ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΜΥΘΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΕΡΩΤΑ - ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΦΑΙΔΡΟΣ ΠΛΑΤΩΝΑ



Αρχικώς αντιγράφουμε ένα απόσπασμα από τον «Φαίδρο» του Πλάτωνα:

«ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Και υπάρχουν δύο είδη μανίας, η μία προέρχεται απ’ τα ανθρώπινα νοσήματα και η άλλη οφείλεται σε απομάκρυνση -με τη συμβολή των θεών – από τα καθιερωμένα νόμιμα.
ΦΑΙΔΡΟΣ: Σωστά.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Τη θεία μανία την έχουμε χωρίσει σε τέσσερα μέρη από τους τέσσερις θεούς, αφού αποδώσαμε τη μαντική στον Απόλλωνα, την τελεστική στον Διόνυσο, την ποιητική στις Μούσες, η τέταρτη, η ερωτική μανία, που προέρχεται από την Αφροδίτη και τον Έρωτα, είπαμε ότι είναι η καλύτερη. Δεν γνωρίζω όμως πως απεικονίζοντας το ερωτικό πάθοςάλλοτε με το να αγγίζουμε την αλήθεια, ίσως και με το να παραφερόμαστε σε άλλα, αφού ταιριάξαμε ένα λόγο όχι εντελώς απίθανο, ψάλαμε με κοσμιότητα και ευλάβεια ένα μυθικό ύμνο στον Έρωτα, το δικό μου και το δικό σου κυρίαρχο, Φαίδρε, τον προστάτη των ωραίων παιδιών.»[1]


Ο πλατωνικός Σωκράτης αναφέρει δύο είδη μανίας: η μία είναι θεία μανία και η άλλη προέρχεται από τα ανθρώπινα νοσήματα (πάθη). Τη θεία μανία τη χωρίζει σε τέσσερα μέρη από τους τέσσερις θεούς και έτσι έχουμε:
  1. Ερωτική μανία-Αφροδίτη και Έρωτας
  2. Ποιητική μανία-Μούσες
  3. Τελεστική μανία-Διόνυσος
  4. Μαντική (μανία)-Απόλλων
Συνεχίζοντας το λόγο αναφέρει πως παραφέρθηκαν στην αναζήτηση τους και επίσης πως άγγιξαν την αλήθεια, με αυτό τον τρόπο απεικόνισαν το ερωτικό πάθος στο σύνολο του και έψαλαν με κοσμιότητα και ευλάβεια ένα μυθικό ύμνο στον Έρωτα, τον προστάτη των ωραίων παιδιών, τον δικό τους κυρίαρχο. Σε ποια σημεία του έργου όμως παραφέρθηκαν και σε ποια άγγιξαν την αλήθεια;
Ξεκινώντας από το πρώτο ερώτημα, ο ίδιος ο Σωκράτης, στο στίχο 242d.5-242d.9, μετανιώνει για τα λόγια που εκστόμισαν και οι δύο τους προς τον θεϊκό Έρωτα.

«-Τρομερό, Φαίδρε, τρομερό λόγο εκστόμισες, και ο ίδιος με ανάγκασες να πω.
-Τι λοιπόν;
-Λόγο ανόητο και κάπως ασεβή γνωρίζεις άλλον πιο αξιοκατάκριτο από αυτόν;
-Κανέναν άλλο, εάν εσύ βέβαια μιλάς αληθινά[2]

Δηλαδή η παραφορά τους απέναντι στον Έρωτα άρχισε με την εισήγηση του λόγου του Λυσία από τον Φαίδρο και συνεχίστηκε από τον Σωκράτη, όντας εκστασιασμένος και κατεχόμενος από ποιητική μανία ο τελευταίος. Η παραφορά τους ξεκινάει από το στίχο230e.5. και τελειώνει περίπου στο στίχο 242a.2.

Ας εξετάσουμε ,τώρα, σε ποια σημεία του κειμένου άγγιξαν την αλήθεια.  Χρήσιμες πληροφορίες στη σχετική αναζήτηση μας, μας δίνει ο Ερμείας:

 «Σχεδιάζουν δε και τον Έρωτα με τη μορφή παιδιού με φτερά. Παιδί για το ακμαίο, το μη έχων έρθει σε ανδρική ακμή, και χωρίς να είναι σκληρός, ξηρός. Με φτερά διότι ανάγει την ψυχή στο Νοητό.»[3](Βλ., Ερμείας «Υπόμνημα εις τον Φαίδρον Πλάτωνος» 188.1 – 188.3)

Ο Ερμείας μας πληροφορεί πως ο Έρωτας ανάγει τη ψυχή στο νοητό. Γνωρίζοντας, επίσης, απ’ τον πλατωνικό Σωκράτη της Πολιτείας πως το νοητό είναι ο αληθινός κόσμος και το ΕN-ON ο νοητός ήλιος (βιβλία στ’ και ζ’), διεξάγουμε το συμπέρασμα πως ο Σωκράτης και Φαίδρος για να κατόρθωσαν να αγγίξουν την αλήθεια (νοητό), χρειάστηκαν θεία παρέμβαση (του Έρωτα).

Μόνο ο θεϊκός Έρωτας όμως ανάγαγε τις ψυχές τους;

Στον προαναφερθέν στίχο (265a.9-265c.3) , προτού ο Σωκράτης αναφέρει πως άγγιξαν την αλήθεια, μας κάνει αναφορά για τέσσερις θεϊκές μανίες και τέσσερις αντίστοιχους θεούς, όπου η κάθε θεϊκή μανία απομακρύνει από τα πάθη με τη συμβολή των θεών. Οι θεοί, λοιπόν, που συνέβαλαν για την ψυχική αναγωγή του Σωκράτη και του Φαίδρου, είναι τέσσερις, τέσσερις επίσης οι μανίες που τους χορηγήθηκαν απ’ τους θεούς αυτούς και τέσσερα τα στάδια που πέρασαν έως την τελείωση τους. Ας δούμε ποια είναι αυτά αναλυτικά καθώς επίσης θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τον Σωκράτη και τον Φαίδρο στις διαφορετικές καταστάσεις μανίας.

