ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ - ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΛΑΟΚΟΟΝΤΑ, ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ



Ο  Λαοκόων ήταν ιερέας  του Απόλλωνα ή  Ποσειδώνα στην Τροία και συμβούλευσε τους  Τρώες  να μη δεχτούν στην πόλη  τους  τον Δούρειο Ίππο. Τότε η Αθηνά  έστειλε από την Τένεδο δύο φίδια  που βγήκαν από τη θάλασσα και τον θανάτωσαν με τους δύο γιους  του. Τη στιγμή αυτή  του θανάτου  των δύο γιων με τον πατέρα τους έκαναν  άγαλμα  οι  Ρόδιοι γλύπτες Αγήσανδρος, Πολύδωρος  και Αθηνόδωρος γύρω στο 200 π.Χ. Το σύμπλεγμα του Λαοκόωντα  βρέθηκε το 1506 κοντά  στη Ρώμη και αγοράστηκε από τον Πάπα Ιούλιο τον Β΄ που  το τοποθέτησε στο Βατικανό, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα. Το περίφημο αυτό άγαλμα  εκφράζει την ύψιστη ακμή της ελληνικής τέχνης. Ο Μιχαήλ Άγγελος το ονόμασε "το αιώνιο θαύμα της τέχνης".


Ο  G. Lessing  (Γερμανός  συγγραφέας - 1729-1781) στο δοκίμιό  του laokoon αναλύει αισθητικά το άγαλμα του Λαοκόωντα. Ο Γκαίτε ανέφερε  ότι σε αυτή την ανάλυση του βιβλίου ο Λέσσινγκ έδειξε τη διαφορά της λογοτεχνίας από τις εικαστικές τέχνες  με μοναδικό τρόπο.

Έτσι ο εικαστικός  τεχνίτης οφείλει να περιορίζεται  στα όρια του ωραίου  ενώ  συγχωρείται  στον λογοτέχνη που πρέπει να εκφράσει τα πάντα  να εξέρχεται  και πιο πέρα  από αυτό. Ο ζωγράφος και ο γλύπτης εργάζονται  με τη  χάρη  της  εξωτερικής  αίσθησης  των μορφών  που μονάχα  στο Ωραίο  τέρπεται.  Ο λογοτέχνης όμως εργάζεται  με τη  χάρη  της  φαντασίας (και της  εσωτερικότητας) η οποία  και το δύσμορφο ακόμα  στέργει. Ενώ  η ζωγραφική και η γλυπτική  ασχολούνται  με σώματα  που τα καθηλώνουν σε στάση ή σε κίνηση, η λογοτεχνία (ειδικά η ποίηση) ασχολείται με πράξεις  που εξελίσσονται. Η έντονη περιγραφική τάση που στη ζωγραφική είναι αρετή, στην ποίηση είναι αστοχία.

Με  την περιγραφή του αγάλματος αναλύονται και οι κανόνες  του Ωραίου.

Τα φίδια με τα τεράστια σώματά τους έχουν περιτυλίξει τα τρία  σώματα και αρχίζουν το φονικό έργο τους. Αλλά το πάθος των θυμάτων διαβαθμίζεται  με σοφία. Ο μικρότερος γιος  υποκύπτει  στο δάγκωμα του ενός  από τα φίδια και κοντεύει να πεθάνει. Ο μεγαλύτερος είναι ακόμα  άτρωτος και προσπαθεί  να ελευθερωθεί  από τις φοβερές σπείρες  του φιδιού, ενώ συγχρόνως στρέφει με τρόμο το βλέμμα  προς τον πατέρα. Στη μορφή του Λαοκόωντα, που τον δαγκώνει στο πλευρό το άλλο φίδι, είναι κορυφωμένη η οδύνη και η αγωνία. Το σώμα του ολόκληρο είναι τεντωμένο και τινάζεται από σπασμούς.

Ανάλογη  προς την ηλικία  και το πάθος είναι και η ανατομική διάπλαση των σωμάτων, που κατά την πάλη με τους δράκοντες γυμνώνονται από τα ιμάτιά τους.Το σώμα του παιδιού που πεθαίνει είναι απαλό ενώ του μεγαλύτερου γιου είναι πιο δυνατά διαμορφωμένο. Στο σώμα του Λαοκόωντα η ένταση των μυών φθάνει στο κατακόρυφο, οι φλέβες  είναι φουσκωμένες και το στήθος φαίνεται έτοιμο να σπάσει.

Ο Βίγκελμαν γράφει πώς κύριο και γενικό γνώρισμα  της ζωγραφικής και γλυπτικής των Ελλήνων είναι  η ευγενής  απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο, στη στάση και την έκφραση των προσώπων. Όπως ο βυθός  της θάλασσας ατρεμεί πάντοτε  όσο και αν μαίνεται η επιφάνεια, έτσι και η έκφραση του προσώπου, παρ' όλη  την επίδραση των παθών, φανερώνει μεγάλη και σεμνή ψυχή. Τέτοια  ψυχή εικονίζεται στο πρόσωπο του Λαοκόωντα ανάμεσα  σε  σφοδρότατους πόνους. Δε φανερώνεται μόνο στο πρόσωπο το άλγος χωρίς  μανία, αλλά και σε όλα τα μέρη του σώματος, στους μυς και την επώδυνα συνεσπασμένη   κοιλιά. Ο Λαοκόων δε  βγάζει φοβερή κραυγή - παρ' όλο τον πόνο - όπως φαίνεται από το άνοιγμα  του στόματος, αλλά έναν  εναγώνιο και κατεσταλμένο στεναγμό. Η καρτερική υπομονή και η μεγαλοψυχία υπερισχύουν της φυσικής  αντίδρασης στον  έντονο πόνο. Αυτήν την πνευματική δύναμη ο σοφός  καλλιτέχνης χάραξε  στο μάρμαρο.

