ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΟΙ ΥΜΝΟΙ ΤΟΥ ΠΡΟΚΛΟΥ


ΕΙΣ ΗΛΙΟΝ (ΑΠΟΛΛΩΝΑ)


«Εισάκουσέ με, βασιλέα του νοερού πυρός, Τιτάνα με τα χρυσά ηνία, εισάκουσέ με, ταμία του φωτός, ω άνακτα, που έχεις το κλειδί της ζωογόνου πηγής και εξοχετεύεις από ψηλά πλούσιο ρεύμα αρμονίας στους υλαιούς Κόσμους. Εισάκουσέ με. Γιατί εσύ που βρίσκεσαι πάνω από την μεσαία έδρα του αιθέρα και κατέχεις τον καρδιαίο πολυφεγγή κύκλο του Κόσμου, γέμισες τα πάντα με την δική σου εγερσίνοη πρόνοια. Ζωσμένοι οι πλανήτες με τους δικούς σου αειθαλείς πυρσούς, αεί στέλνουν με τις αδιάκοπες και ακάματες χορείες τους ζωογόνες σταγόνες στα επιχθόνια. Κάτω από τις επαναλαμβανόμενες πορείες του άρματός σου αναβλάστησε σύμφωνα με τον θεσμό όλη η γενιά των Ωρών. Ο ορυμαγδός των στοιχείων που χτυπούν το ένα το άλλο σταμάτησε μόλις εσύ εμφανίστηκες από τον άρρητο γονιό σου. Μπροστά σου υποχώρησε ο ακλόνητος χορός των Μοιρών. Και μεταστρέφουν το νήμα της αναγκαίας μοίρας όταν θελήσεις. Γιατί ολόγυρα κρατείς, ολόγυρα ανάσσεις με ισχύ. Από την δική σου σειρά ξεπήδησε ο βασιλέας του θεοπειθούς τραγουδιού, ο Φοίβος. Μέλποντας τα θέσκελα με την συνοδεία της κιθάρας κατευνάζει το μεγάλο κύμα  της βαρύβουης γενιάς. Από τον δικό σου αλεξίκακο θίασο βλάστησε ο γλυκόδωρος παιάνας, και επίταξε την δική του υγεία, γεμίζοντας τον ευρύ Κόσμο με ιαματική αρμονία. Εσένα υμνούν ως ξακουστό πατέρα του Διονύσου. Άλλοι σε επευφήμησαν στις οδές ως εύιον Άττη στα απώτατα βάθη της ύλης, άλλοι ως αβρό Άδωνη. Φοβούνται την απειλή του γρήγορα κινούμενου μαστίγιου σου οι αγριόθυμοι Δαίμονες, που βλάπτουν τους ανθρώπους και μηχανεύονται κακά για τις δίστιχες ψυχές μας, προκειμένου για πάντα μέσα στον πάτο του βαρύβουου βίου να υποφέρουν πεσμένες στα ζυγόδεσμα του σώματος και να ξεχάσουν την πολυφεγγή αυλή του υψηλού πατέρα. Αλλά, θεών άριστεστεφανωμένε με πυρόλβιε Δαίμοναεικόνα του πανγγενέτη θεούαναγώγιε των ψυχώνάκουσέ με και καθάρισέ με για πάντα από κάθε αμαρτία. Δέξου την πολυδάκρυτη ικεσία μου και σώσε με από τις λυγρές κηλίδες, φύλαγέ με μακριά από τις Ποινές, καταπραΰνοντας το γρήγορα κινούμενο όμμα της Δίκης που δέρκει τα πάντα. Με την δική σου αλεξίκακη αρωγή να χαρίζεις για πάντα στην ψυχή μου αγνό φως, που χαρίζει πολύ όλβο, σκορπίζοντας την γεννημένη από δηλητήριο αχλή που είναι όλεθρος για τους βροτούς. Χάρισέ ακόμη την ακεραιότητα και την αγλαόδωρη υγεία στο σώμα μου, και οδήγησέ με σε ευκλεή μονοπάτια, ώστε μέσα στους θεσμούς των προγόνων να φροντίζω για τα δώρα των ερασιπλόκαμων Μουσών. Και δώσε μου άνακτα, εάν το θέλεις, ακλόνητο όλβο από την εράσμια Ευσέβεια. Όλα δύνασαι να τα τελέσεις εύκολα. Γιατί έχεις κρατερή και απείριτη άλκη. Και αν έρχεται προς εμάς κάποιο κακό προερχόμενο από την άτρακτο της Μοίρας, που πορεύεται ελικοειδώς, κάτω από τα αστεροδίνητα νήματα, διώχνετο εσύ με την μεγάλη σου ριπή.»

