ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΣΠΙΝΟΖΑ - ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για νόηση, έργα ζωγραφων

Πρόλογος του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου

Ο Σπινόζα, χωρίς αμφιβολία, θεωρείται ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του 17ου αιώνα και αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην αρχαία φιλοσοφία και τη νεότερη σκέψη. Μην ξεχνάμε ότι είναι εκείνος ο διανοητής που θεμελίωσε μια φιλοσοφία που συνέβαλε καθοριστικά στη ρουσωική θεμελίωση της δημοκρατίας, στον γερμανικό πανθεϊσμό του Σέλινγκ και του Χέγκελ, στα μεταμαρξιστικά σχέδια μιας διαλεκτικής του συγκεκριμένου, στις φαινομενολογικές απόπειρες μιας αγκίστρωσης της συνείδησης στη σωματικότητα του βιώματος. Για τον Σπινόζα πραγματικά ελεύθερος χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος που καθοδηγείται από τη δική του φύση σύμφωνα με τον ορθό λόγο, γιατί μόνο αυτός θα καταφέρει, έχοντας κατανοήσει και εσωτερικεύσει τις αιτίες των αιτιακά προκαθορισμένων πράξεών του, να σωθεί από την παθητική υποδούλωση στα πάθη του. Η πραγματική ευτυχία και ευδαιμονία δε θα επέλθει στον ανθρώπινο βίο αν ο άνθρωπος παραμένει δέσμιος των παθών του, αν αναλώνεται σε εφήμερα αγαθά και αν ασπάζεται τις δεισιδαιμονίες που προωθεί η θρησκεία. Ο δρόμος για τον ενάρετο βίο θα διανοιχτεί μόνο αν ο άνθρωπος καλλιεργήσει τον στοχασμό και το φιλοσοφείν με βάση τον ορθό λόγο. Ο ορθός λόγος είναι ξεκάθαρα δομικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την τάξη της Φύσης, η οποία είναι φαινομενική φανέρωση του ίδιου του Παγκόσμιου πνεύματος.


Η Φύση στο έργο του Σπινόζα είναι η ίδια η θεότητα.  Έτσι και  ο άνθρωπος κομίζει μέσα του ως νους/σώμα ολόκληρη τη δομική οργάνωση της Φύσης. Συνακόλουθα, συναντάμε δύο έννοιες απόλυτα αναγνωρίσιμες στο σπινοζικό έργο: πρώτον, θεωρείται  εγγενής η ικανότητα της νόησης να συλλαμβάνει την αλήθεια (γιατί ο νους του ανθρώπου είναι ο επιμερισμένος νους του Θεού, δηλαδή αντανάκλαση της ενύπαρκτης ουσίας της Φύσης), με την προϋπόθεση να απαλλαγεί μεθοδικά από μια σειρά μη αναγκαίες πλάνες. Προορισμός του ανθρώπου είναι να επιστρέψει στον εαυτό του, στην πραγματική φύση του ως κομμάτι του θεϊκού Νου, ο οποίος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η απροκατάληπτη νόηση της ίδιας της Φύσης, του καθολικού Πνεύματος που ενυπάρχει παντού στο σύμπαν και διαπερνά τα πάντα. Η Νόηση αυτή στοιχειώνει την οργανικότητα του σύμπαντος αναδυόμενος ως φανερωμένος Ορθός Λόγος που προσδίδει ύπαρξη στο Όν. Οπότε, αν ο άνθρωπος κατορθώσει να θεμελιώσει τον βίο του με βάση τον ορθό λόγο και υιοθετήσει τον κατά Αριστοτέλη θεωρητικό βίο, θα καταστεί μέρος του καθολικού πνεύματος. Δεύτερον, η απαίτηση της σπινοζικής φιλοσοφίας να δημιουργηθεί ο τύπος της κοινωνίας που θα επιτρέπει αυτό το είδος γνώσης σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Με άλλα λόγια, γίνεται επιτακτικό το αίτημα της ανθρώπινης τελείωσης με γνωσιολογικούς όρους, το οποίο συνυποθέτει καταστατικά την κοινωνική ισότητα και την πολιτική ελευθερία. Η γενική αναβάθμιση της φύσης στο έργο του Σπινόζα φαίνεται εδώ από την εμμονή του στο συγκεκριμένο, στο ίδιο το πράγμα και στη διαύγεια και την καθαρότητα της πρώτης ιδέας του μέσα στον νου. Με τρόπο που μοιάζει να προοιωνίζεται τη φαινομενολογική αναγωγή (που αναπτύσσεται αργότερα στους μεταγενέστερους φαινομενολόγους), ο φιλόσοφος αίρει κάθε απόλυτη ισχύ της μεθόδου και των γενικών εννοιών (επιστημονισμός) από τη μια μεριά και κάθε γνωσιολογική εγκυρότητα της μνήμης ή της φαντασίας (ψυχολογισμός) από την άλλη. Με τον τρόπο αυτό αναμένεται να «φανεί» καθαρά η ενδότερη ουσία του πράγματος, η οποία θα πρέπει εν συνεχεία να διακριθεί από τις επιμέρους ιδιότητές του και πρωτίστως να αποφασιστεί αν πρόκειται για ον δημιουργημένο (αυτά που αργότερα θα ονομάσει τρόπους) ή αδημιούργητο (τα οποία αργότερα θα υπαχθούν στα κατηγορήματα ή στην ίδια την ενιαία και άπειρη ουσία). 

