ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΤΩΙΚΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ



Του Michael Frede       

Ἀ­κο­λου­θών­τας τή σω­κρα­τι­κή πα­ρά­δο­ση, οἱ Στω­ι­κοί ὑ­πο­θέ­τουν ὅτι, γιά νά ἐ­πι­τύ­χει κά­νεις τήν πραγ­μα­τι­κή εὐ­δαι­μο­νί­α, γιά νά ἀ­πο­κτή­σει ἕ­να σω­στό βί­ο, χρει­ά­ζε­ται νά ἔ­χει μιά ὁ­ρι­σμέ­νη ἱ­κα­νό­τη­τα, τήν ὁ­ποί­α μπο­ροῦ­με νά ὀ­νο­μά­σου­με ἀ­ρε­τή. Πρέ­πει κα­νείς νά εἶ­ναι κα­λός στό νά φρον­τί­ζει τόν ἑ­αυ­τό του, στό νά ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ὁ­λες τίς κα­τα­στά­σεις καί τά προ­βλή­μα­τα πού συ­ναν­τᾶ στή ζω­ή. Ἀκολουθώντας τόν Σω­κρά­τη, οἱ Στω­ι­κοί πι­στεύ­ουν ὅτι αὐτή ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα εἶ­ναι μιά πραγ­μα­τι­κή τέ­χνη, ἡ τέ­χνη τοῦ ζῆν, καί ὅτι ἡ σο­φί­α, ἡ τέ­λεια λο­γι­κό­τη­τα, ἡ τε­λει­ό­τη­τα τοῦ ὀρ­θοῦϋ λό­γου, συ­νί­στα­ται στή γνώ­ση αὐ­τῆς τῆς τέ­χνης.


Ἀρ­κε­τά εὔ­λο­γα οἱ Στω­ι­κοί ὑ­πο­θέ­τουν ὅτι ἡ ἄ­ρε­τη δέν εἶ­ναι κά­τι μέ τό ὁποῖο ἔ­χου­με γεν­νη­θεῖ, κά­τι πού, κα­τ’ αὐτή τήν ἔν­νοι­α, δι­α­θέ­του­με ἐκ φύσε­ως. Εἶ­ναι κά­τι πού ἐ­μεῖς, μέ τίς δι­κές μας προ­σπά­θει­ες, ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νά τό ἀ­πο­κτή­σου­με. Ἀλλά οἱ Στω­ι­κοί πι­στεύ­ουν ἐ­πί­σης ὅτι ὑ­πάρ­χει μιά ἄλ­λη ἔν­νοι­α κα­τά τήν ὁ­ποί­α εἴ­μα­στε ἐκ φύ­σε­ως ἐ­νά­ρε­τοι. Πι­στεύ­ουν ὅτι ἡ φύ­ση ἔ­χει κα­τα­σκευά­σει τά ἀν­θρώ­πι­να ὄν­τα μέ τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε, ἄν ὁ­λα πή­γαι­ναν σω­στά, θά γι­νό­μα­σταν στήν πο­ρεί­α τῆς φυ­σι­κῆς μας ἐ­ξέ­λι­ξης ἐ­νά­ρε­τοι.

Ἔ­τσι οἱ Στω­ι­κοί δι­α­θέ­τουν μιά ἐ­ξή­γη­ση γιά τό πῶς ἐ­ξε­λίσ­σον­ται τά ἀν­θρώ­πι­να ὄν­τα φυ­σι­ο­λο­γι­κά. Ἡ ἐ­ξή­γη­ση αὐτή, με­τα­ξύ ἄλ­λων, ἀ­πο­σκο­πε­ΐ νά δεί­ξει πῶς σέ κά­ποι­ο ση­μεῖ­ο θά ἀ­πο­κτού­σα­με ἐκ φύ­σεως κί­νη­τρα πού θά μᾶς ὁ­δη­γοῦ­σαν στό νά δρά­σου­με ἐ­νά­ρε­τα, πῶς σέ κά­ποι­ο ση­μεῖ­ο τό νά δρά­σου­με ἐ­νά­ρε­τα θά μᾶς ἐρ­χό­ταν φυ­σι­ο­λο­γι­κά, ἄν ἡ φυ­σι­ο­λο­γι­κή ἀ­νά­πτυ­ξή μας δέν συ­ναν­τοῦ­σε ἐμ­πό­δια, ἐν μέ­ρει λό­γω τῆς ἀ­να­τρο­φῆς μας, ἐν μέ­ρει λό­γω δι­κῶν μᾶς σφαλ­μά­των. Μά­λι­στα ἀ­πο­σκο­πε­ΐ ἀ­κό­μη καί στό νά δεί­ξει ὅτι, ἄν ἡ ἀ­ρε­τή σέ μιά δε­δο­μέ­νη κα­τά­στα­ση τό ἀ­παι­τή­σει, ἡ φυ­σι­κή μας τά­ση εἶ­ναι νά δρά­σου­με ἀλ­τρου­ϊ­στι­κά, ὁ­πως θά λέ­γα­με σή­με­ρα ἐ­μεῖς. Γιά τόν ἐ­νά­ρε­το ἄν­θρω­πο ὁ ὁποῖος, λό­γου χά­ριν, ὕ­στε­ρα ἀ­πό ἕ­να ναυά­γιο βρί­σκε­ται πι­α­σμέ­νος μα­ζί μέ κά­ποι­ον ἄλ­λο ἀ­πό μιά σα­νί­δα πού μπο­ρεῖ νά κρα­τή­σει μό­νο ἕ­ναν, τό ποι­ός θά σω­θεῖ εἶ­ναι ἕ­να τε­λεί­ως ἀ­νοι­κτό ἐ­ρώ­τη­μα. Δέν ὑ­πάρ­χει, τί­πο­τε στό ἐ­νά­ρε­το ἄ­το­μο τό ὁποῖο ἐκ φύ­σε­ως προ­κα­τα­λαμ­βά­νει τήν ἀ­πάν­τη­ση πού πρό­κει­ται νά δώ­σει ὑ­πέρ του ἐ­αυ­το­ΰ του. Σύμ­φω­να μέ αὐτή τή στω­ι­κή ἐ­ξή­γη­ση ἡ φύ­ση μᾶς κα­τα­σκευά­ζει μέ τρό­πο ὥ­στε νά γεν­νι­ό­μα­στε, πρῶ­τον, μέ συ­νεί­δη­ση τοῦ ἐ­αυ­τοῦ μας καί τῆς κα­τά­στα­σής μας, κα­θώς ἐ­πί­σης καί τῶν σχε­τι­κῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τός μας, καί, δεύ­τε­ρον, μέ μιά ὁρ­μή πού μᾶς ὁ­δη­γεῖ στό νά συν­τη­ροῦ­με τόν ἑ­αυ­τό μας στή φυ­σι­ο­λο­γι­κή του κα­τά­στα­ση κι ἔ­τσι νά ἐ­πι­δι­ώ­κου­με πράγ­μα­τα πού συν­τε­λοῦν στήν ἐ­πι­βί­ω­σή μας καί νά ἀ­πο­φεύ­γου­με ὅσα τήν βλά­πτουν. Ἔχοντας γεν­νη­θεῖ μέ αὐ­τού του εἴ­δους τή φρον­τί­δα γιά τόν ἑ­αυ­τό μας, ὑ­πο­τί­θεται ὅτι μπο­ροῦ­με νά ἐ­ξε­λι­χθοῦ­με φυ­σι­ο­λο­γι­κά σέ πλά­σμα­τα πού δροῦν ἐ­νά­ρε­τα καί ἀ­πο­κτοῦν μέ τόν τρό­πο αὐ­τό τήν εὐ­δαι­μο­νί­α καί τόν σω­στό βί­ο. Εἶ­ναι προ­φα­νές ὅτι αὐτό εἶ­ναι δυ­να­τόν μό­νο ἐ­φ’ ὅσον, στήν πο­ρεί­α αὐτῆς της ἐ­ξέ­λι­ξης, τά κί­νη­τρά μας ὕ­φί­σταν­ται μιά ρι­ζι­κή ἀλ­λα­γή, ἡ ὁ­ποί­α θά ἐ­ξη­γοῦ­σε για­τί, μο­λο­νό­τι κα­νείς γεν­νι­έ­ται μέ τήν πα­ρόρ­μη­ση νά συν­τη­ρεῖ τόν ἑ­αυ­τό του, κα­τα­λή­γει νά μήν ἔ­χει καν τήν τά­ση νά παίρ­νει ἀ­πο­φά­σεις πού νά με­ρο­λη­πτοῦν ὑ­πέρ του, ὅπως στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ ναυ­α­γί­ου.

Ἕ­να κρί­σι­μο, ἄν ὄ­χι τό κα­θο­ρι­στι­κό, βῆ­μα σέ αὐτή τήν ἄ­να­πτυ­ξη ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­κτη­ση μί­ας ἀν­τιίλη­ψης γιά τό ἀ­γα­θό, τῆς ἀν­τί­λη­ψης δη­λα­δή γιά τό τί εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἀ­γα­θό ἡ τί ἐ­ϊ­ναι ἕ­να ἀγαθό. Ἡ ἀπό­κτη­ση αὐ­τῆς τῆς ἀν­τί­λη­ψης ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι ἔ­χει ρι­ζι­κή ἐ­πί­δρα­ση στά κί­νη­τρά μας, ὥ­στε νά κα­θι­στᾶ τήν ἐ­νά­ρε­τη δρά­ση κα­τ’ ἀρ­χάς δυ­να­τή. Μέ αὐ­τό τό βῆ­μα σκο­πεύ­ω νά ἀ­σχο­λη­θῶ στή συ­νέ­χεια. Θά ἤ­θε­λε κα­νείς νά γνω­ρί­ζει, πρῶ­τον, ποι­ά εἶ­ναι ἡ ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀ­γα­θο­ῦ τήν ὁ­ποί­α ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται οἱ Στω­ι­κοί ὅτι ἀ­πο­κτο­ῦ­με ἐκ φύ­σε­ως, δεύ­τε­ρον, πῶς τήν ἀ­πο­κτοῦ­με ἐκ φύ­σε­ως, καί τρί­τον, τί ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι ἔ­χει ἡ ἀ­πό­κτη­σή της γιά ἐ­μᾶς.

Δυ­στυ­χῶς τά στοι­χεῖ­α πού δι­α­θέ­του­με γιά αὐ­τό τό κρί­σι­μο ση­μεῖ­ο εἶ­ναι πο­λύ ἰ­σχνά. Κύ­ρια καί σχε­δόν μο­να­δι­κή πη­γή μας εἶ­ναι ἡ ἔκ­θε­ση του Κικέ­ρω­νος γιά τή στω­ι­κή ἐ­ξή­γη­ση τῆς φυ­σι­κῆς ἐ­ξέ­λι­ξής μας στό τρί­το βι­βλί­ο τοῦ De finibus. Αὐτή μά­λι­στα, ἡ ἔκ­θε­ση, πού εἶ­ναι ἄλ­λω­στε πο­λύ λα­κω­νι­κή καί ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κή, γί­νε­ται προ­κλη­τι­κά ἀ­σα­φής, ἀ­κρι­βῶς ὅταν φτά­νει στό κρί­σι­μο βῆ­μα πού μᾶς ἀ­πα­σχο­λεῖ.

Νά τί λέ­ει ὁ Κι­κέ­ρων (III 20-2I):
 «Μιά ἁρ­μό­ζου­σα πρά­ξη (για­τί αὐ­τό ὀ­νο­μά­ζω κα­θῆ­κον) εἶ­ναι, κα­τ’ ἀρχάς, τό νά συν­τη­ρεῖ κα­νείς τόν ἑ­αυ­τό του στή φυ­σι­κή του κα­τά­στα­ση, κα­τό­πιν νά ἐμ­μέ­νει κα­νείς στά πράγ­μα­τα πού εἶ­ναι σύμ­φω­να πρός τή φύ­ση καί νά ἀ­πορ­ρί­πτει τά ἀν­τί­θε­τά τους· ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἀ­να­κα­λύ­ψει κα­νείς αὐ­τό τό σχέ­διο τῆς ἐ­πι­λο­γῆς κα­θώς καί τῆς ἀ­πόρ­ρι­ψης, θά ἀ­κο­λου­θή­σει ὕ­στε­ρα, ἡ ἐ­πι­λο­γή σύμ­φω­να μέ τό τί εἶ­ναι ἁρ­μό­ζον καί ἀ­πό τό­τε ἡ ἐ­πι­λο­γή θά συ­νε­χί­σει νά ἀ­κο­λου­θεῖ αὐ­τό τό σχέ­διο χω­ρίς πα­ρέκ­κλι­ση, ὥ­σπου τε­λι­κά τό κά­νει ἀ­ξι­ό­πι­στα καί συμ­φω­νεῖ μέ τή φύ­ση. Σέ αὐ­τοῦ του εἴ­δους τήν ἐ­πι­λο­γή εἶ­ναι πού γιά πρώ­τη φο­ρά αὐ­τό τό ὁποῖο πράγ­μα­τι μπο­ρεῖ νά ὀ­νο­μα­στεῖ κα­λό εἶ­ναι πα­ρόν καί πού μπο­ρεῖ κα­νείς νά κα­τα­λά­βει σέ τί συ­νί­στα­ται. Για­τί ἀρ­χι­κά ὁ ἄν­θρω­πος συν­δέ­ε­ται μέ τά πράγ­μα­τα πού εἶ­ναι σύμ­φω­να πρός τή φύ­ση. Μό­λις ὅ­μως ἀ­πο­κτή­σει αὐτή τήν κα­τα­νό­η­ση, ἤ μᾶλ­λον αὐτή τήν ἀν­τί­λη­ψη πού ἐ­κεῖ­νοι ὀ­νο­μά­ζουν ἔν­νοι­αν, καί κα­θώς ἔ­χει φτά­σει πιά νά κα­τα­λα­βαί­νει τήν τά­ξη καί, γιά νά τό ποῦ­με ἔ­τσι, τήν ὁ­μό­νοι­α τῶν ἁρ­μο­ζου­σῶν πρά­ξε­ων, ἔ­χει ἀρ­χί­σει νά ἐ­κτι­μᾶ αὐτή τήν ὁ­μό­νοι­α πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅ,τι ὅ­λα τά πράγ­μα­τα πού στήν ἀρ­χή τό­σο τά ὑ­πο­λό­γι­ζε. Κι ἔ­τσι μέ δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα καί σκέ­ψη κα­τα­λή­γει στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅτι αὐ­τό τό ἀ­νώ­τα­το ἀγαθό τῶν ἀν­θρώ­πων πού ἀ­ξί­ζει τόν ἔ­παι­νο ἡ τόν θαυ­μα­σμό καί πού εἶ­ναι ἐ­πι­θυ­μη­τό γιά αὐ­τό τό ἴ­διο ἔ­γ­κει­ται ἀ­κρι­βῶς σέ αὐ­τό. Βρί­σκε­ται σέ αὐ­το τό ὁ­ποῖ­ο οἱ Στω­ι­κοί ὀ­νο­μά­ζουν ὁ­μο­λο­γί­αν, πού ὅ­μως ἐ­μεῖς μπο­ροῦ­με νά τό πού­με συμ­φω­νί­α, ἄν αὐτό εἶ­ναι ἀ­πο­δε­κτό, τό ἀγαθό, δη­λα­δή, μέ τήν ἔν­νοι­α μέ τήν ὁ­ποί­α τό κά­θε τί πρέ­πει νά ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ αὐ­τό, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων τῶν ὀρ­θῶν πρά­ξε­ων καί τῆς ἴδιας τῆς ὀρ­θό­τη­τας, πού μό­νο αὐ­τό μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θεῖ ἀ­γα­θό· ἄν καί αὐτό τό ἀ­γα­θό ἀ­να­δύ­ε­ται ἀρ­γό­τε­ρα, μό­νο αὐτό εἶ­ναι ἐ­πι­θυ­μη­τό χά­ρη στήν ἴ­δια του τή δύ­να­μη καί τήν τι­μή, ἐ­νῶ κα­νέ­να ἀ­πό τά πράγ­μα­τα πού εἶ­ναι κα­τ’ ἀρ­χάς ἀ­πό τή φύ­ση δέν εἶ­ναι ἐ­πι­θυ­μη­τό γιά τόν ἴδιο του τόν ἑ­αυ­τό».

Στό νά κα­τα­λά­βου­με τί ἔ­χει νά πεῖ ὁ Κι­κέ­ρων θά μᾶς βο­η­θή­σει ἴσως τό νά θυ­μη­θοῦ­με δύ­ο στοι­χεῖ­α τοῦ στω­ι­κο­ῦ δόγ­μα­τος, καί συγ­κε­κρι­μέ­να τό πῶς ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται οἱ Στω­ι­κοί τήν ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κό­τη­τα καί τό πῶς ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται τό σχέ­διο τῆς φύ­σης γιά τόν κό­σμο γε­νι­κά καί γιά τά ἀν­θρώ­πι­να ὄν­τα εἰ­δι­κά.

Οἱ Στω­ι­κοί ὄχι μό­νο ὑ­πο­θέ­τουν ὅ­τι ἡ ἀ­ρε­τη ἤ ἡ σο­φί­α ἤ ἡ ἀ­πό­λυ­τη λο­γι­κό­τη­τα δέν ἀ­πο­κτῶν­ται πα­ρά μό­νο μέ τόν χρό­νο (πρβλ. στό τέ­λος το­ϋ III 23), ὑ­πο­θέ­τουν ἐ­πί­σης ὅ­τι καί ὁ ἁ­πλός ὀρ­θός λό­γος εἶ­ναι κά­τι πού ἀ­πόκτᾶ­με μέ τόν χρό­νο ὡς μέ­ρος τῆς φυ­σι­κῆς μας ἐ­ξέ­λι­ξης, μο­λο­νό­τι ὁ ἁ­πλός ὀρ­θός λό­γος (σέ ἀν­τι­δι­α­στο­λή πρός τόν τέ­λει­ο λό­γο), ἀν­τί­θε­τα ἀ­πό ὅ,τι ἡ ἀ­ρε­τή καί ἡ σο­φί­α, ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι ἐμ­φα­νί­ζε­ται σέ με­γά­λο βαθ­μό ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τίς δι­κές μας προ­σπά­θει­ες. Ἔχουμε ἤ­δη ἐ­πι­ση­μά­νει ὅ­τι, σύμ­φω­να μέ τούς Στω­ι­κούς, ἤ­δη ἀ­πό τή στιγ­μή τῆς γέν­νη­σής μας ἀ­πο­κτᾶ­με τήν ἱ­κα­νό­τη­τα, ἡ ὁ­ποί­α μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νά ἔ­χου­με συ­νεί­δη­ση τό­σο τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας ὅσό καί δι­α­φό­ρων ἰ­δι­ο­τή­των τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τός μας. Ὅ­μως αὐτή ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα, πού εἶ­ναι κοι­νή σέ ἐ­μᾶς καί στά ζῶ­α, στήν πε­ρί­πτω­ση τῶν ἀν­θρώ­πι­νων ὄν­των φυ­σι­ο­λο­γι­κά θά προ­κα­λέ­σει ἀν­τι­λή­ψεις καί ἔν­νοι­ες πού μέ τή σει­ρά τους θά προ­κα­λέ­σουν νέ­ες ἀν­τι­λή­ψεις καί ἔν­νοι­ες. Ἔχοντας ἀ­πο­κτή­σει αὐ­τές τίς ἀν­τι­λή­ψεις, με­τά εἶ­ναι φυ­σι­κό νά βλέ­που­με καί νά σκε­φτό­μα­στε τά πράγ­μα­τα στό πλαί­σιο αὐ­τῶν τῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων. Μά­λι­στα, σύμ­φω­να μέ τούς Στω­ι­κούς, ἡ φύ­ση μᾶς κα­τα­σκευά­ζει μέ τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε νά ὁ­δη­γού­μαστε φυ­σι­ο­λο­γι­κά σέ ὁ­ρι­σμέ­νες εἰ­δι­κές ἀν­τι­λή­ψεις ἤ ἔν­νοι­ες τῶν πραγ­μά­των, πού φυ­σι­ο­λο­γι­κά τίς μοι­ρα­ζόμα­στε κα­τ’ αὐ­τό τόν τρό­πο μέ ὅ­λα τά ὑ­πό­λοι­πα ἀν­θρώ­πι­να ὄν­τα. Γιά τόν λό­γο αὐτό οἱ Στω­ι­κοί ἀ­πο­κα­λο­ῦν αὐ­τές τίς εἰ­δι­κές ἀν­τι­λή­ψεις «κοι­νές» ἡ «φυ­σι­κές ἀν­τι­λή­ψεις». Ἔτσι, πα­ρα­δείγ­μα­τος χάριν, ἡ ἀν­τί­λη­ψη το­ϋ ἀ­γα­θοῦ πού μᾶς ἀ­πα­σχο­λεῖ ἐ­δῶ θε­ω­ρεῖ­ται ὡς μί­α ἀ­πό αὐτές τίς ἀν­τι­λή­ψεις, μιά εἰ­δι­κή ἀν­τί­λη­ψη το­ῦ τί εἶ­ναι ἀγαθό, τήν ὁ­ποί­α φυ­σι­ο­λο­γι­κά ἀ­πο­κτᾶ­με στήν πο­ρεί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξής μας. Κα­τα­σκευ­ά­ζον­τάς μας μέ τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε φυ­σι­ο­λο­γι­κά νά δι­α­θέ­του­με αὐ­τές τίς κοι­νές ἀν­τι­λή- ψεις, ἡ φύ­ση ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τό νά κα­τορ­θώ­νου­με νά προ­σα­να­το­λι­ζό­μα­στε στόν κό­σμο μέ ἀρ­κε­τή ἐ­πι­τυ­χί­α, τό νά δι­α­θέ­του­με ἀ­να­πό­φευ­κτα ἕ­ναν τρό­πο σκέ­ψης γιά τά πράγ­μα­τα, πού ἀν­τι­στοι­χεῖ στό πῶς στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι τά πράγ­μα­τα, καί ἐ­πί πλέ­ον, ἕ­ναν τρό­πο σκέ­ψης γιά τά πράγ­μα­τα πού φυ­σι­ο­λο­γι­κά τόν μοι­ρα­ζό­μα­στε μέ ὅλα τά ὑ­πό­λοι­πα ἀν­θρώ­πι­νά ὄν­τα, μιά κοι­νή αἴ­σθη­ση τῶν πραγ­μά­των τήν ὁ­ποί­α μπο­ροῦ­με νά ἐμ­πι­στευ­ό­μα­στε ὡς ἀ­ξι­ό­πι­στη.

