Λέγει ο Πλούταρχος, ο Χαιρωνεύς, ο διατελέσας Ιερέας στον εν Δελφοίς του Απόλλωνα ναό:
«Όλα, ω Κλέα, τα αγαθά πρέπει να αιτούνται παρά των Θεών όσοι έχουν νου, προπάντων να εύχονται να αποκτούνε, όσο είναι εφικτό σε άνθρωπο, την περί Θεών επιστήμη εξ αυτών των ιδίων των Θεών. Διότι δεν λαμβάνει τίποτα πιο μείζον ο άνθρωπος – παρά των Θεών, ούτε του χαρίζεται, παρά των Θεών, κάτι πιο σεμνό από την αλήθεια. Διότι όλα τα άλλα που δέονται οι άνθρωποι και τους δίνει ο Θεός, τον νου και την φρόνηση τους την μεταδίδει από τον εαυτό του, διότι κατέχει και χρησιμοποιεί αυτά ως δικά του. Διότι το θείο δεν είναι μακάριο από τον άργυρο και από τον χρυσό ούτε ισχυρό ένεκα των βροντών και των κεραυνών, αλλά μακάριο είναι και ισχυρό είναι λόγω επιστήμης και φρονήσεως. Και τούτο είπε, ωραιότατα εξ όλων, ο Όμηρος περί Θεών: “το όντι και δια τους δυο κοινή η καταγωγή και η μια πατρίδα, αλλά ο Ζευς γεννήθηκε πρότερος και περισσότερα γνώριζε”, ομολογώντας ως σεμνότερη την του Διός ηγεμονία, καθόσον αυτή ήταν ανώτερη ως προς την επιστήμη και την σοφία. Νομίζω δε, ότι και της αιωνίου ζωής, την οποία έχει ο θεός, ευδαίμον είναι το ότι τα συμβαίνοντα δεν διαφεύγουν της εκ των προτέρων γνώσης του. Εάν όμως αφαιρεθεί από τον Θεό το να γνωρίζει και να φρονεί τα όντα τότε ο βίος του δεν θα ήταν αθανασία αλλά χρόνος.
Γι’ αυτό προπάντων πόθος θέωσης για την ψυχή είναι η έφεση της για την περί θεών αλήθεια, θεωρώντας την αναζήτηση και την μάθηση ως ανάληψη ιερών[1], έργο οσιότερο από κάθε αγνεία[2] και νεωκορία, πολύ ευχάριστο στην θεά ταύτην, την οποία εσύ θεραπεύεις[3], μιας και είναι εξαιρέτως σοφή και φιλόσοφος, όπως τουλάχιστον φαίνεται να εκφράζει το όνομά της, καθόσον σε αυτή περισσότερο παρά σε κάθε άλλο αρμόζει η γνώση και η επιστήμη. Διότι ελληνικό είναι το Ίσις και ο Τυφών, ο οποίος όντας πολέμιος της θεάς δια άγνοιας και απάτης τετυφωμένος και διασπώντας αφανίζει τον ιερό λόγο, τον οποίο η θεά συνάγει και συνθέτει και παραδίδει σε εκείνους οι οποίοι επιδιώκουν για τέλος τους την θέωση, με τρόπο ζωής ενδελεχώς σώφρονος και δια διηνεκούς αποχής από πολλές τροφές και από τα αφροδίσια περικόπτει τους ανθρώπους από την ακόλαστη και φιλήδονη διάθεση, εθίζει δε αυτούς να υπομένουν άθραυστοι και στέρεοι εντός των ιερών δια της λατρείας, που τέλος της είναι η γνώση του πρώτου και κυρίαρχου και δια του νοός μόνο προσιτού, το οποίο η Θεά παρακινεί να αναζητούν πλησίον της ως υπάρχοντα μετ’ αυτής και συνδιαμένοντα. Το δε όνομα του ιερού της σαφώς εξαγγέλλει την γνώση και την κατανόηση του όντως Όντος. Ονομάζεται δε το ιερό της Ίσειον, επειδή εκεί “εισόμεθα”[4] πλήρως το όντως ΟΝ, αν μετά Λόγου και οσίως συμμετάσχουμε στις ιεροτελεστίες της θεάς.
Αυτήν δε πολλοί την έχουν γενεαλογήσει ως θυγατέρα του Ερμή, πολλοί δε του Προμηθέα, θεωρώντας τον μεν Προμηθέα της σοφίας και την πρόνοιας ευρέτη, τον δε Ερμή ευρέτη της γραμματικής και της μουσικής. Για αυτό και στην Ερμούπολη την επιφανέστερη των Μουσών την καλούνε Ίσιδα άμα και Δικαιοσύνη, σοφή καθώς είναι, όπως ειπώθηκε, και δεικνύει τα θεία σε εκείνους που αληθώς και δικαίως προσαγορεύονται Ιεραφόροι και Ιεροστόλοι[5]. Είναι δε αυτοί που φέρουν τον περί θεών ιερό λόγο εντός της ψυχής τους, σαν σε κίστη, καθαρό από κάθε δεισιδαιμονία και αμφιβολία, και τον προφυλάσσουν υποδηλώνοντας την περί Θεών γνώση τους με μέλανα και σκιώδη ή φωτεινά και λαμπερά χρώματα, όπως εκείνα που αλληγορικά υπονοεί η ιερή εσθήτα τους. Γι’ αυτό και το να κοσμούνται με αυτά οι αποθανόντες λατρευτές της Ίσιδος είναι σύμβολο περί του ότι ο ιερός λόγος είναι μαζί τους και έχοντας αυτόν μόνο βαδίζουν προς τον Άδη. Διότι, ω Κλέα, ούτε η διατήρηση γενειάδας ούτε οι αμφιέσεις μεγαλοπρεπών μανδυών δημιουργούν φιλοσόφους, ούτε η αμφίεση λινών ρούχων δημιουργεί λατρευτές της Ίσιδος, αλλά αληθώς λατρευτής της Ίσιδος είναι εκείνος που – αφού νόμιμα παραλάβει τα δεικνυόμενα & δρώμενα περί των Θεών τούτων – τα ενστερνίζεται και αναζητά δια της λογικής και φιλοσοφώντας περί της εν αυτών αληθείας.»[6]