Α) Ως πρώτη θεϊκή μανία έχουμε την ερωτική μανία, η οποία είναι χορηγία της θεάς Αφροδίτης και του θεού Έρωτα. Το στάδιο αυτό ξεκινάει από τον στίχο 227c.1 διότι σε αυτό το σημείο ξεκινάει να τους απασχολεί (Σωκράτη-Φαίδρο) ο ερωτικός λόγος του Λυσία. Ο Σωκράτης είναι ο γνωστός φιλόσοφος-εραστής και ο Φαίδρος ο ερωμένος του Σωκράτη (μαθητής). Παρατηρούμε, επίσης, λίγο πρωτού ξεκινήσει ο Φαίδρος το λόγο του Λυσία, ότι ο Σωκράτης ορκίζεται στον Κύνα. Τι θέλει να δηλώσει με αυτόν του τον όρκο; Σχετικά με τον Κύνα μας αναφέρει ο Ολυμπιόδωρος:

«Και πάλι λένε ότι ο Ηρακλής κατήλθε στον Άιδη και πήρε-έλαβε τον Θησέα πείθοντας τον σκύλο-κύνα Κέρβερο. Και πάλι λένε ότι ο Σκύλος-Κύων έγινε σκληρός άνθρωπος. Ψεύδος αυτά. Ο κύων είναι η ελεγκτική ζωή, και ο Ηρακλής καθώς ήταν ευδαίμων και μέγιστος ελεγκτής όλους έσωζε. Και οι 12 άθλοι του, άλλα σημαίνουν.» (Βλ., Ολυμπιόδωρος «Εις τον Πλάτωνος Γοργίαν σχόλια» 44.6.6 – 44.6.12)

Επιπλέον και  όσο αφορά τον Σωκρατικό όρκο «νὴ τὸν κύνα», ο Ερμείας αναφέρει:

«ο κύων-σκύλος αποδίδεται στον Ερμή και είναι το τελευταίο ίχνος της Ερμαϊκής σειράς, και αφού η παρούσα υπόθεση αφορά τους λόγους (ο Ερμής είναι έφορος του λόγου του Λυσίου), δικαίως ορκίζεται στον κύνα-σκύλο»[4]
  • Κύων =η ελεγκτική ζωή που πραγματοποιείται δια τον Λόγο.
Ο Σωκράτης ορκίζεται στον Κύνα, λοιπόν, πρώτον διότι η παρούσα υπόθεση αφορά τους λόγους και δεύτερον διότι από αυτό το σημείο και έπειτα ξεκινάει ο έλεγχος του προς τον Φαίδρο διά του λόγου. Τη χορηγία της Αφροδίτης και του Έρωτα (ερωτική μανία) την λαμβάνουν και οι δύο με αποτέλεσμα ο λόγος που θα τους απασχολήσει να είναι ερωτικός και αναγωγικός, εφόσον ο έρωτας ανάγει τη ψυχή στο νοητό.

Επόμενη θεϊκή μανία, τώρα, έχουμε την ποιητική μανία η οποία χορηγείται από τις Μούσες. Ο Σωκράτης στο στίχο 237a.8 επικαλείται τις Μούσες και η ποιητική μανία τον διακατέχει αμέσως. Στο στίχο 238d.3, μάλιστα, λέει πως τα λόγια του δεν διαφέρουν σε τίποτα από τους διθυράμβους των ποιητών. Αναφορά στο λόγο αυτό κάνει ο Πρόκλος και την παραθέτω:

«Αυτή λοιπόν την ένθεη ποίηση την ονόμασε στον Φαίδρο (245a) κατοχή από τις Μούσες και μανία, που δίνεται εκ των άνω στην αγνή και παρθένα ψυχή. Έργο της είναι να εγείρει και να προκαλεί βακχική συμπεριφορά με τις ωδές και τα άλλα ποιήματα, και σκοπός της να παιδαγωγεί τους νεότερους υμνώντας τα αμέτρητα ανδραγαθήματα των παλαιοτέρων».[5]

Αυτό, λοιπόν, είναι το δεύτερο στάδιο της αναγωγής στο νοητό.

Τρίτη θεϊκή μανία είναι η τελεστική και χορηγός της ο θεός Διόνυσος. Ο Σωκράτης κατεχόμενος από την ποιητική μανία κάνει ωδή προς τον Διόνυσο χρησιμοποιώντας διθύραμβο στα λόγια του (στ. 238d.3). Ο ίδιος ο Πλάτων στους Νόμους μας εξηγεί πως ο διθύραμβος έχει άμεση σχέση με τον Διόνυσο:

«ΜΕΓΙΛΛΟΣ: Ποιους νόμους εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Πρώτον, εκείνους που αφορούσαν τη μουσική της εποχής εκείνης, αν θέλεις να εξετάσουμε από την αρχή τη μεγάλη πρόοδο του ελεύθερου βίου. Γιατί τότε, πράγματι, η μουσική σε μας ήταν διαιρεμένη στα διάφορα είδη της και σε καθορισμένα σχήματα, και ένα είδος άσματος ήταν οι ευχές προς τους θεούς, οι οποίες ονομάζονταν ύμνοι. Και σε αυτό, όπως, υπήρχε ένα είδος άσματος που ήταν αντίθετο, και αυτό μπορούσε κανείς πετυχημένα να το ονομάσει θρήνο. Και άλλο είδος ήταν οι παιάνες, και ένα άλλο ήταν δημιουργία του Διονύσου, το οποίο, νομίζω, λεγόταν διθύραμβοςΤο ίδιο αυτό είδος το ονόμαζαν νόμους, σαν να ήταν κάποια άλλη ωδή˙ πρόσθεταν μάλιστα τον χαρακτηρισμό κιθαρωδικούς.»[6]

Επιπλέον μας αναφέρει ο Πρόκλος:

«Ο διθύραμβος γράφεται για τον Διόνυσο και έλαβε την ονομασία του από αυτόν, είτε επειδή ο Διόνυσος ανατράφηκε στο δίθυρο άντρο που βρίσκεται στην Νύσα είτε επειδή αυτός επινοήθηκε μόλις λύθηκαν τα ράμματα του Διός είτε επειδή ο Διόνυσος θεωρείται ότι γεννήθηκε δυο φορές, μία από τη Σεμέλη και δεύτερη φορά από τον μηρό του Διός. Ο Πίνδαρος λέει ότι ο διθύραμβος επινοήθηκε στην Κόρινθο. Ο Αριστοτέλης λέει ότι εκείνος που ξεκίνησε αυτό το άσμα είναι ο Αρίων, ο οποίος εισήγαγε πρώτος τον κυκλικό χορό.» [7]

Βλέπουμε, μάλιστα, πως ο Πλάτων τους ονομάζει κιθαρωδικούς νόμους, δηλαδή θείοι νόμοι του Διονύσου που ψάλλονταν με τη συνοδεία κιθάρας.

Σχετικά με τους θείους νόμους ο Πορφύριος λέγει:

«Πρώτος ο νόμος του Θεού, δεύτερος ο νόμος της ανθρώπινης φύσεως και τρίτος ο νόμος ο θετός νόμος των εθνών και των πόλεων. Ο νόμος της φύσης προσδιορίζει την έκταση των αναγκών του σώματος και, υποδεικνύοντας τι είναι απαραίτητο για αυτές τις ανάγκες, επικρίνει την έφεση προς τα μάταια και τα περιττά. Ο θετός νόμος, που ισχύει για τους διάφορους λαούς, είναι μια συμβατική ρύθμιση των αμοιβαίων κοινωνικών σχέσεων, στην βάση της γενικής παραδοχής των θεσπέσιων κανόνων. Ο θείος νόμος, τέλος, τοποθετήθηκε από τον νου μέσα στις έννοιες/νοήσεις των λογικών ψυχών, ένεκα σωτηρία των τελευταίων τούτων, και ανακαλύπτεται μέσα από την αλήθεια των εσωτερικών της σκέψεωνΑυτό το νόμο, τoν αγνοούν οι ακάθαρτες και άφρονες ψυχές, διότι εκπέμπει τη λάμψη του μέσα από τη φρόνηση και την απάθεια. Είναι ανώτερος από τη τύχη και ισχυρότερος από όλες τις μορφές δυνάμεως»[8]

