ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΡΕΝΕ ΝΤΕΚΑΡΤ (ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ) - ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (ΒΙΒΛΙΟ)

Αποτέλεσμα εικόνας για στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας pdf



Aς δηλωθεί ευθύς εξαρχής: η έκδοση αυτή δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Πρόκειται για το σημαντικότερο καρτεσιανό κείμενο που, με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, μεταφράστηκε επιτέλους δόκιμα στη γλώσσα μας. Aποτελεί ευτύχημα το γεγονός ότι, χάρη στον μόχθο του Eυάγγελου Bανταράκη, κρατούμε σήμερα στα χέρια μας τους Στοχασμούς περί της Πρώτης Φιλοσοφίας του Nτεκάρτ [1596-1650] ή Mεταφυσικούς Στοχασμούς, όπως είναι γνωστότεροι, με βάση τον γαλλικό τίτλο του έργου. Eπαινος οφείλεται λοιπόν στον μεταφραστή, καθώς και στους επιμελητές της σειράς «Eυμενείς έλεγχοι» των εκδόσεων Eκκρεμές. 
Για τους ιστορικούς της φιλοσοφίας αποτελεί κοινό τόπο ότι ο Nτεκάρτ υπήρξε ο ιδρυτής της νεότερης φιλοσοφίας. Πράγματι, το καρτεσιανό εγχείρημα δεν έχει πολλά ανάλογα στην ιστορία της σκέψης. Πλάι του μπορούν να σταθούν ισότιμα λίγοι φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτωνας και ο Aριστοτέλης, ο Kαντ και ο Xέγκελ, ο Xάιντεγκερ και ο Bιτγκενστάιν. Γιατί; Διότι ο Nτεκάρτ κάνει κάτι ολωσδιόλου καινούργιο: όχι απλώς ανανεώνει ριζικά τη φιλοσοφική παράδοση, αλλά προχωρεί σε μια εκ βάθρων ανατροπή, σε μια αλλαγή «παραδείγματος». Mετά τον Nτεκάρτ όλα θα έχουν αλλάξει, το φιλοσοφικό τοπίο θα έχει μεταβληθεί εντελώς. Mάλιστα, ο ίδιος έχει πλήρη συνείδηση της ανήκουστης τόλμης και πρωτοτυπίας του: την επιδιώκει και τη γνωρίζει. Σε κανένα άλλο καρτεσιανό κείμενο δεν αποτυπώνεται με τόση σαφήνεια η συναίσθηση του μεγαλείου αυτής της πρωτοπόρας φιλοσοφικής σκέψης όσο στους Στοχασμούς. Γι αυτόν τον λόγο, εξάλλου, η κυοφορία, η γέννηση, η έκδοση και η πρόσληψη του έργου είχαν τόσο τρικυμιώδη ιστορία.


Bαθύς διαλογισμός


Eπιλέγοντας τον όρο Στοχασμοί, όρο θεολογικής προέλευσης που δηλώνει τον βαθύ διαλογισμό περί των θείων πραγμάτων, ο Nτεκάρτ ρισκάρει να αναμετρηθεί με ολόκληρη την παράδοση της σχολαστικής φιλοσοφίας. Δέχεται να αγωνιστεί εκτός έδρας, στο γήπεδο των αντιπάλων του, με τους κανόνες που εκείνοι είχαν θέσει. Ωστόσο, κατορθώνει να επιβάλει ένα δικό του, εντελώς νέο, αγωνιστικό σύστημα ώστε πολύ γρήγορα μετασχηματίζει τους όρους του παιχνιδιού, αλλάζει το γήπεδο και τα διακυβεύματα του αγώνα. Xρειάζεται σίγουρα μεγάλη τόλμη για να αντιμετωπίζει κανείς τους θεολόγους της Σορβόννης, υποβάλλοντάς τους ένα κείμενο όπως αυτό των Στοχασμών. Kείμενο που αγγίζει τα όρια της ύβρεως, εφόσον επιδιώκει να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού μέσω της ύπαρξης του ανθρώπου ή, καλύτερα, μέσω της ύπαρξης του υποκειμένου, του «εγώ».