Εξηγεί δε, ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς, περί των στολών των ιερέων της Ίσιδας και το Οσίριδος ότι:
«Οι στολές τής Ίσιδας είναι ποικιλόχρωμες ως προς την βαφή, επειδή η δύναμή της στρέφεται γύρω από την ύλη, η οποία γίνεται κ’ επιδέχεται τα πάντα: φως και σκότος, ημέρα και νύχτα, πυρ και ύδωρ, ζωή και θάνατο, αρχή και τελευτή. Η στολή τού Οσίριδος δεν έχει σκιάσεις ούτε ποικιλοχρωμία, αλλά ένα και απλό χρώμα, τού φωτός, επειδή η αρχή είναι άκρατη, ενώ το πρωταρχικό και νοητό είναι αμιγές. Γι’ αυτόν τον λόγο, αφού την φορέσουν μία φορά, την αποθέτουν και την φυλάττουν αόρατη και ανέγγιχτη, ενώ χρησιμοποιούν πολλές φορές τις ισιακές στολές, επειδή τα αισθητά είναι πρόχειρα και βρίσκονται σε χρήση και μας δίνουν πολλές αναπτύξεις και όψεις τους, αλλάζοντας με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο. Η νόηση, όμως, τού νοητού και ειλικρινούς και απλού διέλαμψε όπως ακριβώς η αστραπή και άπαξ παρέσχε στην ψυχή την δυνατότητα να την αγγίξει και να την εξετάσει, γι’ αυτό και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης αποκαλούν “εποπτικό” αυτό το μέρος τής φιλοσοφίας, εφόσον εκείνοι – που μέσω της λογικής αντιπαρήλθαν τα δοξαστά, τα μεικτά και τα παντοδαπά – ανασκιρτούν προς εκείνο το πρώτο και απλό και άυλο, αληθινά αγγίζοντας την καθαρή αλήθεια γύρω του και θεωρώντας ότι κατέχουν τον ύψιστο σκοπό τής φιλοσοφίας.
Αυτό ακριβώς που οι σημερινοί ιερείς, αφοσιωμένοι και καλά καλυμμένοι, υποδηλώνουν με ευλάβεια – δηλαδή ότι αυτός ο Θεός άρχει και βασιλεύει επί των νεκρών, ο οποίος δεν είναι άλλος από εκείνον που οι Έλληνες αποκαλούν Άδη και Πλούτωνα – οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν πώς αληθινά είναι, διαταράσσονται και νομίζουν ότι ο αληθινά ιερός και όσιος Όσιρις κατοικεί εντός της γης και υπό την γη, όπου κρύβονται τα σώματα εκείνων που θεωρούνται ότι έχουν τελευτήσει. Εκείνος, όμως, μόνος του και καθ’ εαυτόν, βρίσκεται πολύ μακριά από την γη, άχραντος και αμίαντος και καθαρός από κάθε ουσία που επιδέχεται φθορά και θάνατο, ενώ οι ανθρώπινες ψυχές, που περιέχονται σε σώματα και πάθη, δεν δύνανται να μετάσχουν στον Θεό, εκτός απ’ όσον δύνανται σαν σε αμυδρό όνειρο να τον νοήσουν δια τής φιλοσοφίας. Όταν, όμως, απελευθερωθούν και μεταβούν στο άμορφο και αόρατο και απαθές και αγνό, αυτός ο Θεός είναι ηγεμόνας και βασιλιάς τους, σαν να ήταν κρεμασμένες απ’ αυτόν, οπότε βλέπουν άπληστα και ποθούν το κάλλος[7] που οι άνθρωποι δεν μπορούν να εκφωνήσουν ή να διηγηθούν, εκείνο που η Ίσις – σύμφωνα με την παλαιά παράδοση – συνεχώς ερωτεύεται κ’ επιδιώκει και μαζί του συνουσιάζεται, γεμίζοντας τον εδώ κόσμο με όλα τα όμορφα και αγαθά, όσα συμμετέχουν στην γένεση. Έτσι έχουν τα πράγματα σχετικά με τον λόγο που κατεξοχήν ταιριάζει στους Θεούς.»[8]
Εξ ου και επικυρώνοντας όλα αυτά ο θείος Πρόκλος λέγει πως:
«ορισμένοι που ερμηνεύουν το όνομα του Πλούτωνα με βάση τον πλούτο που δίνει η γη από τους καρπούς και τα μέταλλα, και το όνομα Άδης με βάση το “αϊδές”[9], το σκοτεινό και το φοβερό είναι κάτι λανθασμένο. Καθώς τον Πλούτωνα πρέπει να τον εκλάβουμε, αφενός ως Νου στον πλούτο της φρόνησης, και τον Άδη, αφετέρου, στον Νου τον “ειδότα”[10] τα πάντα. Πράγματι, σύμφωνα με την Ελληνική παράδοση “ο Θεός τούτος είναι Σοφιστής[11]”, και με την κάθαρση που κάνει μετά θάνατον στις ψυχές τις ελευθερώνει από τον κόσμο της γένεσης. Διότι το “αϊδές”, καθώς εξηγούν λανθασμένα κάποιοι, δεν είναι κακό. Ούτε άλλωστε και ο θάνατος είναι κακό, μολονότι μερικοί θεωρούν υπό το κράτος πάθους πως είναι αϊδές. Είναι αϊδές και υπέρτερο του εμφανούς, όπως το νοητό σύμπαν.»[12]
Μάλιστα, κατά πως λέγει ο Πρόκλος, αφενός:
