ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΑΡΧΑΙΟ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ ΣΤΟΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ


Συλλογικό φαντασιακό και δημοκρατία

 Στην πολιτική φιλοσοφία του ο Καστοριάδης, προσπαθώντας να πλησιάσει ένα δημοκρατικό πολίτευμα που θα αποτελεί πρότυπο, στρέφεται στην αρχαία Ελλάδα. Συγκεκριμένα, συγκρίνει το αρχαίο ελληνικό φαντασιακό, με το νεότερο πολιτικό και καταλήγει στο να πλέξει ένα εγκώμιο για το δημοκρατικό πολίτευμα της αρχαίας Ελλάδας. Για ποιο λόγο όμως «φαντασιακό»; Γιατί ο Καστοριάδης δίνει τόση ιδιαίτερη σημασία στην «φαντασιακή θέσμιση» της κοινωνίας;

Για τον Καστοριάδη, ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία ορίζεται κατ’ ουσία από την φαντασιακή δημιουργία. Στο συγκεκριμένο σημείο, είναι απαραίτητο να διερευνηθεί η έννοια του «φαντασιακού» στην θεωρία του Καστοριάδη που μιλώντας με όρους ψυχαναλυτικούς, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίζουμε ως ένα Συλλογικό Υπερεγώ. Όπως επισημαίνει και ο ίδιος, «φαντασιακό, δεν σημαίνει και φανταστικό». Αντίθετα, είναι μια πιο πολύπλοκη έννοια καθώς δηλώνει όλες εκείνες τις λειτουργίες που έχουν διοχετευτεί στην κοινωνία χωρίς κάποια λογική αιτιώδη εξήγηση. Οι κοινωνικές φαντασιακές σχέσεις που δημιουργούνται σε μια κοινωνία και ενσαρκώνονται από τους θεσμούς της, εντοπίζονται στις πρακτικές της θρησκείας, στον ρόλο που παίζουν οι πρόγονοι, στην ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας, διαγωγής και παράδοσης που επιβάλλονται από την γέννηση ενός ατόμου μέσα σε μια κοινωνία. Η επιβολή αυτή όμως, δεν λαμβάνει χώρα ως ένας καταναγκασμός. Πολύ περισσότερο, οι φαντασιακές σχέσεις διαιωνίζονται μέσω των πρακτικών της καθημερινής ζωής, μέσω των κοινών ηθών και των εθίμων μιας κοινωνίας και στην ουσία, υπάρχουν για να εξασφαλιστεί ο έλεγχός της. Οι φαντασιακές κοινωνικές σημασίες καθορίζουν τις αξίες μιας κοινωνίας, ορίζουν τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι αληθές και τι ψευδές, τι είναι δίκαιο και τι άδικο. Μια κοινωνία δεν θα μπορούσε να υφίσταται χωρίς θέσμιση, χωρίς να υπάρχουν σε αυτήν σημασίες καθώς μόνο μέσω σημασιών διασφαλίζεται η συνοχή, η ενότητα και φυσικά δημιουργείται μια ενιαία ταυτότητα.