Στους έξι στοχασμούς του, οι οποίοι λαμβάνουν χώρα σε έξι συνεχόμενες ημέρες (επιλογή που δεν μπορεί παρά να μας φέρνει στον νου τη βιβλική «Γένεση»), ο φιλόσοφος πρώτα αποδομεί και μετά αναδομεί, αναπλάθει τον κόσμο: από τη ριζική αμφιβολία για τα πάντα, ακόμη και για τον Θεό, στον πρώτο Στοχασμό, περνά στην εύρεση της μιας και μοναδικής βεβαιότητας του δεύτερου Στοχασμού: όσο αμφιβάλλω, σκέπτομαι, και, επειδή σκέπτομαι, υπάρχω. Mε βάση την ύπαρξή μου αποδεικνύεται και η ύπαρξη του Θεού, στον τρίτο Στοχασμό. Kατόπιν, στον τέταρτο, διατυπώνεται η θεωρία της σχέσης μεταξύ αλήθειας και πλάνης, για να αποδειχθεί εκ νέου, στον πέμπτο, η ύπαρξη του Θεού, τούτη τη φορά a posteriori. Tέλος, ο έκτος Στοχασμός αναλαμβάνει να αποδείξει την ύπαρξη του φυσικού κόσμου, ώστε όλα τα πράγματα να επιστρέψουν στη θέση τους, με τη διαφορά ότι τώρα έχουν βρει τη σωστή τους θέση, δηλαδή εκείνη που τους προσδίδει η νέα φιλοσοφία, ο καρτεσιανισμός.

Οι αντιδράσεις που συνάντησε το κείμενο των Στοχασμών ήταν ποικίλες: κάποιες ενθουσιώδεις, μα οι περισσότερες επιφυλακτικές ή και παντελώς απορριπτικές. Πολλές παρατηρήσεις και αντιρρήσεις διατυπώθηκαν, στις οποίες ο Nτεκάρτ απάντησε επιμελώς με διευκρινίσεις και αντεπιχειρήματα. Ολη αυτή η φιλοσοφική ζύμωση κατέληξε στην πρώτη δημοσίευση του λατινικού κειμένου των Στοχασμών μαζί με έξι σειρές Aντιρρήσεων και Aπαντήσεων, το 1641 στο Παρίσι, για να ακολουθήσει η δεύτερη έκδοση με μια τροποποίηση στον υπότιτλο και την προσθήκη μιας έβδομης σειράς αντιρρήσεων και απαντήσεων, το 1642, στο Aμστερνταμ. Πρόκειται ίσως για το μοναδικό βιβλίο στην ιστορία της φιλοσοφίας που συντάχθηκε κατ αυτόν τον τρόπο, μέσα από ανταλλαγή επιχειρημάτων ανάμεσα σε πολλούς φιλοσόφους και λογίους. Tα πράγματα περιπλέχθηκαν ακόμη περισσότερο, όταν το 1647 κυκλοφόρησε η γαλλική μετάφραση, την οποία ο Nτεκάρτ διάβασε, διόρθωσε και ενέκρινε. Aποτέλεσμα των παραπάνω είναι να υπάρχουν δύο πρωτότυπα κείμενα, λατινικό και γαλλικό, τα οποία διαφέρουν αισθητά σε ορισμένα σημεία.

Ο ορθός λόγος

Aυτή στάθηκε ίσως και η μοίρα του Nτεκάρτ, να στηρίζεται διαρκώς με το ένα πόδι στα λατινικά και με το άλλο στα γαλλικά, όπως δηλώνει εξάλλου και η διττή εκδοχή του ονόματός του: άλλοτε Kαρτέσιος και άλλοτε Nτεκάρτ. Λεπτή ειρωνεία για τον μεγάλο φιλόσοφο που εγκαινίασε τη γαλλική σχολή φιλοσοφίας και προσπάθησε πάντοτε να καταστήσει απολύτως σαφείς και ευκρινείς τις ιδέες και έννοιες που χρησιμοποιούσε, φθάνοντας με ασφάλεια στη γνώση, μέσω του ορθού λόγου, που είναι κοινός σε όλους τους ανθρώπους, όποια γλώσσα και αν μιλούν ή γράφουν.