«Η ανοδική πορεία της ψυχής είναι διττή: Η μία στην ανάβαση της προς το όντως ΟΝ και τον αποκαθαρμό της από τα συγγενικά προς τον κόσμο της γένεσης στοιχεία, την οποία της παρέχουν μετά θάνατον οι δεσμοί του Πλούτωνα. Η άλλη στην ολοκληρωμένη πια ανάβαση της μέσα από την κάθαρση του Άδη και στην κυκλική της κίνηση σύμφωνα με την ζωή και τους νοητικούς τρόπους εκεί, την οποία ολοκληρώνουν οι δεσμοί του Κρόνου μέσω της σύνδεσης προς τον Ζευς. Δηλαδή σαν η ψυχή να τοποθέτησε ένα αποτύπωμα στην περιοχή του νοητού, διεξέρχεται στον κόσμο εκείνο την έκταση των νοητών και θεάται τα μακάρια εκείνα θεάματα, όπως διδάσκει ο Σωκράτης του “Φαίδρου, 247.d”, και τούτη η τελική ανάβαση είναι σπουδαιότερη και τελειότερη από την προηγούμενη. “Τις ψυχές”, μάλιστα “που φοβούνται” για το σώμα όχι μόνο οι δεσμοί του Άδη δεν μπορούν να τις συγκρατήσουν και να τις ανεβάσουν προς την περιοχή της κυριαρχίας του Διός, αλλά ούτε και του Κρόνου οι δεσμοί που, ως πατρικοί, είναι προφανώς και ισχυρότεροι.»[13]
Εξηγώντας δε περί των καθόδων/ανόδων των ψυχών, περί των δικαστηρίων των ψυχών, περί των κλήρων/λήξεων των ψυχών, περί των οδών/περασμάτων τους, περί του λειμώνα και γενικά υπομνηματίζοντας το δέκατο βιβλίο της Πλατωνική «Πολιτείας», συνδυαστικά πάντα με τα λεγόμενα του Πλάτωνα στον «Φαίδρο», «Φαίδωνα» και «Γοργία», ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.96-184), 136.19 – 144.13», εξηγεί πως «αἱ μὲν μακάρων νῆσοι Πλουτώνειοι λήξεις εἰσίν» κλήροι, οι δε «οὐράνιαι τῆς τοῦ πρώτου τῶν τριῶν Διὸς ἀρχῆς κατὰ τὴν εἰς τρία τῶν Κρονιδῶν τομὴν τοῦ κόσμου». Όπως και ότι το ένα εκ των τριών περασμάτων «Πλούτωνός ἐστι τρίοδος ἢ εἰς τὰς μακάρων νήσους ἢ εἰς τὸ δεσμωτήριον τῆς τίσεως ἢ εἰς τοὺς καθαρτικοὺς τόπους», το άλλο «εἰς Διὸς μοναδικὴ πρὸς οὐρανὸν ἄγουσα», ενώ το άλλο «εἰς Ποσειδῶνος †σώζει τὰ τῶν χθονίων δικαστῶν».
Ως εκ τούτων καταλαβαίνουμε ότι τα νοητικά αγαθά που οι πανάγιες τελετές των Ελευσίνιων μυστηρίων υπόσχονται για στους μύστες μόλις λυθούν εκ των σωμάτων τους, την μετοχή δηλ. στα δώρα του Πλούτωνα και της Κόρης Περσεφόνης, σχετίζονται με τα νησιά των Μακάρων και μόνον με αυτά!
Δηλαδή πρόκειται για την ανοδική πορεία της ψυχής προς το όντως ΟΝ και τον αποκαθαρμό της από τα συγγενικά προς τον κόσμο της γένεσης στοιχεία, την οποία και τον οποίο της παρέχουν μετά θάνατον οι δεσμοί του Πλούτωνα.
Εξ ου και κατά πως λέγει ο Πρόκλος:
«Η μία σωτηρία της ψυχής που προβάλλεται από τον δημιουργό & πατέρα Ζευς, η σωτηρία η οποία απαλλάσσει από τον κύκλο της γένεσης, από την μεγάλη περιπλάνηση και από την άσκοπη ζωή, είναι η αναδρομή προς το νοητικό είδος της ψυχής και η φυγή από όλα όσα έχουν προσκολληθεί σε εμάς από την γέννηση. Γιατί πρέπει η ψυχή, η οποία ρίχτηκε σαν σπόρος μέσα στην γενεσιουργό σπορά, να αποβάλει το άχυρο και το φλούδι, θα λέγαμε, το οποίο απέκτησε από τη γένεση της από όσα την έχουν περιβάλει, να γίνει άνθος και καρπός νοητικός, αγαπώντας τη νοητική ζωή αντί για την τροφή της δοξασίας και επιδιώκοντας την ομοιόμορφη και απλή ενέργεια της περιφοράς της ταυτότητας αντί για την πλανόδια κίνηση της περιφοράς της διαφορετικότητας. Γιατί υπάρχει και μέσα της καθένας από τους δυο κύκλους και οι δύο δυνάμεις και οι δυο ίπποι, ο αγαθός και ο αντίθετος, εκ των οποίων ο ένας οδηγεί την ψυχή στον κόσμο της γένεσης, ενώ ο άλλος από τον κόσμο της γένεσης προς το όντως ΟΝ, και ο ένας την περιστρέφει στον γενεσιουργό κύκλο, ενώ ο άλλος στον νοητικό. Γιατί η περιφορά της ταυτότητας και της ομοιότητας ανεβάζει την ψυχή προς τον νου, προς τη νοητή φύση και προς την πρώτη και άριστη έξη – και αυτή η έξη κατά την οποία η ψυχή έχει αναπτερωθεί και διοικεί ολόκληρο τον Κόσμο μαζί με τους θεούς, αφού εξομοιωθεί με τους ίδιους τους θεούς, και αυτό το καθολικό είδος της ζωής μέσα στην ψυχή, όπως ακριβώς το μερικό είναι όταν η ψυχή πέσει στο έσχατο σώμα και ανήκει σε ένα επιμέρους πράγμα αντί για το σύνολο, και το καθολικό – μερικό είδος της ζωής, το οποίο βρίσκεται ανάμεσά τους, είναι όταν ζει μαζί με το μεσαίο όχημα ως πολίτιδα του Κόσμου της γένεσης – απορρίπτοντας, λοιπόν, την προηγούμενη έξη η οποία ακολουθούσε τη σχέση με ολόκληρο τον Κόσμο της γένεσης και με το άλογο στοιχείο, χορηγώντας νου στη δοξασία και οδηγώντας ολόκληρη την ψυχή από την περιπλάνηση γύρω από τον κόσμο της γένεσης προς την ευδαίμονα ζωή. Αυτή τη ζωή εύχονται να πετύχουν όσοι, κατά τον Ορφέα, μυούνται στα μυστήρια του Διονύσου και της Κόρης, καθώς “κύκλου τ᾽ ἂν λήξαι καὶ ἀναπνεύσαι κακότητος”.»[14]
