Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου
Ο Πολ Φεγεράμπεντ (1924-1994) είναι ένας σύγχρονος φιλόσοφος της επιστήμης που πραγματικά προκάλεσε μια νέα ενδιαφέρουσα ζύμωση προβληματισμών και αντιπαραθέσεων στον χώρο της φιλοσοφίας της επιστήμης. Ενώ η παραδοσιακή θεωρία της λογικής ανασυγκρότησης της επιστήμης διατεινόταν ότι υπάρχουν και πρέπει να υπάρχουν καθολικοί μεθοδολογικοί κανόνες με βάση τους οποίους η επιστήμη οδηγείται στην αληθινή επιστημονική γνώση, ο Φεγεράμπεντ υιοθετεί μια αναρχική θεωρία για τη γνώση και απορρίπτει αυτούς τους κανόνες τους οποίους συγκροτούν οι επιστήμονες, προκειμένου να τους οδηγήσουν υποτίθεται σε ασφαλή γνώση.
Ο Φεγεράμπεντ δεν διατείνεται ότι είναι ενάντια στην επιστήμη, αλλά ότι αυτή πρέπει να γίνει λιγότερο δογματική και ανοιχτή στον τρόπο που αποφαίνεται για την επιστημονική αλήθεια. Το κυριότερο στοιχείο που προκάλεσε το ενδιαφέρον μου για τον Φεγεράμπεντ είναι η πολύ σημαντική του ιδέα για τη σχέση θεωρίας και παρατηρησιακής γλώσσας (τα γλωσσικά πορίσματα από τα παρατηρούμενα δεδομένα). Η παραδοσιακή θεωρία της επιστήμης, που ανασυγκροτεί τη γνώση λογικά, δεν κάνει καμιά διάκριση μεταξύ παρατηρησιακής γλώσσας και θεωρίας υιοθετώντας την άποψη ότι οι επιστημονικές γλωσσικές προτάσεις είναι ανεξάρτητες από τη θεωρία του παρατηρησιακού επιπέδου και παρέχουν αξιόπιστους ελέγχους σε οποιεσδήποτε θεωρίες για τη γνώση. Επίσης, διατείνεται ότι η παρατήρηση και τα πειράματα προσδίδουν εμπειρική σημασία στη θεωρία. Ο Φεγεράμπεντ , αντίθετα, ισχυρίζεται ότι συμβαίνει το αντίθετο, ότι δηλαδή η θεωρία καθορίζει, επηρεάζει και προσδίδει το δικό της περιεχόμενο στην παρατήρηση και τα πειράματα. Με λίγα λόγια, μας λέει ο Φεγεράμπεντ, ότι κάθε ερμηνεία που δίνουμε σε μια παρατήρηση ή σε ένα πείραμα εξαρτάται και καθορίζεται από το πώς προσλαμβάνουμε και θεωρούμε τα πράγματα αποκτώντας θεμελιώδη ρόλο το υποκείμενο. Λέει χαρακτηριστικά ότι "η ερμηνεία μιας παρατηρησιακής γλώσσας προσδιορίζεται από τις θεωρίες, που χρησιμοποιούμε για να εξηγήσουμε ό,τι παρατηρούμε, και αλλάζει, όταν αλλάζουν οι θεωρίες".
Ο Φεγεράμπεντ ισχυρίζεται ότι δεν είναι ανάγκη η επιστήμη να ακολουθεί δογματικά κάποιους μεθοδολογικούς κανόνες για να προοδεύσει στη γνώση, αλλά άμεσα να λαμβάνει χώρα ένας διάλογος μεταξύ των επιστημόνων για να καθορίζεται το πλαίσιο συγκρότησης των κανόνων ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίσταση ώστε να επιτευχθεί μια πιο κατάλληλη επιστημονική μεθοδολογία ελέγχου για τη γνώση.