       H 1.1 ` to     H 1.50 Κλῦθι, πυρὸς νοεροῦ βασιλεῦ, χρυσήνιε Τιτάν, κλῦθι, φάους ταμία, ζωαρκέος, ὦ ἄνα, πηγῆς αὐτὸς ἔχων κληῖδα καὶ ὑλαίοις ἐνὶ κόσμοις ὑψόθεν ἁρμονίης ῥύμα πλούσιον ἐξοχετεύων. κέκλυθι· μεσσατίην γὰρ ἐὼν ὑπὲρ αἰθέρος ἕδρην καὶ κόσμου κραδιαῖον ἔχων ἐριφεγγέα κύκλον πάντα τεῆς ἔπλησας ἐγερσινόοιο προνοίης. ζωσάμενοι δὲ πλάνητες ἀειθαλέας σέο πυρσοὺς αἰὲν ὑπ᾽ ἀλλήκτοισι καὶ ἀκαμάτοισι χορείαις ζῳογόνους πέμπουσιν ἐπιχθονίοις ῥαθάμιγγας. πᾶσα δ᾽ ὑφ᾽ ὑμετέρῃσι παλιννόστοισι διφρείαις Ὡράων κατὰ θεσμὸν ἀνεβλάστησε γενέθλη. στοιχείων δ᾽ ὀρυμαγδὸς ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντων παύσατο σεῖο φανέντος ἀπ᾽ ἀρρήτου γενετῆρος. σοὶ δ᾽ ὑπὸ Μοιράων χορὸς εἴκαθεν ἀστυφέλικτος· ἂψ δὲ μεταστρωφῶσιν ἀναγκαίης λίνον αἴσης, εὖτε θέλεις· περὶ γὰρ κρατέεις, περὶ δ᾽ ἶφι ἀνάσσεις. σειρῆς δ᾽ ὑμετέρης βασιλεὺς θεοπειθέος οἴμης ἐξέθορεν Φοῖβος· κιθάρῃ δ᾽ ὑπὸ θέσκελα μέλπων εὐνάζει μέγα κῦμα βαρυφλοίσβοιο γενέθλης. σῆς δ᾽ ἀπὸ μειλιχόδωρος ἀλεξικάκου θιασείης Παιήων βλάστησεν, ἑὴν δ᾽ ἐπέτασσεν ὑγείην, πλήσας ἁρμονίης παναπήμονος εὐρέα κόσμον. σὲ κλυτὸν ὑμνείουσι Διωνύσοιο τοκῆα· ὕλης δ᾽ αὖ νεάτοις ἐνὶ βένθεσιν εὔιον Ἄττην, ἄλλοι δ᾽ ἁβρὸν Ἄδωνιν ἐπευφήμησαν ἀοιδαῖς. δειμαίνουσι δὲ σεῖο θοῆς μάστιγος ἀπειλὴν δαίμονες ἀνθρώπων δηλήμονες, ἀγριόθυμοι, ψυχαῖς ἡμετέραις δυεραῖς κακὰ πορσύνοντες, ὄφρ᾽ αἰεὶ κατὰ λαῖτμα βαρυσμαράγου βιότοιο   σώματος ὀτλεύωσιν ὑπὸ ζυγόδεσμα πεσοῦσαι, ὑψιτενοῦς δὲ λάθοιντο πατρὸς πολυφεγγέος αὐλῆς. ἀλλά, θεῶν ὤριστε, πυριστεφές, ὄλβιε δαῖμον, εἰκὼν παγγενέταο θεοῦ, ψυχῶν ἀναγωγεῦ, κέκλυθι καί με κάθηρον ἁμαρτάδος αἰὲν ἁπάσης· δέχνυσο δ᾽ ἱκεσίην πολυδάκρυον, ἐκ δέ με λυγρῶν ῥύεο κηλίδων, Ποινῶν δ᾽ ἀπάνευθε φυλάσσοις πρηΰνων θοὸν ὄμμα Δίκης, ἣ πάντα δέδορκεν. αἰεὶ δ᾽ ὑμετέραισιν ἀλεξικάκοισιν ἀρωγαῖς ψυχῇ μὲν φάος ἁγνὸν ἐμῇ πολύολβον ὀπάζοις ἀχλὺν ἀποσκεδάσας ὀλεσίμβροτον, ἰολόχευτον, σώματι δ᾽ ἀρτεμίην τε καὶ ἀγλαόδωρον ὑγείην, εὐκλείης τ᾽ ἐπίβησον ἐμέ, προγόνων τ᾽ ἐνὶ θεσμοῖς Μουσάων ἐρασιπλοκάμων δώροισι μελοίμην. ὄλβον δ᾽ ἀστυφέλικτον ἀπ᾽ εὐσεβίης ἐρατεινῆς, εἴ κε θέλοις, δός, ἄναξ· δύνασαι δ᾽ ἑὰ πάντα τελέσσαι ῥηιδίως· κρατερὴν γὰρ ἔχεις καὶ ἀπείριτον ἀλκήν. εἰ δέ τι μοιριδίοισιν, ἑλιξοπόροισιν ἀτράκτοις, ἀστεροδινήτοις ὑπὸ νήμασιν οὐλοὸν ἄμμιν ἔρχεται, αὐτὸς ἔρυκε τεῇ μεγάλῃ τόδε ῥιπῇ.

