Πρόλογος του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου
Η "εντελέχεια" είναι ίσως ο σημαντικότερος όρος της αριστοτελικής φιλοσοφίας που κομίζει τα πρώτα σπέρματα της διαλεκτικής στον φιλόσοφο. Ο Αριστοτέλης, ως δαιμόνιος στοχαστής, περισσότερο χαρακτηρίζεται δουλευτής του Λόγου, της λογικής, με τη σύγχρονη έννοια, παρά διαλεκτικός. Παρά ταύτα η "εντελέχεια" είναι μεγαλειώδης σύλληψη του φιλοσόφου που απηχεί πλήρως το πνεύμα της πλατωνικής οντολογίας.
Ο Αριστοτέλης, αρχικά, αναφέρεται σε δύο τρόπον τινά όντα, την μορφή και την ύλη, τα οποία στον αισθητό κόσμο είναι αδύνατο να συλληφθούν διακριτά το ένα από το άλλο. Η ύλη αποτελεί το υποκείμενο (το υλικό, το μέσο), το οποίο η μορφή ως είδος "σχηματοποιεί". Για τον Αριστοτέλη η μορφή είναι περισσότερο "ον" συγκριτικά με την ύλη και εξηγεί γιατί. Κάθε υλικό αντικείμενο ή αισθητό έμψυχο ον έχει μια ορισμένη μορφή η οποία διαρκώς μεταβάλλεται. Ποια είναι η αιτία όμως του σχήματος, της μορφής, δηλαδή, που λαμβάνουν τα αισθητά όντα; Η αιτία βρίσκεται στο "όντως ον", που είναι η μορφή καθ' εαυτή. Το "όντως ον", ως η μορφή καθ΄εαυτή, είναι η συμπαντική ουσία και αποτελεί την ύστατη αιτία ύπαρξης όλων των υπαρκτών, κατά τον Αριστοτέλη. Η καθαρή μορφή καθ΄εαυτή (χωρίς την ύλη), όμως, ως καθαρή ενέργεια, είναι ο αριστοτελικός Νους, ο οποίος νοεί τον εαυτό του που ταυτόχρονα εμπεριέχει και τον κόσμο ως εκδήλωση-φανέρωση της νοητικής ενέργειάς του. Επειδή ο Νους, ως κινούν ακίνητο, είναι καθαρή ενέργεια αποτελεί την ύψιστη αιτία των άπειρων μορφών που λαμβάνει η ύλη. Ο αριστοτελικός νους, ως θεότητα, αιώνια νοεί και πάντοτε ενεργεί, για αυτό και συνέχει τα πάντα και παντού, ως άπειρη ενέργεια. Αντίθετα ο ανθρώπινος νους και τα αισθητά όντα έχουν πεπερασμένη νόηση, δηλαδή δεν νοούν πάντοτε, για αυτό και βρίσκονται σε μια κατάσταση μεταξύ του "εν δυνάμει" και του εν "ενεργεία". Ενώ ο υπέρτατος αριστοτελικός Νους δεν είναι "δύναμη" (εν δυνάμει), δηλαδή δεν σταματά καμιά στιγμή να κινεί το παν (καθαρή ενέργεια), τα αισθητά πεπερασμένα όντα από τη φύση τους βρίσκονται σε μια κατάσταση διαρκών μεταβολών της μορφής τους τείνοντας σταδιακά να ενεργοποιήσουν την μορφή που έχει εγγραφεί μέσα τους από τον Νου (=εντελέχεια). Αυτή η "τελική μορφή" τους, που είναι το αληθινό τους "είναι", είναι καθορισμένη πέρα από τον χρόνο και τον χώρο από την Νόηση Νοήσεως (Υπέρτατος συμπαντικός Νους), δηλαδή τείνει να ολοκληρώνεται εις το διηνεκές.
Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα (εν δυνάμει) να καταστεί μέσα από τον "αριστοτελικό θεωρητικό βίο" ενεργής νους στο βαθμό που θα βιώσει την ευδαίμονα ζωή, έναν βίο στον οποίο ο ορθός λόγος, η φιλοσοφική ενασχόληση και η άσκηση της αρετής θα κυριαρχούν απόλυτα καθοδηγώντας το τιμόνι της ανθρώπινης ψυχής.
