ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ "ΟΝ" ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ

Σχετική εικόνα

Πρόλογος του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου

Τι μπορεί να αναλογιστεί κανείς για τον μέγιστο Παρμενίδη; Μετά από μια περίοδο των φυσικών προσωκρατικών που αναλώνονταν με στοιχεία του φυσικού κόσμου για τις πρωταρχές της φύσης του όντος, ο Παρμενίδης αναστήλωσε στα πόδια του το "καθ΄εαυτό φιλοσοφείν". Το παρμενίδειο "ον", η ουσία από την οποία ή εξαιτίας της οποίας υπάρχει ο κόσμος, είναι αγέννητο, αιώνιο, άφθαρτο και αμετάβλητο. Πρόκειται για το "Είναι", το οποίο αποτελεί ένα συμπαντικό "Εγώ", την καθαρή νόηση και άρρητη "υπερούσια" ουσία, η οποία επηρέασε πάρα πολύ στους νεότερους χρόνους τον Καρτέσιο ώστε να μετέλθει αυτό το πρώιμο "Εγώ-ον" για να αναζωογονήσει  τη νεότερη φιλοσοφία με το cogito ergo sum (ενότητα σκέψης και ύπαρξης). Το "ον", κατά τον Παρμενίδη, υπάρχει λοιπόν (..ergo sum, κατά Καρτέσιο) και είναι η πηγή του κόσμου, όπως και το Εγώ είναι η πηγή της σκέψης. 

Το παρμενίδειο ον δεν μπορεί να εννοηθεί ότι κάποτε ήταν "μη ον", κάτι δηλαδή που δεν υπήρχε και προήλθε από το τίποτα, την ανυπαρξία (καθ΄εαυτού μη ον). Γιατί πώς μπορεί να συγκροτηθεί κάτι αιώνιο και άφθαρτο από το "μη ον", από κάτι μεταβλητό και αν-ούσιο, ανύπαρκτο; Ο Παρμενίδης αποδέχεται ως "μη ον" μόνο το ηρακλείτειο "γίγνεσθαι", δηλαδή την αισθητή και μεταβαλλόμενη πλευρά του ίδιου του κόσμου, την οποία προσλαμβάνουμε εμείς έτσι, εφόσον είμαστε και εμείς μέρος αυτού του μεταβλητού μέρους του κόσμου. Οι αισθήσεις είναι πράγµατι απατηλές, όχι όµως γιατί δείχνουν µια σταθερή πραγµατικότητα, όπως έλεγε ο Ηράκλειτος, αλλά αντιθέτως γιατί δείχνουν µια µεταβαλλόµενη πραγµατικότητα. Και μας δείχνουν μια μη αληθινή και μεταβλητή πραγματικότητα γιατί εμείς ως ένσαρκοι νόες έχουμε περιορισμένες δυνατότητες να συλλάβουμε το "όντως ον" όσο βυθιζόμαστε στα αισθητά. Είμαστε "ασθενείς ως ενθαδικά όντα", μας λέει ο Πρόκλος, ώστε να καταφέρουμε να δούμε το Όλον. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε εδώ, σε τούτον τον κόσμο, είναι να υψώσουμε τον Νου μας εκεί που ανήκει, να μάθουμε να λειτουργούμε ως εν σώματι "ασώματοι λειτουργικά νόες", δηλαδή να παραμερίσουμε τους αισθητούς χιτώνες που έλαβε η ψυχή κατεβαίνοντας στον μεταβαλλόμενο κόσμο, οι οποίοι προφυλάσσουν μεν το σώμα, αλλά παρεμποδίζουν τον Νου να ανέλθει και να "εννοήσει", να λειτουργήσει, όπως θα έπρεπε από τη φύση του. Ή αλλιώς για να βιώσουμε εν νου το αιώνιο, το αμετάβλητο πρέπει να αφήσουμε τον Νου μας να φτερουγίσει σε αυτόν τον αμετάβλητο κόσμο του αληθινού "όντος". Μόνο το αμετάβλητο μπορεί να συζευχθεί με το αναλλοίωτο και το αιώνιο, και το μόνο αμετάβλητο που κομίζει η ανθρώπινη φύση είναι η καθαρή νόηση.



