Μια κριτική θεώρηση –ιστορική, φιλοσοφική, γνωσιολογική, αλλά και αρετολογική, υπό την αρχαιοελληνική της πρωταρχική σημασία– των προβεβλημένων αρχών και αξιών του Δυτικού Πολιτισμού, από τις απαρχές του μέχρι τη μετανεωτερική μας εποχή, σαφέστατα καταδεικνύει μια σταδιακή και ολοκληρωμένη στις μέρες μας μετάβαση από μια ουσιοκρατική κοσμοθεώρηση σε μια αξιακά σχετικιστική και επιφανειακά ωφελιμιστική και πραγματιστική σκέψη και πράξη, που στο πλαίσιο του καλπάζοντος νεοφιλελευθερισμού και με το πρόσχημα μιας ατέρμονης και ευεργετικής δήθεν για την ανθρωπότητα ανάπτυξης καταστρέφει πλέον, μέρα με τη μέρα, ολόκληρο τον πλανήτη.
Το βασικό χαρακτηριστικό του αρχαιοελληνικού πολιτισμικού «παραδείγματος», το αγαθό –όπως κυρίως αυτό εκφράζεται στη σωκρατική, την πλατωνική και την αριστοτελική φιλοσοφία– εξοστρακίστηκε, στη σύγχρονή μας εποχή, από το φαντασιακό μας και τη θέση του πήραν πλέον το ορθό και το επιστημονικά εδραιωμένο αληθές.
Η επιστημονικά εδραιωμένη αυτή αλήθεια, έχοντας πάρει το προβάδισμα έναντι του αγαθού, αποξενωμένη πλέον από ηθικές αρχές και αξίες, εύκολα μπορεί να υποστηρίξει, εκφρασμένη τώρα μέσα από έναν επίμονο επιστημονισμό, την οποιαδήποτε αθλιότητα απέναντι στον άνθρωπο και το περιβάλλον.
Κι εδώ βέβαια, ο θετικής έμπνευσης αυτός επιστημονισμός (και δεν αναφέρομαι ασφαλώς στην επιθυμητή επιστημοσύνη, που τόσα ευεργετικά προσφέρει) μαζί με τον τεχνοκρατισμό και τον οικονομισμό δεν παραπέμπουν μόνο στον φασίστα Μένγκελε, με τα αποτρόπαια πειράματά του και με τη βιολογικού τύπου ευγονική του, αλλά και σε μια κοινωνικού και οικονομικού τύπου ευγονική, που παγκόσμια πλέον σήμερα εφαρμόζεται από τα «γεράκια» του νεοφιλελευθερισμού εις βάρος όχι μόνο ταλαίπωρων ανθρώπων αλλά και ολόκληρων λαών.
Τίποτε βέβαια από όλα αυτά δεν θα συνέβαινε κατ’ αυτόν τον τρόπο, αν αυτή η διαχρονικά σταδιακή υποχώρηση της έννοιας του αγαθού δεν πήγαινε χέρι χέρι με τον ανθρώπινο εγωισμό, την έλλειψη του μέτρου, την εξουσιομανία του ανθρώπου, τη ζωώδη του φύση και την απληστία του.
Ποια είναι όμως τα βασικά ιστορικά και γνωσιολογικά στάδια αυτής της πολύ ιδιαίτερης μετάβασης, από το αρχαιοελληνικό στο σύγχρονο και μετανεωτερικό μας «παράδειγμα», και ποιες οι σημερινές μας δυνατότητες αλλαγής πλεύσης;
Εντελώς επιγραμματικά, για το πρώτο ερώτημα, θα μπορούσαν να αναφερθούν:
α) Ο ρωμαϊκός πολιτισμός, με την υλιστική, ωφελιμιστική και πραγματιστική του πολιτική της ισχύος,
β) Η αυγουστίνεια ωφελιμιστική φιλοσοφία,
γ) Η επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα, με το βακωνικό και καρτεσιανό πρόταγμα για την εκμετάλλευση και καθυπόταξη της φύσης (βλ. και «Εφ.Συν.», 20.4.2016),
δ) Ο Διαφωτισμός, με τον υποκειμενισμό του (απαρχή του ξέφρενου, στη συνέχεια, ατομικισμού), την αποθέωση του ορθού λόγου έναντι των συναισθημάτων (επομένως και της ενσυναίσθησης) και την απόρριψη της παράδοσης και της έννοιας της ιερότητας,
ε) Οι δύο βιομηχανικές επαναστάσεις, στα τέλη περίπου του 18ου και του 19ου αιώνα,
στ) Τα ρεύματα του θετικισμού και του νεοθετικισμού τον 19ο και τον 20ό αιώνα, και τέλος,
ζ) Ο μετανεωτερικός πραγματισμός.