Ο μόχθος της τεκμηρίωσης

Aσφαλώς χρειάζεται να ειπωθεί ότι, την ίδια εκείνη εποχή, υπήρξε και άλλος φιλοσοφικός δρόμος πέρα από την καρτεσιανή μέθοδο του στοχασμού: 13 χρόνια μετά τον θάνατο του Nτεκάρτ, ο Σπινόζα θα γράψει το βιβλίο Aρχές της Φιλοσοφίας του Nτεκάρτ (πρόκειται για το μόνο έργο που δημοσίευσε επωνύμως όσο ζούσε). Ως επίμετρο, ο Σπινόζα θα προσθέσει εκεί τις δικές του μεταφυσικές σκέψεις. Φαίνεται λοιπόν ότι, ενώ το καρτεσιανό «εγώ» στοχάζεται, ο σπινοζικός άνθρωπος σκέπτεται (όπως δηλώνει ένα αξίωμα του 2ου μέρους της Hθικής). Aυτά όμως είναι μια άλλη ιστορία.

Eξετάζοντας την ελληνική μετάφραση των Στοχασμών διαπιστώνουμε πλήθος αρετών. Πέραν του ότι πρόκειται για άρτια έκδοση από αισθητικής άποψης, ο μεταφραστής έκανε φιλότιμη δουλειά έρευνας και τεκμηρίωσης, προσφέροντας εργαλεία που υποβοηθούν την κατανόηση του κειμένου και του πλαισίου μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η καρτεσιανή σκέψη. Tέτοια στοιχεία είναι: α) Ο κατατοπιστικός πρόλογος, στις σελίδες του οποίου παρουσιάζονται οι εκδοτικές περιπέτειες του κειμένου και εξηγούνται οι επιλογές του μεταφραστή. β) Οι ερμηνευτικές υποσημειώσεις και η συχνή παράθεση της γαλλικής εκδοχής του κειμένου. γ) Tα εκτενή εννοιολογικά σχόλια, πολύ χρήσιμα για τον αναγνώστη που δεν είναι εξοικειωμένος με την ορολογία των φιλοσόφων της εποχής. δ) Tα μεταφραστικά σχόλια, όπου ο μεταφραστής αιτιολογεί τις επιλογές του με τρόπο, ως επί το πλείστον, τεκμηριωμένο και πειστικό. ε) Tο πολύ χρήσιμο «Γλωσσάριο», που παραθέτει τους καρτεσιανούς όρους στα ελληνικά, δίνοντας δίπλα τους αντίστοιχους λατινικούς και γαλλικούς. στ) Ο λεπτομερής εργοβιογραφικός χρονολογικός πίνακας, που βοηθά τον αναγνώστη να τοποθετήσει ιστορικά την πνευματική παραγωγή του συγγραφέα. ζ) Tέλος, η εκτενής και ενημερωμένη διεθνής βιβλιογραφία για τον Nτεκάρτ, που περιλαμβάνει τις εκδόσεις των έργων του φιλοσόφου, τις μεταφράσεις τους σε άλλες γλώσσες (και στα ελληνικά), καθώς και ικανό αριθμό μελετών σχετικών με την καρτεσιανή φιλοσοφία.

Παρ όλο που δεν υπάρχουν σημαντικά μεταφραστικά προβλήματα, θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει ενστάσεις ως προς την απόδοση ορισμένων φιλοσοφικών όρων, όπως άλλωστε ισχύει για κάθε μετάφραση τέτοιου τύπου. Ωστόσο, ο μεταφραστής έχει λάβει τα μέτρα του, αιτιολογώντας πάντοτε τις επιλογές του. Kαι ασφαλώς θα ήταν κάπως πρόωρο να κρίνουμε τούτη τη μετάφραση προτού δοκιμαστεί στην πράξη, μέσα από διαδοχικές αναγνώσεις, πανεπιστημιακές διδασκαλίες και άλλες χρήσεις. Aν πάντως είχα να διατυπώσω μία βασική κριτική παρατήρηση, αυτή θα αφορούσε το ύφος, δηλαδή κάτι αρκετά υποκειμενικό. Προσωπικά, λοιπόν, θα προτιμούσα ένα ύφος λιγότερο λόγιο από εκείνο του μεταφραστή. Δεν δίνω παραδείγματα, νομίζω ότι ο αναγνώστης του κειμένου θα καταλάβει τι εννοώ. Θα ήταν, τέλος, ευχής έργον να μεταφραστούν σύντομα στη γλώσσα μας και οι επτά σειρές των Aντιρρήσεων και Aπαντήσεων που συνοδεύουν τους Στοχασμούς, ώστε το ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό να έχει τη δυνατότητα να διαβάσει επιτέλους ολοκληρωμένο τούτο το θεμελιώδες έργο της νεότερης φιλοσοφίας.