ΕΙΣ  ΑΦΡΟΔΙΤΗΝ (ΧΩΡΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ)

Υμνέομεν σειρήν πολυώνυμον 'Αφρογενείης  καί πηγήν μεγάλην βασιλήιον, ής άπο πάντες  αθάνατοι πτερόεντες ανεβλάστησαν ''Ερωτες, ών οι μέν νοεροίσιν οιστεύουσι βελέμνοις  ψυχάς, όφρα πόθων αναγώγια κέντρα λαβούσαι  μητέρος ισχανόωσιν ιδείν πυριφεγγέας αυλάς:  οι δέ πατρός βουλήσιν αλεξικάκοις τε προνοίαις  ιέμενοι γενεήσιν απείρονα κόσμον αέξειν  ψυχαίς ίμερον ώρσαν επιχθονίου βιότοιο.  άλλοι δέ γαμίων οάρων πολυειδέας οίμους  αιέν εποπτεύουσιν, όπως θνητής από φύτλης 
αθάνατον τεύξωσι δυηπαθέων γένος ανδρών: πάσιν δ' έργα μέμηλεν ερωτοτόκου Κυθερείης, αλλά, θεά, πάντη γάρ έχεις αριήκοον ούας,  είτε περισφίγγεις μέγαν ουρανόν, ένθα σέ φασι  ψυχήν αενάοιο πέλειν κόσμοιο θεείην,  είτε καί επτά κύκλων υπέρ άντυγας αιθέρι ναίεις  σειραίς υμετέραις δυνάμεις προχέουσ' αδαμάστους,  κέκλυθι, καί πολύμοχθον εμήν βιότοιο πορείην  ιθύνοις σέο, πότνα, δικαιοτάτοισι βελέμνοις  ουχ οσίων παύουσα πόθων κρυόεσσαν ερωήν


ΕΙΣ ΜΟΥΣΑΣ


«Υμνούμε, το αναγώγιο φως των μερόπων  υμνούμε, τις εννέα αγγλόφωνες θυγατέρες του μεγάλου Διός, οι οποίες τις ψυχές που περιπλανιούνται στα βάθη του βίου τις απάλλαξαν από τις δυσβάστακτες γηγενείς οδύνες μέσω των αχράντων τελετών από βίβλους που εγείρουν τον νου και τις δίδαξαν να σπεύδουν να ακολουθήσουν τα ίχνη που οδηγούν πάνω από τα βαθιά χεύματα της λήθης, και καθαρές να φτάσουν στο σύννομο άστρο τους, από όπου απομακρύνθηκαν, όταν κατέπεσαν σε γενέθλια ακτή,  έχοντας μανία για τους υλοτραφείς κλήρους. Αλλά θεές, παύσετε τον πολυτάραχο πόθο μου και βακχεύστε με με τους νοητικούς μύθους των σοφών. Και ας μην με παρασύρει το γένος των ανθρώπων που δεν έχουν δέος για τους θεούς μακριά από την ζάθεη ατραπό, την εριφεγγή, την αγλαόκαρπο. Και ας έλκετε αεί την περιπλανώμενη ψυχή μου προς το αγνό φως, μακριά από τον θόρυβο της πολυπλάνητης γένεσης, φορτωμένη με το δικό σας μελίσσι που αυξάνει τον νου και αεί με ευεπιές κλέος που θέλγει τις φρένες.»
 H 3.1 ` to     H 3.17 Ὑμνέομεν, μερόπων ἀναγώγιον ὑμνέομεν φῶς, ἐννέα θυγατέρας μεγάλου Διὸς ἀγλαοφώνους, αἳ ψυχὰς κατὰ βένθος ἀλωομένας βιότοιο ἀχράντοις τελετῇσιν ἐγερσινόων ἀπὸ βίβλων γηγενέων ῥύσαντο δυσαντήτων ὀδυνάων καὶ σπεύδειν ἐδίδαξαν ὑπὲρ βαθυχεύμονα λήθην ἴχνος ἔχειν, καθαρὰς δὲ μολεῖν ποτὶ σύννομον ἄστρον, ἔνθεν ἀπεπλάγχθησαν, ὅτ᾽ ἐς γενεθλήιον ἀκτὴν κάππεσον, ὑλοτραφέσσι περὶ κλήροισι μανεῖσαι. ἀλλά, θεαί, καὶ ἐμεῖο πολυπτοίητον ἐρωὴν παύσατε καὶ νοεροῖς με σοφῶν βακχεύσατε μύθοις· μηδέ μ᾽ ἀποπλάγξειεν ἀδεισιθέων γένος ἀνδρῶν ἀτραπιτοῦ ζαθέης, ἐριφεγγέος, ἀγλαοκάρπου,  αἰεὶ δ᾽ ἐξ ὁμάδοιο πολυπλάγκτοιο γενέθλης ἕλκετ᾽ ἐμὴν ψυχὴν παναλήμονα πρὸς φάος ἁγνόν,  ὑμετέρων βρίθουσαν ἀεξινόων ἀπὸ σίμβλων καὶ κλέος εὐεπίης φρενοθελγέος αἰὲν ἔχουσαν.  