Όμως ο Πρόκλος λέγει αφενός πως :
«Μόνο οι σπουδαιότερες ψυχές, και όχι όλες, αξιώνονται της συνουσίας (συνεύρεσης) με τον Πλούτωνα μετά την απελευθέρωση τους από το σώμα. Εκείνες, δηλ., που έχουν εντονότερο τον σωματικό χαρακτήρα τις λυτρώνουν από την κακία τους κάποιοι καθαρτήριοι Δαίμονες ή Άγγελοι με τρόπο επίπονο και οδυνηρό.»[15]
Αφετέρου:
«οι φιλοσώματοι άνθρωποι, προβάλουν κακώς τα πάθη του έμψυχου στον εαυτό τους, θεωρούν φοβερό πράγμα τον θάνατο ως αίτιο φθοράς. Στην πραγματικότητα όμως, είναι πολύ καλύτερο για τον άνθρωπο που πέθανε να ζει κατά φύση στον Άδη από το να ζει παρά φύση στη σωματική ζωή και να εμποδίζεται στην νοητική του ενέργεια. Για τούτου πρέπει “να απογυμνωθεί” από το σαρκίο το οποίο ήταν περιβεβλημένος, όπως ο Οδυσσέας γυμνώνεται “από τα κουρελιασμένα ρούχα του”, και να μην “ενδύεται” πλέον, όντας ένας “αξιολύπητος ζητιάνος”, μαζί με την ένδυα του σώματος, τα “κουρέλια του”. ”Τα θεία είναι απρόσιτα για τους θνητούς που σκέφτονται το σώμα, μόνο οι γυμνήτες σπεύδουν επάνω προς τα ύψη”, όπως λέει ο Χρησμός».[16]
Είδαμε λοιπόν πως συμφώνως με τον Πλούταρχο τον Χαιρωνεύς, τον διατελέσασα ιερέα στον εν Δελφοίς του Απόλλωνα ναό, αφενός:
«από όλα τα αγαθά, όσοι έχουν νου, που αιτούμαστε παρά των Θεών, προπάντων πρέπει να ευχόμαστε να αποκτούμε, όσο είναι εφικτό σε άνθρωπο, την περί Θεών επιστήμη εξ αυτών των ιδίων των Θεών. Διότι δεν λαμβάνει τίποτα πιο μείζον ο άνθρωπος – παρά των Θεών, ούτε του χαρίζεται, παρά των Θεών, κάτι πιο σεμνό από την αλήθεια»
Αφετέρου:
«προπάντων πόθος θέωσης για την ψυχή είναι η έφεση της για την περί θεών αλήθεια, θεωρώντας την αναζήτηση και την μάθηση ως ανάληψη ιερών, έργο οσιότερο από κάθε αγνεία και νεωκορία».
Μάλιστα τονίζει πως αφενός:
«ο άνθρωπος που επιδιώκει για τέλος του την θέωση πρέπει με τρόπο ζωής ενδελεχώς σώφρονος και δια διηνεκούς αποχής από πολλές τροφές και από τα αφροδίσια να απομακρύνεται από την ακόλαστη και φιλήδονη διάθεση, εθιζόμενος έτσι στο να υπομένει άθραυστος και στέρεος εντός των ιερών δια της ιερής των Θεών λατρείας, που τέλος της είναι η γνώση του πρώτου και κυρίαρχου και δια του νοός μόνο προσιτού, το οποίο η Αθηνά-Ίσιδα παρακινεί να αναζητούν πλησίον της ως υπάρχοντα μετ’ αυτής και συνδιαμένοντα. Εξ ου και στην Αίγυπτο το ιερό της θεάς σαφώς εξαγγέλλει την γνώση και την κατανόηση του όντως Όντος. Εξ ου και ονομάζεται Ίσειον, επειδή εκεί “εισόμεθα” πλήρως το όντως ΟΝ, αν μετά Λόγου και οσίως συμμετάσχουμε στις ιεροτελεστίες της θεού.»
Αφετέρου:
«Η Αθηνά-Ίσιδα δεικνύει τα θεία στους αληθώς και όντως φιλοσόφους που είναι οι αληθώς και όντως θεραπευτές της (λατρευτές της), είναι εκείνοι που αληθώς και δικαίως προσαγορεύονται Ιεραφόροι και Ιεροστόλοι. Είναι αυτοί που φέρουν τον περί θεών ιερό λόγο εντός της ψυχής τους, σαν σε κύστη, καθαρό από κάθε δεισιδαιμονία και αμφιβολία, και τον προφυλάσσουν υποδηλώνοντας την περί Θεών γνώση τους με μέλανα και σκιώδη ή φωτεινά και λαμπερά χρώματα, όπως εκείνα που αλληγορικά υπονοεί η ιερή εσθήτα τους. Αληθώς δηλ. λατρευτής της Αθηνάς-Ίσιδος είναι εκείνος που – αφού νόμιμα παραλάβει τα δεικνυόμενα & δρώμενα περί των Θεών τούτων – τα ενστερνίζεται και αναζητά δια της λογικής και φιλοσοφώντας περί της εν αυτών αληθείας.»
[1] Ως ανάληψη ιεροσύνης.
[2] αγνεία
- αυστηρή τήρηση των θρησκευτικών καθηκόντων
- στον πληθ. αἱ ἁγνεῑαι
τελετές καθαρμού, εξαγνισμού.
Η «αγνεία» είναι ανάλογη, αλλά εννοιολογικά ευρύτερη, τής σημερινής νηστείας. Πρόκειται για την διαδικασία κατά την χρονική διάρκεια τής οποίας ο λατρευτής των θεών απέχει όχι μόνον από συγκεκριμένα φαγητά και ποτά, αλλά και από συγκεκριμένες σκέψεις και πράξεις. Top of Form
[3] Λατρεύεις.
[4] «Εισόμεθα»: «θα γνωρίσουμε, θα κατανοήσουμε», πρώτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού τού μέλλοντα χρόνου τού ρήματος «οίδα», το οποίο σημαίνει «γνωρίζω, κατανοώ».