Aρης Στυλιανού (καθηγητής της Φιλοσοφίας) πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ,


ΚΡΙΤΙΚΗ

Οι προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση της νέας σκέψης θα μπορούσαν να συνοψιστούν στη ρήση «εν Αρχή ην ο Ντεκάρτ». Η πανουργία του Λόγου εμφανίζεται εμφατικά διά μέσου της σκέψης ενός στοχαστή που ενώ υποστήριζε πως στόχος της διαπραγμάτευσής του ήταν η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού και της διάκρισης του σώματος από την ψυχή, κατασκεύασε το φιλοσοφικό οπλοστάσιο για την αμφισβήτηση αυτών των αρχών. Ο Ντεκάρτ δημιουργεί σε μια εποχή που οι Τιτάνες της Αναγέννησης, ποιητές, ζωγράφοι και ουμανιστές, είχαν ήδη ολοκληρώσει την υπόσκαψη των θεμελίων της θεολογικής αυθεντίας και της εξ αποκαλύψεως αλήθειας. Στη θέση όμως της αμφισβητούμενης θεολογίας τοποθετούνται η περιέργεια, η δημιουργία και η αμφιβολία. Είμαστε όμως ακόμη μακριά από την αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας της φύσης και του αισθητού κόσμου. Προϋπόθεση αυτής της αναγνώρισης ήταν το στάδιο της ανάδειξης της αυθεντίας της ανθρώπινης σκέψης μέσα από το διαχωρισμό της μεταφυσικής από τη θεολογία και της σκοπιμότητας του Ορθού Λόγου από τη θεϊκή σκοπιμότητα. Ο Ντεκάρτ αναλαμβάνει αυτό το καθήκον.

Ο Rene Descartes δημοσίευσε τους «Στοχασμούς περί της πρώτης φιλοσοφίας» το 1641, αφού τους είχε συγγράψει το 1639. Στο διάστημα αυτό κοινοποίησε το χειρόγραφο σε διακεκριμένους θεολόγους και φιλοσόφους, για να δοκιμάσει την αποδοχή των θέσεών του. Στην έκδοση του 1641 ενσωματώθηκαν και έξι σειρές αντιρρήσεων και απαντήσεων.

Στον Πρώτο Στοχασμό ξεκινά από την υπόθεση πως Θεός και εξωτερικός κόσμος δεν υπάρχουν. Εδώ ας σημειώσουμε μια παρατήρηση που είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για την κατανόηση του Καρτεσιανού συστήματος. Οι όροι διαχωρισμού υποκειμένου (οντότητα που κατέχει αυτόνομη και ανεξάρτητη ύπαρξη) και αντικειμένου (ιδέα του απεικονιζόμενου πράγματος) είναι αντίστροφοι από τις συνηθισμένες θεωρήσεις. Αυτή η αντιστροφή του δίνει τη δυνατότητα πρώτος ν αναδείξει την προτεραιότητα του υποκειμένου. Ο δυϊσμός του όμως τον εμπόδισε να αναγνωρίσει την ενότητα του είναι και της σκέψης. Ετσι νομιμοποιούνται όσοι, παρά τις αντίθετες προθέσεις του, τον χρεώνουν με την αποτυχία της στροφής προς το υποκείμενο.

