Το σπουδαιότερο ζήτημα που έχουμε να εξετάσουμε αναφορικά με την Ελληνική Φιλοσοφία, είναι να μάθουμε, ποια ήταν η φύση και η έκταση της ασκηθείσης επίδρασης στο ελληνικό πνεύμα απ’ αυτό που κάποιοι ονομάζουν Ανατολική Σοφία. Είναι μία ιδέα διαδεδομένη ακόμα και σήμερα, ότι δηλαδή οι Έλληνες πήραν την Φιλοσοφία τους κατά κάποιο μέτρο από την Αίγυπτο και την Βαβυλώνα και πρέπει κατά συνέπεια, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε όσο είναι δυνατόν καθαρά την πραγματική σημασία αυτής της βεβαίωσης. Και για ν’ αρχίσουμε, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι κανένας συγγραφέας της εποχής κατά την οποία άνθισε η Ελληνική Φιλοσοφία δεν λέει ότι αυτή ήρθε από την Ανατολή. Ο Ηρόδοτος δεν θα παρέλειπε να αναφέρει αυτό το γεγονός αν είχε ακούσει να μιλούν γι’ αυτό, γιατί θα εύρισκε βεβαίωση της δικής του πίστης στην αιγυπτιακή προέλευση της Θρησκείας και εν γένει του ελληνικού πολιτισμού (1).
Ο Πλάτων που, για άλλους λόγους, έτρεφε ένα πολύ μεγάλο σεβασμό για τους Αιγυπτίους, δινει καθαρά να καταλάβουμε πως αυτοί ήταν ένας πρακτικός λαός μάλλον παρά φιλόσοφος, ότι το θυμοειδές είναι χαρακτηριστικά των Θρακών και των Σκύθων και ότι το φιλομαθές εκείνο των Ελλήνων, και λέει ότι βρίσκουμε το φιλοχρήματον στην Φοινίκη και την Αίγυπτο. Στους “Νόμους” όπου οι Αιγύπτιοι επαινούνται τόσο ζωηρά για τον συντηρητισμό τους στην τέχνη, (747 β, 6) λέει ότι οι σπουδές των Μαθηματικών δεν έχουν αξία παρά αν απομακρύνουμε όλη την ανελευθερία και όλη την φιλοχρηματία από τις ψυχές των φοιτητών. Διαφορετικά, δημιουργούμε πανουργία αντί για σοφία, όπως μπορούμε να το δούμε απ’ το παράδειγμα των Φοινίκων, των Αιγυπτίων και πολλών άλλων λαών.
Ο Αριστοτέλης λέει ότι τα Μαθηματικά γεννήθηκαν στην Αίγυπτο (παρά το ότι η Ροδιακή Παράδοση ισχυρίζεται ότι τα δίδαξε στους Αιγύπτιους ο Έλλην Ακτίς) αν και τούτο θα χρησίμευε περισσότερο στον συλλογισμό του ν’ αναφέρει μια αιγυπτιακή φιλοσοφία. Δεν ήξερε λοιπόν τίποτε. Μόνον σε μία πολύ μεταγενέστερη χρονολογία, όταν οι Αιγύπτιοι ιερείς και οι Εβραίοι της Αλεξάνδρειας προσπαθούν, για τους δικούς τους λόγους, ν’ ανακαλύψουν στο δικό τους παρελθόν τις πηγές της Ελληνικής Φιλοσοφίας, βρίσκουμε δηλώσεις ακριβείς για ν’ αποδείξουν τάχα το ότι ήρθε αυτή στην Ελλάδα απ’ την Φοινίκη ή την Αίγυπτο. Ωστόσο εδώ πρέπει να σημειώσουμε δύο πράγματα. Πρώτα, η λέξη “Φιλοσοφία” έχει έλθει, εκείνη την εποχή, για να εγκλείσει μία θεολογία ενός τύπου λίγο ή πολύ μυστικού, και εφαρμοζόταν μάλιστα σε ποικίλες μορφές ασκητισμού. Δεύτερον, ό,τι ονομάζουν οι Αιγύπτιοι και Εβραίοι «αιγυπτιακή φιλοσοφία» δεν ήταν παρά το ελληνιστικό αποτέλεσμα της μετάπλασης αρχαίων αιγυπτιακών μύθων σε αλληγορίες. Είμαστε ακόμα σε μέτρο να κρίνουμε την ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης που έκανε ο Φίλων και μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι οι Αιγύπτιοι αλληγοριστές ήταν ακόμα πιο αυθαίρετοι, γιατί δουλεύαν σε υλικό πολύ περισσότερο ευνοϊκό. Τίποτα δεν μπορεί να είναι τόσο χοντροκομμένο όσο ο αλεξανδρινός μύθος της Ίσιδας και του Όσιρι. Ωστόσο ερμηνεύεται πρώτα σύμφωνα με τις ιδέες της μεταγενέστερης Ελληνικής Φιλοσοφίας και ύστερα δηλώνεται σαν η υποτιθέμενη αρχική πηγή αυτής της «αιγυπτιακής» «φιλοσοφίας».
