δραστηριότητα της. Απαλλάσσεται από τους πόνους και, όταν δεν μπορεί, τους υπομένει με πραότητα και τους ελαττώνει, χωρίς να συμπάσχει με το σώμα. Απαλλάσσεται από τα πάθη, ολοκληρωτικά αν αυτό είναι δυνατόν, αλλά αν δεν γίνεται, δεν μοιράζεται τον αισθηματικό ερεθισμό τους. Το ανεξέλεγκτο πάθος ανήκει αλλού και είναι κάτι μικρό και αδύναμο. Απαλλάσσεται από το φόβο ολοκληρωτικά – γιατί δεν έχει τίποτε να φοβηθεί. Η ακούσια παρόρμηση υπεισέρχεται κι εδώ – εκτός και αν ο φόβος έχει προειδοποιητικό χαρακτήρα. Και όσο για την επιθυμία ; Είναι φανερό ότι δεν επιθυμεί τίποτα κακό. Δεν θα έχει την επιθυμία των φαγητών και των ποτών για αυτήν την ίδια αλλά για τις ανάγκες του σώματος. Ούτε τα αφροδίσια – αν έχει κάποια από αυτά, νομίζω, θα είναι οι φυσικές χωρίς το ανεξέλεγκτο στοιχείο. Αν έχει και άλλες, αυτές θα οφείλονται στην φαντασία, η οποία ρέπει προς αυτές. Η ψυχή θα είναι αποκαθαρμένη από όλες αυτές τις επιθυμίες και θα θέλει να αποκαθαρεί και το άλογο τμήμα της, ώστε να μην είναι ευάλωτο. Και αν είναι, να μην είναι πάρα πολύ, αλλά οι πληγές του να είναι λίγες και ελαφρές λόγω της γειτνίασης με την ψυχή, όπως κάποιος που ζει δίπλα σε ένα σοφό επωφελείται από τη γειτνίαση μαζί του, είτε με το να γίνεται όμοιός του είτε από ντροπή να μην τολμά να κάνει τίποτε που να μην το εγκρίνει ο σοφός. Έτσι δεν θα υπάρχει διαμάχη. Η παρουσία του λόγου θα είναι αρκετή, το χειρότερο τμήμα θα τον σέβεται, έτσι που και αυτό θα στεναχωρείται, αν κινηθεί από πάθος, επειδή δεν στάθηκε ήσυχο μπροστά στον αφέντη του και θα επιτιμά τον εαυτό του για την αδυναμία του. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι ηθικό σφάλμα, αλλά σωστή δράση για τον άνθρωπο.
Μέλημα μας, όμως, δεν είναι μόνο να αποφεύγουμε τα ηθικά λάθη, αλλά να είμαστε Θεϊκοί. Εφόσον εξακολουθούν να υπάρχουν ακούσιες παρορμήσεις, ο άνθρωπος είναι "Θεός" και δαίμονας με διπλή φύση, ή μάλλον έχει μαζί του κάποιον άλλον με διαφορετικό είδος αρετής. Αν δεν υπάρχουν αυτές οι παρορμήσεις, τότε είναι μόνο "Θεός" και μάλιστα ένας από αυτούς που ακολουθούν τον Πρώτο. Γιατί είναι ένας Θεός που ήρθε από εκεί ψηλά, και η φύση του, αν γίνει αυτό που ήταν όταν ήρθε, ανήκει εκεί. Όταν ήρθε εδώ συγκατοίκησε με κάποιον άλλον τον οποίον θα κάνει όμοιο με τη φύση του, όσο του είναι δυνατόν, ώστε αυτός να μην είναι ευάλωτος και να μην κάνει τίποτε που ο αφέντης δεν θα ενέκρινε. Τι είναι τότε κάθε χωριστή αρετή, σε έναν τέτοιο άνθρωπο ; Σοφία και θεωρητική φρόνηση όσων ο νους περιέχει, που ο νους κατέχει με άμεση επαφή. Υπάρχουν δυο είδη σοφίας, η μία που είναι στον νου και η άλλη που είναι στην ψυχή. Αυτή που είναι στον νου δεν είναι αρετή, αυτή που είναι στην ψυχή είναι αρετή. Τι βρίσκεται λοιπόν εκεί ; Η ενέργεια αυτού και αυτό που είναι. Η αρετή είναι κάτι που έρχεται από εκεί και υπάρχει εδώ, μέσα σε κάτι το οποίο έχει διαφορετική φύση. Γιατί ούτε αυτοδικαιοσύνη ούτε και άλλη αρετή είναι αρετές αλλά υποδείγματα αρετών. Αρετή είναι αυτό που πηγάζει από αυτά, μέσα στην ψυχή. Η αρετή είναι η αρετή κάποιου. Αλλά το υπόδειγμα καθεμίας ξεχωριστής αρετής δεν είναι κάποιου άλλου, αλλά αυτού του ίδιου. Αν η δικαιοσύνη είναι η οικειοπραγία, τότε έχει ανάγκη πολλαπλών μερών; Υπάρχει μια πολλαπλή δικαιοσύνη, αυτή που διατάσσει όντα με πολλαπλά μέρη, και μία άλλη, που είναι ολοκληρωμένη οικειοπραγία ακόμη και όταν είναι ενός. Η αληθής αυτοδικαιοσύνη είναι η σχέση του ενός προς τον εαυτό του, χωρίς πολλαπλότητα. Έτσι η υψηλή δικαιοσύνη μέσα στην ψυχή είναι η ενέργεια που στρέφεται προς τον νου, η σωφροσύνη είναι η ενδόν στροφή προς τον νου, η ανδρεία είναι η απάθεια, καθ’ ομοίωση αυτού προς το οποίο είναι στραμμένο, το οποίο έχει απαθή φύση : αυτή η απάθεια στην ψυχή έρχεται από την αρετή, προκειμένου να μην μοιράζεται τα πάθη του χειρότερου συγκατοίκου της.
Αυτές οι αρετές στην ψυχή ακολουθούν, επίσης η μία την άλλη, αμοιβαία, όπως τα ονομαζόμενα υποδείγματά τους, εκεί μέσα στον νου, τα οποία προηγούνται των αρετών. Η νόηση εκεί είναι επιστήμη και σοφία, η σωφροσύνη η προς εαυτόν στροφή, η οικειοπραγία το οικείο έργο, και ανάλογο της ανδρείας είναι η αϋλότητα και το αφεαυτού μένειν καθαρό. Στην ψυχή, η όραση που τείνει προς τον νου είναι σοφία και φρόνηση, αρετές που ανήκουν στην ψυχή. Η ψυχή δεν είναι οι αρετές της, όπως συμβαίνει με τον νου. Και οι υπόλοιπες αρετές ακολουθούν με τον ίδιο τρόπο. Και λόγω της κάθαρσης, επειδή όλες οι αρετές είναι καθάρσεις χάρη στην καθαρτική διαδικασία, γίνεται απαραίτητο η ψυχή να έχει όλες τις αρετές. Αλλιώς καμία τους δεν θα ήταν τέλεια. Όποιος έχει τις μείζονες αρετές έχει αναγκαστικά εν δυνάμει και τις ελάσσονες, αλλά αυτός που έχει τις ελάσσονες δεν έχει αναγκαστικά και τις μείζονες. Τέτοια είναι η ζωή του σπουδαίου. Το κατά πόσο αυτός που κατέχει τις σπουδαιότερες αρετές έχει και τις μικρότερες εν ενεργεία ή με άλλο τρόπο, οφείλουμε να το εξετάσουμε για κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Ας πάρουμε την φρόνηση. Αν αυτός χρησιμοποιεί τις άλλες μείζονες αρχές, πως αυτή υπάρχει ακόμη, έστω και σε μη ενεργητική κατάσταση; Πώς γίνεται, αν η κάθε αρετή έχει τα δικά της φυσικά όρια, να υπάρχει μια σωφροσύνη που να μετριάζει τις επιθυμίες και μια άλλη που να τις αναιρεί; το ίδιο ισχύει και για τις άλλες αρετές, μιας και κινήσαμε το ζήτημα της φρόνησης. Μήπως αυτός έχει γνώση των αρετών και του τι μπορεί να περιμένει από αυτές και ενεργεί σύμφωνα με αυτές και κατά τις περιστάσεις ; Αλλά όταν υψώνεται σε σπουδαιότερες αρχές και σε άλλα μέτρα, θα πράξει σύμφωνα με αυτά. Για παράδειγμα, δεν θα κάνει τη σωφροσύνη να συνίσταται στον μετριασμό των παθών του, αλλά θα χωρίζει εντελώς τον εαυτό του, όσο γίνεται, από το χειρότερο τμήμα του και δεν θα ζει τη ζωή του αγαθού όπως απαιτεί η πολιτική αρετή. Αντίθετα, θα εγκαταλείπει αυτήν και θα επιλέγει άλλη, εκείνη των Θεών, γιατί οφείλουμε να μοιάζουμε με εκείνους και όχι με τους αγαθούς ανθρώπους. Η ομοίωση με τους αγαθούς ανθρώπους είναι η ομοίωση μιας εικόνας με μια άλλη που έχει το ίδιο πρότυπο. Η ομοίωση με τον Θεό είναι εκείνη της εικόνας με αυτό το ίδιο το υπόδειγμα.»[41]
Η αισθητή οικία δεν είναι η ίδια με τη νοητή, και ας έχει φτιαχτεί καθ’ ομοίωση της. Η αισθητή οικία συμμετέχει στην τάξη, στο μέτρο και στην αρμονία που προέρχεται από εκεί, και αυτά αποτελούν αρετές εδώ, όμως για την Αρχή που είναι εκεί δεν υπάρχει και καμία ανάγκη για αρετή. Και παρόλα αυτά μοιάζουμε με την Αρχή που είναι εκεί μέσω της αρετής. Αυτό αρκεί για να αποδείξουμε ότι δεν είναι ανάγκη να υπάρχει αρετή εκεί, επειδή εμείς μοιάζουμε σε αυτή την Αρχή μέσω της Αρετής. Πρέπει να κάνουμε το επιχείρημα μας πειστικό και όχι απλώς να το επιβάλλουμε. Κατ’ αρχήν, ας εξετάσουμε τις αρετές προς τις οποίες λέμε ότι είμαστε όμοιοι, ώστε να ανακαλύψουμε αυτό που, όταν το κατέχουμε μιμητικώς, είναι αρετή. Να επισημάνουμε ότι υπάρχουν δυο τρόποι ομοιότητας, ο ένας απαιτεί να υπάρχει κάτι το όμοιο στα πράγματα που μοιάζουν και σε όσα επίσης αντλούν την ομοιότητα τους από την ίδια Αρχή. Στην περίπτωση όμως που το ένα πράγμα μοιάζει με ένα δεύτερο και το δεύτερο είναι πρωταρχικό, χωρίς να είναι αμοιβαίο του πρώτου ως προς την ομοιότητα τους πρέπει να κατανοηθεί με διαφορετικό τρόπο. Δεν πρέπει να απαιτούμε την ίδια μορφή και για τα δύο αλλά μάλλον διαφορετική, αφού η ομοιότητα τους προήλθε με διαφορετικό τρόπο. Τι είναι τότε η αρετή, η καθολική και η ιδιαίτερη ; Η έρευνα μας θα γίνει πιο σαφής ας εξετάσουμε ξεχωριστά την καθεμία. Με αυτό τον τρόπο ότι έχουν κοινό, αυτό που τις κάνεις όλες αρετές, θα γίνει πιο εύκολα φανερό.
Οι μεν, λοιπόν, πολιτικές αρετές, που αναφέραμε πρωτύτερα, μας κατακοσμούν και μας κάνουν καλύτερους, περιορίζοντας και μετριάζοντας τις επιθυμίες μας και βάζουν μέτρο σε όλα τα πάθη μας. Αφαιρούν τις ψευδείς γνώμες από το καθολικά καλύτερο και από ότι οριοθετεί και αποκλείουν το μη μετρημένο και το αόριστο, ως προς το μέτρο τους, και διευκρινίζονται οι ίδιες. Και όσο αποτελούν μέτρο της ύλης της ψυχής, είναι όμοιες του μέτρου που είναι εκεί και φέρουν ένα ίχνος του καλύτερου που είναι εκεί. Αυτό που είναι παντελώς άμετρο είναι η ύλη και παντελώς ανόμοιο. Αλλά καθόσον μεταλαμβάνει είδους, τόσο ομοιώνεται με το ανείδεο άριστο. Η ψυχή είναι εγγύτερή του από το σώμα και πιο συγγενική μαζί του. Έτσι, η ψυχή μετέχει περισσότερο, τόσο που μας εξαπατά φαντάζοντας ως Θεός ότι το θείο συμπεριλαμβάνεται σε αυτή την ομοιότητα. Όσοι λοιπόν κατέχουν τις πολιτικές αρετές έχουν αυτό τον τρόπο ομοιότητας με τον Θεό. Αλλά, αφού λέει ο Πλάτων ότι η ομοιότητα είναι άλλη και ανήκει στην σπουδαιότερη αρετή, πρέπει να μιλήσουμε για αυτήν. Εδώ θα γίνει σαφέστερη η ουσία των πολιτικών αρετών και πιο κατανοητή η σπουδαιότερη αρετή ως προς την ουσία της και γενικά, ότι υπάρχει άλλη εκτός της πολιτικής αρετής.
Ο Πλάτων μιλώντας περί της ομοιότητας ως “φυγής προς τον Θεό” ΔΕΝ ονομάζει τις αρετές τις εν πολιτεία απλώς “αρετές”, αλλά προσθέτει “πολιτικές” και αλλού αποκαλεί όλες τις αρετές “καθαρτικές”, κάνοντας φανερό ότι προϋποθέτει δυο είδη αρετών και δεν θέτει την ομοίωση ως προς το προϊόν των πολιτικών αρετών. Πώς λοιπόν τις ονομάζουμε καθάρσεις και πώς με την κάθαρση γινόμαστε όμοιοι με τον Θεό ; Αφού η ψυχή είναι κακή καθόσον είναι στενά ενωμένη με το σώμα και μοιράζεται τις αισθήσεις του και σχηματίζει γνώμες μαζί του, θα είναι καλή και θα κατέχει αρετή εφόσον δεν θα έχει τις ίδιες με αυτό γνώμες, αλλά θα ενεργεί μόνη της – αυτό είναι νόηση και φρόνηση – ούτε θα μοιράζεται τις σωματικές αισθήσεις – αυτό είναι σωφροσύνη – ούτε θα φοβάται να αφήσει το σώμα – αυτό είναι ανδρεία – και θα κυβερνάται από τον Λόγο και τον νου, χωρίς αντίθεση – και αυτό είναι δικαιοσύνη. Αυτή η κατάσταση της ψυχής, κατά την οποία ενεργεί νοητά και μένει απαθείς στις σωματικές αισθήσεις, δεν θα έκανε λάθος αν την έλεγε κανείς ομοιότητα με τον Θεό. Γιατί το θείο επίσης είναι καθαρό από τέτοιες αισθήσεις και η ενέργειά του είναι τέτοια που όποιος το μιμείται αποκτά σοφία. Γιατί τότε και το θείο δεν είναι σε αυτή την κατάσταση; Δεν ανήκει σε καμία κατάσταση – οι καταστάσεις είναι μόνο της ψυχής. Η νόηση της ψυχής είναι διαφορετική για όσα εκεί ψηλά, άλλος σκέφτεται διαφορετικά και άλλος καθόλου. Ένα άλλο ερώτημα, λοιπόν, είναι μήπως ο νους είναι κοινός όρος για διαφορετικά πράγματα ; Διόλου. Αλλά πρώτα βρίσκεται στην θεότητα και κατόπιν σε ότι προέρχεται από εκείνη. Όπως ο εν φωνή λόγος είναι μίμηση του εντός της ψυχής ευρισκόμενου, έτσι και ο εντός της λόγος αποτελεί μίμηση του κάποιου που βρίσκεται μέσα σε κάτι άλλο. Όπως ο εν προφορά λόγος είναι μεμερισμένος σε λέξεις σε σχέση με τον ψυχικό, έτσι και ο ψυχικός είναι διαιρεμένος σε σχέση με τον θείο. Και η αρετή είναι της ψυχής αλλά όχι του νοός ούτε του επέκεινα του νοός.