[5] Οι ιεροφόροι και οι ιερόστολοι αποτελούσαν δύο από τις ανώτερες βαθμίδες τού ιερατείου των Ισιακών μυστηρίων.
ιερόστολος
ἱερόστολος, ὁ (Α)
(στην Αίγυπτο) ιερέας που είχε την επιμέλεια των ιερών στολών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + –στολος (< στολή), πρβλ. λινό–στολος, μελανό–στολος].
ιεραφόρος
ἱεραφόρος και ἱεροφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει ιερά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερά, πληθ. τού ιερόν + –φόρος (< φέρω), πρβλ. ζωνο–φόρος, κωνο–φόρος].
[6] Βλ. Πλούταρχος «Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 351.C.1 – 352.C.2» :
De Iside et Osiride 351.C.1 ` to De Iside et Osiride 352.C.2 Πάντα μέν, ὦ Κλέα, δεῖ τἀγαθὰ τοὺς νοῦν ἔχοντας αἰτεῖσθαι παρὰ τῶν θεῶν, μάλιστα δὲ τῆς περὶ αὐτῶν ἐπιστήμης ὅσον ἐφικτόν ἐστιν ἀνθρώποις μετιόντες εὐχόμεθα τυγχάνειν παρ᾽ αὐτῶν ἐκείνων· ὡς οὐθὲν ἀνθρώπῳ λαβεῖν μεῖζον, οὐ χαρίσασθαι θεῷ σεμνότερον ἀληθείας. τἄλλα μὲν γὰρ ἀνθρώποις ὁ θεὸς ὧν δέονται δίδωσιν, <νοῦ δὲ καὶ φρονήσεως μεταδίδωσιν,> οἰκεῖα κεκτημένος ταῦτα καὶ χρώμενος. οὐ γὰρ ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ μακάριον τὸ θεῖον οὐδὲ βρονταῖς καὶ κεραυνοῖς ἰσχυρόν, ἀλλ᾽ ἐπιστήμῃ καὶ φρονήσει, καὶ τοῦτο κάλ λιστα πάντων Ὅμηρος ὧν εἴρηκε περὶ θεῶν ἀναφθεγξάμενος (Ν 354 ) «ἦ μὰν ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γένος ἠδ᾽ ἴα πάτρη, ἀλλὰ Ζεὺς πρότερος γεγόνει καὶ πλείονα ᾔδει» σεμνοτέραν ἀπέφηνε τὴν τοῦ Διὸς ἡγεμονίαν ἐπιστήμῃ καὶ σοφίᾳ πρεσβυτέραν οὖσαν. οἶμαι δὲ καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἣν ὁ θεὸς εἴληχεν, εὔδαιμον εἶναι τὸ τῇ γνώσει μὴ προαπολείπειν τὰ γινόμενα· τοῦ δὲ γινώσκειν τὰ ὄντα καὶ φρονεῖν ἀφαιρεθέντος οὐ βίον ἀλλὰ χρόνον εἶναι τὴν ἀθανασίαν. διὸ θειότητος ὄρεξίς ἐστιν ἡ τῆς ἀληθείας μάλιστα δὲ τῆς περὶ θεῶν ἔφεσις, ὥσπερ ἀνάληψιν ἱερῶν τὴν μάθησιν ἔχουσα καὶ τὴν ζήτησιν, ἁγνείας τε πάσης καὶ νεωκορίας ἔργον ὁσιώτερον, οὐχ ἥκιστα δὲ τῇ θεῷ ταύτῃ κεχαρισμένον, ἣν σὺ θεραπεύεις ἐξαιρέτως σοφὴν καὶ φιλόσοφον οὖσαν, ὡς τοὔνομά γε φράζειν ἔοικε παντὸς μᾶλλον αὐτῇ τὸ εἰδέναι καὶ τὴν ἐπιστήμην προσήκουσαν. Ἑλληνικὸν γὰρ ἡ Ἶσίς ἐστι καὶ ὁ Τυφὼν πολέμιος <ὢν> τῇ θεῷ καὶ δι᾽ ἄγνοιαν καὶ ἀπάτην τετυφω μένος καὶ διασπῶν καὶ ἀφανίζων τὸν ἱερὸν λόγον, ὃν ἡ θεὸς συνάγει καὶ συντίθησι καὶ παραδίδωσι τοῖς τελου μένοις <διὰ> θειώσεως σώφρονι μὲν ἐνδελεχῶς διαίτῃ καὶ βρωμάτων πολλῶν καὶ ἀφροδισίων ἀποχαῖς κολουούσης τὸ ἀκόλαστον καὶ φιλήδονον, ἀθρύπτους δὲ καὶ στερρὰς ἐν ἱεροῖς λατρείας ἐθιζούσης ὑπομένειν, ὧν τέλος ἐστὶν ἡ τοῦ πρώτου καὶ κυρίου καὶ νοητοῦ γνῶσις[, ὃν ἡ θεὸς παρακαλεῖ ζητεῖν παρ᾽ αὐτῇ καὶ μετ᾽ αὐτῆς ὄντα καὶ συνόντα]. τοῦ δ᾽ ἱεροῦ τοὔνομα καὶ σαφῶς ἐπαγγέλλεται καὶ γνῶσιν καὶ εἴδησιν τοῦ ὄντος· ὀνομάζεται γὰρ Ἰσεῖον ὡς εἰσομένων τὸ ὄν, ἂν μετὰ λόγου καὶ ὁσίως εἰς τὰ ἱερὰ τῆς θεοῦ παρέλθωμεν. Ἔτι πολλοὶ μὲν Ἑρμοῦ, πολλοὶ δὲ Προμηθέως ἱστορήκασιν αὐτὴν θυγατέρα, [ὧν] τὸν μὲν ἕτερον σοφίας καὶ προνοίας, Ἑρμῆν δὲ γραμματικῆς καὶ μουσικῆς εὑρετὴν νομίζοντες. διὸ καὶ τῶν <ἐν> Ἑρμοῦ πόλει Μουσῶν τὴν προτέραν Ἶσιν ἅμα καὶ Δικαιοσύνην καλοῦσι, σοφὴν οὖσαν, ὥσπερ εἴρηται (351e), καὶ δεικνύουσαν