Για να καταστεί περισσότερο κατανοητή η φιλοσοφική άποψη του Φεγεράμπεντ περί της εξάρτησης κάθε παρατηρησιακής γλώσσας από τη θεωρία που κομίζει έσω του το υποκείμενο, θα παραβάλλουμε ως μορφή θεωρίας του υποκειμένου τις υποθέσεις που κάνει ο επιστήμονας πριν διεξαχθεί ένα πείραμα ή μια γλωσσική διαπίστωση από τα παρατηρούμενα φαινόμενα. Κάθε γλωσσική πρόταση που διατυπώνεται σε σχέση με τα παρατηρούμενα γεγονότα, ή τα πειράματα, που πραγματοποιούνται, δεν έχει απόλυτο αντικειμενικό κύρος αλλά εξαρτάται και απορρέει από τις υποθέσεις, τις απόψεις ή τις θεωρήσεις παντοίου τύπου (θρησκευτικές, πολιτισμικές, μεταφυσικές κ.λπ) που κομίζει το υποκείμενο (επιστήμονας) από την εμπειρική ζωή του.
Απόσπασμα από το την εισαγωγή στο βιβλίο του Paul Feyerabend "ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΜΕΘΟΔΟ":
Ο Feyerabend είναι ένας από τους ριζοσπαστικότερους
«φιλοσόφους» της επιστήμης, έναν τίτλο που δεν επιθυμούσε
ιδιαίτερα. Στο χώρο της μελέτης της επιστήμης είναι ένας
«μεθοδολογικός αναρχιστής» (ενώ πολιτικά είναι φιλελεύθερος σοσιαλιστής).
Προσπάθησε να δείξει ότι «Όλα επιτρέπονται». Επιχείρησε, δηλαδή, να πείσει πως δεν υπάρχουν
μεθοδολογικοί κανόνες τους οποίους ακολουθούν πιστά οι
επιστήμονες στη δράση τους, όπως ισχυρίζονται οι φιλόσοφοι
της επιστήμης ότι συμβαίνει. Για τον Feyerabend η επιστήμη
είναι μια δύναμη καταναγκασμού, τέτοια ώστε αν κάτι
φαίνεται ότι δεν μπορεί να μελετηθεί με τις μεθόδους της, τότε
«απορρίπτεται» ή περιθωριοποιείται ως πεδίο έρευνας.
Ασκώντας κριτική στις θεωρίες του επαγωγισμού, της
θεμελιοκρατίας και του λογικού θετικισμού, υποστήριξε πως
δεν υπάρχει καμιά περιγραφή επιστημονικής μεθόδου τόσο
ευρεία ώστε να μπορεί να συμπεριλάβει όλες τις προσεγγίσεις
και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται από επιστήμονες. Ο
Feyerabend ήταν αντίθετος με την ιδέα μιας τυποποιημένης
επιστημονικής μεθόδου, με το επιχείρημα ότι κάθε τέτοια
μέθοδος θα έπνιγε και θα καθήλωνε την επιστημονική πρόοδο.
Ο ισχυρισμός του ήταν ότι: «Η μόνη αρχή που δεν εμποδίζει την
πρόοδο είναι το: όλα επιτρέπονται».
Την προαναφερόμενη θέση την υπερασπίστηκε στο
Ενάντια στη Μέθοδο: κανένας μεθοδολογικός κανόνας δεν
επιβάλλεται (τουλάχιστον με απόλυτο τρόπο) στην
επιστημονική έρευνα. Οι επιστήμονες ψάχνουν από μόνοι τους
και κατά συνέπεια οι κανόνες που θα μπορούσαν να
εφαρμόσουν είναι πολλοί και δεν πρέπει να υφίστανται περιορισμούς. Μάλιστα διατύπωσε την άποψη ότι το σύστημα
το οποίο προτείνει είναι πιο ανθρωπιστικό από αυτό το οποίο
υποστηρίζει ότι θα πρέπει να ακολουθούνται αυστηροί κανόνες
έρευνας. Αυτό διότι πιστεύει ότι το να ακολουθεί κανείς πιστά
την επιστήμη με τον τρόπο που δουλεύει σήμερα (στην εποχή
του και σήμερα) απανθρωποποιεί τον άνθρωπο – τον κάνει να
αποβάλλει την υποκειμενικότητά του.