Έχοντας ως γνώμονα τον τρόπο που δημιουργούνται οι θεσμοί και οι σημασίες μέσα σε μια κοινωνία, ο Καστοριάδης διακρίνει δύο διαφορετικά ήδη κοινωνιών. Ως «ετερώνυμες κοινωνίες», οι οποίες αποτελούν και την πλειοψηφία, ορίζονται οι κοινωνίες στις οποίες οι νόμοι και οι θεσμοί τους δίδονται από άλλη κοινωνία. Μια ετερώνυμη κοινωνία διακρίνεται από «κλείσιμο των σημασιών» (cloture) καθώς δεν διερωτάται πάνω στις κληροδοτημένες σημασίες, δεν αμφισβητεί το κοινωνικό φαντασιακό της και φαντάζει καταδικασμένη σε μια στασιμότητα. Στον αντίποδα βρίσκεται η «αυτόνομη κοινωνία» που όχι μόνο φτιάχνει μόνη της τους νόμους της, αλλά ταυτόχρονα τους επαναξιολογεί συνεχώς, εγκαθιδρύοντας μια καινούρια σχέση με το παρελθόν. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η αρχαία Ελλάδα και η δυτική Ευρώπη την περίοδο της Αναγέννησης, καθώς όχι μόνο και στις δύο περιπτώσεις πηγή του νόμου ήταν η ίδια η κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα υπήρχαν αναστοχασμοί και προβληματισμοί πάνω στους ήδη θεσπισμένους νόμους. Παράλληλα, στις δύο αυτές περιπτώσεις ξεπροβάλλει για πρώτη φορά η ιδέα της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας. Προεκτείνοντας την έννοια της αυτονομίας και στον ιδιωτικό βίο, και μάλιστα ως απαραίτητο προαπαιτούμενο της δημοκρατίας, ο Καστοριάδης διαφοροποιείται αισθητά από παρεμφερείς θεωρητικούς της δημοκρατίας. Μια συνεπής υιοθέτηση του εν λόγω κριτηρίου, όπως το θέτει ο Καστοριάδης, θα απέκλειε τη μεταφυσική διάσταση και θα ασκούσε κριτική στη θεολογική σκέψη, ενώ ταυτόχρονα θα επέβαλλε εφεξής σε οποιαδήποτε πολιτεία αυτοπροσδιορίζεται ως «δημοκρατική» το καθήκον να εκπαιδεύσει τους αυριανούς πολίτες της.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Καστοριάδης λέγοντας «μεταφυσική» δεν εννοεί μόνο τον Θεό και την θρησκεία, αλλά όλες εκείνες τις σημασίες που ενέχουν κάποια υπερβατολογική χροιά και απορρέουν από εξωανθρώπινες ή εξωκοινωνικές νόρμες. Έτσι, αντίστοιχα αμφισβητεί ακόμα και τα παραδοσιακά προτάγματα του δυτικού Διαφωτισμού που οδηγούν στην «θέσμιση ενός μάγματος σημασιών» οι οποίες εκτός από μεταφυσικές διακρίνονται και για κλειστότητα καθώς μιας και είναι υπερβατικές αποκλείουν κάθε πιθανότητα αμφισβήτησης.

Ο Καστοριάδης κάνει λόγο για ανοιχτότητα και κλειστότητα των σημασιών, γιατί η ίδια η δημοκρατία σχετίζεται άμεσα με αυτό. Μια κοινωνία είναι δημοκρατική όταν δεν σταματά σε μίαν σταθερή και συγκεκριμένη αντίληψη για το τι είναι δίκαιο, αλλά αντίθετα έχει θεσμιστεί με έναν τέτοιο τρόπο που επιτρέπει διαρκώς να επαναπροσδιορίζονται οι αξίες της ελευθερίας και της ισότητας μέσα στα «πλαίσια της φυσικής της λειτουργίας». Με την συγκεκριμένη πρακτική, το συλλογικό φαντασιακό συνδέεται άμεσα με την δημοκρατία, καθώς μόνο όταν μια κοινωνία είναι σε θέση να αντιληφθεί τις δομές της, και στη συνέχεια να τις αμφισβητήσει, μπορεί να επιτύχει ένα δημοκρατικό πολίτευμα και να εξελίσσεται. Με το να αμφισβητεί μια κοινωνία το μεταφυσικό, θεσμοθετημένο συλλογικό φαντασιακό της, οδηγούμαστε στην καρδιά της πολιτικής πρότασης του Καστοριάδη σχετικά με την δημοκρατία, καθώς στο επίκεντρο της προσοχής έρχεται η αναζήτηση του τρόπου που νομοθετούνται και δομούνται οι αρχές σε μια κοινωνία. Μια αναζήτηση που δεν λαμβάνει χώρα σε κάποιο μεταφυσικό ή υπερβατικό επίπεδο, αλλά μέσα στην ίδια την κοινωνική πραγματικότητα, τονίζοντας ότι για να είναι μια κοινωνία πραγματικά δημοκρατική, πρέπει πρωτίστως να είναι αυτοθεσμιμένη.