τὰ θεῖα τοῖς ἀληθῶς καὶ δικαίως ἱεραφόροις καὶ ἱεροστόλοις προσαγορευομένοις· οὗτοι δ᾽ εἰσὶν οἱ τὸν ἱερὸν λόγον περὶ θεῶν πάσης καθαρεύοντα δεισιδαιμονίας καὶ περιεργίας ἐν τῇ ψυχῇ φέροντες ὥσπερ ἐν κίστῃ καὶ περιστέλλοντες, τὰ μὲν μέλανα καὶ σκιώδη τὰ δὲ φανερὰ καὶ λαμπρὰ τῆς περὶ θεῶν ὑποδηλοῦντες οἰήσεως, οἷα καὶ περὶ τὴν ἐσθῆτα τὴν ἱερὰν ἀποφαίνεται. διὸ καὶ τὸ κοσμεῖσθαι τούτοις τοὺς ἀποθανόντας Ἰσιακοὺς σύμβολόν ἐστι τοῦτον τὸν λόγον εἶναι μετ᾽ αὐτῶν, καὶ τοῦτον ἔχοντας ἄλλο δὲ μηδὲν ἐκεῖ βαδίζειν. οὔτε γὰρ φιλοσόφους πωγωνοτροφίαι, ὦ Κλέα, καὶ τριβωνοφορίαι ποιοῦσιν οὔτ᾽ Ἰσιακοὺς αἱ λινοστολίαι καὶ ξυρήσεις· ἀλλ᾽ Ἰσιακός ἐστιν ὡς ἀληθῶς ὁ τὰ δεικνύμενα καὶ δρώμενα περὶ τοὺς θεοὺς τούτους, ὅταν νόμῳ παραλάβῃ, λόγῳ ζητῶν καὶ φιλοσοφῶν περὶ τῆς ἐν αὐτοῖς ἀληθείας.
[7] Το εν των νοητό Κόσμο, το όντως κάλλος.
[8] Βλ. Πλούταρχος «Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 382.C.5 – 383.A.9» :
De Iside et Osiride 382.C.5 ` to De Iside et Osiride 383.A.9 στολαὶ δ᾽ αἱ μὲν Ἴσιδος ποικίλαι ταῖς βαφαῖς (περὶ γὰρ ὕλην ἡ δύναμις αὐτῆς πάντα γινομένην καὶ δεχομένην, φῶς σκότος, ἡμέραν νύκτα, πῦρ ὕδωρ, ζωὴν θάνατον, ἀρχὴν τελευτήν)· ἡ δ᾽ Ὀσίριδος οὐκ ἔχει σκιὰν οὐδὲ ποικιλμόν, ἀλλ᾽ ἓν ἁπλοῦν τὸ φωτοειδές· ἄκρατον γὰρ ἡ ἀρχὴ καὶ ἀμιγὲς τὸ πρῶ τον καὶ νοητόν. ὅθεν ἅπαξ ταύτην ἀναλαβόντες ἀποτίθενται καὶ φυλάττουσιν ἀόρατον καὶ ἄψαυστον, ταῖς δ᾽ Ἰσιακαῖς χρῶνται πολλάκις. ἐν χρήσει γὰρ τὰ αἰσθητὰ καὶ πρόχειρα ὄντα πολλὰς ἀναπτύξεις καὶ θέας αὑτῶν ἄλλοτ᾽ ἄλλως ἀμειβομένων δίδωσιν· ἡ δὲ τοῦ νοητοῦ καὶ εἰλικρινοῦς καὶ ἁπλοῦ νόησις ὥσπερ ἀστραπὴ διαλάμψασα τῆς ψυχῆς ἅπαξ ποτὲ θιγεῖν καὶ προσιδεῖν παρέσχε. διὸ καὶ Πλάτων ( Conv. 210a ) καὶ Ἀριστοτέλης ἐποπτικὸν τοῦτο τὸ μέρος τῆς φιλοσοφίας καλοῦσιν, καθ᾽ ὅσον οἱ τὰ δοξαστὰ καὶ μικτὰ καὶ παντοδαπὰ ταῦτα παραμειψάμενοι τῷ λόγῳ πρὸς τὸ πρῶτον ἐκεῖνο καὶ ἁπλοῦν καὶ ἄυλον ἐξάλλονται καὶ θιγόντες ἀληθῶς τῆς περὶ αὐτὸ καθαρᾶς ἀληθείας οἷον ἐν τελετῇ τέλος ἔχειν φιλοσοφίας νομίζουσι. Καὶ τοῦθ᾽ ὅπερ οἱ νῦν ἱερεῖς ἀφοσιούμενοι καὶ παρακαλυπτόμενοι μετ᾽ εὐλαβείας ὑποδηλοῦσιν, ὡς ὁ θεὸς οὗτος ἄρχει καὶ βασιλεύει τῶν τεθνηκότων οὐχ ἕτερος ὢν τοῦ καλουμένου παρ᾽ Ἕλλησιν Ἅιδου καὶ Πλούτωνος, ἀγνοούμενον ὅπως ἀληθές ἐστι, διαταράττει τοὺς πολλοὺς ὑπονοοῦντας ἐν γῇ καὶ ὑπὸ γῆν τὸν ἱερὸν καὶ ὅσιον ὡς ἀληθῶς Ὄσιριν οἰκεῖν, ὅπου τὰ σώματα κρύπτεται τῶν τέλος ἔχειν δοκούντων. ὁ δ᾽ ἔστι μὲν αὐτὸς ἀπωτάτω τῆς γῆς ἄχραντος καὶ ἀμίαντος καὶ καθαρὸς οὐσίας ἁπάσης φθορὰν δεχομένης καὶ θάνατον, ἀνθρώπων δὲ ψυχαῖς ἐνταυθοῖ μὲν ὑπὸ σωμάτων καὶ παθῶν περιεχομέναις οὐκ ἔστι μετουσία τοῦ θεοῦ πλὴν ὅσον ὀνείρατος ἀμαυροῦ θιγεῖν νοήσει διὰ φιλοσοφίας· ὅταν δ᾽ ἀπολυθεῖσαι μεταστῶσιν εἰς τὸ ἀειδὲς καὶ ἀόρατον καὶ ἀπαθὲς καὶ ἁγνόν, οὗτος αὐταῖς ἡγεμών ἐστι καὶ βασιλεὺς ὁ θεὸς ἐξηρτημέναις ὡς ἂν ἀπ᾽ αὐτοῦ καὶ θεωμέναις ἀπλήστως καὶ ποθούσαις τὸ μὴ φατὸν μηδὲ ῥητὸν ἀνθρώποις κάλλος· οὗ τὴν Ἶσιν ὁ παλαιὸς ἀποφαίνει λόγος ἐρῶσαν ἀεὶ καὶ διώκουσαν καὶ συνοῦσαν ἀναπιμπλάναι τὰ ἐνταῦθα πάντων καλῶν καὶ ἀγαθῶν, ὅσα γενέσεως μετέσχηκε. Ταῦτα μὲν οὖν οὕτως ἔχει τὸν μάλιστα θεοῖς πρέποντα λόγον·
[9] Το αόρατο
[10] Αυτόν που γνωρίζει.