Διευκρινίζει μάλιστα πως:

«Τον γνωρίζει μόνο ο νους, που τον αναζητά εντατικά και τον βρίσκει αποτυπωμένο στον εαυτό του, και τον παίρνει από αυτόν τροφή για την ψυχή του σαν να επρόκειτο για το σώμα του. Διότι πρέπει να θεωρήσουμε ότι σώμα του νοός είναι η λογική ψυχή, την οποία τρέφει ο νους, που μέσω του οικείου του φωτός οδηγεί στην αναγνώριση και παραδοχή τις εντός της λογικής ψυχής έννοιες τις οποίες χάραξε σε αυτή σύμφωνα με την αλήθεια του θείου νόμου. Ο νους, λοιπόν, γίνεται δάσκαλος, σωτήρας, τροφέας, φύλακας και αναγωγός, φθεγγόμενος μετά σιγής την αλήθεια, ξεδιπλώνει και δίνει στην ψυχή τον θείο νόμο και, στρέφοντας το όμμα προς τις εντός του εαυτού του νοητικές συλλήψεις, τον αναγνωρίζει εν τέλει αποτυπωμένο μέσα στην ψυχή προαιωνίως.»[9]

Έτσι, λοιπόν, με βάσει τα παραπάνω, για να αντιληφθεί κάποιος τους διθυράμβους θα πρέπει να έχει καθαρθεί και να είναι φρόνιμος (σοφός) και όχι ακάθαρτος (ψυχικά) και άφρονας, διότι οι διθύραμβοι είναι θεϊκοί νόμοι και εκπέμπουν τη λάμψη τους μέσα από την φρόνηση και την απάθεια.
Στη συνέχεια ο Σωκράτης δεν χρησιμοποιεί άλλο στην ομιλία του διθυράμβους αλλά λέει πως εκφράζεται ως ποιητής επικών στίχων (στ. 241e.1), δηλαδή αναφέρεται σε ηρωϊκές καταστάσεις και ανδραγαθήματα των προγόνων.

Όπως προαναφέραμε στο παραπάνω απόσπασμα του Πρόκλου:

«Έργο της (της ένθεης ποίησης-ποιητική μανία) είναι να εγείρει και να προκαλεί βακχική συμπεριφορά με τις ωδές και τα άλλα ποιήματα, και σκοπός της να παιδαγωγεί τους νεότερους υμνώντας τα αμέτρητα ανδραγαθήματα των παλαιοτέρων.»

Τέλος, στο στίχο 242b.6, o Σωκράτης νιώθει ενόχληση από το δαιμόνιο του, διότι “έσφαλε” σε κάτι που σχετίζεται με τα θεία και λίγο παρακάτω θα αποδώσει νέα ωδή στο θεϊκό Έρωτα (παλινωδία στ.244a.1) μετανιωμένος για τα όσα απέδωσε σε αυτόν. Προφανώς ο θεϊκός Σωκράτης δεν έσφαλε σε κάτι αλλά όλο αυτό, διθύραμβος-επική ποίηση-παλινωδία, είναι τελεστική διαδικασία που πραγματοποιείται με θέληση και με καθορισμένη σειρά για συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

Ο Πρόκλος μας δίνει σημαντική σχετική πληροφορία:

«Όπως ο Ορφέας τοποθετεί επικεφαλή του βασιλιά την μονάδα του Απόλλωνα, η οποία τον αποτρέπει από την πρόοδο προς το τιτανικό πλήθος και από την απομάκρυνσή του από τον βασιλικό θρόνο και τον φρουρεί άχραντο εν τη ένωσει, έτσι και ο δαίμων του Σωκράτη τον οδηγεί στο νοητικό ύψος και τον κρατά μακριά από τις συναναστροφές με τους πολλούς. Διότι ο δαίμων είναι αντίστοιχος προς τον Απόλλωνα, όντας ακόλουθος του, και ο λόγος του Σωκράτη αντίστοιχος προς τον Διόνυσοαφού ο εντός μας νους είναι γέννημα της δύναμης του θεού τούτου.»[10]

Εξ ου και συμφώνως με τον Πρόκλος:

«ο εντός μας νους είναι διονυσιακός, πραγματικό άγαλμα του Διονύσου».[11]

Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη μας, γίνεται φανερό σε εμάς πως ο Σωκράτης μέσω της συγκεκριμένης τελεστικής διαδικασίας, προφανώς, ενώνει τον εντός μας νου με τον Διονυσιακό Νου.
 Έτσι, λοιπόν, αυτό είναι το τρίτο στάδιο αναγωγής της ψυχής και επαφής του νου με τα νοητά.

Τέταρτη και τελευταία θεϊκή μανία. Η μαντική και χορηγός της ο θεός Απόλλων. Ξεκινώντας την παλινωδία ο Σωκράτης, κάνει λόγο για τη θεϊκή μανία στο σύνολο της και επαινεί με τα λόγια του την Πυθία, τη προφήτη των Δελφών και τις ιέρειες της Δωδώνης, πως πρόσφεραν πολλές και καλές υπηρεσίες στην ζωή των Ελλήνων όταν κατέχονταν από μανία (μαντική). Μας αναλύει εκτενέστερα κάθε μία από τις τέσσερις θεϊκές μανίες και μας αιτιολογεί την προερχόμενη ονομασία της καθεμιάς. Επίσης κάνει λόγο για το ΟΝ, την αρχή, τη κίνηση, την Ουσία, το Νου, τη ψυχή, τους ανθρώπινους βίους, τους δύο κύκλους της ψυχής – ταυτού και θατέρου, τον νοητό ουράνιο θόλο, τα «άρματα» των θεών και άλλα, όπου η γνωστική του μανία (μαντεία) και η λεπτομερής αναφορά του στα νοητά (σαν να βρίσκεται όντως εκεί και να γνωρίζει τη σύσταση και τη λειτουργία των πάντων) κάνει φανερό το τέταρτο στάδιο της αναγωγής και της εγκαθίδρυσης της ψυχής εκεί. Αυτό ξεκινάει περίπου με την αρχή της παλινωδίας (στ. 244a.1) και τελειώνει περίπου στο (στ. 265c.4).

Βλέπουμε λοιπόν ότι η αναγωγή τους στο νοητό περνάει μέσα από τέσσερα βασικά στάδια. Στα τρία τελευταία όμως παρατηρούμε ότι μόνο ο Σωκράτης κατεχόταν από τις θείες μανίες.

