Ο όρος "μεταμοντερνισμός" αναφέρεται στο πεδίο της τέχνης και της αισθητικής και αποτέλεσε την αντίδραση στον μοντερνισμό που αποτέλεσε την κορύφωση των μοντέρνων καιρών. Η αντίστοιχη αντίδραση στη νεωτερικότητα στο πολιτικό πεδίο αναφέρεται ως μετανεωτερικότητα. Οι δύο όροι μεταμοντέρνο και μετανεωτερικό έχουν διαφορετικές σημασιολογικές ποιότητες και προσιδιάζουν μόνο ως στάσεις (αισθητική ή πρώτη - πολιτική η δεύτερη) αντίδρασης στη νεωτερικότητα. Ενώ δηλαδή η νεωτερικότητα μετέρχεται τη ratio, ο μεταμοντερνισμός και η μετανεωτερικότητα θεωρούν ότι η ratio δεν αποτελεί καθολική πηγή αλήθειας και έκφρασης, αλλά αποσπασματική με αποτέλεσμα να χάνεται η ουσία σύλληψης ενός συνολικού νοήματος για την τέχνη ή για την κοινωνία.
Του Δήμου Μαυρουδή (από enet.gr)
Η μεταμοντέρνα πρόταση, κατά τον όψιμο 20ό αιώνα, διατυπώθηκε ως η κυριότερη και δεσμευτικότερη κριτική ένσταση απέναντι σε ό,τι καλούμε νεωτερικότητα και μοντέρνο, όντας ένα εγχείρημα που προσπαθεί να θεματοποιήσει σ' ένα νέο πλαίσιο τη σχέση υποκειμένου-αντικειμένου και που μέσα από την αισθητική της διάσταση επιχειρεί ν' ανασυγκροτήσει και ν' αναδείξει τις παραγνωρισμένες όψεις της πραγματικότητας.
Καθώς το μεταμοντέρνο αγγίζει σε μια από τις κυριότερες εκδοχές του την τέχνη, ο Ζαν - Φρανσουά Λιοτάρ (Jean-Francnois Lyotar) θα καταφύγει ακόμα και στην «αναστοχαστική κρίση» της «Κριτικής της Κριτικής Δύναμης» του Καντ επιχειρώντας ν' αναδιαρθρώσει τις διαφορετικές όψεις του αντικειμένου και «τους υπαινιγμούς του μη απεικονίσιμου», με τρόπο ώστε να παρακάμπτει αποτελεσματικά τη νεωτερική περιοριστική επενέργεια του γνωστικού υποκειμένου.
«Η εποχή των νεότερων χρόνων δεν σήμανε την «έξοδο του ανθρώπου από την ανωριμότητά του», όπως διέβλεπε ο Καντ, αλλά «το βύθισμά του σε μια νέου τύπου βαρβαρότητα», όπως ισχυρίζονται οι Χόρκχαϊμερ και Αντόρνο. (Ζαν - Φρανσουά Λιοτάρ, Η μεταμοντέρνα κατάσταση, εκδόσεις Γνώση, Εισαγωγή σ. 10). Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, η μεταμοντέρνα κατάσταση «θεωρήθηκε ότι προήλθε από την έκρηξη της μοντέρνας κατάστασης, κατά την οποία ο Λόγος και το υποκείμενο ως τοποτηρητές της ενότητας του όλου θρυμματίστηκαν» (στο ίδιο, σ.13).
Καθώς η νεωτερική πραγματικότητα διακρίνεται, σε γενικές γραμμές, στις καρτεσιανές res cogitans (το σκεπτόμενο πράγμα) και res extensa (το εκτατό, το αισθητό πράγμα), ορίζονται δύο επίπεδα που συνδέονται μέσω του μηχανισμού της αναπαράστασης ή της αρχής της ταυτότητας. Η χαϊντεγκεριανή «εποχή των Κοσμοεικόνων» οργανώνει το πραγματικό στον βαθμό που αυτό είναι απεικονίσιμο και τελικά όχι μόνον οι καρτεσιανές συντεταγμένες γίνονται εργαλειακές, μα και η δυτική μεταφυσική, στο σύνολό της, καταλήγει να εγκλωβίζει τον δυτικό άνθρωπο στη «γνώση των μεγάλων αφηγήσεων» - ένας τύπος γνώσης στον οποίο αντιτίθεται η μεταμοντέρνα κατάσταση αναβιώνοντας «μια γνωστική σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, η οποία ενσωματώνει και την αισθητική στάση» (στο ίδιο, σ. 18). Παρακάμπτοντας τη «λύση της συναίνεσης» και θέτοντας προ των οφθαλμών του σύγχρονου θεωρητικού τα «γλωσσικά παιχνίδια» τού Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν (Ludwig Wittgenstein), το μεταμοντέρνο προτείνει μια στάση με τα εξής χαρακτηριστικά: «α) οι γνωστικές ικανότητες οργανώνονται χωρίς τους εξαναγκασμούς του Λόγου και χωρίς εξαρτήσεις του εμπειρικού δεδομένου» και β) «το επίπεδο άρθρωσης του αντικειμένου συμπλέκεται με το επίπεδο της αισθητικής πρόσληψής του (καταργείται δηλαδή ο δυϊσμός res cogitans και res extensa)» (στο ίδιο σ. 18).
