Η έκφραση «ο πόνος του κόσμου» αναφέρεται στο περιεχόμενο των οντολογικών κατηγοριών. Έχουμε σαν δεδομένη την υπόθεση ότι ο κόσμος, μέσα στον οποίο ζούμε, προσδιορίζεται από μια ρυθμιστική τάξη, που προκαλεί τη συναισθηματική εξέγερση και τη διανοητική απορία του ανθρώπου. Η κοσμική αυτή υφή, στον τρόπο που προσκρούει στην καταφατική προθυμία του ανθρωπίνου όντος, ονομάζεται κακό. Η ανθρώπινη προσπάθεια, στον τρόπο που αναμετριέται με το κακό του κόσμου και αγωνίζεται να πετύχει την υπερκέρασή του –αν αυτό είναι κατορθωτό- γίνεται πόνος. Από την άποψη αυτή ο «πόνος του κόσμου» είναι η εκφραστική σύμφυρση του πικρού κόσμου και του άθλιου ανθρώπου.
Η ελεγεία με την αποτύπωση του πόνου του κόσμου στο έλυτρο της ανθρώπινης ψυχής κατασημαίνει τη μεταστοιχείωση του κοσμικού γεγονότος σε ανθρώπινη εμβίωση. Το υποθετικό σημείο του γαληνού τέρματος, με την έννοια της χρονικής απαρχής, στο οποίο έχει συμφιλιωθεί ο άνθρωπος με τον κόσμο στο σύνολο δομικό του περιεχόμενο (Weltstruktur) και τον έχει αναγνωρίσει αταλάντευτα, ορίζει την υπέρβαση, το ηθικό τέλος.
Σύμφωνα με το αδρό αυτό οριστικό διάγραμμα ο πόνος του κόσμου εκφράζει το γεγονός της εναγώνιας προσπάθειας να συσχετισθεί ο άνθρωπος με τον κόσμο χωρίς την αναίρεση του γνωστικού σχίσματος, που οδήγησε σ’ αυτή την οργανική αποκοπή. Έκπτωτος καθώς είναι ο άνθρωπος στον αγκαθερό τόπο της γνώσης, ζητεί ν’ αποκαταστήσει την αρχική του ενότητα. Ο πόνος του κόσμου πηγάζει από την αναρρίπιση της νοσταλγίας για την αρχέγονη κατάσταση κάτω από το οδυνηρό φώς της γνωστικής συνείδησης, που χωρίς αυτή το κακό δεν θα γινόταν πόνος. Ο πόνος του κόσμου υπάρχει μόνο στην ανθρώπινη υπόσταση και τη ριγηλή παράσταση, που συμβολίζει την αρχική του εμφάνιση, την έχουμε μέσα στο μυθολογικό γέρμα του πρώτου μελαγχολικού δειλινού.
Θεωρημένος απο αυτή τη σκοπιά ο πόνος του κόσμου δεν είναι απλώς η δηλωτική μορφή μιας μεμονωμένης ευαίσθητης δεκτικότητας, που καταποντίστηκε στην υδρόχαρη αβουλία της συναισθηματικής υπερπλασίας. Οσάκις πηγάζει από τέτοια αιτία, πρόκειται αναντίρρητα για κατάσταση παθολογική. Διαστέλλοντας τον πόνο του κόσμου σε κοσμικό και εγωιστικό, είναι αυτονόητο οτι μας απασχολεί μόνο ο πρώτος. Ο πόνος αυτός μπορεί να προβάλλει με τη στιγμιαία έκφραση συλλογικών συμπτώσεων σαν το κατασκεύασμα της Βαβέλ, τους κήπους της Σεράμιδος στη Βαβυλώνα ή τα κυκλώπεια μεγέθη των ελληνικών μύθων. Σαν ξέχωρη κίνηση στην λογοτεχνική ροή του νεώτερου αιώνα, παρουσιάζεται στην περίοδο «της ορμής και της θύελλας» (Sturm und Drang) και του ρομαντισμού στη Γερμανία ή τη βυρωνική εποχή στην Αγγλία. Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για εντονότερη και χτυπητή εκδήλωση κάτω από τα αναφιλητά ή το οργίλο ύφος της απελπισίας. Πολύ περισσότερο όμως ο πόνος του κόσμου διαπερνά τον άνθρωπο σαν υπόγειο ποτάμι συνειδητά ή ανεπίγνωστα σε κάθε ώρα και σε κάθε φάση της ζωής του. Το κακό με την πληθυντική του γονιμότητα προβάλλει με σαλέματα πολυκέφαλης έρπουσας ύδρας και μεταστοιχειώνεται στην ασύλληπτη ενεργητικότητα ενός αέναου πρωτεϊσμού.