Γιατί η αναφορά στην αρχαία Ελλάδα

 Όταν ο Καστοριάδης κάνει λόγο για την αρχαία Ελλάδα, δεν αναφέρεται μόνο στον 4ο αιώνα της κλασικής Αθήνας, πολύ περισσότερο τον ενδιαφέρει ο θεσμός της πόλης – κράτους όπως αυτός περιγράφεται στα κείμενα του Ηροδότου και του Θουκυδίδη, οι οποίοι είναι και οι πρώτοι ιστοριογράφοι. Έτσι, ο Καστοριάδης στηρίζει το μοντέλο της αρχαίας Ελλάδας καθώς με τον θεσμό των πόλεων – κρατών υπάρχει όχι μόνο πραγματική συμμετοχή της κοινότητας (collectivite) στην εξουσία, αλλά πηγή της πολιτικής θέσμισης αποτελεί η ίδια η κοινότητα. Στους αρχαίους Έλληνες, η αρχή της αντιπροσώπευσης δεν υπήρχε καν ως ιδέα. Για τον λόγο αυτό εκτός από τους αξιωματούχους, οι οποίοι επειδή είχαν γνώσεις γύρω από πολεμικά θέματα και γι’ αυτό ήταν αιρετοί, οι υπόλοιποι που βρίσκονταν στα άλλα αξιώματα αναδεικνύονταν μέσω κλήρωσης και όχι εκλογών. Έτσι, ακόμα και η εκλογή των αξιωματούχων δεν ήταν αντιπροσωπευτική, αλλά «αριστοκρατική». Δηλαδή, διάλεγαν όσους πίστευαν ότι ήταν καλύτεροι, όσοι ήταν άριστοι γύρω από πολεμικά θέματα, όσοι κατείχαν καλύτερα μια τέχνη. Παράλληλα, υπήρχε πραγματική συμμετοχή στα κοινά καθώς κάθε Αθηναίος πολίτης τουλάχιστον δύο φορές στην ζωή του όφειλε να στελεχώσει σώμα ενόρκων, ενώ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι κάθε πολίτης μπορούσε να σύρει δικαστικά κάποιον άλλο, όχι επειδή τον έβλαψε προσωπικά, αλλά επειδή παραβιάζει κάποιο νόμο της πόλης. Γίνεται έτσι, αντιληπτό ότι οι πολίτες είχαν πραγματική γνώση τόσο των δικαιωμάτων τους, όσο και των υποχρεώσουν στον χώρο της δημόσιας σφαίρας.

Από την άλλη, στην νεότερη περίοδο, οι πολίτες μέσω της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των εκλογών, εγκαταλείπουν την δημόσια σφαίρα στα χέρια λίγων. Ενώ στην αρχαία Ελλάδα, όσοι νόμοι ψηφίζονταν δημοσιεύονταν, στη σύγχρονη πραγματικότητα οι πολίτες εξαιτίας της πολύπλοκης γραφειοκρατίας δεν έχουν γνώση των νόμων και των δικαιωμάτων τους. Η πολιτική έτσι, επιστημονικοποιείται ενώ για τον Καστοριάδη, η πολιτική δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο τομέας της γνώμης και κάθε πολίτης μπορεί να έχει άποψη και γνώμη για τα κοινά. Στις σύγχρονες μορφές διακυβέρνησης όμως, από την στιγμή που οι πολίτες ψηφίζουν, στη συνέχεια δεν έχουν απολύτως καμία συμμετοχή στην λήψη των αποφάσεων. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρει ο Καστοριάδης τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Οι Η.Π.Α. εισέρχονται στον πόλεμο, χωρίς καν να τον κηρύξουν πρώτα. Ωστόσο, αν αναλογιστούμε θα μπορούσαμε να βρούμε πολλά τέτοια ιστορικά παραδείγματα. Πρώτα έγινε η ρήψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, και ύστερα βγήκε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ο πρόεδρος Τρούμαν να κάνει την ανακοίνωση. Φαίνεται λοιπόν, ότι στην σύγχρονη εποχή το κράτος κυβερνάται μόνο από την μερίδα εκείνων που βρίσκονται στην εξουσία και συσχετίζονται επαγγελματικά με την πολιτική. Το νεότερο συλλογικό πολιτικό φαντασιακό επικαλύπτει έτσι την πράξη του κυβερνάν.