[11] «Ο Πλάτων γνωρίζει να αποδίδει το όνομα “Σοφιστής” σε σεμνό αντικείμενο. Έτσι δηλ. ονομάζει αυτόν που είναι ικανός να στρέφει τα άλλα προς τον εαυτό του, επί παραδείγματι τον Δία, τον Άδη και τον Έρωτα».
—- Βλ. Πρόκλος, «Εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος Εκλογαί χρήσιμοι, 159. 1 – 4». —-
in Cra 159.1 ` to in Cra 159.4 Οτι οἶδεν ὁ Πλάτων τὸ ὄνομα <2τὸν σοφιστὴν>2 ἐπὶ σεμνῷ τάττειν πράγματι· τὸν γὰρ πρὸς ἑαυτὸν τὰ ἄλλα δυνάμενον ἐπιστρέφειν οὕτως καλεῖ, οἷον τὸν Δία τὸν Ἅιδην τὸν Ἔρωτα.
[12] Βλ. Πρόκλος, «Εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος Εκλογαί χρήσιμοι, 153. 1 -1 4» :
in Cra 153.1 ` to in Cra 153.14 Ὅτι κακῶς τινας ἀναλύοντας τὸ μὲν τοῦ <Πλούτωνος> ὄνομα εἰς τὸν ἐκ τῆς γῆς πλοῦτον διά τε τοὺς καρποὺς καὶ τὰ μέταλλα, τὸν δὲ Ἀίδην εἰς τὸ ἀιδὲς καὶ σκοτεινὸν καὶ φοβερόν, ἐπιρραπίζει <νῦν> (p 403 e 404b) ὁ Σωκράτης, εἰς ταὐτὸν ἄγων σημαινόμενον τὰ δύο ὀνόματα. τὸν μὲν Πλούτωνα ὡς νοῦν εἰς τὸν τῆς φρονήσεως πλοῦτον, τὸν δὲ Ἀίδην εἰς τὸν εἰδότα νοῦν τὰ πάντα· <σοφιστὴς> γὰρ ὁ <θεὸς οὗτος>, καὶ τὰς ψυχὰς μετὰ θάνατον καθαίρων ἐλευθεροῖ τῆς γενέσεως. τὸ γὰρ ἀιδές, ὥς τινες κακῶς ἐξηγοῦνται, οὐκ ἔστι κακόν· οὐδὲ γὰρ ὁ θάνατος κακόν, εἰ καὶ δοκεῖ τισιν ἐμπαθῶς ἀιδὲς εἶναι· ἀλλ᾽ ἔστιν ἀιδὲς καὶ κρεῖττον τοῦ ἐμφανοῦς, οἷον τὸ νοητὸν πᾶν.
[13] Βλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 162.1 – 162.15» :
in Cra 162.1 ` to in Cra 162.15 Οτι διττὴ ἡ τῆς ψυχῆς ἄνοδος, ἡ μὲν κατὰ τὸ ἀνιέναι πρὸς τὸ ὂν κα ἀποκαθαίρεσθαι τῶν τῇ γενέσει συμφύλων, ἣν οἱ Πλούτωνος δεσμοὶ μετὰ θάνατον παρέχουσιν· ἡ δὲ κατὰ τὸ ἤδη ἀνεληλυθέναι διὰ τῆς τοῦ Ἅιδου καθάρσεως, καὶ κατὰ τὴν ἐκεῖ ζωὴν καὶ διεξαγωγὴν τῶν νοήσεων περιπολεῖν [τὴν ψυχήν], ἣν οἱ τοῦ Κρόνου δεσμοὶ διὰ τῆς τοῦ Διὸς συναφῆς ἀποτελοῦσιν· οἷον γὰρ ἐν τῷ νοητῷ ἴχνος θεῖσα ἡ ψυχὴ διέξεισιν ἐκεῖ τὸ πλάτος τῶν νοητῶν καὶ θεᾶται τὰ μακάρια ἐκεῖνα θεάματα, ὡς ὁ ἐν <Φαίδρῳ> (p 247d) Σωκράτης διδάσκει, καὶ ἔστιν αὕτη ἡ ὑστέρα ἀνάβασις μείζων καὶ τελειοτέρα τῆς προτέρας. <τὰς γοῦν περὶ τὸ σῶμα> <ἐπτοημένας ψυχὰς> οὐ μόνον οἱ τοῦ Ἅιδου δεσμοὶ οὐ δύναν ται κατέχειν καὶ ἀνάγειν ἐπὶ τὴν Διὸς ἐπικράτειαν, ἀλλ᾽ οὐδ᾽ οἱ τοῦ Κρόνου, οἵτινες, ὡς πατρὸς δηλονότι, καὶ ἰσχυρότεροί εἰσιν.
