Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου
Στην νεωτερική περίοδο της ιστορίας υπάρχουν αρκετοί μελετητές της ιστορίας της μυθολογίας και ανθρωπολόγοι που ισχυρίζονται ότι η μύθος αποτελεί ένα προλογικό και κατώτερο στάδιο της ανθρώπινης σκέψης το οποίο διαδέχτηκε η φιλοσοφία και η επιστήμη. Πρόκειται για έναν ισχυρισμό που δεν είναι αληθής πλέον. Ο σύγχρονος ανθρωπολογικός δομισμός ή στρουκτουραλισμός του C. Levy Strauss ως μέθοδος κατανόησης της ανθρώπινης κοινωνίας και του πολιτισμού απέδειξε τη χρησιμότητα του μύθου στο να κομίσει αλήθειες για τα πάντα σε μορφή συμβολικής αφήγησης και να τις σώσει στη συλλογική μνήμη των λαών στο στάδιο εκείνο της ιστορίας που ο γραπτός λόγος είτε δεν ήταν πρόσφορο εργαλείο για να τις αποθηκεύσει στην εν λόγω μνήμη επειδή ο προφορικός λόγος ήταν απόλυτα κυρίαρχος στις αρχαίες κοινότητες είτε γιατί η δομή των μύθων έπαιζε καταλυτικότερο ρόλο στην διαχρονική διατήρηση αυτών των αληθειών μέσα στις κοινωνίες, εμπερικλείοντας μαζί με αυτές και αστρονομικές ή θεολογικές αποτυπώσεις στα νοήματά τους.
Ο μύθος, ισχυρίζονται οι δομιστές ανθρωπολόγοι, κομίζει, όπως ο λόγος, την αληθινή γνώση με την ίδια λογική δομή που έχει και ο Λόγος. Οι δομιστές/στρουκτουραλιστές ανακάλυψαν μια μεγάλη διαφορά μεταξύ Λόγου και Μύθου, την οποία αγνοούν ή δεν λαμβάνουν υπόψη πολλοί σύγχρονοι επιστημολόγοι ή ανθρωπολόγοι. Το περιεχόμενο του νοήματος του μύθου είναι πλουσιότερο σχετικά με την διεπιστημονική του προσέγγιση σε σύγκριση με αυτό του Λόγου ως προς το ότι φέρει μέσα του, εκτός από ένα λογικό νόημα κατανόησης του κόσμου, και στοιχεία του συλλογικού ή ατομικού ασυνειδήτου που εκλύουν συμβολικά αρχέτυπα και ιδιαιτερότητες του ατομικού ή συλλογικού ψυχικού βίου μιας κοινωνίας.
Γράφει συγκεκριμένα ο Σαλλούστιος στο έργο του Περί Θεών και Κόσμου ΙΙΙ, 4 για τη λειτουργία του μύθου:
".....το να θελήσει κανείς να διδάξει προς όλους τους ανθρώπους την αλήθεια περί των Θεών θα προκαλέσει στους ανόητους την περιφρόνηση, λόγω της αδυναμίας τους να κατανοήσουν, στους μορφωμένους την αδιαφορία. Δια της συγκαλύψεως της αλήθειας μέσω των μύθων δεν διατρέχουμε τον κίνδυνο να προκαλέσουμε την περιφρόνηση στους πρώτους και καταφέρνουμε να προτρέπουμε τους δεύτερους να καταγίνονται με τη φιλοσοφία."
Ο μύθος σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί προ-λογικό στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά λογικό στάδιο, όπως και η επιστήμη, με τη διαφορά ότι η λειτουργία του συνδέεται με την καλλιέργεια και την εγγραφή μιας εθιμικού τύπου συλλογικής μνήμης αληθειών τόσο στο κοινωνικό ενσυνείδητο όσων είναι σε θέση να κατανοούν τις αντιστοιχίες των συμβολισμών με τις ανάλογες κοσμικές αλήθειες, όσο και στο κοινωνικό ασυνείδητο όσων δεν έχουν αναπτύξει ακόμα τη διανοητική λειτουργία των λογικών κανόνων της νόησης.
Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι γνώριζαν πολύ καλά τη σημαντική λειτουργία και συμβολή του μύθου, ως κωδικοποιημένης από το απώτατο παρελθόν γνώσης, στην ανάπτυξη της κλασικής τέχνης και, περισσότερο. της φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία γεννήθηκε μέσα από την ανάγκη του ανθρώπου να αναλύσει, να συλλάβει και να αντιστοιχίσει τα μυθικά νοήματα που του προκαλούσαν τον θαυμασμό και την οργιώδη φαντασία με τα φυσικά ή μη φαινόμενα. Ο φιλόσοφος Πρόκλος στα Σχόλια στον Ευκλείδη (120.25-121.07) θεωρεί καθοριστική τη λειτουργία των μύθων στο να αρχίσουμε να φιλοσοφούμε αληθινά, επειδή μόνο οι μύθοι έχουν τη δύναμη να μας εξάψουν τη δημιουργική φαντασία με το παράλογο στοιχείο των σκηνοθετημένων μυθικών πράξεων. Ο ίδιος φιλόσοφος παρομοιάζει τη φαντασία αυτή με επίπεδο κάτοπτρο πάνω στο οποίο η διάνοια χαράζει σε εικόνες τις έννοιες που ενεργοποιούνται/γεννιούνται με τη λειτουργία της νόησης.