Η συναρπαστική ιδέα που ξεπηδά από τη δυναμική φιλοσοφία του Βαρούχ Σπινόζα είναι η πανανθρώπινή της τελεολογία για τον άνθρωπο, η οποία υπερβαίνει θρησκείες, πολιτισμούς, φυλές, εθνότητες και κράτη και κομίζει μια συμπαντική αλήθεια που αυτόματα μας δεικνύει ότι μόνο η φιλοσοφία μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους σε ένα κοινό όραμα για την καθολική προοπτική τους είτε με βάση την γνωσιολογική είτε με βάση την οντολογική τους πραγμάτωση.  Ενώ η θρησκεία θέτει στον άνθρωπο δογματικούς περιορισμούς υιοθετώντας τυπικούς και τελετουργικούς όρους που μπορούν να λειτουργούν μόνο μέσα σε πλαίσια πολιτισμικά, φυλετικά, εθνολογικά και γλωσσολογικά, η φιλοσοφία, μας λέει ο Σπινόζα, παραμερίζει το φαινομενικό και διαμεσολαβικό στοιχείο των θρησκευτικών "άνωθεν ιερών κανόνων" που αποτελούν θεσπισμένες ηθολογικές συμβάσεις από τα ιερατεία ή τις κατασκευασμένες  γραφές και θέτει το αληθινό διακύβευμα για την πνευματική ολοκλήρωση του ανθρώπου, κάθε ανθρώπου πάνω στη γη, που είναι η ουσία της ίδιας της ζωής του, του πολυτιμότερου εργαλείου του, του Νου ως ιδέα του σώματος, όπως χαρακτηριστικά ισχυρίζεται. Και ο λόγος αυτός μπορεί να ισχύσει για όλους τους ανθρώπους, γιατί αληθινό είναι μόνο το κοινά καθολικό, αυτό δηλαδή που μπορεί να γίνει αποδεκτό από οποιονδήποτε άνθρωπο (πέρα και πάνω από θρησκείες και πολιτισμούς). Επομένως, ο ενάρετος βίος πραγματώνεται, κατά τον Σπινόζα, όταν κατορθώσει ο άνθρωπος να ελέγξει και να μεταμορφώσει τα πάθη και τις ηδονές του με βάση την άσκηση στον φιλοσοφικό λόγο και όχι να τα πολεμήσει προκειμένου να τα εξαφανίσει, γιατί τότε τα τελευταία θα επανέλθουν δυναμικότερα, εφόσον τα ίδια αυτά είναι εγγενή σπέρματα που προέρχονται από τον έρωτα που έχει η Φύση στο να ανανεώνει αιωνίως τις μορφές της και την δομή της οργανικότητάς της ως ένδειξη της απειρίας της. Η πραγματική ανέλιξη/πρόοδος και προορισμός του ανθρώπου, λοιπόν, είναι η γνώση της ουσίας του μέσα από την ενασχόληση με τη φιλοσοφία, που απορρέει από την πορεία προς την Νόηση με βάση τον Ορθό Λόγο, κάτι που σοβεί στα σπλάχνα της Φύσης/θεότητας. 
___________________

       Απόσπασμα από την "Πραγματεία για τη διόρθωση του νου" (παράγραφοι 1-6), του Σπινόζα:

[1] Αφού με δίδαξε η πείρα ότι όλα όσα συμβαίνουν συνήθως στην κοινή ζωή είναι μάταια και μηδαμινά, και βλέποντας ότι όλα όσα φοβόμουν ή γίνονταν αφορμή να δοκιμάζω φόβο δεν είχαν καθεαυτά τίποτε καλό ούτε κακό παρά μόνο στο βαθμό που με αναστάτωναν, αποφάσισα τελικά να αναζητήσω μήπως υπήρχε κάποιο πραγματικό και κοινωνήσιμο αγαθό που μόνο αυτό να ήταν η αιτία που θα επηρέαζε τη σκέψη, αποκλείοντας όλα τα υπόλοιπα- ή, ακριβέστερα ακόμη, κάποιο πράγμα που η ανακάλυψη και η απόκτηση του θα μου πρόσφεραν για πάντα την ικανοποίηση μιας υπέρτατης και αδιάκοπης χαράς.

[2] Λέω ότι τελικά αποφάσισα: πράγματι, στην πρώτη ματιά φαινόταν απερισκεψία να απαρνηθώ κάτι σίγουρο για ένα πράγμα αβέβαιο ακόμη. Έβλεπα, φυσικά, ποια πλεονεκτήματα εξασφαλίζουν οι τιμές και τα πλούτη και ότι ήμουν αναγκασμένος να αποφεύγω να τα αναζητώ εάν ήθελα να καταπιαστώ σοβαρά μ' αυτή την καινούρια και διαφορετική αναζήτηση. Και αν τυχόν η ύψιστη ευτυχία βρισκόταν στις τιμές και τα πλούτη, αναγνώριζα με καθαρότητα ότι έπρεπε να τα στερηθώ. Εάν απεναντίας αυτό δεν ίσχυε κι εγώ μονάχα μαζί τους καταγινόμουν, και πάλι τότε θα είχα στερηθεί την ύψιστη ευτυχία.