Του Τζωρτζόπουλου Δημήτρη
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
Ι. Θα μιλήσουμε για την εντελέχεια στον Αριστοτέλη, μια από τις πιο δύσκολες αλλά και ουσιαστικές έννοιες για την κατανόηση της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Η εν λόγω έννοια συμπλέκεται πραγματικά με το σύνολο σχεδόν της αριστοτελικής φιλοσοφίας και αποτελεί έναν όρο με πολύτροπες σημάνσεις και υποσημάνσεις. Κάθε επομένως προσέγγισή της απαιτεί από τον έναν ή τον άλλο μελετητή της αριστοτελικής φιλοσοφίας μια ιερή προσήλωση στο γνήσια φιλοσοφικό πνεύμα της και όχι απλώς στον ρόλο της ως τεχνικού όρου· μια τέτοια δηλ. προσήλωση στη βαθύτερη κατανόηση των εσωτερικών της σχέσεων εντός των αριστοτελικών κειμένων, ώστε μια στοιχειωδώς ευπρόσωπη ερμηνεία να μην είναι κάτι σαν επιπόλαια και επιφανειακή γνώμη ή άποψη, άκρως εγκληματική για την ουσία της φιλοσοφίας και κατ’ επέκταση για το νόημα της ζωής· απεναντίας να εισδύει στο λεχθέν, να αναστοχάζεται και να μεταστοχάζεται δημιουργικά επί του ήδη υπαρκτού σκέπτεσθαι, με απώτερο επίτευγμα την ανάδειξη των πιο ευαγγελισμένων πτυχών του ανθρώπινου Dasein, της ανθρώπινης ύπαρξης.
ΙΙ. Στη συνάφεια τούτη δεν υπάρχει χειρότερη ευτέλεια από την ευτέλεια ορισμένων ανθρώπων, κάποιων νεόκοπων διδασκόντων σε διάφορα μορφωτικά ιδρύματα, διορισμένων με τη γνωστή μέθοδο των ημετέρων εκλεκτορικών ψήφων και με την απουσία κάθε επιστημονικά ποιοτικού κριτηρίου. Γιατί ευτέλεια; Επειδή με την ανικανότητά τους και τη συνακόλουθη επιτηδειότητά τους δεν κουράζονται να ασχημονούν επί της αριστοτελικής φιλοσοφίας αλλά και επί άλλων φιλοσοφικών κατευθύνσεων: όταν τους ζητείται π.χ. μια ανάλυση ή τοποθέτηση για το τι είναι εντελέχεια, για το πώς ερμηνεύει τη δημοκρατία ο Αριστοτέλης κ.λπ. νομίζεις ότι ακούς κάποιον νυχτοφύλακα, έναν αφισοκολλητή ή μια καθαρίστρια και παρόμοιους τέτοιους. Συμβαίνει να κατασκευάζονται ειδικά από αλλότριες δυνάμεις για να χειραγωγούν επιστημονικά, φιλοσοφικά ή πνευματικά ανώτερες ποιοτικά συνειδήσεις και έτσι να παράγουν τους σύγχρονους δουλοπάροικους, ήτοι τον μετανεωτερικό τύπο του μαζανθρώπου, πάνω στους οποίους/τον οποίο στηρίζονται τα διάφορα πολιτικά συστήματα. Όσο πιο δουλόφρονες συνειδήσεις, όσο πιο αμόρφωτα όντα πλημμυρίζουν τις κοινωνίες μας, τόσο πιο πολύ στην κορυφή των πολιτικών θεσμών, οργάνων, οργανισμών εγκαθίστανται σμήνη ανίδεων, ανίκανων και διεφθαρμένων ως το κόκκαλο διαχειριστών της εξουσίας. Εάν η κριτική διδασκαλία της επιστημονικής φιλοσοφίας, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ αλλά και κατά τεκμήριο, απουσιάζει από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, όλα τα παραπάνω είναι δυνατά, καθώς ανάμεσα στα άλλα αποδυναμώνονται και οι ολίγοι άριστοι δάσκαλοι της φιλοσοφίας, εκείνοι οι αληθινοί φίλοι της σοφίας που με την αδιαμφισβήτητη ικανότητά τους και το εντελεχείᾳ ήθος του λόγου καλλιεργούν ακούραστα την κριτική σκέψη του Είναι μας και του φιλοσοφείν.