Τονίζει ότι στην ιστορία της επιστήμης οι περισσότερες
πρόοδοι επιτεύχθηκαν σε καταστάσεις κατά τις οποίες είχε
παραβιαστεί κάθε μεθοδολογικός κανόνας. Τη θέση του την
υποστηρίζει μέσα από παραδείγματα της ιστορίας της
επιστήμης τα οποία θεωρούνται ότι αποτελούν αναμφισβήτητη
πρόοδο για την επιστήμη (για παράδειγμα, η Κοπερνίκεια
επανάσταση).Αυτό το οποίο προκύπτει από τις θέσεις του
είναι ότι αν σε αυτές τις περιπτώσεις ακολουθούνταν οι
μεθοδολογικοί κανόνες τους οποίους υποτίθεται ότι πρέπει να
ακολουθεί η επιστήμη, τότε το πιο πιθανό είναι ότι καμιά
πρόοδος δεν θα είχε επιτευχθεί.
Κατά συνέπεια, εφόσον δεν ακολουθούνται
συγκεκριμένοι (πόσο μάλιστα αυστηροί) μεθοδολογικοί
κανόνες στην έρευνα, σημαίνει ότι μπορεί κανείς να έχει μια
πιο «χαλαρή» αντιμετώπιση της επιστήμης: γιατί θα πρέπει να
ακολουθεί κανείς τα συμπεράσματά της, αφού αυτά δεν είναι
αποτελέσματα κάποιας πολύ συγκεκριμένης και τυπικής,
σταθερά επαναλαμβανόμενης και επιτυχούς μεθόδου;
Αυτό σημαίνει ότι κατά κάποιο τρόπο ο κόσμος, οι
άνθρωποι, απελευθερώνονται από ένα είδος «καταπίεσης»:
αυτήν που επιβάλλεται από την επιστήμη, αν θεωρήσουμε την
επιστήμη σαν τη «βασιλική οδό» προς την αλήθεια. Γι’ αυτό το
λόγο ισχυρίστηκε ότι η επιστήμη δεν πρέπει να έχει μια ιδιαίτερη θέση στην κοινωνία, πιο σημαντική, δηλαδή, από
άλλες δραστηριότητες και μάλιστα πρότεινε ότι οποιαδήποτε
άποψη θα έπρεπε να γίνεται αποδεκτή ή τουλάχιστον να έχει
δυνατότητες ίσης παρουσίας, όπως η επιστήμη.
Το σημείο αυτό αξίζει λίγο περισσότερη προσοχή. Ο
Feyerabend δεν εναντιώθηκε προς την επιστήμη ως έναν
μηχανισμό παραγωγής γνώσης ο οποίος πρέπει να εξοβελισθεί
από την καθημερινή πρακτική. Αυτό για το οποίο επέμενε είναι
ότι πρέπει να δώσουμε και σε άλλους παράγοντες/φορείς της
εποχής μας τη δυνατότητα παρουσίας και προβολής και όχι τη
μοναδική δυνατότητα έκφρασης να την έχει η επιστήμη. Άρα
μπορούμε να ισχυριστούμε ότι εναντιώνεται στη δυνατότητα
που έχει η επιστήμη και οι επιστήμονες να ασκούν εξουσία η
οποία- σε κάποιες περιπτώσεις - να είναι απόλυτη.
Παράλληλα επισήμανε ότι οι επιστήμονες σε κάθε
παρατήρηση κάνουν ενδόμυχες παραδοχές με βάση τις οποίες
προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση
οι απόψεις των επιστημόνων μπορεί να μη ταιριάζουν με ό,τι
παρατηρούν και γι’ αυτό κάνουν ad hoc τροποποιήσεις. Μέσω
των ad hoc τροποποιήσεων φτάνουν στο αποτέλεσμα που
θέλουν. Έτσι, στην περίπτωση του Γαλιλαίου, οι ad hoc
τροποποιήσεις που έκανε ο ίδιος απείχαν από κάποια ιδεατή
ορθολογιστική φόρμα με την οποία θα μπορούσε να δουλεύει η
επιστήμη της εποχής του. Για το λόγο αυτό, μάλιστα, ο
Feyerabend θεωρεί ότι η εκκλησία της εποχής του Γαλιλαίου
(αλλά και σε πολλές περιπτώσεις και της εποχής μας) λειτουργούσε / λειτουργεί ορθολογικότερα (ας επιτραπεί ο
συγκριτικός βαθμός) από τον ίδιο τον Γαλιλαίο ή γενικά την
επιστήμη. Και επειδή οι επιστήμονες κάνουν οποιοδήποτε
«κόλπο» για να επιβεβαιώσουν και να προωθήσουν τη θεωρία
τους, τότε…όλα επιτρέπονται (anything goes). Ο ίδιος λέει ότι
αυτό είναι περισσότερο η αγωνιώδης κραυγή κάποιου
ορθολογιστή που διαπιστώνει ότι όλα ταιριάζουν, παρά μια
μεθοδολογική αρχή.