ΥΜΝΟΣ ΚΟΙΝΟΣ ΠΡΟΣ ΘΕΟΥΣ

«Εισακούστε με θεοί, που έχετε τα πηδάλια τις ιερής σοφίας, και ανάβοντας αναγώγιο πυρ στις ψυχές των μερόπων τις έλκεται προς τους αθανάτους, αφήνοντας την σκοτεινή κρυψώνα, αφού καθαρθούν μέσω των άρρητων τελετών των ύμνων. Εισακούστε με, μεγάλοι σωτήρες, σκορπήστε την ομίχλη και στείλτε σε μένα φως αγνό από τα ζάθεα βιβλίαώστε να γνωρίζω καλά τον άμβροτο θεό και τον άνθρωπο. Κα κανείς κακοποιός Δαίμονας να μην με κρατάει μακριά από τους μακάριους, μέσα στα χεύματα της λήθης, και καμία κρύα Ποινή να μην κρατήσει με τα δεσμά του βίου της ψυχή μου που έχει πέσει μέσα στα κύματα της κρυερής γενέσεως αλλά δεν θέλει για πολύ καιρό να περιπλανιέται. Αλλά θεοί, ηγεμόνες της πολύλαμπρης σοφίας, εισακούστε με, και φανερώστε τα όργια και τις τελετές των ιερών μύθων σε εμένα που επείγομαι να ανεβώ την ατραπό που οδηγεί ψηλά.»
       H 4.1 ` to     H 4.15 Κλῦτε, θεοί, σοφίης ἱερῆς οἴηκας ἔχοντες, οἳ ψυχὰς μερόπων ἀναγώγιον ἁψάμενοι πῦρ ἕλκετ᾽ ἐς ἀθανάτους, σκότιον κευθμῶνα λιπούσας ὕμνων ἀρρήτοισι καθηραμένας τελετῇσι. κλῦτε, σαωτῆρες μεγάλοι, ζαθέων δ᾽ ἀπὸ βίβλων νεύσατ᾽ ἐμοὶ φάος ἁγνὸν ἀποσκεδάσαντες ὁμίχλην, ὄφρα κεν εὖ γνοίην θεὸν ἄμβροτον ἠδὲ καὶ ἄνδρα· μηδέ με ληθαίοις ὑπὸ χεύμασιν οὐλοὰ ῥέζων δαίμων αἰὲν ἔχοι μακάρων ἀπάνευθεν ἐόντα, μὴ κρυερῆς γενέθλης ἐνὶ κύμασι πεπτωκυῖαν ψυχὴν οὐκ ἐθέλουσαν ἐμὴν ἐπὶ δηρὸν ἀλᾶσθαι Ποινή τις κρυόεσσα βίου δεσμοῖσι πεδήσῃ. ἀλλά, θεοί, σοφίης ἐριλαμπέος ἡγεμονῆες, κέκλυτ᾽, ἐπειγομένῳ δὲ πρὸς ὑψιφόρητον ἀταρπὸν ὄργια καὶ τελετὰς ἱερῶν ἀναφαίνετε μύθων.