Ασφαλώς, κανένα από τα στάδια αυτά, που το καθένα του γεμίζει σήμερα, κειμενικά, ολόκληρες βιβλιοθήκες, δεν είχε και δεν έχει μια μονοσήμαντα θετική ή αρνητική επίδραση στις οποιεσδήποτε εξελίξεις, τεχνοεπιστημονικές, ιδεολογικές, επιστημολογικές, κοινωνικο-ηθικές, πολιτικές, οικονομικές, εκπαιδευτικές ή άλλες. Αλλωστε, τα φαινόμενα όλα αυτά είναι τόσο σύνθετα από μόνα τους και τόσο σύνθετα αλληλοεξαρτώμενα που μόνο ένας θετικιστής θα μπορούσε να υποστηρίξει μια ακριβή συσχέτιση και αξιολόγησή τους.
Τι θα μπορούσαμε λοιπόν άραγε να προτάξουμε σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο, ως αντίσταση σε αυτή την επέλαση ενός αρπακτικού οικονομικού και κοινωνικο-πολιτικού δόγματος, που αγνοεί πλήρως τις έννοιες του αγαθού και του ιερού, προτάσσει την οικονομία πάνω από την πολιτική και καταστρέφει τις ανθρώπινες κοινωνίες και ολόκληρο τον πλανήτη;
Στο ερώτημα αυτό, που η απάντησή του θα επικεντρωθεί στην έννοια της ουσιοκρατίας, η οποία επίσης έχει εξοστρακιστεί, στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, από τα «θέατρα και τα αμφιθέατρα» του κόσμου και έχει επίσης τις ρίζες της στις απαρχές του Δυτικού Πολιτισμού.
Τι θα μπορούσαμε να προτάξουμε σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο, ως αντίσταση στη βάρβαρη επέλαση και πλήρη πλανητική επικυριαρχία του αρπακτικού και καταστροφικού νεοφιλελευθερισμού; Είχα προτείνει, ως βασική οδό σκέψης και πράξης, την ουσιοκρατική θεώρηση των πραγμάτων.
Βέβαια, η έννοια της ουσιοκρατίας είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, αμφιλεγόμενη και εννοιολογικά βεβαρημένη και παρεξηγημένη, ενώ συγχρόνως απορρίπτεται πλήρως στο πλαίσιο της εμπειρικά θεμελιωμένης αναλυτικής φιλοσοφίας αλλά και του συγγενικού προς αυτήν μεταμοντέρνου πραγματισμού. Με τον φιλοσοφικό και θρησκειολογικό όρο Ουσιοκρατία αναφερόμαστε στην οντολογική πρόταση που δίνει προτεραιότητα στην απρόσωπη, άμορφη και άχρονη ουσία, έναντι του επιμέρους όντος (προσωπικού, ατομικού), το οποίο τελικά εκλαμβάνεται ως κατώτερο, υποδεέστερο, παράγωγο και προϊόν της ουσίας.
Διευκρινίζω λοιπόν εξαρχής ότι η έννοια αυτή, που συμπορεύεται και με την έννοια της θεμελιοκρατίας, ουδόλως χρησιμοποιείται εδώ για να δηλώσει την πίστη μου σε μια αιώνια και αμετάβλητη ανθρώπινη φύση, στον κοινωνικο-πολιτικό και ιδεολογικό συντηρητισμό και στην αποχή μας από τους κοινωνικούς αγώνες για αλλαγή, δημοκρατία, ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη. Κάθε άλλο.
Χωρίς να θέλω να υπεισέλθω στο σύντομο αυτό άρθρο σε κουραστικές φιλοσοφικές αναλύσεις, αυτό που ωστόσο εδώ επιδιώκω, με τη χρήση του όρου «ουσιοκρατία», είναι μάλλον η ορθολογική και έντιμη αναζήτηση των πρώτων αιτιών, των βαθιά ριζωμένων ουσιωδών χαρακτηριστικών μιας πολιτικής μας επιλογής και πράξης, ενός γεγονότος ή μιας εννοιολογικής μας σύλληψης, που η γνώση τους θα μας επέτρεπε την πραγματική, βαθύτερη κατανόηση της πραγματικότητας, συμβάλλοντας στην ειλικρινή και αποτελεσματική αντιμετώπιση μερικών σύγχρονων πολιτικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων, που παραδειγματικά και εν συντομία θα αναφέρω.
Η μόνη φιλοσοφική αναφορά που ζητώ να μου επιτραπεί, ιδιαίτερα και εξειδικευμένα χρήσιμη για την περαιτέρω κατανόηση των διαφόρων περιπτώσεων που θα συζητηθούν, είναι στο αριστοτελικό «τι ην είναι», που δηλώνει την ουσία του πράγματος, αυτό δηλαδή που κάνει ένα πράγμα να είναι αυτό που είναι και αυτό που ήταν, που αν τελικά εξαλειφθεί, τότε παύει να υφίσταται και το πράγμα, ή και το γεγονός θα προσέθετα, το οποίο αφορά το ουσιώδες χαρακτηριστικό (η ουσία).