Έντονη κριτική ασκεί και στο Σύνταγμα ο Καστοριάδης καθώς το θεωρεί σημαντικό πρόβλημα στην φαντασιακή σημασιοδότηση. Στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε Σύνταγμα και με τον τρόπο αυτό δεν υπήρχε ούτε «υπερβατική θεμελίωση του νόμου». Στην ουσία, αυτό που θέλει να πει ο Καστοριάδης είναι ότι οι νόμοι δεν επιβάλλονταν ως κάτι εκτός της κοινωνίας ούτε και προέρχονταν από νόρμες εξωκοινωνικές, αλλά αντίθετα διαμορφώνονταν ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες που παρατηρούνταν μέσα σ’ αυτήν. Το φαντασιακό σχετίζεται άμεσα με το «επινοημένο» που εμφανίζεται ως απόλυτη αρχή και δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Μια μορφή συμβολοποίησης αποτελεί το ίδιο το Σύνταγμα. Για τον λόγο αυτό, ο Καστοριάδης αντιλαμβάνεται το Σύνταγμα ως μια αυταπάτη, όπως αυταπάτη είναι και η διάκριση των εξουσιών που αυτό ορίζει. Αν ληφθεί υπόψη η σύγχρονη μορφή διακυβέρνησης, αμέσως γίνεται αντιληπτό ότι το κόμμα της πλειοψηφίας συγκεντρώνει και την νομοθετική και την κυβερνητική εξουσία. Έτσι, μπορεί από την μία να προβλέπεται διάκριση των εξουσιών, αλλά στην πράξη η πολιτική εξουσία αποτελείται από την νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία.

Ένα άλλο στοιχείο που είναι ιδιαίτερα σημαντικό, είναι ο ρόλος της θρησκείας. Οι Θεοί εμφανίζονται ως ένας τρόπος διαπραγμάτευσης της τυχαιότητας και της αναγκαιότητας. Για τους αρχαίους Έλληνες, ο άνθρωπος, βρίσκεται σ’ ένα επίπεδο που δε διαχωρίζεται ριζικά απ’ το επίπεδο των θεών καθώς οι θεοί παρουσίαζαν ίδια χαρακτηριστικά, ίδια πάθη, ίδιες αδυναμίες με τους ανθρώπους. Για τον λόγο αυτό η θρησκεία δεν επηρέαζε την πολιτική ή τις εκάστοτε πολεμικές δραστηριότητες. Αντίθετα, στα δυτικά θεοκρατικά κράτη η θρησκεία κατείχε καθοριστική σημασία. Πόσοι πόλεμοι έχουν γίνει στο όνομα κάποιας θρησκείας; Παράλληλα, η θρησκεία και γενικότερα η θεολογική σκέψη, όχι μόνο επηρέαζε άμεσα την πολιτική και την διαδικασία θέσπισης των νόμων, αλλά και την παιδεία. Οι Αρχαίοι πίστευαν ότι η κοινωνία διαμορφώνει το άτομο καθώς αυτό δεν είναι οντολογικά αύταρκες εκ φύσεως για να προχωρήσει σε κάποιο κοινωνικό συμβόλαιο. Η πόλη – κράτος αναλαμβάνει να διαπαιδαγωγήσει τους πολίτες στα πλαίσια της λειτουργίας και των συνόρων της, καθώς οι Αρχαίοι δραστηριοποιούνταν πολιτικά μόνο στην πόλη στην οποία αποτελούσαν μέρος της. Τόσο η θρησκεία, όσο και η ιδέα του εθνικού Κράτους διαιωνίζουν φαντασιακές πρακτικές και κληροδοτημένα ιδανικά που δύσκολα αμφισβητούνται και έτσι, αυτόματα απομακρύνουν την άσκηση της δημοκρατίας. Αυτή η απομάκρυνση από την δημοκρατία εντείνεται από το γεγονός ότι η θρησκεία αποτελεί «την ασθένεια τής βούλησης» μιας και βασικό χαρακτηριστικό της είναι η έννοια της αμαρτίας. Σε αντίθεση με τις σύγχρονες μονοθεϊστικές θρησκείες, στους Αρχαίους δεν υπήρχε κάποια εσχατολογική ή μεσσιανική σημασιοδότηση, και επομένως ούτε η έννοια της αμαρτίας. Οι πολίτες χαρακτηρίζονταν έτσι, από ελεύθερη βούληση και δεν εγκλωβίζονταν σε φαντασιακά μάγματα.

Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί και η καταλυτική επιρροή της τραγωδίας. Όπως και Nietzsche, έτσι και ο Καστοριάδης βλέπει την τραγωδία ως μία εκδραμάτιση του αρχέγονου βιώματος της ύβρεως. Οι ύβρεις που διαπράττουν τα Υποκείμενα, η βαθιά συναίσθηση ευθύνης του ανθρώπου απέναντι στη φύση και στις κοσμικές δυνάμεις, καθώς και όρος της ανθρώπινης σκέψης που επιβιώνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, αποκωδικοποιείται μέσα από την αρχαία τραγωδία. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι για τους Αρχαίους ύβρις, δεν σημαίνει αμαρτία όπως στην χριστιανική παράδοση, αλλά έλλειψη μέτρου. Παράλληλα, εκτός των άλλων, η αρχαία τραγωδία με τις αντιθέσεις χάος και κόσμος, φύση και νόμος, φέρνει στο προσκήνιο την περατότητα του ανθρώπου ενώ στους Νεότερους επικρατεί η φαντασίωση της αθανασίας. Γεγονός που όπως λέει χαρακτηριστικά ο Καστοριάδης σχετίζεται άμεσα με την φαντασίωση της διαρκούς προόδου. Η Νεοτερικότητα, κατεξοχήν υβριστική μέσα στην καιριότητά της, αδυνατεί ν’ αποκωδικοποιήσει την πραγματικότητα της ύβρεως. Έτσι, έρχεται στο προσκήνιο το γεγονός ότι ο σύγχρονος άνθρωπος οφείλει να ξανασκεφθεί την ιστορία του, το αξιακό του σύστημα και τη σχέση του με την φύση και τους συνανθρώπους του. Για τον Καστοριάδη, η αρχαία τραγωδία είναι μια έκφανση της δημοκρατίας καθώς από την μία υπενθυμίζει τον θάνατο, και από την άλλη, αποτελεί μια διαρκή έκκληση για αυτοπεριορισμό της ανθρώπινης ύβρις – βασικό στοιχείο από το οποίο κινδυνεύει ένα δημοκρατικό πολίτευμα.

Επιστρέφοντας στην αρχαία Αθήνα ο Καστοριάδης αμφισβητεί τόσο την παράδοση που κληροδοτήθηκε στην Ευρώπη με τον Διαφωτισμό, όσο και την σύγχρονή του πολιτική πραγματικότητα. Για τον Καστοριάδη δεν υφίσταται δημοκρατία χωρίς άμεση συμμετοχή των πολιτών. Η συμμετοχή αυτή λαμβάνει χώρα με την δράση των πολιτών στην δημόσια σφαίρα. Με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία των Νεοτέρων, οι πολίτες δεν έχουν συμμετοχή στην λήψη των αποφάσεων. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η άποψη αυτή του Καστοριάδη παραπέμπει στον Rousseau όταν έλεγε για τους Άγγλους, ότι δεν ήταν ελεύθεροι παρά την ημέρα των εκλογών. Γιατί λοιπόν, η αναφορά στην αρχαία Ελλάδα; Επειδή μόνο σε αυτήν την περίπτωση ο Καστοριάδης εντοπίζει μια πραγματική δημοκρατία. Επειδή μόνο αυτή η κοινωνία ήταν ικανή να διαχειριστεί το συλλογικό φαντασιακό της.

Απόσπασμα από κείμενο της  Δήμητρας  Γκίτσα

Βιβλιογραφία:
Καστοριάδης Κορνήλιος, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1981
 Καστοριάδης Κορνήλιος, Αρχαίο Ελληνικό και Νεότερο Πολιτικό Φαντασιακό Οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και εμείς: η επικαιρότητα του αρχαίου κόσμου, μετάφραση: Κ. Κουρεμένος, εκδ. «Αλεξάνδρεια», Αθήνα 1992
Καστοριάδης Κορνήλιος, Θρησκεία: Η ασθένεια της βούλησης, διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο του «Ελληνικού Αρχαίου»,

πηγή: Εκηβόλος