ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΓΕΛΙΑΝΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

                   Î‘ποτέλεσμα εικόνας για χέγκελ

Του Σταμάτη Γιακουμή, δρ. φιλοσοφίας

Πρόκειται για ένα θέμα εξόχως σύνθετο, απαιτητικό, σχεδόν προκλητικό, που μπορεί όμως αρκούντως να σκιαγραφηθεί με κατάλληλη εφαρμογή της εγελιανής φιλοσοφίας. Κατά κοινή παραδοχή, η φιλοσοφία του γνωστού Γερμανού διανοητή Χέγκελ αδικούσε πάντοτε τον εαυτό της λόγω της περίπλοκης ομολογίας της. Είναι απορίας άξιον πως μία φιλοσοφία με τέτοια υποδειγματική διάρθρωση και τάξη, αλλά και με τόσους ορισμούς, αποφεύγεται με κύριο επιχείρημα τη δυσκολία στην ανάγνωση. Η μη εντρύφηση στην εν λόγω διδασκαλία είναι διπλό κρίμα για μας τους Έλληνες, διότι τούτη αποτελεί κατ’ εξοχήν σύνθεση ελληνικού πνεύματος, περίπου μία σύνοψη της αρχαίας σκέψης.

Ο κόσμος μας, κατά τον Χέγκελ, περικλείεται από τη συνείδηση, τη φύση και τον λόγο ο οποίος συνδέει τα δύο πρώτα. Συνείδηση, [1] λόγος, [2]φύση [3]είναι οι τρεις παράγοντες του γνωστικού ορίζοντα. Η συνείδηση δημιουργεί τη φύση, αλλά και δημιουργείται απ’ αυτήν, αφού η ζωή είναι κύκλος.


α) Συνείδηση: Είναι η μέση οδός μεταξύ ιδεαλισμού ως πνευματοκρατίας και υλισμού ως μηχανοκρατίας. Είναι αυτό που μας επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε τη φύση μέσα από τις αισθήσεις μας, έτσι ώστε εμείς να απορρέουμε στη φύση κι η φύση να εισρέει σε μας.

Αυτός ο αλληλεπηρεασμός, η σύζευξη του υποκειμένου με το αντικείμενο είναι η φαινομενολογία. Δεν γνωρίζω αν ο Χέγκελ ήταν ο πρώτος φαινομενολόγος, ήταν όμως από τους μεγαλύτερους. Αφού εμείς επηρεάζουμε τη φύση και η φύση επηρεάζει εμάς, βρισκόμαστε μπροστά σε μία φιλοσοφία ελευθερίας αλλά και ευθύνης. ‘Όταν λέμε συνείδηση, εννοούμε καταρχήν την ατομική που καταλήγει στη συλλογική, πέρα από τόπο και πέρα από χρόνο (παρελθούσα, παρούσα, μελλοντική αυτών που έζησαν και που θα ζήσουν). Οι συνειδήσεις αυτές με διάφορους τρόπους αλληλοπαρατηρούνται. Δεν μπορούν να εισχωρήσουν η μία στην άλλη, αλλά ψηλαφούν τις άλλες και προσπαθούν να τις καταλάβουν από την εξωτερική τους συμπεριφορά (εκ των παρειών αυτών γνώσεσθε αυτούς). Συνείδηση διαθέτουν και τα ζώα, ενώ ενδέχεται να υπάρχουν νοήμονα πλάσματα και σε άλλους πλανήτες. Υποτυπώδη συνείδηση έχουν και τα φυτά, ίσως ακόμη και ο γεωλογικός οργανισμός, τα μεγάλα ουράνια σώματα, η Γαία της οικολογίας με τη σεισμική και ατμοσφαιρική της δραστηριότητα. Σε αυτούς που αγανακτισμένοι θα μας πουν –μα τι μας λέτε έχουν οι πέτρες συνείδηση-, θα απαντήσουμε πως ότι αντιδρά σε ερεθίσματα με τρόπο μη απόλυτα προβλεπτό είναι ύποπτο συνείδησης.