Γενικότερα  στην ελληνική τέχνη ο ύψιστος  νόμος της εικαστικής τέχνης ήταν η μίμηση και απόδοση του Ωραίου και για αυτό  απέφευγαν οι τεχνίτες του Λαοκόωντα να παραστήσουν την κραυγή  που θα παραμόρφωνε  το πρόσωπο και την αντικατέστησαν με βαθύτατο στεναγμό. Οι καλλιτέχνες  εικόνιζαν μόνο το Ωραίο, που έθελγε το θεατή. Στην ελληνική τέχνη ύψιστος σκοπός  είναι  η καλλιτεχνική  ανάδειξη  των κατά λόγο  αληθών μορφών του όντος. Στην εικόνα  προέχει  η  πρόκριση  του Ωραίου με τα όρια  του μέτρου. Τίποτα δε γίνεται μάταια  και  αποφεύγεται  εντέχνως  κάθε απεικόνιση του άσχημου ή του ασύμβατου με την ψυχική ηρεμία και απλότητα. Μας  γράφει ο Αριστοτέλης  στην ποιητική του (1453, β2): "στην τραγωδία, το να  ακούει κανείς  τα φοβερά πράγματα και να φρίττει κινητοποιώντας τη νόηση και τη φαντασία  είναι το καλλιτεχνικά σωστό. Το να παρασκευάζει  όμως κανείς  το φοβερό και το τερατώδες  απεικονίζοντάς  το (βλέπε τον σύγχρονο κινηματογράφο και τα παιδικά κινούμενα σχέδια στην τηλεόραση), δηλαδή  όχι  μέσω της πλοκής του μύθου αλλά μέσω της ωμής όψεως  (και εικόνας) είναι πολύ άτεχνο". Το τερατώδες  και το άσχημο  αποτυπωμένο  εικαστικά είναι  ξένο προς την ελληνική τέχνη και νοοτροπία.

Τα τερατώδη θεάματα, που μας  προκαλούν τρομερή έκπληξη και δυσάρεστο φόβο και όχι αισθητική συγκίνηση ή ηθική αγωγή της ψυχής  αποβλέπουν στη νευρική διέγερση και όχι στην κάθαρση της ψυχής "δια του ελέου και φόβου". Για αυτό  και στην ελληνική τέχνη είναι απορριπτέο όλο αυτό.  Στα  "πολιτικά " του ο Αριστοτέλης απαγορεύει στους νέους τη θέα εικόνων με ρυπαρογραφίες όλων των ειδών, προκειμένου να μένει αγνή η φαντασία  τους από όλες τις παραστάσεις του δυσειδούς  ή του γελοίου.


Ποτέ οι Έλληνες δεν ασχήμιζαν τα έργα  τους αποτυπώνοντας την υπερβολή των συναισθημάτων, όπως την μανία, την απελπισία, την τρέλα και τον ολοφυρμό.Για αυτό και δεν απεικόνιζαν τις Ερινύες. Την οργή την μετρίαζαν σε αυστηρότητα. Τον Δία που ακόντιζε τον κεραυνό, ο ποιητής τον εικόνιζε  οργισμένο αλλά ο εικαστικός  τεχνίτης πολύ αυστηρό. Στις εικαστικές τέχνες  τα πάθη πραϋνονται. Ο ολοφυρμός πραϋνεται  σε  σεμνό πένθος. Η κραυγή του πόνου πραϋνεται σε ευγενικό στεναγμό, που προκαλεί οίκτο και όχι αποτροπιασμό, κάτι  που το βλέπουμε και στο πρόσωπο του Λαοκόωντα, για να μην διαστραφεί άσχημα το πρόσωπό  του. Είναι  φανερό  ότι στην ελληνική τέχνη και αισθητική η αντικειμενική  αλήθεια μετατρέπεται από τον καλλιτέχνη σε  υποκειμενική έκφραση χωρίς  έντονες  αιχμές. Δηλαδή το άσχημο της φύσης μετατρέπεται σε  ωραίο της τέχνης.


 Ας σκεφτούμε  ότι η σύγχρονη βιομηχανία  του θεάματος  και η σύγχρονη τέχνη επιτυγχάνουν  ακριβώς  το αντίθετο  σε σχέση με την ελληνική καλαισθησία  και τέχνη, δηλαδή την αλλοίωση  του εσωτερικού αισθητικού κόσμου της ανθρώπινης ψυχής, προκειμένου η τελευταία  να βολοδέρνει  αστόχαστα  στα κύματα  ενός τρικυμιώδους ωκεανού που κατασπαράσσει  κάθε δυνατότητα καλλιτεχνικής και ηθικής ύψωσης του ανθρώπινου είναι. Αποτέλεσμα της ψυχικής αυτής  κατάστασης  είναι  η αποξένωση του ανθρώπου όχι μόνο από άνθρωπο, αλλά κυρίως από τον ίδιο του τον εαυτό. Απόλυτη  ατομικότητα, ανοίκεια πραγματικότητα, διασπασμένη  συνειδητότητα.