Ας εξετάσουμε όμως κατά πόσο η κάθαρση είναι ταυτόσημη της αρετής ή προηγείται η κάθαρση και ακολουθεί η αρετή, και αν η αρετή ανήκει στην καθαρτική διαδικασία ή στην ολοκληρωμένη κάθαρση. Η αρετή της καθαρτικής διαδικασίας είναι λιγότερο τέλεια από την ολοκληρωμένη κάθαρση που είναι η τελειότερη της πρώτης. Αλλά η κάθαρση είναι η αφαίρεση κάθε προς εμάς αλλότριου πράγματος, και το αγαθό είναι κάτι έτερο αυτού. Αν το αγαθό υπήρχε προ της καθάρσεως, τότε η κάθαρση θα ήταν αρκετή. Αλλά και αν η κάθαρση φανεί αρκετή, το αγαθό θα είναι αυτό που θα απομείνει και όχι η ίδια η κάθαρση. Πρέπει μάλιστα να εξετάσουμε τι είναι αυτό που απομένει. Ίσως ούτε η απομένουσα φύση να είναι το αγαθό, γιατί αλλιώτικα δεν θα στρεφόταν στο κακό. Να την αποκαλέσουμε αγαθοειδή ; Ναι, αλλά όχι φύση ικανή να παραμένει εν τω όντως αγαθό, γιατί έχει μια τάση και προς τις δύο κατευθύνσεις. Το αγαθό γι’ αυτήν είναι η ένωση με το συγγενικό της, ενώ το κακό η ένωση με το αντίθετό της. Η κάθαρση είναι λοιπόν απαραίτητη γι’ αυτήν την ένωση. Η ένωση επιτυγχάνεται με την επιστροφή στον Θεό. Επιστρέφει λοιπόν μετά την κάθαρση ; Μάλλον έχει επιστρέψει μετά την κάθαρση. Αυτή είναι η αρετή της ; Μάλλον, αυτό που προκύπτει γι’ αυτήν μετά την επιστροφή. Και τι είναι αυτό ; Μια θέα και ο τύπος του θεώμενου, ο οποίος εισέρχεται και ενεργεί εντός της, όπως γίνεται με το ορώμενο αντικείμενο και την όραση. Δεν τα είχε αυτά μέσα της, χωρίς την ανάμνησή τους ; Τα είχε αλλά όχι ενεργούντα, αποκείμενα αφώτιστα. Προκειμένου να τα φωτίσει και να γνωρίσει πως βρίσκονται εντός της, πρέπει να ριχθεί προς αυτό που δίνει φως. Δεν είχε τα ίδια τα αντικείμενα αλλά τους τύπους τους μέσα της. Πρέπει λοιπόν να προσαρμόσει του τύπους με τα αληθινά αντικείμενα των οποίων είναι τύποι. Ίσως να είναι όπως λένε, ότι ο νους δεν είναι αλλότριος προς την ψυχή και ιδίως όταν η ψυχή έχει στραμμένο το όμμα της επάνω του. Αλλιώς, και όταν είναι παρών, τής είναι αλλότριος. Το ίδιο γίνεται και με όλες τις επιστήμες. Αν δεν ενεργούμε σύμφωνα με αυτές, μας είναι ξένες.
Τώρα πρέπει να πούμε πόσο μπορεί να προχωρήσει η κάθαρση. Απαντώντας θα γίνει φανερό με ποιο θεό μοιάζουμε και ταυτιζόμαστε. Το ερώτημα είναι πως αντιμετωπίζει η κάθαρση τα πάθη, τις επιθυμίες και τα λοιπά και πόσο είναι δυνατόν ο χωρισμός της ψυχής και του σώματος. Θα λέγαμε ότι, αποχωριζόμενη το σώμα, στρέφεται στον εαυτό της μαζί με όλα τα αναγκαία μέρη της, εντελώς απαθής, έχοντας μόνο τις αισθήσεις των απαραίτητων ηδονών ως ιάματα και αποτρεπτικά του πόνου, ώστε να μην εμποδίζεται η δραστηριότητα της. Απαλλάσσεται από τους πόνους και, όταν δεν μπορεί, τους υπομένει με πραότητα και τους ελαττώνει, χωρίς να συμπάσχει με το σώμα. Απαλλάσσεται από τα πάθη, ολοκληρωτικά αν αυτό είναι δυνατόν, αλλά αν δεν γίνεται, δεν μοιράζεται τον αισθηματικό ερεθισμό τους. Το ανεξέλεγκτο πάθος ανήκει αλλού και είναι κάτι μικρό και αδύναμο. Απαλλάσσεται από το φόβο ολοκληρωτικά – γιατί δεν έχει τίποτε να φοβηθεί. Η ακούσια παρόρμηση υπεισέρχεται κι εδώ – εκτός και αν ο φόβος έχει προειδοποιητικό χαρακτήρα. Και όσο για την επιθυμία ; Είναι φανερό ότι δεν επιθυμεί τίποτα κακό. Δεν θα έχει την επιθυμία των φαγητών και των ποτών για αυτήν την ίδια αλλά για τις ανάγκες του σώματος. Ούτε τα αφροδίσια – αν έχει κάποια από αυτά, νομίζω, θα είναι οι φυσικές χωρίς το ανεξέλεγκτο στοιχείο. Αν έχει και άλλες, αυτές θα οφείλονται στην φαντασία, η οποία ρέπει προς αυτές. Η ψυχή θα είναι αποκαθαρμένη από όλες αυτές τις επιθυμίες και θα θέλει να αποκαθαρεί και το άλογο τμήμα της, ώστε να μην είναι ευάλωτο. Και αν είναι, να μην είναι πάρα πολύ, αλλά οι πληγές του να είναι λίγες και ελαφρές λόγω της γειτνίασης με την ψυχή, όπως κάποιος που ζει δίπλα σε ένα σοφό επωφελείται από τη γειτνίαση μαζί του, είτε με το να γίνεται όμοιός του είτε από ντροπή να μην τολμά να κάνει τίποτε που να μην το εγκρίνει ο σοφός. Έτσι δεν θα υπάρχει διαμάχη. Η παρουσία του λόγου θα είναι αρκετή, το χειρότερο τμήμα θα τον σέβεται, έτσι που και αυτό θα στεναχωρείται, αν κινηθεί από πάθος, επειδή δεν στάθηκε ήσυχο μπροστά στον αφέντη του και θα επιτιμά τον εαυτό του για την αδυναμία του. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι ηθικό σφάλμα, αλλά σωστή δράση για τον άνθρωπο.
Μέλημα μας, όμως, δεν είναι μόνο να αποφεύγουμε τα ηθικά λάθη, αλλά να είμαστε Θεϊκοί. Εφόσον εξακολουθούν να υπάρχουν ακούσιες παρορμήσεις, ο άνθρωπος είναι "Θεός" και δαίμονας με διπλή φύση, ή μάλλον έχει μαζί του κάποιον άλλον με διαφορετικό είδος αρετής. Αν δεν υπάρχουν αυτές οι παρορμήσεις, τότε είναι μόνο "Θεός" και μάλιστα ένας από αυτούς που ακολουθούν τον Πρώτο. Γιατί είναι ένας Θεός που ήρθε από εκεί ψηλά, και η φύση του, αν γίνει αυτό που ήταν όταν ήρθε, ανήκει εκεί. Όταν ήρθε εδώ συγκατοίκησε με κάποιον άλλον τον οποίον θα κάνει όμοιο με τη φύση του, όσο του είναι δυνατόν, ώστε αυτός να μην είναι ευάλωτος και να μην κάνει τίποτε που ο αφέντης δεν θα ενέκρινε. Τι είναι τότε κάθε χωριστή αρετή, σε έναν τέτοιο άνθρωπο ; Σοφία και θεωρητική φρόνηση όσων ο νους περιέχει, που ο νους κατέχει με άμεση επαφή. Υπάρχουν δυο είδη σοφίας, η μία που είναι στον νου και η άλλη που είναι στην ψυχή. Αυτή που είναι στον νου δεν είναι αρετή, αυτή που είναι στην ψυχή είναι αρετή. Τι βρίσκεται λοιπόν εκεί ; Η ενέργεια αυτού και αυτό που είναι. Η αρετή είναι κάτι που έρχεται από εκεί και υπάρχει εδώ, μέσα σε κάτι το οποίο έχει διαφορετική φύση. Γιατί ούτε αυτοδικαιοσύνη ούτε και άλλη αρετή είναι αρετές αλλά υποδείγματα αρετών. Αρετή είναι αυτό που πηγάζει από αυτά, μέσα στην ψυχή. Η αρετή είναι η αρετή κάποιου. Αλλά το υπόδειγμα καθεμίας ξεχωριστής αρετής δεν είναι κάποιου άλλου, αλλά αυτού του ίδιου. Αν η δικαιοσύνη είναι η οικειοπραγία, τότε έχει ανάγκη πολλαπλών μερών; Υπάρχει μια πολλαπλή δικαιοσύνη, αυτή που διατάσσει όντα με πολλαπλά μέρη, και μία άλλη, που είναι ολοκληρωμένη οικειοπραγία ακόμη και όταν είναι ενός. Η αληθής αυτοδικαιοσύνη είναι η σχέση του ενός προς τον εαυτό του, χωρίς πολλαπλότητα. Έτσι η υψηλή δικαιοσύνη μέσα στην ψυχή είναι η ενέργεια που στρέφεται προς τον νου, η σωφροσύνη είναι η ενδόν στροφή προς τον νου, η ανδρεία είναι η απάθεια, καθ’ ομοίωση αυτού προς το οποίο είναι στραμμένο, το οποίο έχει απαθή φύση : αυτή η απάθεια στην ψυχή έρχεται από την αρετή, προκειμένου να μην μοιράζεται τα πάθη του χειρότερου συγκατοίκου της.
Αυτές οι αρετές στην ψυχή ακολουθούν, επίσης η μία την άλλη, αμοιβαία, όπως τα ονομαζόμενα υποδείγματά τους, εκεί μέσα στον νου, τα οποία προηγούνται των αρετών. Η νόηση εκεί είναι επιστήμη και σοφία, η σωφροσύνη η προς εαυτόν στροφή, η οικειοπραγία το οικείο έργο, και ανάλογο της ανδρείας είναι η αϋλότητα και το αφεαυτού μένειν καθαρό. Στην ψυχή, η όραση που τείνει προς τον νου είναι σοφία και φρόνηση, αρετές που ανήκουν στην ψυχή. Η ψυχή δεν είναι οι αρετές της, όπως συμβαίνει με τον νου. Και οι υπόλοιπες αρετές ακολουθούν με τον ίδιο τρόπο. Και λόγω της κάθαρσης, επειδή όλες οι αρετές είναι καθάρσεις χάρη στην καθαρτική διαδικασία, γίνεται απαραίτητο η ψυχή να έχει όλες τις αρετές. Αλλιώς καμία τους δεν θα ήταν τέλεια. Όποιος έχει τις μείζονες αρετές έχει αναγκαστικά εν δυνάμει και τις ελάσσονες, αλλά αυτός που έχει τις ελάσσονες δεν έχει αναγκαστικά και τις μείζονες. Τέτοια είναι η ζωή του σπουδαίου. Το κατά πόσο αυτός που κατέχει τις σπουδαιότερες αρετές έχει και τις μικρότερες εν ενεργεία ή με άλλο τρόπο, οφείλουμε να το εξετάσουμε για κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Ας πάρουμε την φρόνηση. Αν αυτός χρησιμοποιεί τις άλλες μείζονες αρχές, πως αυτή υπάρχει ακόμη, έστω και σε μη ενεργητική κατάσταση; Πώς γίνεται, αν η κάθε αρετή έχει τα δικά της φυσικά όρια, να υπάρχει μια σωφροσύνη που να μετριάζει τις επιθυμίες και μια άλλη που να τις αναιρεί; το ίδιο ισχύει και για τις άλλες αρετές, μιας και κινήσαμε το ζήτημα της φρόνησης. Μήπως αυτός έχει γνώση των αρετών και του τι μπορεί να περιμένει από αυτές και ενεργεί σύμφωνα με αυτές και κατά τις περιστάσεις ; Αλλά όταν υψώνεται σε σπουδαιότερες αρχές και σε άλλα μέτρα, θα πράξει σύμφωνα με αυτά. Για παράδειγμα, δεν θα κάνει τη σωφροσύνη να συνίσταται στον μετριασμό των παθών του, αλλά θα χωρίζει εντελώς τον εαυτό του, όσο γίνεται, από το χειρότερο τμήμα του και δεν θα ζει τη ζωή του αγαθού όπως απαιτεί η πολιτική αρετή. Αντίθετα, θα εγκαταλείπει αυτήν και θα επιλέγει άλλη, εκείνη των Θεών, γιατί οφείλουμε να μοιάζουμε με εκείνους και όχι με τους αγαθούς ανθρώπους. Η ομοίωση με τους αγαθούς ανθρώπους είναι η ομοίωση μιας εικόνας με μια άλλη που έχει το ίδιο πρότυπο. Η ομοίωση με τον Θεό είναι εκείνη της εικόνας με αυτό το ίδιο το υπόδειγμα.»[41]
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπου που είχε κατακτήσει τις αυτές τέσσερις τετράδες αρετών ήταν και ο Πρόκλος, ο τελευταίος Δαδούχος και Ιεροφάντης των Ελλήνων.