Βέ­βαι­α τό νά ἔ­χου­με ὀρ­θό λό­γο ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι συ­νί­στα­ται στό νά ἔ­χου­με ἕ­να ἐ­παρ­κές ἀ­πό­θε­μα τέ­τοι­ων ἀν­τι­λή­ψε­ων καί εἰ­δι­κό­τε­ρα κοι­νῶν ἀν­τιλή­ψε­ων, οἱ ὁ­ποῖ­ες μᾶς ἐ­πι­τρέ­πουν νά σκε­φτό­μα­στε γιά τά πράγ­μα­τα πού πρέ­πει νά σκε­φτό­μα­στε. Αὐτός εἶ­ναι ὁ τρό­πος μέ τόν ὁποῖο ὁ ὀρ­θός λό­γος δέν ἐμ­φα­νί­ζε­ται πα­ρά μό­νο μέ τόν χρό­νο, κα­θώς ἀ­πο­κτᾶ­με τίς ἀν­τι­λή­ψεις πού τόν συ­νι­στο­ῦν. Ἀλλά εἶ­ναι ἐ­πί­σης σα­φές ὅ­τι, ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἐμ­φα­νί­ζε­ται, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά ἐ­πι­δέ­χε­ται ση­μαν­τι­κή τε­λεί­ω­ση, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου καί το­ῦ εἴ­δους τῆς τε­λείωσης πού ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι ἀ­πο­τε­λεῖ τή σο­φί­α ἤ τήν ἀ­ρε­τή. Αὐτό εἶ­ναι, τό ση­μεῖ­ο στό ὁποῖο κα­λού­μα­στε νά ἐμ­πλακοῦ­με κα­τά τρό­πο ἐ­νερ­γό καί συ­νει­δη­τό, ἔ­τσι ὥ­στε νά ἀ­πο­κτή­σου­με τήν τέ­λεια ἱ­κα­νό­τη­τα πού θά ἐ­ξα­σφα­λί­σει τήν εὐ­δαι­μο­νί­α μας.

Θά μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά σκε­φτε­ῖ, σκε­πτό­με­νος τό θέ­μα μέ πλα­τω­νι­κούς ἤ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κούς ὅρους, ὅ­τι ἡ ἐμ­φά­νι­ση τοῦ ὀρ­θοῦ λό­γου ἀν­τι­στοι­χεῖ στήν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ ἔλ­λο­γου μέ­ρους τῆς ψυ­χῆς, τό ὁποῖο σέ συν­δυα­σμό μέ ἕ­να ἄ­λο­γο μέ­ρος τῆς ψυ­χῆς, πού ὑ­πάρ­χει σέ αὐ­τήν ἡ­δη ἀ­πό τήν ἀρ­χή, δι­α­μορ­φώ­νει τήν πλή­ρως ἀ­νε­πτυγ­μέ­νη ἀν­θρώ­πι­νη ψυ­χή. Ὅ­μως σί­γου­ρα δέν εἶ­ναι αὐ­τή ἡ στω­ι­κή ἄ­πο­ψη. Ἡ στω­ι­κή ἄ­πο­ψη εἶ­ναι ὅ­τι γεν­νι­ό­μα­στε μέ μιά ἄ­λο­γη ψυ­χή, σάν αὐ­τή πού ἔ­χουν τά ζῶ­α, ἀλ­λά ὅ­τι ὁ­λό­κλη­ρη αὐτή ἡ ψυ­χή στήν πε­ρί­πτω­ση τῶν ἀν­θρώ­πι­νων ὄν­των με­τα­μορ­φώ­νε­ται κι ἔ­τσι δί­νει τή θέ­ση της στόν ὀρ­θό λό­γο. Οἱ Στω­ι­κοί ἀρ­νοῦν­ται κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά ὅ­τι ὑ­πάρ­χει, ἐ­κτός ἀ­πό τόν ὀρ­θό λό­γο, καί ἕ­να ἄ­λο­γο μέ­ρος τῆς ψυ­χῆς ἀ­πό ὅπου προ­έρ­χον­ται οἱ ἔλ­λο­γες ἡ ἀ­κό­μη καί οἱ ἄ­λο­γες ὁρ­μές, ἐ­πι­θυ­μί­ες ἤ τά συ­ναι­σθή­μα­τα. Ὑποστηρίζουν ὅ­τι ἡ προ­έ­λευ­ση τῶν συ­ναι­σθη­μά­των βρί­σκε­ται στόν ὀρ­θό λό­γο, ὅ­τι τά συ­ναι­σθή­μα­τα δέν εἶ­ναι τί­πο­τε πα­ρα­πά­νω ἀ­πό γνῶ­μες ἑ­νός ὁ­ρι­σμέ­νου εἴ­δους, ἄν καί συ­νή­θως ἐ­ξαι­ρε­τι­κά πα­ρά­λο­γες γνῶ­μες, καί μέ αὐτή τήν ἔν­νοι­α ἄ­λο­γες.

Ἔτσι, κα­τά τή στω­ι­κή ἄ­πο­ψη τῆς φυ­σι­κῆς μας ἀ­νά­πτυ­ξης, ἡ ἐ­ξέ­λι­ξή μας ση­μα­το­δο­τε­ῖ­ται ἀ­πό μιά ρι­ζι­κή ἀ­συ­νέ­χεια στό ση­μεῖ­ο στό ὁποῖο ἀλ­λάζου­με ἀ­πό ζω­ο­ει­δή παι­διά σέ ἔλ­λο­γους ἐ­νή­λι­κες. Μπο­ροῦ­με ἴσως νά ἐ­πιση­μά­νου­με ὅ­τι οἱ Στω­ι­κοί δέ­χον­ται τήν ὕ­παρ­ξη μί­ας πα­ρό­μοι­ας με­τα­τρο­πῆς κα­τά τή διά­ρκεια τῆς γέν­νη­σης, στήν ὁ­ποι­α ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος με­τατρέ­πε­ται ἀ­πό φυ­το­ει­δές ἔμ­βρυ­ο σέ ζω­ο­ει­δές παι­δί.

Καί αὐτή ἡ ἀ­συ­νέ­χεια δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά ἐ­πη­ρε­ά­ζει τά κί­νη­τρά μας. Ὡς παι­διά εἴ­μα­στε σάν τά ζῶ­α, δι­οι­κού­με­να ἀ­πό, καί δρών­τας σύμ­φω­να μέ πα­ρορ­μή­σεις. Ὡς ἔλ­λο­γα ὄν­τα δέν ἔ­χου­με κα­νέ­να ἄλ­λο κί­νη­τρο ἐ­κτός ἀ­πό τίς γνῶ­μες μας. Οἱ πρά­ξεις μας γί­νον­ται γιά κά­ποι­ο λό­γο καί ὄ­χι μέ βά­ση τίς πα­ρορ­μή­σεις μας. Αὐτό εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα σα­φές ἄν λά­βου­με ὑ­πό­ψη μας ὅτι οἱ Στω­ι­κοί ἀρ­νοῦν­ται τήν ὕ­παρ­ξη ἑ­νός ἄ­λο­γου μέ­ρους στήν ψυ­χή, τοῦ ὁποῖου οἱ ἐ­πι­θυ­μί­ες θά λει­τουρ­γοῦ­σαν ὡς κί­νη­τρα γιά μᾶς. Ἐπίσης θά πρέ­πει νά εἶ­ναι σα­φές ὅτι ἡ βα­σι­κή πα­ρόρ­μη­ση γιά τή συν­τή­ρη­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας καί γιά τήν ἐν­στι­κτώ­δη, θά λέ­γα­με, ἐ­πι­δίω­ξη τῶν πραγ­μά­των πού συν­τε­λοῦν στήν ἐ­πι­βί­ω­σή μας, ἡ πα­ρόρ­μη­ση μέ τήν ὅ­ποί­α ἡ φύ­ση μᾶς προί­κι­σε κα­τά τή γέν­νη­σή μας καί ἡ ὁ­ποί­α κα­τηύ­θυ­νε τή συμ­πε­ρι­φο­ρά μας στό πρό-λο­γι­κό στά­διο, δέν μπο­ρε­ῖ νά ἐ­πι­βι­ώ­σει ὁ­ταν γι­νό­μα­στε ἔλ­λο­γα ὄν­τα, ἀ­φοῦ εἶ­ναι ζω­ι­κή πα­ρόρ­μη­ση καί ὄ­χι γνώ­μη, οὔ­τε σύ­νο­λο ἀ­πό γνῶ­μες ἡ κά­ποι­α δι­ά­θε­ση τοῦ ὀρ­θοῦ λό­γου. Αὐτό εἶ­ναι ἕ­να κρί­σι­μο ση­μεῖ­ο στό ὁποῖο θά πρέ­πει νά ἐ­πα­νέλ­θου­με ἀρ­κε­τές φο­ρές.

Εἶ­ναι βέ­βαι­α γνω­στό ὅτι κά­ποι­οι νε­ώ­τε­ροι φι­λό­σο­φοι ἔ­χουν ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὅτι τά κί­νη­τρά μας δέν προ­έρ­χον­ται σέ κα­μί­α πε­ρι­πτωση ἀ­πό τόν ὀρ­θό λό­γο πα­ρά ἀ­πό μιά ἔλ­λο­γη ἡ ἄ­λο­γη ἐ­πι­θυ­μί­α. Ἀλ­λά ἐ­ξί­σου γνω­στό εἶ­ναι ὅτι οἱ ἀρ­χαῖ­οι φι­λό­σο­φοι, πού ἀ­κο­λου­θοῦν τή σω­κρα­τι­κή πα­ρά­δο­ση ἀ­πορ­ρί­πτουν αὐτή τήν ἄ­πο­ψη καί δέ­χον­ται ὅτι ὁ ­ἴ­διος ὁ ὀρ­θός λό­γος ἀ­πό μό­νος του ἀρ­κεῖ γιά νά μᾶς ὠ­θή­σει στήν πρά­ξη. Αὐ­τή ἡ πα­ρα­δο­χή, ὡ­στό­σο, στη­ρί­ζε­ται σέ ὁ­ρι­σμέ­νες προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Ἴσως ἡ πιό κρί­σι­μη ἀ­πό αὐ­τές εἶ­ναι τό ὅτι μέ­σα στή φύ­ση τῶν πραγ­μά­των ὑ­πάρ­χουν ὁ­ρι­σμέ­να πράγ­μα­τα πού ἀν­τι­κει­με­νι­κά καί ἀ­νε­πι­φύ­λα­κτα εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο νά τά δι­α­θέ­του­με καί τά ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι ἑ­πο­μέ­νως ἐ­πι­θυ­μη­τά κα­θε­αυ­τά. Ὑποτίθεται, ἐ­πί πλέ­ον, ὅτι μπο­ροῦ­με νά ἐν­το­πί­σου­με αὐ­τά τά πράγ­μα­τα. Τό ὅτι ὑ­πάρ­χουν τέ­τοι­α πράγ­μα­τα καί τό ὅτι μπο­ροῦ­με νά τά ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με εἶ­ναι ὁ λό­γος πού μᾶς κά­νει νά ἐ­νερ­γοῦ­με. Τά πράγ­μα­τα αὐ­τά ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἀ­γα­θ­ά» ἡ «ἕ­να ἀγαθό». Τό ὅτι ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με κά­τι ὡς ἕ­να ἀγαθό ἡ ἀ­κό­μη καί τό ὅτι πι­στεύ­ου­με ὅτι ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με κά­τι ὡς ἕ­να ἀγαθό εἶ­ναι αὐτό πού μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νά ἐ­νερ­γοῦ­με γιά κά­ποι­ο λό­γο· αὐτό καί τί­πο­τε ἄλ­λο.

Ἀ­πό τά πα­ρα­πά­νω κα­τα­λα­βαί­νου­με ἀ­μέ­σως για­τί ἡ ἀ­πό­κτη­ση μί­ας ἀν­τί­λη­ψης τοῦ ἀγαθοῦ ἐ­πι­τε­λε­ῖ τέ­τοι­ο σπου­δαῖ­ο ρό­λο στή στω­ι­κή ἐ­ξή­γη­ση τῆς ἐ­ξέ­λι­ξής μας. Ἡ με­τα­τρο­πή τῆς ζω­ι­κῆς ψυ­χῆς μας σέ ἀν­θρώ­πι­νο ὀρ­θό λό­γο θά μᾶς κα­θι­στοῦ­σε ἀ­δρα­νεῖς ἄν μέ­ρος τοῦ ὀρ­θοῦ λό­γου πού ἀ­πο­κτού­σα­με δέν ἦ­ταν καί ἡ ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀγαθοῦ. Για­τί τώ­ρα ὁ λό­γος πού μᾶς πα­ρέ­χει κί­νη­τρα γιά δρά­ση δέν εἶ­ναι ἄλ­λος ἀ­πό τό ὅτι κρί­νου­με ὁ­ρι­σμέ­να πράγ­μα­τα ὡς ἀ­γα­θά. Αὐ­τά γιά τή στω­ι­κή ἀν­τί­λη­ψη τῆς φύ­σης τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὀρ­θολο­γι­κό­τη­τας.

Ὅσον ἀ­φο­ρᾶ τόν ρό­λο τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου ὀρ­θοῦ λό­γου στό σχέ­διο τῆς φύ­σης, δέν χρει­ά­ζε­ται νά πού­με πῶς οἱ Στω­ι­κοί ὑ­πο­θέ­τουν ὅτι ἡ φύ­ση εἶ­ναι ἕ­νας τε­λεί­ως ἔλ­λο­γος φο­ρέ­ας πού προσ­δί­δει τά­ξη στόν κό­σμο ὡς τήν τε­λευ­ταί­α του λε­πτο­μέ­ρεια μέ τρό­πο ὥ­στε νά τόν κα­θι­στά τόν κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τόν κό­σμο. Αὐ­τό πού ἴ­σως χρει­ά­ζε­ται κά­ποι­α ἐ­ξή­γη­ση εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α κα­τά τήν ὁ­ποί­α ὁ κό­σμος μας εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος δυ­να­τός. Δέν πρό­κει­ται γιά τό ὅτι ὑ­πάρ­χει ἕ­νας κα­τά­λο­γος ἀ­γα­θῶν καί ὅτι ἡ φύ­ση κα­τορ­θώ­νει, χά­ριν τῆς τέ­λειας λο­γι­κό­τη­τάς της, νά δη­μι­ουρ­γεῖ τόν κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τόν κό­σμο με­γι­στο­ποι­ών­τας αὐ­τά τά ἀ­γα­θά. Εἶ­ναι προ­φα­νές ὅτι οἱ Στω­ι­κοί δέν ἀν­τι­μετω­πί­ζουν τόν ὀρ­θό λό­γο ὡς οὐ­σι­α­στι­κά ἕ­να μέ­σο ἡ ἕ­να ὄρ­γα­νο με­γι­στο­ποί­η­σης ἑ­νός δε­δο­μέ­νου συ­νό­λου ἀ­γα­θῶν πού ὑ­πάρ­χει ἐκ τῶν προ­τέ­ρων καί ἀ­νε­ξάρ­τη­τα. Πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιά τό ὅτι ἡ φύ­ση δέν μπο­ρε­ῖ πα­ρά νά δη­μι­ουρ­γεῖ τόν πιό εὔ­λο­γο κό­σμο, ἕ­ναν κό­σμο πού ὄ­χι μό­νο δέν ἀ­φή­νει πε­ρι­θώ­ριο κρι­τι­κῆς, ἀλ­λά οὔ­τε ἐ­πι­δέ­χε­ται βελ­τί­ω­ση τοῦ εἴ­δους πού ἴ­­σως ἐ­πι­δέ­χον­ται τά προ­ϊ­όν­τα της ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­πι­στή­μης ἡ τέ­χνης. Μέ τή δη­μι­ουρ­γί­α του ἀ­να­δύ­ει σο­φί­α, δι­ά­νοι­α, πλοῦ­το, εὐ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα, φαν­τα­σί­α, ἁ­πλό­τη­τα, κομ­ψό­τη­τα, πού μᾶς ἀ­φή­νουν ἄ­ναυ­δους καί ἀ­νί­κα­νους νά τοῦ βροῦ­με ψε­γά­δι. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α κα­τά τήν ὁ­ποί­α ὁ κό­σμος πού δη­μι­ουρ­γεῖ ἡ φύ­ση εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος δυ­να­τός κό­σμος. Τό ὅτι μέ­σα σέ ἕ­ναν τέ­τοι­ο κό­σμο ὁ­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἡ ὁ­ρι­σμέ­να στοι­χεῖ­α εἶ­ναι προ­νο­μι­οῦ­χα ἀ­πο­τε­λεῖ λει­τουρ­γί­α αὐ­τῆς της λο­γι­κό­τη­τας το­ϋ σχε­δια­σμοῦ τῆς φύ­σης καί ὄ­χι κά­ποι­ο ἀ­νε­ξάρ­τη­το καί ἐκ τῶν προ­τέ­ρων δε­δο­μέ­νο. Γιά πα­ρά­δειγ­μα, δέν 0ά ἦ­ταν εὔ­λο­γος ὁ κό­σμος ἄν χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε ση­μαν­τι­κά ἀ­πο­θέ­μα­τα γιά τή δη­μι­ουρ­γί­α τῶν δι­α­φό­ρων πραγ­μά­των πού βρί­σκον­ται σέ αὐτόν καί ὅμως μό­λις αὐτά τά πράγ­μα­τα δη­μι­ουρ­γη­θοῦν φθεί­ρον­ταν μέ τό πα­ρα­μι­κρό, ἔ­παυ­αν νά λει­τουρ­γοῦν μέ τόν τρό­πο πού ὄ­φει­λαν νά λει­τουρ­γοῦν, δι­α­λύ­ον­ταν καί ἔ­πρε­πε νά κα­τα­στρα­φο­ῦν καί νά ἀν­τι­κα­τα­στα­θοῦν. Τη­ρου­μέ­νων τῶν ἀ­να­λο­γι­ῶν θά πε­ρι­μέ­να­με πώς τά πράγ­μα­τα θά εἶ­χαν μιάν ὁ­ρι­σμέ­νη στα­θε­ρό­τη­τα καί ἀν­τίστα­ση στίς με­τα­βο­λές στίς ὁ­ποῖ­ες ἐν­δε­χο­μέ­νως θά ὑ­πο­βάλ­λον­ταν. ’Ἔτσι, στήν πε­ρί­πτω­ση τῶν ζων­τα­νῶν ὀρ­γα­νι­σμῶν, δέν θά πι­στεύ­α­με πώς ὁ κό­σμος εἶ­ναι κα­λά σχε­δι­α­σμέ­νος, ἄν ὁ ὀρ­γα­νι­σμός ἀρ­ρώ­σται­νε, ἀ­κρω­τη­ρι­α­ζό­ταν ἡ ἄν ἀ­κό­μη ἔ­παυ­ε νά ζε­ῖ, ἐρ­χό­με­νος ἀν­τι­μέ­τωπος μέ μί­α κα­τά­στα­ση πού κα­τ’ ἀ­νάγκην θά τήν ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε στα­θε­ρά ἡ ἀ­κό­μη καί κά­πως τα­κτι­κά. Ἑ­πο­μέ­νως τό ὅτι ὁ­ρι­σμέ­νες κα­τα­στά­σεις ἡ ὁ­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἐ­πι­λέ­γον­ται ἀν­τί ὁ­ρι­σμέ­νων ἄλ­λων, ὅ­πως ἡ ζω­ή ἀν­τί γιά τόν θά­να­το, ἡ σω­μα­τι­κή ἀρ­τι­μέλει­α ἀν­τί γιά τόν ἀ­κρω­τη­ρια­σμό, ἡ ὑ­γεία ἀν­τί γιά τήν ἀ­σθέ­νεια, ἀ­πο­τε­λεῖ συ­νέ­πεια τῆς λο­γι­κό­τη­τας τῆς φύ­σης καί ὄ­χι προ­ϋ­πό­θε­ση γιά αὐτήν. Σύμ­φω­να μέ τούς Στω­ι­κούς, αὐ­τά τά πράγ­μα­τα ἔ­χουν ἀ­ξί­α. Δέν ἰ­σχύ­ει ὅτι, ὅπως εἶ­χε ἰ­σχυ­ρι­στεῖ ὁ Ἀρίστων, ὅ­λα τά πράγ­μα­τα, ἐ­κτός ἀ­πό τή σο­φί­α καί τήν ἀ­ρε­τή, εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­δι­ά­φο­ρα ὡς πρός τή φύ­ση. Γιά τόν λό­γο αὐ­τό ὁ­ρι­σμέ­να πράγ­μα­τα στή φύ­ση εἶ­ναι προ­νο­μια­κά, τε­λεί­ως ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τή δι­κή μας στά­ση ἀ­πέ­ναν­τί τους, ἀ­πό τό κα­τά πό­σον, γιά πα­ρά­δειγ­μα, μᾶς εἶ­ναι ἡ δέν μᾶς εἶ­ναι ἀ­ρε­στά. Ἀλλά αὐτό δέν ὀ­φεί­λε­ται στό ὅτι εἶ­ναι ἀ­γα­θά, πα­ρά ἀ­πο­τε­λεῖ συ­νέ­πεια τοῦ ὅτι ὁ κό­σμος εἶ­ναι ἡ ἰ­δε­ω­δέ­στε­ρη ἔλ­λο­γη δη­μι­ουρ­γί­α.
Ἐ­φ’ ὅ­σον ἡ φύ­ση θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἔλ­λο­γος φο­ρέ­ας, μπο­ροῦ­με νά ἀ­να­ρωτη­θοῦ­με τί εἶ­ναι αὐτό πού ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι λει­τουρ­γεῖ ὡς κί­νη­τρό της, ὅ­ταν προσ­δί­δει στά πράγ­μα­τα τήν τά­ξη πού τούς προσ­δί­δει. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση μοιά­ζει νά εἶ­ναι ὅτι ἡ τέ­λεια λο­γι­κό­τη­τα τῆς κα­λύ­τε­ρης δυ­να­τῆς δι­ά­τα­ξης εἶ­ναι αὐτό πού λει­τουρ­γεῖ ὡς κί­νη­τρο τῆς φύ­σης γιά νά προσ­δώ­σει αὐτή τήν τά­ξη. Ἀπό τή στιγ­μή πού ἡ ἴ­δια εἶ­ναι ἔλ­λο­γη, ἡ φύ­ση δέν μπο­ρε­ῖ πα­ρά νά προσ­δί­δει τά­ξη στά πράγ­μα­τα κα­τά τόν πιό ἔλ­λο­γο τρό­πο. Ἄν ἀ­κό­μη δε­χτοῦ­με ὅτι ἡ φύ­ση, ὄν­τας ἔλ­λο­γος φο­ρέ­ας, ἔ­χει ὡς κί­νη­τρο ὅ,τι θε­ω­ρεῖ ὡς ἀ­γα­θό, τό ἀ­γα­θό πού λει­τουρ­γεῖ ὡς κί­νη­τρό της πρέ­πει νά εἶ­ναι ἡ τέ­λεια λο­γι­κό­τη­τα τῆς δι­ά­τα­ξής της.