Μπορούμε να πούμε πως αυτή η μέθοδος ερμηνείας έφτασε το κορυφαίο σημείο στο νεοπυθαγόρειο Νουμήνιο, από τον οποίο πέρασε στους χριστιανούς απολογητές. Είναι ο Νουμήνιος αυτός που ρωτά τι είναι ο Πλάτων “αν όχι ένας αττικίζων Μωϋσής”. Φαίνεται πιθανό, πράγματι ότι λέγοντας αυτό σκεφτόταν, ορισμένες ομοιότητες ανάμεσα στους “Νόμους” του Πλάτωνα και στον «Λεβιτικό Κώδικα», ομοιότητες οφειλόμενες απλώς στο γεγονός ότι ορισμένες νόμιμες πρωτογονικές ιδέες είναι εκπεφρασμένες και στο μεν όπως και στον δε κατά έναν ανάλογο της αντίστοιχης εθνικής παράδοσης τρόπο αλλά σ’ όλες τις περιπτώσεις ο Κλήμης και ο Ευσέβιος δίνουν σ’ αυτή την παρατήρηση μία αυθαίρετη προέκταση. Στην Αναγέννηση, αυτή η παράλογη σύγχυση ξαναγεννήθηκε μ’ όλη την υπόλοιπη αρχαία γραμματεία και ορισμένες ιδέες που προήλθαν από το Proeparatio Evangelica, συνέχισαν για πολύ καιρό να προσδίνουν ένα επίχρισμα υποτιθέμενης αλήθειας στις κρατούσες απόψεις πάνω σ’ αυτό το σημείο. Ο ίδιος ο Cudworth μιλάει μ’ ευαρέσκεια για την Αρχαία «Μοσχική» ή «Μωσαϊκή» «Φιλοσοφία», που διδάσκονταν από τον Θαλή και απ’ τον Πυθαγόρα. (2) Είναι σπουδαίο ν’ αντιληφθούμε αυτή την προκατάληψη, ακριβώς την τόσο βαθιά ριζωμένη, ενάντια στην πρωτοτυπία των Ελλήνων. Δεν έχει την πηγή της στις νεώτερες έρευνες για τις πίστεις των αρχαίων εθνών, γιατί αυτές οι έρευνες δεν έφεραν απολύτως τίποτε στο φως, που ν’ αποδεικνύει την ύπαρξη μιάς φοινικικής ή αιγυπτιακής «Φιλοσοφίας». Είναι απλούστατα ένα κατάλοιπο του υπερβολικού πάθους των Αλεξανδρινών για την θεολογική αλληγορία.
Φυσικά, κανένας δεν θα στηριζόταν σήμερα στον Κλήμη ή τον Ευσέβιο για να υποστηρίξει ότι η Ελληνική Φιλοσοφία είχε τάχα ανατολική προέλευση. Το επιχείρημα που οι νεώτεροι προτιμούν να επικαλούνται πάνω σ’ αυτή την άποψη, είναι η αναλογία των τεχνών και της θρησκείας. Βλέπουμε ολοένα και περισσότερο, λένε, ότι οι Έλληνες πήραν από την Ανατολή την τέχνη τους και πολλές από τις θρησκευτικές τους ιδέες και προφασίζονται ότι από εκεί προέρχεται επίσης, κατά πάσα πιθανότητα και η Φιλοσοφία τους. Ο συλλογισμός αυτός είναι ίσως ειδικός, αλλά δεν είναι καθόλου αποδεικτικός. Γιατί δεν λαμβάνει υπ’ όψη τον διαφορετικό ουσιαστικό τρόπο με τον οποίο αυτά τα πράγματα μεταδίδονται από έθνος σε έθνος. Ο υλικός πολιτισμός και οι τέχνες μπορούν να περάσουν εύκολα από ένα έθνος στο άλλο χωρίς τα έθνη αυτά να έχουν μία κοινή γλώσσα και ορισμένες ιδέες, θρησκευτικές, απλές, μπορούν να μεταδοθούν καλύτερα με το τυπικό παρά μέσω οποιουδήποτε άλλου δρόμου.