Και ας δούμε, μέσα από έναν σύντομο ερωτηματικό λόγο, γιατί η έλλειψη μιας ουσιοκρατικής θεώρησης των πραγμάτων είναι πλήρως παραπλανητική και διόλου δεν επιτρέπει την αποτελεσματική αντιμετώπιση των διαφόρων κοινωνικο-πολιτικών, περιβαλλοντικών, οικονομικών, βιοηθικών, εκπαιδευτικών ή όποιων άλλων προβλημάτων που βιώνει σήμερα η ανθρωπότητα κυριολεκτικά σε μια πορεία τρόμου και αυτοκαταστροφής.
Ποιο είναι λοιπόν αυτό το ουσιώδες χαρακτηριστικό, ποια είναι η ουσία, που κάνει το προσφυγικό ζήτημα να είναι αυτό που είναι, και που αν έλειπε θα έπαυαν να υφίστανται τα προσφυγικά ρεύματα;
Και συνεχίζω ρωτώντας: Ποια είναι λοιπόν αυτή η ουσία, που η εσκεμμένη, μάλλον, ή μη εσκεμμένη, έστω, απόρριψη της αναζήτησής της ουδέποτε θα επιτρέψει την ανθρώπινη και ειλικρινή αντιμετώπιση του συγκεκριμένου αυτού προβλήματος, αλλά μάλλον θα την επιδεινώνει; Μήπως είναι ο λανθασμένος αλγόριθμος κατανομής των προσφύγων ανά χώρα, μήπως ο τεράστιος αριθμός και ρυθμός προσέλευσής τους;
Μα όλες αυτές οι ερωτήσεις, με τις αντίστοιχες προσπάθειες να δοθούν πρακτικές λύσεις, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να βάζουν το κάρο μπροστά από το άλογο. Η ουσία λοιπόν δεν είναι άλλη από τον ίδιο τον πόλεμο και από τη βάρβαρη ανθρωποφαγική απληστία του καπιταλισμού για νέες ενεργειακές πηγές και παγκόσμια επικυριαρχία.
Παρόμοια με τα προσφυγικά και μεταναστευτικά αυτά ρεύματα, λόγω των πολεμικών συρράξεων, είναι δυστυχώς και τα αναμενόμενα μεταναστευτικά ρεύματα, ίσως ακόμη ισχυρότερα, λόγω των κλιματικών αλλαγών. Κι εδώ το πρόβλημα δεν είναι να βρούμε καταμεριστικές λύσεις αγοραπωλησίας ρύπων ή ανθρώπων, αλλά αναγνωρίζοντας την ουσία του προβλήματος –που είναι η ανθρωπογενής διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας του πλανήτη λόγω της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης της τεχνοεπιστήμης, του ατομικισμού, της υπερκατανάλωσης και του οικονομισμού– να χτυπήσουμε το κακό στη ρίζα του.
Ενα χαρακτηριστικότατο παράδειγμα, που αναφέρεται, επίσης κριτικά, στη βιβλιογραφία (βλ. Οικονομάκης & Παπαλεξίου, «Θέσεις», 120 [2012], σσ. 101-123) και που θα το συζητήσω εδώ με βάση την ουσιοκρατική θέση μου, στηρίζεται σε μια τεχνοκρατική, αντιουσιοκρατική, αλλά τελικά και αντιεπιστημονική μέθοδο, που προτείνει το εξής καταπληκτικό: όταν, για παράδειγμα, μια βιομηχανία ρυπαίνει με τα απόβλητά της και προκαλεί παραγωγική και οικονομική ζημιά σε μια θαλάσσια παρακείμενη επιχείρηση ιχθυοκαλλιέργειας, τότε τεχνοκρατικότατα προτείνεται, όχι βέβαια η ριζική αντιμετώπιση της επεξεργασίας των αποβλήτων της πρώτης βιομηχανίας, που είναι η ουσία του προβλήματος, αλλά η συγχώνευση των δύο εταιρειών, που θα αποσκοπεί σε μια ρεαλιστικότερη, εσωτερικότερη διευθέτηση και προσαρμογή των δεδομένων της ρύπανσης και των εξόδων παραγωγής.
Εκτός όμως από ορισμένες πολύ εξειδικευμένες περιπτώσεις λειτουργίας αυτής της μεθόδου, από τη στιγμή που το ζήτημα δεν αντιμετωπίζεται ουσιαστικά και αντιρρυπαντικά στην πρώτη βιομηχανία, τίποτε μα τίποτε δεν εγγυάται, με την ισχύουσα νεοφιλελεύθερη ασυδοσία, ότι η μεγαλύτερη τώρα και διευρυμένα ισχυρότερη κοινοπραξία δεν θα συνεχίσει να ρυπαίνει, και μάλιστα λόγω μεγέθους, σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Ποιος μπορεί επομένως, ελαφρά τη καρδία, να απορρίψει μια ουσιαστική θεώρηση των πραγμάτων, αλλά ακόμη παραπέρα και την ουσιαστική σύζευξη, και σε εκπαιδευτικό επίπεδο, φιλοσοφίας και τεχνοεπιστήμης, τεχνοεπιστήμης και ηθικής;
πηγή: efsyn.gr - el.wikipedia