Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 78.11 – 83.21», για το δαιμόνιο του Σωκράτη τρία ξεχωριστά πράγματα μπορούμε να πούμε:
Πρώτον, ότι δεν πρόκειται μόνο για δαίμονα αλλά και για θεό. Άλλωστε, και στον υπό εξέταση διάλογο, προχωρώντας παρακάτω ο Σωκράτης λέει καθαρά : «ο δικός μου επίτροπος, Αλκιβιάδη, είναι καλύτερος από τον Περικλή, τον θείο σου. Είναι ο θεό, ο οποίος δεν με άφηνε να σου μιλήσω – ἐπίτροπος ἐμὸς βελτίων ἐστὶν ἢ Περικλῆς ὁ σὸς θεῖος, Ἀλκιβιάδη, θεός, ὅσπερ σοί με οὐκ εἴα διαλέγεσθαι». Τον ίδιο λοιπόν τον χαρακτηρίζει δαίμονα και θεό, διότι αυτόν για τον οποίον είπε παραπάνω «ένα εμπόδιο δαιμόνιο, τη δύναμη του οποίου θα καταλάβεις αργότερα – δαιμόνιον ἐναντίωμα, οὗ σὺ τὴν δύναμιν καὶ ὕστερον πεύσῃ», αυτόν ακριβώς τον αποκάλεσε θεό, διότι τούτος είναι που του έδωσε την αιτία της σιωπής την οποία τήρησε κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα.
Αλλά και στην «Απολογία» ο Σωκράτης δίνει πιο σαφείς ενδείξεις για την βαθμίδα του και για το ότι του έλαχε θεϊκή υπεροχή λόγω της δαιμόνιας φύσης του. Τούτο είναι το ότι οι δαίμονες των ψυχών οι οποίες είναι θεϊκές και έχουν επιλέξει τον νοητικό και ανυψωτικό βίο είναι θεϊκοί και εδρεύουν πάνω από όλο το γένος των δαιμόνων, μετέχοντας πρωταρχικά στους θεούς. Όπως δηλ. υπάρχει και μεταξύ των θεών δαίμων, έτσι υπάρχει και μεταξύ των δαιμόνων θεός. Στην πρώτη περίπτωση όμως η ύπαρξη είναι θεϊκή και η αναλογία δαιμόνια, ενώ μεταξύ των δαιμόνων ισχύει το αντίθετο, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας εμφανίζεται ως προς την ουσία του δαιμόνιος, ενώ η αναλογία αρμόζουσα προς τους θεούς. Διότι, λόγω της υπεροχής τους έναντι των άλλων δαιμόνων, δίνουν συχνά την εντύπωση που είναι θεοί. Δικαιολογημένα, συνεπώς, ο Σωκράτης αποκαλεί και θεό τον δαίμονα του, διότι ανήκει στους πρωταρχικούς και κορυφαίους δαίμονες. Για τούτο και ο Σωκράτης ήτα απολύτως τέλειος, αφού τον κυβερνούσε τέτοιος προστάτης κι αφού μέτραγε τον εαυτό του σε παραβολή με έναν τέτοιο ηγεμόνα και φύλακα της ζωής του. Τα παραπάνω λοιπόν είναι το πρώτο τέτοιο ξεχωριστό πράγμα που μαρτυρεί ο διάλογος σχετικά με το δαιμόνιο του Σωκράτη.
Το δεύτερο είναι ότι αισθανόταν να βγαίνει από μέσα του κάποια φωνή. Πράγματι, τούτα είναι δικά του λόγια από τον «Φαίδρο» : «κι εκείνη την ώρα, καλέ μου, που πήγαινα να περάσω το ποτάμι, παρουσιάστηκε το δαιμόνιο σημάδι, αυτό που μου εμφανίζεται συνήθως και πάντα με εμποδίζει από αυτό που θέλω να κάνω. Μου φάνηκε μάλιστα πως άκουσα και κάποια φωνή να έρχεται από εκεί, η οποία δεν με αφήνει να φύγω επειδή έχω κατά κάποιο τρόπο αμαρτήσει απέναντι στη θεότητα – ἡνίκα ἔμελλον, ὠγαθέ, τὸν ποταμὸν διαβαίνειν, τὸ δαιμόνιον καὶ τὸ εἰωθὸς σημεῖόν μοι γίνεσθαι ἐγένετο· ἀεὶ δέ με ἐπίσχει ἃ ἂν μέλλω πράττειν· καί τινα καὶ φωνὴν ἔδοξα αὐτόθεν ἀκοῦσαι, ἥ με οὐκ ἐᾷ ἀπιέναι ὡς δή τι ἡμαρτηκότα εἰς τὸ θεῖον». Τι δείχνει λοιπόν ο Σωκράτης με τα λόγια του αυτά, και ποια είναι η φωνή με την οποία, λέει, το δαιμόνιο του δηλώνει τη βούληση του; Πρέπει λοιπόν να πούμε ότι, πρώτα, σύμφωνα με τη διάνοια του και την των όντων επιστήμη, ο Σωκράτης δέχεται την επίνοια (θεϊκή έμπνευση) του δαίμονα που τον κινούσε προς τον θεϊκό έρωτα, και, κατά δεύτερο λόγο, τον υποστήριζε στα ζητήματα της ζωής και οργάνωνε την πρόνοιά του για τους ατελέστερους, και στην εκδήλωση της ενέργειας αυτής του δαίμονα υποδεχόταν το από εκεί ερχόμενο φως όχι μόνο με τη διάνοια του ή με τις δοξαστικές δυνάμεις, αλλά και με το πνεύμα, καθώς η δαιμόνια έκλαμψη διαπερνούσε ξαφνικά ολόκληρη τη ζωή του κι αμέσως έθετε σε κίνηση την αίσθηση του.