[14] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος, βιβλίο Ε΄[συνέχεια], 3.296. 07 – 3.297.10» :
in Ti 3.296.7 ` to in Ti 3.297.10 Μία σωτηρία τῆς ψυχῆς αὕτη παρὰ τοῦ δημιουργοῦ προτείνεται τοῦ κύκλου τῆς γενέσεως ἀπαλλάττουσα καὶ τῆς πολλῆς πλάνης καὶ τῆς ἀνηνύτου ζωῆς, ἡ πρὸς τὸ νοερὸν εἶδος τῆς ψυχῆς ἀναδρομὴ καὶ ἡ φυγὴ πάντων τῶν ἐκ τῆς γενέσεως ἡμῖν προσπεφυκότων· δεῖ γὰρ τὴν ψυχὴν ἐν τῇ γενεσιουργῷ σπορᾷ καταβληθεῖσαν σπέρματος δίκην τὴν μὲν οἷον καλάμην καὶ τὸν φλοιόν, ὃν ἔσχεν ἀπὸ γενέσεως, ἀποσκευασαμένην, ἑαυτὴν δὲ καθήρασαν ἀπὸ τῶν περικειμένων ἄνθος γίνεσθαι καὶ καρπὸν νοερόν, ἀντὶ τῆς δοξαστικῆς τροφῆς τὴν νοερὰν ζωὴν ἀγαπήσασαν καὶ ἀντὶ τῆς κατὰ τὴν θατέρου περίοδον πολυπλανοῦς κινήσεως τὴν μονοειδῆ καὶ ἁπλῆν τῆς ταὐτοῦ περιφορᾶς ἐνέργειαν ἐπιδιώξασαν· ἔστι γὰρ καὶ ἐν αὐτῇ τῶν κύκλων ἑκάτερος καὶ αἱ διτταὶ δυνάμεις καὶ τῶν ἵππων ὅ τε ἀγαθὸς καὶ ἐναντίος, καὶ ὃ μὲν εἰς γένεσιν ἄγει τὴν ψυχήν, ὃ δὲ ἀπὸ γενέσεως ἐπὶ τὸ ὄν, καὶ ὃ μὲν τὸν γενεσιουργὸν περιάγει κύκλον, ὃ δὲ τὸν νοερόν· ἡ γὰρ ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου περίοδος ἐπὶ νοῦν ἀναπέμπει καὶ τὴν νοητὴν φύσιν καὶ ἐπὶ τὴν πρώτην καὶ ἀρίστην ἕξιν. ἔστι δὲ αὕτη ἐκείνη, καθ᾽ ἣν ἐπτερωμένη τὸν ὅλον συνδιοικεῖ κόσμον τοῖς θεοῖς, ἐξομοιωθεῖσα τοῖς θεοῖς αὐτοῖς, καὶ τοῦτ᾽ ἔστι τὸ καθολικὸν εἶδος ἐν τῇ ψυχῇ τῆς ζωῆς, ὥσπερ τὸ μερικόν, ὅταν εἰς τὸ ἔσχατον πέσῃ σῶμα καὶ γένηται τινὸς ἀντὶ τοῦ παντός, καὶ τὸ τούτων μέσον μερικὸν καθολικόν, ὅταν ζῇ μετὰ τοῦ μέσου ὀχήματος ὡς γενέσεως πολῖτις. τὴν οὖν πρώτην ἕξιν κατὰ τὴν σχέσιν ἀφεῖσα τὴν πρὸς πᾶσαν τὴν γένεσιν καὶ τὸ ἄλογον τὸ ποιοῦν αὐτὴν γενεσιουργόν, λόγῳ μὲν κρατοῦσα τὸ ἄλογον, νοῦν δὲ χορηγοῦσα τῇ δόξῃ, πᾶσαν δὲ τὴν ψυχὴν εἰς τὴν εὐδαίμονα περιάγουσα ζωὴν ἀπὸ τῆς περὶ τὴν γένεσιν πλάνης, ἧς καὶ οἱ παρ᾽ <Ὀρφεῖ> [frg. 226] τῷ Διονύσῳ καὶ τῇ Κόρῃ τελούμενοι τυχεῖν εὔχονται, <κύκλου τ᾽ ἂν λήξαι καὶ ἀναπνεύσαι κακότητοσ>.
[15] Βλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 160.1 – 160.5» :
in Cra 160.1 ` to in Cra 160.5 Ὅτι οὐ πᾶσαι ψυχαὶ μετὰ τὴν τοῦ σώματος ἀπαλλαγὴν ἀξιοῦνται τῆς τοῦ Πλούτωνος συνουσίας, ἀλλ᾽ αἱ σπουδαιότεραι· αἱ γὰρ σωματοειδέστεραι ὑπό τινων δαιμόνων ἢ ἀγγέλων καθαρτικῶν ἐπιπόνως καὶ ἀλγεινῶς ἀπαλλάττονται τῆς κακίας.
[16] Βλ. Πρόκλος «Σχόλια εις τον Κρατύλον Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 155. 1 – 12» :
in Cra 155.1 ` to in Cra 155.12 Ὅτι οἱ φιλοσώματοι ἄνθρωποι, τὰ τῆς ἐμψυχίας πάθη εἰς ἑαυτοὺς κακῶς ἀναφέροντες, φοβερὸν ἡγοῦνται τὸν θάνατον ὡς φθορᾶς αἴτιον· τὸ δ᾽ ἀληθές, πολλῷ ἄμεινόν ἐστιν ἀνθρώπῳ τελευτήσαντι κατὰ φύσιν ζῆν ἐν Ἅιδου ἤπερ μετὰ τοῦ σώματος ζῆν παρὰ φύσιν ὄντα καὶ κωλυόμενον νοερῶς ἐνεργεῖν. διὸ δεῖ αὐτὸν τῶν μὲν σαρκίων, ἃ περιβέβληται, ὥσπερ τὸν Ὀδυσσέα <τῶν ῥακέων, γυμνωθῆναι>, καὶ μη κέτι <πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον> ὄντα μετὰ τῆς τοῦ σώματος ἐνδείας <δνοπαλίζειν> τὰ ἑαυτοῦ ῥάκη· <οὐ γὰρ ἐφικτὰ τὰ θεῖα βροτοῖς τοῖς σῶμα νοοῦσιν, ἀλλ᾽ ὅσσοι γυμνῆτες ἄνω σπεύδουσι πρὸς ὕψος>, ὥς φησι τὸ <λόγιον> (or chald p 52).
πηγή: eleysis69