ΕΙΣ ΛΥΚΙΑΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗΝ

Υμνούμε τη βασίλισσα των Λυκίων, την Κόρη Αφροδίτη. Κάποτε οι ηγεμόνες της πατρίδας μου, έχοντας περίσσια τη σωτήρια βοήθεια της, εμπνευσμένοι από το θείο της ίδρυσαν ένα ιερό άγαλμα στη πόλη, άγαλμα που είχε τα σύμβολα του νοητικού γάμου του πυρόεντα Ηφαίστου και Ουράνιας Αφροδίτης. Και την ονόμασαν θεά Ολύμπια, επειδή λόγω της δύναμής της πολλές φορές γλύτωσαν το βροτοφθόρο βέλος του θανάτου και είχαν το όμμα στραμμένο στην αρετή. Κι από τους γόνιμους γάμους ξεφύτρωσε σταθερή γενιά με λαμπρή σοφία, και υπήρχε παντού γλυκόδωρη γαλήνη της ζωής.
Όμως δέξου, πότνια, την προσφορά του έντεχνου λόγου μου. Γιατί και εγώ εξ αίματος είμαι ένας από τους Λυκίους. Κάνε την ψυχή μου να ξεφύγει από το ολέθριο κέντρισμα την γηγενούς (γήινης) οίστρου (επιθυμίας) και ας την ανασηκώσεις πάλι από το αίσχος στο μεγάλο κάλλος.
       H 5.1 ` to     H 5.15 Ὑμνέομεν Λυκίων βασιληίδα, Κουραφροδίτην, ἧς ποτ᾽ ἀλεξικάκοιο περιπλήθοντες ἀρωγῆς πατρίδος ἡμετέρης θεοφράδμονες ἡγεμονῆες ἱερὸν ἱδρύσαντο κατὰ πτολίεθρον ἄγαλμα, σύμβολ᾽ ἔχον νοεροῖο γάμου, νοερῶν ὑμεναίων Ἡφαίστου πυρόεντος ἰδ᾽ οὐρανίης Ἀφροδίτης· καί ἑ θεὴν ὀνόμηναν Ὀλύμπιον, ἧς διὰ κάρτος πολλάκι μὲν θανάτοιο βροτοφθόρον ἔκφυγον ἰόν, ἐς δ᾽ ἀρετὴν ἔχον ὄμμα· τελεσσιγόνων δ᾽ ἀπὸ λέκτρων ἔμπεδος ἀγλαόμητις ἀνασταχύεσκε γενέθλη, πάντῃ δ᾽ ἠπιόδωρος ἔην βιότοιο γαλήνη. ἀλλὰ καὶ ἡμετέρην ὑποδέχνυσο, πότνα, θυηλὴν εὐεπίης· Λυκίων γὰρ ἀφ᾽ αἵματός εἰμι καὶ αὐτός. ψυχὴν δ᾽ ἂψ ἀνάειρον ἀπ᾽ αἴσχεος ἐς πολὺ κάλλος, γηγενέος προφυγοῦσαν ὀλοίιον οἶστρον ἐρωῆς. 

ΥΜΝΟΣ ΚΟΙΝΟΣ ΕΚΑΤΗΣ ΚΑΙ ΙΑΝΟΥ (ΔΙΟΣ)

«Χαίρε, μητέρα των θεών, πολυώνυμη, καλιγένεθλλη. Χαίρε, Εκάτη προθυραία, που έχεις μέγα σθένος. Αλλά και εσύ χαίρε, Ιανέ προπάτορα, άφθιτε Ζευς, χαίρε ύπατε Ζευς. Κάντε λαμπερή την πορεία του βίου μου γεμάτη με αγαθά, αποδιώξτε τις κακές νόσους από τα μέλη μου. Και την ψυχή μου που τριγυρνάει σαν τρελή περί την χθόνα, έλξτε την μόλις καθαρθεί με τις τελετές που εγείρουν τον νουΝαι, σας ικετεύω, δώστε το χέρι σας και δείξτε τα θεόπνευστα μονοπάτια σε εμένα που τα αναζητώ. Να αντικρίσω το πολύτιμο φως, με το οποίο μπορεί να φύγω από την κακότητα της σκοτεινής γενέσεως. Ναι, σας ικετεύω, δώστε το χέρι σας, και εμένα που είμαι εξαντλημένος οδηγήστε με με τους ανέμους στον όρμο της Ευσέβειας. Χαίρε, μητέρα των θεών, πολυώνυμη, καλιγένεθλλη. Χαίρε, Εκάτη προθυραία, που έχεις μέγα σθένος. Αλλά και εσύ χαίρε, Ιανέ προπάτορα, άφθιτε Ζευς, χαίρε ύπατε Ζευς.»
       H 6.1 ` to     H 6.15  Χαῖρε, θεῶν μῆτερ, πολυώνυμε, καλλιγένεθλε· χαῖρ᾽, Ἑκάτη προθύραιε, μεγασθενές. ἀλλὰ καὶ αὐτὸς χαῖρ᾽, Ἴανε προπάτορ, Ζεῦ ἄφθιτε· χαῖρ᾽, ὕπατε Ζεῦ. τεύχετε δ᾽ αἰγλήεσσαν ἐμοῦ βιότοιο πορείην βριθομένην ἀγαθοῖσι, κακὰς δ᾽ ἀπελαύνετε νούσους ἐκ ῥεθέων, ψυχὴν δὲ περὶ χθονὶ μαργαίνουσαν ἕλκετ᾽ ἐγερσινόοισι καθηραμένην τελετῇσι. ναί, λίτομαι, δότε χεῖρα, θεοφραδέας τε κελεύθους δείξατέ μοι χατέοντι. φάος δ᾽ ἐρίτιμον ἀθρήσω, κυανέης ὅθεν ἔστι φυγεῖν κακότητα γενέθλης. ναί, λίτομαι, δότε χεῖρα, καὶ ὑμετέροισιν ἀήταις ὅρμον ἐς εὐσεβίης με πελάσσατε κεκμηῶτα. χαῖρε, θεῶν μῆτερ, πολυώνυμε, καλλιγένεθλε· χαῖρ᾽, Ἑκάτη προθύραιε, μεγασθενές. ἀλλὰ καὶ αὐτὸς χαῖρ᾽, Ἴανε προπάτορ, Ζεῦ ἄφθιτε· χαῖρ᾽, ὕπατε Ζεῦ.