Της Αγγελικής Αναγνώστου

Ο Παρμενίδης ο οποίος θεωρείται ως «ο ιδρυτής της οντολογίας»[1], αποφαίνεται πως πέρα από την αληθινή και τέλεια γνώση η οποία επιτυγχάνεται μέσω της λογικής μεθόδου έρευνας, υφίστανται και οι δοξασίες οι οποίες διατυπώνονται από τους ανθρώπους και είναι ψευδείς λόγω του ότι προέρχονται από συγκεχυμένες και μεταβαλλόμενες μαρτυρίες των αισθήσεων.[2]

Ο φιλόσοφος μέσα από τη σκέψη του αποτυπώνει μια αντίθεση μεταξύ γνώσης και δοξασίας, η οποία δεν αφήνει μόνο να αναδυθεί η διάκριση της λογικής από την εμπειρική μέθοδο, αλλά συνάμα αποτελεί μέρος της οντολογίας του. Για τον Παρμενίδη, «η γνώση που συνοδεύεται από τη δικαιοσύνη θεωρείται ως θεϊκή αποκάλυψη για τους εκλεκτούς, ανάμεσα στους οποίους ο φιλόσοφος συγκαταλέγει και τον ίδιο».[3]

Η αλήθεια η οποία είναι αναπόσπαστο στοιχείο της παρμενίδειας φιλοσοφίας, πηγάζει από την καθαρή νόηση. Ο Παρµενίδης και γενικότερα οι Ελεάτες, παρατηρούσαν και παράλληλα μελετούσαν τον κόσμο στατικά ως Είναι.[4] Αυτό βέβαια είναι κάτι το οποίο ενισχύεται και από τον ίδιο τον Αριστοτέλη στα Μετά τα Φυσικά του, όπου ο Παρµενίδης αντιλαµβανόταν τον κόσµο ως µεταβλητό.[5] Ο Αριστοτέλης, αν και συµµεριζόταν έως κάποιον βαθμό τη σκέψη του Παρµενίδη και του Πλάτωνα σχετικά µε τη σταθερότητα που πρέπει να υπάρχει στο γνωστικό αντικείμενο, εντούτοις του ήταν αδιανόητο να δεχτεί τον αποκλεισμό της φύσης από το πεδίο της έρευνας και κατά προέκταση από το πεδίο της κατάκτησης της γνώσης.[6]

Ο Ελεάτης φιλόσοφος, στο ποίημά του, αναφέρει πως η θεά της αλήθειας εξαγγέλλει την έννοια ενός νέου φιλοσοφικού όρου τον οποίο θέτει ο Παρμενίδης, τον όρο «Είναι»[7] που αντιπροσωπεύει αυτό που πραγματικά υπάρχει προαιώνια μέσα στο Σύμπαν αόρατο και έξω από τη δυνατότητα των ανθρώπινων αισθήσεων.[8] Το «είναι» σε πολλές περιπτώσεις ονομάζεται και «Ον». Το Είναι οφείλει να είναι μοναδικό ενιαίο και αδιάσπαστο και ταυτίζεται με την έννοια της συμπαντικής αλήθειας. Το αισθητό και υλικό Σύμπαν περιγράφεται από τον Παρμενίδη με την λέξη «γίγνεσθαι» και κάποιες φορές αναφέρεται και με την έκφραση «Μη Ον».[9] Η παρμενίδεια οντολογική παράδοση περί του «Είναι» περνά μέσα από την νεοπλατωνική σκέψη και τροφοδοτεί ακόμη και στην Αναγέννηση, τη σκέψη σπουδαίων φιλοσόφων όπως χαρακτηριστικά του Pico della Mirandola.[10]

Συμπεράσματα

Η εξέλιξη της έννοιας του θείου, όπως αποτυπώθηκε στο στοχασμό των Προσωκρατικών φιλοσόφων, έγκειται στη σταδιακή απεξάρτηση της φιλοσοφικής σκέψης από την παράδοση της επικής ποίησης (ομηρική και ησιόδεια ποίηση) και των καθιερωμένων θρησκευτικών αντιλήψεων. Αφετηρία και ταυτόχρονα κεντρικό σημείο του φιλοσοφικού στοχασμού των προσωκρατικών, αποτελεί ο «φυσικός κόσμος». Ακριβώς επάνω σε αυτόν, αποτυπώνουν τη φιλοσοφική τους σκέψη σχετικά με την «υφή» και «λειτουργία» του κόσμου, καθώς και για τα όρια και την προέλευση της ανθρώπινης γνώσης, βασικές δηλαδή προεκτάσεις της οντολογίας και κατά προέκταση της σχέσης του ανθρώπου με το θείο. Σε αντίθεση με τους θεούς της επικής ποίησης, η θεότητα μέσω της σπίθας και της σταδιακής ανάπτυξης της οντολογίας από τους προσωκρατικούς, οδηγείται σε μια διαφορετική οπτική της. Παράλληλα επικρατεί μια δυναμική περιορισμού του άλογου στοιχείου, κάτι που δημιουργεί αιτία ρήξης με την ποιητική μυθολογική παράδοση (όμηρος), παρά το γεγονός πως οι προσωκρατικοί αντλούν από αυτή αρκετά στοιχεία. Η φιλοσοφία των προσωκρατικών φιλοσόφων αποτέλεσε κινητήρια δύναμη της μετέπειτα φιλοσοφικής σκέψης και παράδοσης (πλατωνική, αριστοτελική, στωική, επικούρεια και νεοπλατωνική οντολογία).