Είναι προφανές ότι, και όταν η εκδήλωση μιας ενέργειας είναι η ίδια, διαφορετικά δέχεται την παροχή ο λόγος, διαφορετικά η φαντασία, διαφορετικά η αίσθηση, και ότι κάθε στοιχείο μας δέχεται τα ερεθίσματα και κινείται από τον δαίμονα με τον δικό του διαφορετικό τρόπο. Η φωνή λοιπόν δεν έπεφτε επάνω στον Σωκράτη σαν ένα εξωτερικής προελεύσεως ερέθισμα που υφίστατο, αλλά η επίνοια (έμπνευση), ερχόμενη «ἔνδοθεν διὰ πάσης φοιτήσασα τῆς ψυχῆς καὶ μέχρι τῶν αἰσθητικῶν ὀργάνων διαδραμοῦσα», γινόταν εν τέλει φωνή που μπορούσες να την αναγνωρίσεις με την συναίσθηση περισσότερο παρά με την αίσθηση. Τέτοιου είδους είναι, στα αλήθεια, οι εκλάμψεις των αγαθών δαιμόνων και των θεών.
Το τρίτο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του δαίμονα του Σωκράτη είναι ότι «Ποτέ δεν προτρέπει, αλλά πάντοτε με αποτρέπει –προτρέπει μὲν οὐδέποτε, ἀποτρέπει δὲ ἀεί». Ας αναγάγουμε όμως πάλι την ζωή του Σωκράτη και το στοιχείο αυτό, διότι δεν είναι κάτι που ισχύει γενικά για τους δαίμονες που μας έλαχαν, αλλά ιδιαίτερο στοιχείο της επιστασίας του Σωκράτη. Λέμε λοιπόν ότι «τὸ ἀγαθοειδὲς τῆς τοῦ Σωκράτους ζωῆς καὶ τὸ κοινὸν καὶ τὸ φιλάνθρωπον» και η «διαχυτικότητα», όπως λέει κάπου ο ίδιος, δεν χρειαζόταν την προτροπή του δαίμονα για τη μετάδοση των αγαθών, γιατί έσπευδε προς αυτό από μόνος του και προσφερόταν στους πάντες με προθυμία για την κοινωνία της άριστης ζωής. Επειδή όμως πολλοί από αυτούς που τον πλησίαζαν δεν ήταν κατάλληλοι να μεταλάβουν τα έργα της αρετής και την επιστήμης του σύνολό της, ο επιτροπεύων αγαθός δαίμων τον σταματούσε ώστε να μην εκδηλώνει πρόνοια για τέτοιους ανθρώπους. Είναι σαν ένας επιδέξιος ηνίοχος που έχει ένα ίππο ικανό από τη φύση του για αγώνες δρόμου να του ανακόβει την ορμή του μόνο όσο λίγο χρειάζεται και να μην το κεντρίζει άλλο, καθώς τρέχει από μόνο του κατά εμπρός και δεν έχει ανάγκη από το «κέντρισμα του ηνιόχου» αλλά από χαλινάρια. Καθώς λοιπόν και ο Σωκράτης είχε έντονη τη τάση να κάνει καλό σε όσους τον πλησίαζαν (όπως λέει ο Πλάτων στον «Θεαίτητο, 183.d», «όταν προκαλείς τον Σωκράτη στα λόγια, είναι σαν να προκαλείς το ιππικό στην πεδιάδα – ἱππέας ἐς πεδίον προκαλεῖ Σωκράτη προκαλούμενος εἰς λόγους») είναι λογικό ότι πιο πολύ χρειαζόταν κάποιον που να τον αποτρέπει κυρίως παρά να τον προτρέπει.