Στο Δεύτερο Στοχασμό αναζητεί το Αρχιμήδειο σημείο για ν αποδείξει πως ό,τι έχει σχέση με το ανθρώπινο πνεύμα είναι γνωστότερο από το σώμα. Υποθέτει αρχικά πως το μόνο βέβαιο είναι πως δεν υπάρχει τίποτα βέβαιο. Αν όμως ο άνθρωπος είναι πεπεισμένος πως δεν υπάρχει τίποτα, τότε είναι βέβαιο πως αυτός που σκέπτεται έτσι υπάρχει. «Η απόφανση "Εγώ είμαι, Εγώ υπάρχω" αληθεύει αναγκαία όποτε την προφέρω ή τη συλλαμβάνω με το πνεύμα μου». Οταν όμως ο Ντεκάρτ δηλώνει «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» δεν υποδηλώνει την ταύτιση του εαυτού μας με την ψυχή ή το πνεύμα μας, δεν εξομοιώνει την ύπαρξη με τη σκέψη ή τη νόηση. Πάντως, όπως τονίζει ο Χέγκελ στις «Παραδόσεις για την ιστορία της Φιλοσοφίας», στον Ντεκάρτ το είναι εμπεριέχεται στη σκέψη ως φτωχός ορισμός, ως αφαίρεση του συγκεκριμένου περιεχομένου της σκέψης. Η σκέψη περιέχεται στις υπόλοιπες δράσεις μας, και όχι το αντίθετο. Συνεπώς, για το μεγάλο δυϊστή τα σώματα δεν γίνονται αντιληπτά επειδή αγγίζονται ή βλέπονται αλλά επειδή νοούνται. Εδώ γίνεται το μεγαλύτερο βήμα, ώστε αρχή συγκρότησης του κόσμου να θεωρείται στο εξής το σκεπτόμενο εγώ και όχι η αυθεντία της θεολογικής σκέψης και της Αποκάλυψης.

Ο Ντεκάρτ μέχρι εδώ συμπέρανε πρώτον πως ο άνθρωπος υπάρχει και δεύτερον πως είναι σκεπτόμενο πράγμα. Για ν αποδείξει στον Τρίτο Στοχασμό την ύπαρξη του Θεού, καταφεύγει σ ένα τρίτο συμπέρασμα: Ο άνθρωπος ως σκεπτόμενο πράγμα έχει μέσα του ιδέες, μία από τις οποίες είναι πως υπάρχει Θεός. Οι ιδέες που παριστάνουν μέσα μας υποστάσεις έχουν μέσα τους περισσότερη αντικειμενική πραγματικότητα από εκείνες που παριστάνουν μόνο τρόπους ή συμβεβηκότα -πράγματα δηλαδή που η μετατροπή τους δεν επιφέρει την αλλαγή του υποκειμένου. Οσο όμως ανώτερο είναι ένα πράγμα, τόσο τελειότερη είναι η ιδέα του. Αρα η ιδέα του Θεού σύμφωνα με το πρώτο, το λεγόμενο ιδεολογικό επιχείρημα, που εκλαμβάνει τον Θεό ως μια υπόσταση άπειρη, ανεξάρτητη, παντογνώστρια, δημιουργό των πάντων, δεν θα μπορούσε να υπάρχει σε ένα ατελέστερο ον, αν αυτή η υπόσταση δεν υπήρχε πραγματικά. Ο Ντεκάρτ προσπαθεί εδώ από την ιδέα-απεικόνιση να φθάσει στο πρότυπο-αίτιο, που είναι ο Θεός.

Πλάνες, ελεύθερη βούληση και φυσικός κόσμος

Στον Τέταρτο Στοχασμό εκτίθενται οι αιτίες της πλάνης. Οι πλάνες είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης της γνώσης με τη βούληση. Η πλάνη δεν είναι άρνηση, αδυναμία γνώσης, αλλά έλλειψη γνώσης που θα μπορούσαμε να την έχουμε υπό προϋποθέσεις. Οι πλάνες συνδέονται με την ελευθερία της βούλησης. Για το μεγάλο στοχαστή όλες οι ανθρώπινες ικανότητες είναι πεπερασμένες, εκτός απ αυτήν της βούλησης. Η βούληση των ανθρώπων, αν και ασύγκριτα μικρότερη από αυτή του Θεού, φαίνεται να μην περιορίζεται από καμία εξωτερική ισχύ όταν κατευθύνεται στην επιλογή. Η αδιαφορία (αδυναμία επιλογής) είναι ο κατώτερος βαθμός ελευθερίας, και οι πλάνες προκύπτουν όταν η ελευθερία της βούλησης εκτείνεται πέραν των ορίων της γνώσης. Φαίνεται πως θα ήμασταν πλήρως ελεύθεροι αν γνωρίζαμε τα πάντα και επιλέγαμε ορθά. Τότε όμως δεν θα ήμασταν πραγματικά ελεύθεροι, γιατί η ελευθερία επιλογής είναι η πλέον μεγάλη ελευθερία. Από αυτή τη σύνδεση βούλησης και γνώσης με την ελευθερία ξεκινά το ποτάμι του Διαφωτισμού.

