Αυτό που ενδιαφέρει τον Αριστοτέλη είναι η λεγόμενη Πολιτική Δικαιοσύνη, δηλαδή ουσιαστικά η οργάνωση της κοινωνίας με τέτοιον τρόπο ώστε τα άτομα που ζουν μέσα σε μια πόλη να μπορούν να συμβιώνουν ομαλά ως ελεύθεροι και ίσοι πολίτες. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να συνυπάρξουν χωρίς δικαιικούς θεσμούς. Το δίκαιο έχει ως βασικό σκοπό να διαχωρίζει τις δίκαιες από τις άδικες πράξεις. Τι σημαίνει όμως δίκαιος και άδικος, ποιο είναι το κριτήριο της διάκρισης;
Υπάρχει, λέει ο Αριστοτέλης, το φυσικό παγκόσμιο δίκαιο (το κοινό) και το συμβατικό, το θετικό δίκαιο (το γεγραμμένο). Έτσι, ενώ υπάρχουν μορφές διακυβέρνησης και δικαιικά συστήματα που διαφέρουν από τόπο σε τόπο και μεταβάλλονται διαχρονικά, υπάρχει ταυτόχρονα και το δίκαιο το
οποίο είναι φυσικό, ανεξάρτητο από την ανθρώπινη θέληση, παγκόσμιο και διαχρονικό. Είναι κοινό, διότι κοινή είναι η φύση των ανθρώπων, κοινές οι ανάγκες τους και οι στόχοι τους.
Με τον Αριστοτέλη, λοιπόν, ξεκινά η μεγάλη παράδοση του φυσικού δικαίου στη δυτική νομική σκέψη, που φθάνει σήμερα μέχρι τον John Finnis και τον Ronald Dworkin. Βέβαια, πολύ δύσκολα ο Αριστοτέλης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί φυσικοδικαιιστής δεδομένου ότι συζητά με μεγάλη συντομία την έννοια του φυσικού δικαίου και κυρίως δεν φαίνεται να τον απασχολεί ιδιαιτέρως η αντίθεση του θετού με το φυσικό δίκαιο. Μάλιστα, οι απόψεις του βρίσκονται πολύ πιο κοντά στις σύγχρονες θεωρίες φυσικού δικαίου με μεταβαλλόμενο περιεχόμενο παρά σε εκείνες του Θωμά του Ακινάτη. Έτσι, για παράδειγμα, ο Kelly (1992: 17) εντοπίζει στο έργο του εκφράσεις που θυμίζουν έντονα τη θεωρία των προσταγών του John Austin («αναγκαστική δύναμις»). Το δίκαιο για τον Αριστοτέλη πρέπει να έχει γενικό χαρακτήρα. Όμως, το δίκαιο πρέπει να ρυθμίζει εξατομικευμένες ανθρώπινες συμπεριφορές. Εδώ συλλαμβάνεται η αριστοτελική πρόσληψη για τη θέση του ατόμου μέσα στην κοινότητα, στην πόλη.
Ο άνθρωπος ως ατελές ον έχει μέσα του την τάση για βελτίωση και ολοκλήρωση (εντελέχεια) η οποία τον ωθεί προς ένα "τέλος", που για τον Αριστοτέλη ταυτίζεται με την πλήρη ανάπτυξη, την πραγματοποίηση των δυνατοτήτων του. Τι εννοεί όμως ο Αριστοτέλης ως "τέλος" στην περίπτωση της πόλεως, της κοινωνίας; Από το πρώτο κεφάλαιο των πολιτικών, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει πως η «τέλειος πόλις» σκοπό έχει το «ευ ζην» (Πολιτικά 1252b 2730) που μπορεί να ορισθεί ως ηθική και πνευματική, αλλά επίσης και ως υλική ευδαιμονία (αλλιώς δεν θα έδινε στο ίδιο απόσπασμα τόσο μεγάλη έμφαση στην αυτάρκεια). Ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος του δικαίου στην πορεία αυτή;
Γίνεται γενικά αποδεκτό πως για τον Αριστοτέλη η οργάνωση της πολιτείας και το δίκαιο έχουν σαν σκοπό την πραγματοποίηση του γενικού συμφέροντος, δηλ. της κοινωνικής ευημερίας και μάλιστα όχι μόνο της κοινωνίας ως συνόλου, αλλά της ευημερίας όλων των πολιτών (ΜιχαηλίδηςΝουάρος 1982: 322, 342). Στα Ηθικά Νικομάχεια (8.1160a.10) το λέει καθαρά: “αι δε κοινωνίαι … συμπορεύονται γαρ επί τινι συμφέροντι” και επίσης πως «η πολιτική δε κοινωνία του συμφέροντος χάριν δοκεί και εξ αρχής συνελθείν και διαμένειν. τούτου γαρ και οι νομοθέται στοχάζονται και δίκαιόν φασιν είναι το κοινή συμφέρον». Ταυτόχρονα, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι το δίκαιο οδηγεί στην καλή ζωή. Το καλό λοιπόν είναι πρότερο του δικαίου ή δίκαιο είναι ό,τι είναι καλό για την πόλη.