Πράγματι, η ακαταλληλότητα εκείνων που μας πλησιάζουν, επειδή κατά μεγάλο μέρος δεν γίνεται αντιληπτή από την ανθρώπινη διάνοια, χρειάζεται να κριθεί από το δαιμόνιο, που είναι και το μόνο ικανό να μας υπαγορεύει με ακρίβεια τη διαπίστωση της καταλληλότητας των περιστάσεων. Για τον σκοπό αυτό βέβαια έχουν επινοήσει και οι άνθρωποι κάποιες μεθόδους ή τέχνες, αλλά τα συμπεράσματα που εξάγονται και από αυτές είναι ασαφή και υστερούν κατά πολύ σε σχέση με την υπόδειξη των αγαθών δαιμόνων. Αφού συνεπώς η ανθρώπινη διάνοια αστοχεί στα ζητήματα αυτά, είναι λογικό ότι ο Σωκράτης χρειαζόταν αποτροπή μόνο όσο αφορά την καταλληλότητα της περίστασης για την εκδήλωση της τάσης του, αφού η παρακίνηση προς το αγαθό ήταν σύμφυτη του. Και αυτά λοιπόν είναι αληθινά σχετικά με το ότι το δαιμόνιο ποτέ δεν προέτρεπε τον Σωκράτη, αλλά πάντοτε τον απέτρεπε. Ακόμη περισσότερο πρέπει να πούμε για τους δαίμονες ότι σε άλλους έλαχε δύναμη καθαρτήρια και άχραντη, σε άλλους δύναμη γεννητική, σε άλλους τελειοποιητική, σε άλλους δημιουργική, και ότι γενικά η διαίρεση τους γίνεται με κριτήριο τις ιδιότητες των θεών και τις δυνάμεις υπό τις οποίες ετάχθησαν. Επίσης όλοι, ο καθένας σύμφωνα με την ύπαρξη του, συμβάλλουν στο να κερδίσουν την ευδαίμονα ζωή οι άνθρωποι προς τους οποίους κατευθύνουν την πρόνοιά τους, άλλοι με τον παρακινούν προς την επιμέλεια των υποδεέστερων και άλλοι με το να στέκονται εμπόδιο στις πράξεις και στην ενέργεια που ρέπει προς τα εξωτερικά πράγματα.
Φαίνεται λοιπόν και το σωκρατικό δαιμόνιο, στο οποίο έλαχε τέτοια τοιαύτη ιδιότητα – εννοώ καθαρτήριος και περιεκτικός της άχραντης ζωής -, και το οποίο είναι ταγμένο υπό την ιδιότητα εκείνη του Απόλλωνα που εν είδει μονάδος προΐσταται της όλης καθάρσεως, αν αποτρέπει τον Σωκράτη από την σχέση με τους πολλούς και από την ζωή που απευθύνεται προς το πλήθος, και να το οδηγεί «εἰς τὸ εἴσω τῆς ψυχῆς» και την ενέργεια που μένει αμόλυντη από τα υποδεέστερα, και τούτος είναι ο λόγος για τον οποίο «ποτέ δεν τον προτρέπει, αλλά πάντοτε τον αποτρέπει –προτρέπειν μὲν αὐτὸν οὐδέποτε, ἀποτρέπειν δὲ ἀεί». Τι άλλο δηλ. είναι η αποτροπή παρά η προβολή εμποδίου από το πλήθος των ενεργειών που κατατείνουν προς τα εξωτερικά πράγματα. Και αυτό ποιανού άλλου είναι έργο αν όχι της καθαρτήριας ιδιότητας; Μάλιστα, όπως ο Ορφέας θέτει επικεφαλής του βασιλιά Διονύσου την Απολλωνιακή μονάδα, η οποία τον αποτρέπει από την πρόοδο στο Τιτανικό πλήθος και από την απομάκρυνση του από τον βασιλικό θρόνο και τον φρουρεί «ἄχραντον ἐν τῇ ἑνώσει», έτσι και ο δαίμων του Σωκράτη τον οδηγεί στο νοητική περιωπή (παρατηρητήριο) και τον κρατά μακριά των προς τους πολλούς συνουσιών (συναναστροφών). Διότι ο δαίμων είναι ανάλογος προς τον Απόλλωνα, όντας ακόλουθος του, και ο λόγος του Σωκράτη ανάλογος προς τον Διόνυσο, αφού ο «ἐν ἡμῖν νοῦς τῆς τοῦ θεοῦ τούτου» δυνάμεως είναι γέννημα.
πηγή: eleysis69