Πώς, λοιπόν, ο Φαίδρος άγγιξε την αλήθεια; Γιατί τα σημεία όπου παραφέρθηκαν (στ. 230e.5 έως 242a.2) συμπίπτουν με αυτά που άγγιξαν την αλήθεια (στ. 227c.1 έως 265c.4); Γιατί ο Έρωτας, ο προστάτης των ωραίων παιδιών, είναι προστάτης και κυρίαρχος του Σωκράτη και του Φαίδρου;

Σε όλα αυτά τα ερωτήματα μας απαντάει ο θείος Πρόκλος:

«Η ψυχή επομένως που πρόκειται να δεχτεί την κατοχή των Μουσών πρέπει να διαθέτει από πριν και τα δύο τούτα χαρακτηριστικά, να είναι δηλαδή αγνή και παρθένα, για να είναι αφ’ ενός στον μεγαλύτερο βαθμό ευαίσθητη απέναντι στο θείον και να ταυτίζεται με αυτό στις μεταβολές της, και αφ’ ετέρου απαθής απέναντι σε όλα τα άλλα, καθόλου δεκτική και ανόθευτη από αυτά. Τρίτον, ο Πλάτων προσθέτει το έργο που είναι κοινό της δραστηριότητας αυτής και της κατοχής των Μουσών και μανίας. Η έγερση δηλαδή και η βακχεία είναι το έργο που ολοκληρώνεται ως σύμπτωση και ταύτιση και των δύο τούτων, εννοώ του δέκτη και του πομπού λάμψης, του καταυγαζόμενου και του καταυγάζοντας, όπου ο τελευταίος προκαλεί εκ των άνω την κίνηση και ο πρώτος λαμβάνει ως υπόστρωμα το χάρισμα που του δίνει ο άλλος. Η έγερση είναι ύψωση που πραγματοποιεί η ψυχή και αδιάφθορη ενέργεια, επιστροφή προς το θείον από την πτώση στην γένεση. Όσο για τη βακχεία είναι ένθεη κίνηση, άφθαρτος και ακατάλυτος χορός στην περιοχή του θείου, το στοιχείο που οδηγεί τους κατεχόμενους στην τελεστική ολοκλήρωση. Είναι εξάλλου απαραίτητα και τα δύο τούτα στοιχεία για να μην μπορούν οι κατεχόμενοι να εκπέσουν προς το χειρότερο και, αντίθετα, να μπορούν να κινηθούν εύκολα προς το ανώτερο. Τέταρτον, η εξύμνηση των αμέτρητων ανδραγαθημάτων των παλαιών και η μέσω αυτών παιδαγώγηση των νεότερων είναι προφανές ότι εννοεί πως η ποίηση αυτή παρουσιάζει τα ανθρώπινα πράγματα τελειότερα και λαμπρότερα διά μέσου των θεϊκών και ότι δημιουργεί για τους ακροατές της αληθινή παιδεία. Κάθε άλλο λοιπόν παρά πρέπει να αποξενώνεται η ένθεη τούτη ποίηση από την παιδευτική δύναμη της. Νομίζω ωστόσο ότι η έννοια της παιδείας δεν είναι η ίδια για την κατάσταση αφ’ ενός των νέων και αφ’ ετέρου εκείνων που έχουν ολοκληρωθεί ήδη χάρη στην πολιτική και οι οποίοι τώρα πια έχουν ανάγκη ν’ ακούσουν σχετικά με τους θεούς κάτι που θα έχει εντονότερο τον μυστικό χαρακτήρα του. Η τέτοιου είδους ποίηση συνεπώς έχει παιδευτικό ρόλο για όλους όσοι την ακούνε, όταν είναι ένθεη και όταν ο θεϊκός τούτος χαρακτήρας της γίνεται φανερός στους ακροατές της, διότι η επιφανειακή επαφή της δεν αγγίζει την μυστική αλήθεια που είναι κρυμμένη στο εσωτερικό της. Δικαιολογημένα λοιπόν βάζει πρώτη από όλες τις άλλες τέχνες του ανθρώπου την ποίηση τούτη που δημιουργείται από τις Μούσες στις αγνές και παρθένες ψυχές. Υποστηρίζει μάλιστα ότι ο ποιητής που δεν κατέχεται από την μανία αυτή είναι ατελής, και αυτός και η ποιητική δημιουργία του, και ότι η ποίηση του σώφρονα ποιητή αφανίζεται από την ποίηση εκείνων που κατέχονται από τη μανία, διότι η ανθρώπινη σύλληψη υπολείπεται στα πάντα από το θεϊκό χάρισμα. Τέτοια πράγματα μας δίδαξε ο Σωκράτης στον Φαίδρο σχετικά με την ένθεη ποίηση, την οποία τοποθετεί στην ίδια θέση κατεξοχήν με τη θεϊκή μαντική και την τελεστική και της οποίας την πρώτη εμφάνιση ανάγει στους θεούς.» [12]

Ο Φαίδρος λοιπόν ως δέκτης απ’ την απορροή της θείας έμπνευσης του Σωκράτη, ανυψώθηκε μαζί με τον τελευταίο και επέστρεψε προς το θείον απ’ την πτώση της γένεσης.

Απ’ τα προαναφερθέντα του Πρόκλου γίνεται αντιληπτό επίσης ότι στην πραγματικότητα ποτέ ο Σωκράτης και ο Φαίδρος δεν παραφέρθηκαν, διότι ο διάλογος έχει έντονο το μυστικό χαρακτήρα και η τέτοιου είδους ποίηση είναι ένθεη και έχει παιδευτικό ρόλο εάν και εφόσον υπάρχει η ικανότητα αντίληψης και απολαβής της μυστικής αλήθειας. Η παραφορά τους απέναντι στο θείο είναι επιφανειακή, ενώ στην πραγματικότητα στόχος ήταν εξ αρχής η αλήθεια και η ευδαιμονία. Εν τούτοις δεν υπάρχει συγκεκριμένο σημείο παραφοράς τους προς το θείον αλλά αντιθέτως εξ αρχής υπάρχει συνεχείς επαφή με το θείον, σε άλλα σημεία με εντονότερο το μυστικό χαρακτήρα και σε άλλα όχι τόσο.

Και ο Σωκράτης και ο Φαίδρος για να δεχτούν την κατοχή των Μουσών πρέπει η ψυχή τους να διαθέτει τα δύο προαναφερθέν χαρακτηριστικά˙ να είναι αγνή και παρθένα για να είναι αφ’ ενός στον μεγαλύτερο βαθμό ευαίσθητη απέναντι στο θείον και να ταυτίζεται με αυτό στις μεταβολές της, και αφ’ ετέρου απαθής απέναντι σε όλα τα άλλα, καθόλου δεκτική και ανόθευτη από αυτά. Επομένως και οι δύο δικαιολογημένα είναι εύμορφα παιδιά (στη ψυχή) και όχι ποικιλόμορφα.

Συνεπώς η αναγωγός θεϊκή δύναμη, τους κυριαρχεί και τους προστατεύει (Έρωτας).