Σε αυτό το σημείο θα αντιγράψουμε κάποια αποσπάσματα εκ της βιογραφίας του ως παράδειγμα. Λέγει λοιπόν ο βιογράφος, μαθητής του και σχολάρχης της Πλατωνικής ακαδημίας Μαρίνος Νεαπόλεως :
«Αλλά και τις πολιτικές αρετές ελάμβανε από τα πολιτικά συγγράμματα του Αριστοτέλη και από τους “Νόμους” και την “Πολιτεία” του Πλάτωνα. Και για να μη φανεί πως ήταν μόνο λόγια σε αυτά και πως πραγματοποιούσε κανένα έργο, επειδή ο ίδιος δεν μπορούσε να ασχοληθεί με την πολιτική, λόγω του ότι ασχολιόταν με σπουδαιότερα ζητήματα, προέτρεπε σε αυτό τον Αρχιάδη, τον των Θεών φίλο, διδάσκοντας και ταυτόχρονα εξηγώντας σε εκείνον τις πολιτικές αρετές και μεθόδους και, όπως αυτοί που προτρέπουν τους δρομείς, τον προέτρεπε να κατευθύνει ολόκληρη την πόλη του από κοινού και καθέναν ιδιαιτέρως να τον ευεργετεί με κάθε είδους αρετής και ιδίως με τη δικαιοσύνη. Και γέννησε μέσα σε εκείνον κάποιας μορφής ζήλο, υποδεικνύοντας του το πρότυπο της γενναιοδωρίας και της ανωτερότητας ως προς τα χρήματα, με το να δωρίζει ο ίδιος άλλοτε στους φίλους του, άλλοτε στους συγγενείς, είτε ξένους είτε συμπολίτες, και με το να εμφανίζει τον εαυτό του σε κάθε περίπτωση ανώτερο από την κατοχή χρημάτων. Και έκανε όχι μικρές δωρεές για το δημόσιο συμφέρον. Όταν πέθανε, άφησε την περιουσία του, εκτός από τον Αρχιάδη, και στις πόλεις, δηλαδή στην πατρίδα του και στην Αθήνα.»[42]
«Πολλές φορές όμως και ο ίδιος ο φιλόσοφος ασχολιόταν με πολιτικές αποφάσεις, παίρνοντας μέρος στις κοινές συνελεύσεις της πόλης και προτείνοντας απόψεις με φρόνηση και συνεργαζόμενος με τους άρχοντες για τις υποθέσεις του δικαίου και όχι μόνο παρακινώντας τους, αλλά και εξαναγκάζοντας τους κατά κάποιο τρόπο με την φιλοσοφική του ευφράδεια να απονέμουν αυτό που ταιριάζει στον καθένα. Και δημόσια πάλι φρόντιζε για την κοσμιότητα των σπουδαστών και τους έκανε να πολιτεύονται με σωφροσύνη, διδάσκοντας τους όχι με σκέτα λόγια, αλλά περισσότερο με έργα τα οποία ασκούσε σε ολόκληρη την ζωή του, όντας αυτός κάτι σαν πρότυπο σωφροσύνης για τους άλλους.» [43]
«Και ιδιαίτερο του χαρακτηριστικό ήταν η συμπάθεια. Γιατί πιστεύω σε κανέναν άλλο άνθρωπο δεν έχει περιγραφεί τόσο μεγάλη. Γιατί καθώς ο ίδιος ποτέ δεν είχε την εμπειρία του γάμου και των παίδων, επειδή ο ίδιος δεν το επέλεξε, αν και του προτάθηκαν πολλοί γάμοι και ξεχωριστοί στην καταγωγή και στον πλούτο, απαλλαγμένος, όπως έλεγε, από όλα αυτά, έτσι φρόντιζε όλους τους μαθητές του και τους φίλους του, καθώς και τα δικά τους παιδιά και γυναίκες, σαν να ήταν κοινός πατέρας τους και αίτιος της υπάρξεώς τους. Γιατί με ποικίλους τρόπους νοιαζόταν για την ζωή καθενός. Αν μάλιστα κάποτε κάποιος από τους γνωστούς του προσβαλλόταν από ασθένεια, πρώτα τους Θεούς λιπαρώς ικέτευε υπε αυτών με έργα και ύμνους, και έπειτα συμπαραστεκόταν με μεγάλη φροντίδα στον άρρωστο και μάζευε τους γιατρούς και τους εβίαζε να κάνουν χωρίς αναβολή τα έργα της τέχνης τους. Και ο ίδιος σε αυτούς υποδείκνυε κάτι επιπλέον και πολλούς μάλιστα έτσι τους έσωσε από τους μεγαλύτερους κινδύνους. Πόση ήταν η φιλανθρωπία του στους οικείους του υπηρέτες, είναι δυνατόν όποιος θέλει να το διαπιστώσει από τη διαθήκη του μακάριου άνδρα.» [44]
«Βάζοντας πλέον το κατάλληλο τέλος στα βασικά σημεία της πολιτικής τους αρετής, αν και είναι λιγότερα από τα πραγματικά, και επισφραγίζοντας τα με τη φιλία, ας μεταβούμε στις καθαρτικές τους αρετές, οι οποίες είναι διαφορετικές, πέρα από τις πολιτικές. Γιατί, αν και οι πολιτικές αρετές έχουν και αυτές σαν βασικό τους έργο το καθαίρειν και παρασκευάζειν την ψυχή, όσο το δυνατόν, προς πρόνοια των ανθρώπινων σωμάτων, όντας ανεξάρτητη από αυτά, για να έχει την εξομοίωση της με τον Θεό, πράγμα που είναι και ο ύψιστος σκοπός της τελείωσης της ψυχής, δεν την αποχωρίζουν όλες οι αρετές εξίσου, αλλά άλλη περισσότερο και άλλη λιγότερο. Γιατί και οι πολιτικές αρετές είναι μια μορφή κάθαρσης, που κοσμούν και κάνουν καλύτερους όσους τις κατέχουν, όσο ακόμα αυτοί βρίσκονται εδώ κάτω, περιορίζοντας και ρυθμίζοντας τους θυμούς και τις επιθυμίες και γενικά τα πάθη, και αφαιρώντας τις απατηλές δοξασίες. Οι καθαρτικές, όμως, αρετές οι οποίες βρίσκονται πάνω από αυτές, εντελώς την αποχωρίζουν και την απελευθερώνουν από τα πραγματικά βαρίδια της γενέσεως και της εξασφαλίζουν μια φυγή ανεμπόδιστη από τα εδώ. Και αυτές τις αρετές ο φιλόσοφος εξάσκησε σε ολόκληρη τη φιλοσοφική του ζωή, διδάσκοντας με τις ομιλίες του ωραία, και κυρίως ζώντας με αυτές και κάνοντας κάθε φορά αυτά, με τα οποία συμβαίνει στην ψυχή να χωριστεί από το σώμα, χρησιμοποιώντας νύχτα και μέρα αποτροπές, περριραντήριους και άλλους καθαρμούς. Άλλοτε τους Ορφικούς και άλλοτε τούς Χαλδαϊκούς, και κατεβαίνοντας ακούραστα κάθε μήνα στην θάλασσα, μερικές φορές και δύο και τρείς φορές το μήνα. Και αυτά δεν τα επέμενε μονάχα όταν ήταν ακμαίος στην ηλικία, αλλά και όταν ήταν πλέον κοντά στην δύση της ζωής του, χωρίς παραλείψεις εκτελούσε αυτές τις συνήθειες σαν ένα είδος νόμων. Τις αναγκαίες ηδονές εκ των σίτων και των ποτών τις θεωρούσε απαλλαγές από τους πόνους για να μην ασχολείται από αυτές. Γιατί λίγο έτρωγε και έπινε. Ως επί το πλείστον αποδεχόταν την αποχή από το κρέας. Αν μάλιστα κάποτε κάποια αναγκαστική περίσταση τον καλούσε να κάνει χρήση του, απλώς & μόνο το δοκίμαζε, και αυτό μάλιστα χάριν της οσίας. Τις καστείες τις οποίες πραγματοποιούσαν προς τη Μητέρα των Θεών οι Ρωμαίοι και πρότερα οι Φρύγες, τις τηρούσε και τις δυσοίωνες μέρες για τους Αιγύπτιους τις πρόσεχε περισσότερο και από εκείνους τους ίδιους, και νήστευε κάποιες προσωπικές ημέρες εξ επιφανείας. Γιατί την τελευταία ημέρα κάθε μήνα ούτε κάν προδειπνούσε, όπως ακριβώς και την πρώτη ημέρα κάθε μήνα την εόρταζε με λαμπρότητα και ιερότητα, και για τις σημαντικές για όλους, για να το πούμε έτσι, κατά τα πάτρια έκαστου εορτές ενθέσμως δρούσε, και δεν χρησιμοποιούσε όπως άλλοι, ως πρόφαση για κάποια ανάπαυλα ή και για κάποια κατάχρηση του σώματος, αλλά για εντυχίες μέσα στην και ύμνους και τα παρόμοια. Το φανερώνει και η πραγματεία με τους ύμνους του , η οποία περιέχει εγκώμια όχι μόνον των τιμηθέντων Θεών παρά των Ελλήνων, αλλά εξυμνεί και τον Μάρνα τον Γαζαίο και τον Ασκληπιό τον Λεοντούχο, τον Ασκαλωνίτη και τον Θυανδρίτη, έναν άλλο πολυτιμημένο από τους Άραβες Θεό, και την Ίσιδα που ακόμα λατρεύεται στις Φίλες, και γενικά όλους τους άλλους. Γιατί είχε πολύ πρόχειρο και πάντοτε έλεγε ο θεοσεβέστατος άνδρας πως ο φιλόσοφος δεν πρέπει να είναι θεραπευτής μόνο μίας πόλεως ούτε των πάτριων μερικών, αλλά ιερέας από κοινού όλου του κόσμου Ιεροφάντης. Με τόσο καθαρτικό τρόπο είχε εφαρμόσει την εγκράτεια.
Ο Πρόκλος και τους πόνους τους απέφευγε, ή και αν ποτέ εμφανιζόταν, τους υπέμενε ήρεμα και τους μείωνε, με το να μην πάσχει μαζί το ανώτερο μέρος του σώματός του. Την δύναμη της ψυχής του προς αυτούς ικανοποιητικά την απέδειξε και η τελευταία του ασθένεια. Γιατί, αν και ταλαιπωρούταν από αυτήν και κατεχόταν από μεγάλους πόνους, προσπαθούσε να τους εκδιώξει. Κάθε φορά λοιπόν μας προέτρεπε να λέμε ύμνους και, όταν τους λέγαμε, επικρατούσε πλήρης ηρεμία των παθημάτων και αταραξία. Και αυτό που είναι πιο παράδοξο και από το προηγούμενο, θυμόταν όσα λέγονταν, αν και είχε ξεχάσει όλα σχεδόν τα ανθρώπινα όταν πλέον βάρυνε σε αυτό η παράλυση. Γιατί, όταν αρχίζαμε εμείς, εκείνος συμπλήρωνε τους ύμνους και τους περισσότερους Ορφικούς στίχους. Γιατί και αυτούς μερικές φορές, όταν ήμασταν κοντά του, τους διαβάζαμε. Και όχι μόνο προς τα σωματικά πάθη ήταν τόσο απαθής, αλλά ακόμη περισσότερο και προς αυτά που προσβάλλουν από τις εξωτερικές ατυχίες, και αυτά που δίνουν την εντύπωση ότι συμβαίνουν πέρα από κάθε υπολογισμό, ώστε να λέει για καθένα από αυτά που έχει τον προσέβαλλαν :”αυτά είναι τέτοια, αυτά είναι συνηθισμένα”. Και τον θυμό, όσο ήταν δυνατόν τον περιόριζε, ώστε να μην εγείρεται καθόλου ή να μην είναι το λογικό μέρος της ψυχής αυτό που θα οργίζεται μαζί, αλλά να είναι άλλου μέρους της ψυχής ο ακούσιος θυμός, και αυτός λίγος και ασθενείς. Και στα αφροδίσια μετείχε, πιστεύω, όσο μπορούσε να προχωρήσει με τη φαντασία του, και αυτή μάλιστα ακούσια.
Έτσι λοιπόν εκ πάντων αυτήν συνάγουσα και αθροίζουσα προς τον εαυτό της η του μακάριου ανδρός ψυχή απομακρύνονταν σχεδόν του σώματος, αν και έδινε την εντύπωση ότι κατέχονταν από αυτό. Γιατί υπήρχε σε αυτήν φρόνηση πολιτική, όχι μόνον ως η ορθή ενέργεια σχετικά με αυτά τα οποία είναι δυνατόν να γίνουν & αλλιώς, αλλά ως η ίσια η αυτούσια και ειλικρινής νόηση και η στροφή της ψυχής προς τον εαυτό της και η παντελής έλλειψη ταύτισης της με τη δοξασία του σώματος. Υπήρχε και η σωφροσύνη, ως έλλειψη επαφής με τα κατώτερα και όχι μόνο ως μετριοπάθεια, αλλά ως πλήρης & παντελής απάθεια. Υπήρχε και η ανδρεία ως έλλειψη φόβου να φύγει η ψυχή εκ του σώματος. Και καθώς η λογική και η νόηση κυριαρχούσαν σε αυτόν, και καθώς τα κατώτερα στοιχεία πλέον δεν πρόβαλλαν αντίσταση, με την καθαρτική δικαιοσύνη ήταν κεκοσμημένη αυτού ολόκληρη η ζωή.
Από αυτό το είδος των αρετών προοδεύοντας αβασάνιστα, υπάκουε και σαν με κάποιον τελεστικό αναβαθμό, ανέτρεχε στις μείζονες και ανώτερες αρετές, καθοδηγούμενος από την προικισμένη φύση του και από την επιστημονική εξάσκηση. Γιατί καθώς ήταν ήδη καθαρμένος και υπερτερούσε από την γένεση και περιφρονώντας τους εν τη γενέσει ναρθηκοφόρους, εβάκχευε μέσα στα πρώτα και αυτόπτης γινόταν των εκεί μακάριων όντως θεαμάτων, χωρίς πλέον να αποκτά την επιστήμη τους διεξοδικώς και αποδεικτικώς συλλογιζόμενος, αλλά σαν με την όραση, εθέωντο με τις απλές επιβολές της νοητικής ενέργειας τα εν τω θείω νου υποδείγματα και λαμβάνοντας την αρετή, την οποία δεν θα την αποκαλούσε κανείς πλέον κυριολεκτικά φρόνηση , αλλά περισσότερο σοφία θα την ονομάσει ή με κάποια σεμνότερη ονομασία. Ενεργώντας λοιπόν με βάση αυτήν ο φιλόσοφος εύκολα αναγνώρισε πάσαν την Ελληνική και βαρβαρική θεολογία, η οποία επισκιάζονταν από μυθικά πλάσματα και την έφερε στο φως για όσους θέλουν και μπορούν να την παρακολουθήσουν, εξηγώντας τα πάντα τα πάντα με τον πλέον ένθεο τρόπο και συνταιριάζοντας τα. Και μελετώντας όλα τα συγγράμματα των παλαιότερων, με κριτικό βλέμμα υιοθετούσε μόνο ότι γόνιμο υπήρχε σε αυτά, ενώ, αν έβρισκε κάτι άγονο, το απέρριπτε εντελώς ως ψεγάδι, και όσα ήταν εντελώς αντίθετα με όσα σωστά είχαν διατυπωθεί, τα διέψευδε σε κάθε σημείο τους μετά από λεπτομερή εξέταση, επεξεργαζόμενος το καθένα στα μαθήματά του με δεινότητα και σαφήνεια, και συγκεντρώνοντάς τα όλα στα συγγράμματα του.» [45]
Ο Πρόκλος και τους πόνους τους απέφευγε, ή και αν ποτέ εμφανιζόταν, τους υπέμενε ήρεμα και τους μείωνε, με το να μην πάσχει μαζί το ανώτερο μέρος του σώματός του. Την δύναμη της ψυχής του προς αυτούς ικανοποιητικά την απέδειξε και η τελευταία του ασθένεια. Γιατί, αν και ταλαιπωρούταν από αυτήν και κατεχόταν από μεγάλους πόνους, προσπαθούσε να τους εκδιώξει. Κάθε φορά λοιπόν μας προέτρεπε να λέμε ύμνους και, όταν τους λέγαμε, επικρατούσε πλήρης ηρεμία των παθημάτων και αταραξία. Και αυτό που είναι πιο παράδοξο και από το προηγούμενο, θυμόταν όσα λέγονταν, αν και είχε ξεχάσει όλα σχεδόν τα ανθρώπινα όταν πλέον βάρυνε σε αυτό η παράλυση. Γιατί, όταν αρχίζαμε εμείς, εκείνος συμπλήρωνε τους ύμνους και τους περισσότερους Ορφικούς στίχους. Γιατί και αυτούς μερικές φορές, όταν ήμασταν κοντά του, τους διαβάζαμε. Και όχι μόνο προς τα σωματικά πάθη ήταν τόσο απαθής, αλλά ακόμη περισσότερο και προς αυτά που προσβάλλουν από τις εξωτερικές ατυχίες, και αυτά που δίνουν την εντύπωση ότι συμβαίνουν πέρα από κάθε υπολογισμό, ώστε να λέει για καθένα από αυτά που έχει τον προσέβαλλαν :”αυτά είναι τέτοια, αυτά είναι συνηθισμένα”. Και τον θυμό, όσο ήταν δυνατόν τον περιόριζε, ώστε να μην εγείρεται καθόλου ή να μην είναι το λογικό μέρος της ψυχής αυτό που θα οργίζεται μαζί, αλλά να είναι άλλου μέρους της ψυχής ο ακούσιος θυμός, και αυτός λίγος και ασθενείς. Και στα αφροδίσια μετείχε, πιστεύω, όσο μπορούσε να προχωρήσει με τη φαντασία του, και αυτή μάλιστα ακούσια.
Έτσι λοιπόν εκ πάντων αυτήν συνάγουσα και αθροίζουσα προς τον εαυτό της η του μακάριου ανδρός ψυχή απομακρύνονταν σχεδόν του σώματος, αν και έδινε την εντύπωση ότι κατέχονταν από αυτό. Γιατί υπήρχε σε αυτήν φρόνηση πολιτική, όχι μόνον ως η ορθή ενέργεια σχετικά με αυτά τα οποία είναι δυνατόν να γίνουν & αλλιώς, αλλά ως η ίσια η αυτούσια και ειλικρινής νόηση και η στροφή της ψυχής προς τον εαυτό της και η παντελής έλλειψη ταύτισης της με τη δοξασία του σώματος. Υπήρχε και η σωφροσύνη, ως έλλειψη επαφής με τα κατώτερα και όχι μόνο ως μετριοπάθεια, αλλά ως πλήρης & παντελής απάθεια. Υπήρχε και η ανδρεία ως έλλειψη φόβου να φύγει η ψυχή εκ του σώματος. Και καθώς η λογική και η νόηση κυριαρχούσαν σε αυτόν, και καθώς τα κατώτερα στοιχεία πλέον δεν πρόβαλλαν αντίσταση, με την καθαρτική δικαιοσύνη ήταν κεκοσμημένη αυτού ολόκληρη η ζωή.
Από αυτό το είδος των αρετών προοδεύοντας αβασάνιστα, υπάκουε και σαν με κάποιον τελεστικό αναβαθμό, ανέτρεχε στις μείζονες και ανώτερες αρετές, καθοδηγούμενος από την προικισμένη φύση του και από την επιστημονική εξάσκηση. Γιατί καθώς ήταν ήδη καθαρμένος και υπερτερούσε από την γένεση και περιφρονώντας τους εν τη γενέσει ναρθηκοφόρους, εβάκχευε μέσα στα πρώτα και αυτόπτης γινόταν των εκεί μακάριων όντως θεαμάτων, χωρίς πλέον να αποκτά την επιστήμη τους διεξοδικώς και αποδεικτικώς συλλογιζόμενος, αλλά σαν με την όραση, εθέωντο με τις απλές επιβολές της νοητικής ενέργειας τα εν τω θείω νου υποδείγματα και λαμβάνοντας την αρετή, την οποία δεν θα την αποκαλούσε κανείς πλέον κυριολεκτικά φρόνηση , αλλά περισσότερο σοφία θα την ονομάσει ή με κάποια σεμνότερη ονομασία. Ενεργώντας λοιπόν με βάση αυτήν ο φιλόσοφος εύκολα αναγνώρισε πάσαν την Ελληνική και βαρβαρική θεολογία, η οποία επισκιάζονταν από μυθικά πλάσματα και την έφερε στο φως για όσους θέλουν και μπορούν να την παρακολουθήσουν, εξηγώντας τα πάντα τα πάντα με τον πλέον ένθεο τρόπο και συνταιριάζοντας τα. Και μελετώντας όλα τα συγγράμματα των παλαιότερων, με κριτικό βλέμμα υιοθετούσε μόνο ότι γόνιμο υπήρχε σε αυτά, ενώ, αν έβρισκε κάτι άγονο, το απέρριπτε εντελώς ως ψεγάδι, και όσα ήταν εντελώς αντίθετα με όσα σωστά είχαν διατυπωθεί, τα διέψευδε σε κάθε σημείο τους μετά από λεπτομερή εξέταση, επεξεργαζόμενος το καθένα στα μαθήματά του με δεινότητα και σαφήνεια, και συγκεντρώνοντάς τα όλα στα συγγράμματα του.» [45]
[1] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα στα Πυθαγορικά έπη, αποκαλούμενα χρυσά, 1.1 – 2.1»:
In aureum carmen p.1.1 ` to In aureum carmen p.2.1 Η φιλοσοφία ἐστὶ ζωῆς ἀνθρωπίνης κάθαρσις καὶ τελειότης, κάθαρσις μὲν ἀπὸ τῆς ὑλικῆς ἀλογίας καὶ τοῦ θνητοειδοῦς σώματος, τελειότης δέ, τῆς οἰκείας εὐζωΐας ἀνάληψις, πρὸς τὴν θείαν ὁμοίωσιν ἐπανάγουσα. ταῦτα δὲ πέφυκεν ἀρετὴ καὶ ἀλήθεια μάλιστα ἀπεργάζεσθαι, ἡ μὲν τὴν ἀμετρίαν τῶν παθῶν ἐξορίζουσα, ἡ δὲ τὸ θεῖον εἶδος τοῖς εὐφυῶς ἔχουσι προσκτωμένη.