Ἄς ση­μει­ώ­σου­με, ὡ­στό­σο, ὅτι ὑ­πάρ­χει καί ἕ­νας ἄλ­λος τρό­πος νά κα­τα­νο­ή­σου­με αὐτό τό ζή­τη­μα. Τό ἀγαθό τό ὁποῖο λει­τουρ­γεῖ ὡς κί­νη­τρο τῆς φύ­σης μπο­ρε­ΐ νά εἶ­ναι ἡ ἴ­δια της ἡ λο­γι­κό­τη­τα, τήν ὁ­ποι­α ἡ ἴδια ἡ φύ­ση δι­α­φυ­λάσ­σει ἤ δι­α­τη­ρεῖ μέ τό νά προσ­δί­δει στά πράγ­μα­τα τήν πιό ἔλ­λο­γη τά­ξη. Τό ὅτι προσ­δί­δει τήν πιό ἔλ­λο­γη τά­ξη ἀ­πο­τε­λε­ῖ, θ­ά λέ­γα­με, χρέ­ος τῆς φύ­σης πρός τόν ἴδιο τῆς τόν ἑ­αυ­τό. Του­λά­χι­στον πρός στιγ­μήν μπο­ροῦ­με νά ἀ­να­βά­λου­με τήν ἐ­πι­λο­γή ἀ­νά­με­σα στούς δύ­ο τρό­πους κα­τα­νό­η­σης αὐ­τοῦ τοῦ ζη­τή­μα­τος.

Ἔτσι, τό ἐ­ρώ­τη­μα τιού τί­θε­ται εἶ­ναι πῶς ἡ φύ­ση κα­τορ­θώ­νει νά προσδώ­σει τήν πιό ἔλ­λο­γη τά­ξη, πῶς κα­τορ­θώ­νει, λό­γου χά­ριν, νά κα­τα­σκευά­σει πράγ­μα­τα πού ἐ­πι­δει­κνύ­ουν ὅ­λο καί με­γα­λύ­τε­ρη πο­λυ­πλο­κό­τη­τα ἀλ­λά πού ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται κα­τά συ­νέ­πειαν ὅ­λο καί πιό εὐ­ά­λω­τα, πα­ρα­μέ­νον­τας πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά γε­ρά καί στα­θε­ρά. Τό πιό δι­α­φω­τι­στι­κό κεί­με­νο γιά τό θέ­μα αὐτό εἶ­ναι ἴ­σως ἡ πε­ρι­γρα­φή τῆς στω­ι­κῆς ἠ­θι­κῆς ἀ­πό τόν Δι­ο­γέ­νη Λα­έρ­τιο (VIΙ, 85-86)*. Δυ­στυ­χῶς καί αὐτό τό κεί­με­νο εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά συμ­πυ­κνι­ο­μέ­νο καί ἑ­πο­μέ­νως μᾶς ὑ­πο­χρε­ώ­νει νά κα­τα­φύ­γου­με σέ ἑρ­μη­νεῖ­ες πραγ­μά­των πού σέ μί­α ἐ­κτε­νέ­στε­ρη ἐκ­δο­χή τοῦ Ὀ­ᾶ μᾶς δί­νον­ταν πιό ἀ­να­λυ­τι­κά.

Μέ βά­ση αὐτό τό κεί­με­νο φαί­νε­ται πῶς ἡ φύ­ση προι­κί­ζει τά φυ­τά μέ ἕ­να ὁ­ρι­σμέ­νο εἶ­δος φυ­σι­ο­λο­γί­ας, ἡ ὁ­ποί­α τούς ἐ­πι­τρέ­πει νά ζο­ΰν καί νά δι­α­τη­ροῦν­ται σέ κα­λή κα­τά­στα­ση. Τήν ’­ἴ­δια αὐ­τή φυ­σι­ο­λο­γί­α τήν προ­σφέ­ρει καί στά ζῶ­α καί στά ἀν­θρώ­πι­να ὀν­τά. Φρον­τί­ζει, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, ἔ­τσι ὥ­στε ἡ τρο­φή νά με­τα­τρέ­πε­ται σέ κα­τάλ­λη­λη μορ­φή καί νά με­τα­φέ­ρε­ται στά δι­ά­φο­ρα κα­τάλ­λη­λα μέ­ρη τοῦ σώ­μα­τος, ἡ ἔ­τσι ὥ­στε ἡ θερ­μο­κρα­σί­α τῶν δι­α­φό­ρων με­ρῶν το­ΰ σώ­μα­τος νά προ­σαρ­μό­ζε­ται στίς ἀ­παι­τή­σεις τῆς κα­τά­στα­σης — καί ὁ­λα αὖ­τα χω­ρίς νά χρει­ά­ζε­ται ὁ ὀρ­γα­νι­σμός νά κά­νει τί­πο­τε. Τά φυ­τά δέν κά­νουν τί­πο­τε, καί φυ­σι­κά δέν δροῦν. “Ὅ­ταν ὁ­μως φτά­νου­με στά ζῶ­α, ἡ φύ­ση προ­χω­ρεῖ ἕ­να ἀ­πο­φα­σι­στι­κό βῆ­μα. Αὐτό ἀ­πο­τε­λε­ΐ μέ­ρος τῆς ἰ­δι­ο­φυί­ας τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­δει­κνύ­ει ἡ κα­τα­σκευ­ή τοῦ κό­σμου. ’ Ἐ­κτός ἀ­πό τό νά δι­α­θέ­τουν αὔ­το­ϋ το­ΰ εἴ­δους τή φυ­σι­ο­λο­γί­α, τά ζῶ­α ἄ­πο­κτουν ἐ­πί­σης ἀ­πό τή φύ­ση τήν πα­ρόρ­μη­ση πού τούς ἐ­πι­τρέ­πει νά κά­νουν πράγ­μα­τα, να ἐ­πι­δι­ώ­κουν ὅσα συν­τε­λο­ῦν στήν ἐ­πι­βί­ω­ση, τήν ἀρ­τι­μέ­λεια ἤ τήν ὑ­γεί­α τους καί νά ἀ­πο­φεύ­γουν ὅσα δροῦν κα­τα­στρο­φι­κά πρός αὐ­τήν. Τό ἰ­δι­αί­τε­ρα ἰ­δι­ο­φυ­ές στοι­χεῖ­ο ἐ­δῶ εἶ­ναι ὅτι, μέ αὐτό τόν τρό­πο, ἡ φύ­ση ὄχι μό­νο προσφέ­ρει στά ζῶ­α, πού ἐκ τῶν πραγ­μά­των εἶ­ναι τό­σο σύν­θε­τα καί εὐ­ά­λω­τα, μί­α κα­λύ­τε­ρη εὐ­και­ρί­α νά ἐ­πι­βι­ώ­σουν, ὅ­πως τό ἀ­παι­τεῖ ἡ ὀρ­θο­λο­γι­κή τά­ξη τῶν πραγ­μά­των, πα­ρά τά κα­τα­σκευά­ζει μέ τέ­τοι­ο τρό­πο, ὥ­στε μέ τήν ἴδια τους τή συμ­πε­ρι­φο­ρά, ἀ­κο­λου­θών­τας τή φυ­σι­κή τους πα­ρόρ­μη­ση, νά κα­τορ­θώ­νουν νά δι­α­τη­ροῦν αὐτή τήν ἔλ­λο­γη τά­ξη, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ του­λά­χι­στον τό δι­κό τους μέ­ρος σέ αὐτήν. Φτά­νον­τας στά ἀ­νθ­ρώ­πι­να ὄν­τα, ἡ φύ­ση προ­χω­ρεῖ ἕ­να βῆ­μα ἀ­κό­μη. Ἀν­τί νά τά βά­ζει νά κα­θο­δη­γοῦν­ται ἀ­πό πα­ρόρ­μη­ση ἡ ἔν­στι­κτο, ὅ­πως θ­ά λέ­γα­με σή­με­ρα, τά κα­τα­σκευά­ζει ἔ­τσι ὥ­στε νά κα­θο­δη­γοῦν­ται ἀ­πό τόν ὀρ­θό λό­γο. Ἔτσι ἡ φύ­ση μᾶς προι­κί­ζει μέ ὀρ­θό λό­γο γιά νά ἔ­χου­με μιά εὔ­λο­γη δυ­να­τό­τη­τα ἐ­πι­βί­ω­σης, νά μπο­ροῦ­με νά ἀν­τα­πο­κρι­νό­μα­στε στίς ποι­κί­λες κα­τα­στά­σεις πού ἀν­τι­με­τωπί­ζουν τά ἀ­νθ­ρώ­πι­να ὄν­τα μέ με­γα­λύ­τε­ρη ἐ­πάρ­κεια καί πε­ρισ­σό­τε­ρη ἐ­λα­στι­κό­τη­τα. Καί αὐτό εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἰ­δι­ο­φυ­ές. Για­τί μέ τόν τρό­πο αὐτό ἡ φύ­ση ὄχι μό­νο ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τό ὅτι ἐ­μεῖς, ὅ­πως τά ζῶ­α. μέ τήν ἴδια μας τή συμ­πε­ρι­φο­ρά συμ­βάλ­λου­με στή δι­α­τή­ρη­ση τῆς φυ­σι­κῆς τά­ξης, ἀλ­λά καί τό ὅτι, σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τά ζῶ­α, τό κά­νου­με μέ τή θέ­λη­σή μας, πού στήν ἰ­δα­νι­κή πε­ρί­πτω­ση προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα καί τήν κα­τα­νό­η­σή μας. Ἡ ἰ­δι­ο­φυί­α τοῦ σχή­μα­τος εἶ­ναι πράγ­μα­τι ἐκ­πλη­κτι­κή. Κά­νου­με τή δου­λειά τῆς φύ­σης καί μά­λι­στα μέ δι­κή μας θέ­λη­ση.

Αὐτό τό σχέ­διο τῆς φύ­σης, ὡ­στό­σο, μέ βά­ση τά ὅσα εἴ­πα­με προ­η­γου­μέ­νως, δέν θ­ά λει­τουρ­γοῦ­σε, ἕ­κτος ἄν ἀ­πο­φα­σί­ζα­με πώς κά­τι εἶ­ναι ἀ­γαθ­ό καί, θέ­λον­τας νά τό ἀ­πο­κτή­σου­με, κά­να­με αὐτό τό ὁποῖο ἡ­θε­λε ἡ φύ­ση καί μέ τόν τρό­πο αὐτό ἐ­νερ­γού­σα­με ἔ­τσι ὥ­στε νά κά­νου­με αὐτό τόν κό­σμο τόν κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τόν, ὅσον ἀ­φο­ρᾶ του­λά­χι­στον τή δι­κή μας συμ­με­το­χή. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅτι ὁ Κι­κέ­ρων δέν μᾶς λέ­ει πῶς ἀ­κρι­βῶς ὁ­δη­γού­μα­στε στό νά σκε­φτο­ῦ­με ὅτι κά­τι εἶ­ναι ἀγαθό, πῶς δη­λα­δή δι­α­μορ­φώ­νου­με κά­ποι­α ἀν­τιίλη­ψη γιά τό ἀγαθό καί πῶς τε­λι­κά τήν ἐ­φαρ­μό­ζου­με μέ τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε οἱ πρά­ξεις μας νά κα­τευ­θύ­νον­ται ἀ­πό τά κί­νη­τρα πού τίς κα­τευ­θύ­νουν. Μᾶς λέ­ει, ὡ­στό­σο, πώς ὁ­δη­γού­μα­στε φυ­σι­ο­λο­γι­κά στή σω­στή ἄν­τι­λη­ψη τοῦ ἀ­γα­θοῦ καί πώς τήν ἐ­φαρ­μό­ζου­με σω­στά ἔ­τσι ὥ­στε νά κα­τευ­θυ­νό­μαστε στήν ἐ­νά­ρε­τη συμ­πε­ρι­φο­ρά, κά­νον­τας αὐτό πού στήν ἰ­δα­νι­κή πε­ρί­πτω­ση θέ­λει ἡ φύ­ση νά κά­νου­με. Ἄς ἐ­πι­στρέ­φου­με, λοι­πόν, σέ αὐτό τό δύ­σκο­λο χω­ρί­ο. Ὁ Κι­κέ­ρων ἐν­το­πί­ζει τό ση­μεῖ­ο στό ὁποῖο καί ἀ­πο­κτᾶ­με φυ­σι­ο­λο­γι­κά τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀγαθοῦ καί κα­τα­λα­βαί­νου­με τί εἶ­ναι ἀγαθό μέ τόν ἑ­ξῆς τρό­πο: Ἄν εἴ­χα­με ἀ­να­πτυ­χθεῖ φυ­σι­ο­λο­γι­κά, θ­ά ὁ­δη­γού­μα­σταν σέ ἕ­να ση­μεῖ­ο στό ὁποῖο κα­τά κα­νό­να καί χω­ρίς ἐν­δοια­σμό, ὅ­πως τό θέ­λει ἡ φύ­ση, θ­ά ἐ­πι­λέ­γα­με τά πράγ­μα­τα μέ τρό­πο ὥ­στε νά ἐ­πι­δι­ώ­κου­με ὅ,τι συν­τε­λεῖ στήν ἐ­πι­βί­ω­σή μας καί νά ἀ­πο­φεύ­γου­με ὅ,τι τήν βλά­πτει. Καί γιά αὐτό τό σχέδιο ἐπιλογής και συμπεριφορᾶς μαθαίνουμε πώς μέσα του βρίσκουμε τίς ἀ­παρ­χές τοῦ ἀ­γα­θο­ῦ καί ἀρ­χί­ζου­με νά κα­τα­λα­βαί­νου­με τί εἶ­ναι, αὐτό πού ἀ­ξί­ζει νά ὀ­νο­μά­ζε­ται «ἀγαθό»· δη­λα­δή, κα­θώς βλέ­που­με καί στο­χα­ζό­μα­στε αὐτό τό σχέ­διο ἐ­πι­λο­γῆς ἤ συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς φυ­σι­ο­λο­γι­κά δι­α­μορ­φώ­νου­με ὄχί μό­νο τήν ἀν­τί­λη­ψη ἀλ­λά τή σω­στή, φυ­σι­κή ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀ­γα­θο­ῦ.

Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὁ Κι­κέ­ρων μι­λά­ει μό­νο γιά τρό­πο ἤ σχέ­διο ἐ­πι­λο­γῆς, ἕ­να σχέ­διο δη­λα­δή κα­τά τό ὁποῖο ἐ­πι­λέ­γει κα­νείς μέ τόν κα­τάλ­λη­λο τρό­πο· ἀλ­λά ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἡ κα­τάλ­λη­λη ἐ­πι­λο­γή συ­νε­πά­γε­ται κα­τάλ­λη­λη δρά­ση καί κα­θώς ὁ ­ἴ­διος ὁ Κι­κέ­ρων, λί­γες μό­λις ἀ­ρά­δες πιό κά­τω (πρβ. «rerum agendarum»), στρέ­φει τή συ­ζή­τη­ση στό θέ­μα τῆς κα­τάλ­λη­λης δρά­σης, ἐλ­πί­ζω πώς δέν θά πα­ρερ­μη­νεύ­σου­με τό κεί­με­νο ἄν ὑ­πο­θέ­σου­με ὅτι ὁ Κι­κέ­ρων μι­λά­ει γιά σχέ­διο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς. Τό πλε­ο­νέ­κτη­μα αὐτῆς της ὑ­πό­θε­σης εἶ­ναι ὅτι βλέ­που­με ἀ­μέ­σως για­τί, γιά ἕναν Στω­ι­κό, ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά μέ βά­ση αὐτό τό σχέ­διο, μο­λο­νό­τι ἀρ­χί­ζει νά εἶ­ναι ἀ­γα­θή. δη­λα­δή ἀρ­χί­ζει νά ἱ­κα­νο­ποι­εῖ τίς συν­θῆ­κες πού ἀ­παι­το­ῦν­ται γιά νά εἶ­ναι ἀγα­θή, δέν μπο­ρεῖ ἀ­κό­μη, ὅ­πως εἶ­ναι, νά ἀ­ξι­ώ­νει νά ἀ­πο­κα­λε­ῖ­ται «ἀ­γα­θή». Για­τί, ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με κα­λά, οἱ Στω­ι­κοί δι­α­κρί­νουν τίς κα­τάλ­λη­λες πρά­ξεις (κα­θή­κον­τα ἡ officia) καί τίς σω­στές πρά­ξεις (κα­τορ­θώ­μα­τα). Μι­λών­τας σχη­μα­τι­κά, κα­θῆ­κον εἶ­ναι μιά πρά­ξη πού ὅ­ταν τήν κά­νει κα­νείς κά­νει τό σω­στό, δηλα­δή, σέ γε­νι­κές γραμ­μές ἐ­πι­δι­ώ­κει τήν ἐ­πι­βί­ω­ση καί ἀ­πο­φεύ­γει ὅ,τι τήν βλά­πτει. Ὅ­μως μιά σωστή ἤ ἐ­νά­ρε­τη πρά­ξη προ­ϋ­πο­θέ­τει ἀ­κό­μη τό ὅτι γί­νε­ται μέ σω­στό κί­νη­τρο, γιά τόν σω­στό λό­γο· προ­ϋ­πο­θέ­τει ὅτι εἶ­ναι μιά πρά­ξη πού δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἀ­πό ἀ­ρε­τή καί σο­φί­α, καί ὅτι αὐτός εἶ­ναι ὁ λό­γος γιά τόν ὁποῖο ἀ­ξί­ζει νά ὀ­νο­μά­ζε­ται «ἀ­γα­θή». Ἄν ὅ­μως ἐ­ξε­τά­σου­με τό σχέ­διο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς ἑ­νός ἀν­θρώ­που πού ἔ­χει κα­τορ­θώ­σει νά κά­νει πάν­τα τήν κα­τάλ­λη­λη ἐ­πι­λο­γή, κα­τα­λα­βαί­νου­με πώς ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος, μο­λο­νό­τι πάν­τα κά­νει αὐτό πού ἁρ­μό­ζει καί ἐ­νερ­γεῖ σύμ­φω­να μέ τή φύ­ση, δη­λα­δή μέ τόν τρό­πο πού θέ­λει ἡ φύ­ση, ὡ­στό­σο δέν δρᾶ σω­στά, ἐ­νά­ρε­τα, σο­φά. Ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά του, μο­λο­νό­τι ἀρ­χιίζει νά ἱ­κα­νο­ποι­εῖ τίς συν­θῆ­κες πού πρέ­πει γιά νά θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἀγα­θή, δέν ἔ­χει ἀ­κό­μη τό κα­τάλ­λη­λο κί­νη­τρο πού θά τήν κα­θι­στοῦ­σε πραγ­μα­τι­κά ἀ­γα­θή συμ­πε­ρι­φο­ρά.

Τό ὅτι προ­σπα­θών­τας νά κα­τα­νο­ή­σου­με τό κεί­με­νο μέ αὐτό τόν τρό­πο βρι­σκό­μα­στε στόν σω­στό δρό­μο φαί­νε­ται ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅτι ὁ Κι­κέ­ρων μοιά­ζει νά προ­σπα­θεῖ νά προσ­δώ­σει ἰ­δι­αί­τε­ρη ἔμ­φα­ση στό ὅτι ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά τοῦ ἀν­θρώ­που πού πρό­κει­ται νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τήν κρί­σι­μη ἀ­νακά­λυ­ψη τοῦ ἀ­γα­θο­ῦ συ­νί­στα­ται σέ προ­σή­κου­σες πρά­ξεις. Περιγράφοντας τό σχέ­διο τῆς ἐ­πι­λο­γῆς ἤ τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς στήν ὁ­ποί­α κα­τα­λή­γει τε­λι­κά ὁ ἄν­θρω­πος, ὁ Κι­κέ­ρων ξε­κί­να μέ ἕ­ναν ρη­τό χα­ρα­κτη­ρι­σμό τῶν officia, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας μά­λι­στα καί τήν ἑλ­λη­νι­κή ὀ­νο­μα­σί­α τους, καί ἀ­να­φέ­ρει ὅτι ἕ­να ἀ­πό τά βή­μα­τα ση­μα­το­δο­τεῖ­ται ἀ­πό τήν selectio cum officio. Ἀ­κό­μη, ὅπως τονίστηκε πιο πάνω, το «rerumagendarum» λί­γες σει­ρές πιό κάτω μοιά­ζει, νά ταυ­τί­ζει τό ἀγαθό ὡς κά­ποι­ο ἐ­πί πλέ­ον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῶν πρἀξε­ων πού εἶ­ναι ἤ­δη ἁρ­μό­ζου­σες.