Οσον αφορά τη σκέψη στους νεότερους χρόνους, μπορούμε ανενδοίαστα να πούμε πως η υποκειμενικότητα υπήρξε μια πολύ μεγάλη στιγμή στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Ο Καστοριάδης επισημαίνει πως η «αναστοχαζόμενη και σκοπίμως ενεργούσα υποκειμενικότητα» δημιούργησε αυτόνομα άτομα, που ήταν σε θέση να κριτικάρουν και ν' αναθεωρούν τους νόμους της ίδιας τους της ύπαρξης και ν' αυτοθεσμίζουν την κοινωνία τους, επαναλαμβάνοντας, με διαφορετικούς βέβαια όρους, το εγχείρημα που προηγήθηκε δεκαπέντε αιώνες νωρίτερα στην αρχαία Ελλάδα. Σ' αυτήν ακριβώς την ικανότητα του νεότερου ανθρώπου, να επιβάλει τις σημασίες του στην πραγματικότητα, ασκούν αυστηρή κριτική οι Αντόρνο και Χόρκχαϊμερ, στη «Διαλεκτική του Διαφωτισμού». Οι γερμανοί στοχαστές επιδέξια ξεσκεπάζουν την αυτοκαταστροφική λειτουργία του Διαφωτισμού, αποκαλύπτοντας τον εξουσιαστικό και περιοριστικό χαρακτήρα του καθώς και τον κατασταλτικό χαρακτήρα του ίδιου του Λόγου που μπορούμε ν' ανακαλύψουμε ακόμα και σ' αυτές τις ίδιες του τις καταβολές· ακόμα και στην αρχαιότητα, όπου ο ορθός Λόγος διαμορφωνόταν και αναδυόταν με όλη τη νεανική του ρώμη, ανιχνεύεται η τάση του να οικειοποιείται και να αλλοτριώνει ό,τι θεματοποιεί· στις ακρώρειές του, στη σύγχρονη εποχή ο ορθός Λόγος καταστρέφει την ίδια την ανθρωπότητα την οποία κατέστησε δυνατή, εγκαθιδρύοντας τη βάρβαρη αλλά και προκλητικά απροκάλυπτη ισοπέδωση του νεότερου ανθρώπου, αλλά και την οικοδόμηση μιας πολιτιστικής βιομηχανίας που ακυρώνει αμετάκλητα τις προθέσεις και τις προσδοκίες όσων κάποτε οραματίστηκαν έναν κόσμο οργανωμένο σύμφωνα με τα αιτήματα της σκέψης.
Η υποκειμενικότητα, δίχως αμφιβολία, υπήρξε η ανάληψη της ευθύνης εκ μέρους μιας ολόκληρης εποχής, όσον αφορά τα μέσα αυτοπροσδιορισμού της και τους έλλογους στόχους της. Κατά τη γνώμη μας, η απόλυτη εμπιστοσύνη στη λογική ικανότητα του ανθρώπου ήταν τόσο μια οριοθέτηση του όργανου της σκέψης με τα ίδια του τα μέσα όσο και ένα βίαιο ξέκομμα της σκέψης από τις ανορθολογικές της προϋποθέσεις, που προϋπήρξαν κατά τον Μεσαίωνα και λειτούργησαν για πολλούς αιώνες αποτελεσματικά, προσεγγίζοντας απρόσιτους χώρους του επιστητού. Θα λέγαμε πως αυτή η παράμετρος της νεωτερικότητας δεν έχει προσεχθεί ιδιαίτερα, με αποτέλεσμα η εποχή του Διαφωτισμού να προτάσσεται ως σαφώς πληρέστερη και ασυζητητί πιο πρωτοποριακή από τούτη του Μεσαίωνα - μια θέση που χρήζει αποσαφήνισης και επαναξιολόγησης: το μεσαιωνικό φαντασιακό, τροφοδοτημένο για αιώνες από τη μαγεία, την αστρολογία, την αλχημεία, υπήρξε ένα πανίσχυρο εργαλείο, τόσο για την πραγμάτευση του υπεραισθητού όσο και για την ολόπλευρη ψηλάφηση αδύτων της ανθρώπινης ψυχής, που για πολλούς αιώνες με τον αρχετυπικό και βαθιά συμβολικό του χαρακτήρα μπορούσε να μιλά για το επέκεινα και να θεσμοθετεί ανατρέχοντας σε περιοχές που για τον διαφωτιστικό λόγο υπήρξαν επτασφράγιστες. Ο δυτικός Μεσαίωνας υπήρξε περισσότερο απ' ο,τιδήποτε άλλο μια εποχή βαθιάς κυοφορίας, τους καρπούς της οποίας η εποχή μας απέχει πολύ από το να έχει δρέψει.