_______________________________-

                [1] Ευαγγελία Μαραγγιανού-Δερμούση, ό.π., σ. 137.
[2] Ό.π., σσ. 138-139.
[3] Ό.π., σ. 140.
[4] William Keith Chambers Guthrie, Οι Έλληνες Φιλόσοφοι: Από το Θαλή ως τον Αριστοτέλη, μτφρ. Α.Σακελλαρίου,  Εκδόσεις Δ. Παπαδήµας, Αθήνα 2001, σ. 53. Όπως επισημαίνει ο Guthrie, «για τον Παρµενίδη η κίνηση δεν ήταν δυνατή και τη σύνολη πραγµατικότητα αποτελούσε µία και µόνη, ακίνητη και αμετάβλητη ουσία». 
[5] Μετά τα φυσικά, Βιβλίο Α, 986b, 29-34: «Παρμενίδης δὲ μᾶλλον βλέπων ἔοικέ που λέγειν: παρὰ γὰρ τὸ ὂν τὸ μὴ ὂν οὐθὲν ἀξιῶν εἶναι, ἐξ ἀνάγκης ἓν οἴεται εἶναι, τὸ ὄν, καὶ  ἄλλο οὐθέν ̔περὶ οὗ σαφέστερον ἐν τοῖς περὶ φύσεως εἰρήκαμεν̓, ἀναγκαζόμενος δ’ ἀκολουθεῖν τοῖς φαινομένοις, καὶ τὸ ἓν μὲν κατὰ τὸν λόγον πλείω δὲ κατὰ τὴν αἴσθησιν ὑπολαμβάνων εἶναι, δύο τὰς αἰτίας καὶ δύο τὰς ἀρχὰς πάλιν τίθησι, θερμὸν καὶ ψυχρόν, οἷον πῦρ καὶ γῆν λέγων». Βλ. Παρμενίδης, Περί Φύσεως, Απόσπασμα 16: «ὡς γὰρ ἑκάστοτ’ ἔχει κρᾶσιν μελέων πολυκάμπτων, τὼς νόος ἀνθρώποισι παρίσταται: τὸ γὰρ αὐτὸ ἔστιν ὅπερ φρονέει, μελέων φύσις ἀνθρώποισιν καὶ πᾶσιν καὶ παντί: τὸ γὰρ πλέον ἐστὶ νόημα». Βλ. επιπρόσθετα: Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά, Βιβλίο Γ, 1009b, 22-26 & 1010b, 1-4: «τὰ δ’ ὄντα ὑπέλαβον εἶναι τὰ αἰσθητὰ μόνον: ἐν δὲ τούτοις πολλὴ ἡ τοῦ ἀορίστου φύσις ἐνυπάρχει καὶ ἡ τοῦ ὄντος οὕτως ὥσπερ εἴπομεν». Στα σημεία αυτά του κειμένου του ο Σταγειρίτης φιλόσοφος παραθέτει την παρμενίδεια σκέψη περί μεταβλητού του κόσμου.
[6] Μετά τα φυσικά, Βιβλίο Γ, 1010a, 17-1010b, 30: «τό τε γὰρ ἀποβάλλον ἔχει τι τοῦ ἀποβαλλομένου, καὶ τοῦ γιγνομένου ἤδη ἀνάγκη τι εἶναι, ὅλως τε εἰ φθείρεται, ὑπάρξει τι ὄν, καὶ εἰ γίγνεται, ἐξ οὗ γίγνεται καὶ ὑφ’ οὗ γεννᾶται ἀναγκαῖον εἶναι, καὶ τοῦτο μὴ ἰέναι εἰς ἄπειρον. ἀλλὰ ταῦτα παρέντες ἐκεῖνα λέγωμεν, ὅτι οὐ ταὐτό ἐστι τὸ μεταβάλλειν κατὰ τὸ ποσὸν καὶ κατὰ τὸ ποιόν: κατὰ μὲν οὖν τὸ ποσὸν ἔστω