Η ανάγκη, λοιπόν, του ανθρώπου για φιλοσοφική λογική κατανόηση με επιχειρήματα απέρρευσε ως λογικό παρεπόμενο της εκτεταμένης χρήσης του γραπτού λόγου από την πλειονότητα της κοινωνίας. Όπως ο γραπτός λόγος κομίζει τα σημαίνοντα (γράμματα-λέξεις) για να εκφράσει και να αποτυπώσει τα σημαινόμενα (νοήματα ως αντικείμενα), έτσι και η φιλοσοφία αναπτύσσει τη σύνδεση των δύο ανωτέρω στοιχείων ώστε να επιτελέσει τη νοητική αναγωγή του υποκειμένου μέσω της επινόησης των εννοιών με σκοπό την ανεύρεση της λογικής προέλευσης ή δημιουργίας των φαινομένων και τη συγκρότηση της αληθινής ουσίας κάθε νοήματος.
Παρατίθεται απόσπασμα του Ηλεκτρονικού Κόμβου υποστήριξης των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα:
Ο δομιστής C. Levy Strauss κατάφερε κατά τη δεκαετία του 1960, με τη στρουκτουραλιστική ανάλυση που εφάρμοσε στους πρωτόγονους μύθους, να αποκαταστήσει τη συνέχεια ανάμεσα στον μύθο και την επιστημονική σκέψη. Συγκεκριμένα, απέδειξε ότι αυτό που ονομάζουμε μυθική σκέψη δεν διαφοροποιείται απόλυτα από τη σύγχρονη επιστήμη ως προς τα λογικά εργαλεία που χρησιμοποιεί, γιατί κι αυτή προσπαθεί να ανακαλύψει μια τάξη στον κόσμο, εντοπίζοντας ριζικές αντιθέσεις, όπως η αντίθεση φύσης-πολιτισμού, τις οποίες επιχειρεί να υπερβεί. Η στρουκτουραλιστική μέθοδος ανάλυσης εφαρμόστηκε συστηματικά και στον χώρο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας κυρίως από τους J.P. Vernant, P. Vidal-Naquet και M. Detienne. Ήδη όμως από τις αρχές του αιώνα, ο F.M. Cornford προσπάθησε να αποκαταστήσει τη συγγένεια μύθου και λόγου, εφιστώντας την προσοχή στη συνέχεια που υπάρχει ανάμεσα στις μυθικές κοσμογονίες και τη φυσική φιλοσοφία των προσωκρατικών.
Κατά συνέπεια, τις διαφορές που διακρίνουν τη μυθική αφήγηση από τη φιλοσοφική επιχειρηματολογία δεν θα τις αναζητήσουμε στα διαφορετικά λογικά εργαλεία που χρησιμοποιούν για να ερμηνεύσουν τον κόσμο, αφού στο επίπεδο αυτό ουσιώδεις διαφορές δεν υφίστανται, αλλά στα τυπικά εκείνα χαρακτηριστικά τους για τα οποία υπεύθυνες είναι οι κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώθηκαν. Ο μύθος ορίζεται από τον W. Burkert ως «ένα παραδοσιακό παραμύθι με δευτερεύουσα, μερική αναφορά σε κάτι που έχει συλλογική σπουδαιότητα». Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, ο μύθος είναι ένα παραδοσιακό είδος, γι’ αυτό η μετάδοσή του (στην περίπτωση των μύθων μόνο για μετάδοση μπορούμε να μιλάμε και όχι για γένεση) είναι πάντοτε προφορική και ρευστή, και προϋποθέτει μια κοινότητα με ανεπτυγμένη συλλογική μνήμη, που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως ολότητα. Ο φιλοσοφικός λόγος αντιθέτως είναι δημιούργημα συγκεκριμένων ατόμων (ή και ομάδων), γι’ αυτό η παραγωγή και η μετάδοσή του απαιτεί πολιτισμό γραφής και προϋποθέτει την ύπαρξη εξατομικευμένης κοινωνίας. Επειδή εκφράζει τη συλλογική μνήμη, ο μύθος οργανώνεται ως αφήγηση που επιχειρεί να ερμηνεύσει μια υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων με αναγωγή της στο παρελθόν, στις απαρχές της, και περιβάλλεται το κύρος της αυθεντίας, γι’ αυτό και εκφέρεται ως μονόλογος. Ο φιλοσοφικός λόγος αντιθέτως αναπτύσσεται σε περιβάλλον ανταγωνιστικού διαλόγου, γι’ αυτό και παίρνει τη μορφή επιχειρηματολογίας, προσπάθειας δηλαδή στήριξης μιας θέσης. Αυτό συνεπάγεται τον έντονα διαλογικό-πολεμικό χαρακτήρα του φιλοσοφικού λόγου, αφού σε κάθε φράση ενός φιλοσόφου διακρίνεται η λανθάνουσα ηχώ του αντίπαλου λόγου, και την αυξημένη μεθοδολογική αυστηρότητα και αυτοαναφορικότητά του.
Ωστόσο, παρά τα διακριτικά τυπολογικά χαρακτηριστικά τους, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως μύθος και λόγος επιτελούν την ίδια λειτουργία: συνθέτουν ερμηνείες του κόσμου, κοσμοεικόνες, και για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό τα ίδια εργαλεία, με βασικότερο τη διάκριση δύο επιπέδων πραγματικότητας: θεϊκός-ανθρώπινος κόσμος, ουσία-φαινόμενο, δέον-είναι· διάκριση πάνω στην οποία βασίζουν την οντολογία και την ηθική τους.