Ἄλ­λα ἄν ἰ­σχύ­ει αὐτό, τό­τε πρέ­πει νά κα­τα­λά­βου­με ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος, τή στιγ­μή πού ἀ­να­πτύσ­σει αὐτό τό σχέ­διο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς καί κα­θώς τό ἀναλο­γί­ζε­ται, δδη­γε­ῖ­ται φυ­σι­ο­λο­γι­κά στό νά σκέ­φτε­ται γιά τά πράγ­μα­τα μέ τέτοι­ο τρό­πο ὥ­στε ὄ­χι μό­νο νά συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται σύμ­φω­να μέ τή φύ­ση, ἀλλά καί νά ἔ­χει τά σω­στά κί­νη­τρα γιά αὐτή τή συμ­πε­ρι­φο­ρά, δη­λα­δή νά συμπε­ρι­φέ­ρε­ται ἔ­τσι γιά τόν σω­στό λό­γο. Τό ἐ­ρώ­τη­μα, λοι­πόν, εἶ­ναι πῶς ὑποτί­θε­ται ὅτι συμ­βαί­νει αὐτό. Εἶ­ναι σα­φές πώς ὁ ἄν­θρω­πος, ὅταν ἀ­να­λο­γίζεται τή συμ­πε­ρι­φο­ρά του, ἀ­πο­κτᾶ κά­ποι­α ση­μαν­τι­κή δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα ἡ ὁ­ποί­α μετα­βάλ­λει ρι­ζι­κά τόν τρό­πο μέ τόν ὁποῖο σκέ­φτε­ται αὐτό πού ἡ­δη κά­νει καί ἀ­κό­μη δέν τό σκέ­φτε­ται μέ τόν σωστό τρό­πο.

Ὅ­ταν, τώ­ρα, ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τό σχέ­διο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς μπο­ρε­ῖ νά ἀ­να­κα­λύ­ψει ὅτι ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά αὐτή συ­νι­στᾶ τήν ἰ­δε­ώ­δη στρατη­γι­κή ἐ­πι­βί­ω­σης. Μέ τό πού τήν ἀ­να­λο­γί­ζε­ται κα­λύ­τε­ρα, δι­α­πι­στώ­νει ἴσως πό­σο σο­φά φτι­ά­χτη­καν τά πράγ­μα­τα, ἔ­τσι ὥ­στε ὁ ἴδιος νά μπο­ρε­ΐ νά ἀναπτύ­ξει μιά συμ­πε­ρι­φο­ρά πού τό­σο ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στα ται­ριά­ζει στήν ἐ­πι­βί­ωση. Αὐτό μπο­ρεῖ νά τόν ὁ­δη­γή­σει στό νά σκε­φτεῖ ὅτι τά πράγ­μα­τα ἔ­χουν φτιαχτε­ῖ μέ αὐτό τόν τρό­πο ἀ­πό ἕ­ναν ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἔλ­λο­γο φο­ρέ­α, τή φύ­ση. Το ἑ­πό­με­νο ἐ­ρώ­τη­μα θά ἦ­ταν τό­τε για­τί ἡ φύ­ση ἔ­φτίια­ξε τά πράγ­μα­τα μέ αὐτό τόν τρό­πο. Ἐξετάζοντας αὐτό τό ἐ­ρώ­τη­μα, ὁ ἄν­θρω­πος θά πρέ­πει νά συνειδη­το­ποι­ή­σει ὅτι ἡ φύ­ση δέν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται εἰ­δι­κά γιά τή δι­κή του ἐ­πι­βίωση. Ἄν καί ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά του προ­σα­να­το­λί­ζε­ται στήν αὔ­ξη­ση τῶν πι­θα­νοτήτων του νά ἐ­πι­βι­ώ­σει, εἶ­ναι προ­φα­νές ὅτι τό γε­γο­νός αὐτό δέν ἀ­πο­τε­λεῖ παρά μέ­ρος ἑ­νός γε­νι­κοῦ σχε­δί­ου τό ὁποῖο δέν εὐ­νο­εῖ ἤ δέν δί­νει ἰ­δι­αί­τε­ρη σημασί­α στή δι­κή του ἐ­πι­βί­ω­ση σέ σχέ­ση μέ τήν ἐ­πι­βί­ω­ση τῶν ὑ­πο­λοί­πων. Πρόκει­ται μά­λι­στα γιά ἕ­να σχέ­διο τό ὁποῖο δέν προ­ϋ­πο­θέ­τει καν ὅτι ἡ ζω­ή ἤ ἡ ἐ­πι­βί­ω­ση εἶ­ναι ἀγαθό κα­θε­αυ­τό. Αὐτό πού συμ­βαί­νει εἶ­ναι μᾶλ­λον το ὅτι ἡ φύ­ση, ὄν­τας ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἔλ­λο­γη, δέν μπο­ρε­ΐ πα­ρά νά ὀρ­γα­νώ­νει τά πράγματα μέ τρό­πο ὥ­στε νά δη­μι­ουρ­γεῖ τόν κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τόν, δη­λα­δή τόν πιό εὔλογο κό­σμο. Καί ὁ κό­σμος δέν θά ἦ­ταν εὔ­λο­γος, ἄν τά ἀν­θρώ­πι­να ὄν­τα μό­λις γεννι­όν­ταν πέ­θαι­ναν μέ τό πα­ρα­μι­κρό. Αὐτός εἶ­ναι ὁ λό­γος γιά τόν ­ὁποῖο ἡ φύ­ση δη­μι­ουρ­γεῖ ἀν­θρώ­πι­να ὄν­τα τά ὁ­ποῖ­α μέ τήν ἴ­δια τούς τή σύμπεριφο­ρά ἐγ­γυ­ῶν­ται, στό μέ­τρο πού ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τά ἴδια, ὅτι ὁ κό­σμος αὐτός εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος δυ­να­τός, φρον­τί­ζον­τας μέ ἀρ­κε­τή ἐ­πι­τυ­χί­α τούς ἑ­αυτούς των. Καί ὄ­χι μό­νο αὐτό· δη­μι­ουρ­γεῖ ἀν­θρώ­πι­να ὄντα προι­κι­σμέ­να μέ ὀρθό λό­γο, ἔ­τσι ὥ­στε νά πράτ­τουν αὐτό πού ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ φύ­ση μέ τή δι­κή τους συγ­κα­τά­θε­ση, γιά κά­ποι­ο λό­γο. Ὅ­λα αὐτά ὁ ἄν­θρω­πος θά μπο­ρέ­σει ἴ­σως νά τά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει.

Θά συ­νει­δη­το­ποί­σει ἀ­κό­μη ὅτι αὐ­τό δέν μπο­ρεῖ νά συμ­βεῖ πα­ρά μό­νο ἄν ὑ­πάρ­χει ἕ­νας λό­γος γιά τόν ὁποῖο θά ἡ­θε­λε κα­νείς νά κά­νει αὐτό πού ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ φύ­ση. Ἀνάλογα μέ τήν εἰ­κό­να πού ἔ­χει γιά τή φύ­ση, θ­ά μπο­ρέ­σει ­ἴ­σως κα­νείς νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει, τε­λι­κά, ὅτι ἡ φύ­ση θέ­λει νά ἐ­νερ­γοῦ­με μέ ἕ­ναν ὁ­ρι­σμέ­νο τρό­πο, ἀ­κο­λου­θών­τας τόν ὀρ­θό λό­γο· Θ­ά ἀ­πο­ρεῖ ὡ­στό­σο ἡ ἀ­κό­μη καί θ­ά ἀμ­φι­βάλ­λει γιά τό ἄν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος λό­γος γιά τόν ὁποῖο πρέ­πει νά συμ­μορ­φω­νό­μα­στε πρός τή φύ­ση.

Ἀλ­λά ἔ­τσι φυ­σι­κά ὁ­δη­γε­ῖ­ται κα­νείς στό ἐ­ρώ­τη­μα γιά ποι­ό λό­γο θ­ά πρέ­πει ὁ ἄν­θρω­πος νά κά­νει αὐτά πού τοῦ ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ φύ­ση. Μιά στω­ι­κή ἀ­πάν­τη­ση θ­ά ἦ­ταν ὅτι ἕ­νας λό­γος ἤ ὁ λό­γος γιά τόν ὁποῖο θ­ά ἔ­πρε­πε κα­νείς νά δρᾶ σύμ­φω­να μέ τή φύ­ση εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς τό ὅτι αὐτό τό ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ φύ­ση. Ἄς μήν ξε­χνᾶ­με ὅτι τό βα­σι­κό στω­ι­κό δόγ­μα γιά τόν σκο­πό τοῦ ἀνθ­ρώ­πι­νου βί­ου ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τοῦ Ζή­νω­νος καί ἔ­πει­τα εἶ­ναι «νά ἀ­κο­λου­θοῦ­με τή φύ­ση». Μπο­ρεῖ κα­νείς νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὅτι αὐτός εἶ­ναι ἕ­νας σκο­πός πού μᾶς ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἀ­πό τή φύ­ση, ὅτι ἔ­χου­με κα­τα­σκευα­στεῖ μέ τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε νά εἴ­μα­στε προ­σα­να­το­λι­σμέ­νοι σέ αὐτό τόν στό­χο, ὅτι τό νά προ­σπα­θεῖ κα­νείς νά ζή­σει ἐ­νάν­τια στίς ἴδι­ες τίς ἀρ­χές τῆς κα­τα­σκευ­ῆς του δέν ἔ­χει νό­η­μα, εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς πα­ρά­λο­γο, κα­τα­λή­γει σί­γου­ρα σέ κα­τα­στρο­φή, ἰ­δί­ως ἐ­φ’ ὅσον, ἄν πι­στέ­ψου­με τούς Στω­ι­κούς, αὐτό πού τε­λι­κά θ­ά κά­νου­με εἶ­ναι οὕ­τως ἡ ἄλ­λως αὐτό πού μᾶς ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ φύ­ση, ἔ­χον­τας προ­δι­α­γρά­φει ἀ­νά­λο­γα τή συμ­πε­ρι­φο­ρά μας. Αὐτή εἶ­ναι ἴσως καί ἡ ἀ­πάν­τη­ση πού θ­ά εἶ­χε ὑ­πό­ψη του ὁ Κι­κέ­ρων. Για­τί λί­γες ἀ­ρά­δες πιό κά­τω πε­ρι­γρά­φει αὐτό πού ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με ὡς ἀγαθό καί τό ὁποῖο εἶ­ναι ἡ ἀ­φορ­μή γιά νά ἀ­πο­κτή­σου­με τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀγαθοῦ ὡς «τήν τά­ξη καί, γιά νά τό πού­με ἔ­τσι, τήν ὁ­μό­νοι­α τῶν ἁρ­μο­ζου­σῶν πρά­ξε­ων», καί ὅ­μως λί­γο με­τά μᾶς λέ­ει ὅτι τό ἀγαθό ἔγ­κει­ται σέ αὐτό πού οἱ Στω­ι­κοί ὀ­νο­μά­ζουν ὁ­μο­λο­γί­α («συμ­φω­νί­α» ἡ «συμ­βι­βα­σμό»), ὄ­ρο πού ὁ ­ἴ­διος ἐ­πι­λέ­γει νά ἀ­πο­δώ­σει ὡς convenientia. Ἄν ρω­τή­σου­με «ὁ­μό­νοι­α ἡ συμ­φω­νί­α πρός τί;», ἡ εὔ­λο­γη ἀ­πάν­τη­ση μοιά­ζει νά εἶ­ναι «πρός τή φύ­ση», ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­φοῦ οἱ Στω­ι­κοί ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή του Ζή­νω­νος ἔ­κα­ναν λό­γο γιά «ὁ­μο­λο­γί­α, συμ­φω­νί­α πρός τή φύ­ση». Λί­γες πα­ρα­γρά­φους πιό κά­τω, στό ΙΙΙ 26, ὁ Κι­κέ­ρων πράγ­μα­τι ὁ­ρί­ζει τόν σκο­πό: νά ζῆ κα­νείς σύμ­φω­να πρός τή φύ­ση. Κι ἔ­τσι, ὅ­πως μᾶλ­λον θ­ά τό πε­ρι­μέ­να­με, αὐτή εἶ­ναι καί ἡ ὑ­πό­θε­ση πού υἱ­ο­θε­τοῦν καί ὁ­ρι­σμέ­νοι ἀ­πό τους σχο­λια­στές, ὅ­ταν ἑρ­μη­νεύ­ουν αὐτό τό χω­ρί­ο. Αὐ­τό πού προ­κύ­πτει, λοι­πόν, εἶ­ναι ὅτι φτά­νου­με σέ ἕ­να ση­μεῖ­ο στό ὁποῖο συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με ὅτι ἡ ἁρ­μό­ζου­σα πρά­ξη, ἄν πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ ἐ­ξαι­τί­ας του ὅτι συμ­φω­νεῖ πρός τή φύ­ση, δη­λα­δή ἐ­ξαιτίας του ὅτι εἶ­ναι αὐτή πού ἡ φύ­ση ὑ­πα­γο­ρεύ­ει, συ­νι­στᾶ τό ἀγαθό, καί ὅτι, ἀ­πό τή στιγ­μή πού τό ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με, αὐ­το­ῦ του εἴ­δους ἡ δρά­ση γί­νε­ται κυ­ρί­αρ­χος στό­χος μας.

Θά θυ­μό­μα­στε ὅ­μως πῶς ὁ Ζή­νων εἶ­χε μι­λή­σει ἐ­πί­σης καί γιά ἁ­πλή ὁμολογία, δηλαδή για τη συνέπεια στην οποία θα πρέπει να άποσκοποῦμε, ὑ­πο­θέ­τον­τας, κα­θώς φαί­νε­ται, ὅτι τό νά εἶ­ναι κα­νείς συ­νε­πής εἶ­ναι τό ἴ­­διο μέ τό νά δρᾶ σύμ­φω­να μέ τή φύ­ση. Ἀκόμη δύ­σκο­λά μας δι­α­φεύ­γει τό γε­γο­νός ὅτι ὁ Κι­κέ­ρων δέν μι­λά­ει γιά συ­νέ­πεια καί συμ­φω­νί­α πρ­ός τή φύ­ση, ἀλ­λά ἁ­πλῶς γιά ὁ­μό­νοι­α καί γιά συμ­φω­νί­α ἤ συ­νέ­πεια. Καί ὅ­ταν μι­λά­ει γιά τήν τά­ξη καί τήν ὁ­μό­νοι­α στίς ἁρ­μό­ζου­σες πρά­ξεις εἶ­ναι φυ­σι­κό νά θε­ω­ρεῖ­ται ὅτι ἀ­να­φέ­ρε­ται ὄ­χι στή συμ­φω­νί­α αὐ­τῶν τῶν πρά­ξεων πρός τή φύ­ση ἀλ­λά μᾶλ­λον στήν ἐ­σω­τε­ρι­κή τους τά­ξη καί συ­νέ­πεια. Ἀκόμα, εἶ­ναι φυ­σι­κό νά θε­ω­ρή­σου­με ὅτι ἡ τά­ξη συ­νί­στα­ται στόν τρό­πο μέ τόν ὁποῖο οἱ πρά­ξεις αὐ­τές σχε­τί­ζον­ται με­τα­ξύ τους, ἔ­τσι ὥ­στε ἡ ἀ­μοι­βαί­α δι­α­πλο­κή τους νά εὐνο­εῖ τήν ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ ἀ­τό­μου, ἄν ὄ­χι μά­λι­στα σέ μί­α πιό σύν­θε­τη δι­ά­τα­ξη σύμ­φω­να μέ τήν ὁ­ποι­α ὁ­ρι­σμέ­να officia εἶ­ναι βα­σι­κά ἐ­νῶ κά­ποι­α ἄλ­λα ὅ­λο καί πιό δευ­τε­ρο­γε­νῆ. Ἐπίσης βέ­βαι­α δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅτι, σύμ­φω­να μέ τήν πε­ρι­γρα­φή τοῦ Κι­κέ­ρω­νος, ἡ ἐμ­φά­νι­ση τοῦ σχε­δί­ου συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, τό ὁποῖο κα­θώς τό ἀ­να­λο­γι­ζό­μα­στε ὁ­δη­γού­μα­στε στήν ἀ­να­κά­λυ­ψη το­ϋ ἀ­γα­θοῦ, χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται ὁ­λο καί πιό συ­νε­πής καί λι­γό­τε­ρο ἄ­στα­τος στίς ἐ­πι­λο­γές του. Ἐν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, τό ὅτι ὁ Ζή­νων ὁ­ρί­ζει ἐ­πί­σης κά­ποι­ες φο­ρές τόν σκο­πό ὡς ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως ζῆνἐγ­γυ­ᾶται ὅτι καί «ἡ συ­νέ­πεια» εἶ­ναι μί­α θε­μι­τή στω­ι­κή ἀ­πάν­τη­ση στό για­τί θά πρέ­πει κα­νείς νά δρᾶ μέ τόν ἁρ­μό­ζον­τα τρό­πο ἤ σύμ­φω­να μέ τή φύ­ση. Κι ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χον­τας φτά­σει νά δρᾶ μέ συ­νέ­πεια μπο­ρε­ῖ νά θε­ω­ρή­σει, ἀ­να­λο­γι­ζό­με­νος τό σχέ­διο τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς του, ὅτι τό νά συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται κα­νείς κα­τ’ αὐτό τόν τρό­πο εἶ­ναι ἀγαθό, ἔ­φ’ ὅσον κα­νείς τό κά­νει ἐ­πει­δή μέ τόν τρό­πο αὐτό δι­α­τη­ρεῖ τή συ­νέ­πεια στή συμ­πε­ρι­φο­ρά του.

      Σέ τί ὁ­μως νά ὀ­φεί­λε­ται τό ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τή συ­νέ­πεια; Μί­α πλή­ρης ἀ­πάν­τη­ση προ­ϋ­πο­θέ­τει τή συ­ζή­τη­ση τῶν προ­βλη­μά­των πού ἡ­δη ἀν­τι­με­τωπί­ζου­με στήν Πο­λι­τεί­α το­ϋ Πλά­τω­νος. Τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα πού συ­ναν­τᾶ­με ἐ­κεῖ εἶ­ναι ὅτι ἡ δι­και­ο­σύ­νη, καί ἑ­πο­μέ­νως ἡ ἀρ­ε­τή, εἶ­ναι κα­λή, ἐ­πει­δή μό­νο οἱ δί­και­οι καί οἱ ἐ­νά­ρε­τοι εἶ­ναι ἀ­παλ­λαγ­μέ­νοι ἀ­πό ἐ­κεί­νη τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­συ­νέ­πεια, τήν ἔν­τα­ση, τή δι­χό­νοι­α καί τήν ἔ­ρι­δα πού μᾶς στε­ρεῖ τήν εὐ­τυ­χι­σμέ­νη ἠ­ρε­μί­α το­ῦ πνεύ­μα­τος. Μπο­ροῦ­με νά ὑ­πο­θέ­σου­με ὅτι αὐτή ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή συ­νέ­πεια εἶ­ναι πα­ροῦ­σα στή σκέ­ψη τῶν Στω­ι­κῶν, ὅ­ταν ἐ­πί­σης θεω­ροῦν ὅτι ὁ σκο­πός συ­νί­στα­ται σέ μί­α εὔ­ροι­αν βί­ου (Διογ. Λα­έρ. VII 88). Ἀλλά ἐ­δῶ θέ­λω νά ἑ­στιά­σω τήν προ­σο­χή μου σέ μί­α δι­α­φο­ρε­τι­κή ὄ­ψη τῆς συ­νέ­πειας. Ἡ συ­νέ­πεια τῆς Πο­λι­τεί­ας τοῦ Πλά­τω­νος εἶ­ναι πρῶ­τα ἀ­πό ὅλα συ­νέ­πεια ἀ­νά­με­σα στά δι­α­φο­ρε­τι­κά μέ­ρη τῆς ψυ­χῆς. Ἀπό τή στιγ­μή πού οἱ Στω­ι­κοί ἀρ­νοῦν­ται τήν ὕ­παρ­ξη ἄ­λο­γων με­ρῶν στήν ψυ­χή, ἡ συ­νέ­πεια γιά αὐ­τους ἀ­νάγε­ται σέ συ­νέ­πεια το­ῦ ὀρ­θο­ῦ λό­γου. Γιά νά κα­τα­νο­ή­σου­με πλή­ρως τό ἐν­διαφέ­ρον γιά αὐτή τή συ­νέ­πεια πρέ­πει πρῶ­τα νά δι­α­πι­στώ­σου­με ὅτι γιά τούς Στω­ι­κούς ἡ σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στή συ­νέ­πεια καί τή λο­γι­κό­τη­τα εἶ­ναι πο­λύ στε­νό­τε­ρη ἀ­πό ὅ,τι γιά ἐ­μᾶς, τό­σο στε­νή μά­λι­στα πού θά μπο­ρού­σα­με νά ὑ­πο­στη­ρί­ξου­με ὅτι γιά τούς Στω­ι­κούς ἡ συ­νέ­πεια ἀ­πο­τε­λε­ϊ ἔν­δει­ξη τῆς τέ­λειας λο­γι­κό­τη­τας. Δέν πρέ­πει νά ξε­χνᾶ­με ὅτι οἱ Στω­ι­κοί ἔ­βλε­παν τίς ἀ­πό­ψεις τους ὡς ἐ­πι­στρο­φή σέ αὐτό πού οἱ ­ἴ­διοι θε­ω­ροῦ­σαν ὡς θέ­ση τοῦ Σω­κρά­τους, στη­ρι­ζό­με­νοι μᾶλ­λον στό πῶς ὁ Πλάτων πα­ρου­σιά­ζει τόν Σω­κρά­τη σέ δι­α­λό­γους ὅπως ὁ Πρω­τα­γό­ρας. Καί βέ­βαι­α ὁ­λοι γνω­ρί­ζου­με πό­σο ἐ­πι­μέ­νει ἡ μέ­θο­δος τῆς ἐ­λεγ­κτι­κῆς δι­α­λε­κτι­κῆς του Σω­κρά­τους στή συ­νέ­πεια ὡς τό καί­ριο στοι­χεῖ­ο πού πρέ­πει νά δι­α­τη­ρη­θεῖ. Ὄχι μό­νο ἀν­τι­με­τωπί­ζε­ται ἡ ἀ­συ­νέ­πεια ὡς κρι­τή­ριο γιά τήν ἀ­που­σί­α γνώ­σης ἤ σο­φί­ας, ἀλ­λά μοιά­ζει ἐ­πί­σης νά ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι ἡ προ­ο­δευ­τι­κή ἐ­ξά­λει­ψή της θά ὁ­δη­γή­σει στή γνώ­ση καί τή σο­φί­α. Αὐτό προ­ϋ­πο­θέ­τει ὅτι κα­τά βά­θος πράγ­μα­τι δι­α­θέ­του­με βα­σι­κή γνώ­ση, του­λά­χι­στον γιά τό τί εἶ­ναι αὐτό πού ἀ­ξί­ζει, καί ὅτι ἁ­πλῶς βρι­σκό­μα­στε σέ με­γά­λη σύγ­χυ­ση, ἐ­πει­δή ἔ­χου­με ἐ­πί­σης ἀ­πο­κτή­σει μιά πλη­θώ­ρα ἀ­πό ψευ­δεῖς γνῶ­μες πού δέν συμ­βα­δί­ζουν μέ αὐτή τή βα­σι­κή γνώ­ση. Θε­ω­ρῶ ὅτι στόν Πλά­τω­να αὐτή ἡ πα­ρα­δο­χή παίρ­νει κά­πο­τε τή μορ­φή τοῦ δόγ­μα­τος τῆς ἀ­νά­μνη­σης, ἐ­νῶ στόν Στω­ι­κι­σμό ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι ἀν­τι­στοι­χεῖ στή θε­ω­ρί­α τῶν κοι­νῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων καί τῆς κοι­νῆς αἴ­σθη­σης πού στη­ρί­ζε­ται σέ αὐ­τές. Ἀ­νί­κα­νοι νά ἀ­παλ­λα­γοῦ­με ἀ­πό αὐ­τές τίς ἀν­τι­λή­ψεις καί τή γνώ­ση τοῦ κό­σμου πού ἐν­σω­μα­τώ­νε­ται σέ αὐ­τές, ὁ μό­νος τρό­πος πού δι­α­θέ­του­με γιά νά γί­νου­με συ­νε­πεῖς εἶ­ναι νά ἐ­ξα­λεί­ψου­με τίς ψευ­δεῖς γνῶ­μες πού πα­ρεμ­πο­δί­ζουν τή σο­φί­α.