β) Όταν λέμε λόγο, εννοούμε τα στάδια, δια των οποίων η συνείδηση γίνεται φύση και αντιστρόφως (λόγος με τη μορφή λογικής, που μπορεί να σημαίνει διαφυλακτική φειδώ και σοφία στην επαφή με τη φύση ή λόγος με τη μορφή εργαλείου, που μπορεί να σημαίνει επίθεση και εκμετάλλευση της φύσης). Εδώ εντάσσεται η διαφορά μεταξύ του Οργάνου του Αριστοτέλη και του «novum organum” του Βάκωνα.

γ) ‘Όταν λέμε φύση, εννοούμε διαμορφωμένο περιεχόμενο, δηλαδή πνεύμα. Αυτή είναι μία δυσκολία της εγελιανής φιλοσοφίας, ότι δηλαδή η φύση ταυτίζεται με το πνεύμα, με την έννοια μιας εξωτερικής έκφρασης, ενός έργου, ενός αποτελέσματος εγγραφής, ενός βιβλίου. Η φύση είναι προϊόν, δημιούργημα, τεύχος και όργανο της συνείδησης, προκειμένου αυτή να γνωρίσει τον εαυτό της. Τα φύλλα των δέντρων είναι η έκφραση της συνείδησής τους, αλλά και της δικής μας που τα παρατηρούμε και μεταφράζουμε το σχετικό οπτικό σήμα. Φύση είναι η κατ’ οικονομία σύμπτωση του «ίδιου κόσμου» με τον «κοινό κόσμο». Ο καθένας κατασκευάζει τη δική του φύση, η συνισταμένη των οποίων είναι ο αντικειμενικός κόσμος, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η αντικειμενική αντίληψη και η φαντασία είναι λιγότερο πραγματικά.

Συμπέρασμα: Ο κόσμος δεν ορίζεται απ’ αυτό που υπάρχει, αλλ’ απ’ αυτό που συνειδητοποιείται. Αυτή είναι μία απάντηση στο πρόβλημα της οντολογίας.

Η συνείδηση έχει τρεις στάσεις απέναντι στην αντικειμενικότητα. Η μία κοιτά το πολύ κοντινό, το προφανές (αφηρημένο κατά εγελιανή ορολογία) για να συμμορφωθεί με τις συντεταγμένες του εαυτού της (κανονικισμός ή αντιανθρωπισμός, [4] η δεύτερη κοντοστέκεται ανάμεσα στις προδεδομένες συντεταγμένες και σ’ αυτό που δημιούργησε ή είναι δυνατό να δημιουργήσει (υπαρξισμός ή αποφασιοκρατία, [5]) (6), η τρίτη είναι η φάση όπου η συνείδηση δημιουργεί (ανθρωπισμός ή θεσμικότητα). [6]

Πώς γίνεται αυτό; Η συνείδηση διενεργεί μία έξοδο από το αφηρημένο σημείο αυτοπαρατήρησης, κερδίζει απόσταση από το αντικείμενο και έτσι μπορεί να το συγκεκριμενοποιήσει. Προβαίνει δηλαδή σε θεώρηση. Αν είμαστε στην κορυφή ενός βουνού με λίγη ορατότητα μπορούμε να πούμε λίγα πράγματα για την ακριβή μας θέση. Κάποιος όμως που μας παρατηρεί από μακριά με τα κιάλια μπορεί να μας δώσει πολύ περισσότερες πληροφορίες για την κατάστασή μας.

Στη συσχέτιση των πληροφοριών μπορούν να προκύψουν αντιθέσεις, που διευθετούνται με τη διάρθρωση καθεμιάς απ’ αυτές σε διαφορετικό επίπεδο. Ήδη, στο προηγούμενο παράδειγμα εμείς θεωρούμε ότι βρισκόμαστε σε επίπεδο σημείο, ενώ μας πληροφορούν ότι είμαστε στην κορυφή βουνού. Αλλά και στην κοινωνική ζωή, διαπιστώνουμε π.χ. άλλοτε ότι ο συνάνθρωπος είναι καλός και άλλοτε ότι ο συνάνθρωπος είναι κακός. Και τα δύο ισχύουν, απλώς το καθένα έχει διαφορετικό πεδίο εφαρμογής. Διαλεκτική καλείται η επίλυση φαινομενικών αντιθέσεων με διάρθρωση των σκελών της αντίθεσης σε διαφορετικά επίπεδα. Όταν η συνείδηση διενεργήσει μία τέτοια ανάλυση, επηρεάζει πλέον το αντικείμενο προς μία κατεύθυνση. Δηλαδή η συνείδηση, όταν παρατηρεί και αξιολογεί κάτι, στην ουσία το επανασυστήνει. Αυτή είναι η λύτρωση στο πρόβλημα της γνωσιολογίας και της αδυσώπητης απόδειξης. Διότι όποιος ιδρύει, δεν χρειάζεται να αποδεικνύει. Λέμε στα νομικά ότι το συστατικό έγγραφο (μιας δικαιοπραξίας) είναι συγχρόνως και αποδεικτικό.

Ακολουθεί η ανάλυση διαφόρων τομέων του πνεύματος, όπως τις ανέδειξε η συνείδηση.

1. Ανθρωπολογία

Ξεκινάμε από τον άνθρωπο, διότι είναι ο κεντρικός κόμβος της φιλοσοφίας. Ο άνθρωπος έχει ως προδεδομένο την αίσθηση [7] ως ποικιλία, δηλαδή τις εικόνες, ήχους, γεύσεις και εν γένει ερεθίσματα που αφήνουν νοητικά σχήματα (αποτυπώματα) στη δεκτική εγγραφών ψυχή του (με την ανθρωπολογική έννοια της έδρας δεκτικής επιρροών). Αναγκαίως αναπτύσσει μία διαδικασία περιορισμού των ερεθισμάτων, που είναι η σκέψη[8] δηλαδή γενίκευση, αλλά και επιλογή. Συνειδητοποιεί αμυδρά τη θέση του ως υποκείμενο, [9] ως σύνδεσμος αισθήσεων, ως αυτοοργανούμενο, σταθεροποιημένο σύνολο, ως επιτελείο εργασίας. Το υποκείμενο δημιουργεί τις βάσεις της κοινωνίας. Ο γνωστός (από τους διαλόγους του με τον Χάμπερμας) κοινωνιολόγος Νίκλας Λούμαν στη Γερμανία, ο οποίος εφάρμοζε το ανθρωπολογικό μοντέλο ποικιλία – επιλογή- σταθεροποίηση στα κοινωνικά φαινόμενα, δήλωνε ευθαρσώς ότι παρέλαβε την ιδέα αυτή από τον Χέγκελ.

2. Κοινωνιολογία

Η διάνοια [10] είναι η άμεση απόρροια των ανωτέρω, είναι η ταυτότητα που οριοθετεί το υποκείμενο από τα έτερα υποκείμενα (το πρόβλημα της ταυτότητας είναι βασανιστικό για τη φιλοσοφία, αν είναι απλώς άθροισμα παραστάσεων ή μνημών ή αν έχω μοναδικότητα). ‘Όμως, με το να είναι ο αυτοκαθορισμός αναγκαίο περιεχόμενο της διανοίας, προκύπτει αυτόθροα και η έκφανση της αλληλεξάρτησης, της σχέσης με τους άλλους, ενός κοινωνικού δεσμού με κυρίαρχο το στοιχείο της διάρκειας, η αυτογνωσία[11] Αυτή σημαίνει ότι μπορεί μεν να είμαι ξεχωριστό ον, διάρκεια όμως θα έχω μόνο σε σχέση με τους άλλους. Το συμπέρασμα ότι μέσα στην κοινωνία είμαι και μόνος και μετά πολλών είναι το λογικό) [12] (common sense των Αγγλοσαξώνων). Το ζώο έχει συναίσθηση της διαφοράς του από το περιβάλλον, ο άνθρωπος έχει αυτογνωσία στο πλαίσιο της κοινωνίας και η συνειδητοποίηση αμφοτέρων αυτών των καταστάσεων είναι το λογικό.

3. Ψυχολογία

Η παράσταση [13] ως συνδυασμός ατομικής διάνοιας και κοινωνικής συνοχής απεικονίζεται στους τοίχους των σπηλαίων και είναι η απαρχή της γλώσσας. Σε αντίθεση με την απολλώνια νηφαλιότητα της παράστασης κείται η διονυσιακή δραστηριότητα και πιεστικότητα των ενστίκτων, η δράση [14] των ορμών. Ο μηχανισμός της βούλησης, [15] που αποτελεί ένα είδος τροχαίας των ορμών, παραχωρώντας την προτεραιότητα στη μία ή την άλλη, καταφέρνει τελικά να διατηρηθεί και να σταθεροποιηθεί εν μέσω των αντικρουόμενων τάσεων και κλίσεων. Έτσι η βούληση γίνεται αυτοαναφερόμενη, αυτοσκοπός. Ελευθερία είναι η βούληση που θέλει τον εαυτό της πέρα από τα επιμέρους περιεχόμενα της παράστασης ή τη δραστικότητα των ορμών.

4. Ηθική

Η βούληση νομίζει καταρχήν ότι ευθύνεται για κάθε επενέργεια στο εξωτερικό περιβάλλον, για την εν γένει συν- περιφορά της και αυτή είναι η εν ευρεία εννοία ενοχή. [16] Στη συνέχεια, όμως, απαιτεί να της αποδίδονται μόνο τα εκδηλωμένα και πραγματωμένα περιεχόμενα που περιλαμβάνονταν στην πρόθεσή [17] της (πράξη). Η προβολή στη γενική σφαίρα των επιμέρους σκοπών των ορμών είναι η κακή βούληση, που δεν θα μας απασχολήσει εδώ ως παθογένεια. Η καλή βούληση συνδέει την πράξη της με το γενικό της κοινωνίας, δηλαδή με κάποια κοινωφέλεια μέσω της αρχής του καταλογισμού. Η κατανόηση ότι τόσο η συμπεριφορά χωρίς υποκινούσα ηθική αρχή όσο και η καλή πρόθεση χωρίς συσχετισμό με τα αποτελέσματα της πράξης είναι ατελής και ανεπαρκής συγκροτεί την επίγνωση. [18] Η επίγνωση ως γνώση του πεπερασμένου των ηθικών απόψεων τις εξετάζει κατ’ αντιπαράσταση στο forum της ηθικότητας, της ηθικής δηλαδή από τη σκοπιά του άλλου, και μέσα από τη διαδικασία αυτή υπερβαίνουμε την επικράτεια της υποκειμενικότητας και εισχωρούμε στην αντικειμενικότητα του δικαίου.

5. Δίκαιο

Το πρώτο μέλημα της εν επιγνώσει τελούσας βούλησης είναι η εξωτερίκευσή της στο περιβάλλον, κατά τρόπο που να βλέπει τον εαυτό της μέσα σ’ αυτό, η ιδιοκτησία [19] (σχετικά νομή, νέμηση, διανομή γαιών, νόμος)Η ιδιοκτησία πρέπει να είναι διαμεσολαβημένη μέσα από την εργασία και τη νοητική οικείωση και μόνο τότε μου προσδίδει δικαίωμα), [20] αλλιώς είναι κάτι ξένο προς εμένα, με όλες τις παρενέργειες που αυτό συνεπάγεται (συσσώρευση πλούτου από τη μία, φτώχεια και επαιτεία από την άλλη). Συνδυασμός της εξωτερικής εκδήλωσης και της εσωτερικής επίνοιας (σύλληψης) είναι το έθος[21] οι πάγιοι και αναμφισβήτητοι θεσμοί που θεμελιώνουν την κοινωνία μας: οικογένεια, αστική σχέση, επαγγελματικές ενώσεις, κοινωνική πρόνοια, κράτος. Το φυσικό δίκαιο της ιδιοκτησίας και της πυγμής καθίσταται προοδευτικά θετικό δίκαιο των θεσμών. Το έθος, ως κατεξοχήν αντικειμενικό, ως η σφαίρα όπου εμφανίζονται οι θεσμοί, τα ήθη και τα έθιμα, ως τρόπος ζωής των ανθρώπων και των λαών, δημιουργεί την ιστορία, που είναι η ανάδειξη των μορφών που αυτό εξέλαβε κατά τη διάρκειά της, και τη διαβούλευση περί του εκάστοτε πρακτέου, την πολιτική. Νόμος με την έννοια της διανομής, δικαίωμα και διάγνωση αυτού, καθώς και οι θεσμοί συγκροτούν την πραγματικότητα του δικαίου.

6. Ιστορία

Ιστορικά, στην ελληνική περίοδο το έθος γνώρισε τη μεγαλύτερη άνθησή του ως «adaequatio rei et intellectus» (αντιστοιχία πράγματος και νοήσεως), ως συνδυασμός γνώσης και ήθους. Συνείδηση ως νους γνωστικός αληθείας, λόγος ως διαλεκτική λογική και φύση ως προσταθεροποιημένη αρμονία βρίσκονταν σε αγαστή σύμπνοια και ισορροπία. Στην πραγματιστική περίοδο που περιλαμβάνει Ρωμαίους και Αγγλοσάξονες η παράσταση αρχίζει να απομακρύνεται από τα πράγματα και η λέξη από το σημαινόμενο, με αποτέλεσμα η αλήθεια να αντικατασταθεί από την εγγυημένη βεβαιωτικότητα, ο λόγος να ταυτισθεί με μία αναλυτική- προτασιακή λογική, η δε φύση να παρουσιάζεται ως ρέον γίγνεσθαι, πολυσχιδής, πολυπρισματική και διασπασμένη στην κατανόησή της. 

Η γνώση και το ήθος περιορίζονται να ανασύρουν το ωφέλιμο από την πολυσυλλεκτικότητα (πραγματισμός). [22] Στην εβραιοχριστιανική εποχή, η συνείδηση παρίσταται ως πρωτότυπη θέση κανόνων, ο λόγος ως τυπική λογική και η φύση διαιρείται σε νομίμως διαγνωστή και μη. Ήθος είναι η υπακοή στους κανόνες του Θεού ή του νομοθέτη και γνώση ο εκάστοτε αυστηρός διαχωρισμός μεταξύ αυτού που θέτει και αυτού που ανακαλύπτει, ερμηνεύει, υπακούει (θετικισμός). [23] Τέλος, στη συστημική ή γερμανική εποχή η συνείδηση παρουσιάζεται ως έδρα εισροής- εκροής συμβόλων, η φύση αυτοοργανώνεται σε συστήματα που επικοινωνούν μεταξύ τους, λόγος δε είναι οι δίαυλοι της επικοινωνίας αυτής κυρίως με τους κανόνες της κυβερνητικής και της ελαχιστοποίησης των διαφορών. Γνώση είναι η προσαρμογή σε συνεχώς μεταβαλλόμενες καταστάσεις, ήθος είναι η ανοιχτή νοοτροπία στην απεραντοσύνη των νέων δεδομένων που κατακλύζουν τα συστήματα και πρέπει να αφομοιωθούν από αυτά (συστημισμός)[24] Τέτοιου είδους αναλύσεις είναι αξεπέραστες, η φιλοσοφία της Ιστορίας του Χέγκελ δεν μπορεί να συνοψιστεί, χρήσιμο όμως είναι να θυμόμαστε ότι η ελληνική ή διαλεκτική εποχή χαρακτηρίζεται από την «adaequatio rei et intellectus”, η αγγλοσαξωνική ή πραγματιστική εποχή χαρακτηρίζεται από τη χρησιμοθηρία και την άγρα της εγγυημένης βεβαιωτικότητας, χαρακτηριστικό της εβραιοχριστιανικής είναι η από καθέδρας θέση κανόνων και χαρακτηριστικό της γερμανικής ή συστημικής εποχής είναι η αμφίδρομη επικοινωνία και η διαχείριση πληροφορίας.