Αντίθετα, η Φιλοσοφία δεν μπορούσε να εκφρασθεί διαφορετικά παρά μέσα από μιαν εξαιρετικά καλλιεργημένη στις αφαιρέσεις γλώσσα, και να μεταδοθεί από μορφωμένους ανθρώπους, είτε με το μέσο των βιβλίων, είτε με την προφορική διδασκαλία. Συνεπώς, δεν γνωρίζουμε κανέναν Έλληνα, στην εποχή με την οποία ασχολούμαστε, που να γνώριζε αρκετά κάποια ανατολική γλώσσα για να διαβάσει ένα αιγυπτιακό βιβλίο ή ακόμα ν’ ακούσει τον λόγο ενός Αιγύπτιου ιερέα, και μόνον σε μία χρονολογία πολύ μεταγενέστερη, ακούμε να μιλούν για δασκάλους ανατολίτες που γράφουν και μιλούν τα Ελληνικά. Οι Έλληνες ταξιδιώτες στην Αίγυπτο συνέλεξαν εκεί χωρίς καμία αμφιβολία μερικές λέξεις αιγυπτιακές και είναι βέβαιο ότι οι ιερείς μπορούσαν να κατανοηθούν από τους Έλληνες με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Ήταν ικανοί να επιπλήξουν την Εκάτη για την οικογενειακή της περηφάνια και ο Πλάτων αφηγείται μια ιστορία του ίδιου είδους στην αρχή στον Τίμαιο. Αλλά αναγκάσθηκαν να χρησιμοποιήσουν διερμηνείς και είναι αδύνατο να συλλάβουμε πώς οι υψηλές φιλοσοφικές ιδέες θα μεταδίδονταν μέσω απλώς διερμηνέων δίχως υψηλή μόρφωση. (3)
Αντίθετα, η Φιλοσοφία δεν μπορούσε να εκφρασθεί διαφορετικά παρά μέσα από μιαν εξαιρετικά καλλιεργημένη στις αφαιρέσεις γλώσσα, και να μεταδοθεί από μορφωμένους ανθρώπους, είτε με το μέσο των βιβλίων, είτε με την προφορική διδασκαλία. Συνεπώς, δεν γνωρίζουμε κανέναν Έλληνα, στην εποχή με την οποία ασχολούμαστε, που να γνώριζε αρκετά κάποια ανατολική γλώσσα για να διαβάσει ένα αιγυπτιακό βιβλίο ή ακόμα ν’ ακούσει τον λόγο ενός Αιγύπτιου ιερέα, και μόνον σε μία χρονολογία πολύ μεταγενέστερη, ακούμε να μιλούν για δασκάλους ανατολίτες που γράφουν και μιλούν τα Ελληνικά. Οι Έλληνες ταξιδιώτες στην Αίγυπτο συνέλεξαν εκεί χωρίς καμία αμφιβολία μερικές λέξεις αιγυπτιακές και είναι βέβαιο ότι οι ιερείς μπορούσαν να κατανοηθούν από τους Έλληνες με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Ήταν ικανοί να επιπλήξουν την Εκάτη για την οικογενειακή της περηφάνια και ο Πλάτων αφηγείται μια ιστορία του ίδιου είδους στην αρχή στον Τίμαιο. Αλλά αναγκάσθηκαν να χρησιμοποιήσουν διερμηνείς και είναι αδύνατο να συλλάβουμε πώς οι υψηλές φιλοσοφικές ιδέες θα μεταδίδονταν μέσω απλώς διερμηνέων δίχως υψηλή μόρφωση. (3)