Τό ὅτι τε­λι­κά ὁ Κι­κέ­ρων θέ­λει νά πα­ρου­σιά­σει τή στω­ι­κή θε­ω­ρί­α ὡς κά­τι τό ὁποῖο μᾶς ἑλ­κύ­ει χά­ρη στή σο­φί­α ἡ τήν ἀ­πό­λυ­τη λο­γι­κό­τη­τα τῶν πρά­ξε­ών μας, μοιά­ζει νά ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἀ­πό τό ὅτι ὕ­στε­ρα ἀ­πό δύ­ο πα­ρα­γρά­φους (στό ΙΙΙ 23) μα­θαί­νου­με πώς ἐ­μεῖς, μέ τόν τρό­πο πού ἀ­να­φέρε­ται στό χω­ρί­ο μας, φτά­νου­με τε­λι­κά νά ἀ­να­γνω­ρί­σου­με τή σο­φί­α ὡς τό ἀγαθό πού στό ἑ­ξῆς πρέ­πει νά τι­μοῦ­με πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅ,τι τά πράγ­μα­τα, ὅπως ἡ ζω­ή καί ὁ θά­να­τος, πού μᾶς ἀ­σκοῦ­σαν ἕλ­ξη στήν ἀρ­χή. Ἐ­πί­σης πρέ­πει νά θυ­μό­μα­στε ὅτι ὁ Κι­κέ­ρων δέν μι­λά­ει μό­νο γιά συ­νέ­πεια ἀλ­λά καί γιά τήν τά­ξη καί τήν ὁ­μό­νοι­α πού ἐ­πι­δει­κνύ­ον­ται σέ μιά συμ­πε­ρι­φο­ρά σύμ­φω­νη πρός τή φύ­ση. Καί ἀ­να­λο­γι­ζό­με­νος αὐτό θά μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά ὁ­δη­γη­θε­ῖ στήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῆς ἐκ­πλη­κτι­κῆς ἰ­δι­ο­φυ­ΐας καί σο­φί­ας μέ τήν ὁ­ποι­α ἔ­χει ὀρ­γα­νω­θεῖ αὐτό τό σχέ­διο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς.

Φαί­νε­ται ἔ­τσι πώς αὐτό πού κα­νείς φτά­νει νά θε­ω­ρή­σει ὡς ἀγαθό καί αὐτό ἀ­πό τό ὁποῖο φτά­νει νά ἑλ­κύ­ε­ται εἶ­ναι τό ὅτι ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά θά πρέ­πει μέ τή συ­νέ­πεια καί τήν τά­ξη της νά ἐ­πι­δει­κνύ­ει ἐ­κεί­νη τήν τέ­λεια λο­γι­κό­τη­τα, τή δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα, τήν ἐ­πι­μέ­λεια, τήν ἰ­δι­ο­φυΐ­α πού πράγ­μα­τι ἐ­πι­δει­κνύ­ει ὡς ἔρ­γο τῆς φύ­σης, τήν ὁ­ποί­α ὡ­στό­σο θά μπο­ροῦ­σε νά ἐ­πι­δει­κνύ­ει καί ὡς ἔρ­γο τοῦ δι­κοῦ μας τέ­λει­ου ὀρ­θοῦ λό­γου.

Ἄν αὐτό ἰ­σχύ­ει, ἡ ἄ­πο­ψη πού προ­τεί­νε­ται πρέ­πει νά εἶ­ναι ὅτι ὁ λό­γος γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­τε­λοῦ­με αὐ­τά πού μᾶς ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ φύ­ση εἶ­ναι ὅτι τό νά ἐ­νερ­γοῦ­με μέ αὐτό τόν τρό­πο ἀ­πο­τε­λεῖ ὅ,τι πιό ἔλ­λο­γο, καί τό νά ἐ­νερ­γοῦ­με μέ αὐ­τό τόν τρό­πο γιά αὐτό τόν λό­γο στοι­χει­ο­θε­τεῖ αὐτό πού εἶ­ναι ἀ­γα­θό καί πού μᾶς ἑλ­κύ­ει μέ ἕ­ναν ξε­χω­ρι­στό τρό­πο. Ἐλ­πί­ζω πώς ἡ φύ­ση αὐ­τῆς τῆς ξε­χωρι­στῆς ἕλ­ξης θά ἀ­πο­σα­φη­νι­στεῖ κά­πως πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀρ­γό­τε­ρα.

Ὑ­πάρ­χει ὁ­μως μί­α ἀμ­φι­ση­μί­α δτᾶν λέ­με πώς φυ­σι­ο­λο­γι­κά φτά­νου­με νά ἀ­σπα­στο­ῦ­με τήν ἰ­δέ­α ὅτι ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά μας πρέ­πει νά εἶ­ναι ἡ πιό λο­γι­κή, ὅτι δη­λα­δή πρέ­πει νά ἀν­τα­να­κλᾶ τό εἶ­δος τῆς σο­φί­ας πού σχε­δόν κα­τά κα­νό­να ἀν­τα­να­κλᾶ­ται στά ἔ­ρ­γα τῆς φύ­σης. Ἡ ἀμ­φι­ση­μί­α αὐτή ἀν­τι­στοι­χεῖ σέ ἀρ­κε­τά με­γά­λο βαθ­μό στίς δύ­ο δυ­να­τό­τη­τες πού ἐ­ξε­τά­σα­με πιό πά­νω σέ σχέ­ση μέ τά κί­νη­τρα τῆς ἴ­διας της φύ­σης ὡς φο­ρέ­α. Ἡ φύ­ση μπο­ρεῖ εἴ­τε νά αἰ­σθά­νε­ται τήν ἕ­λ­ξη καί νά ἀ­πο­λαμ­βά­νει, θά λέ­γα­με, τήν ὕ­ψι­στη τε­λει­ό­τη­τα τῆς τέ­χνης τῆς κα­τά τή δη­μι­ουρ­γί­α καί τή δι­α­τή­ρη­ση τοῦ κό­σμου, εἴ­τε ἁ­πλῶς νά δι­α­τη­ρεῖ τήν ἴ­δια τῆς τή λο­γι­κό­τη­τα. Ἀν­τι­στοί­χως, τό ἐ­ρώ­τη­μα πού τί­θε­ται ἐ­δῶ εἶ­ναι ἄν ἡ δι­κή μας ἕλ­ξη εἶ­ναι πρός τήν ἰ­δέ­α ὅτι οἱ πρά­ξεις μᾶς θ­ά πρέ­πει νά ἐ­πι­δει­κνύ­ουν με­γά­λη τέ­χνη καί σο­φί­α στόν τρό­πο μέ τόν ὁποῖο ἐ­πι­τε­λοῦν­ται ἤ πρός τήν ἰ­δέ­α ὅτι οἱ πρά­ξεις μας ἀν­τι­κα­το­πτρίζουν καί δι­α­τη­ροῦν τή δι­κή μας σο­φί­α καί τέ­χνη. Στή δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση μά­λι­στα ἴ­σως σκε­φτο­ῦ­με ὅτι αὐ­τοῦ του εἴ­δους τά κί­νη­τρα δέν εἶ­ναι πα­ρά ἡ φυ­σι­κή συ­νέ­χι­ση τῆς ἀρ­χι­κῆς πα­ρόρ­μη­σής μας νά συν­τη­ρή­σου­με τούς ἑ­αυ­τούς μας στή φυ­σι­κή μας κα­τά­στα­ση. Ἀπό τή στιγ­μή πού πλέ­ον ἔ­χου­με με­τα­τρα­πε­ῖ σέ ἔλ­λο­γα ὄντα, ἡ πα­ρόρ­μη­ση αὐτή φυ­σι­ο­λο­γι­κά θ­ά πά­ρει τή μορ­φή, μπο­ρεῖ νά πεῖ κα­νείς, μί­ας κυ­ρί­αρ­χης φρον­τί­δας γιά τούς ἑ­αυ­τούς μας ὡς ἔλ­λο­γα ὄν­τα καί ἑ­πο­μέ­νως μί­ας φρον­τί­δας γιά τή δι­α­τή­ρη­ση, τήν καλ­λι­έρ­γεια καί τήν τε­λεί­ω­ση τῆς λο­γι­κό­τη­τάς μας. Καί ὁ κα­λύ­τε­ρος τρό­πος γιά νά πε­τύ­χου­με κά­τι τέ­τοι­ο εἶ­ναι τό νά προ­σπα­θοῦ­με νά δροῦ­με ὅ­σο πιό λο­γι­κά μπο­ροῦ­με.

Φαί­νε­ται μά­λι­στα ὅτι σέ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις αὐ­τοῦ του εἴ­δους ἦ­ταν ἡ ἐ­ξή­γη­ση πού ἔ­δι­ναν οἱ Στω­ι­κοί. Για­τί σέ ἕ­να πο­λύ γνω­στό χω­ρί­ο (Ep, moral. 121.14 -18), ὁ Σε­νέ­κας μᾶς λέ­ει ὅτι ἡ φυ­σι­κή φρον­τί­δα γιά τούς ἑ­αυ­τούς μας μέ τήν ὁ­πο;i­α ἡ φύ­ση μᾶς προί­κι­σε ἀ­πό τή γέν­νη­σή μας, ἐ­ξε­λίσσε­ται μέ ἁρ­μό­ζον­τα τρό­πο ἀ­νά­λο­γα μέ τό στά­διο τῆς φυ­σι­κῆς ἀ­νά­πτυ­ξης στό ὁποῖο βρι­σκό­μα­στε, καί ὅτι ἔ­τσι με­τα­τρέ­πε­ται σέ κυ­ρί­αρ­χη φρον­τί­δα γιά τή λο­γι­κό­τη­τά μας ἀ­πό τή στιγ­μή ἀ­κρι­βῶς πού φτά­νου­με στήν ἡ­λι­κί­α τοῦ ὀρ­θοῦ λό­γου.

Ἀλ­λά ἡ ἀλ­λα­γή κι­νή­τρου μπο­ρε­ῖ νά κα­τα­νο­η­θεῖ καί μέ δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο. Μπο­ρε­ῖ κα­νείς νά φρον­τί­ζει νά συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται λο­γι­κά ὄ­χι ἐ­ξαι­τί­ας κάποιας φρον­τί­δας γιά τή δι­κή του λο­γι­κό­τη­τα, ἀλ­λά ἐ­πει­δή αἰ­σθά­νε­ται ἕλ­ξη πρός τήν ὑ­πέρ­τα­τη λο­γι­κό­τη­τα τοῦ κό­σμου, καί ἑ­πο­μέ­νως ἀ­νυ­πο­μο­νεῖ νά δι­α­τη­ρή­σει αὐτή τή λο­γι­κό­τη­τα στή δι­κή του σφαί­ρα δρά­σης μέ ἐ­κεί­νη τήν ἰ­δι­ο­φυ­ΐ­α, τή σο­φί­α, τήν εὐ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα, τήν τέ­χνη πού θά κρα­τή­σουν τό συγ­κε­κρι­μέ­νο τμῆ­μα, τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ὄ­χι μό­νο ἁρ­μό­ζον ἀλ­λά καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο. Αὐ­τή ἡ φρον­τί­δα δέν εἶ­ναι πιά φρον­τί­δα γιά τόν ἴ­διο του τόν ἑ­αυ­τό, ἀλ­λά φρον­τί­δα γιά νά βρί­σκε­ται ὁ κό­σμος σέ μί­α ὁ­ρι­σμέ­νη κα­τά­στα­ση, δη­λα­δή μί­α ἕλ­ξη πρός κά­ποι­α ὁ­ρι­σμέ­νη δι­ά­τα­ξη ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι σύμ­φω­νη πρός τήν τέ­λεια λο­γι­κό­τη­τα.

Ἄν στρα­φοῦ­με στό χω­ρί­ο τοῦ Κι­κέ­ρω­νος γιά νά δοῦ­με ποι­ά ἀ­πό τίς δύ­ο ἐ­ξη­γή­σεις ται­ριά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἡ πρώ­τη ἀ­πό αὐ­τές μοιά­ζει νά μή βρί­σκει κα­θό­λου ὑ­πο­στή­ρι­ξη. Σύμ­φω­να μέ αὐτό τό χω­ρί­ο, ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι τά κί­νη­τρά μας εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς ἡ ἕλ­ξη τήν ὁ­ποί­α αἰ­σθα­νό­μα­στε πρός τή συμ­πε­ρι­φο­ρά πού εἶ­ναι ὑ­πέρ­τα­τα λο­γι­κή καί ὄ­χι πρός μιά φρον­τί­δα γιά τή δι­κή μ­ας λο­γι­κό­τη­τα. Θε­ω­ρῶ μά­λι­στα ὅτι τό «ipsum honestum» στό τέ­λος τοῦ ΙΙΙ 21 ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ἀ­ρε­τή ἤ τή σο­φί­α καί ὅτι ὁ Κι­κέ­ρων μᾶς λέ­ει πώς πρέ­πει νά θε­ω­ροῦ­με ὅτι ἡ ὑ­πέρ­τα­τη λο­γι­κό­τη­τα ἤ ἡ ἀ­ρε­τή ὡς στοι­χεῖ­ο τοῦ νο­ῦ μας καί οἱ ἀ­το­μι­κές ἐ­νά­ρε­τες πρά­ξεις ἀ­πο­βλέ­πουν στήν τε­λεί­ως ἔλ­λο­γη συμ­πε­ρι­φο­ρά, καί ὄχι τό ἀν­τί­στρο­φο, ὅτι δη­λα­δή ἡ τε­λεί­ως ἔλ­λο­γη συμ­πε­ρι­φο­ρά ἀ­πο­βλέ­πει στήν τέ­λεια λο­γι­κό­τη­τα. Ἄν καί ὁ Κι­κέ­ρων κά­πως πα­ρα­πλα­νη­τι­κά ἐ­δῶ ὀ­νο­μά­ζει τήν ἀρ­ε­τή ἤ τή σο­φί­α μο­να­δι­κό ἀ­γα­θ­ό, ἀ­πό τό προ­η­γού­με­νο μέ­ρος τῆς πρό­τα­σης γί­νε­ται σα­φές ὅτι τό ἀ­γα­θό μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ σκο­ποῦ εἶ­ναι ἡ τε­λεί­ως λο­γι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά.

Ὁ Κι­κέ­ρων ἴ­σως νά μή δί­νει ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α στή δι­α­φο­ρά. Για­τί, ὅ­πως εἴ­δα­με πιό πά­νω, στό ΙΙΙ 23 μι­λά­ει σάν νά εἶ­χε ἀ­πο­δει­χθε­ΐ ὅτι τό ἀ­γα­θό εἶ­ναι ἡ σο­φί­α καί ὄ­χι ἡ σο­φή συμ­πε­ρι­φο­ρά. Ἀλ­λά ὑ­πάρ­χει μιά ση­μαν­τι­κή δι­α­φο­ρά. Ἤδη πιό πά­νω δι­α­τυ­πώ­σα­με τό ἐ­ρώ­τη­μα τί ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι συμ­βαί­νει μέ τήν ἀρ­χι­κή πα­ρόρ­μη­ση γιά τή συν­τή­ρη­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας. Μιά ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ὅτι με­τα­τρέ­πε­ται σέ κυ­ρί­αρ­χη φρον­τί­δα γιά τή λο­γικό­τη­τά μας. Ἀλ­λά ἡ ἀ­πάν­τη­ση πού φαί­νε­ται πιό ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κή εῖ­ναι ὅτι αὐτή ἡ φρον­τί­δα γιά τόν ἑ­αυ­τό μας ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται τε­λεί­ως ἀ­πό τή στιγ­μή πού παύ­ει νά χρει­ά­ζε­ται. Ἄν ἔ­χου­με κά­ποι­ο κί­νη­τρο νά ἐ­νερ­γοῦ­με κα­τά τό δυνα­τόν πιό λο­γι­κά, τό γε­γο­νός αὐτό θά ἔ­χει ὡς συ­νέ­πεια νά ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­με νά δι­α­τη­ροῦ­με κα­τά τό δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο τή λο­γι­κό­τη­τά μας καί νά φρον­τί­ζου­με τούς ἑ­αυ­τούς μας στό μέ­τρο πού αὐτό ἀ­παι­τε­ῖ­ται ἀ­πό τήν κα­λύ­τε­ρη τά­ξη τοῦ κό­σμου.

Ἔχοντας ἔ­τσι κα­τα­λή­ξει σέ μιά ἀ­πάν­τη­ση στό ἐ­ρώ­τη­μα σχε­τι­κά μέ τή φύ­ση τῶν βη­μά­των τῆς σκέ­ψης πού φυ­σι­ο­λο­γι­κά μας κα­τευ­θύ­νουν πρός τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀ­γα­θοῦ, εἶ­ναι πιά και­ρός νά ἐ­ξε­τά­σου­με πιό προ­σε­κτι­κά τί ἀ­κρι­βῶς ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι εῖ­ναι αὐτή ἡ ἀν­τί­λη­ψη. Στό ση­μεῖ­ο αὐτό βε­βαί­ως χρει­α­ζό­μα­στε κά­ποι­α προ­κα­ταρ­κτι­κή δι­ευ­κρί­νι­ση. Για­τί ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α ἔλ­λει­ψη ἀ­κρί­βειας στήν ἔκ­θε­ση τοῦ Κι­κέ­ρω­νος πού μᾶς δη­μι­ουρ­γεῖ σύγ­χυ­ση, σύγ­χυ­ση ἡ ὁ­ποί­α στή συ­νέ­χεια ἐ­πι­τεί­νε­ται ἀ­πό μιά ἀ­σά­φεια στή σύν­τα­ξη ταῆς τελευταίας πρότασης. Εἶναι προφανές ὅτι ὁ Κικέρων ἐδῶ ὀνομἀζει «ἀγα­θό» δύ­ο τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα: α) τήν τέ­λεια λο­γι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά στήν ὁ­ποί­α ἀ­πο­βλέ­που­με, καί β) τήν ὀρ­θό­τη­τα, τήν ἀ­ρε­τή, τή σο­φί­α πού μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νά ἐ­νερ­γοῦ­με τε­λεί­ως λο­γι­κά καί ἡ ὁποί­α ἐ­πι­δει­κνύ­ε­ται σέ μιά τέ­τοι­α συμ­πε­ρι­φο­ρά. Μά­λι­στα μᾶς λέ­ει γιά τό τε­λευ­ταῖ­ο ὅτι ἀ­πό μό­νο του ἀ­ξί­ζει νά θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἀγαθό ἤ ὡς τό ἀ­γα­θό, μο­λο­νό­τι λί­γες ἀ­ρά­δες πιό πά­νω εἶ­χε ὀ­νο­μά­σει τό πρῶ­το ἀ­νώ­τα­το ἀγαθό. Τό νά δι­α­κρί­νου­με τήν ἀ­ρε­τή ἀ­πό τόν ἐ­νά­ρε­το βί­ο τόν ὁποῖο αὐ­τή πα­ρά­γει δέν μπο­ρε­ῖ νά ἰ­σχύ­ει, ἐ­κτός ἄν ὑ­πο­θέ­σου­με τήν ὕ­παρ­ξη δι­α­φο­ρε­τι­κῶν ἐν­νοι­ῶν τοῦ «ἀ­γα­θοῦ». Καί εἶ­ναι σα­φές ὅτι αὐ­τό κά­νει ἐ­δῶ ὁ Κι­κέ­ρων. Εἶ­ναι σα­φές ἀ­πό τόν τρό­πο πού μι­λά­ει, ὅ­ταν λέ­ει ὅτι ἕ­να σχέ­διο τε­λεί­ως λο­γι­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, μιά τε­λεί­ως λο­γι­κή ζωή εἶ­ναι κά­τι ἀγαθό ἤ ἀ­κό­μη εἶ­ναι τό ἀγαθό ἤ εἶ­ναι τό ὕψι­στο ἀγαθό μέ τήν ἔν­νοι­α κα­τά τήν ὁ­ποί­α ὁ σκο­πός ἡ τό τέ­λος (αὐτό στό ὁποῖο κά­θε τί ἄλ­λο πρέ­πει νά ἀ­να­φέ­ρε­ται) εἶ­ναι τό ἀγαθό. Ἡ ἀ­ρε­τή ἤ ἡ σο­φί­α εἶ­ναι ἀγαθό ἡ τό ἀγαθό μέ τήν ἔν­νοι­α ὅτι εἶ­ναι αὐτό καί μό­νο αὐτό τό ὁποῖο χρει­α­ζό­μα­στε προ­κει­μέ­νου νά ἐ­πι­τύ­χου­με αὐτό τόν σκο­πό, δη­λα­δή μιά τε­λεί­ως λο­γι­κή ζω­ή.