[2] Ποιο κάτω θα δούμε ποιο είναι το τέλος που στοχάζεται η αρετή για την λογική & αΐδια ψυχή.
[3] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου στον Σώπατρο για την αρετή, 3.1.17.3 – 3.1.17.8» :
Anthologium 3.1.17.3 ` to Anthologium 3.1.17.8 Ψυχῆς μὲν οὖν ἂν εἴη ἀρετὴ τελεότης καὶ εὐμετρία τῆς ζωῆς, λόγου τε καὶ νοῦ καὶ διανοήσεως ἡ ἀκροτάτη καὶ καθαρωτάτη ἐνέργεια. τὰ δ᾽ ἔργα τῆς ἀρετῆς ἀγαθοειδῆ, κάλλιστα, νοερά, σπουδαῖα, πλήρη μεσότητος, εὐκαιρίας μετέχοντα, προηγούμενα, τέλους ἀρίστου στοχαζόμενα, χαρίεντα ὅτι μάλιστα θεωρείσθω.
[4] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου στον Σώπατρο για την αρετή, 3.11.35.2 – 3.11.35.13» :
Anthologium 3.11.35.2 ` to Anthologium 3.11.35.13 Ἀλήθεια μέν, ὥσπερ καὶ τοὔνομα δηλοῖ, περὶ θεοὺς ποιεῖ τὴν ἐπιστροφὴν καὶ τῶν θεῶν τὴν ἀκήρατον ἐνέργειαν· ἡ δὲ δοξομιμητικὴ αὕτη εἰδωλοποιία, ὥς φησι Πλάτων, περὶ τὸ ἄθεον καὶ σκοτεινὸν πλανᾶται. καὶ ἣ μὲν τοῖς νοητικοῖς εἴδεσι καὶ θείοις καὶ τοῖς ὄντως οὖσι καὶ κατὰ τὰ αὐτὰ ἀεὶ ἔχουσι τελεοῦται, ἣ δὲ τὸ ἀνείδεον καὶ μὴ ὂν καὶ ἄλλοτε ἄλλως ἔχον ἀποβλέπει καὶ περὶ αὐτοῦ ἀμβλυώττει. καὶ ἣ μὲν αὐτὸ ὃ ἐστὶ θεωρεῖ, ἣ δ᾽ οἷον φαίνεται τοῖς πολλοῖς τοιοῦτον ὑποδύεται πρόσχημα. διόπερ δὴ ἣ μὲν πρὸς νοῦν ὁμιλεῖ καὶ τὸ ἐν ἡμῖν νοερὸν αὔξει, ἣ δὲ τῷ ἀεὶ δοκοῦντι θηρεύεται τὴν ἄνοιαν καὶ ἐξαπατᾷ.
[5] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 8.11 – 8.14» :
Ad Marcellam 8.11 ` to Ad Marcellam 8.14 ἆρ᾽ οὐχ, ὅτι μὲν σοὶ ἐγὼ οὐχ ὁ ἁπτὸς οὗτος καὶ τῇ αἰσθήσει ὑποπτωτός, ὁ δὲ ἐπὶ πλεῖστον ἀφεστηκὼς τοῦ σώματος, ὁ ἀχρώματος καὶ ἀσχημάτιστος, καὶ χερσὶ μὲν οὐδαμῶς ἐπαφητός, διανοίᾳ δὲ μόνῃ κρατητός;
[6] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 9.11 – 10.8» :
Ad Marcellam 9.11 ` to Ad Marcellam 10.8 πῶς οὖν οὐκ ἄτοπον τὴν πεπεισμένην ἐν σοὶ εἶναι καὶ τὸ σῷζον καὶ τὸ σῳζόμενον καὶ τό γε ἀπολλύον καὶ τὸ ἀπολλύμενον τόν τε πλοῦτον καὶ τὴν πενίαν τόν τε πατέρα καὶ τὸν ἄνδρα καὶ τὸν τῶν ὄντως ἀγαθῶν καθηγεμόνα, κεχηνέναι πρὸς τὴν τοῦ ὑφηγητοῦ σκιάν, ὡς δὴ τὸν ὄντως ὑφηγητὴν μὴ ἐντὸς ἔχουσαν μηδὲ παρὰ σαυτῇ πάντα τὸν πλοῦτον; ὃν ἀνάγκη ἀπολλύναι καὶ διαφεύγειν πρὸς τὴν σάρκα καταβαίνουσαν ἀντὶ τοῦ σῴζοντος καὶ σῳζομένου. Τῆς μὲν οὖν ἐμῆς σκιᾶς καὶ τοῦ φαινομένου εἰδώλου οὔτε παρόντων ὠνήσω τι οὔτ᾽ ἀπόντων ἐπώδυνος ἡ ἀπουσία τῇ μελετώσῃ φεύγειν ἀπὸ τοῦ σώματος. ἐμοῦ δὲ καθαρῶς τύχοις ἂν μάλιστα καὶ παρόντος καὶ συνόντος νύκτωρ καὶ μεθ᾽ ἡμέραν σὺν καθαρῷ τε καὶ τῷ καλλίστῳ τῆς συνουσίας καὶ μηδὲ χωρισθῆναι οἵου τε ὄντος, εἰ μελετῴης εἰς σεαυτὴν ἀναβαίνειν συλλέγουσα ἀπὸ τοῦ σώματος πάντα τὰ διασκεδασθέντα σου μέλη καὶ εἰς πλῆθος κατακερματισθέντα ἀπὸ τῆς τέως ἐν μεγέθει δυνάμεως ἰσχυούσης ἑνώσεως.
[7] Βλ Πλωτίνος «Εννεάδες, 1.4.14.1 – 1.4.14.11, 1η εννεάδα, κεφάλαιο 4ον, “Περί Ευδαιμονίας”» :
Enneades 1.4.14.1 ` to Enneades 1.4.14.11 Τὸ δὲ μὴ συναμφότερον εἶναι τὸν ἄνθρωπον καὶ μάλιστα τὸν σπουδαῖον μαρτυρεῖ καὶ ὁ χωρισμὸς ὁ ἀπὸ τοῦ σώματος καὶ ἡ τῶν λεγομένων ἀγαθῶν τοῦ σώματος καταφρόνησις. Τὸ δὲ καθόσον ἀξιοῦν τὸ ζῷον τὴν εὐδαιμονίαν εἶναι γελοῖον εὐζωίας τῆς εὐδαιμονίας οὔσης, ἣ περὶ ψυχὴν συνίσταται, ἐνεργείας ταύτης οὔσης καὶ ψυχῆς οὐ πάσης—οὐ γὰρ δὴ τῆς φυτικῆς, ἵν᾽ ἂν καὶ ἐφήψατο σώματος· οὐ γὰρ δὴ τὸ εὐδαιμονεῖν τοῦτο ἦν σώματος μέγεθος καὶ εὐεξία—οὐδ᾽ αὖ ἐν τῷ αἰσθάνεσθαι εὖ, ἐπεὶ καὶ κινδυνεύσουσιν αἱ τούτων πλεονεξίαι βαρύνασαι πρὸς αὑτὰς φέρειν τὸν ἄνθρωπον.
[8] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδες, 1.4.16.1 – 1.4.16.24, 1η εννεάδα, κεφάλαιο 4ον, “Περί Ευδαιμονίας”»:
Enneades 1.4.16.1 ` to Enneades 1.4.16.24 Εἰ δέ τις μὴ ἐνταῦθα ἐν τῷ νῷ τούτῳ ἄρας θήσει τὸν σπουδαῖον, κατάγοι δὲ πρὸς τύχας καὶ ταύτας φοβήσεται περὶ αὐτὸν γενέσθαι, οὔτε σπουδαῖον τηρήσει, οἷον ἀξιοῦμεν εἶναι, ἀλλ᾽ ἐπιεικῆ ἄνθρωπον, καὶ μικτὸν ἐξ ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ διδοὺς μικτὸν βίον ἔκ τινος ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ ἀποδώσει τῷ τοιούτῳ, καὶ οὐ ῥᾴδιον γενέσθαι. Ὃς εἰ καὶ γένοιτο, οὐκ ἂν ὀνομάζεσθαι εὐδαίμων εἴη ἄξιος οὐκ ἔχων τὸ μέγα οὔτε ἐν ἀξίᾳ σοφίας οὔτε ἐν καθαρότητι ἀγαθοῦ. Οὐκ ἔστιν οὖν ἐν τῷ κοινῷ εὐδαιμόνως ζῆν. Ὀρθῶς γὰρ καὶ Πλάτων ἐκεῖθεν ἄνωθεν τὸ ἀγαθὸν ἀξιοῖ λαμβάνειν καὶ πρὸς ἐκεῖνο βλέπειν τὸν μέλλοντα σοφὸν καὶ εὐδαίμονα ἔσεσθαι καὶ ἐκείνῳ ὁμοιοῦσθαι καὶ κατ᾽ ἐκεῖνο ζῆν. Τοῦτο οὖν δεῖ ἔχειν μόνον πρὸς τὸ τέλος, τὰ δ᾽ ἄλλα ὡς ἂν καὶ τόπους μεταβάλλοι οὐκ ἐκ τῶν τόπων προσθή κην πρὸς τὸ εὐδαιμονεῖν ἔχων, ἀλλ᾽ ὡς στοχαζόμενος καὶ τῶν ἄλλων περικεχυμένων αὐτόν, οἷον εἰ ὡδὶ κατακείσεται ἢ ὡδί, διδοὺς μὲν τούτῳ ὅσα πρὸς τὴν χρείαν καὶ δύναται, αὐτὸς δὲ ὢν ἄλλος οὐ κωλυόμενος καὶ τοῦτον ἀφεῖναι, καὶ ἀφήσων δὲ ἐν καιρῷ φύσεως, κύριος δὲ καὶ αὐτὸς ὢν τοῦ βουλεύσασθαι περὶ τούτου. Ὥστε αὐτῷ τὰ ἔργα τὰ μὲν πρὸς εὐδαιμονίαν συντείνοντα ἔσται, τὰ δ᾽ οὐ τοῦ τέλους χάριν καὶ ὅλως οὐκ αὐτοῦ ἀλλὰ τοῦ προσεζευγμένου, οὗ φροντιεῖ καὶ ἀνέξεται, ἕως δυνατόν, οἱονεὶ μουσικὸς λύρας, ἕως οἷόν τε χρῆσθαι·
[9] Βλ. Πρόκλος «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.184 – 368), 2.185.23 – 2.187.10»:
in R 2.185.23 ` to in R 2.187.10 πρῶτον μὲν γὰρ ἐν τῷ ἔξω σωμάτων εἶναι τὰς ψυχὰς εἰκὸς τὰ ἐν τῷ κόσμῳ μᾶλλον ὁρᾶν ἢ ἐν σώμασιν οὔσας· πολλῶν γὰρ ἡμᾶς τὸ ὀστρέϊνον τοῦτο σῶμα, παχὺ καὶ χθόνιον ὄν, κωλύει θεαμάτων, ὧν τὰ ἁπλούστερα περιβλήματα τῶν ψυχῶν αἰσθάνεται μειζόνως· ἐπεὶ καὶ τοῦτό τινες ἔχοντες τὸ σῶμα διά τινων ἐγχρισμάτων αὐτοπτοῦσιν καὶ δαιμόνων σώματα ἀόρατα πρότερον ὄντα καὶ ἄλλων κοσμικῶν δυνάμεων·
[10] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου στον Σώπατρο για την αρετή, 4.39.23.2 – 4.39.23.4» :
Anthologium 4.39.23.2 ` to Anthologium 4.39.23.4 Εὐδαίμων ἐστὶν ὁ θεῷ κατὰ τὸ δυνατὸν ὅμοιος, τέλεος, ἁπλοῦς, καθαρός, ἐξῃρημένος ἀπὸ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς.
[11] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου στον Μακεδόνιο για την ειμαρμένη, 2.8.43.1 – 2.8.48.10» :
Anthologium 2.8.48.2 ` to Anthologium 2.8.48.10 Ἐπεὶ τοίνυν ἐν ψυχῇ μέν ἐστιν ὁ ἄνθρωπος, ἡ δὲ ψυχὴ νοερά τε ἐστὶ καὶ ἀθάνατος, καὶ τὸ καλὸν ἄρα αὐτῆς καὶ τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ τέλος ἐνυπάρχει τῇ θείᾳ ζωῇ, τῶν δὲ θνητοειδῶν οὐδὲν κύριον ἢ συμβάλλεσθαί τι πρὸς τὴν τελείαν ζωήν ἐστιν, ἢ παραιρεῖν αὐτῆς τὴν εὐδαιμονίαν. Ὅλως γὰρ ἐν νοερᾷ μὲν ζωῇ τὸ μακάριον ἡμῖν ὑπάρχει·
[12] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορικού βίου, 24.106.8 – 24.107.1» :
Vit Pyth 24.106.8 ` to Vit Pyth 24.107.1 καθόλου δὲ ἀπεδοκίμαζε καὶ τὰ τοῖς θεοῖς ἀλλότρια ὡς ἀπάγοντα ἡμᾶς τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς οἰκειώσεως. κατ᾽ ἄλλον δὲ αὖ τρόπον καὶ τῶν νομιζομένων εἶναι ἱερῶν σφόδρα ἀπέχεσθαι παρήγγελλεν ὡς τιμῆς ἀξίων ὄντων, ἀλλ᾽ οὐχὶ τῆς κοινῆς καὶ ἀνθρωπίνης χρήσεως, καὶ ὅσα δὲ εἰς μαντικὴν ἐνεπόδιζεν ἢ πρὸς καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ ἁγνείαν ἢ πρὸς σωφροσύνης καὶ ἀρετῆς ἕξιν, παρῄνει φυλάττεσθαι.
[13] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου στον Μακεδόνιο για την ειμαρμένη, 2.8.44.2 – 2.8.44.7» :
Anthologium 2.8.44.2 ` to Anthologium 2.8.44.7 Τὸν κατὰ νοῦν ἄρα βίον καὶ τὸν ἐχόμενον τῶν θεῶν διαζῆν μελετητέον· οὗτος γὰρ ἡμῖν μόνος ἀποδίδωσι τὴν ἀδέσποτον τῆς ψυχῆς ἐξουσίαν, ἀπολύει τε ἡμᾶς τῶν ἀναγκαίων δεσμῶν καὶ ποιεῖ ζῆν οὐκ ἀνθρώπινόν τινα βίον, ἀλλὰ τὸν θεῖον καὶ τῇ βουλήσει τῶν θεῶν ἀγαθῶν ἀποπληρούμενον.
[14] Βλ. Πλάτων “Φαίδρος, 248.b-c”.
[15] Βλ. Πλάτων “Πολιτεία, 621.a”.
[16] Πβ. Πλάτων “Φαίδων, 109.c”.
[17] Πβ. Πλάτων “Πολιτεία, 611.d”.
[18] Πβ. Πλατων «Τίμαιος, 43.e».
[19] Βλ. Πλάτων “Φαίδρος, 249.a”.
[20] Βλ. Πλάτων “Φαίδρος, 249.a” και “Πολιτεία, 614.b – 621.d”.
[21] Βλ. Πλάτων “Γοργίας, 524.d”, Πλωτίνος στην 1η Εννεάδα («Περί Κάλλους, 1.6.7.1 – 1.6.7.12» και Πρόκλος στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Β’, 179.14 – 180.6».
[22] Βλ. Ολυμπιόδωρος στο «Υπόμνημα στον Πλατωνικό Φαίδωνα, 8.2.14 – 20» :
In Platonis Phaedonem commentaria 8.2.19 ` to In Platonis Phaedonem commentaria 8.2.20 καὶ φιλοσοφίας μὲν ἔργον νοῦν ἡμᾶς ποιῆσαι, θεουργίας δὲ ἑνῶσαι ἡμᾶς τοῖς νοητοῖς, ὡς ἐνεργεῖν παραδειγματικῶς.
[23] Ιερή τελείωση είναι η εξομοίωση με τον θεό.
[24] Bibl 251.464b.1 ` to Bibl 251.464b.7 Οτι ἀποδιδούς, φησίν, ὁ Πλάτων φιλοσόφου καὶ ἐρωτικοῦ διαφοράν, καὶ πῶς ἰσοτίμως ἀνάγεσθαι λέγονται, φιλοσοφῆσαι μὲν ἀδόλως λέγει τὸν θεωρίαν ἄνευ πράξεως πολιτικῆς ἀγαπήσαντα, καὶ πάντα τὰ ἄλλα παρ᾽ οὐδὲν θέμενον, καὶ ταῖς καθαρτικαῖς ἀρεταῖς ἑαυτὸν παραδόντα τῇ πρὸς μόνην τὴν ἱερὰν τελείωσιν ἀναγωγῇ, ὡς ἐν Θεαιτήτῳ διέξεισιν.
