Από τις τρεις κατηγορίες ανθρώπων που επετέθησαν και εξακολουθούν να επιτίθενται με μανία στην, δειλή και μερική, απόπειρα εξανθρωπισμού του Νέου Ελληνισμού που επεχείρησαν ανεπιτυχώς πριν από δύο περίπου αιώνες οι λεγόμενοι Έλληνες Διαφωτιστές (Κοραής, Φαρμακίδης, Καϊρης, κ. ά.), δηλαδή από
τους λαϊκιστές δημοτικιστές,
τους ρωμιούς μαρξιστές, και
τους ορθοδόξους βυζαντινιστές πασών των τάσεων και λαϊκισμών,
καμία δεν μπορεί να αθωωθεί από την κατηγορία του δεδηλωμένου μίσους προς τον προχριστιανικό κόσμο και κυρίως τον Ελληνικό εκείνο. Υπό αυτή την γωνία, θα απαντήσω με αρκετή δόση στωικής γαλήνης και κατανοήσεως στον συγγραφέα του εξωφρενικού ενθέτου του περασμένου τεύχους “Η τύχη του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μία συνωμοσία αποσιώπησης”, ο οποίος, ούτε λίγο ούτε πολύ, εξυμνεί την βυζαντινή μούμια ως.. θεματοφύλακα και.. “κορυφωτή” (!!!.., σελ. 1) της αρχαιοελληνικής Παραδόσεως και Φιλοσοφίας και, την ίδια ώρα, κατηγορεί ευθέως τους ελάχιστους Έλληνες που προσεπάθησαν την στοιχειώδη επανασύνδεσή μας με τους πραγματικούς Έλληνες της Αρχαιότητος (και των οποίων το έργο, επιπροσθέτως διεστρεβλώθη και έγινε αντικείμενο χυδαίας εκμεταλλεύσεως για τη δόμηση του εθνικιστικού και ουχί εθνικού ιδεολογικού συνονθυλεύματος (1) του Νεοελληνικού Κράτους, που παραδόξως παρέμεινε δίχως διαμαρτυρία ο παραγιός της βυζαντινής τερατωδίας), τάχα ως.. σπορείς συγχύσεως στο Νεοελληνισμό και ως.. νεροκουβαλητές υπέρ της επαράτου Δύσεως ενάντια στην αγία μας, λαϊκή, μεσαιωνική και ανατολίτικη τουρκοϊουδαϊκή “Παράδοση”.