Η σήμανση του πόνου στη φύση έχει αντικειμενική χροιά, γιατί το κακό στέκεται έξω από τον οντολογικό ορίζοντα. Ο χειμώνας, που τον φέρνουν σταθερά οι ώρες, εκτελεί το χρέος της φθοράς με την ακολουθία δρεπανηφόρων αρμάτων. Η ευκρασία του αέρα, η θαλερή χλωρίδα και το ζωϊκό βασίλειο εκτίθενται στο στροβιλισμό των πνοών ενός τεράστιου φονικού ρυπιδίου. Ο θάνατος ακαταμάχητος και αργός συνωθεί στον άπληστο κόλπο του όλες τις μορφές της ζωής. Με το ίδιο εύρος μετώπου παρουσιάζεται η ανάγκη του κακού στον αγώνα για την επιβίωση των όντων. Εάν απουσιάζει από το φυσικό πεδίο η κατανόηση και το κακό δεν μεταπίπτει στο ερμηνευτικό σχήμα του πόνου, η ουσία του πόνου δεν αλλάζει. Η γενική βιολογική διάθεση του ζώου, που σπαράζεται, είναι διαφορετική από εκείνη του ζώου, που κατασπαράζει. Στον άνθρωπο εξ’ αιτίας της γνωστικής του ιδιαιτερότητας, ο τυφλός και ασύνειδος πόνος της φύσης είναι ξέχωρα διαφωτιστικός, γιατί παραπέμπει στην ερμητική (ερημητική) απομόνωσή του μέσα στο οντικό περιβάλλον και στη βεβαιότητα ότι το κύρος του πόνου είναι απολέμητο, αφού η πηγή του ανιχνεύεται στα αδιατάρακτα βάθη του κόσμου (malum physicum).
Ήδη τη γέννηση του ανθρώπου συνοδεύει ο σπασμός των ωδίνων, που αθροίζει τη σωματική αμηχανία και τον ψυχικό τάραχο της μητέρας. Και το κλάμα του νιογέννητου, σαν η πρώτη αντίδραση στην επαφή του με τον κόσμο, παραπέμπει στην συμβολική πληροφορία ότι ο πόνος προορίσθηκε να στέκεται ο δια βίου συνοδός και παραστάτης του ανθρώπου. Επίσης, την κραταιή και αναπαλλοτρίωτη σιωπή του νεκρού συνοδεύει σαν τελευταία έκφραση του δεσμού του με την ζωή ο αποχαιρετιστήριος θρήνος, το μοιρολόι των ζωντανών. Ο πόνος στα δυο αυτά έσχατα βιολογικά σήμαντρα, που ανοίγουν και κλείνουν την πύλη της ζωής, διαφωτίζει τη σχέση του ανθρώπου με τη μεταφυσική του προέκταση (ante et post). Η κατάσταση του ανθρώπου, που την ορίζει η οντολογική διάκριση η στηριζόμενη στο γνώρισμά του για γνωστική κατανόηση του Είναι, μπορεί να παραβληθεί με παλίνδρομη απορροή από τον πόνο στον πόνο. Το φιλόσοφο, όχι μόνο δεν παραπέμπει στο σοφό, αλλά εκφράζει την οδυνηρή ανάλωση μεταξύ του γνωστού, που δεν ικανοποιεί, και του αγνώστου, που αυξάνει τόσο πιό πολύ , όσο πιό πολύ αναζητείται. Το εωσφορικό συναίσθημα της παντογνωσίας, που προβάλλει στιγμιαία, ελέγχεται αυστηρά από τη σωφροσύνη του ανθρώπου, η οποία αποκλείει την είσοδό του στην περιοχή της απόλυτης αλήθειας. Ο άνθρωπος δεν επροικίσθηκε με τον intellectus infinitus.