[25] Βλ. Ιάμβλιχος στο «Περί Μυστηρίων, 3.31.68 – 3.31.70» :
Myst 3.31.68 ` to Myst 3.31.70 ἡ πρὸς τὸ νοητὸν πῦρ ἄνοδος, ὃ δὴ καὶ τέλος δεῖ πάσης μὲν προγνώσεως πάσης δὲ θεουργικῆς πραγματείας
[26] Βλ. Ιάμβλιχος στο «Περί Μυστηρίων, 5.6.1 – 5.6.7» :
Myst 5.6.1 ` to Myst 5.6.7 Τὸ δὲ μέγιστον τὸ δραστήριον τῶν θυσιῶν, καὶ διὰ τί μάλιστα τοσαῦτα ἐπιτελεῖ, ὡς μήτε λοιμῶν παῦλαν μήτε λιμῶν ἢ ἀφορίας χωρὶς αὐτῶν γίγνεσθαι, μήτε ὄμβρων αἰτήσεις, μήτε τὰ τιμιώτερα τούτων, ὅσα εἰς ψυχῆς κάθαρσιν ἢ τελείωσιν ἢ τὴν ἀπὸ τῆς γενέσεως ἀπαλλαγὴν συμβάλλεται, ταῦτα δὴ οὖν οὐδ᾽ ὅλως ἐνδείκνυνται οἱ τοιοῦτοι τρόποι τῶν θυσιῶν.
[27] Βλ. Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 10.7.5 – 10.7.8»:
Myst 10.7.5 ` to Myst 10.7.8 οὐδὲ περὶ σμικρῶν οἱ θεουργοὶ τὸν θεῖον νοῦν ἐνοχλοῦσιν, ἀλλὰ περὶ τῶν εἰς ψυχῆς κάθαρσιν καὶ ἀπόλυσιν καὶ σωτηρίαν ἀνηκόντων·
[28] Βλ. Πλτωίνος «Εννέαδες, 5η, “Περί των γνωριστικών υποστάσεων και του επέκεινα”, 5.3.7.1 – 5.3.7.9» :
Enneades 5.3.7.1 ` to Enneades 5.3.7.9 Αλλ᾽ εἰ τὸν θεὸν γινώσκειν αὐτόν τις ὁμολογήσει, καὶ ταύτῃ συγχωρεῖν ἀναγκασθήσεται καὶ ἑαυτὸν γινώσκειν. Καὶ γὰρ ὅσα ἔχει παρ᾽ ἐκείνου γνώσεται, καὶ ἃ ἔδωκε, καὶ ἃ δύναται ἐκεῖνος. Ταῦτα δὲ μαθὼν καὶ γνοὺς καὶ ταύτῃ ἑαυτὸν γνώσεται· καὶ γὰρ ἕν τι τῶν δοθέντων αὐτός, μᾶλλον δὲ πάντα τὰ δοθέντα αὐτός. Εἰ μὲν οὖν κἀκεῖνο γνώσεται κατὰ τὰς δυνάμεις αὐτοῦ μαθών, καὶ ἑαυτὸν γνώσεται ἐκεῖθεν γενό μενος καὶ ἃ δύναται κομισάμενος·
[29] Βλ. Ιεροκλής στο «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά χρυσά έπη, 20.1.8 – 20.2.8» :
In aureum carmen 20.1.8 ` to In aureum carmen 20.2.8 καὶ ἄλλως δὲ ἀδύνατον ἀθορύβως κτήσασθαι τὴν ἀλήθειαν, μὴ τῶν ἀλόγων δυνάμεων ἡμῖν ταῖς ἠθικαῖς ἀρεταῖς κατὰ νοῦν τεταγμένων. μέση γὰρ οὖσα ἡ λογικὴ ψυχὴ νοῦ καὶ ἀλογίας τότε μόνον ἀπερισπάστως δύναται συνεῖναι τῷ πρὸ αὐτῆς νῷ, ὅταν καθαρὰ γενομένη τῆς τῶν μετ᾽ αὐτὴν προσπαθείας καθαρῶς ἐφάπτηται ἐκείνων. ἔσται δὲ καθαρά, εἰ μηδὲν τῇ ἀλογίᾳ μηδὲ τῷ θνητῷ σώματι συνεκφέροιτο, ὡς ἄλλη δὲ ἄλλων ἐπιμελοῖτο τοσοῦτον αὐτοῖς ἀπονέμουσα φροντίδος, ὅσον ὁ θεῖος κελεύει νόμος,
[30] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 6.9– 6.13» :
Ad Marcellam 6.9 ` to Ad Marcellam 6.13 αὐτὸ γὰρ τὸ πρᾶγμα ὡς οὐδὲν ἄλλο ἄλλῳ ἀντίκειται πράγματι, ἡδονή τε καὶ ῥᾳθυμία τῇ πρὸς θεοὺς ἀνόδῳ. ἐπεὶ οὐδὲ τὰ ὑψηλότερα τῶν ὀρῶν ἀκινδύνως καὶ πόνων ἄνευ ἦν ἀναβαίνειν, οὐδ᾽ ἀπὸ τῶν μυχῶν τοῦ σώματος διὰ τῶν εἰς τὸ σῶμα καταγωγῶν, ἡδονῆς τε καὶ ῥᾳθυμίας, ἀνακύπτειν.
[31] Βλ. Πρόκλος «Εκ της Χαλδαϊκής Φιλοσοφίας, 3.1 – 4.17» :
Eclogae de philosophia Chaldaica 3.1 ` to Eclogae de philosophia Chaldaica 4.17 Ῥίζα τῆς κακίας τὸ σῶμα, ὥσπερ τῆς ἀρετῆς ὁ νοῦς. Ἡ μὲν γὰρ ἄνωθεν ἐκβλυστάνει ταῖς ψυχαῖς, ἡ δὲ ἀπὸ τῶν χειρόνων ἐπεισκωμάζει καὶ κάτωθεν·
[32] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου για την σωφροσύνη, 3.5.45.3 – 3.5.45.7» :
Anthologium 3.5.45.3 ` to Anthologium 3.5.45.7 Πᾶσα μὲν γὰρ ἀρετὴ τὸ θνητοειδὲς μὲν ἀτιμάζει, τὸ δὲ ἀθάνατον ἀσπάζεται· πολὺ δὲ διαφερόντως ἡ σωφροσύνη ταύτην ἔχει τὴν σπουδήν, ἅτε δὴ τὰς προσηλούσας τῷ σώματι τὴν ψυχὴν ἡδονὰς ἀτιμάζουσα, καὶ ἐν ἁγνοῖς βάθροις βεβῶσα, ὡς φησὶ Πλάτων.
[33] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου για την σωφροσύνη, 3.5.46.2 – 3.5.46.10» :
Anthologium 3.5.46.2 ` to Anthologium 3.5.46.10 Πῶς γὰρ ἡ σωφροσύνη τελέους ἡμᾶς οὐ ποιεῖ, τὸ ἀτελὲς καὶ ἐμπαθὲς ὅλον ἀφ᾽ ἡμῶν ἐξορίζουσα; γνοίης δ᾽ ἂν ὡς τοῦτο οὕτως ἔχει, τὸν Βελλεροφόντην ἐννοήσας, ὃς μετὰ τῆς κοσμιότητος συναγωνιζομένης τὴν Χίμαιραν καὶ τὸ θηριῶδες καὶ ἄγριον καὶ ἀνήμερον φῦλον πᾶν ἀνεῖλεν. ὅλως γὰρ ἡ τῶν παθῶν ἄμετρος ἐπικράτεια οὐδὲ ἀνθρώπους ἐφίησιν εἶναι τοὺς ἀνθρώπους, πρὸς δὲ τὴν ἀλόγιστον αὐτοὺς ἕλκει φύσιν καὶ θηριώδη καὶ ἄτακτον.
[34] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου για την σωφροσύνη, 3.5.47.2 – 3.5.47.5» :
Anthologium 3.5.47.2 ` to Anthologium 3.5.47.5 Ἡ δὲ μέτροις ὡρισμένοις κατέχουσα τὰς ἡδονὰς εὐταξία σῴζει μὲν οἴκους σῴζει δὲ πόλεις κατὰ τὴν Κράτητος γνώμην· ἔτι δὲ πλησιάζει πως ἤδη πρὸς τὸ τῶν θεῶν εἶδος.
[35] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου για την σωφροσύνη, 3.5.48.2 – 3.5.48.6» :
Anthologium 3.5.48.2 ` to Anthologium 3.5.48.6 Ὅτι τοίνυν κρηπὶς τῆς ἀρετῆς, ὡς ἔλεγε Σωκράτης, ἡ ἐγκράτειά ἐστι τῆς γλυκυθυμίας· κόσμος δὲ τῶν ἀγαθῶν πάντων ἡ σωφροσύνη θεωρεῖται, ὥσπερ δὴ ἀπεφήνατο Πλάτων. ἀσφάλεια δὲ τῶν καλλίστων ἕξεων ἡ αὐτή ἐστιν ἀρετή, ὥσπερ ἐγὼ λέγω.
[36] Βλ. Ιεροκλής στο «Υπόμνημα στα Πυθαγορικά χρυσά έπη, 3.1 – 3.4» :
In aureum carmen p.3.1 ` to In aureum carmen p.3.4 καὶ πρῶτά γε τὰ τῆς πρακτικῆς ἀρετῆς παρατίθεται παραγγέλματα. πρῶτον γὰρ δεῖ τάξαι τὴν ἐν ἡμῖν ἀλογίαν τε καὶ ῥᾳθυμίαν, ἔπειτα οὕτως ἐπιβαλεῖν τῇ τῶν θειοτέρων γνώσει.
[37] Βλ. Ολυμπιόδωρος «Σχόλια στον του Πλάτωνος “Φαίδωνα, 4.2.1 – 4.3.16» :
In Platonis Phaedonem commentaria 4.2.1 ` to In Platonis Phaedonem commentaria 4.3.16 τριῶν οὐσῶν ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς· ἢ γὰρ πρὸς τὰ δεύτερα ἐπιστρέφει τὰ αἰσθητὰ γινώσκουσα, ἢ πρὸς ἑαυτὴν δι᾽ ἑαυτῆς πάντα τὰ ὄντα ὁρῶσα, διότι «πάμμορφον ἄγαλμά» ἐστι πάντων τῶν ὄντων ἔχουσα λόγους, ἢ πρὸς τὸ νοητὸν ἀνατείνεται τὰς ἰδέας ὁρῶσα· —τριῶν οὖν οὐσῶν ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς οὐ ταύτῃ οἰητέον διαφέρειν ἀλλήλων πολιτικὸν καὶ καθαρτικὸν καὶθεωρητικόν, τῷ τὸν μὲν πολιτικὸν τὰ αἰσθητὰ γινώσκειν, τὸν δὲ καθαρτικὸν τοὺς ἐν τῇ ψυχῇ Λόγους, τὸν δὲθεωρητικὸν τὰς ἰδέας, ἐπεὶ οὐδεὶς κατὰ ἀλήθειαν φιλόσοφος ἔσται μὴ «πάντων τῶν ὄντων γνῶσιν» ἔχων, ἀλλὰμόνον μερικήν, καὶ οὐδὲ τοῦ μέρους ἀκριβὴς θεωρὸς ἔσται, εἴ γε μὴ οἶδε τὴν σχέσιν αὐτοῦ τὴν πρὸς τὰ ἄλλα. ἀνάγκη γὰρ ἕκαστον τὰ τρία εἰδέναι. ὁ μὲν γὰρ πολιτικὸς κατὰ τοὺς ἐν ἑαυτῷ Λόγους τάττει τὰ αἰσθητὰἀποβλέπων πρὸς τὴν ψυχήν· καὶ πρὸς μὲν τὸν Λόγον ἀφορῶν τάττει τοὺς φύλακας, πρὸς δὲ τὸν θυμὸν τοὺς στρατιώτας, κατὰ δὲ τὴν ἐπιθυμίαν τοὺς θῆτας· ἀλλὰ καὶ ἀνάγει τοὺς φύλακας διὰ τῆς παιδείας ἐπὶ τὸἀγαθόν, ὥστε τῶν τριῶν ἐπιστήμων ἐστίν. ἀλλὰ καὶ ὁ καθαρτικὸς περὶ τὰ μέσα εἱλούμενος καὶ τὰ πέριξ οἶδεν· ἐκ γὰρ τῶν μέσων καὶ τὰ ἄκρα γινώσκεται. ἀλλὰ καὶ ὁ θεωρητικὸς τὰ μὲν αἰσθητά, ἀνάγων αὐτὰ ἀπὸ τοῦπλήθους ἐπὶ τὸ ἓν τὸ ἐν τῷ νοητῷ· ἀλλ᾽ ἐπειδή, εἰ καὶ ἕν ἐστιν ἐν τῷ νοητῷ, ἀλλὰ καὶ πλῆθος, ἀνάγει τὸ ἓν τὸ ἐν τῷνοητῷ ἐπὶ τὸ ἓν τὸ ἐν τῷ θεῷ· τοῦτο γὰρ κυρίως ἓν ἀπλήθυντόν ἐστιν, οὐδὲν γὰρ ἄλλο ἐστὶ θεὸς ἢ μονὰς ἀπλήθυντος. οὐ ταύτῃ οὖν διαφέρουσιν ἀλλήλων πολιτικός, καθαρτικός, θεωρητικός, ἀλλ᾽ ὅτι ὁ μὲν πολιτικὸς καὶ περὶ ἡδονὰς καὶ λύπας καταγίνεται· καὶ γὰρ καὶ τοῦ σώματος φροντίδα ποιεῖται ὡς ὀργάνου, καὶ τέλος αὐτοῦ οὐχ ἡ ἀπάθεια ἀλλ᾽ ἡμετριοπάθεια· καθαρτικὸς δὲ καὶ θεωρητικὸς τοῦ σώματος φροντίζουσιν ὡς φλυάρου γείτονος, ἵνα μὴ ἐμποδὼν γένηται ταῖς ἐνεργείαις φλυαροῦν, καὶ τέλος αὐτῶν ἡ ἀπάθεια.
[38] Βλ. Πορφύριος «Αφορμές προ τα νοητά, 32.1 – 32.139» :
Sententiae ad intelligibilia ducentes 32.1 ` to Sententiae ad intelligibilia ducentes 32.139 Ἄλλαι αἱ ἀρεταὶ τοῦ πολιτικοῦ, καὶ ἄλλαι αἱ τοῦ πρὸς θεωρίαν ἀνιόντος καὶ διὰ τοῦτο λεγομένου θεωρητικοῦ, καὶ ἄλλαι αἱ τοῦ ἤδη τελείου θεωρητικοῦ καὶ ἤδη θεατοῦ, καὶ ἄλλαι αἱ τοῦ νοῦ, καθ᾽ ὃ νοῦς καὶ ἀπὸ ψυχῆς καθαρός.
Αἱ μὲν τοῦ πολιτικοῦ ἐν μετριοπαθείᾳ κείμεναι τῷ ἕπεσθαι καὶ ἀκολουθεῖν τῷ λογισμῷ τοῦ καθήκοντος κατὰ τὰς πράξεις· διὸ πρὸς κοινωνίαν βλέπουσαι τὴν ἀβλαβῆ τῶν πλησίον ἐκ τοῦ συναγελασμοῦ καὶ τῆς κοινωνίας πολιτικαὶ λέγονται. καὶ ἔστι φρόνησις μὲν περὶ τὸ λογιζόμενον, ἀνδρία δὲ περὶ τὸ θυμούμενον, σωφροσύνη δὲ ἐν ὁμολογίᾳ καὶ συμφωνίᾳ ἐπιθυμητικοῦ πρὸς λογισμόν, δικαιοσύνη δὲ ἡ ἑκάστου τούτων ὁμοῦ οἰκειοπραγία ἀρχῆς πέρι καὶ τοῦ ἄρχεσθαι.