ΕΙΣ ΑΘΗΝΑΝ ΠΟΛΥΜΗΤΙΝ

«Εισάκουσέ με, τέκνο του του Διός που έχει την αιγιίδα, που ξεπήδησες από την πηγή του γεννήτορα και από την κορυφή της σειράς, αρσενόθυμε, που φέρεις την ασπίδα, που έχεις μέγα σθένος, οβριμόπατρη, Παλλάς, Τριτογένεια,  που σείεις το δόρυ, χρυσόκρανη, εισάκουσέ με. Δέξου τον ύμνο πότνια, με εύφρονα θυμό, και μην αφήσεις ποτέ έτσι τα λόγια μου στους ανέμους, εσύ που άνοιξες τους θεοστιβείς πυλώνες της σοφίας και δάμασες τα θεΐμαχα φύλα των χθόνιων Γιγάντων. Εσύ που αποφεύγοντας τον πόθο του ερωτοχτυπημένου Ηφαίστου διαφύλαξες το αδάμαστο χαλινάρι της παρθενίας σου. Εσύ που έσωσες ακέραιη την καρδιά του άνακτα Βάκχου στο κοίλωμα του αιθέρα, όταν κάποτε μερίστηκε από τα χέρια των Τιτάνων, και την πείρες και την έφερες στον Πατέρα, για να ξανα-γεννηθεί περί τον Κόσμο ένας νέος Διόνυσος από την Σεμέλη σύμφωνα με τις άρρητες βουλές του Πατέρα. Ο δικός σου πέλεκυς, αφού έκοψε σύριζα τα θηριώδει κεφάλια κατεύνασε την γενιά των παθών της πανδερκούς Εκάτης. Εσύ που ηράσθεις το σεμνό κράτος των αρετών που εγείρουν τους βροτούς. Εσύ που κόσμησες όλον τον βίο με τις πολυειδής τέχνες βάζοντας μέσα στις ψυχές νοερή δημιουργία. Εσύ που έλαχες την Ακρόπολη σε υψύλοφο κολώνα, σύμβολο πότνια, της κορυφής της μεγάλης σου σειράς. Εσύ που αγάπησες την ανδροθρέφτρα χθόνα, την μητέρα των βίβλων, αντιστεκόμενη στον ιερό πόθο του πατράδελφού σου, και έδωσες στο άστυ να έχει το όνομά σου και φρένες εσθλές. Εκεί, κάτω από τις παρυφές του όρους έκανες να βλαστήσει μια ελιά, σημάδι της μάχης πασίδηλο για τους μεταγενέστερους. Τότε που την αρωγή του Ποσειδώνα ένα τεράστιο κύμα που σηκώθηκε από τον πόντο έπεσε πάνω στους Κεκρωπίδες, πλήττοντας τα πάντα με τα πολυτάραχα νερά του. Εισάκουσέ με, εσύ που απαστράπτεις αγνό φως από το πρόσωπό σου. Δώσε όλβιο λιμάνι σε εμένα που περιπλανιέμαι γύρω από την γη, δώσε στην ψυχή μου φως αγνό από τους ιερούς μύθους σου και σοφία και έρωτα. Έμπνευσε στον έρωτά μου τόσο και τέτοιο μένος(δύναμη) ώστε από τους κόλπους της χθόνας να με τραβήξει και πάλι προς τον Όλυμπο, στην κατοικία του πατρός σου. Και αν κάποιο βαρύ σφάλμα του βίου μου με δαμάζει – γιατί γνωρίζω, ότι μαστίζομαι από πολλές, κάθε φορά διαφορετικές, ανόσιες πράξεις, τις οποίες διέπραξα με άφρονα θυμό -, ελέησέ με, μειλιχόβουλε, σώτειρα των βροτών, και μην με αφήσεις να γίνω λάφυρο και έρμαιο των τρομερών Ποινών πιασμένο στο δάπεδο στο δάπεδο, γιατί καυχιέμαι ότι ανήκω σε εσένα. Δώσε στα μέλη μου σταθερή και αβασάνιστη υγεία, και διώχνε τις αγέλες των πικρών νόσων που λιώνουν την σάρκα, ναι, σε ικετεύω, βασίλισσα, και με το αμβρόσιο χέρι σου παύσε όλη την κακότητα των μελανών οδυνών. Δώσε στον πλου του βίου μου γαλήνιους ανέμους, τέκνα, σύζυγο, κλέος, όλβο, εράσμια ευφροσύνη, πειθώ, συζητήσεις με φίλους, αγγυλομήτην νου, κράτος επι των εχθρών μου, πρώτη θέση μεταξύ του λαούΕισάκουσέ με, εισάκουσέ με, άνασσα. Ενοποιών σου προσέρχομαι με πολλές ικεσίες λόγω επιτακτικής ανάγκης. Εσύ εισάκουσέ με μειλίχιο αυτί.»