Προς μια μεθοδική προσέγγιση της ἐντελέχειας
Ι. Είναι μια φιλοσοφική έννοια, εκ πρώτης όψεως τεχνικός όρος, που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης για να δηλώσει μια κατάσταση ολοκλήρωσης, τελείωσης: την πλήρη, την τέλεια ανάπτυξη ενός όντος, την ενεργώς πραγματική παρουσία ενός τέλους, μιας απο-τελειωμένης, απο-τετελεσμένης, ολοκληρωμένης μορφής. Κατ’ αυτό το πνεύμα παραπέμπει στην ολοκλήρωση και στην εντελή μορφή της ενεργού πραγματικότητας (Wirklichkeit) ενός όντος, δηλαδή της ἐνέργειας ενός οποιουδήποτε Κάτι· συναφώς στο πλήρες απο-τέλεσμα, που προκύπτει από την ἐνέργεια, δηλαδή επενέργεια μιας μορφής, υπό την έννοια του είδους.
ΙΙ. Ως προς το ζήτημα, ποιος έπλασε αυτό τον όρο, δεν υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στους μελετητές της αριστοτελικής και γενικότερα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Από τη μια πλευρά, η εισαγωγή του όρου στη φιλοσοφία, η εφεύρεσή του αποδίδεται στον Αριστοτέλη. Αυτή η εκτίμηση μοιάζει να επικρατεί. Υπάρχουν ωστόσο και μελετητές που υποστηρίζουν πως ο Αριστοτέλης βρήκε αυτό τον όρο στην Ακαδημία του Πλάτωνος, όπου σπούδαζε. Άρα μια πρώτη συγκρότηση και χρήση αυτού του όρου, με τις ανάλογες και για την πλατωνική σκέψη σημασίες, ανιχνεύεται στις προφορικές συζητήσεις της πλατωνικής Ακαδημίας.
ΙΙΙ. Σχετικά με την ετυμολογική προέλευση του συγκεκριμένου όρου, η έρευνα τείνει να αποδέχεται ως πιο πιθανή εκδοχή την παραγωγή του από το ἐντελής/ῶς ἔχειν ή από το ἐν-τέλος-ἔχειν, με το νόημα της πραγματοποιημένης παρουσίας ενός τέλους, δηλαδή ενός σκοπού ή κατά λέξη: «έχω ένα τέλος [=σκοπό] σε κάτι παρόν (ἔν τινι)». Σε άλλο σημείο, αποσαφηνίζοντας ούτως ειπείν τούτη την τελευταία φράση: «έχω … παρόν» αναφέρει ο Αριστοτέλης:
«αυτό που έχει γίνει, υπάρχει ήδη μέσα σε κάτι παρόν»[1].
Σε κάθε περίπτωση δίνεται έμφαση στην επιτέλεση της ολοκλήρωσης ή τελείωσης, στην ολοκλήρωση του επιτευχθέντος τέλους [=σκοπού], ενώ σωστά απορρίπτεται κάθε ταύτιση της ἐντελέχειας με τη λέξη ἐνδελέχεια, που σημαίνει: διάρκεια, συνεχής ενέργεια ή επενέργεια.
Προς την ουσία της ἐντελέχειας
Ι. Στα αριστοτελικά κείμενα, η ἐντελέχεια εμφανίζεται γενικώς με δυο σημασίες: α) ως συνώνυμη με την ἐνέργειαν: η ενέργεια π.χ. για την κατασκευή ενός αγάλματος β) ως τελείωση, ολοκλήρωση της ἐνέργειας, άρα ως αποτέλεσμα της διεργασίας ή διαδικασίας που εκφράζει η ενέργεια. Π.χ. το άγαλμα ως συγκεκριμένο καλλιτέχνημα. Γράφει ανάμεσα στα άλλα ο Αριστοτέλης:
«αφού λοιπόν το ον λέγεται όχι μόνο με τη σημασία του τι [= τι εστί] ή του ποιού ή του ποσού, αλλά και με εκείνη της δύναμης και της εντελέχειας και του έργου [=της ενέργειας], ας προσδιορίσουμε τα σχετικά με τη δύναμη και την εντελέχεια»[2].