Γιατί όμως ο Σωκράτης λέει πως η ερωτική μανία είναι η καλύτερη;

Η ερωτική μανία είναι η μόνη μανία που τους κατείχε απ’ την αρχή έως το τέλος της αναζήτησης τους. Είναι η μανία που πυροδοτεί την αναζήτηση του κάλλους και η αρχή της ευδαιμονίας-αναγέννησης. Σε συνδυασμό έπειτα με τις άλλες τρεις θεϊκές μανίες που διαπιστώσαμε, ο Σωκράτης και ο Φαίδρος άγγιξαν την αλήθεια και κατ’ αυτό τον τρόπο απεικόνισαν το ερωτικό πάθος και έψαλλαν με ευλάβεια έναν μυθικό ύμνο στον Έρωτα. Γιατί όμως μυθικός;
  • Μυθήρια: μύθοι, διηγήματα, λέξεις σχηματισθείσα υπό των γραμματικών προς παραγωγήν και ερμηνείαν της λέξεως «μυστήρια». (Βλ., Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσηςτων Pappe-Passow-Κουμανούδη).
  • Μυστηρία:  Μυθήρια• μῦθος γὰρ ὁ λόγος. Βέλτιον οὖν, ἃ δεῖ μύσαντας τηρεῖν ἔνδον. (Βλ., Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικό)
  • «ἡ γὰρ μυθολογία θεολογία τίς ἐστι» (Βλ., Ερμείας «Σχόλια στον Φαίδωνα Πλάτωνος» 73.17)
Εφόσον μύθος και μυστήριο είναι ένα και το αυτό, κατανοούμε ότι ο μυθικός ύμνος που έψαλλαν στον Έρωτα, είναι μια πανίερη μυστηριακή τελετή που σκοπό έχει την επαφή της ψυχής με τα θεία. Σχετικά με μυστηριακές τελετές και στάδια για την ολοκλήρωση αυτής, μας πληροφορεί ο Θέωνας ο Σμυρναίος:

«η φιλοσοφία είναι η μύηση και η παράδοση της αληθούς τελετής και των πραγματικών και αληθινών μυστηρίωνΥπάρχουν όμως πέντε στάδια στη μύηση. Εκείνο που προέχει πραγματικά και είναι το πρώτο, είναι ο καθαρμός. Διότι τα μυστήρια δε μεταδίδονται σε όλους όσους θα ήθελαν, αλλά κάποια πρόσωπα αποκλείονται με την φωνή του κήρυκα, τέτοια όπως εκείνα που τα χέρια τους δεν είναι αγνά και που ο λόγος τους είναι άναρθρος. Είναι επίσης απαραίτητο εκείνοι που δεν αποκλείσθησαν από τη μύηση, να υποστούν προηγουμένως κάποιον καθαρμό. Το δεύτερο στάδιο μετά τον καθαρμό είναι η παράδοση της Τελετής. Το τρίτο ονομάζεται εποπτεία. Και το τέταρτο, που είναι ο σκοπός της εποπτείας, είναι το δέσιμο του κεφαλιού και η τοποθέτηση των στεμμάτων επάνω του, ώστε αυτός που μυείται είναι πλέον ικανός να μεταδώσει σε άλλους τις Τελετές που έλαβε, ανεξάρτητα από το αν είναι δαδουχία, ή Ιεροφαντία, ή κάποια άλλη ιερωσύνη. Αλλά το πέμπτο στάδιο, που είναι αποτέλεσμα των παραπάνω, είναι η ευδαιμονία που απορρέει από την θεοφιλία και τη σύνδεση με τους Θεούς. Όμοια με τα παραπάνω είναι η παράδοση των Πλατωνικών δογμάτων. Αρχικά είναι απαραίτητος κάποιος καθαρμός, τέτοιος όπως η άσκηση από τη νεανική ηλικία στις κατάλληλες αρχές. Αναφέρει ο Εμπεδοκλής: “Είναι αναγκαίο να καθαρθείς από το μίασμα αντλώντας ύδωρ από πέντε πηγές σε ένα δοχείο από καθαρό χαλκό”

Ο δε Πλάτωνας λέει ότι ο καθαρμός πρέπει να απορρέει από πέντε κανόνες· αυτοί είναι η αριθμητική, η γεωμετρία, η στερεομετρία, η μουσική και η αστρονομία. Η παράδοση των φιλοσοφικών θεωρημάτων, των λογικών, των πολιτικών και των φυσικών είναι όμοια με την μύηση. Ο Πλάτωνας ονομάζει την πραγματεία περι τα νοητά, τα όντως Όντα και τις ιδέες, εποπτεία. Και η ικανότητα που αποκτάται από την καθοδήγηση άλλων στην ίδια θεωρία, πρέπει να θεωρηθεί ανάλογη με το δέσιμο της κεφαλής και το στεφάνωμά της. Αλλά το πέμπτο και το τελειότερο πράγμα είναι η ευδαιμονία που προέρχεται από αυτά, καθώς και, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, μια όσο το δυνατόν εξομοίωση με το Θεό.»[13]

Ο Θέων μας λέγει ξεκάθαρα πως η φιλοσοφία είναι η μύηση και η παράδοση της αληθούς τελετής και των πραγματικών και αληθινών μυστηρίων. Επίσης μας αναφέρει πέντε βασικά στάδια:
  1. Καθαρμός
  2. Παράδοση τελετής
  3. Εποπτεία
  4. Ανάδεσις στεφάνων
  5. Ευδαιμονία
Τα πέντε αυτά στάδια βλέπουμε πως σχετίζονται άμεσα με τα τέσσερα προαναφερθέν στάδια αναγωγής του Σωκράτη και του Φαίδρου. Δηλαδή έχουμε:
  1. Ερωτική μανία Κάθαρση (Ο Σωκράτης με τον όρκο του στον Κύνα, όπως προαναφέραμε, ξεκινάει τον έλεγχο του ερωμένου του. Σχετικά με τον μύθο του Βορέα μας πληροφορεί ο Ερμείας: «Ο Βορέας είναι η άνωθεν φωτιζόμενη Πρόνοια των Θεών προς τα κατώτερα την πρόνοια, λοιπόν, των Θεών στον κόσμο, τη δηλώνει με τον Βορέα και για αυτό ο Βορέας πνέει από τους υψηλούς τόπους∙ την αναγώγιο δύναμη των Θεών, τη δηλώνει με τον Νότο, επειδή από τα χαμηλά προς τα υψηλά πνέει»[14]Και σχετικά με την αναφορά του στο ιερό της άγρας μας λέγει πάλι ο Ερμείας πως είναι αφιερωμένο στη θεά Άρτεμη διότι η συγκεκριμένη θεά κάθε άγριο και ανήμερο καταστέλλει.[15] Έτσι λοιπόν η κάθαρση στο πρώτο στάδιο είναι αντιληπτή.)
  2. Ποιητική μανία =Παράδοση τελετής (Μέσω της ένθεης ποίησης παραδίδεται τελετή.)
  3. Τελεστική μανία = Εποπτεία (Όπως προαναφέραμε ο νους εποπτεύει τα νοητά)
  4. Μαντική Ανάδεσις στεφάνων (Η εγκαθίδρυση της ψυχής στα νοητά)
  5. Το πέμπτο στάδιο είναι το αποτέλεσμα των παραπάνω και είναι η ευδαιμονία που απορρέει από την θεοφιλία και τη σύνδεση του Σωκράτη και του Φαίδρου με τους θεούς.
Δηλαδή, ο Σωκράτης και ο Φαίδρος, μέσα από όλα τα στάδια που πέρασαν είχαν ένα και μόνον στόχο, άγγιξαν την αλήθεια και έτσι απεικόνισαν το ερωτικό πάθος, στο σύνολο τέλεσαν έναν μυστηριακό ύμνο μέσω της αναγωγής τους στο νοητό και καταστάθηκαν ευδαίμονες. Δηλαδή, έψαλλαν έναν μυθικό ύμνο στον Έρωτα.