        H 7.1 ` to     H 7.52 Κλῦθί μευ, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, ἡ γενετῆρος πηγῆς ἐκπροθοροῦσα καὶ ἀκροτάτης ἀπὸ σειρῆς· ἀρσενόθυμε, φέρασπι, μεγασθενές, ὀβριμοπάτρη, Παλλάς, Τριτογένεια, δορυσσόε, χρυσεοπήληξ, κέκλυθι· δέχνυσο δ᾽ ὕμνον ἐύφρονι, πότνια, θυμῷ, μηδ᾽ αὔτως ἀνέμοισιν ἐμόν ποτε μῦθον ἐάσῃς, ἡ σοφίης πετάσασα θεοστιβέας πυλεῶνας καὶ χθονίων δαμάσασα θεημάχα φῦλα Γιγάντων· ἣ πόθον Ἡφαίστοιο λιλαιομένοιο φυγοῦσα παρθενίης ἐφύλαξας ἑῆς ἀδάμαντα χαλινόν·   ἣ κραδίην ἐσάωσας ἀμιστύλλευτον ἄνακτος αἰθέρος ἐν γυάλοισι μεριζομένου ποτὲ Βάκχου Τιτήνων ὑπὸ χερσί, πόρες δέ ἑ πατρὶ φέρουσα, ὄφρα νέος βουλῇσιν ὑπ᾽ ἀρρήτοισι τοκῆος ἐκ Σεμέλης περὶ κόσμον ἀνηβήσῃ Διόνυσος· ἧς πέλεκυς, θήρεια ταμὼν προθέλυμνα κάρηνα, πανδερκοῦς Ἑκάτης παθέων ηὔνησε γενέθλην· ἣ κράτος ἤραο σεμνὸν ἐγερσιβρότων ἀρετάων· ἣ βίοτον κόσμησας ὅλον πολυειδέσι τέχναις δημιοεργείην νοερὴν ψυχαῖσι βαλοῦσα· ἣ λάχες ἀκροπόληα καθ᾽ ὑψιλόφοιο κολώνης, σύμβολον ἀκροτάτης μεγάλης σέο, πότνια, σειρῆς· ἣ χθόνα βωτιάνειραν ἐφίλαο, μητέρα βίβλων, πατροκασιγνήτοιο βιησαμένη πόθον ἱρόν, οὔνομα δ᾽ ἄστεϊ δῶκας ἔχειν σέο καὶ φρένας ἐσθλάς· ἔνθα μάχης ἀρίδηλον ὑπὸ σφυρὸν οὔρεος ἄκρον σῆμα καὶ ὀψιγόνοισιν ἀνεβλάστησας ἐλαίην, εὖτ᾽ ἐπὶ Κεκροπίδῃσι Ποσειδάωνος ἀρωγῇ μυρίον ἐκ πόντοιο κυκώμενον ἤλυθε κῦμα, πάντα πολυφλοίσβοισιν ἑοῖς ῥεέθροισιν ἱμάσσον. κλῦθί μευ, ἡ φάος ἁγνὸν ἀπαστράπτουσα προσώπου· δὸς δέ μοι ὄλβιον ὅρμον ἀλωομένῳ περὶ γαῖαν, δὸς ψυχῇ φάος ἁγνὸν ἀπ᾽ εὐιέρων σέο μύθων καὶ σοφίην καὶ ἔρωτα· μένος δ᾽ ἔμπνευσον ἔρωτι τοσσάτιον καὶ τοῖον, ὅσον χθονίων ἀπὸ κόλπων αὖ ἐρύσῃ πρὸς Ὄλυμπον ἐς ἤθεα πατρὸς ἐῆος. εἰ δέ τις ἀμπλακίη με κακὴ βιότοιο δαμάζει— οἶδα γάρ, ὡς πολλοῖσιν ἐρίχθομαι ἄλλοθεν ἄλλαις πρήξεσιν οὐχ ὁσίαις, τὰς ἤλιτον ἄφρονι θυμῷ—, ἵλαθι, μειλιχόβουλε, σαόμβροτε, μηδέ μ᾽ ἐάσῃς ῥιγεδαναῖς Ποιναῖσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι κείμενον ἐν δαπέδοισιν, ὅτι τεὸς εὔχομαι εἶναι. δὸς γυίοις μελέων σταθερὴν καὶ ἀπήμον᾽ ὑγείην, σαρκοτακῶν δ᾽ ἀπέλαυνε πικρῶν ἀγελάσματα νούσων,   ναί, λίτομαι, βασίλεια, καὶ ἀμβροσίῃ σέο χειρὶ παῦσον ὅλην κακότητα μελαινάων ὀδυνάων. δὸς βιότῳ πλώοντι γαληνιόωντας ἀήτας, τέκνα, λέχος, κλέος, ὄλβον, ἐυφροσύνην ἐρατεινήν, πειθώ, στωμυλίην φιλίης, νόον ἀγκυλομήτην, κάρτος ἐπ᾽ ἀντιβίοισι, προεδρίην ἐνὶ λαοῖς. κέκλυθι, κέκλυθ᾽, ἄνασσα· πολύλλιστος δέ σ᾽ ἱκάνω χρειοῖ ἀναγκαίῃ· σὺ δὲ μείλιχον οὖας ὑπόσχες.  

ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΘΕΟΝ

«Ω επέκεινα των πάντων. Γιατί πως αλλιώς είναι θεμιτό να σε εγκωμιάσω ; πως να υμνήσω εσένα που υπερέχεις από τα πάντα ; πως να σε υμνήσει λόγος ; αφού εσύ δεν είναι με κανέναν λόγο ρητός. Είσαι ο μόνος άφραστος. Και γέννησες όσα λέγονται. Πως να σε γνωρίσει νους ; αφού εσύ δεν είσαι από κανέναν νου αντιληπτός. Είσαι ο μόνος άγνωστος. Και γέννησες όσα νοούνται. τα πάντα εσένα, όσα μιλούν και όσα δεν μιλούν, σε εξυμνούν. Τα πάντα εσένα, και όσα νοούν και όσα δεν νοούν σε τιμούν. Γιατί κοινοί είναι οι πόθοι, κοινές είναι και οι οδύνες απάντων για εσένα. Σε εσένα προσεύχονται τα πάντα. Σε εσένα τα πάντα λένε σιωπηλό ύμνο νοόντας μέσα τους το σύνθημά σου. Από εσένα έχουν φανεί τα πάντα. Και εσύ μόνο δεν έχεις αιτία σου τίποτα. Σε εσένα τα πάντα μένουν. Προς εσένα τα πάντα όλα μαζί κινούνται. Και είσαι το τέλος των πάντων. Και είσαι και ένας και τα πάντα, χωρίς να είσαι ούτε ένας ούτε τα πάντα. Εσύ που έχεις όλα τα ονόματα, πως να σε καλέσω, τον μόνο ακάλεστο ;  ποιους ουρανίδης νους θα εισδύσει στις καλύπτρες πάνω από τα νέφη ; ας είσαι ελεήμων ώ επέκεινα των πάντων. Γιατί πως είναι θεμιτό να σε εγκωμιάσω ;»
         Carmina dogmatica 507.6 ` to     Carmina dogmatica 508.8   Ὦ πάντων ἐπέκεινα τί γὰρ θέμις ἄλλο σε μέλπειν; Πῶς λόγος ὑμνήσει σε; σὺ γὰρ λόγῳ οὐδενὶ ῥητόν. Πῶς νόος ἀθρήσει σε; σὺ γὰρ νόῳ οὐδενὶ ληπτός. Μοῦνος ἐὼν ἄφραστος· ἐπεὶ τέκες ὅσσα λαλεῖται. Μοῦνος ἐὼν ἄγνωστος· ἐπεὶ τέκες ὅσσα νοεῖται. Πάντα σε καὶ λαλέοντα, καὶ οὐ λαλέοντα λιγαίνει. Πάντα σε καὶ νοέοντα καὶ οὐ νοέοντα γεραίρει. Ξυνοὶ γάρ τε πόθοι, ξυναὶ δ᾽ ὠδῖνες ἁπάντων Ἀμφὶ σέ· σοὶ δὲ τὰ πάντα προσεύχεται· εἰς σὲ δὲ πάντα Σύνθεμα σὸν νοέοντα λαλεῖ σιγώμενον ὕμνον. Σοὶ ἑνὶ πάντα μένει· σοὶ δ᾽ ἀθρόα πάντα θοάζει. Καὶ πάντων τέλος ἐσσὶ, καὶ εἷς, καὶ πάντα, καὶ οὐδεὶς, Οὐχ ἓν ἐὼν, οὐ πάντα· πανώνυμε, πῶς σε καλέσσω, Τὸν μόνον ἀκλήϊστον; Ὑπερνεφέας δὲ καλύπτρας Τίς νόος οὐρανίδης εἰσδύσεται; Ἵλαος εἴης, Ὦ πάντων ἐπέκεινα· τί γὰρ θέμις ἄλλο σε μέλπειν;

πηγή: hellenictheologyandplatonicphilosophy