ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ

Ο ερμηνευτικός κύκλος


ερμηνευτική θεωρητική παράδοση ξεκινά από την παραδοχή ότι η πρόσβαση στην κοινωνική πραγματικότητα είναι δυνατή μόνο μέσω διαφορετικών κοινωνικών κατασκευών ή μέσων όπως είναι η γλώσσα, η ατομική και συλλογική συνείδηση ή τα κοινά νοήματα και αναπαραστάσεις (διυποκειμενικότητα). Η θεωρητική αυτή παράδοση περιλαμβάνει διαφορετικά ρεύματα σκέψης στο εσωτερικό της τα βασικότερα από τα οποία είναι η φιλοσοφική ερμηνευτική (hermeneutics) και η φαινομενολογία (phenomenology). H ερμηνευτική κοινωνική έρευνα προσπαθεί να κατανοήσει τα κοινωνικά φαινόμενα, τις κοινωνικές διαδικασίες και διεργασίες κυρίως από την σκοπιά των ατομικών και κοινωνικών υποκειμένων δίδοντας έμφαση στην πολυπλοκότητα και στο πολυδιάστατο της κοινωνικής εμπειρίας.

Στα πλαίσια της γενικότερης αυτής φιλοσοφικής και επιστημολογικής παράδοσης θα αναφερθούμε σε τρεις σχολές σκέψης οι οποίες επηρεάζουν και εμπνέουν ερευνητικά εγχειρήματα ποιοτικού κυρίως χαρακτήρα: στην σχολή της συμβολικής αλληλόδρασης ή διαντίδρασης (symbolic interactionism),  στην ερμηνευτική προσέγγιση (hermeneutics) και στην φαινομενολογία (phenomenology).
Η σχολή της συμβολικής αλληλόδρασης ασχολείται με τις κοινωνικές σχέσεις από την σκοπιά των υποκειμένων (ανθρώπων) και της ατομικής τους δράσης, έχει δηλαδή έντονο αντισυστημικό χαρακτήρα. Κεντρικός παράγοντας είναι η «αλληλόδραση» ή «διαντίδραση» δηλαδή η συνεχής αλληλεπίδραση των κοινωνικών υποκειμένων μεταξύ τους η οποία παράγει και αναπαράγει τα κοινωνικά φαινόμενα. Η αλληλόδραση γίνεται δυνατή μέσα από διάφορους συμβολικούς τρόπους επικοινωνίας και οι άνθρωποι δομούν τις κοινωνικές τους σχέσεις μέσα από την ερμηνεία και την κατανόηση των πράξεων, των συμπεριφορών και των δράσεων των άλλων (Τάτσης 1997).
Σχηματικά και περιληπτικά οι βασικότερες παραδοχές της σχολής της συμβολικής αλληλόδρασης είναι οι παρακάτω:
«1. Οι πράξεις των κοινωνικών υποκειμένων απέναντι στην πραγματικότητα που τα περιβάλλει εξαρτώνται από τα νοήματα με τα οποία τα υποκείμενα τα επενδύουν.
2. Αυτά τα νοήματα αποτελούν προϊόντα της κοινωνικής διαντίδρασης στην ανθρώπινη κοινωνία.
3. Η τροποποίηση και η διαχείριση των εν λόγω υποκειμενικών νοημάτων συντελούνται μέσω μιας ερμηνευτικής διαδικασίας στην οποία το κάθε άτομο προσφεύγει ανάλογα με τα ερεθίσματα που δέχεται.» (Craib 1998: 161)

Σημαντικές είναι οι ομοιότητες που παρουσιάζει η σχολή της συμβολικής αλληλόδρασης με την φιλοσοφική και επιστημολογική παράδοση της ερμηνευτικής (hermeneutics). Πολύ απλά θα μπορούσαμε να ορίσουμε την ερμηνευτική σαν την μελέτη της αναπαράστασης και του νοήματος. Στα πλαίσια της παράδοσης αυτής αναζητάται το νόημα και η σημασία που αποδίδεται ή αναδύεται μέσα από την κοινωνική αλληλεπίδραση και αντιμετωπίζονται κριτικά οι αξιώσεις για μία και μοναδική αλήθεια ή για μία δεδομένη μέθοδο αποκάλυψης ή ανακάλυψης της αλήθειας.
Ένα σύντομο περίγραμμα της δράσης και συμπεριφοράς των κοινωνικών υποκειμένων στα πλαίσια της ερμηνευτικής προσέγγισης δίδεται εύστοχα από τον Τάτση (1997: 242) ως ακολούθως:
«Πρώτον τα άτομα είναι ταυτόχρονα φορείς και δέκτες μιας συνεχούς σημασιολογικής ανάλυσης.