Αλλά, αλήθεια, δεν αξίζει τον κόπο ν’ αναρωτηθούμε αν η μετάδοση φιλοσοφικών ιδεών ήταν δυνατή ή όχι, εφόσον δεν έχει καθορισθεί ότι ο ένας ή ο άλλος απ’ αυτούς τους λαούς, είχε ν’ ανακοινώσει μία Φιλοσοφία. Τίποτα το παρόμοιο δεν ανακαλύφθηκε έως εδώ και όπως ξέρουμε, οι Ινδοί ήσαν ο μόνος λαός, πλάι στους Έλληνες, που είχαν ποτέ κάτι στοιχειωδώς άξιο αυτού του ονόματος. Πασιφανώς, κανένας δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι η Ελληνική Φιλοσοφία ήλθε από την Ινδία και πραγματικά όλα μας κάνουν να πιστέψουμε ότι είναι αντιθέτως η «Ινδική Φιλοσοφία» εκείνη που ήλθε από την Ελλάδα. Η σαφής χρονολόγηση της σανσκριτικής λογοτεχνίας είναι βεβαίως πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Αλλά από όσο μπορούμε να κρίνουμε, τα μεγάλα ινδικά συστήματα είναι πολύ μεταγενέστερα από την Ελληνική Φιλοσοφία και δη τις επιμέρους σχολές της με τις οποίες μοιάζουν περισσότερο αυτά τα συστήματα. Φυσικά, ο μυστικισμός των Ουπανισάδων και του Βουδισμού βγήκαν από την Ινδία και έχουν βαθιά επηρεάσει την Φιλοσοφία, αλλά δεν ήσαν ωστόσο «φιλοσοφίες» με την ακριβή έννοια που έχει η Ελληνική αυτή λέξη.
Σημειώσεις.
1. Όλα όσα λέει, είναι ότι η λατρεία του Διονύσου και η θεωρία της μετανάστευσης ήρθαν από την Αίγυπτο. Γνωρίζουμε σήμαρα ότι οι βεβαιώσεις αυτές είναι ανακριβείς τόσο η μία όσο και η άλλη. Αλλά ακόμα και στην αντίθετη περίπτωση, αυτό δεν θα μπορούσε να υπονοεί καμμία άμεση συνέπεια για την Φιλοσοφία.
2. Ο Στράβων (XVI σ. 757) μας πληροφορεί ότι ήταν ο Ποσειδώνιος αυτός που εισήγαγε τον Μόσχο της Σιδώνος στην Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας. Σε αυτόν, ο Ποσειδώνιος αποδίδει απλώς την ατομική θεωρία, αλλά η ταύτιση του Μόσχου με τον.. Μωϋσή είναι ένα πιο πρόσφατο τέχνασμα. Ο Φίλων της Βύβλου, δημοσίευσε την δήθεν μετάφραση μιας παλιάς φοινικικής ιστορίας, του «Σανσουνιάθων», που χρησιμοποιήθηκε από τον Πορφύριο και, αργότερα από τον Ευσέβιο. Πώς έγινε αυτό γνωστό στην συνέχεια, το βλέπουμε από τον λόγο του ξένου στο Le Vicaire de Wakefield, κεφ. XIV.
3. Η “ιθαγενής” του Comperz («Έλληνες Φιλόσοφοι»), που συζητεί την σοφία του λαού της με τον Έλληνα άρχοντά της, δεν μας πείθει. Δίδασκε χωρίς αμφιβολία στις υπηρέτριές της τις ιεροτελεστίες των ξένων θεαινών, αλλά δεν είναι πιθανόν να μιλούσε για Θεολογία με τον άνδρα της και ακόμα λιγώτερο για Φιλοσοφία ή Επιστήμη. Η χρήση της βαβυλωνιακής ως τάχα διεθνούς γλώσσας, μαρτυρεί ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν κάτι για την βαβυλωνιακή αστρονομία αλλά δεν εξηγεί καθόλου το πώς οι Έλληνες μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τους Αιγυπτίους. Είναι φανερό ότι οι Έλληνες δεν γνώριζαν τίποτα γι’ αυτή την υποτιθέμενη διεθνή γλώσσα, γιατί αν την γνώριζαν τότε θα είχαν γράψει και μιλήσει για αυτήν, όπως και για τόσα άλλα, με το γνωστό τους ενδιαφέρον.
πηγή: Εκηβόλος