[1] Βλ. Πλάτων «Φαίδρος στ. 265a.9-265c.3» :
     Phaedr 265.a.9 ` to     Phaedr 265.c.3
{ΣΩ.} Μανίας δέ γε εἴδη δύο, τὴν μὲν ὑπὸ νοσημάτων ἀνθρωπίνων, τὴν δὲ ὑπὸ θείας ἐξαλλαγῆς τῶν εἰωθότων νομίμων γιγνομένην.
{ΦΑΙ.} Πάνυ γε.  
{ΣΩ.} Τῆς δὲ θείας τεττάρων θεῶν τέτταρα μέρη διελόμενοι, μαντικὴν μὲν ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, Διονύσου δὲ τελεστικήν, Μουσῶν δ᾽ αὖ ποιητικήν, τετάρτην δὲ Ἀφροδίτης καὶ Ἔρωτος, ἐρωτικὴν μανίαν ἐφήσαμέν τε ἀρίστην εἶναι, καὶ οὐκ οἶδ᾽ ὅπῃ τὸ ἐρωτικὸν πάθος ἀπεικάζοντες, ἴσως μὲν ἀληθοῦς τινος ἐφαπτόμενοι, τάχα δ᾽ ἂν καὶ ἄλλοσε παραφερόμενοι, κεράσαντες οὐ παντάπασιν ἀπίθανον λόγον, μυθικόν τινα ὕμνον προσεπαίσαμεν μετρίως τε καὶ εὐφήμως τὸν ἐμόν τε καὶ σὸν δεσπότην Ἔρωτα, ὦ Φαῖδρε, καλῶν παίδων ἔφορον.
[2] Βλ. Πλάτων «Φαίδρος στ. 242d.4 – 242.d.8» :
     Phaedr 242.d.4 ` to     Phaedr 242.d.8
{ΣΩ.} Δεινόν, ὦ Φαῖδρε, δεινὸν λόγον αὐτός τε ἐκόμισας ἐμέ τε ἠνάγκασας εἰπεῖν.  
{ΦΑΙ.} Πῶς δή;  
{ΣΩ.} Εὐήθη καὶ ὑπό τι ἀσεβῆ· οὗ τίς ἂν εἴη δεινότερος;  
{ΦΑΙ.} Οὐδείς, εἴ γε σὺ ἀληθῆ λέγεις.
[3] Βλ. Ερμείας στο «Σχόλια στον πλατωνικό “Φαίδρο”, 188.1 – 188.3»
     In Platonis Phaedrum scholia 188.1 ` to     In Platonis Phaedrum scholia 188.3 Γράφουσι δὲ καὶ τὸν Ἔρωτα παῖδα ἐπτερωμένον· παῖδα μὲν διὰ τὸ ἀκμαῖον καὶ ἄνηβον καὶ μὴ ἀπεσκληκὸς, πτερωτὸν δὲ διὰ τὸ ἀνάγειν τὴν ψυχὴν ἐπὶ τὸ νοητόν.
[4] Βλ. Ερμείας στο «Σχόλια στον πλατωνικό “Φαίδρο”, 26.4 – 26.5»
     In Platonis Phaedrum scholia 26.4 ` to     In Platonis Phaedrum scholia 26.5 ὁ κύων τῷ Ἑρμῇ ἀνάκειται καὶ ἔστι τελευταῖον ἴχνος τῆς Ἑρμαϊκῆς σειρᾶς
[5] Βλ. Πρόκλος «εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, Β’, 1.180.10 – 1.180.16» :
       in R 1.180.10 ` to     in R 1.180.16 ταύτην τοίνυν τὴν ἔνθεον ποιητικὴν ἐν <Φαίδρῳ> [p. 245a] κατοκωχὴν μὲν ἀπὸ Μουσῶν καὶ μανίαν προσείρηκεν, εἰς ἁπαλὴν δὲ καὶ ἄβατον ἄνωθεν δίδοσθαι ψυχήν, ἔργον δὲ αὐτῆς εἶναί φησιν ἀνεγείρειν τε καὶ ἐκβακχεύειν κατά τε τὰς ᾠδὰς καὶ τὴν ἄλλην ποίησιν, τέλος δὲ τὸ μυρία τῶν παλαιῶν ἔργα κοσμοῦσαν τοὺς ἐπιγιγνομένους παιδεύειν.
[6]   Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 700.a.6 – 700.b.6»:
     Leg 700.a.6 ` to     Leg 700.b.6
{ΜΕ.} Ποίοις δὴ λέγεις;  
{ΑΘ.} Τοῖς περὶ τὴν μουσικὴν πρῶτον τὴν τότε, ἵνα ἐξ ἀρχῆς διέλθωμεν τὴν τοῦ ἐλευθέρου λίαν ἐπίδοσιν βίου. διῃρημένη γὰρ δὴ τότε ἦν ἡμῖν ἡ μουσικὴ κατὰ εἴδη τε ἑαυτῆς ἄττα καὶ σχήματα, καί τι ἦν εἶδος ᾠδῆς εὐχαὶ πρὸς θεούς, ὄνομα δὲ ὕμνοι ἐπεκαλοῦντο· καὶ τούτῳ δὴ τὸ ἐναντίον ἦν ᾠδῆς ἕτερον εἶδος—θρήνους δέ τις ἂν αὐτοὺς μάλιστα ἐκάλεσεν—καὶ παίωνες ἕτερον, καὶ ἄλλο, Διονύσου γένεσις οἶμαι, διθύραμβος λεγόμενος. νόμους τε αὐτὸ τοῦτο τοὔνομα ἐκάλουν, ᾠδὴν ὥς τινα ἑτέραν· ἐπέλεγον δὲ κιθαρῳδικούς.
[7] Βλ. Πρόκλος «Χρηστομάθεια, 42» :
     Bibl 239.320a.25 ` to     Bibl 239.320a.33   Ὁ δὲ διθύραμβος γράφεται μὲν εἰς Διόνυσον, προσαγορεύεται δὲ ἐξ αὐτοῦ, ἤτοι διὰ τὸ κατὰ τὴν Νύσαν ἐν ἄντρῳ διθύρῳ τραφῆναι τὸν Διόνυσον ἢ διὰ τὸ λυθέντων τῶν ῥαμμάτων τοῦ Διὸς εὑρεθῆναι αὐτόν, ἢ διότι δὶς δοκεῖ γενέσθαι, ἅπαξ μὲν ἐκ τῆς Σεμέλης, δεύτερον δὲ ἐκ τοῦ μηροῦ. Εὑρεθῆναι δὲ τὸν διθύραμβον Πίνδαρος ἐν Κορίνθῳ λέγει· τὸν δὲ ἀρξάμενον τῆς ᾠδῆς Ἀριστοτέλης Ἀρίονά φησιν εἶναι, ὃς πρῶτος τὸν κύκλιον ἤγαγε χορόν.
[8] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 25.1 – 25.9 :
     Ad Marcellam 25.1 ` to     Ad Marcellam 25.9 Τρεῖς δὲ νόμοι διακεκρίσθωσαν οἵδε· εἷς μὲν ὁ τοῦ θεοῦ, ἕτερος δὲ ὁ τῆς θνητῆς φύσεως, τρίτος δὲ ὁ θετὸς κατ᾽ ἔθνη καὶ πόλεις. ὁ μὲν οὖν τῆς φύσεως ἀφορίζων τὰ μέτρα τῶν χρειῶν τοῦ σώματος καὶ τὸ ἐν ταύταις δεικνὺς ἀναγκαῖον τὸ μάτην κἀκ περιττοῦ σπουδαζόμενον ἐλέγχει. ὁ δὲ θετός τε καὶ κατ᾽ ἔθνη διατεταγμένος κατὰ συνθήκην τὴν πρὸς ἀλλήλους κρατύνει κοινωνίαν διὰ τῆς πρὸς τὰ τεθέντα ὁμολογίας. ὁ δ᾽ αὖ θεῖος ὑπὸ μὲν τοῦ νοῦ σωτηρίας ἕνεκα ταῖς λογικαῖς ψυχαῖς κατὰ τὰς ἐννοίας διετάχθη, δι᾽ ἀληθείας δὲ τῶν ἐν αὐταῖς πεφασμένων εὑρίσκεται.
[9] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 26.6 – 27.1 :
     Ad Marcellam 26.6 ` to     Ad Marcellam 27.1 νοῦς δὲ αὐτὸν μόνος γινώσκει μεταλλεύων αὐτοῦ τὴν ἔρευναν καὶ τετυπωμένον ἐν αὑτῷ ἐξευρίσκει τροφήν τε ἀπ᾽ αὐτοῦ πορίζει τῇ ὥσπερ σώματι αὐτοῦ ψυχῇ· νοῦ γὰρ σῶμα ψυχὴν λογικὴν θετέον, ἣν τρέφει ὁ νοῦς τὰς ἐν αὐτῇ ἐννοίας, ἃς ἐνετύπωσε καὶ ἐνεχάραξεν ἐκ τῆς τοῦ θείου νόμου ἀληθείας, εἰς ἀναγνώρισιν ἄγων διὰ τοῦ παρ᾽ αὐτῷ φωτός· καὶ διδάσκαλος αὐτὸς γινόμενος καὶ σωτὴρ καὶ τροφεὺς καὶ φύλαξ καὶ ἀναγωγός, μετὰ σιγῆς μὲν φθεγγόμενος τὴν ἀλήθειαν, τὸν δὲ θεῖον αὐτῆς ἐξελίττειν νόμον διδοὺς διὰ τῆς εἰς αὐτὸν ἐμβλέψεως ἐν ταῖς εἰς αὐτὸν ἐπιβολαῖς ἐν αὐτῇ τετυπωμένον ἐξ ἀιδίου ἐπιγινώσκει.
[10]  Βλ. Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, τόμος Α’, 83.9 – 83.16» :
     in Alc 83.9 ` to     in Alc 83.16 καθάπερ Ὀρφεὺς ἐφίστησι τῷ βασιλεῖ Διονύσῳ τὴν μονάδα τὴν Ἀπολλωνιακὴν ἀποτρέπουσαν αὐτὸν τῆς εἰς τὸ Τιτανικὸν πλῆθος προόδου καὶ τῆς ἐξαναστάσεως τοῦ βασιλείου θρόνου καὶ φρουροῦσαν αὐτὸν ἄχραντον ἐν τῇ ἑνώσει, κατὰ τὰ αὐτὰ δὴ καὶ ὁ Σωκράτους δαίμων περιάγειν μὲν αὐτὸν εἰς τὴν νοερὰν περιωπήν, ἐπέχειν δὲ τῶν πρὸς τοὺς πολλοὺς συνουσιῶν. καὶ γὰρ ἀνάλογον ὁ μὲν δαίμων ἐστὶ τῷ Ἀπόλλωνι, ὀπαδὸς ὢν αὐτοῦ, ὁ δὲ Σωκράτους λόγος τῷ Διονύσῳ, γέννημα γάρ ἐστιν ὁ ἐν ἡμῖν νοῦς τῆς τοῦ θεοῦ τούτου δυνάμεως.
[11] Βλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 133.1» :
     in Cra 133.1 ` to     in Cra 133.7 Οτι ὁ ἐν ἡμῖν νοῦς Διονυσιακός ἐστιν καὶ ἄγαλμα ὄντως τοῦ Διονύσου.
[12] Βλ. Πρόκλος «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, τόμος Β’, 1.181.12 – 1.182.24» :
     in R 1.181.12 ` to     in R 1.182.24 δεῖ δὴ οὖν ἀμφότερα ἅμα τὴν ψυχὴν προειληφέναι ταύτην, ἥτις ἂν μέλλῃ ταῖς Μούσαις ἔσεσθαι κάτοχος, ἁπαλήν τε αὐτὴν ὑπάρχειν καὶ ἄβατον, ἵνα πρὸς μὲν τὰ θεῖα παντελῶς εὐπαθὴς ᾖ καὶ συμπαθής, πρὸς δὲ τὰ ἄλλα πάντα ἀπαθὴς καὶ ἄδεκτος αὐτῶν καὶ ἀμιγὴς πρὸς αὐτά. τρίτον τοίνυν τὸ κοινὸν ἔργον τῆς τε τοιαύτης ἐπιτηδειότητος καὶ τῆς τῶν Μουσῶν κατοκωχῆς καὶ μανίας προστίθησιν. τὸ γὰρ ἀνεγείρειν τε καὶ ἐκβακχεύειν τοῦτο δή ἐστιν τὸ ἐκ τῆς ἀμφοτέρων εἰς ταὐτὸν συμπληρούμενον ἔργον, λέγω δὴ τοῦ τε ἐλλαμπομένου καὶ ἐλλάμποντος· τοῦ μὲν ἄνωθεν κινοῦντος, τοῦ δὲ ὑπεστρωμένου τῇ ἐκείνου δόσει. ἔστι δὲ ἡ μὲν ἔγερσις ἀνάτασις ὑπὸ τῆς ψυχῆς καὶ ἀδιάστροφος· ἐνέργεια καὶ ἀπὸ τῆς ἐν τῇ γενέσει πτώσεως ἐπιστροφὴ πρὸς τὸ θεῖον, ἡ δὲ βακχεία κίνησις ἔνθεος καὶ χορεία περὶ τὸ θεῖον ἄτρυτος, τελεσιουργὸς τῶν κατεχομένων. δεῖ δὲ αὖ πάλιν καὶ τούτων ἀμφοτέρων, ἵνα ἄπτωτοι μὲν ὦσιν οἱ κάτοχοι πρὸς τὸ χεῖρον, εὐκίνητοι δὲ πρὸς τὸ κρεῖττον. τέταρτον δὴ οὖν τὸ μυρία τῶν παλαιῶν ἔργα κοσμεῖν καὶ διὰ τούτων τοὺς