Το Σύμπαν ολόκληρο εμπεριέχεται και εναρμονίζεται στους Ορφικούς Ύμνους, και κοινός παρονομαστής αποτελεί η σχεδόν στερεότυπη ευχή στο τέλος κάθε ύμνου, άμεσα συνδεδεμένη με τον μύστη, και δηλωτική της αδιατάρακτης και μυστηριακής σχέσης μεταξύ υμνητή και υμνολογουμένου.
Οι 87 Ορφικοί Ύμνοι, καθώς και η ευχή προς Μουσαίον είναι θρησκευτικά άσματα που ανήκουν στην Λυρική ποίηση. Το ότι σε αρκετούς από αυτούς περιλαμβάνεται το στοιχείο της αφήγησης για τους Θεούς, τους προσδίδει ενίοτε έναν επικό χαρακτήρα. Η χρονολόγηση τους αποτελεί χρόνιο σημείο διαφωνιών και τριβής μεταξύ των ειδικών της επιστημονικής κοινότητας. Κάποιοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για κείμενα παλαιότερα και από τα Ομηρικά, ενώ άλλοι τα τοποθετούν σε μεταγενέστερα χρόνια θεωρώντας τα έργα της σχολής των Νεοπλατωνικών.
Σύμφωνα με μαρτυρία του Ηροδότου, η περισυλλογή των Ορφικών κειμένων έγινε από ομάδα ειδικών με επικεφαλής τον σοφό Ονομάκριτο, κατ’ εντολή του Πεισιστρατίδη Ιππάρχου τον 6ο π.Χ αιώνα. Κατηγορήθη δε ο Ονομάκριτος από τον Λάσο τον Ερμιονέα, πως κατά τη συλλογή των Ύμνων θέλησε να ενθέσει δικούς του στίχους. Ο Ίππαρχος τότε εξόρισε τον Ονομάκριτο, και αυτό είναι ενδεικτικό του σεβασμού που έτρεφαν οι αρχαίοι για τα Ορφικά κείμενα. (Ηροδ. VII, 6). Στην προσωπικότητα του Ονομάκριτου και τη συμμετοχή του στη συλλογή και καταγραφή των Ορφικών κειμένων έχει αναφερθεί και ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς. Οι μαρτυρίες λοιπόν αυτές επιβεβαιώνουν την ύπαρξη των κειμένων τον 6ο π.Χ αιώνα.
Το 1967 ο αστρονόμος Κ.Χασάπης έφερε μια επανάσταση στη χρονολόγηση των Ορφικών Ύμνων. Στη διατριβή του με τίτλο «Η Ελληνική αστρονομία της β΄ π.Χ χιλιετίας κατά τους Ορφικούς ύμνους» υποστήριξε πως οι Ορφικοί ύμνοι, ως προς το περιεχόμενο ανάγονται τουλάχιστο στον 14ο π.x αιώνα. Βασισμένος στον ύμνο προς τον Απόλλωνα και ιδιαίτερα στο στίχο «μίξας χειμώνος θέρεός τ’ ίσον αμφοτέροισιν», απέδειξε αστρονομικά πως η ισότητα αυτήν των εποχών (χειμώνα –καλοκαιριού) συνέβη κατά το έτος 1366π.Χ.
Τα Ορφικά κείμενα παρουσιάζουν γλωσσική ανομοιογένεια. Οι υποστηρικτές της μεταγενέστερης χρονολόγησης λένε πως η γλώσσα των ύμνων είναι μίμηση της Ομηρικής και της Ησιόδειας, ενώ οι υποστηρικτές της πρωιμότερης χρονολόγησης αποδίδουν αυτήν την ανομοιογένεια στην επήρεια των αιώνων. Συνεχίζουν λέγοντας πως είναι Αιολικής διαλέκτου με προσμίξεις Αττικής διότι η περισυλλογή του έγινε τον 6ο π.Χ αιώνα. Σύμφωνα με αυτούς, οι Ορφικοί Ύμνοι είναι αρχαιότατα κείμενα της β’ π.Χ χιλιετίας ως προς το περιεχόμενο, με γλωσσική απόδοση του 6ου π.Χ αιώνα.
Το περιεχόμενο των Ορφικών Ύμνων είναι δισυπόστατο: τα φυσικά στοιχεία εμπεριέχουν και ανθρωπομορφισμό, και αντίστοιχα οι θεότητες διαθέτουν και Συμπαντικό χαρακτήρα. Αυτό το σύμφυτο των στοιχείων ανθρωπομορφικού και κοσμογονικού που χαρακτηρίζει τους Ορφικούς Ύμνους, οδηγεί στην ανδρόγυνη ρίζα της Ορφικής θεολογίας. Ενδεικτικό είναι και ο μεγάλος αριθμός ύμνων αφιερωμένων στον διφυή, δισυπόστατο Διόνυσο. Μια άλλη κατηγορία δε που αναφέρεται σε αφηρημένες έννοιες (Νέμεση, Δίκη, Νόμο, Τύχη, κλπ) φανερώνει μια προηγμένη θεωρητική αντίληψη.
ΟΛΟΙ ΟΙ (87) ΥΜΝΟΙ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ:
πηγή: Βιβλίο «Ορφικοί Ύμνοι», Δ.Π.Παπαδίτσας-Ελένη Λαδιά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας.