Μουσική ιδιοφυία, ευρηματικός, ρομαντικός, ιδιότροπος, δυστυχισμένος, βαθιά εσωτερική φύση, Άνθρωπος. Πολλοί χαρακτηρισμοί έχουν αποδοθεί με το διάβα του χρόνου στο μεγάλο συνθέτη και Δάσκαλο. Χαρακτηριστικά, στο έργο «Γκαίτε – Μπετόβεν» του Ρομαίν Ρολλάν, διαβάζουμε: «Δεν είναι πολλοί, ούτε ανάμεσα στις μεγαλοφυΐες, εκείνοι που διαρκώς κοινωνούν με το πνεύμα της Γης. Ο Γκαίτε και ο Μπετόβεν ήταν δυο από τους οικείους με τις μητέρες». Και στο έργο του «Μπετόβεν» ο Εμίλ Λούντβιχ αναφέρει: «Ο Μπετόβεν στάθηκε ο πιο αγνός και ο πιο μοντέρνος απ’ όλους τους καλλιτέχνες. Η μουσική του είναι η γλώσσα που οι λαοί καταλαβαίνουν, το έργο του τείνει προς την ελευθερία και την ευτυχία όλων των ανθρώπων… Με την περίπαθη καρδιά του, που έπαλλε κάθε στιγμή της ζωής του, με τον έντονο εγωισμό που του επέτρεπε να υπερπηδάει τα χειρότερα εμπόδια μέχρι να φτάσει στη νίκη, κατόρθωσε να φτάσει τελικά μέσα από την τέχνη στην απολύτρωση». Ο ίδιος ο Μπετόβεν, αναφερόμενος στην τέχνη του, αναφέρει ότι ο μουσικός φτάνει σε επίπεδα υψηλότερα από τον ποιητή. Ο ίδιος είχε αφιερώσει τον εαυτό του στο «να κάνει απ’ όλο του το είναι ένα ναό της τέχνης… να θυσιάσει στον ύψιστο Σκοπό όλα αυτά που καλούμε ζωή».
Ο Λ.Β. Μπετόβεν γεννήθηκε στις 17 Δεκέμβρη 1770, σ’ ένα φτωχικό σπίτι στην οδό Μπόνγκασσε στη Βόννη. Δεν έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Η μητέρα του Κατερίνα Κέρβεριχ ήταν μια γυναίκα ταπεινής καταγωγής που δούλευε ως υπηρέτρια αλλά με ιδιαίτερη λεπτότητα, ευγένεια και ευαισθησία, σε αντίθεση με τον πατέρα του Γιόχαν Μπετόβεν, άνθρωπο βάναυσο και μέθυσο. Από τα οκτώ αδέλφια του τα πέντε πέθαναν σε νεαρή ηλικία. Έτσι ήρθε από μικρός σε επαφή με τον ανθρώπινο πόνο και έμαθε να υπομένει τη δυστυχία και να συμμερίζεται τις θλίψεις των άλλων. Σημαντικό πρόσωπο στη ζωή του ο παππούς του Λούντβιχ, μουσικός της Αυλής,, που τιμήθηκε με τον τίτλο του Καπελλμάϊστερ, άνθρωπος με μεγάλη μουσική ικανότητα και εξαιρετικό ήθος τον οποίο θαύμαζε ιδιαίτερα.
Ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του, που ήταν και ο ίδιος τενόρος στην Αυλή. Χωρίς να έχει ιδιαίτερη μουσική αντίληψη, διέκρινε το ταλέντο του γιου του, το οποίο προσπάθησε να εκμεταλλευθεί. Καταπιέζει το μικρό Μπετόβεν – σε ηλικία τεσσάρων ετών τον υποχρεώνει να μελετά μέχρι το πρωί στο πιάνο – και λόγω της παράλογης αυστηρότητάς του, ο Μπετόβεν συχνά σκεφτόταν να εγκαταλείψει τις μουσικές σπουδές. Δίνει την πρώτη του συναυλία σε ηλικία οκτώ ετών (ο πατέρας του δήλωσε έξι). Ο πρώτος πραγματικά αξιόλογος δάσκαλός του, σε ηλικία δέκα ετών, ήταν ο Κρίστιαν Νεέφε, οργανίστας της Αυλής που τον καθοδήγησε χωρίς να τον πνίγει με κανόνες και του ενέπνευσε εμπιστοσύνη. Εντεκάμιση χρόνων κάνει το ντεμπούτο του, δώδεκα την πρώτη δημοσίευση και στα δεκατρία αντικαθιστά τον Νεέφε στην αυλή. Στα 1787 συναντά τον Μότσαρτ στη Βιέννη και νικώντας τη δυσπιστία του τον κάνει να αναφωνήσει: «αυτός ο νέος θα καταπλήξει τον κόσμο» και τον δέχεται ως μαθητή του. Λίγο αργότερα με τη βοήθεια του πρίγκιπα Φραγκίσκου και του ευγενή Βαλντστάιν, που του γνώρισε τον Σαίξπηρ, τον Καντ, τον Λέσσινγκ και τον Γκαίτε, γράφεται στο Πανεπιστήμιο και σπουδάζει γερμανική φιλολογία. Το 1793 γίνεται μαθητής του Χάυδν και αρχίζει παράλληλα μαθήματα με τον Γιόχαν Σενκ, τον Άλμπρεχτσμπέρκερ και τον ήδη διάσημο Αντόνιο Σαλιέρι.
Αγαπούσε ιδιαίτερα τους κλασικούς. Λέγεται ότι είχε πάντα κάτω από το μαξιλάρι του έργα του Ομήρου, του Πλάτωνα, του Πλουτάρχου, του Όσσιαν, και του Γκαίτε ενώ μελετούσε συχνά Αριστοτέλη, Τάκιτο, Κικέρωνα, Σασινύ, Πεσταλότσι και Καντ. Έτρεφε βαθιά εκτίμηση για τα έργα της ινδικής φιλοσοφίας. Αποσπάσματα όπως: «Τυλιγμένος στον ίσκιο της αιώνιας Μόνωσης, στην αδιαπέραστη Νύχτα του παρθένου δάσους, του αδιάβατου, του απρόσιτου … με το Πνεύμα βουλιαγμένο στον εαυτό σου… Μπράχμα» ή από την Μπαγκαβάτ Γκίτα: «Ευτυχισμένος εκείνος που απώθησε όλα του τα πάθη και με όλη τη δύναμη της δράσης του τελειούται» ή «Κίνητρο της δράσης σου να είναι η ίδια η δράση και όχι η επιτυχία της» βρίσκουμε συχνά στα σημειωματάριά του ειδικά από το 1815, 1816. Είναι εκλεκτικιστής, μελετά χωρίς προκαταλήψεις. Ο ίδιος αναφέρει: «Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι είμαι σοφός, προσπάθησα από τα παιδικά μου χρόνια να καταλάβω τα λόγια των σοφών και των μεγάλων πνευμάτων όλων των εποχών. Σε μια σελίδα παρτιτούρας του γράφει με μεγάλα γράμματα: «Ο ηθικός νόμος μέσα μας και ο έναστρος ουρανός πάνωθέ μας. Καντ». Από το Σίλλερ αντιγράφει, κορνιζάρει και τοποθετεί στο γραφείο του, δίπλα στην προτομή του Βρούτου, την αιγυπτιακής προέλευσης φράση: «Είμαι αυτό που Είναι. Είμαι το Παν, ό,τι Είναι, υπήρξε και θα Είναι. Καμιά ανθρώπινη ύπαρξη δε σήκωσε ποτέ τον πέπλο μου».
Η σχέση του με τη φύση που καταδεικνύεται στα έργα του τον οδηγεί σε μια εσωτερική αντίληψη της Θεότητας, πρωτοποριακή για την εποχή του και σε μια ελπιδοφόρα αντίληψη για τη ζωή και τον κόσμο. Σ’ ένα από τα σημειώματά του αναφέρει: «Έχω την εντύπωση πως κάθε δέντρο μου λέει: Αγιότητα, Αγιότητα… Ποιος μπορεί να τα εκφράσει όλα αυτά; Κι αν όλα χαθούν, απομένει η γη, ακόμα και το χειμώνα». Στο βιβλίο του Στούρμ «Η φιλοσοφία της Φύσεως» υπογραμμίζει πολλές φορές τα εξής: «Θάθελα πολύ να μοιάζω σε όλα με ένα δέντρο. Θάθελα να γίνω ανώτερος σε Αρετή, ανάλογα με τις ικανότητες και τη θέση που ο Θεός μου έδωσε, καρποφορώντας, βυθίζοντας τις ρίζες μου με τη σταθερότητα της ψυχής, για να δώσω στην πρακτική ζωή μου κατεύθυνση και δύναμη. Βιάζομαι να μοιάσω σε αυτά τα δέντρα δένοντας τις ρίζες μου όλο και δυνατότερα με τη γη». Και μετά τη γη έρχεται η σειρά του ουρανού, των άστρων που η προσέγγισή τους με το Θεό ηρεμεί την καρδιά του: «Α να μπορούσα να πήγαινα από άστρο σε άστρο, όπως πάνω από λουλούδι σε λουλούδι».
Είναι πιθανό ο Μπετόβεν να υπήρξε Τέκτονας, δεν είναι όμως βέβαιο όπως για τον Χάυδν, το Μότσαρτ και τον Γκαίτε.
Σε γραπτά του αναφέρει για τη Θεότητα: «Αγαπάω το Θείο χωρίς να είμαι χριστιανός. Η Λειτουργία είναι για μένα ένα κείμενο όχι περισσότερο πειστικό από τα γραπτά του Μίλτωνα και του Γκαίτε». Σε προχωρημένη ηλικία γράφει: «Ο Σωκράτης και ο Ιησούς στάθηκαν τα πρότυπά μου». Αναφέρουν ότι πίστευε σε ένα προσωπικό Θεό και ότι απευθυνόταν κατευθείαν στη Θεότητα χωρίς κανενός είδους μεσολαβητές. Όταν κάποτε ένας μαθητής του τού έδειξε μια παρτιτούρα του «Φιντέλιο» όπου είχε γράψει: «Τέλος με τη βοήθεια του Θεού» ο Μπετόβεν πρόσθεσε: «Άνθρωπε, βοηθήσου μόνος σου».
Ήταν ένας ιδιαίτερα γόνιμος δημιουργός. Οι καταχωρημένες σε καταλόγους συνθέσεις του φτάνουν στις 138, χωρίς να υπολογίσουμε τα έργα της νεανικής του ηλικίας. Τα αθάνατα έργα του είναι:
Οι 9 Συμφωνίες, οι 32 Σονάτες για πιάνο, οι Σονάτες για βιολί και πιάνο, τα 5 Κονσέρτα για πιάνο και ορχήστρα, τα Κουαρτέτα, η όπερα «Φιντέλιο», η λειτουργία « Missa solemnis», το «Σεπτέτο», χωριστά τα Τρίο, τα Κουιντέτα, οι Σερενάτες και οι Μπακατέλες.
Διακρίνονται σε τρεις περιόδους: την Πρώιμη, τη Μέση και την Ύστερη. Σε όλα αυτά τα έργα διακρίνουμε το ηρωικό πνεύμα με το οποίο αντιμετώπιζε τις δοκιμασίες της πολύπαθης ζωής του και τη βαθιά εσωτερικότητα του μουσικού και ανθρώπου.
Οι σημαντικές του συνθέσεις ξεκινούν το 1797. Μέχρι τότε σταδιοδρομεί ως πιανίστας και αναγνωρίζεται ως ευρηματικός δεξιοτέχνης, παρόλη την οξύτητα και την υπερβολική χρήση που τον κατηγορούν ότι έκανε στο πεντάλ και φημίζεται για τους εξαίρετους αυτοσχεδιασμούς του, που λέγεται ότι μπορούσε να τους επαναλάβει επακριβώς. Οι αριστοκρατικοί κύκλοι της εποχής, στους οποίους ήταν περιζήτητος, μιλούν για μια τέτοια απαλότητα με την οποία χτυπούσε τα πλήκτρα που άγγιζε το Θείο. Αναφέρεται ότι κάποτε ένας πιανίστας, που τον είχε προκαλέσει σε αναμέτρηση μόλις τον άκουσε να παίζει έφυγε κρυφά από την αίθουσα συναυλιών και κανείς δεν ξανάκουσε να γίνεται λόγος γι’ αυτόν.
Το 1799 συνθέτει την «Παθητική Σονάτα» ή «Απασσιονάτα», καρπό του έρωτά του για την όμορφη Ουγγαρέζα αριστοκράτισσα Τερέζα Φον Μπρούνσβικ και ακολουθούν το «Σεπτέτο» (1800) και η « Σονάτα της Άνοιξης» (1801).
Το 1802 είναι πολύ δύσκολη χρονιά, καθώς η αγαπημένη του Τζουλιέττα Γκουιτσιάρντι στην οποία είχε αφιερώσει τη «Σονάτα υπό το Σεληνόφως» τον εγκαταλείπει και μαζί με αυτήν η ακοή του, που είχε αρχίσει να παρουσιάζει προβλήματα από το 1796. Βρίσκεται σε τέτοια απελπισία που συντάσσει τη «Διαθήκη του Χάιλιγκενστάτ» και τη στέλνει στους δυο αδελφούς του με την παράκληση να διαβαστεί και να εκτελεσθεί μετά το θάνατό του. Ξεκινά λέγοντας: «Ώ άνθρωποι, που με θεωρείτε και με κρίνετε μοχθηρό και μισάνθρωπο, πόσο με αδικείτε. Η καρδιά μου από τότε που ήμουν έφηβος ήταν δοσμένη στη λαχτάρα για το Καλό. Αισθανόμουν έτοιμος να πραγματοποιήσω μεγάλα πράγματα. Σκεφθείτε όμως ότι εδώ και έξι χρόνια με έχει χτυπήσει μια ανεπανόρθωτη συμφορά… Είχα αποφασίσει να δώσω ένα τέλος. Μονάχα η τέχνη με συγκράτησε. Μου φαινόταν αδύνατο να εγκαταλείψω τον κόσμο πριν ολοκληρώσω όσα ήμουν προορισμένος να δώσω». Ξανά βλέπουμε να γυρίζει η έννοια του Σκοπού, ενός ύψιστου Σκοπού, ενός προορισμού που υπερβαίνει τις ανθρώπινες δοκιμασίες. Εξάλλου ο Μπετόβεν, όπως ο ίδιος αναφέρει, γνωρίζει καλά από τον αγαπημένο του Πλάτωνα «ποια είναι η μοίρα που περιμένει τους αυτόχειρες στο μεταθανάτιο ταξίδι της ψυχής» και ορθώνεται σε παράδειγμα βούλησης και αγωνιστικότητας.
Το 1803 γράφει την 3η του Συμφωνία, την «Ηρωική», που την αφιερώνει στο Ναπολέοντα, τον ήρωά του, που ενσαρκώνει τα ιδανικά της ελευθερίας, δικαιοσύνης και συναδελφοσύνης στα οποία πιστεύει με πάθος. Στο εξώφυλλό της γράφει «Βοναπάρτης». Στο Ναπολέοντα αφιερώνει και το 5ο Κονσέρτο για πιάνο ή «Αυτοκρατορικό» (1809). Μετά την αναγόρευση όμως του Ναπολέοντα σε Αυτοκράτορα θύμωσε τόσο πολύ που έσκισε το εξώφυλλο και ονόμασε τη Συμφωνία «Ηρωική».
Το 1807 γράφει την «5η Συμφωνία» με θέμα την πάλη του ανθρώπου με το πεπρωμένο, πάλη που κατά τους μελετητές οδηγεί στην τελική νίκη του ανθρώπου απέναντι στη μοίρα, σε θρίαμβο της ανθρώπινης θέλησης. Κατ’ άλλους όμως αυτή η πάλη που δηλώνεται με τα τρία χτυπήματα που αποτελούν και μοτίβο του έργου, σταδιακά γλυκαίνει και κάποια στιγμή χτύπημα-μοίρα και άνθρωπος έχουν γίνει ΕΝΑ. Ο άνθρωπος έχει δεχθεί το Δάρμα του (Δρόμος), τον προορισμό του και ακολουθεί το Πεπρωμένο, το Σκοπό του με τον οποίο συμμαχεί.
Την ίδια περίοδο γράφει και την 6η Συμφωνία ή «Ποιμενική» που υψώνεται ως ύμνος στη φύση και τα στοιχεία της, τον ήλιο, τον άνεμο, τα δέντρα, τη γη. Η φύση γίνεται για τον Μπετόβεν «Δασκάλα ζωής». «Αγαπώ τα δέντρα περισσότερο από τους ανθρώπους. Τα δάση, οι βράχοι σου δίνουν την απάντηση που περιμένεις», γράφει στη φίλη του Τερέζα Μαλφάτι.
Το 1812 – 1813 βιώνει μια βαθιά ερωτική απογοήτευση. Είναι ο έρωτας στην αθάνατη πολυαγαπημένη, για την οποία έχουν γραφεί πολλά αλλά τίποτα σίγουρο. Είναι πολλές οι γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του και ανάμεσά τους ιδιαίτερη θέση κατέχει η Μπεττίνα Μπρεντάνο, αγαπημένη του Γκαίτε. Παρότι όμως υπήρξε ρομαντικά ερωτευμένος σε ολόκληρη τη ζωή του δε στάθηκε τυχερός σε αυτόν τον τομέα. Το 1812 γίνεται και η περίφημη συνάντηση Γκαίτε – Μπετόβεν. Αναγνωρίζει ο ένας το έργο του άλλου αλλά είναι πολύ διαφορετικές φύσεις και υπάρχει γενικά αρκετό μυστήριο για το τι συνέβαινε ανάμεσά τους. Λέγεται ότι ο Γκαίτε απέφευγε να μιλά για τον Μπετόβεν και μια φορά που τον έπεισαν να ακούσει την 5η, άκουσε μόνο το πρώτο μέρος, γύρισε στο σπίτι του χλωμός και δεν ξανάκουσε ποτέ μουσική του.
Το 1816 συνθέτει ένα κύκλο τραγουδιών «Στη Μακρινή Αγαπημένη» και ξεκινά το σχεδιασμό της 9ης. Το 1822 τελειώνει τη λειτουργία του «Missa solemnis», την οποία δούλευε για 10 ολόκληρα χρόνια. Αναφέρουν ότι την εποχή που τη συνέθετε ήταν πάντα λουσμένος στον ιδρώτα, χτυπούσε το τέμπο με χέρια και πόδια και οι κάτοικοι του Μαίντλιγκ στο οποίο βρισκόταν τον θεωρούσαν δαιμονισμένο. Όταν όμως τελείωσε βρέθηκαν μπροστά σε ένα νέο άνθρωπο. Ο ίδιος στο κείμενο του «Κύριε» γράφει: «ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ». Θεωρείται το έργο που απελευθέρωσε τον Μπετόβεν από τις γήινες αβεβαιότητες. Παρόλα αυτά δέχθηκε έντονη κριτική γιατί θεωρήθηκε ότι, ειδικά στα μέρη της λειτουργίας, η χρήση έντονων ήχων, αντί των συνηθισμένων ήπιων, ήταν ασέβεια. Ότι ο Μπετόβεν δεν έδειξε την απαιτούμενη ευλάβεια που χρειαζόταν αλλά στάθηκε μπροστά στο Θεό σαν να ήταν και ο ίδιος ένας Θεός. Η αξία του έργου, που θεωρείται μαζί με την 9η ένα από τα αριστουργήματα του Μπετόβεν, αναγνωρίστηκε μετά το θάνατό του.
Το 1823 ολοκληρώνεται η «9η Συμφωνία» ή «Ύμνος στη Χαρά», η κατά πολλούς καλύτερη Συμφωνία του Μπετόβεν. Γράφεται σε πολύ δύσκολες συνθήκες: σωματικοί πόνοι, οικονομικά προβλήματα, αδιάκοπη αγωνία για τον «άτακτο» και ψυχρό ανιψιό του Καρλ -του οποίου είναι κηδεμόνας από το 1815- δε σταματούν τον Μπετόβεν. Αντίθετα βρίσκει τη δύναμη να φτάσει μέσα από τον πόνο στη χαρά και να διδάξει στους ανθρώπους το δρόμο της αδελφοσύνης και της ευτυχίας. Στην ωδή στη χαρά ο Μπετόβεν μιλά για την κοινή Μοίρα όλων των ανθρώπων στο μακρύ Δρόμο της Ανθρωπότητας, για την τελική ένωση όλων των Ψυχών στο ΠΑΝ. Το Μάιο του 1825 η 9η παρουσιάζεται στο κοινό και ο δημιουργός αποθεώνεται. Εκείνος όμως καθισμένος στην πλατεία δεν ακούει ούτε ένα χειροκρότημα και χρειάζεται να τον πάρει μια από τις κορίστες και να τον γυρίσει στο κοινό για να μπορέσει τουλάχιστον να δει τον μεγάλο ενθουσιασμό. Όταν η συναυλία τελειώνει, λιποθυμά.
Το τέλος έρχεται λίγο αργότερα, 26 Μαρτίου 1827, μετά από μια βαριά πνευμονία που πέρασε την προηγούμενη χρονιά, χωρίς να λάβει τις απαιτούμενες φροντίδες από τον αδερφό και τον ανιψιό του, με συνοδεία τρομερές αστραπές και βροντές μιας φύσης που τόσο αγάπησε στην ευρύτητά της ο Μπετόβεν πεθαίνει. Κηδεύεται με όλες τις τιμές -ο διάσημος Φραντς Γκριλλπάρτσερ, ο μεγαλύτερος αυστριακός ποιητής εκφωνεί ένα συγκινητικό επικήδειο μπροστά σε πλήθος κόσμου- και το ταξίδι του στον Ουρανό που τόσο πολύ επιθύμησε: «Αχ! να μπορούσα να ταξίδευα από άστρο σε άστρο» ξεκινά…
Μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του:
Beethoven moonlight sonata
( Beethoven's 5th symphony )από David Garrett - the 5th
Beethoven - Für Elise
Beethoven "Love Story"
Beethoven - Melody of Tears + Rain
"Beethoven's Silence" - Ernesto Cortazar
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
•«Οι μεγάλοι μουσουργοί», εκδ. Τσιτσιλιώνης
•«Μπετόβεν», Εμίλ Λούντβιχ
•« Γκαίτε – Μπετόβεν», Ρομαίν Ρολλάν
•Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος -Λαρούς»
•Εγκυκλοπαίδεια «Δρανδάκης»
•Ιnternet: Συλλογή άρθρων
•«MISSA SOLEMNIS»
πηγή: nea-acropoli