
Του C. M. Bowra
Στη νεώτερη Ευρώπη λυρικό ποίημα δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά ένα, ποίημα σύντομο, με στίχους μελωδικούς, που εκφράζει, κατά πάσα πιθανότητα, προσωπικές συγκινήσεις. Όμως, για τους Αρχαίους Έλληνες, που απ’ τη δική τους λέξη «λυρικός» κατάγεται ή Αγγλική λέξη «Lyric», η σημασία ήταν πολύ καθαρή. Σήμαινε πώς το ποίημα συνοδευόταν από το παίξιμο της λύρας. Βέβαια πολλά ποιήματα μπορεί να μη συνοδεύονταν από μουσικό όργανο κι άλλα να συνοδεύονταν από αυλό, η λύρα όμως ήταν το όργανο που χρησιμοποιόταν γενικά και η λυρική ποίηση ήταν σύνθεση για να τραγουδιέται. Η αρχή της λυρικής ποίησης μπορεί ν’ ανιχνευθεί στο απώτατο παρελθόν, γιατί ή λύρα υπήρχε και στη Μυκηναϊκή εποχή, και μας είναι δύσκολο να φανταστούμε οποιαδήποτε εποχή, όσο πρωτόγονη κι αν ήταν, που οι Έλληνες δεν τραγουδούσαν. Παρ’ όλ’ αυτά, δε μπορούμε να ισχυριστούμε πώς αυτά τα τραγούδια ήταν συνειδητά και προσεγμένα έργα τέχνης. Μάλλον πρέπει να ήταν απλά δημοτικά τραγούδια, ή στίχοι που πλάστηκαν γύρω από ένα ρεφραίν, τέτοια όπως βρίσκουμε στην πρώιμη λογοτεχνία όλων των λαών. Ό Όμηρος γνωρίζει ύμνους στους θεούς, μοιρολόγια και τραγούδια γάμου που τα παρουσιάζει ένας θίασος, αλλά που τον κύριο λόγο έχει αρχηγός - κάνει και την πιο πολλή δουλειά - ενώ οι άλλοι τον βοηθούν στα διαλείμματα.