Συνοψίζοντας κάποιες σκέψεις σχετικά με τη νεωτερικότητα, θα λέγαμε πως η εργαλειακότητα του Λόγου ίσως και να μη συνιστά από μόνη της το σημαντικότερο πρόβλημα· θέλουμε να εστιάσουμε σε κάτι που θεωρούμε σημαντικότερο: ο ορθός Λόγος, όπως τούτος εκφράστηκε κατά τις τρεις τελευταίες χιλιετίες, είναι αποσπασματικός. Ο,τι μιλήθηκε, ό,τι διατυπώθηκε ως ratio αποτελεί μια μερική πραγματικότητα, ένα κομμάτι μιας ολότητας που ποτέ δεν στάθηκε δυνατόν να μιληθεί στο ακέραιό της. Αν το «άσκεπτο» του Φουκό, το «μη - ταυτόν» του Αντόρνο, το «μη αναπαραστάσιμο» του Λιοτάρ σηματοδοτούν μια περιοχή που ποτέ μέχρι σήμερα δεν εξιχνιάστηκε, εμείς θα τολμούσαμε να θέσουμε το πρόβλημα από μια διαφορετική σκοπιά: ένας «μαγματώδης χώρος» ενορμήσεων, συμβολικών τύπων και αρχετύπων, νοηματικών δομών και καλουπιών, μη μιλημένης τρέλας και ασυνείδητου φαντασιακού (μιας ολόκληρης κοινωνίας ενίοτε) μένουν επτασφράγιστα και στην κυριολεξία κατεσταλμένα κάτω από τη δεσποτεία τής Εννοιας (Begriff). Τούτος ο σιωπηλός, ο επτασφράγιστος χώρος, μια πραγματική «δεξαμενή σημασιών» που έχει πολλές συγγένειες τόσο με τα μάγματα του Καστοριάδη όσο και με τον χώρο του συλλογικού ασυνείδητου του Γιουνγκ καταδεικνύει ότι όλο αυτό που εκφράστηκε ως ratio είναι ένα μικρό κομμάτι μιας συνολικής πραγματικότητας που μπορεί -υπό όρους- να είναι ευρύτερη του ορθού Λόγου και να εμπεριέχει τον ορθό Λόγο σαν ένα από τα συστατικά της στοιχεία. Καθώς δεν πρέπει να παραβλέψουμε πως μια τέτοια συνολική πραγματικότητα τολμά να ξεθάψει συμβολικά περιεχόμενα από τον χώρο του μεσαιωνικού αποκρυφισμού, θα προσθέταμε πως τα εγχείρημα για οριοθέτηση ενός τέτοιου νέου χώρου θα πρέπει να διαφοροποιείται από την εννοιολογική περιχαράκωση που προτείνουν τα νεωτερικά μοντέλα - εδώ η μεταμοντέρνα εμπειρία είναι πολύτιμη. Τα «γλωσσικά παιχνίδια» του Βίτγκενσταϊν καθώς και η «αναστοχαστική κρίση» (reflektierendes Urteil) του Καντ ανοίγουν τον δρόμο όχι μόνο στις προϋποθέσεις της ανάδυσης του αέναα νέου, μα και στην αισθητική εμπειρία και στην άσκηση της ανθρώπινης κριτικής ικανονότητας.
Καθώς ένας αναπροσανατολισμός της σκέψης καθίσταται σήμερα όσο ποτέ αναγκαίος, ας πλησιάσουμε την τόσο παρεξηγημένη μεταμοντέρνα εμπειρία με περίσκεψη. Ενίοτε ο ορθός Λόγος υπερβαίνει τον εαυτό του με μια δική του δυναμική, δίχως να ζητήσει την άδεια από τα γνωστικά υποκείμενα και με τρόπο που ξαφνιάζει· ας τον αφουγκραστούμε.