Εντονότερα αισθητή και περισσότερο πλούσια εμφανίζεται η πολυχρωμία του πόνου στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Ο ηθικός κόσμος είναι ανθρώπινη καθαρά δημιουργία, που η αρχή της διαλύεται στο μακρινό σύθαμπο της ιστορικής αμφιλύκης. Η γενετική αιτία του ηθικού κόσμου είναι σύδετη με τις συμβιωτικές παρενέργειες. Ο σκοπός του ηθικού κόσμου κατατείνει στην αντίκρουση της κοινωνικής έχθρας, κατά τον τρόπο που την έχθρα της φύσης προς τα άλλα ζώα την αντιμετωπίζει η διαδικασία της «βιολογικής διαλεκτικής». Οι έννοιες του δικαίου και της αρετής πλαστουργούν αυτόν τον αγλαόμορφο σκοπό, ανάλογα με το βαθμό που αναγνωρίζονται από τον άνθρωπο και παρακολουθείται η λειτουργία τους στο ιερό του οντολογικού του οίκου. Εάν την τάξη στη φύση την οικονομεί η μηχανική νομοτέλεια, η αρμονία του ηθικού κόσμου εξαρτάται από την αποκλειστική προϋπόθεση της ελευθερίας. Η άγνοια ή η συνειδητή ασέβεια του ανθρώπου απέναντι στην ελευθερία απαγορεύει την ηθική αρμονία και καταφάσκει την ιστορική ταραχή. Η ιστορική ταραχή είναι το κάτοπτρο του στείρου και μηδενιστικού πόνου, αντίθετα προς τη δημιουργική και οιστρήλατη οδύνη, που συνοδεύει την ανύψωση του ανθρώπου στον αξιολογικό χώρο της ελευθερίας και της ευδαιμονίας. Και οι δύο μορφές του πόνου, η πρώτη ποσοτικά κατακλυσμιαία και η δεύτερη ποιοτικά θεοφόρητη, μας δίνουν την παράστασή του μέσα στο τόξο του ηθικού φάσματος (malum morale).
Η σύντομη αυτή σκιαγράφηση του πόνου, που διατρέχει τον ορίζοντα της φυσικής, της μετα-φυσικής και της ιστορίας, δίνει το μέτρο της δεσποτείας του επάνω στον κόσμο. Η απειρότητα των μορφών, μέσα στις οποίες αναπηδά και βυθίζεται, μεταμοσχεύει και ξανανθίζει, είναι σημαντική των ιμπεριαλιστικών του ορίων. Η ηχητική πανδαισία του έχει μετατρέψει το σύμπαν στο μέγα του λάλητρο. Και το αρχέτυπό του φυλάσσεται στην εικόνα των βασάνων και του μαρτυρίου των ίδιων των θεών. Η ταύτιση του Οσίριδος και του Διονύσου απηχεί την πράξη της κοινής κατακρεούργησης μέσα σε μια αδελφική συνοδεία, που εφορεύεται από την ανάγκη της ανανέωσης. Η ίδια αναστάσιμη ανάγκη παρουσιάζει εντονότερα τον ανθρωπολογικό χαρακτήρα της στο δράμα του Ιησού. Εδώ ο πόνος περικλείει φανερά και την ανθρώπινη συμμετοχή και εξωθείται στην ανώτατη έκφραση. Η σκηνή της αγωνίας, που μεταβάλλει τον ιδρώτα του μετώπου σε αίμα στον κήπο της εγκατάλειψης, έκλεισε τελειωτικά το κεφάλαιο κάθε νέας θρησκευτικής απόπειρας, να περιγράψει πιστότερα την ανάλογη οριακή κατάσταση.
πηγή: antikleidi