7. Πολιτική

Η πολιτική προκύπτει ως επιλογή μεταξύ εναλλακτικών λύσεων περί του πρακτέου, όπου άλλοτε δίδεται μεγαλύτερο βάρος στην ικανοποίηση αναγκών, άλλοτε στην ανάδειξη καλλιεργημένων γνωμών. Η ανάγκη [25] και η ικανοποίησή της συνδέεται κυρίως με την ισότητα και τη δημοκρατία, ενώ η γνώμη [26] και η καλλιέργειά της με την αξιοκρατία και την αριστοκρατία. Οι διαφορές στην πράξη δεν είναι τόσο μεγάλες και στον πολιτισμένο κόσμο και τα δύο πολιτεύματα ενυπάρχουν ως συμπληρωματικές τάσεις μέσα σ’ ένα κοινό πολίτευμα, το σύνταγμα. [27] Το βασικό στοίχημα της πολιτικής είναι το πώς θα ανάγει την ανάγκη σε γνώμη ή τη γνώμη σε ανάγκη. Η δημοκρατική νοοτροπία κατατείνει περισσότερο στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού, ικανοποιεί τις υπάρχουσες ανάγκες, δημιουργεί όμως και άλλες μέσα από την αισθητική της διαφήμισης. Η αριστοκρατική νοοτροπία πολλάκις μεταβάλλει αντιστρόφως μία ανάγκη σε γνώμη, έτσι ώστε μέσα από την καλλιέργεια και την παιδεία να μπορεί κανείς να υπερβεί την ανάγκη του. Η πολιτική δικαίως λέγεται η τέχνη του εφικτού, είναι πεδίο ανθρώπινου σχεδιασμού και δεν υφίσταται σ’ αυτήν καμία νομοτέλεια εκτός από τη «νομοτέλεια» της απόλυτης ελευθερίας. Ως πεδίο σχεδιασμού και έκφρασης ελευθερίας, εξευγενισμού της ανάγκης και καλλιέργειας της γνώμης μας εισάγει στο χώρο της τέχνης. Όλοι μας έχουμε μέσα μας και το αριστοκρατικό και το δημοκρατικό στοιχείο, όταν ικανοποιούμε γνώμη ή ανάγκη.

8. Τέχνη

Η τέχνη είναι η περιοχή εκείνη όπου το προϊόν της νοήσεως αποσυνδέεται εντελώς από τον δημιουργό και γίνεται αυθύπαρκτο. Εδώ η μεγίστη αντίθεση είναι μεταξύ της μορφής [28] και του περιεχομένου. [29] Ο καλλιτέχνης που προσκολλάται περισσότερο στη μορφή, ακολουθεί μια μανιέρα, μια τεχνοτροπία, μια Σχολή, κάνει μια τέχνη στρατευμένη στο αισθητικό και καλλιτεχνικό ρεύμα που πρεσβεύει. Αντίθετα, όποιος εμβαθύνει στο περιεχόμενο, φτάνει σ’ αυτό που λέμε προσωπικό στυλ, μελετά την αυτονομία των ατομικών ιδιαιτεροτήτων του, εξερευνά την ατομικότητα του γούστου και του αισθητηρίου του, αντλώντας από εκεί την πρωτοτυπία. Γεφύρωση της μορφής και του περιεχομένου λαμβάνει χώρα με την ερμηνεία, [30] που είναι εξελεγκτική και εξηγητική κάθε κατάστασης εικόνας ή πρόζας, είτε αφορά έργο τέχνης, είτε ηθική πράξη, είτε θείο κείμενο. Το φαινόμενο της ερμηνείας, καθώς και το αίσθημα ότι από το έργο τέχνης απουσιάζει η ζωή και η ψυχή, υποχρεώνει το πνεύμα να συνεχίσει τις αναζητήσεις του στο χώρο της θρησκείας. Περιεχόμενο, μορφή, ερμηνεία δεν χρήζουν περαιτέρω αναλύσεως.

9. Θρησκεία

Χαρακτηριστικό της θρησκείας είναι η αναιτιολόγητη αποδοχή είτε με τη μορφή της διαίσθησης [31] είτε με τη μορφή του δόγματος. [32] Το δόγμα παραπέμπει στο παραδεδεγμένο, στην Κιβωτό της Διαθήκης, στην Ιερά Παράδοση, σ’ αυτό που έχουμε παραλάβει και το μεταβιβάζουμε στα παιδιά μας. Η διαίσθηση σχετίζεται με τη ξαφνική επιφοίτηση, την ακαριαία αλλαγή παραδείγματος, την αιφνίδια απολέπιση των οφθαλμών. Και τα δύο είδη αντίληψης προϋποθέτουν για στήριγμά τους την πίστη. Η πίστη όμως μόνη της δεν είναι τίποτε άλλο από μία «ευσεβή αυθαιρεσία» και κατά τούτο αδιέξοδη. Δεδομένου ότι κάθε πίστη, που δεν στηρίζεται έστω εν μέρει σε γνωστικά στοιχεία, καταρρέει, πρέπει για να διασωθεί να αναχθεί σε πίστη μετά λόγου γνώσεως (πιθανή, περιοδευμένη ή διεξοδευμένη κατά τον καρνεάδειο όρο), αφού υπάρχει πίστη εδραία και πίστη ανεπέρειστη. Τούτο γίνεται με την πεφωτισμένη ενάργεια, τη διορατικότητα, τη βαθιά κατανόηση, την ενόραση [33] ότι ο Θεός δεν είναι κάτι μεταφυσικό, αλλά διαμεσολαβείται μέσα από τη δική μας αντίληψη, γνωρίζει δηλαδή για τον εαυτό του, ό,τι γνωρίζουμε εμείς γι’ αυτόν (Εκκοσμικευμένη ερμηνεία της θρησκείας). Η σύνδεση της πίστης με τη γνώση μέσω της εναργούς θεώρησης είναι μία οδός που μας οδηγεί αναγκαστικά στην προβληματική της φιλοσοφίας.