[3] Έτσι λοιπόν, στριφογυρίζοντας στη σκέψη μου αυτό το ερώτημα, γύρευα να ξεκαθαρίσω αν τυχόν αυτή η νέα στάση ζωής ήταν εφικτή ή, τουλάχιστον, αν μπορούσα να βεβαιωθώ ότι ήταν εφικτή χωρίς να άλλαζα την τάξη και τον κοινό τρόπο της ζωής μου. Το δοκίμασα αυτό πολλές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όντως, όσα συμβαίνουν συνήθως στη ζωή και ό,τι εκτιμούν οι άνθρωποι ως το υπέρτατο αγαθό, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τις πράξεις τους, συνοψίζονται στα εξής τρία: πλούτη, δόξα και ηδονή. Αυτά διασπούν τόσο πολύ το πνεύμα ώστε δεν μένει θέση για την παραμικρή σκέψη κάποιου άλλου αγαθού.

[4] Πράγματι, όσον αφορά την ηδονή, σταματάει τόσο πολύ τη σκέψη, σαν να βασιζόταν με σιγουριά σε κάποιο αγαθό, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται πάρα πολύ να σκεφτεί τίποτε άλλο. Αλλά μετά την απόλαυση της ηδονής, αυτό που επακολουθεί είναι η μεγαλύτερη θλίψη, η οποία ακόμη και αν δεν παραλύει το πνεύμα, το αφήνει συγχυσμένο και νωθρό. Με το κυνήγι της δόξας και του πλούτου δεν διασπάται λιγότερο το πνεύμα, κυρίως όταν το καθένα επιζητείται ως αυτοσκοπός, παίρνοντας έτσι τη θέση του υπέρτατου αγαθού.

[5] Ωστόσο η δόξα διασπά πολύ περισσότερο το πνεύμα· πράγματι, θεωρείται πάντα ένα αγαθό καθεαυτό και το ύστατο τέλος προς το οποίο όλα κατευθύνονται. Εξάλλου, αντίθετα με την ηδονή, τα πλούτη και η δόξα από μόνα τους δεν κάνουν όποιον τα κυνηγά να μετανιώσει γι’ αυτό· ίσα-ίσα δηλαδή, όσο μεγαλύτερο μερίδιο αποκτά κανείς στο ένα ή στο άλλο από αυτά τα δύο, τόσο πιο μεγάλη γίνεται και η χαρά του· κι έτσι παρακινούμαστε όλο και περισσότερο να αυξάνουμε ό,τι έχουμε κι από τα δύο- αν όμως τύχει κάποια φορά και βγούμε γελασμένοι στις προσδοκίες μας, τότε η λύπη μας φτάνει στο κατακόρυφο. Τέλος, η δόξα αποτελεί σοβαρότατο εμπόδιο, με την έννοια ότι, για να την αποκτήσουμε, πρέπει αναγκαστικά να κατευθύνουμε τη ζωή μας έτσι ώστε να κερδίζουμε την εύνοια των συνανθρώπων μας, δηλαδή να αποφεύγουμε ό,τι οι πολλοί αποφεύγουν και να αναζητάμε ό,τι συνήθως αναζητούν.

[6] Επειδή λοιπόν έβλεπα ότι όλ’ αυτά μ’ εμπόδιζαν τόσο πολύ να αφοσιωθώ σε τούτη τη νέα στάση ζωής και, στην ουσία, ήταν τόσο αντίθετα μ' αυτή, ώστε εκ των πραγμάτων έπρεπε να αποκηρύξω είτε τη μία στάση ζωής είτε την άλλη, γι' αυτό και βρισκόμουνα στην ανάγκη να εξετάσω ποια θα ήταν ωφελιμότερη για μένα- πράγματι, όπως είπα, έμοιαζα ότι ήθελα να εγκαταλείψω ένα βέβαιο αγαθό για ένα άλλο αβέβαιο. Αφού όμως διερεύνησα κάπως αυτό το θέμα, ανακάλυψα κατ’ αρχάς ότι, αν ξέκοβα από αυτές τις παλιές συνήθειες ώστε να είμαι πια προσηλωμένος στη νέα στάση ζωής, τότε, όπως μπορούμε σαφώς να συμπεράνουμε από τα όσα έχουμε πει μέχρι τώρα, θα έχανα ένα αγαθό αβέβαιο από την ίδια του τη φύση, για ένα αγαθό αβέβαιο, αλλά όχι βέβαια από τη φύση του (μιας και αναζητούσα ένα σταθερό αγαθό), παρά μόνο ως προς την πιθανότητα που είχα να το αποκτήσω.
  

πηγή αποσπάσματος: users.sch.gr