ἐπιγινομένους παιδεύειν πρόδηλον, ὅτι τά τε ἀνθρώπινα διὰ τῶν θείων αὐτὴν τελειότερα δεικνύναι καὶ λαμπρότερά φησιν, καὶ παιδείαν ἀπ᾽ αὐτῆς ἀληθινὴν παραγίνεσθαι τοῖς κατηκόοις αὐτῆς γινομένοις. πολλοῦ ἄρα δεῖ τὴν ποιητικὴν ταύτην τὴν ἔνθεον τῆς παιδευτικῆς δυνάμεως ἀποστερεῖν· ἀλλ᾽ οἶμαι τὸ τῆς παιδείας οὐ ταὐτὸν εἶναι πρός τε τὰς τῶν νέων ἕξεις καὶ τὰς τῶν ἤδη τελεωθέντων ἐκ τῆς πολιτικῆς καὶ δεομένων τῆς μυστικωτέρας ἤδη περὶ τῶν θείων ἀκροάσεως. ἔστιν ἄρα ἡ τοιαύτη ποίησις παντὸς μᾶλλον παιδευτικὴ τῶν ἀκουόντων, ὅταν ἔνθεος ᾖ καὶ ὅταν τὸ θεῖον αὐτῆς τοῦτο κατάδηλον γίνηται τοῖς ἀκούουσιν· ἡ γὰρ ἐπιπολῆς αὐτῆς ἐπαφὴ τῆς ἔνδον ἀποκρυπτομένης μυστικῆς ἀληθείας οὐκ ἀντιλαμβάνεται. ταύτην δὴ τὴν ἐκ τῶν Μουσῶν ὑφισταμένην ἐν ταῖς ἁπαλαῖς καὶ ἀβάτοις ψυχαῖς ποιητικὴν ἁπάσης ἄλλης τέχνης ἀνθρωπίνης εἰκότως προτίθησιν· τὸν γὰρ ἄνευ τῆς τοιαύτης μανίας ποιητὴν ἀτελῆ καὶ αὐτὸν καὶ τὴν ποίησιν αὐτοῦ καὶ ὑπὸ τῆς τῶν μαινομένων ἀφανίζεσθαι τὴν τοῦ σωφρονοῦντος διϊσχυρίζεται· τῆς γὰρ θείας δόσεως τῷ παντὶ τὴν ἀνθρωπίνην ἐπιβολὴν ἀπολείπεσθαι.     Τοιάδε μὲν οὖν ὁ ἐν τῷ Φαίδρῳ Σωκράτης ὑπὲρ τῆς ἐνθέου ποιητικῆς ἡμᾶς ἀνεδίδαξεν, τῇ τε θείᾳ μαντικῇ καὶ τῇ τελεστικῇ συντάττων αὐτὴν διαφερόντως καὶ τὴν πρώ την ἔκφανσιν αὐτῆς εἰς θεοὺς ἀναπέμπων.
[13] Βλ. Θέωνας Σμυρναίος «Τα κατά μαθηματικόν χρήσιμα εις την Πλάτωνος ανάγνωσιν, 14.18 – 16.2» :
         De utilitate mathematicae, 14.18 – 16.2 : «κα γρ α τν φιλοσοφαν μησιν φαη τις ν ληθος τελετς κα τνντων ς ληθς μυστηρων παρδοσιν. μυσεως δ μρη πντε. τ μν προηγομενον καθαρμς· οτε γρ πασι τος βουλομνοις μετουσα μυστηρων στν, λλ εσν ος ατν εργεσθαι προαγορεεται, οον τος χερας μ καθαρς κα φωννξνετον χοντας, κα ατος δ τος μ εργομνους νγκη καθαρμο τινος πρτερον τυχενμετ δ τν κθαρσιν δευτραστν  τς τελετς παρδοσις· τρτη δ πονομαζομνη ποπτεα· τετρτη δ δ κα τλος τς ποπτεας, νδεσις κα στεμμτων πθεσις, στε κα τροις, ς τις παρλαβε τελετς, παραδοναι δνασθαι, δδουχας τυχντα εροφαντας  τινος λλης ερωσνης· πμπτη δ  ξ ατν περιγενομνη κατ τ θεοφιλς κα θεος συνδαιτον εδαιμονα. κατὰ ταὐτὰ δὴ καὶ ἡ τῶν Πλατωνικῶν λόγων παράδοσις τὸ μὲν πρῶτον ἔχει καθαρμόν τινα, οἷον τὴν ἐν τοῖς προσήκουσι μαθήμασιν ἐκ παίδων συγγυμνασίαν.  μν γρ μπεδοκλς κρηνων π πντ νιμντ φησιν τειρι χαλκ δεν πορρπτεσθαι· δ Πλτων π πντε μαθημτων δεν φησι ποιεσθαι τν κθαρσιν· τατα δ στν ριθμητικ, γεωμετρα, στερεομετρα, μουσικστρονομα. τ δ τελετ οικεν  τν κατ φιλοσοφαν θεωρημτων παρδοσις, τν τε λογικν κα πολιτικν κα φυσικν. ποπτεαν δ νομζει τν περ τ νοητ κα τ ντως ντα κα τ τν δεν πραγματεαννδεσιν δ κα κατστεψιν γητον τ ξ ν ατς τις κατμαθεν οἷόν τε γενσθαι κα τρους ες τν ατν θεωραν καταστσαι. πμπτον δ ν εη κα τελετατον  κ τοτων περιγενομνη εδαιμονα κα κατ ατν τν Πλτωνα μοωσις θε κατ τ δυνατν».
[14]      In Platonis Phaedrum scholia 28.12 ` to    In Platonis Phaedrum scholia 29.10   Βορας δ στιν  νωθεν πιλαμπομνη ες τδετερα τν θεν πρνοια· τν γρ πρνοιαν τν θεν τν ες τν κσμον δι το Βορου δηλοσι, δι τ κα τν Βοραν π τνψηλν τπων πνεν· τν δ ναγωγν τν θεν δναμιν δι το Ντου, δι τ π τν χθαμαλν π τ ψηλ πνεν· α δ α πρς Ντ … εσ θειτεραι·.
[15]      In Platonis Phaedrum scholia 29.27 ` to     In Platonis Phaedrum scholia 30.8
γραας ρτμιδος ερν δρυσαν θηναοιδι τ φορον εναι τατην τν θεν παντς το γρουκα πν τ γριον κα νμερονκαταστλλειν.

πηγή: eleysis69