Ἀλ­λά μο­λο­νό­τι ὑ­πάρ­χει σα­φής δι­α­φο­ρά, τό ἀγαθό κα­τά τήν πρώ­τη ἔν­νοι­α καί τό ἀγαθό κα­τά τή δεύ­τε­ρη ἔν­νοι­α συν­δέ­ον­ται πο­λύ στε­νά με­τα­ξύ τους, ἰ­δι­αί­τε­ρα σύμ­φω­να μέ τή στω­ι­κή ἄ­πο­ψη. Ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἡ ἁ­πλή πα­ρου­σί­α τῆς ἀ­ρε­τῆς ἤ τῆς σο­φί­ας ἐγ­γυᾶ­ται μιά ἐ­νά­ρε­τη, σο­φή, τέ­λεια λο­γι­κή ζω­ή, καί ἀ­πό τή στιγ­μή πού αὐτό τό ὁποῖο ἐ­κτι­μοῦ­με σέ αὐτή τή ζω­ή εἶ­ναι ἡ σο­φί­α πού αὐτή ἐ­πι­δει­κνύ­ει, κα­τα­λα­βαί­νου­με για­τί ὁ Κι­κέ­ρων στό III 23 μπο­ρεῖ νά μι­λᾶ σάν νά εἴ­χα­με ἡ­δη ἀ­πο­δεί­ξει ὅτι τό ἀγαθό εἶ­ναι ἡ σο­φί­α, ἐ­νῶ αὐτό τό ὁποῖο στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἴ­χα­με ἀ­πο­δεί­ξει ἦ­ταν πώς τό ἀγαθό εἶ­ναι ἕ­να ὁ­ρι­σμέ­νο εἶ­δος ζω­ῆς. Ὡστόσο, ἄν θέ­λου­με νά προσ­δι­ο­ρί­σου­με μέ ἀ­κρί­βεια τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀ­γα­θοῦ τήν ὁ­ποί­α ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι ἀ­πο­κτοῦ­με φυ­σι­ο­λο­γι­κά κα­θώς ἀ­να­λο­γι­ζό­μα­στε τή συμ­πε­ρι­φο­ρά μας, θά πρέ­πει νά δε­χτοῦ­με τή δι­ά­κρι­ση τῶν δύ­ο αὐ­ταῶν ἐν­νοι­ῶν. Ἐπί πλέ­ον ὁ Κι­κέ­ρων ἀ­να­φέ­ρε­ται καί στίς σω­στές πρά­ξεις τίς ὁ­ποι­ες ἐ­μεῖς, ὅ­πως καί οἱ Στω­ι­κοί, ὀ­νο­μά­ζου­με «ἀ­γα­θές». Καί, τέ­λος, ὀ­νο­μά­ζου­με «ἀ­γα­θούς» τους ἐ­νά­ρε­τους ἀν­θρώ­πους. Οἱ Στω­ι­κοί μας δί­νου­νε με­γά­λη ποι­κι­λί­α δι­α­κρί­σε­ων ἀ­νά­με­σα στίς ἔν­νοι­ες τοῦ «ἀγαθοῦ», οἱ ὁ­ποῖ­ες εὔ­κο­λα φι­λο­ξε­νοῦν αὐ­τές τίς δι­α­φο­ρε­τι­κές χρή­σεις (πρβλ. π.χ. Σέξ­τος Ἐμπειρικός, Μάθ. XI 25-27).

Ἀ­πό τή στιγ­μή πού αὖ­τες οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κές χρή­σεις συν­δέ­ον­ται συ­στη­μα­τι­κά με­τα­ξύ τους, ἔ­τσι ὥ­στε νά ἀ­πο­τε­λο­ῦν ἡ μί­α λει­τουρ­γί­α τῆς ἄλ­λης, μπο­ροῦ­με νά ἑ­στι­ά­σου­με τήν προ­σο­χή μας σέ μιά ἀ­πό αὐ­τές, δη­λα­δή στή χρή­ση κα­τά τήν ὁ­ποί­α ἡ ἀ­ρε­τή ἤ ἡ σο­φί­α εἶ­ναι ἕ­να ἀγαθό.

Κα­τ’ αὐτή λοι­πόν τή χρή­ση τοῦ «ἀγαθοῦ», σύμ­φω­να μέ τούς Στω­ι­κούς ἕ­να πράγ­μα εἶ­ναι ἕ­να ἀγαθό ἄν κα­νείς ἀν­τλε­ῖ ὄ­φε­λος ἀ­πό αὐτό. Ἡ ἀ­ρε­τη ἤ ἡ σοφία εἶναι ἀγαθά, ἐπειδή προφανῶς ἐπιτρέπουν στους άνθρώπους νά ἀν­τλοῦν ὄ­φε­λος, κα­θώς τούς ὁ­δη­γοῦν στό νά πράτ­τουν ἐ­νά­ρε­τα καί ἔ­τσι νά ἀ­πο­κτοῦν τόν ἀγαθό βί­ο. Μά­λι­στα οἱ Στω­ι­κοί ὑ­πο­θέ­τουν ὅτι ἡ ἀ­ρε­τή ἤ ἡ σο­φί­α εἶ­ναι τό μό­νο πράγ­μα ἀ­πό τό ὁποῖο ἀν­τλε­ῖ κα­νείς ὄ­φε­λος, τό μό­νο πράγ­μα πού εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο νά τό ἔ­χει κα­νείς. Για­τί τό ἄν εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο νά ἔ­χει κα­νείς ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἄλ­λο πράγ­μα ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τό κα­τά πό­σον ὁ ἴ­διος εἶ­ναι ἡ δέν εἶ­ναι σο­φός. Ἔ­τσι οἱ Στω­ι­κοί ὑ­πο­στη­ρί­ζουν, ὄ­πως μᾶς λέ­ει ὁ Κι­κέ­ρων στό χω­ρί­ο μας, ὅτι ἡ ἀ­ρε­τή ἤ ἡ σο­φί­α εἶ­ναι τό μό­νο ἀ­γαθ­ό.

Μέ­ρος τῆς ἀν­τί­λη­ψης τοῦ ἀγαθοῦ κα­τ’ αὐτή τήν ἔν­νοι­α εἶ­ναι ἑ­πο­μέ­νως τό ὅτι εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μο. Σέ με­γά­λο βαθ­μό αὐτό ἐ­ξη­γεῖ τήν ἕλ­ξη πού ἀ­σκεῖ ὅ,τι εἶ­ναι κα­τ’ αὐτή τήν ἔν­νοι­α ἀγαθό. Ἀλλά θέ­λω νά ὑ­πο­στη­ρί­ξω ὅτι ὑ­πάρ­χει καί ἕ­να ἄλ­λο ἐ­ξί­σου ση­μαν­τι­κό στοι­χεῖ­ο στήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀγαθοῦ κα­τ’ αὐτή τήν ἔν­νοι­α πού μπο­ρεῖΐ νά ἐ­ξη­γή­σει τήν ἐν­τυ­πω­σια­κή ἕλ­ξη τήν ὁ­ποί­α ἀ­σκεῖ. Σέ αὐτό τό στοι­χεῖ­ο θε­ω­ρῶ ὅτι ἀ­να­φέ­ρε­ται ἡ ἔκ­θε­σή του Κικέ­ρω­νος ὅ­ταν μι­λά­ει γιά τήν ὀρ­θό­τη­τα ὡς τό honestum. Πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιά ἀ­πό­δο­ση τοῦ ἀρ­χαί­ου ἑλ­λη­νι­κοῦ τό κα­λόν. Μπο­ροῦ­με, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, νά θυ­μη­θοῦ­με τόν Σω­κρά­τη ὅ­ταν στόν Γορ­γί­α τοῦ Πλά­τω­νος ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅτι εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο νά ἀ­δι­κεῖ­ται κα­νείς πα­ρά νά ἀ­δι­κεῖ. Στήν πο­ρεί­α αὐ­τοῦ τοῦ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τος ὁ Σω­κρά­της ὑ­πο­θέ­τει ὅτι τό ἀγαθό εἶ­ναι κά­τι πού μᾶς ὠ­φε­λεῖ ἡ κά­τι πού εἶ­ναι κα­λόν, δη­λα­δή ὄ­μορ­φο. Οἱ Στω­ι­κοί ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅτι τό ἀγαθό εἶ­ναι καί τό ἕ­να καί τό ἄλ­λο. Καί θά ἡ­θε­λα νά δο­κι­μά­σου­με νά δώ­σου­με πε­ρι­ε­χό­με­νο στό δεύ­τε­ρο σκέ­λος τῆς πρό­τα­σης προκει­μέ­νου νά κα­τα­λά­βου­με για­τί τό ἀγαθό, ἀ­πό τή στιγ­μή πού τό βλέ­πει κα­νείς, ἀ­σκε­ῖ μιά τέ­τοι­α ἀ­κα­τα­νί­κη­τη ἕλ­ξη.

Ἕ­νας τρό­πος ἴσως γιά νά τό πε­τύ­χου­με εἶ­ναι τό νά ἐ­πι­στρέ­φου­με στήν εἰ­κό­να τοῦ ἔ­φη­βου πού ἔ­χει ἀ­να­πτυ­χθεῖ ἀρ­κε­τά ὥ­στε νά δρᾶ μέ συ­νέ­πεια σύμ­φω­να μέ τή φύ­ση. Ἀλ­λά ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά λεί­πει κά­τι πού μᾶς ἐμ­πο­δί­ζει νά ὀ­νο­μά­σου­με τόν ἴδιο, τή δι­ά­θε­σή του, τίς πρά­ξεις του ἤ καί ὁ­λό­κλη­ρο τό σχέ­διο τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς ἤ τῆς ζω­ῆς του «ἀγαθό». Τί εἶ­ναι αὐτό πού λεί­πει;

Ἄν καί δέν ἔ­χει ἀ­κό­μη ἀ­πο­κτή­σει πλή­ρη λο­γι­κό­τη­τα, κά­νει ἀ­κρι­βῶς αὐτό πού τοῦ ὑ­πα­γο­ρεύ­ε­ται νά κά­νει καί μά­λι­στα τό κά­νει σω­στά. Ὄχι μό­νο λει­τουρ­γεῖ, ἄλ­λα λει­τουρ­γεῖ σω­στά. Ὑπάρχει μιά ἰ­σχνή ἔν­νοι­α τοῦ «ἀγαθοῦ», ὅ­πως ὅ­ταν λέ­με ὅτι ἦ­ταν κα­λό παι­δί ἤ κα­λός νέ­ος, ἀ­φοῦ κά­νει ἀ­κρι­βῶς ὅ,τι τοῦ ὑ­πα­γο­ρεύ­ε­ται νά κά­νει. Εἶ­ναι μιά ἔν­νοι­α μᾶλ­λον ἀ­νά­λο­γη μέ ἐ­κεί­νη πού ἐ­πι­κα­λού­μα­στε ὅ­ταν μι­λᾶ­με γιά ἕ­να κα­λό αὐ­το­κί­νη­το ἤ ἕ­να κα­λό ἄ­λο­γο. Τά αὐ­το­κί­νη­τα πρέ­πει νά κά­νουν ὁ­ρι­σμέ­να πράγ­μα­τα, καί ἐ­φ’ ὅσον λει­τουρ­γοῦν σω­στά καί ὄ­χι μό­νον κά­νουν ὅ,τι πρέ­πει ἀλ­λά τό κά­νουν καί σω­στά, τό­τε τά ὀ­νο­μά­ζου­με κα­λά αὐ­το­κί­νη­τα. Ἄς ἐ­πι­ση­μά­νου­με, ὡ­στό­σο, ὅτι ἀ­κό­μη καί ἄν ἔ­χου­με λό­γο νά ἐ­κτι­μᾶ­με ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το πού λει­τουρ­γεῖ σω­στά, δέν ἔ­χου­με λό­γο νά τό νά θαυ­μά­ζου­με καί νά ἐγ­κω­μι­ά­ζου­με τήν ἐ­πί­δο­σή του.

Εῖ­ναι βέ­βαι­α προ­φα­νές ὅτι ἡ ἔν­νοι­α τοῦ «ἀγαθοῦ» πού ἐν­δι­α­φέ­ρει τούς Στω­ι­κούς καί τήν ὁ­ποί­α ἐ­μεῖς προ­σπα­θοῦ­με νά ἀ­πο­σα­φη­νί­σου­με εἶ­ναι μιά ἔν­νοι­α πο­λύ πιό ἰ­σχυ­ρή. Ἕ­νας κα­λός ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­θρω­πος ὁ ὁποῖος μέ τή δι­ά­θε­ση, τή δρά­ση καί τή συμ­πε­ρι­φο­ρά του μᾶς κα­λε­ΐ νά τόν θαυ­μά­σου­με, νά τόν ἐγ­κω­μι­ά­σου­με καί ἴσως ἀ­κό­μη καί νά τόν μι­μη­θο­ῦ­με. Στό ση­μεῖ­ο αὐτό φαί­νε­ται ὑ­περ­βο­λι­κά εὔ­κο­λο νά συμ­πε­ρά­νου­με ὅτι οἱ Στω­ι­κοί πρέ­πει νά ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται γιά τήν ἠ­θι­κή κα­λο­σύ­νη, τή στιγ­μή πού ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά μᾶς δι­α­φεύ­γει σέ τί συ­νί­στα­ται.

Μο­ῦ φαί­νε­ται ὅτι θά μπο­ρού­σα­με ἴσως νά ση­μει­ώ­σου­με κά­ποι­α πρό­ο­δο στόν προσ­δι­ο­ρι­σμό τῆς στω­ι­κῆς ἔν­νοι­ας τοῦ «ἀγαθοῦ», ἄν ἀν­τί νά σκε­φτό­μα­στε τό αὐ­το­κί­νη­το σκε­φτοῦ­με τόν σχε­δια­στή του. Γιά νά θε­ω­ρεῖ­ται κα­λός στήν τέ­χνη του, ὁ σχε­δια­στής τοῦ αὐ­το­κί­νη­του πρέ­πει νά κα­τα­σκευά­σει ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το πού λει­τουρ­γεῖ σω­στά, ἔ­χει κα­λή ἐ­πί­δο­ση καί ἐ­κτε­λε­ΐ κα­λά ὅ,τι ὀ­φεί­λει νά ἐ­κτε­λεῖ ἕ­να τέ­τοι­ο αὐ­το­κί­νη­το. Στό μέ­τρο πού ὁ σχε­δια­στής τοῦ αὐ­το­κί­νη­του κα­τορ­θώ­νει νά κά­νει κά­τι τέ­τοι­ο ἡ δου­λειά του δέν ἔ­χει τί­πο­τε τό ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το, τό ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο ἡ τό ἀ­ξι­έ­παι­νο. Κά­νει ἁ­πλῶς αὐτό πού ὀ­φεί­λει νά κά­νει.

Ἀλ­λά ἡ δου­λειά το­ϋ σχε­δια­στῆ αὐ­το­κί­νη­των δέν ἐ­ξαν­τλεῖ­ται ἐ­δῶ. Στήν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση πε­ρι­λαμ­βά­νει ἐκ­πλη­κτι­κή ἰ­δι­ο­φυΐ­α, δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα, φαν­τα­σί­α, εὐ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα, κομ­ψό­τη­τα καί ἁ­πλό­τη­τα κα­τά τήν ἐ­πί­λυ­ση τε­χνι­κῶν προ­βλη­μά­των, δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα, καί ὅλα αὐ­τα μέ τρό­πους πού ­ἴ­σως νά μήν ἐ­πι­φέ­ρουν κα­μί­α δι­α­φο­ρά στήν ἴ­δια τή λει­τουρ­γί­α τοῦ αὐ­το­κί­νη­του. Ὁ σχε­δια­στής τοῦ αὐ­το­κί­νη­του μπο­ρεῖ νά προ­σπα­θεῖ νά εἶ­ναι ὅσο πιό κα­λός γί­νε­ται στόν σχε­δια­σμό τοῦ αὐ­το­κί­νη­του. Μπο­ρεῖ στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα νά μήν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται πα­ρά ἐ­λά­χι­στα γιά τό συγ­κε­κρι­μέ­νο αὐ­το­κί­νη­το πού τυ­χαί­νει νά σχε­διά­ζει. Γιά κά­ποι­ον πού κα­τέ­χει τίς δι­κές του ἱ­κα­νό­τη­τες, ὁ σχε­δια­σμός ἑ­νός αὐ­το­κί­νη­του, μέ δε­δο­μέ­νες προ­δι­α­γρα­φές, δέν δη­μι­ουρ­γεῖ προ­βλή­μα­τα. Τό νά τό κα­τορ­θώ­σει δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐ­πί­τευγ­μα. Δέν πρό­κει­ται γιά κά­τι πού θά τόν κα­θι­στοῦ­σε ὑ­πε­ρή­φα­νο. Τό ζή­τη­μα ὡ­στό­σο ἄλ­λα­ζει ρι­ζι­κά ἄν κα­τορ­θώ­σει νά ἀν­τα­πο­κρι­θε­ΐ στό ἴδιο ἔρ­γο ἐ­πι­δει­κνύ­ον­τας ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τη ἡ ἀ­κό­μη καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη ἰ­δι­ο­φυί­α. Τό ζή­τη­μα ἀλ­λά­ζει ἄν τό ἔρ­γο προ­δι­α­γρά­φε­ται μέ τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε ἡ ἐ­πί­λυ­σή του νά ἀ­παι­τεῖ ἰ­δι­ο­φυΐ­α καί ὁ ἴ­διος ὁ σχε­δια­στής νά κα­τορ­θώ­νει, δε­δο­μέ­νης τῆς ἐκ­πλη­κτικῆς του εὐ­ρη­μα­τι­κό­τη­τας, νά φέ­ρει εἰς πέ­ρας τό ἔρ­γο.

Ἡ ἔν­νοι­α τοῦ «ἀγαθοῦ» κα­τά τήν ὁ­ποί­α ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος συ­νι­στᾶ κα­λό σχε­δια­στή αὐ­το­κι­νή­του εἶ­ναι προ­φα­νῶς μιά πο­λύ πιό ἰ­σχυ­ρή ἔν­νοι­α τοῦ «ἀγαθοῦ». Μᾶς με­τα­φέ­ρει στή δι­ά­στα­ση το­ϋ εἴ­δους τῆς πραγ­μα­τι­κῆς ἀ­ξίας πού κα­θι­στά τόν θαυ­μα­σμό, τόν ἔ­παι­νο καί τά ὅ­μοι­α τε­λεί­ως ἁρ­μό­ζον­τα.

Τό ὅτι δέν πρό­κει­ται γιά αὐ­τό πού θά ὀ­νο­μά­ζα­με ἠ­θι­κή ἀ­ξί­α δέν πρέ­πει νά μᾶς δυ­σκο­λεύ­ει νά κα­τα­λά­βου­με τό γε­γο­νός ὅτι ἐ­πι­δέ­χε­ται ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἐ­πί­πε­δο «βά­θους» (ἡ, ἄν προ­τι­μᾶ­τε, «ὕ­ψους»). Αὐ­τό τό δι­α­πι­στώ­νει κα­νείς πιό εὔ­κο­λα, ­ἴ­σως, ἄν ἀν­τί γιά τήν πε­ρί­πτω­ση τῶν αὐ­το­κί­νη­των σκε­φτε­ῖ τήν πραγ­μα­τι­κή ἀ­ξία πού μπο­ρε­ΐ νά ἀ­πο­δώ­σου­με σέ μί­α φι­λο­λο­γι­κή δου­λειά ἡ σέ ἕ­να ἐ­πι­στη­μο­νι­κό ἔρ­γο. Ὑπάρ­χει τε­ρά­στια δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα σέ μιά ἄρ­τια ἀλ­λά ὄχι καί ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τη φι­λο­λο­γι­κή δου­λειά καί σέ ἕ­να δεῖγ­μα σπου­δαί­ας φι­λο­λο­γι­κῆς δου­λειᾶς. Ἡ δι­α­φο­ρά αὐτή δέν συν­δέ­ε­ται κα­τ’ ἀ­νάγ­κην μέ ἐν­τυ­πω­σια­κά συμ­πε­ρά­σμα­τα ἀλ­λά μέ τόν τρό­πο μέ τόν ὁποῖο κα­τορ­θώ­νει νά φτά­σει σέ αὐ­τα τά συμ­πε­ρά­σμα­τα μέ τήν εὐ­ρυ­μά­θεια, τή δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα, τήν ὀ­ξύ­νοι­α καί τή σα­φή­νεια πού ἐ­πι­δει­κνύ­ει στήν πο­ρεί­α πρός τά συμ­πε­ρά­σμα­τα.