Δεύτερον, η ανάλυση εδράζεται πάνω σε μια δυναμική αλληλο-επιρροή των ατόμων.

Τρίτον, η επιρροή αυτή ασκείται μέσα από επινοούμενα πλαίσια νοηματικής οριοθέτησης.

Τέταρτον, διαμορφώνεται με αυτόν τον τρόπο προοπτική θεώρησης των πλαισίων και οτιδήποτε συμβαίνει εντός αυτών.

Πέμπτον, η προοπτική «σκηνοθετεί» την εκάστοτε κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα υποκείμενα των αλληλοδράσεων.
Κατανόηση
Έκτον, από τον ορισμό της συγκεκριμενοποιημένης κοινωνικής πραγματικότητας προσδιορίζονται οι διαδικασίες και καθοδηγούνται οι δραστηριότητες.

Έβδομον, ο ρυθμός, το επίπεδο, και η συνθετότητα των αλληλοδράσεων διαπλάθει την οργανωτική έκφραση των συλλογικών βιωμάτων.

Όγδοον, οι οργανωτικές μορφοποιήσεις επενδύονται σε συμβολικές κωδικοποιήσεις.

Ένατον, τα σύμβολα με όλες τις ιδιαίτερες κατηγορίες τους υπόκεινται σε διαρκή ερμηνευτική.

Δέκατον, τα άτομα ως έσχατο σημείο αναφοράς, είναι το επίκεντρο αυτής της σημασιολογικής πανδαισίας που καθιστά εφικτό τον κόσμο των ανθρώπων.» (Τάτσης 1997: 242).