μὴ μένον, ἀλλὰ κατὰ τὸ εἶδος ἅπαντα γιγνώσκομεν. […] ἔτι δὲ δῆλον ὅτι καὶ πρὸς τούτους ταὐτὰ τοῖς πάλαι λεχθεῖσιν ἐροῦμεν: ὅτι γὰρ ἔστιν ἀκίνητός τις φύσις δεικτέον αὐτοῖς καὶ πειστέον αὐτούς. καίτοι γε συμβαίνει τοῖς ἅμα φάσκουσιν εἶναι καὶ μὴ εἶναι ἠρεμεῖν μᾶλλον φάναι πάντα ἢ κινεῖσθαι: οὐ γὰρ ἔστιν εἰς ὅ τι μεταβαλεῖ: ἅπαντα γὰρ ὑπάρχει πᾶσιν.  περὶ δὲ τῆς ἀληθείας, ὡς οὐ πᾶν τὸ φαινόμενον ἀληθές, πρῶτον μὲν ὅτι οὐδ’ ἡ αἴσθησις ψευδὴς τοῦ γε ἰδίου ἐστίν, ἀλλ’ ἡ φαντασία οὐ ταὐτὸν τῇ αἰσθήσει. εἶτ’ ἄξιον θαυμάσαι εἰ τοῦτ’ ἀποροῦσι, πότερον τηλικαῦτά ἐστι τὰ μεγέθη καὶ τὰ χρώματα τοιαῦτα οἷα τοῖς ἄπωθεν φαίνεται ἢ οἷα τοῖς ἐγγύθεν […] ὥσπερ καὶ Πλάτων λέγει, οὐ δήπου ὁμοίως κυρία ἡ τοῦ ἰατροῦ δόξα καὶ ἡ τοῦ ἀγνοοῦντος, οἷον περὶ τοῦ μέλλοντος ἔσεσθαι ὑγιοῦς ἢ μὴ μέλλοντος. ἔτι δὲ ἐπ’ αὐτῶν τῶν αἰσθήσεων οὐχ ὁμοίως κυρία ἡ τοῦ ἀλλοτρίου καὶ ἰδίου ἢ τοῦ πλησίον καὶ τοῦ αὑτῆς, ἀλλὰ περὶ μὲν χρώματος ὄψις, οὐ γεῦσις, περὶ δὲ χυμοῦ γεῦσις, οὐκ ὄψις: ὧν ἑκάστη ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ περὶ τὸ αὐτὸ οὐδέποτε φησιν ἅμα οὕτω καὶ οὐχ οὕτως ἔχειν. ἀλλ’ οὐδὲ ἐν ἑτέρῳ χρόνῳ περί γε τὸ πάθος ἠμφισβήτησεν, ἀλλὰ περὶ τὸ ᾧ συμβέβηκε τὸ πάθος […] ὥσπερ καὶ οὐσίαν μὴ εἶναι μηθενός, οὕτω μηδ’ ἐξ ἀνάγκης μηθέν: τὸ γὰρ ἀναγκαῖον οὐκ ἐνδέχεται ἄλλως καὶ ἄλλως ἔχειν, ὥστ’ εἴ τι ἔστιν ἐξ ἀνάγκης, οὐχ ἕξει οὕτω τε καὶ οὐχ οὕτως».
[7] Παρμενίδης, Το Ποίημα, σχόλ. – μτφρ. Τάκης Κουφόπουλος, σσ. 20-22, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://www.takiskoufopoulos.net/Biblia/Parmenidis.pdf, (τελευταία επίσκεψη: 01/09/2016).
[8] Ό.π., σσ. 14-15.
[9] Ό.π., σσ. 22-24.
[10] Βλ. Giovanni Pico della Mirandola, Of being and unity: (De ente et uno), Marquette University Press, Milwaukee Wisconsin 1943, σσ. xxiv-xxvii.  Βλ. επίσης Paul Richard Blum, Philosophy of Religion in the Renaissance, Routledge, London and New York 2016, σ. 107.

πηγή: pemptousia.gr