Τό κα­τά πό­σον τό ἀν­τι­κεί­με­νο πού μᾶς ἀ­πα­σχο­λεῖ μπο­ρε­ῖ νά χα­ρα­κτη­ρι­στεῖ ἀ­πό τέ­τοι­α ἀ­ξί­α ἐ­ξαρ­τᾶ­ται σέ με­γά­λο βαθ­μό ἀ­πό τό εἶ­δος στό ὁποῖο ἐν­τάσ­σε­ται. Ὑπάρχει βέ­βαι­α ἡ ἐ­πι­μέ­λεια καί ἡ δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα πού χα­ρα­κτη­ρί­ζουν ἤ ἁρ­μό­ζει νά χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τήν πα­ρα­γω­γή μί­ας κάλ­τσας. Ἀλ­λά τά δι­α­φό­ρων εἰ­δῶν ἔ­ρ­γα τέ­χνης, μέ τή σύγ­χρο­νη ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου «τέ­χνη», χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ἀ­πό τό ὅτι ἐ­πι­τρέ­πουν καί ἐ­πι­δι­ώ­κουν νά ἔ­χουν ἀ­κρι­βῶς τό εἶ­δος τῶν ποι­ο­τή­των πού στοι­χει­ο­θε­τοῦν τήν κα­λο­σύ­νη κα­τ’ αὐτή τήν ἰ­σχυ­ρό­τε­ρη ἔν­νοι­α. Καί σύμ­φω­να μέ τήν πρό­τα­ση πού δι­α­τυ­πώ­νου­με ἐ­δῶ, αὐτή εῖ­ναι ἡ ἔν­νοι­α τοῦ «ἀ­γα­θο­ῦ» πού ἔ­χουν ὑ­πό­ψή τους οἱ Στω­ι­κοί, ὅ­ταν λέ­νε πῶς ὁ κό­σμος εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος δυ­να­τός. Ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα πού ἀ­παι­τε­ῖ­ται γιά τήν πα­ρα­γω­γή τοῦ προ­κα­λε­ῖ δέ­ος.

Φαί­νε­ται, ἔ­τσι, ὅτι ὑ­πάρ­χει μιά ἀ­δύ­να­μη ση­μα­σί­α τοῦ «ἀ­γα­θοῦ», τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­κα­λού­μα­στε γιά νά πού­με ὅτι ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το πού συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται μέ κα­λή ἐ­πί­δο­ση εἶ­ναι κα­λό αὐ­το­κί­νη­το. Ἀλ­λά φαί­νε­ται ὅτι καί ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το πού ἔ­χει σχε­δια­στεῖ κα­λά, κα­τά τή δεύ­τε­ρη ση­μα­σί­α, κα­θώς ἐ­πί­σης καί ὁ κα­λύ­τε­ρος δυ­να­τός κό­σμος, ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἀ­γα­θά» μέ μιά πο­λύ πιό ἰ­σχυ­ρή ἔν­νοι­α, καί ὅτι μό­νο κα­τ’ αὐτή τήν ἔν­νοι­α ἄ­ξι­ζει νά ἔ­κτι­μη­θο­ῦν, νά ἐ­παι­νε­θοῦν καί νά θαυ­μα­στοῦν μέ τόν ἁρ­μό­ζον­τα τρό­πο.
Ἄν τώ­ρα στρα­φοῦ­με στά ἀν­θρώ­πι­να ὄν­τα καί στό τί κά­νουν, ἡ πρό­τα­σή μας εῖ­ναι ὅτι αὐτό πού προσ­δί­δει κα­λο­σύ­νη σέ ὅ,τι κά­νουν καί αὐτό πού κα­θι­στᾶ καί τούς ἴ­διους, τή δι­ά­θε­ση καί τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τους κα­τάλ­λη­λα ἀν­τι­κεί­με­να γιά αὐτή τήν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐ­κτί­μη­ση δέν εἶ­ναι τό τί κά­νουν ἀλ­λά ἡ σο­φί­α, ἡ δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα, ἡ κα­τα­νό­η­ση, ἡ πε­ρί­σκε­ψη, ἡ ἐ­πι­μέ­λεια, ἡ στα­θε­ρό­τη­τα, ἡ ἐ­πι­νο­η­τι­κό­τη­τα πού κα­θο­ρί­ζουν τό τί κά­νουν καί τό πῶς τό κά­νουν – μέ δύ­ο λό­για, ἡ τε­λει­ό­τη­τα τοῦ ὀρ­θο­ῦ λό­γου πού κρύ­βε­ται πί­σω ἀ­πό τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τους.

Αὐτό ἴ­σως μᾶς φα­νεῖ ἐ­ξαι­ρε­τι­κά νο­η­σι­αρ­χι­κό ἀλ­λά δέν πρέ­πει νά μᾶς ἐκ­πλήσ­σει, ὅταν ἔ­χου­με νά κά­νου­με μέ φι­λο­σό­φους πού ἀ­κο­λού­θη­σαν τήν ἄ­πο­ψη τοῦ Σω­κρά­τους ὅτι κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­πι­τυ­χί­α εἶ­ναι δι­α­νο­η­τι­κή ἀ­πο­τυ­χί­α, καί μά­λι­στα δέν θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι, τί­πο­τε ἄλ­λο ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἡ ψυ­χή δέν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρά νό­η­ση.

Ἔτσι ἡ ἀν­τί­λη­ψη το­ΰ ἀ­γα­θο­ῦ πού προ­ϋ­πο­τί­θε­ται ἐ­δῶ δέν εἶ­ναι ἡ ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἠ­θι­κοῦ ἀ­γα­θοῦ, του­λά­χι­στον ὄ­χι κα­τά τή γε­νι­κή ἔν­νοι­ά της. Πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιά τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀ­γα­θοῦ πού ἀν­τι­στοι­χεῖ στήν ἀν­τί­λη­ψη το­ῦ Ἀριστοτέλους γιά τή δι­α­νο­η­τι­κή ἀ­ρε­τή ἤ μᾶλ­λον σέ μιά πο­λύ πιό πλού­σια ἔν­νοι­α τῆς δι­α­νο­η­τι­κῆς ἀ­ρε­ταῆς, στό μέ­τρο πού γιά τούς Στω­ι­κούς κά­θε ἀ­ρε­τή εἶ­ναι δι­α­νο­η­τι­κή.

’Ἔτσι ἐ­πί τέ­λους μπο­ροῦ­με νά ἀ­παν­τή­σου­με στό ἐ­ρώ­τη­μα σχε­τι­κά μέ τή στωι­κη ἀν­τί­λη­ψη το­ΰ ἀ­γα­θο­ῦ. Ἄν πά­ρου­με τήν ἄν­τι­λη­ψη κα­τά τήν ὁ­ποι­α τό «ἀγαθό» ἰ­σχύ­ει γιά τά ἄ­γα­θα, αὐτό πού εἶ­ναι ἀγαθό πρέ­πει νά μᾶς ὠ­φε­λεῖ, νά μᾶς ὁ­δη­γεῖ ὁ­πωσ­δή­πο­τε σέ κά­τι κα­λύ­τε­ρο. Οἱ Στω­ι­κοί συμ­φω­νο­ΰν ὅτι μό­νο ἡ ἀ­ρε­τή, ἤ  ἡ σο­φί­α, ἱ­κα­νο­ποι­εῖ αὐ­τή τή συν­θή­κη, ἐ­φ’ ὅσον γιά κά­θε τί ἄλ­λο εἶ­ναι γε­γο­νός ὅτι ἡ κα­το­χή του μπο­ρεῖ νά μᾶς βλά­πτει ἤ νά μᾶς ὠ­φε­λεῖ, ἀ­νά­λο­γα μέ τό ἄν τό χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με μέ σο­φό τρό­πο. Λυ­τό ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι ἰ­σχύ­ει ἀ­κό­μη καί γιά τήν ­ἴ­δια τή ζω­ή, τήν ὑ­γεία, τή σω­μα­τι­κή ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα καί γε­νι­κά γιά αὐ­τα τά ἀν­τι­κεί­με­να πού ἡ φύ­ση θέ­λει νά ἐ­πι­δι­ώ­κου­με. Ὑπάρχει ὡ­στό­σο μιά ἄλ­λη ση­μαν­τι­κή συν­θή­κη, τήν ὁ­ποί­α πρέ­πει νά ἱ­κα­νο­ποι­εῖ κά­τι προ­κει­μέ­νου νά εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἀγαθό: πρέ­πει νά εἶ­ναι κα­λόν, δη­λα­δή πρέ­πει νά δι­α­θέ­τει τήν ἑλ­κυ­στι­κό­τη­τα πού τό κα­θι­στά ἁρ­μό­ζον ἀν­τι­κεί­με­νο θαυ­μα­σμο­ῦ, ἐ­παί­νου κτλ., καί ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως εἴ­δα­με, ὀ­φεί­λε­ται στήν τε­λει­ό­τη­τα το­ῦ ὀρ­θο­ῦ λό­γου πού ὑ­πει­σέρ­χε­ται. Καί, πά­λι, μό­νο ἡ ἀ­ρε­τή ἤ ἡ σο­φί­α ἱ­κα­νο­ποι­οῦν αὐτή τή συν­θή­κη καί ὄ­χι ἡ ζω­ή, ἡ ὑ­γεία, ἡ σω­μα­τι­κή ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα καί τά ὅ­μοι­α. Ἀν­τι­στοί­χως θά ὀ­νο­μά­ζου­με ἕ­ναν ἄν­θρω­πο «ἀγαθό» ἄν εἶ­ναι σο­φός καί ἐ­νά­ρε­τος· θά ὀ­νο­μά­ζου­με ἀ­γα­θή τήν πρά­ξη πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τέ­τοι­α σο­φί­α καί ἀ­ρε­τή καί, τέ­λος, ἕ­να σχέ­διο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς ἤ κά­ποι­α σει­ρά συμ­πε­ρι­φο­ρῶν ἡ μιά ζω­ή, τό εἶ­δος τῆς ζω­ῆς πού ἐ­πι­δι­ώ­κου­με, θά ὀ­νο­μά­ζε­ται «ἀγαθό» ἄν ἐ­πι­δει­κνύ­ει τέ­τοι­α σο­φί­α καί ἀ­ρε­τή.

Αὐτό, λοι­πόν, πού μοιά­ζει νά ἔ­χει κα­τά νο­ῦ ὁ Κι­κέ­ρων, στό χω­ρί­ο πού μᾶς ἀ­πα­σχο­λε­ῖ, ὅ­ταν μι­λά­ει γιά τό πῶς φυ­σι­ο­λο­γι­κά φτά­νου­με νά ἀ­να­κα­λύπτου­με τό ἀγαθό καί νά ἀ­πο­κτᾶ­με μιά ἀν­τί­στοι­χη ἀν­τί­λη­ψή του, εἶ­ναι τό ἑ­ξής: κα­τα­λα­βαί­νου­με κά­πο­τε τή μο­να­δι­κή ἕλ­ξη πού μᾶς ἀ­σκεῖ ἕ­να σχέ­διο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, τό ὁποῖο προ­κα­λε­ῖται ἀ­πό τή σο­φί­α· δέν θαυ­μά­ζου­με τό ἴδιο τό σχέ­διο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς ἀλ­λά τή σο­φί­α πού αὐτό ἐ­πι­δει­κνύ­ει ἤ, γιά νά τό θέ­σου­με δι­α­φο­ρε­τι­κά, τό θαυ­μά­ζου­με ὡς ἔκ­φρα­ση σο­φί­ας. Ἐ­φ’ ὅσον ἡ ἐκ­δή­λω­ση τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς πού μέ αὐτό τόν τρό­πο ἐ­πι­δει­κνύ­ει σο­φί­α προ­ϋ­ποθέ­τει τή σο­φί­α καί μό­νο τή σο­φί­α, ὑ­πάρ­χει μιά σχε­τι­κή ἔν­νοι­α το­ΰ «ἀ­γα­θο­ῦ», πού ἐ­πί­σης τήν ἀ­να­φέ­ρει ὁ Κι­κέ­ρων, κα­τά τήν ὁ­ποι­α ἡ σο­φί­α ὡς δι­ά­θε­ση ἑ­νός ἀν­θρώ­που μπο­ρε­ῖ ἐ­πί­σης νά ὀ­νο­μά­ζε­ται «ἀγαθό».

Ἀ­πο­μέ­νει λοι­πόν νά ἐ­ξε­τά­σου­με τήν ἐ­πί­δρα­ση πού ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι ἔ­χει ἡ ἀ­πό­κτη­ση αὐ­τῆς τῆς ἀν­τί­λη­ψης τοῦ ἀγαθόυ στά κί­νη­τρά μας. Πρό­κει­ται γιά ἕ­να θέ­μα ἐ­ξαι­ρε­τι­κά πο­λύ­πλο­κο καί θ­ά πε­ρι­ο­ρι­στῶ σέ ἕ­να ση­μεῖ­ο. Ἡ ἴ­δια ἡ πα­ρου­σί­α­ση το­ῦ θέ­μα­τος ἀ­πό τόν Κι­κέ­ρω­να ὁ­δη­γεῖ σέ μί­α κα­τα­νό­η­ση τῆς στω­ι­κῆς θέ­σης πού βρί­σκο­μαι στόν πει­ρα­σμό νά θε­ω­ρή­σω λαν­θα­σμέ­νη. Μπο­ρεῖ κάλ­λι­στα ὁ ἴ­διος ὁ Κι­κέ­ρων νά εἶ­χε πα­ρα­νο­ή­σει τή στω­ι­κή θέ­ση. Καί δε­δο­μέ­νης τῆς δυ­σκο­λί­ας το­ῦ ζη­τή­μα­τος, δέν θά μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση ἄν οἱ ἴ­διοι οἱ Στω­ι­κοί βρί­σκον­ταν σέ σύγ­χυ­ση ὡς πρός αὐτό τό ζή­τη­μα. Ὅ­ποι­α καί ἄν εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια, ἡ ἀ­πο­σα­φή­νι­ση τοῦ ζη­τή­μα­τος θά μᾶς βο­η­θοῦ­σε νά κα­τα­λά­βου­με τή στω­ι­κή θέ­ση.

Σύμ­φω­να μέ τήν πα­ρου­σί­α­ση τοῦ θέ­μα­τος ἀ­πό τόν Κι­κέ­ρω­να, με­γα­λώ­νον­τας ἀρ­χί­ζου­με νά αἰ­σθα­νό­μα­στε ἕλ­ξη πρός, νά αἰ­σθα­νό­μα­στε ἕλ­ξη ἀ­πό, νά ἐ­κτι­μᾶ­με πράγ­μα­τα ὅ­πως ἡ ζω­ή καί ἡ ὑ­γεία καί ἡ σω­μα­τι­κή ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα, πράγ­μα­τα πού ἔ­χουν ἀξία. Ὅ­μως ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἀρ­χί­ζου­με νά ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τό ἀγαθό, ἀρ­χί­ζου­με νά τό ἐ­κτι­μᾶ­με πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅ,τιτά πράγ­μα­τα πρός τά ὁ­ποῖ­α φυ­σι­ο­λο­γι­κά αἰ­σθα­νό­μα­σταν ἕλ­ξη πα­λαι­ότε­ρα. Καί αὐτό ἔ­χει ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὅτι τώ­ρα πρω­ταρ­χι­κό μας ἐν­δι­α­φέ­ρον εἶ­ναι τό νά ἐ­νερ­γοῦ­με σω­στά, σο­φά, ἐ­νά­ρε­τα καί ὄ­χι τό νά ἀ­πο­κτο­ΰ­με πράγ­μα­τα τά ὁ­ποι­α ἁ­πλῶς ἔ­χουν ἀ­ξία.

Αὐτό εἶ­ναι σα­φῶς τό στω­ι­κό δόγ­μα. Μπο­ροῦ­με νά ἐ­πι­χει­ρή­σου­με νά τό κα­τα­λά­βου­με σκε­πτό­με­νοι ὅτι τε­λι­κά ὁ σχε­δια­στής τοῦ αὐ­το­κι­νή­του ἴ­σως δέν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται ἰ­δι­αι­τέ­ρως γιά τίς προ­δι­α­γρα­φές ἐ­πί­δο­σης πού πρέ­πει νά ἱ­κα­νο­ποι­εῖ τό αὐ­το­κί­νη­το τό ὁποῖο σχε­διά­ζει, ὅτι αὐτό πού τόν ἐν­δι­α­φέ­ρει κυ­ρί­ως εἶ­ναι πῶς θά σχε­διά­σει μέ τέ­χνη. Μπο­ροῦ­με ἀ­κό­μη, ὅ­πως κά­νει ὁ Κι­κέ­ρων στήν ἑ­πό­με­νη πα­ρά­γρα­φο (III 22), νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τό πα­ρά­δειγ­μα τῆς τέ­χνης τῆς το­ξο­βο­λί­ας. Ὁ τέ­λει­ος το­ξό­της προ­σπα­θεῖ νά ση­μα­δέ­ψει τέ­λεια τόν στό­χο, νά κά­νει ὅ,τι μπο­ρεῖ νά κά­νει ἕ­νας το­ξό­της γιά νά χτυ­πή­σει τόν στό­χο. Τό νά χτυ­πή­σει τόν στό­χο εἶ­ναι στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δευ­τε­ρε­ῦ­ον. Ἄν ἕ­να ἀ­πρό­βλε­πτο ἀ­ε­ρά­κι πα­ρα­σύ­ρει τό βέ­λος καί ἀ­στο­χή­σει, τό γε­γο­νός αὐτό δέν θί­γει τήν τε­χνι­κή του καί ἑ­πο­μέ­νως δέν ἐ­πη­ρε­ά­ζει τόν το­ξό­τη.

Ὡ­στό­σο αὐτό πού μέ ἀ­πα­σχο­λε­ΐ εἶ­ναι ὅτι μπο­ρε­ῖ κα­νείς νά κα­τα­λά­βει τήν ἐ­ξή­γη­ση τοῦ Κι­κέ­ρω­νος μέ τόν ἑ­ξῆς τρό­πο: Αὐτό πού ἔ­χει ση­μα­σί­α γιά ἐ­μᾶς, πά­νω ἀ­πό κά­θε τί ἄλ­λο, αὐτό πού τε­λι­κά ἐ­κτι­μοῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό κά­θε τί ἄλ­λο εἶ­ναι ἡ σο­φί­α καί ἡ ἀ­ρε­τή. Για­τί μό­νο ἄν ἀ­πο­κτή­σου­με ἀ­ρετή μπο­ροῦ­με νά ἀ­πο­κτή­σου­με εὐ­δαι­μο­νί­α. Ὑπάρχουν ὅ­μως πράγ­μα­τα ἐκτός ἀ­πό τήν ἀ­ρε­τή τά ὁ­ποι­α ἔ­χουν ἀ­ξία. Ἐ­μεῖς ἐκ φύ­σε­ως ἔ­χου­με προ­σκολ­λη­θεῖ σέ αὐ­τά καί τά ἐ­κτι­μᾶ­με ὡς πράγ­μα­τα μέ ἀ­ξία. Καί ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νά μᾶς ἑλ­κύ­ουν ἀ­κό­μη καί ὅταν πιά ἔ­χου­με δεῖ τό ἀγαθό. Δέν νο­μί­ζου­με πιά ὅτι ἡ ἀ­πό­κτη­σή τους ση­μαί­νει τήν ἀπό­κτη­ση εὐ­δαι­μο­νί­ας. Τά πράγ­μα­τα αὐ­τά παύ­ουν νά μᾶς ἀ­πα­σχο­λοῦν ἰ­δι­αί­τε­ρα. Ἀλ­λά ἔ­χουν κά­ποι­α ἀ­ξί­α. Τό γε­γο­νός αὐτό στοι­χει­ο­θε­τεῖ ἕ­ναν λό­γο γιά νά τά ἐ­πι­δι­ώ­κου­με, ἐ­φ’ ὅσον ἡ ἐ­πι­δί­ω­ξή τους δέν δι­ί­στα­ται πρός τήν ἀ­ρε­τή. Καί τό νά τά ἀ­πο­κτο­ῦ­με ἡ νά τά δι­α­τη­ροῦ­με εἶ­ναι πη­γή μί­ας πο­λύ συγ­κρα­τη­μέ­νης ἀλ­λά τε­λεί­ως ἁρ­μό­ζου­σας ἱ­κα­νο­ποί­η­σης, ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως ἡ μή ἀ­πό­κτη­σή τους ἤ ἡ ἀ­πώ­λειά τους εἶ­ναι πη­γή μί­ας συγ­κρα­τη­μέ­νης ἀλ­λά τε­λεί­ως ἁρ­μό­ζου­σας θλί­ψης. Αὐτή εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α κα­τά τήν ὁ­ποί­α τά πράγ­μα­τα πρός τά ὁ­ποῖ­α ἔ­χου­με ἀρ­χι­κά αἰ­σθαν­θεῖ ἕλ­ξη ἀρ­χί­ζουν νά γί­νον­ται ἀν­τι­κεί­με­να δευ­τε­ρεύ­ον­τος ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἀ­να­κα­λύ­πτου­με τό ἀ­γα­θό.