ΙΙ. Εδώ, ο Έλληνας φιλόσοφος θεματοποιεί την εντελέχεια ως αντίθετη στη δύναμη και ως ισοδύναμη με την ενέργεια. Στο πλαίσιο της εξεταζόμενης σχέσης ανάμεσα στη δύναμη και την ενέργεια επανέρχεται, στη συνέχεια, και παρουσιάζει την ενέργεια ως λογικά συσχετιζόμενη, δηλαδή σε ενδοσυνάφεια, με την εντελέχεια:
«η ενέργεια, που είναι συνυφασμένη με την εντελέχεια, πήρε το όνομα της από την περιοχή των κινήσεων, στην οποία κυριολεκτικά ανήκει και επεκτάθηκε απ’ αυτή στα άλλα πράγματα· γιατί η ενέργεια, κατά κοινή παραδοχή, είναι κατ’ εξοχήν κίνηση. Γι’ αυτό και στα μη όντα δεν αποδίδουμε κίνηση … Διότι μερικά από τα μη όντα υπάρχουν δυνάμει· δεν υπάρχουν πραγματικά, επειδή δεν υπάρχουν ἐντελεχείᾳ»[3].
ΙΙΙ. Με βάση την ετυμολογία των δυο εννοιών: ἐντελέχεια και ἐνέργεια, μπορεί κανείς να εντοπίσει τα σημεία στα οποία διαφέρουν: η εντελέχεια σχετίζεται περισσότερο με τον χαρακτήρα του τέλους, δηλ. του σκοπού, και συναφώς χαρακτηρίζει την επιτευχθείσα ενέργεια. Π.χ. όχι το άγαλμα, ως γενικό καλλιτεχνικό επίτευγμα αλλά ως καθορισμένο και επί μέρους εξειδικευμένο, ας πούμε άγαλμα ανθρώπινης μορφής ή ζώου κ.λπ. Η ενέργεια σχετίζεται εν πολλοίς με το έργο, με την εν έργω διαδικασία πραγμάτωσης ή ολοκλήρωσης. Αλλά και τούτη η διάκριση είναι ρευστή και ισχύει πάντα στο πλαίσιο των εκάστοτε συγκεκριμένων διανοημάτων των συμφραζομένων.
IV. Στα Φυσικά η εντελέχεια νοείται για τον Αριστοτέλη όχι μόνο ως επιτευχθείσα τελείωση, ενέργεια, αλλά κυρίως ως η διαδικασία πραγμάτωσης, ως η ενεργοποίηση δυνατοτήτων, ως ο δρόμος προς ένα σκοπό που δεν έχει επιτευχθεί ακόμη. Εάν σε κάθε γένος του όντος, μας λέει ο Αριστοτέλης[4], συμβαίνει να διαφοροποιείται το εντελεχείᾳ υπάρχον από το δυνάμει, η κίνηση είναι η εντελέχεια του δυνάμει όντως· ή με άλλα λόγια, η εντελέχεια του δυνάμει όντος, όταν τούτο ενεργεί ως κινητό [=ως αντικείμενο κινήσεως] και όχι ως τέτοιο που υπάρχει, ως αυτό τούτο, δηλ. ως υποκείμενο κινήσεως, είναι κίνηση. Π.χ.: ο χαλκός είναι όντως δυνάμει ανδριάντας και ως τέτοιος είναι κίνηση· δεν είναι όμως κίνηση ως χαλκός, δηλαδή η εντελέχεια του χαλκού. Με βάση ένα τέτοιο πνεύμα θα ορίσει στο Περί Ψυχής την ψυχή ως
«είδος πρώτης εντελέχειας ενός φυσικού σώματος, που διαθέτει δυνάμει ζωή, δηλαδή ενός οργανικού σώματος. Τέτοιου είδους …είναι το σώμα που συμβαίνει να είναι οργανικό… Αν λοιπόν χρειαζόταν να αποδώσουμε κάτι κοινό σε κάθε ψυχή, τότε θα ήταν η πρώτη εντελέχεια»[5].
Με βάση αυτή την έννοια της εντελέχειας προβαίνει στη συνέχεια ο Αριστοτέλης σε μια λελογισμένη διαφοροποίηση διαφόρων βαθμίδων της πραγμάτωσης και των τροπικών βαθμίδων προς μια τέτοια πραγμάτωση εν-ότητας σώματος και ψυχής. Η τελευταία, καθ’ όλη τούτη τη διαδικασία, αποτελεί την αξιωματική αρχή κάθε ενέργειας και ως τέτοια είναι κάτι περισσότερο από μια προκαταρκτική προϋπόθεση για την ως άνω πραγμάτωση. Ταυτόχρονα όμως, αυτή καθεαυτήν, δεν αποτελεί ποτέ την τελική ενέργεια, την ολοκληρωμένη ενεργό πραγματικότητα, καθώς ένα έμβιο ον, ακόμη και στον ύπνο που δεν είναι ενεργοποιημένο, λογίζεται έμψυχο, δεν χάνει την ψυχή του.