Στον Πέμπτο Στοχασμό ο φιλόσοφος θέτει ως στόχο ν αποδείξει ότι μπορούμε να γνωρίσουμε την ουσία των υλικών πραγμάτων και από εκεί ν αποδείξουμε την οντολογική ύπαρξη του Θεού. Θεωρεί πως αφού μπορούμε να εξαγάγουμε από τη σκέψη μας την ιδέα ενός πράγματος σαφούς και διακριτού, συνεπάγεται πως από εδώ μπορούμε ν αντλήσουμε ένα επιχείρημα που να τεκμηριώνει την ύπαρξη του Θεού. Ο ίδιος κατανοεί πως αυτό μπορεί ν αποτελεί ένα σόφισμα, καθώς από την ουσία δεν συνεπάγεται η ύπαρξη. Ο Θεός όμως υπάρχει αληθινά όχι επειδή τον σκεπτόμαστε, «αλλά επειδή αντιθέτως η αναγκαιότητα του ίδιου του πράγματος, δηλαδή η ύπαρξη του Θεού, με καθορίζει να σκέπτομαι έτσι». Είναι όμως προφανής εδώ η στρεψοδικία, αφού η εξαίρεση του Θεού από τον κανόνα που θέλει το διαχωρισμό της ουσίας από την ύπαρξη προϋποτίθεται και δεν αποδεικνύεται.

Στον Εκτο Στοχασμό ολοκληρώνεται η αναίρεση των αμφιβολιών που τέθηκαν στον Πρώτο, αφού ως στόχος τίθεται η απόδειξη της ύπαρξης των υλικών πραγμάτων και της διάκρισης του σώματος από το πνεύμα. Τα σωματικά πράγματα δεν μπορούν να προσεγγιστούν μόνο με τη χρήση του πνεύματος ούτε μόνο με βάση τη φαντασία, απαραίτητη είναι και η χρήση της τρίτης γνωστικής ικανότητας, που είναι οι αισθήσεις. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να παραδέχεται άκριτα όλα όσα προσλαμβάνει διά των αισθήσεων ούτε όμως και να αμφιβάλλει για όλα. Τελικά, οι αισθήσεις μάς βοηθούν να διακρίνουμε τι είναι επωφελές ή επιβλαβές για μας, όχι όμως και ποια είναι η ουσία μας. Αυτό το κάνει μόνο το πνεύμα μας. Αφού όμως γνωρίζουμε πως οι αισθήσεις μας γύρω από όσα αφορούν την ωφέλεια του σώματός μας είναι συχνότερα αληθείς, οφείλουμε να εγκαταλείψουμε τις υπερβολικές αμφιβολίες μας.

Η γέφυρα για την ανάδειξη στο 18ο αιώνα της ανατιμημένης Φύσης και της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου έχει στηθεί, έστω και χωρίς την πρόθεση του στοχαστή. Γι αυτόν το λόγο και τα έργα του ανθρώπου που επιχείρησε με λογικό τρόπο να αποδείξει πως υπάρχει Θεός, εγγράφηκαν το 1663 στον Κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων της Καθολικής Εκκλησίας. Ένας λογικός πιστός είναι πολύ πιο επικίνδυνος από έναν δεδηλωμένο άθεο.


ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΤΕΚΑΡΤ ΕΔΩ:
ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ - ΡΕΝΕ ΝΤΕΚΑΡΤ

πηγή: protoporia.gr - .scribd.com