Μοῦ φαί­νε­ται, ὅ­μως, ὅτι τό νά κα­τα­λά­βου­με τή στω­ι­κή θέ­ση μέ αὐτό τόν τρό­πο θά ἦ­ταν ἕ­να θε­με­λι­ῶ­δες σφάλ­μα. Ἄν αὐτή ἦ­ταν ἡ στω­ι­κή θέ­ση, θά ἦ­ταν εὐ­ά­λω­τη στήν κρι­τι­κή πού πράγ­μα­τι δι­α­τυ­πώ­νε­ται ἀ­πό ὁ­ρι­σμέ­νους ἐ­χθρούς της, ὅτι κιν­δυ­νεύ­ει νά ταυ­τι­στεῖ μέ τή θέ­ση τῶν πλα­τω­νι­κῶν ἡ πε­ρι­πα­τη­τι­κῶν ἀν­τι­πά­λων της ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α δι­α­φέ­ρει μό­νο στήν ὁ­ρο­λο­γί­α. Για­τί οὔ­τε οἱ Πλα­τω­νι­κοί οὔ­τε οἱ Πε­ρι­πα­τη­τι­κοί ἀρ­νοῦν­ται τήν κυ­ρί­αρ­χη ἀ­ξία τῆς ἀ­ρε­τῆς καί τόν μο­να­δι­κό ρό­λο πού ἐ­πι­τε­λεῖ στήν ἀν­θρώ­πι­νη εὐ­δαιμο­νί­α. Ἄν οἱ Στω­ι­κοί ἐ­πι­θυ­μοῦν νά ὑ­πο­γραμ­μί­σουν αὐτό τό στοι­χεῖ­ο πε­ρι­ο­ρί­ζον­τας τόν ὅ­ρο «ἀγαθό» στήν ἀ­ρε­τή καί ὀ­νο­μά­ζον­τας τά ὑ­πό­λοι­πα ἀ­γα­θά ἁ­πλῶς «πράγ­μα­τα μέ ἀ­ξία», δέν ὑ­πάρ­χει δι­α­φω­νί­α ἀ­νά­με­σά τους.

Νο­μί­ζω ὡ­στό­σο ὅτι ἡ ἔν­νοι­α κα­τά τήν ὁ­ποί­α τά πράγ­μα­τα πού ἁ­πλῶς ἔ­χουν ἀξία γιά τούς Στω­ι­κούς ἀ­πο­κτοῦν δευ­τε­ρε­ῦ­ον ἐν­δι­α­φέ­ρον εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κή. Τό δευ­τε­ρε­ῦ­ον ἐν­δι­α­φέ­ρον δέν ἔ­χει τή ση­μα­σί­α τοῦ «ἐ­λάσσο­νος» ἡ τοῦ «πα­ρα­με­ρι­σμέ­νου», ἀλ­λά ἐ­κεί­νη τοῦ «τε­λεί­ως δευ­τε­ρο­γε­νοῦς». Θε­ω­ρῶ ὅτι ἡ στω­ι­κή θέ­ση εἶ­ναι ὅτι τό ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τά πράγ­μα­τα πού ἁ­πλῶς ἔ­χουν ἀξία εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς δευ­τε­ρο­γε­νές καί προ­κύ­πτει ἀ­πό τό ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τό ἀγαθό. Τό ὅτι φρον­τί­ζου­με γιά τά πράγ­μα­τα πού ἁ­πλῶς ἔ­χουν ἀ­ξία δέν ὀ­φεί­λε­ται πα­ρά μό­νο στό ὅτι φρον­τί­ζου­με γιά τό ἀγαθό. Ἔτσι, ἄν ἐ­ξαι­τί­ας ἑ­νός ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιά τό ἀγαθό φρον­τί­ζει κα­νείς νά ἀ­πο­κτή­σει ἡ νά δι­α­τη­ρή­σει τήν ὑ­γεία, καί ἄν τό ἐν­δι­α­φέ­ρον του γιά τό ἀγαθό ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται πλή­ρως ἐ­πει­δή ἕ­νας ἄν­θρω­πος μέ τέ­λεια λο­γι­κό­τη­τα θά κά­νει ὅτι­δή­πο­τε μπο­ρεῖ, στό μέ­τρο τῶν λο­γι­κῶν δυ­να­το­τή­των, προ­κει­μέ­νου νά ἀ­ποκτή­σει ἡ νά δι­α­τη­ρή­σει τήν ὑ­γεία, τό κα­τά πό­σον τε­λι­κά θά κα­τορ­θώ­σει νά ἀ­πο­κτή­σει ἡ νά δι­α­τη­ρή­σει τήν ὑ­γεία δέν ἔ­χει κα­μί­α ση­μα­σί­α. Για­τί δέν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­να ἀ­νε­ξάρ­τη­το, ἄν καί μᾶλ­λον ἔ­λασ­σον, ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά πράγ­μα­τα ὅπως ἡ ὑ­γεία, τό ὁποῖο μέ αὐτό τόν τρό­πο θά ἔ­με­νε ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­το.

Ὁ λό­γος γιά τόν ὁποῖο νο­μί­ζω ὅτι αὐτή εἶ­ναι ἡ στω­ι­κή θέ­ση εἶ­ναι ὁ ἑ­ξῆς: Κα­τ’ ἀρ­χάς ὑ­πο­θέ­τω ὅτι ἡ οὐ­σία του δόγ­μα­τος γιά τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀγαθοῦ δέν εἶ­ναι ἄλ­λη ἀ­πό τό νά μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νά σκε­φτό­μα­στε ὅτι ἡ λο­γι­κή δρά­ση ὀ­φεί­λε­ται στήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση κά­ποι­ου πράγ­μα­τος ὡς ἀ­γα­θο­ῦ. Ἔτσι δέν πρέ­πει νά πε­ρι­μέ­νου­με ὅτι ἡ ἀν­τί­λη­ψη τῆς ἀξίας θά ἔ­χει κά­ποι­α πα­ρό­μοι­α λει­τουρ­γί­α. Ἐπί πλέ­ον οἱ Στωικοί, ἀ­κό­μη καί κα­τά τήν ἐ­ξή­γη­ση τοῦ Κι­κέ­ρω­νος πού πα­ρα­θέ­σα­με στήν ἀρ­χή, ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅτι ἡ μό­νη ἐ­πι­λο­γή πού ἀ­ξί­ζει εἶ­ναι τό ἀ­γα­θ­ό καί ὅτι μό­νο τό ἀ­γα­θό εἶ­ναι κά­τι τό ὁποῖο ἐ­πι­θυ­μο­ῦ­με κα­θε­αυ­τό. Ἄν ὁ­μως τά πράγ­μα­τα τά ὁ­ποῖ­α ἔ­χουν ἁ­πλῶς ἀ­ξία δέν εἶ­ναι κα­θε­αυ­τά ἐ­πι­θυ­μη­τά, τό­τε ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α γιά αὐ­τά σέ ἕ­να ἔλ­λο­γο ἄ­το­μο δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά εἶ­ναι ἐ­πι­θυ­μί­α γιά αὐτά ἁ­πλῶς ὡς μέ­σα πρός τό ἀγαθό. Αὐτό ση­μαί­νει ὅτι δέν εἶ­ναι τά ἴ­δια ἐ­πι­θυ­μη­τά, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό μί­α ἐ­πι­θυ­μί­α γιά τό ἀγαθό. Δέν εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λα ἀν­τι­κεί­με­να ἐ­πι­λο­γῆς πα­ρά μό­νο ὡς μέ­σα πρός τό ἀγαθό.

Ἐ­πί­σης, εἶ­ναι λά­θος νά νο­μί­ζου­με ὅτι οἱ πα­ρορ­μή­σεις, πού ἀρ­χι­κά εἴ­χα­με ἀ­να­πτύ­ξει φυ­σι­ο­λο­γι­κά, δι­α­τη­ροῦν­ται ἀ­πό τή στιγ­μή πού γι­νό­μα­στε λο­γι­κοί. Ἀ­πό τή στιγ­μή πού γι­νό­μα­στε λο­γι­κοί μπο­ρεῖ νά ἔ­χου­με λό­γο νά ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­με νά κά­νου­με ὅ,τι κά­να­με καί προ­η­γου­μέ­νως ὁρ­μώ­με­νοι ἀ­πό ζω­ι­κή πα­ρόρ­μη­ση. Ἀλ­λά αὐ­τή ἡ ζω­ι­κή πα­ρόρ­μη­ση δέν εἶ­ναι πιά ἐ­κεῖ. Αὐ­τή ἡ ἀ­συ­νέ­χεια γί­νε­ται πιό δυσ­νό­η­τη μέ τό νά μι­λά­ει κα­νείς, ὅ­πως κά­νει ὁ Κ.ικέ­ρων, σάν νά ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­με νά ἐ­κτι­μοῦ­με, νά αἰ­σθα­νό­μα­στε ἕλ­ξη πρός καί νά ἀ­γα­πᾶ­με ὅ­λα αὐ­τά τά πράγ­μα­τα πού ἔ­χουν φυ­σι­κή ἀ­ξία, μέ τή δι­α­φο­ρά ὅτι τώ­ρα ἐ­κτι­μοῦ­με τό ἀγαθό πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἀλ­λά τί λό­γο θά εἴ­χα­με νά ἐ­πι­δι­ώ­κου­με πράγ­μα­τα ἁ­πλῶς μέ ἀ­ξία: Ὁ μό­νος λό­γος πού φαί­νε­ται νά μᾶς πα­ρέ­χει ἡ στω­ι­κή θε­ω­ρί­α εἶ­ναι ὅτι τό νά ἐ­πι­δι­ώ­κου­με ὅ,τι ἔ­χει ἄ­ξια ἴ­σως εἶ­ναι σο­φό, εὔ­λο­γο ἡ ἐ­νά­ρε­το.

Τό ὅτι αὐτή εἶ­ναι πράγ­μα­τι ἡ στω­ι­κή ἄ­πο­ψη ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται ἀ­πό τήν κρι­τι­κή τῆς στω­ι­κῆς θέ­σης ἀ­πό τόν ἴ­διο τόν Κι­κέ­ρω­να στό De finibus IV. Ἐκεῖ (IV 29) ὁ Κι­κέ­ρων δι­α­τυ­πώ­νει τό ἐ­ρώ­τη­μα πῶς οἱ Στω­ι­κοί μπο­ροῦν νά δι­και­ο­λο­γή­σουν τόν ἰ­σχυ­ρι­σμό ὅτι ἡ σο­φί­α μᾶς κά­νει νά ἐγ­κα­τα­λεί­που­με αὖ­τα πού ἀρ­χι­κά μας εἶ­χε ὁ­ρί­σει ἡ φύ­ση. Αὐτή ἡ στω­ι­κή ἄ­πο­ψη προ­ϋ­πο­θέ­τει ὅτι ἡ ἀρ­χι­κή πα­ρόρ­μη­ση πρός τήν ἐ­πι­δί­ω­ξη ὁ­ρι­σμέ­νων πραγ­μά­των καί τήν ἀ­πο­φυ­γή τῶν ἀν­τί­θε­τών τους, μο­λο­νό­τι ἁρ­μό­ζει στό προ-λο­γι­κό στά­διο, παύ­ει νά εἶ­ναι εὔ­λο­γη ἀ­πό τή στιγ­μή πού γι­νό­μα­στε ἔλ­λο­γοι καί ἀν­τκα­θί­στα­ται ἀ­πό μί­α προ­σκόλ­λη­ση στό ἀγαθό. Καί μό­νο ὡς συ­νέ­πεια αὐ­ταῆς τῆς νέ­ας προ­σκόλ­λη­σης μπο­ροῦ­με, ὅ­ταν ἁρ­μό­ζει, νά ἔ­χου­με ἕ­να δευ­τε­ρο­γε­νές ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά ὅ,τι ἐν­στι­κτω­δῶς ἀ­πο­ζη­τού­σα­με στό προ-λο­γι­κό στά­διο. Ὡστόσο, ὅ­πως φαί­νε­ται γιά πα­ρά­δειγ­μα στό στω­ι­κό δόγ­μα γιά τήν αὐτο­κτο­νί­α, θά ὑ­πάρ­ξουν κα­τα­στά­σεις στίς ὁ­ποῖ­ες δέν ἁρ­μό­ζει νά ἐ­νερ­γοῦ­με γιά νά δι­α­τη­ροῦ­με τή ζω­ή μας.

Ἐδῶ ἐ­πί­σης μπο­ροῦ­με νά θυ­μη­θοῦ­με τήν προ­η­γού­με­νη πα­ρα­τή­ρη­σή μας, ὅτι σέ αὐτό τό στά­διο τῆς ἀνά­πτυ­ξής μας δέν ὑ­πάρ­χει πιά ἀ­νάγ­κη κά­ποι­ας βα­σι­κῆς πα­ρόρ­μη­σης γιά τή δι­α­τή­ρη­ση τοῦ ἐ­αυ­τοῦ μας, πού τώ­ρα παίρ­νει τή μορ­φή ἑ­νός ἰ­δι­αί­τε­ρου ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιά τή λο­γι­κό­τη­τά μας. Για­τί τώ­ρα θά φρον­τί­ζου­με τούς ἑ­αυ­τούς μας, ἰ­δί­ως τή λο­γι­κό­τη­τά μας, ἔ­χον­τας κί­νη­τρο, δέν ὑ­πάρ­χει λό­γος γιά κα­μί­α ἐ­πί πλέ­ον ἀ­νε­ξάρ­τη­τη πη­γή κι­νή­τρου πού νά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει ὅτι θά φρον­τί­ζου­με τούς ἑ­αυ­τούς μας, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς μᾶς τό ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ φύ­ση.

Ὡ­στό­σο αὐτή ἡ ἑρ­μη­νεί­α ἔ­χει ἐ­πί­σης τή συ­νέ­πεια ὅτι ἡ φρον­τί­δα πού ἔ­χει κα­νείς γιά τόν ἑ­αυ­τό του δέν στη­ρί­ζε­ται πιά σέ μί­α στά­ση προ­τί­μη­σης τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας σέ σχέ­ση μέ τούς ἄλ­λους. Γιά αὐτό ἦ­ταν τό­σο ση­μαν­τι­κό τό νά το­νι­στεῖ ὅτι ἡ κυ­ρί­αρ­χη φρον­τί­δα τοῦ ἀν­θρώ­που γί­νε­ται φρον­τί­δα γιά τή λο­γι­κό­τη­τα τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς του καί ὄ­χι γιά τή λο­γι­κό­τη­τά του, δη­λα­δή γιά τή νο­η­τι­κή του κα­τά­στα­ση. Τό ὅτι φρον­τί­ζει κα­νείς τόν ἑ­αυ­τό του, ὅ­ταν αὐτό φαί­νε­ται εὔ­λο­γο, εἶ­ναι ἁ­πλή συ­νέ­πεια τῆς φρον­τί­δας πού ἔ­χει κα­νείς γιά τή λο­γι­κό­τη­τα σέ ὅ,τι κά­νει καί ὄ­χι ἔκ­φρα­ση φρον­τί­δας γιά τόν ἴδιο του τόν ἑ­αυ­τό. Σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση, ἡ φύ­ση ἀ­παι­τεῖ ἀ­πό ὁ­λους μας νά φρον­τί­ζου­με τούς ἑ­αυ­τούς μας. Ἀλ­λά κά­νον­τας αὐτό τό πράγ­μα, ἐ­πει­δή εἶ­ναι λο­γι­κό, κα­θό­λου δέν ἀ­πο­δί­δου­με στόν ἑ­αυ­τό μᾶς μιά προ­νο­μια­κή θέ­ση ἡ ὁ­ποί­α θ­ά δι­και­ο­λο­γοῦ­σε ἕ­να κυ­ρί­αρ­χο ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τούς ἑ­αυ­τούς μας. Αὐ­τός εἶ­ναι κυ­ρί­ως ὁ λό­γος γιά τόν ὁποῖο ὁ σο­φός ναυα­γός δέν με­ρο­λη­πτεῖ κα­θό­λου ὑ­πέρ τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του, ὅ­ταν ἀ­πο­φα­σί­ζει γιά τό ποι­ός πρέ­πει νά ἐ­πι­βι­ώ­σει.

Ἀ­κό­μη, μό­νο μέ αὐτό τόν τρό­πο μπο­ροῦ­με νά κα­τα­λά­βου­με ὅτι δέν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τε τό ὁποῖο θ­ά μπο­ροῦ­σε νά προ­στε­θεῖ ἤ νά ἀ­φαι­ρε­θεῖ ἀ­πό τή μα­κα­ρι­ό­τη­τα τοῦ σο­φοῦ ἀν­θρώ­που. Ἄν ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­νερ­γεῖ σο­φά, ὅ­πως ὀ­φεί­λει νά κά­νει ἀ­πό τή στιγ­μή πού εἶ­ναι σο­φός, δέν θά ἔ­χει κα­μί­α ση­μα­σί­α γιά αὐτόν ἄν μέ τίς πράξεις του πε­τυ­χαί­νει ἡ δι­α­τη­ρεῖ αὐτό πού ἐ­πι­δι­ώ­κει νά πε­τύ­χει ἤ νά δι­α­τη­ρή­σει, ἀ­κό­μη καί ἄν πρό­κει­ται γιά τή φυ­σι­κή του ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα, τήν ὑ­γεί­α του, τή ζω­ή του, ὅ­ταν πε­θαί­νει στό μαρ­τύ­ριο τοῦ τρο­χοῦ. Καί αὐτό δέν ἰ­σχύ­ει ἐ­πει­δή ἡ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση πού ἀν­τλεῖ ὅταν ἐ­νερ­γεῖ σο­φά εἶ­ναι τό­σο με­γά­λη πού ὅ­ταν τήν συγ­κρί­νει κα­νείς μα­ζί τους, ὁ πό­νος, ἡ ἀ­πώλει­α τῆς ζω­ῆς ἡ τῆς φυ­σι­κῆς ἀ­κε­ραι­ό­τη­τας φαί­νον­ται ἀ­σή­μαν­τα. Ὁ λό­γος εἶ­ναι ὅτι δέν ὑ­πάρ­χει ἀ­πώ­λεια κα­τά κα­μί­α ἔν­νοι­α, για­τί δέν ὑ­πάρ­χει ἀ­νε­ξάρτη­τη πα­ρόρ­μη­ση ἤ ἐ­πι­θυ­μί­α γιά πράγ­μα­τα ὅ­πως ἡ ζω­ή, ἡ ὑγεία, ἡ σω­μα­τι­κή ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα, πό­σο μᾶλ­λον γιά ἡ­δο­νή, τά ὁ­ποι­α θά μπο­ροῦ­σαν νά κα­τα­πι­ε­στοῦν ἡ νά μεί­νουν ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τα. Ἡ δι­κή μας δυ­σκο­λί­α νά κα­τα­λά­βου­με τόν Στω­ι­κό σο­φό ἔγ­κει­ται ἀ­πο­κλει­στι­κά στό ὅτι ἐ­μεῖς θε­ω­ροῦ­με αὐ­τά τά πράγ­μα­τα ἀγα­θά, ἀ­κό­μη καί ἄν ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με πώς πρό­κει­ται γιά πο­λύ μέ­τρια ἀγα­θά. Αὐτό ὅ­μως ὀ­φεί­λε­ται στό γε­γο­νός ὅτι συγ­χέ­ου­με τό τί ση­μαί­νει νά εἶ­ναι κά­τι ἀγαθό μέ τό τί ση­μαί­νει ἁ­πλῶς νά ἔ­χει ἀ­ξία. Τό νά εἶ­ναι κά­τι ἀγαθό ἔ­χει νά κά­νει μέ τήν εὐ­δαι­μο­νί­α μας. Τό νά ἔ­χει κά­τι ἀ­ξία ἔ­χει νά κά­νει μέ τό ὅτι ὁ κό­σμος εἶ­ναι ἕ­νας ἀγαθός, εὔ­λο­γος κό­σμος, μέ τό ὅτι ἔ­χει, κα­τά ἕ­ναν δευ­τε­ρο­γε­νῆ τρό­πο, προ­νο­μια­κή θέ­ση σέ ἕ­ναν κα­τά τό δυ­να­τόν λο­γι­κό κό­σμο. Τό ὅτι ἡ φύ­ση μᾶς κα­τα­σκευά­ζει μέ τέ­τοι­ο τρόπο ὥ­στε νά ἔ­χου­με εὔ­λο­γες πι­θα­νό­τη­τες νά ἐ­πι­βι­ώ­σου­με καί τό ὅτι ἀκόμα προι­κί­ζει ἀρ­χι­κά μέ μί­α πα­ρόρ­μη­ση πού μᾶς ὤ­θε­ῖ νά συμ­πε­ρι­φε­ρόμαστε μέ τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε νά ἔ­χου­με εὔ­λο­γες πι­θα­νό­τη­τες νά ἐ­πι­βι­ώ­σουμε εἶ­ναι λό­γος γιά νά πι­στεύ­ου­με ὅτι ἐμεῖς εἴ­μα­στε κα­λύ­τε­ρα ἐ­πει­δή εἰμαστ ζων­τα­νοί, πό­σο μᾶλ­λον γιά τό ὅτι ὁ ἴ­διος ὁ κό­σμος εἶ­ναι κα­τ’ ἀνάγκην κα­λύ­τε­ρος ἐ­πει­δή ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε ζων­τα­νοί. Αὐτό ἁ­πλῶς δεί­χνει ὅτι το να συ­να­γά­γου­με τό ἀγαθό ἀ­πό τό φυ­σι­κό εἶ­ναι πο­λύ σύν­θε­το ἔρ­γο, ἔ­ργο πού ἀ­παι­τεῖ πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο σε­βα­σμό καί πί­στη στόν κοι­νό νο­ῦ καί πολύ βαθύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση τῆς φύ­σης ἀ­πό ἐ­κεί­νη πού ἐ­πι­δι­ώ­κει νά ἀ­πο­κτήσει ἡ πλει­ο­νό­τη­τα τῶν ἀν­θρώ­πων.
        
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην περιοδική έκδοση
του Κέντρου Φιλοσοφικών Ερευνών
“ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ” (τεύχος 15/1)