Αἱ δὲ τοῦ πρὸς θεωρίαν προκόπτοντος θεωρητικοῦ ἐν ἀποστάσει κεῖνται τῶν ἐντεῦθεν· διὸ καὶ καθάρσεις αὗται λέγονται, ἐν ἀποχῇ θεωρούμεναι τῶν μετὰ τοῦ σώματος πράξεων καὶ συμπαθειῶν τῶν πρὸς αὐτό. αὗται μὲν γὰρ τῆς ψυχῆς ἀφισταμένης πρὸς τὸ ὄντως ὄν, αἱ δὲ πολιτικαὶ τὸν θνητὸν ἄνθρωπον κατακοσμοῦσι—καὶ πρόδρομοί γε αἱ πολιτικαὶ τῶν καθάρσεων· δεῖ γὰρ κοσμηθέντα κατ᾽ αὐτὰς ἀποστῆναι τοῦ σὺν σώματι πράττειν τι προηγουμένως—διὸ ἐν ταῖς καθάρσεσι τὸ μὲν μὴ συνδοξάζειν τῷ σώματι, ἀλλὰ μόνην ἐνεργεῖν ὑφίστησι τὸ φρονεῖν, ὃ διὰ τοῦ καθαρῶς νοεῖν τελειοῦται, τὸ δέ γε μὴ ὁμοπαθεῖν συνίστησι τὸ σωφρονεῖν, τὸ δὲ μὴ φοβεῖσθαι ἀφισταμένην τοῦ σώματος ὡς εἰς κενόν τι καὶ μὴ ὂν τὴν ἀνδρίαν, ἡγουμένου δὲ λόγου καὶ νοῦ καὶ μηδενὸς ἀντιτεί νοντος ἡ δικαιοσύνη. ἡ μὲν οὖν κατὰ τὰς πολιτικὰς ἀρετὰς διάθεσις ἐν μετριοπαθείᾳ θεωρεῖται, τέλος ἔχουσα τὸ ζῆν ὡς ἄνθρωπον κατὰ φύσιν, ἡ δὲ κατὰ τὰς θεωρητικὰς ἐν ἀπαθείᾳ, ἧς τέλος ἡ πρὸς θεὸν ὁμοίωσις. Ἐπεὶ δὲ κάθαρσις ἡ μέν τις ἦν καθαίρουσα, ἡ δὲ κεκα- θαρμένων, αἱ καθαρτικαὶ ἀρεταὶ κατ᾽ ἄμφω θεωροῦνται τὰ σημαινόμενα τῆς καθάρσεως· καθαίρουσί τε γὰρ τὴν ψυχὴν καὶ καθαρθείσῃ σύνεισι—τέλος γὰρ τὸ κεκαθάρθαι τοῦ καθαίρειν—ἀλλ᾽ ἐπεὶ τὸ καθαίρειν καὶ κεκαθάρθαι ἀφαίρεσις ἦν παντὸς τοῦ ἀλλοτρίου, τὸ ἀγαθὸν ἕτερον ἂν εἴη τοῦ καθήραντος· ὡς εἴ γε πρὸ τῆς ἀκαθαρσίας ἀγαθὸν ἦν τὸ καθαιρόμενον, ἡ κάθαρσις ἀρκεῖ. ἀλλ᾽ ἀρκέσει μὲν ἡ κάθαρσις, τὸ δὲ καταλειπόμενον ἔσται τὸ ἀγαθόν, οὐχ ἡ κάθαρσις. ἀλλ᾽ ἡ ψυχῆς φύσις οὐκ ἦν ἀγαθόν, ἀλλ᾽ ἀγαθοῦ μετέχειν δυνάμενον καὶ ἀγαθοειδές· οὐ γὰρ ἂν ἐγένετο ἐν κακῷ. τὸ οὖν ἀγαθὸν αὐτῇ ἐν τῷ συνεῖναι τῷ γεννήσαντι, κακία δὲ τὸ τοῖς ὑστέροις. καὶ διπλῆ γε κακία· τό τε τούτοις συνεῖναι καὶ μετὰ παθῶν ὑπερβολῆς. διόπερ αἱ πολιτικαὶ ἀρεταὶ μιᾶς γοῦν αὐτὴν κακίας ἀπαλλάττουσαι ἀρεταὶ ἐκρίθησαν καὶ τίμιαι, αἱ δὲ καθαρτικαὶ τιμιώτεραι καὶ τῆς ὡς ψυχὴν κακίας ἀπαλλάττουσαι.
Δεῖ τοίνυν καθηραμένην αὐτὴν συνεῖναι τῷ γεννήσαντι· καὶ ἀρετὴ ἄρα αὐτῆς μετὰ τὴν ἐπιστροφὴν αὕτη, ἥπερ ἐστὶν ἐν γνώσει καὶ εἰδήσει τοῦ ὄντος, οὐχ ὅτι οὐκ ἔχει παρ᾽ αὐτῇ ταύτην, ἀλλ᾽ ὅτι ἄνευ τοῦ πρὸ αὐτῆς οὐχ ὁρᾷ τὰ αὐτῆς. ἄλλο οὖν γένος τρίτον ἀρετῶν μετὰ τὰς καθαρτικὰς καὶ πολιτικάς, νοερῶς τῆς ψυχῆς ἐνεργούσης· σοφία μὲν καὶ φρόνησις ἐν θεωρίᾳ ὧν νοῦς ἔχει, δικαιοσύνη δὲ οἰκειοπραγία ἐν τῇ πρὸς τὸν νοῦν ἀκολουθίᾳ καὶ τὸ πρὸς νοῦν ἐνεργεῖν, σωφροσύνη δὲ ἡ εἴσω πρὸς νοῦν στροφή, ἡ δὲ ἀνδρία ἀπάθεια καθ᾽ ὁμοίωσιν τοῦ πρὸς ὃ βλέπει ἀπαθὲς ὂν τὴν φύσιν. καὶ ἀντακολου θοῦσί γε αὗται ἀλλήλαις ὥσπερ καὶ αἱ ἄλλαι.
Τέταρτον δὲ εἶδος ἀρετῶν τὸ τῶν παραδειγματικῶν, αἵπερ ἦσαν ἐν τῷ νῷ, κρείττους οὖσαι τῶν ψυχικῶν καὶ τούτων παραδείγματα, ὧν αἱ τῆς ψυχῆς ἦσαν ὁμοιώματα· νοῦς μὲν ἐν ᾧ ἅμα τὰ ὥσπερ παραδείγματα, ἐπιστήμη δὲ ἡ νόησις, σοφία δὲ γινώσκων ὁ νοῦς, τὸ δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ σωφροσύνη, τὸ δὲ οἰκεῖον ἔργον ἡ οἰκειοπραγία, ἡ δὲ ἀνδρία ἡ ταυτότης καὶ τὸ ἐφ᾽ ἑαυτοῦ μένειν καθαρὸν διὰ δυνάμεως περιουσίαν. Τέτταρα τοίνυν ἀρετῶν γένη πέφηνεν, ὧν αἱ μὲν ἦσαν τοῦ νοῦ, αἱ παραδειγματικαὶ καὶ σύνδρομοι αὐτοῦ τῇ οὐσίᾳ, αἱ δὲ ψυχῆς πρὸς νοῦν ἐνορώσης ἤδη καὶ πληρουμένης ἀπ᾽ αὐτοῦ, αἱ δὲ ψυχῆς ἀνθρώπου καθαιρομένης τε καὶ καθαρθείσης ἀπὸ σώματος καὶ τῶν ἀλόγων παθῶν, αἱ δὲ ψυχῆς ἀνθρώπου κατακοσμούσης τὸν ἄνθρωπον διὰ τὸ μέτρα τῇ ἀλογίᾳ ἀφορίζειν καὶ μετριοπάθειαν ἐνεργάζεσθαι. καὶ ὁ μὲν ἔχων τὰς μείζους ἐξ ἀνάγκης ἔχει καὶ τὰς ἐλάττους, οὐ μὴν τὸ ἔμπαλιν. οὐκέτι μέντοι τῷ ἔχειν καὶ τὰς ἐλάττους ὁ ἔχων τὰς μείζους ἐνεργήσει κατὰ τὰς ἐλάττους προηγουμένως, ἀλλὰ μόνον κατὰ περίστασιν τῆς γενέσεως. ἄλλοι γὰρ οἱ σκοποί, ὥσπερ εἴρηται, καὶ κατὰ γένος διαφέροντες. τῶν μὲν γὰρ πολιτικῶν μέτρον ἐπιθεῖναι τοῖς πάθεσι πρὸς τὰς ἐν τοῖς κατὰ φύσιν ἐνεργείας· τῶν δὲ καθαρτικῶν τελέως τῶν παθῶν ἀποστῆσαι {τὸ} τέως μέτρον λαμβανόντων· τῶν δὲ πρὸς νοῦν ἐνεργῆ σαι μηδὲ τοῦ ἀποστῆσαι ἐκ τῶν παθῶν εἰς ἔννοιαν ἐρχομένων· τῶν δὲ μηδὲν πρὸς νοῦν ἐχουσῶν τὴν ἐνέργειαν, ἀλλὰ τῇ αὐτοῦ οὐσίᾳ εἰς συνδρομὴν ἀφιγμένων <>. διὸ καὶ ὁ μὲν κατὰ τὰς πρακτικὰς ἐνεργῶν σπουδαῖος ἦν ἄνθρωπος, ὁ δὲ κατὰ τὰς καθαρτικὰς δαιμόνιος ἄνθρωπος ἢ καὶ δαίμων ἀγαθός, ὁ δὲ κατὰ μόνας τὰς πρὸς τὸν νοῦν θεός, ὁ δὲ κατὰ τὰς παραδειγματικὰς θεῶν πατήρ.
Ἐπιμελητέον οὖν μάλιστα τῶν καθαρτικῶν ἡμῖν σκεψαμένοις, ὅτι τούτων μὲν ἡ τεῦξις ἐν τῷ βίῳ τούτῳ, διὰ τούτων δὲ καὶ ἡ εἰς τὰς τιμιωτέρας ἄνοδος. διὸ θεωρητέον, ἄχρι τίνος καὶ ἐπὶ πόσον οἵα τε παραλαμβάνεσθαι ἡ κάθαρσις· ἔστι μὲν γὰρ ἀπόστασις σώματος καὶ τῆς ἀλόγου παθητικῆς κινήσεως. πῶς δ᾽ ἂν γένοιτο καὶ μέχρι τίνος, ῥητέον. πρῶτον μὲν οἷον θεμέλιος καὶ ὑποβάθρα τῆς καθάρσεως τὸ γνῶναι ἑαυτὸν ψυχὴν ὄντα ἐν ἀλλοτρίῳ πράγματι καὶ ἑτεροουσίῳ συνδεδεμένον. δεύτερον δὲ τὸ ἀπὸ τούτου ὁρμώμενον τοῦ πείσματος συνάγειν αὑτὸν ἀπὸ τοῦ σώματος καὶ τοῖς μὲν τόποις, πάντως γε μὴν ἀπαθῶς πρὸς αὐτὸ διατιθέμενον. ἐνεργῶν μὲν γάρ τις συνεχῶς κατ᾽ αἴσθησιν, κἂν μὴ μετὰ προσπαθείας καὶ τῆς τοῦ ἥδεσθαι ἀπολαύσεως τοῦτο ποιῇ, ἀλλ᾽ οὖν ἐσκέδασται περὶ τὸ σῶμα, συναφὴς αὐτῷ κατὰ ταύτην γινόμενος, προσπάσχων δὲ ταῖς τῶν αἰσθημάτων ἡδοναῖς ἢ λύπαις σὺν προθυμίᾳ καὶ ἐπινεύσει συμπαθεῖ· ἀφ᾽ ἧς δὴ μάλιστα διαθέσεως αὐτὸν προσήκει καθαίρειν. τοῦτο δ᾽ ἂν γένοιτο, εἰ καὶ τὰς ἀναγκαίας τῶν ἡδονῶν καὶ τὰς αἰσθήσεις ἰατρείας ἕνεκα μόνον τις παραλαμβάνοι ἢ ἀπαλλαγῆς πόνων, ἵνα μὴ ἐμποδίζοιτο. ἀφαιρετέον δὲ καὶ τὰς ἀλγηδόνας· εἰ δὲ μὴ οἷόν τε εἴη, πράως οἰστέον ἐλάττους τιθέντα τῷ μὴ συμπάσχειν. τὸν δὲ θυμὸν ὅσον οἷόν τε ἀφαιρετέον καὶ εἰ δυνατὸν πάντῃ· εἰ δὲ μή, μὴ αὐτὸν γοῦν συναναμιγνύναι τὴν προαίρεσιν, ἀλλ᾽ ἄλλου εἶναι τὸ ἀπροαίρετον, τὸ δ᾽ ἀπροαίρετον ἀσθενὲς καὶ ὀλίγον· τὸν δὲ φόβον πάντῃ· περὶ οὐδενὸς γὰρ φοβήσεται—τὸ δ᾽ ἀπροαίρετον καὶ ἐνταῦθα—χρηστέον δὲ ἄρα καὶ θυμῷ καὶ φόβῳ ἐν νουθετήσει. ἐπιθυμίαν δὲ παντὸς φαύλου ἐξοριστέον. σίτων δὲ καὶ ποτῶν οὐκ αὐτὸς ἕξει ᾗπερ αὐτός, ἀφροδισίων δὲ τῶν φυσικῶν οὐδὲ τὸ ἀπροαίρετον· εἰ δ᾽ ἄρα, ὅσον μέχρι φαντασίας προπετοῦς τῆς κατὰ τοὺς ὕπνους. ὅλως δὲ αὐτὴ μὲν πάντων ἡ ψυχὴ ἡ νοερὰ τοῦ καθαιρομένου τούτων ἔστω καθαρά. βουλέσθω δὲ καὶ τὸ κινούμενον πρὸς τὸ ἄλογον τῶν σωματικῶν παθῶν ἀσυμπαθῶς κινεῖσθαι καὶ ἀπροσέκτως, ὥστε καὶ τὰς κινήσεις εὐθύς τε λύεσθαι τῇ γειτνιάσει τοῦ λογιζομένου. οὐκ ἔσται τοίνυν μάχη προκοπτούσης τῆς καθάρσεως, ἀλλὰ λοιπὸν παρὼν ὁ λόγος ἀρκέσει, ὃν τὸ χεῖρον αἰδέ σεται, ὥστε καὶ αὐτὸ τὸ χεῖρον δυσχερᾶναι, ἂν ὅλως κινηθῇ, ὅτι μὴ ἡσυχίαν ἦγε παρόντος τοῦ δεσπότου, καὶ ἀσθένειαν ἑαυτῷ ἐπιτιμῆσαι. καὶ αὗται μὲν ἔτι μετριοπάθειαι ἐπίτασιν εἰς ἀπάθειαν λαμβάνουσαι· ὅταν δὲ παντελῶς τὸ συμπαθὲς ἐκκαθαρθῇ, σύνεστι τούτῳ τὸ ἀπαθές, ὅτι καὶ τὸ πάθος τὴν κίνησιν ἐλάμβανε τοῦ λογισμοῦ τὸ ἐνδόσιμον διὰ τῆς ῥοπῆς παρεσχηκότος.
[39] Πρβλ. τα λεγόμενα του Πλάτωνα στην «Πολιτεία, 592.b.2 – 3» όταν αναφέρεται στο τελειότερο είδος πολιτείας:
«το υπόδειγμά της βρίσκεται εν ουρανώ ως παράδειγμα για εκείνον που θέλει να την βλέπει, και βλέποντάς την, να διοργανώσει την εσωτερική του πολιτεία»
Resp 592.b.2 ` to Resp 592.b.3 Αλλ᾽, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐν οὐρανῷ ἴσως παράδειγμα ἀνάκειται τῷ βουλομένῳ ὁρᾶν καὶ ὁρῶντι ἑαυτὸν κατοικίζειν.
[40] Βλ. Πλάτων «Θεαίτητος, 176.a.5 – 177.a.8» :
Theaet 176.a.5 ` to Theaet 177.a.8 {ΣΩ.} Ἀλλ᾽ οὔτ᾽ ἀπολέσθαι τὰ κακὰ δυνατόν, ὦ Θεόδωρε— ὑπεναντίον γάρ τι τῷ ἀγαθῷ ἀεὶ εἶναι ἀνάγκη—οὔτ᾽ ἐν θεοῖς αὐτὰ ἱδρῦσθαι, τὴν δὲ θνητὴν φύσιν καὶ τόνδε τὸν τόπον περιπολεῖ ἐξ ἀνάγκης. διὸ καὶ πειρᾶσθαι χρὴ ἐνθένδε 176.b ἐκεῖσε φεύγειν ὅτι τάχιστα. φυγὴ δὲ ὁμοίωσις θεῷ κατὰ τὸ δυνατόν· ὁμοίωσις δὲ δίκαιον καὶ ὅσιον μετὰ φρονήσεως γενέσθαι. ἀλλὰ γάρ, ὦ ἄριστε, οὐ πάνυ τι ῥᾴδιον πεῖσαι ὡς ἄρα οὐχ ὧν ἕνεκα οἱ πολλοί φασι δεῖν πονηρίαν μὲν φεύγειν, ἀρετὴν δὲ διώκειν, τούτων χάριν τὸ μὲν ἐπιτη δευτέον, τὸ δ᾽ οὔ, ἵνα δὴ μὴ κακὸς καὶ ἵνα ἀγαθὸς δοκῇ εἶναι· ταῦτα μὲν γάρ ἐστιν ὁ λεγόμενος γραῶν ὕθλος, ὡς ἐμοὶ φαίνεται· τὸ δὲ ἀληθὲς ὧδε λέγωμεν. θεὸς οὐδαμῇ οὐδαμῶς ἄδικος, ἀλλ᾽ ὡς οἷόν τε δικαιότατος, καὶ οὐκ ἔστιν αὐτῷ ὁμοιότερον οὐδὲν ἢ ὃς ἂν ἡμῶν αὖ γένηται ὅτι δικαιότατος. περὶ τοῦτο καὶ ἡ ὡς ἀληθῶς δεινότης ἀνδρὸς καὶ οὐδενία τε καὶ ἀνανδρία. ἡ μὲν γὰρ τούτου γνῶσις σοφία καὶ ἀρετὴ ἀληθινή, ἡ δὲ ἄγνοια ἀμαθία καὶ κακία ἐναργής· αἱ δ᾽ ἄλλαι δεινότητές τε δοκοῦσαι καὶ σοφίαι ἐν μὲν πολιτικαῖς δυναστείαις γιγνόμεναι φορτικαί, ἐν δὲ τέχναις βάναυσοι. τῷ οὖν ἀδικοῦντι καὶ ἀνόσια λέγοντι ἢ πράττοντι μακρῷ ἄριστ᾽ ἔχει τὸ μὴ συγχωρεῖν δεινῷ ὑπὸ πανουργίας εἶναι· ἀγάλλονται γὰρ τῷ ὀνείδει καὶ οἴονται ἀκούειν ὅτι οὐ λῆροί εἰσι, γῆς ἄλλως ἄχθη, ἀλλ᾽ ἄνδρες οἵους δεῖ ἐν πόλει τοὺς σωθησομένους. λεκτέον οὖν τἀληθές, ὅτι τοσούτῳ μᾶλλόν εἰσιν οἷοι οὐκ οἴονται, ὅτι οὐχὶ οἴονται· ἀγνοοῦσι γὰρ ζημίαν ἀδικίας, ὃ δεῖ ἥκιστα ἀγνοεῖν. οὐ γάρ ἐστιν ἣν δοκοῦσιν, πληγαί τε καὶ θάνατοι, ὧν ἐνίοτε πάσχουσιν οὐδὲν ἀδικοῦντες, ἀλλὰ ἣν ἀδύνατον ἐκφυγεῖν.