Τέλος, θεωρεί, πως πάντα είναι προτιμότερο να
«κυκλοφορούν» παράλληλα, ταυτοχρόνως, διαφορετικές
επιστημονικές απόψεις και ότι μέσω μιας τέτοιας πρακτικής
προοδεύει η γνώση περισσότερο από όσο όταν επικρατεί μία
μόνο άποψη.
Όσον αφορά το ρόλο της φιλοσοφίας στο χώρο της
επιστήμης, ο Feyerabend διατύπωσε την άποψη ότι η φιλοσοφία
δεν έχει τα μέσα να καταδείξει τι είναι επιστημονικό και τι όχι.
Μάλιστα ισχυρίστηκε ότι αν οι επιστήμονες θέλουν να
προοδεύσει η επιστήμη, δεν θα πρέπει να πάρουν υπόψη τους
τη φιλοσοφία της επιστήμης.
Αρνείται το κριτήριο της συνοχής μιας νεότερης θεωρίας
με μια παλαιότερη, διότι αυτό σημαίνει ότι η παλαιότερη
αποκτά «προνόμια» σε σχέση με τη νεότερη. Αυτό που μάλλον
κάνουν οι επιστήμονες όταν επιλέγουν μια νεότερη θεωρία που
ταιριάζει καλύτερα με μια παλαιότερη, είναι περισσότερο μια
αισθητική παρά μια λογική επιλογή. Στην πραγματικότητα, με
τις επιλογές τους, αυτό που «κερδίζουν» οι επιστήμονες, οι
οποίοι την εισάγουν στο συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο,
είναι ότι πιο εύκολα οι ίδιοι αποδέχονται κάτι νέο, επειδή αυτό το συγκεκριμένο νέο ταιριάζει με το παλιό εννοιολογικό σχήμα
που ήδη έχουν και χρησιμοποιούν. Έτσι η καινοτομία, η νέα
λύση σ’ ένα παλιό πρόβλημα, γίνεται πιο εύκολα αποδεκτή και
από τα υπόλοιπα μέλη της επιστημονικής ομάδας.
Διαψευσιμότητα – Ασυμμετρία
Ο Feyerabend απορρίπτει το κριτήριο της
διαψευσιμότητας του Popper. Είναι προφανές ότι καμιά
θεωρία δεν μπορεί να ταιριάξει με όλα τα γεγονότα που
προσπαθεί να εξηγήσει και ότι σε πολλές περιπτώσεις οι
επιστήμονες αναδιαρθρώνουν τις θέσεις τους για να
ταιριάξουν αυτά τα οποία παρατηρούν και ότι πολλές φορές
χρησιμοποιούν ad hoc υποθέσεις.
Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα δημιουργίας ad hoc
υποθέσεων μπορεί να είναι η χρήση τηλεσκοπίων την εποχή
του Γαλιλαίου: στο βαθμό που εκείνη την εποχή δεν
χρησιμοποιούσαν τηλεσκόπια για παρατηρήσεις, είναι επόμενο
ότι όσοι τα χρησιμοποίησαν θα έπρεπε να κάνουν ad hoc
υποθέσεις και τροποποιήσεις της θεωρίας τους. Αυτό κρίνεται
απαραίτητο όταν θεωρεί κανείς ότι είναι αναγκαία μια θεωρία
(οπτικής, στη συγκεκριμένη περίπτωση) η οποία να παρέχει
θεωρητική υποστήριξη στο όργανο με το οποίο κάνουμε την
παρατήρηση. Πιο απλά: δεν είναι πάντα άμεσα και
αναμφισβήτητα αποδεκτό ένα καινούργιο όργανο προς διεκπεραίωση μιας ερευνητικής δουλειάς. Δεν ενδιαφερόταν πολύ για το θέμα της ασυμμετρότητας
(αν και είναι από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν την
έννοια, την ίδια χρονιά που βγήκε η Δομή του Kuhn), στο βαθμό
που δεν είναι εύκολο να ορίσουμε επακριβώς την έννοια της
ασυμμετρότητας και από την άλλη, για τον Feyerabend, είναι
μάλλον αδύνατον να συγκριθούν δύο θεωρίες οι οποίες είναι
διαφορετικές.
Δεν δέχεται τη διάκριση θεωρητικής –παρατηρησιακής
γλώσσας: διατυπώνει την άποψη ότι όλοι οι όροι είναι στην
ουσία θεωρητικοί όροι. Στη βάση της προηγούμενης παραδοχής
υποστηρίζει ότι το νόημα των όρων καθορίζεται από τη θεωρία,
παρά το αντίθετο. Με κάποια άλλη διατύπωση: μια θεωρία
αποδίδει το νόημά της σε ένα σύνολο εμπειρικών δεδομένων,
παρά η θεωρία αποκτά νόημα εξ αιτίας των εμπειρικών
δεδομένων. Οι όροι, συνεπώς, αποκτούν τη σημασία τους στο
πλαίσιο μιας θεωρίας. Έτσι όροι που χρησιμοποιούνται στο
πλαίσιο διαφορετικών θεωριών είναι ασύμμετροι.
Γενική συνέπεια των απόψεων αυτών είναι ότι μπορεί να
προκύψει ο σχετικισμός, με την έννοια ότι δεν έχουμε κάποια
ορθολογική βάση για να επιλέξουμε μεταξύ ανταγωνιστικών
επιστημονικών θεωριών. Φαίνεται ότι τέτοιες απόψεις έχουν
επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την Κοινωνιολογία της Γνώσης.
Ο Feyerabend διατυπώνει την άποψη ότι επειδή η
επιστήμη δεν μπορεί να βασιστεί σε μια παγκόσμια
υπεριστορική ορθολογικότητα, γι’ αυτό τον λόγο θα έπρεπε να
μην έχει κυρίαρχο status έναντι άλλων καταστάσεων, όπως, για παράδειγμα, η θρησκεία. Μάλιστα ισχυρίστηκε ότι όπως οι
θρησκείες διαχωρίζονται από το κράτος, έτσι θα πρέπει να
χωριστεί και η επιστήμη από το κράτος. Τις παρατηρήσεις
αυτές τις κάνει κυρίως επειδή ένα παιδί θα μπορούσε να λάβει
(ή όχι) συγκεκριμένη θρησκευτική αγωγή, αλλά δεν θα
μπορούσε να αποφύγει μια εκπαίδευση που βασίζεται στη
επιστήμη. Είναι φανερό ότι οι γονείς δεν μπορούν να έχουν
έλεγχο της εκπαίδευσης των παιδιών τους στο σημείο αυτό.
Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι η επιστήμη απορρίπτει διάφορες
καταστάσεις και πρακτικές –όπως η αστρολογία, για
παράδειγμα - χωρίς να μπορεί, η επιστήμη, να υποστηρίξει την
απόρριψή τους. Κατά την άποψή του θα ήταν καλύτερα να
είχαμε μια πλουραλιστική κοινωνία η οποία θα ήταν
προστατευμένη τόσο από την επιστήμη όσο και από τις
διάφορες ιδεολογίες. Το ζητούμενο, δηλαδή, είναι μια κοινωνία
στην οποία η παράλληλη παρουσία διαφόρων συγκροτημένων
θεωριών ή γενικών απόψεων θα προστάτευε την κοινωνία
αυτή από την απόλυτη κυριαρχία κάποιων ιδεών.