φαινομενολογία (phenomenology), επιστημολογικά συγγενής με την σχολή της συμβολικής αλληλόδρασης, χαρακτηρίζεται από την κεντρική σημασία που αποδίδει στον ρόλο της ανθρώπινης συνείδησης στον σχηματισμό και στην αναπαραγωγή των ανθρώπινων και των κοινωνικών φαινομένων. Η φαινομενολογική παράδοση υποστηρίζει ότι ο εξωτερικός και ο κοινωνικός κόσμος έχει νόημα και αποκτά σημασία μόνο μέσα από την συνείδηση που διαμορφώνεται για αυτόν. Ο εξωτερικός κόσμος λοιπόν προσλαμβάνεται ως μια σειρά από «φαινόμενα» ανάλογα με τις νοηματικές διεργασίες της συνείδησης και όχι ως αντικειμενική πραγματικότητα με την καθοδήγηση μιας «ορθής» μεθόδου. Έτσι η κοινωνική πραγματικότητα προσδιορίζεται και κατασκευάζεται από την δράση των κοινωνικών υποκειμένων στην βάση της «διυποκειμενικότητας». Η διυποκειμενικότητα είναι μπορούμε να πούμε μια έννοια κλειδί για την φαινομενολογική κατανόηση της κοινωνίας και των κοινωνικών φαινομένων, αφού μέσω αυτής απορρίπτεται η θέση για την ύπαρξη μιας κοινής για όλα τα κοινωνικά υποκείμενα αντικειμενικής κοινωνικής πραγματικότητας ή οποία είναι δυνατόν να γίνει αντικείμενο επιστημονικής διερεύνησης πέρα και έξω από το νόημα που της αποδίδεται από τις συνειδήσεις των κοινωνικών υποκειμένων.
Η ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Η φαινομενολογία στοχεύει στην μελέτη των φαινομένων, δηλαδή των τρόπων που τα πράγματα εμφανίζονται στην εμπειρία μας ή στην συνείδηση μας. Στον Κάντ, ο οποίος χρησιμοποιούσε και αυτός τον όρο φαινομενολογία, γίνεται διάκριση μεταξύ της μελέτης των αντικειμένων και των γεγονότων (φαινόμενα) όπως αυτά εμφανίζονται στην εμπειρία και της μελέτης των αντικειμένων και των γεγονότων όπως είναι καθαυτά. Παρ’ όλα αυτά μόνο ο Χούσερλ έθεσε τις βάσεις για την μετατροπή της φαινομενολογίας σε ρεύμα σκέψης και μέθοδο στις επιστήμες του ανθρώπου. Ο Χούσερλ ανέπτυξε την έννοια του βιόκοσμου (lifeworld), έννοια κεντρική για μια υπαρξιακά προσανατολισμένη φαινομενολογία, η οποία στοχεύει στην περιγραφή και ανάλυση των τρόπων με τον οποίο τα φαινόμενα εμφανίζονται στην ζώσα εμπειρία (lived experience), στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η φαινομενολογία διαφέρει από άλλες προσεγγίσεις των επιστημών του ανθρώπου όπως είναι η εθνογραφία, η συμβολική αλληλόδραση και η εθνομεθοδολογία στο ότι γίνεται διάκριση μεταξύ εμφάνισης-φαινομένου (appearance) και ουσίας-νοήματος (essence). Η φαινομενολογία σαν μελέτη και έρευνα των νοημάτων ενδιαφέρεται πρωτίστως για την φύση ή το νόημα των πραγμάτων, των κοινωνικών φαινομένων ή της κοινωνικής δράσης. Η φαινομενολογική παράδοση επηρέασε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών επιστημών οδηγώντας στην εμφάνιση και στην ανάπτυξη παραδείγματος χάριν της φαινομενολογικής κοινωνιολογίας (Σούτς) της φαινομενολογικής ψυχοθεραπείας ή ψυχιατρικής  (Βαν ντεν Μπέργκ) της φαινομενολογικής ψυχολογίας (Μερλώ-Ποντί), της φαινομενολογικής παιδαγωγικής  (Λάνγεβελτ, Μπίτς, Μπίκμαν) κτλ.
Όλες οι προηγούμενες προσεγγίσεις και θεωρητικές παραδόσεις παρουσιάζουν ως κοινά σημεία την σημασία που αποδίδουν στο υποκείμενο και στην δράση του και στην δυσπιστία για υπερατομικές θεωρήσεις όπως πχ η κοινωνική δομή, οι θεσμοί κτλ. Φυσικά δεν εξαντλήσαμε σε καμία περίπτωση τα θεωρητικά ρεύματα που εντάσσονται στο γενικότερο αυτό πνεύμα. Απλά δώσαμε ορισμένες βασικές διαστάσεις των προσεγγίσεων αυτών και του τρόπου που ερμηνεύουν και κατανοούν την κοινωνική πραγματικότητα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διάκριση θεωριών δράσης και θεωριών δομής στην κοινωνιολογία και στις κοινωνικές επιστήμες γενικότερα είναι ιδιαίτερα έντονη και επίμονη αν και υπάρχουν σοβαρότατες και φιλόδοξες θεωρητικές απόπειρες συγκερασμού των δυο αυτών τύπων θεωριών και σύγκλισης τους, όπως πχ η θεωρία της δομοποίησης (structuration theory) του Άντονι Γκίντενς (Anthony Giddens).
H έρευνα ποιοτικού χαρακτήρα στις κοινωνικές επιστήμες επηρεάστηκε σημαντικά από την ερμηνευτική παράδοση καθώς κατευθύνθηκε στην κατανόηση των κοινωνικών φαινομένων και στον τρόπο εμφάνισης και αναπαραγωγής τους αποδίδοντας πρωτεύουσα σημασία στο νόημα που προσδίδουν οι κοινωνικά δρώντες στην δράση, και στη συμπεριφορά την δική τους και των άλλων.
 Θεόδωρος Ιωσηφίδης  Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ  ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

πηγή: teteleste.wordpress.com