{ΘΕΟ.} Τίνα δὴ λέγεις;
{ΣΩ.} Παραδειγμάτων, ὦ φίλε, ἐν τῷ ὄντι ἑστώτων, τοῦ μὲν θείου εὐδαιμονεστάτου, τοῦ δὲ ἀθέου ἀθλιωτάτου, οὐχ ὁρῶντες ὅτι οὕτως ἔχει, ὑπὸ ἠλιθιότητός τε καὶ τῆς ἐσχάτης ἀνοίας λανθάνουσι τῷ μὲν ὁμοιούμενοι διὰ τὰς ἀδίκους πράξεις, τῷ δὲ ἀνομοιούμενοι. οὗ δὴ τίνουσι δίκην ζῶντες τὸν εἰκότα βίον ᾧ ὁμοιοῦνται· ἐὰν δ᾽ εἴπωμεν ὅτι, ἂν μὴ ἀπαλλαγῶσι τῆς δεινότητος, καὶ τελευτήσαντας αὐτοὺς ἐκεῖνος μὲν ὁ τῶν κακῶν καθαρὸς τόπος οὐ δέξεται, ἐνθάδε δὲ τὴν αὑτοῖς ὁμοιότητα τῆς διαγωγῆς ἀεὶ ἕξουσι, κακοὶ κακοῖς συνόντες, ταῦτα δὴ καὶ παντάπασιν ὡς δεινοὶ καὶ πανοῦργοι ἀνοήτων τινῶν ἀκούσονται.
[41] Βλ. Πλωτίνος «Ενεάδες, : Ενεάδα 1η – ”Περί αρετών”, 1.2.1.1 – 1.2.7.30» :
Enneades 1.2.1.1 ` to Enneades 1.2.7.30 Ἐπειδὴ <τὰ κακὰ> ἐνταῦθα καὶ <τόνδε τὸν τόπον περιπολεῖ ἐξ ἀνάγκησ>, βούλεται δὲ ἡ ψυχὴ φυγεῖν τὰ κακά, <φευκτέον ἐντεῦθεν>. Τίς οὖν ἡ φυγή; <θεῷ>, φησιν, <ὁμοιωθῆναι>. Τοῦτο δέ, εἰ <δίκαιοι καὶ ὅσιοι μετὰ φρονήσεως γενοίμεθα> καὶ ὅλως ἐν ἀρετῇ. Εἰ οὖν ἀρετῇ ὁμοιούμεθα, ἆρα ἀρετὴν ἔχοντι; Καὶ δὴ καὶ τίνι θεῷ; Ἆρ᾽ οὖν τῷ μᾶλλον δοκοῦντι ταῦτα ἔχειν καὶ δὴ τῇ τοῦ κόσμου ψυχῇ καὶ τῷ ἐν ταύτῃ ἡγουμένῳ ᾧ φρόνησις θαυμαστὴ ὑπάρχει; Καὶ γὰρ εὔλογον ἐνταῦθα ὄντας τούτῳ ὁμοιοῦσθαι. ῍Η πρῶτον μὲν ἀμφισβητήσιμον, εἰ καὶ τούτῳ ὑπάρχουσι πᾶσαι· οἷον σώφρονι ἀνδρείῳ εἶναι, ᾧ μήτε τι δεινόν ἐστιν· οὐδὲν γὰρ ἔξωθεν· μήτε προσιὸν ἡδὺ οὗ καὶ ἐπιθυμία ἂν γένοιτο μὴ παρόντος, ἵν᾽ ἔχῃ ἢ ἕλῃ. Εἰ δὲ καὶ αὐτὸς ἐν ὀρέξει ἐστὶ τῶν νοητῶν ὧν καὶ αἱ ἡμέτεραι, δῆλον ὅτι καὶ ἡμῖν ἐκεῖθεν ὁ κόσμος καὶ αἱ ἀρεταί. Ἆρ᾽ οὖν ἐκεῖνο ταύτας ἔχει; ῍Η οὐκ εὔλογον τάς γε πολιτικὰς λεγομένας ἀρετὰς ἔχειν, φρόνησιν μὲν περὶ τὸ λογιζόμενον, ἀνδρίαν δὲ περὶ τὸ θυμούμενον, σωφροσύνην δὲ ἐν ὁμολογίᾳ τινὶ καὶ συμφωνίᾳ ἐπιθυμητικοῦ πρὸς λογισμόν, δικαιοσύνην δὲ τὴν ἑκάστου τούτων ὁμοῦ <οἰκειοπραγίαν ἀρχῆς πέρι καὶ τοῦ ἄρχεσθαι>. Ἆρ᾽ οὖν οὐ κατὰ τὰς πολιτικὰς ὁμοιούμεθα, ἀλλὰ κατὰ τὰς μείζους τῷ αὐτῷ ὀνόματι χρωμένας; Ἀλλ᾽ εἰ κατ᾽ ἄλλας, κατὰ τὰς πολιτικὰς ὅλως οὔ; ῍Η ἄλογον μηδ᾽ ὁπωσοῦν ὁμοιοῦσθαι κατὰ ταύτας—τούτους γοῦν καὶ θείους ἡ φήμη λέγει καὶ λεκτέον ἀμῃγέπῃ ὡμοιῶσθαι —κατὰ δὲ τὰς μείζους τὴν ὁμοίωσιν εἶναι. Ἀλλ᾽ ἑκατέρως γε συμβαίνει ἀρετὰς ἔχειν κἂν εἰ μὴ τοιαύτας. Εἰ οὖν τις συγχωρεῖ, [κἂν εἰ μὴ τοιαύτας] ὁμοιοῦσθαι δύνασθαι, ἄλλως ἡμῶν ἐχόντων πρὸς ἄλλας, οὐδὲν κωλύει, καὶ μὴ πρὸς ἀρετὰς ὁμοιουμένων, ἡμᾶς ταῖς αὑτῶν ἀρεταῖς ὁμοιοῦσθαι τῷ μὴ ἀρετὴν κεκτημένῳ. Καὶ πῶς; Ὧδε· εἴ τι θερμότητος παρουσίᾳ θερμαίνεται, ἀνάγκη καὶ ὅθεν ἡ θερμότης ἐλήλυθε θερμαίνεσθαι; Καὶ εἴ τι πυρὸς παρουσίᾳ θερμόν ἐστιν, ἀνάγκη καὶ τὸ πῦρ αὐτὸ πυρὸς παρουσίᾳ θερμαίνεσθαι; Ἀλλὰ πρὸς μὲν τὸ πρότερον εἴποι ἄν τις καὶ ἐν τῷ πῦρ εἶναι θερμότητα, ἀλλὰ σύμφυτον, ὥστε τὸν λόγον ποιεῖν τῇ ἀναλογίᾳ ἑπόμενον ἐπακτὸν μὲν τῇ ψυχῇ τὴν ἀρετὴν, ἐκείνῳ δέ, ὅθεν μιμησαμένη ἔχει, σύμφυτον· πρὸς δὲ τὸν ἐκ τοῦ πυρὸς λόγον τὸ ἐκεῖνον ἀρετὴν εἶναι· ἀρετῆς δὲ ἀξιοῦμεν εἶναι μείζονα. Ἀλλ᾽ εἰ μὲν οὗ μεταλαμβάνει ψυχὴ τὸ αὐτὸ ἦν τῷ ἀφ᾽ οὗ, οὕτως ἔδει λέγειν· νῦν δὲ ἕτερον μὲν ἐκεῖνο, ἕτερον δὲ τοῦτο. Οὐδὲ γὰρ οἰκία ἡ αἰσθητὴ τὸ αὐτὸ τῇ νοητῇ, καίτοι ὡμοίωται· καὶ τάξεως δὲ καὶ κόσμου μεταλαμβάνει ἡ οἰκία ἡ αἰσθητὴ κἀκεῖ ἐν τῷ λόγῳ οὐκ ἔστι τάξις οὐδὲ κόσμος οὐδὲ συμμετρία. Οὕτως οὖν κόσμου καὶ τάξεως καὶ ὁμολογίας μεταλαμβάνοντες ἐκεῖθεν καὶ τούτων ὄντων τῆς ἀρετῆς ἐνθάδε, οὐ δεομένων δὲ τῶν ἐκεῖ ὁμολογίας οὐδὲ κόσμου οὐδὲ τάξεως, οὐδ᾽ ἂν ἀρετῆς εἴη χρεία, καὶ ὁμοιούμεθα οὐδὲν ἧττον τοῖς ἐκεῖ δι᾽ ἀρετῆς παρουσίαν. Πρὸς μὲν οὖν τὸ μὴ ἀναγκαῖον κἀκεῖ ἀρετὴν εἶναι, ἐπείπερ ἡμεῖς ἀρετῇ ὁμοιούμεθα, ταυτί· δεῖ δὲ πειθὼ ἐπάγειν τῷ λόγῳ μὴ μένοντας ἐπὶ τῆς βίας.
Πρῶτον τοίνυν τὰς ἀρετὰς ληπτέον καθ᾽ ἅς φαμεν ὁμοιοῦσθαι, ἵν᾽ αὖ τὸ αὐτὸ εὕρωμεν ὃ παρ᾽ ἡμῖν μὲν μίμημα ὂν ἀρετή ἐστιν, ἐκεῖ δὲ οἷον ἀρχέτυπον ὂν οὐκ ἀρετή, ἐπισημηνάμενοι ὡς ἡ ὁμοίωσις διττή· καὶ ἡ μέν τις ταὐτὸν ἐν τοῖς ὁμοίοις ἀπαιτεῖ, ὅσα ἐπίσης ὡμοίωται ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ· ἐν οἷς δὲ τὸ μὲν ὡμοίωται πρὸς ἕτερον, τὸ δὲ ἕτερόν ἐστι πρῶτον, οὐκ ἀντιστρέφον πρὸς ἐκεῖνο οὐδὲ ὅμοιον αὐτοῦ λεγόμενον, ἐνταῦθα τὴν ὁμοίωσιν ἄλλον τρόπον ληπτέον οὐ ταὐτὸν εἶδος ἀπαιτοῦντας, ἀλλὰ μᾶλλον ἕτερον, εἴπερ κατὰ τὸν ἕτερον τρόπον ὡμοίωται. Τί ποτε οὖν ἐστιν ἡ ἀρετὴ ἥ τε σύμπασα καὶ ἑκάστη; Σαφέστερος δὲ ὁ λόγος ἔσται ἐφ᾽ ἑκάστης· οὕτω γὰρ καὶ ὅ τι κοινόν, καθ᾽ ὃ ἀρεταὶ πᾶσαι, δῆλον ῥᾳδίως ἔσται. Αἱ μὲν τοίνυν πολιτικαὶ ἀρεταί, ἃς ἄνω που εἴπομεν, κατακοσμοῦσι μὲν ὄντως καὶ ἀμείνους ποιοῦσιν ὁρίζουσαι καὶ μετροῦσαι τὰς ἐπιθυμί ας καὶ ὅλως τὰ πάθη μετροῦσαι καὶ ψευδεῖς δόξας ἀφαιροῦσαι τῷ ὅλως ἀμείνονι καὶ τῷ ὡρίσθαι καὶ τῶν ἀμέτρων καὶ ἀορίστων ἔξω εἶναι κατὰ τὸ μεμετρημένον· καὶ αὐταὶ ὁρισθεῖσαι, ᾗ μέτρα γε ἐν ὕλῃ τῇ ψυχῇ, ὡμοίωνται τῷ ἐκεῖ μέτρῳ καὶ ἔχουσιν ἴχνος τοῦ ἐκεῖ ἀρίστου. Τὸ μὲν γὰρ πάντη ἄμετρον ὕλη ὂν πάντη ἀνωμοίωται· καθ᾽ ὅσον δὲ μεταλαμβάνει εἴδους, κατὰ τοσοῦτον ὁμοιοῦται ἀνειδέῳ ἐκείνῳ ὄντι. Μᾶλλον δὲ τὰ ἐγγὺς μεταλαμβάνει· ψυχὴ δὲ ἐγγυτέρω σώματος καὶ συγγενέστερον· ταύτῃ καὶ πλέον μεταλαμβάνει, ὥστε καὶ ἐξαπατᾶν θεὸς φαντασθεῖσα, μὴ τὸ πᾶν θεοῦ τοῦτο ᾖ. Οὕτω μὲν οὖν οὗτοι ὁμοιοῦνται.
Αλλ᾽ ἐπεὶ τὴν ὁμοίωσιν ἄλλην ὑποφαίνει ὡς τῆς μείζονος ἀρετῆς οὖσαν, περὶ ἐκείνης λεκτέον· ἐν ᾧ καὶ σαφέστερον ἔσται μᾶλλον καὶ τῆς πολιτικῆς ἡ οὐσία, καὶ ἥτις ἡ μείζων κατὰ τὴν οὐσίαν, καὶ ὅλως, ὅτι ἔστι παρὰ τὴν πολιτικὴν ἑτέρα. Λέγων δὴ ὁ Πλάτων τὴν <ὁμοίωσιν> τὴν πρὸς τὸν <θεὸν φυγὴν> τῶν ἐντεῦθεν εἶναι, καὶ ταῖς ἀρεταῖς ταῖς ἐν πολιτείᾳ οὐ τὸ ἁπλῶς διδούς, ἀλλὰ προστιθεὶς <πολιτικάς γε>, καὶ ἀλλαχοῦ <καθάρσεισ> λέγων ἁπάσας δῆλός τέ ἐστι διττὰς τιθεὶς καὶ τὴν ὁμοίωσιν οὐ κατὰ τὴν πολιτικὴν τιθείς. Πῶς οὖν λέγομεν ταύτας καθάρ σεις καὶ πῶς καθαρθέντες μάλιστα ὁμοιούμεθα; ῍Η ἐπειδὴ κακὴ μέν ἐστιν ἡ ψυχὴ <συμπεφυρμένη> τῷ σώματι καὶ ὁμοπαθὴς γινομένη αὐτῷ καὶ πάντα συνδοξάζουσα, εἴη ἂν ἀγαθὴ καὶ ἀρετὴν ἔχουσα, εἰ μήτε συνδοξάζοι, ἀλλὰ μόνη ἐνεργοῖ—ὅπερ ἐστὶ νοεῖν τε καὶ φρονεῖν—μήτε ὁμοπαθὴς εἴη—ὅπερ ἐστὶ σωφρονεῖν—μήτε φοβοῖτο ἀφισταμένη τοῦ σώματος—ὅπερ ἐστὶν ἀνδρίζεσθαι—ἡγοῖτο δὲ λόγος καὶ νοῦς, τὰ δὲ μὴ ἀντιτείνοι—δικαιοσύνη δ᾽ ἂν εἴη τοῦτο. Τὴν δὴ τοιαύτην διάθεσιν τῆς ψυχῆς καθ᾽ ἣν νοεῖ τε καὶ ἀπαθὴς οὕτως ἐστίν, εἴ τις ὁμοίωσιν λέγοι πρὸς θεόν, οὐκ ἂν ἁμαρτάνοι· καθαρὸν γὰρ καὶ τὸ θεῖον καὶ ἡ ἐνέργεια τοιαύτη, ὡς τὸ μιμούμενον ἔχειν φρόνησιν. Τί οὖν οὐ κἀκεῖνο οὕτω διάκειται; ῍Η οὐδὲ διάκειται, ψυχῆς δὲ ἡ διάθεσις. Νοεῖ τε ἡ ψυχὴ ἄλλως· τῶν δὲ ἐκεῖ τὸ μὲν ἑτέρως, τὸ δὲ οὐδὲ ὅλως. Πάλιν οὖν τὸ νοεῖν ὁμώνυμον; Οὐδαμῶς· ἀλλὰ τὸ μὲν πρώτως, τὸ δὲ παρ᾽ ἐκείνου ἑτέρως. Ὡς γὰρ ὁ ἐν φωνῇ λόγος μίμημα τοῦ ἐν ψυχῇ, οὕτω καὶ ὁ ἐν ψυχῇ μίμημα τοῦ ἐν ἑτέρῳ. Ὡς οὖν μεμερισμένος ὁ ἐν προφορᾷ πρὸς τὸν ἐν ψυχῇ, οὕτω καὶ ὁ ἐν ψυχῇ ἑρμηνεὺς ὢν ἐκείνου πρὸς τὸ πρὸ αὐτοῦ. Ἡ δὲ ἀρετὴ ψυχῆς· νοῦ δὲ οὐκ ἔστιν οὐδὲ τοῦ ἐπέκεινα.
Ζητητέον δέ, εἰ ἡ κάθαρσις ταὐτὸν τῇ τοιαύτῃ ἀρετῇ, ἢ προηγεῖται μὲν ἡ κάθαρσις, ἕπεται δὲ ἡ ἀρετή, καὶ πότερον ἐν τῷ καθαίρεσθαι ἡ ἀρετὴ ἢ ἐν τῷ κεκαθάρ θαι. Ἀτελεστέρα τῆς ἐν τῷ κεκαθάρθαι <ἡ ἐν τῷ καθαίρεσθαι· τὸ γὰρ κεκαθάρθαι> οἷον τέλος ἤδη. Ἀλλὰ τὸ κεκαθάρθαι ἀφαίρεσις ἀλλοτρίου παντός, τὸ δὲ ἀγαθὸν ἕτερον αὐτοῦ. ῎Η, εἰ πρὸ τῆς ἀκαθαρσίας ἀγαθὸν ἦν, ἡ κάθαρσις ἀρκεῖ· ἀλλ᾽ ἀρκέσει μὲν ἡ κάθαρσις, τὸ δὲ καταλειπόμενον ἔσται τὸ ἀγαθόν, οὐχ ἡ κάθαρσις. Καὶ τί τὸ καταλειπόμενόν ἐστι, ζητητέον· ἴσως γὰρ οὐδὲ τὸ ἀγαθὸν ἦν ἡ φύσις ἡ καταλειπομένη· οὐ γὰρ ἂν ἐγένετο ἐν κακῷ. Ἆρ᾽ οὖν ἀγαθοειδῆ λεκτέον; ῍Η οὐχ ἱκανὴν πρὸς τὸ μένειν ἐν τῷ ὄντως ἀγαθῷ· πέφυκε γὰρ ἐπ᾽ ἄμφω. Τὸ οὖν ἀγαθὸν αὐτῆς τὸ συνεῖναι τῷ συγγενεῖ, τὸ δὲ κακὸν τὸ τοῖς ἐναντίοις. Δεῖ οὖν καθηραμένην συνεῖναι. Συνέσται δὲ ἐπιστραφεῖσα. Ἆρ᾽ οὖν μετὰ τὴν κάθαρσιν ἐπιστρέφεται; ῍Η μετὰ τὴν κάθαρσιν ἐπέστραπται. Τοῦτ᾽ οὖν ἡ ἀρετὴ αὐτῆς; ῍Η τὸ γινόμενον αὐτῇ ἐκ τῆς ἐπιστροφῆς. Τί οὖν τοῦτο; Θέα καὶ τύπος τοῦ ὀφθέντος ἐντεθεὶς καὶ ἐνεργῶν, ὡς ἡ ὄψις περὶ τὸ ὁρώμενον. Οὐκ ἄρα εἶχεν αὐτὰ οὐδ᾽ ἀναμιμνήσκεται; ῍Η εἶχεν οὐκ ἐνεργοῦντα, ἀλλὰ ἀποκείμενα ἀφώτιστα· ἵνα δὲ φωτισθῇ καὶ τότε γνῷ αὐτὰ ἐνόντα, δεῖ προσβαλεῖν τῷ φωτίζοντι. Εἶχε δὲ οὐκ αὐτά, ἀλλὰ τύπους· δεῖ οὖν τὸν τύπον τοῖς ἀληθινοῖς, ὧν καὶ οἱ τύποι, ἐφαρμόσαι. Τάχα δὲ καὶ οὕτω λέγεται ἔχειν, ὅτι ὁ νοῦς οὐκ ἀλλότριος καὶ μάλιστα δὲ οὐκ ἀλλότριος, ὅταν πρὸς αὐτὸν βλέπῃ· εἰ δὲ μή, καὶ παρὼν ἀλλότριος. Ἐπεὶ κἀν † ταῖς ἐπιστήμαις· ἐὰν μηδ᾽ ὅλως ἐνεργῶμεν κατ᾽ αὐτάς, ἀλλότριαι.
Ἀλλ᾽ ἐπὶ πόσον ἡ κάθαρσις λεκτέον· οὕτω γὰρ καὶ ἡ ὁμοίωσις τίνι <θεῷ> φανερὰ καὶ ἡ ταυτότης [τίνι θεῷ]. Τοῦτο δέ ἐστι μάλιστα ζητεῖν θυμὸν πῶς καὶ ἐπιθυμίαν καὶ τἆλλα πάντα, λύπην καὶ τὰ συγγενῆ, καὶ τὸ χωρίζειν ἀπὸ σώματος ἐπὶ πόσον δυνατόν. Ἀπὸ μὲν δὴ σώματος ἴσως μὲν καὶ τοῖς οἷον τόποις συνάγουσαν πρὸς ἑαυτήν, πάντως μὴν ἀπαθῶς ἔχουσαν καὶ τὰς ἀναγκαίας τῶν ἡδονῶν αἰσθήσεις μόνον ποιουμένην καὶ ἰατρεύσεις καὶ ἀπαλλαγὰς πόνων, ἵνα μὴ ἐνοχλοῖτο, τὰς δὲ ἀλγηδόνας ἀφαιροῦσαν καί, εἰ μὴ οἷόν τε, πράως φέρουσαν καὶ ἐλάττους τιθεῖσαν τῷ μὴ συμπάσχειν· τὸν δὲ θυμὸν ὅσον οἷόν τε ἀφαιροῦσαν καί, εἰ δυνατόν, πάντη, εἰ δὲ μή, μὴ γοῦν αὐτὴν συνοργιζομένην, ἀλλ᾽ ἄλλου εἶναι τὸ ἀπροαίρετον, τὸ δὲ ἀπροαίρετον ὀλίγον εἶναι καὶ ἀσθενές· τὸν δὲ φόβον πάντη· περὶ οὐδενὸς γὰρ φοβήσεται—τὸ δὲ ἀπροαίρετον καὶ ἐνταῦθα—πλήν γ᾽ ἐν νουθετήσει. Ἐπιθυμίαν δέ; Ὅτι μὲν μηδενὸς φαύλου, δῆλον· σίτων δὲ καὶ ποτῶν πρὸς ἄνεσιν οὐκ αὐτὴ ἕξει· οὐδὲ τῶν ἀφροδισίων δέ· εἰ δ᾽ ἄρα, φυσικῶν, οἶμαι, καὶ οὐδὲ τὸ ἀπροαίρετον ἔχουσαν· εἰ δ᾽ ἄρα, ὅσον μετὰ φαντασίας προτυποῦς καὶ ταύτης. Ὅλως δὲ αὕτη μὲν πάντων τούτων καθαρὰ ἔσται καὶ τὸ ἄλογον δὲ βουλήσεται καὶ αὐτὸ καθαρὸν ποιῆσαι, ὥστε μηδὲ πλήττεσθαι· εἰ δ᾽ ἄρα, μὴ σφόδρα, ἀλλ᾽ ὀλίγας τὰς πληγὰς αὐτοῦ εἶναι καὶ εὐθὺς λυομένας τῇ γειτονήσει. ὥσπερ εἴ τις σοφῷ γειτονῶν ἀπολαύοι τῆς τοῦ σοφοῦ γειτνιάσεως ἢ ὅμοιος γενόμενος ἢ αἰδούμενος, ὡς μηδὲν τολμᾶν ποιεῖν ὧν ὁ ἀγαθὸς οὐ θέλει. Οὔκουν ἔσται μάχη· ἀρκεῖ γὰρ παρὼν ὁ λόγος, ὃν τὸ χεῖρον αἰδέσεται, ὥστε καὶ αὐτὸ τὸ χεῖρον δυσχερᾶναι, ἐάν τι ὅλως κινηθῇ, ὅτι μὴ ἡσυχίαν ἦγε παρόντος τοῦ δεσπότου, καὶ ἀσθένειαν αὑτῷ ἐπιτιμῆσαι.
Εστι μὲν οὖν οὐδὲν τῶν τοιούτων ἁμαρτία, ἀλλὰ κατόρθωσις ἀνθρώπῳ· ἀλλ᾽ ἡ σπουδὴ οὐκ ἔξω ἁμαρτίας εἶναι, ἀλλὰ θεὸν εἶναι. Εἰ μὲν οὖν τι τῶν τοιούτων ἀπροαίρετον γίνοιτο, θεὸς ἂν εἴη ὁ τοιοῦτος καὶ δαίμων διπλοῦς ὤν, μᾶλλον δὲ ἔχων σὺν αὐτῷ ἄλλον ἄλλην ἀρετὴν ἔχοντα· εἰ δὲ μηδέν, θεὸς μόνον· θεὸς δὲ τῶν ἑπομένων τῷ πρώτῳ. Αὐτὸς μὲν γάρ ἐστιν ὃς ἦλθεν ἐκεῖθεν καὶ τὸ καθ᾽ αὑτόν, εἰ γένοιτο οἷος ἦλθεν, ἐκεῖ ἐστιν· ᾧ δὲ συνῳκίσθη ἐνθάδε ἥκων, καὶ τοῦτον αὐτῷ ὁμοιώσει κατὰ δύναμιν τὴν ἐκείνου, ὥστε, εἰ δυνατόν, ἄπληκτον εἶναι ἢ ἄπρακτόν γε τῶν μὴ δοκούντων τῷ δεσπότῃ. Τίς οὖν ἑκάστη ἀρετὴ τῷ τοιούτῳ; ῍Η σοφία μὲν καὶ φρόνησις ἐν θεωρίᾳ ὧν νοῦς ἔχει· νοῦς δὲ τῇ ἐπαφῇ. Διττὴ δὲ ἑκατέρα, ἡ μὲν ἐν νῷ οὖσα, ἡ δὲ ἐν ψυχῇ. Κἀκεῖ μὲν οὐκ ἀρετή, ἐν δὲ ψυχῇ ἀρετή. Ἐκεῖ οὖν τί; Ἐνέργεια αὐτοῦ καὶ ὅ ἐστιν· ἐνταῦθα δὲ τὸ ἐν ἄλλῳ ἐκεῖθεν ἀρετή. Οὐδὲ γὰρ αὐτοδικαιοσύνη καὶ ἑκάστη ἀρετή, ἀλλ᾽ οἷον παράδειγμα· τὸ δὲ ἀπ᾽ αὐτῆς ἐν ψυχῇ ἀρετή. Τινὸς γὰρ ἡ ἀρετή· αὐτὸ δὲ ἕκαστον αὑτοῦ, οὐχὶ δὲ ἄλλου τινός. Δικαιοσύνη δὲ εἴπερ οἰκειοπραγία, ἆρα αἰεὶ ἐν πλήθει μερῶν; ῍Η ἡ μὲν ἐν πλήθει, ὅταν πολλὰ ᾖ τὰ μέρη, ἡ δὲ ὅλως οἰκειοπραγία, κἂν ἑνὸς ᾖ. Ἡ γοῦν ἀληθὴς αὐτοδικαιοσύνη ἑνὸς πρὸς αὐτό, ἐν ᾧ οὐκ ἄλλο, τὸ δὲ ἄλλο· ὥστε καὶ τῇ ψυχῇ δικαιοσύνη ἡ μείζων τὸ πρὸς νοῦν ἐνεργεῖν, τὸ δὲ σωφρονεῖν ἡ εἴσω πρὸς νοῦν στροφή, ἡ δὲ ἀνδρία ἀπάθεια καθ᾽ ὁμοίωσιν τοῦ πρὸς ὃ βλέπει ἀπαθὲς ὂν τὴν φύσιν, αὐτὴ δὲ ἐξ ἀρετῆς, ἵνα μὴ συμπαθῇ τῷ χείρονι συνοίκῳ.
Αντακολουθοῦσι τοίνυν ἀλλήλαις καὶ αὗται αἱ ἀρεταὶ ἐν ψυχῇ, ὥσπερ κἀκεῖ τὰ πρὸ τῆς ἀρετῆς [αἱ] ἐν νῷ ὥσπερ παραδείγματα. Καὶ γὰρ ἡ νόησις ἐκεῖ ἐπιστήμη καὶ σοφία, τὸ δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ σωφροσύνη, τὸ δὲ οἰκεῖον ἔργον ἡ οἰκειοπραγία, τὸ δὲ οἷον ἀνδρία ἡ ἀυλότης καὶ τὸ ἐφ᾽ αὑτοῦ μένειν καθαρόν. Ἐν ψυχῇ τοίνυν πρὸς νοῦν ἡ ὅρασις σοφία καὶ φρόνησις, ἀρεταὶ αὐτῆς· οὐ γὰρ αὐτὴ ταῦτα, ὥσπερ ἐκεῖ. Καὶ τὰ ἄλλα ὡσαύτως ἀκολουθεῖ· καὶ τῇ καθάρσει δέ, εἴπερ πᾶσαι καθάρσεις κατὰ τὸ κεκαθάρθαι, ἀνάγκη πάσας· ἢ οὐδεμία τελεία. Καὶ ὁ μὲν ἔχων τὰς μείζους καὶ τὰς ἐλάττους ἐξ ἀνάγκης δυνάμει, ὁ δὲ τὰς ἐλάττους οὐκ ἀναγκαίως ἔχει ἐκείνας. Ὁ μὲν δὴ προηγούμενος τοῦ σπουδαίου βίος οὗτος. Πότερα δὲ ἐνεργείᾳ ἔχει καὶ τὰς ἐλάττους ὁ τὰς μείζους ἢ ἄλλον τρόπον, σκεπτέον καθ᾽ ἑκάστην· οἷον φρόνησιν· εἰ γὰρ ἄλλαις ἀρχαῖς χρήσεται, πῶς ἔτι ἐκείνη μένει κἂν εἰ μὴ ἐνεργοῦσα; Καὶ εἰ ἡ μὲν φύσει τοσόνδε, ἡ δὲ τοσόνδε, καὶ ἡ σωφροσύνη ἐκείνη μετροῦσα, ἡ δὲ ὅλως ἀναιροῦσα; Ταὐτὸν δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ὅλως τῆς φρονήσεως κινηθείσης. ῍Η εἰδήσει γε αὐτὰς καὶ ὅσον παρ᾽ αὐτῶν ἕξει; τάχα δέ ποτε περιστατικῶς ἐνεργήσει κατά τινας αὐτῶν. Ἐπὶ μείζους δὲ ἀρχὰς ἥκων καὶ ἄλλα μέτρα κατ᾽ ἐκεῖνα πράξει· οἷον τὸ σωφρονεῖν οὐκ ἐν μέτρῳ ἐκείνῳ τιθείς, ἀλλ᾽ ὅλως κατὰ τὸ δυνατὸν χωρίζων καὶ ὅλως ζῶν οὐχὶ τὸν ἀνθρώπου βίον τὸν τοῦ ἀγαθοῦ, ὃν ἀξιοῖ ἡ πολιτικὴ ἀρετή, ἀλλὰ τοῦτον μὲν καταλιπών, ἄλλον δὲ ἑλόμενος τὸν τῶν θεῶν· πρὸς γὰρ τούτους, οὐ πρὸς ἀνθρώπους ἀγαθοὺς ἡ ὁμοίωσις. Ὁμοίωσις δὲ ἡ μὲν πρὸς τούτους, ὡς εἰκὼν εἰκόνι ὡμοίωται ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ ἑκατέρα. Ἡ δὲ πρὸς ἄλλον ὡς πρὸς παράδειγμα.
[42] Βλ. Μαρίνος Νεαπόλεως «Βίος Πρόκλου ή Περί αρετής. 14.1 – 14.19».
[43] Βλ. Μαρίνος Νεαπόλεως «Βίος Πρόκλου ή Περί αρετής. 15.1 – 15.11».
[44] Βλ. Μαρίνος Νεαπόλεως «Βίος Πρόκλου ή Περί αρετής. 17.1 – 17.20».
[45] Βλ. Μαρίνος Νεαπόλεως «Βίος Πρόκλου ή Περί αρετής. 18.1 – 22.31»
πηγή: hellenictheologyandplatonicphilosophy