10. Λογική Φιλοσοφία

Φιλοσοφία δεν είναι “ce que les autres ont dit” (αυτό που έχουν πει οι άλλοι), αλλά το επιστημονικό πεδίο της απόλυτης λογικότητας: αφενός το στάδιο του είναι, [34] δηλαδή των μαθηματικών ποσοτήτων και των μετρικών σχέσεων, που οδηγούν από την ανάλυση στον ολισμό και από την παράγωγο στο ολοκλήρωμα, αφετέρου το στάδιο της ουσίας, [35] δηλαδή της εύρεσης του σημαντικού (αναλύονται ποιότητες του όντος, επίφαση, αντίφαση, υπόσταση, ύπαρξη, φαινόμενο, αιτιότητα), και τέλος το στάδιο της εννοίας[36] δηλαδή των βεβαιωτικών ή αναλογικών συλλογισμών της επαγωγής, που οδηγούν από το έλλειμμα δεδομένων στη συμπλήρωση (προοδευτική εισαγωγή εμπειρικών στοιχείων στην αφαιρετικότητα του νου) και των κατηγορικών ή διαζευκτικών συλλογισμών της παραγωγής και απαγωγής, που οδηγούν από τη συμφόρηση πληροφοριών στη διάζευξη (κάθαρση από περιττές πληροφορίες αυτού που μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα), ώσπου η έννοια εντέλει αυτονομείται, αυτοϊδιοποιείται και προβαίνει μέσω λογικών συσχετισμών στην πράξη της υλικής δημιουργίας !!!

11. Μηχανική - Φυσική - Οργανική

Διενεργείται η πολυδιάσπαση της συνείδησης σε κατηγορίες ποσότητας ή αφηρημένου «είναι», ποιότητας ή ουσίας και εννοίας, δηλαδή σχέσεις ανάγκης και τρόπου από τις οποίες οι σπουδαιότερες είναι οι εποπτικές κατηγορίες του χώρου και του χρόνου. Ως εναλλακτικές λύσεις για να δομηθεί η φύση ως ζωή, επομένως και ο άνθρωπος παρίστανται οι εξής: ‘Η να είναι απλός μηχανισμός [37] διεκπεραίωσης, δρών πάντα με κατεύθυνση το μέλλον ή να είναι ηλεκτρομαγνητική ατομικότητα [38] που φωτογραφίζει το περιβάλλον και απαθανατίζει διάφορα σημεία αυτού που σήμερα γίνεται παρελθόν ή να είναι οργανισμός [39] ως συνδυασμός αμφοτέρων. 

Ο θάνατος ως συνεχής διαδικασία ανάδειξης και εξέλιξης νέων μορφών

Η ψυχή του ανθρώπου (ξαναγυρίζουμε σιγά- σιγά εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε) οπισθοχωρεί και οπισθοπορεί, στρέφεται πάντα στο παρελθόν για να επαναξιολογήσει τα περασμένα, εγγράφει δε και εκπέμπει τα συμπεράσματά της ως σύμβολα και υποδείγματα στο μικρόκοσμο. Αυτό είναι κατά διαλεκτική έννοια ο θάνατος, όχι η κατάργηση του ανθρώπου ως κομβικού σημείου της φιλοσοφίας (μερικότητα, που συνδέει την γενικότητα των παρελθουσών ιδεών με την ατομικότητα της ύλης), αλλά μια συνεχής διαδικασία, μέσω της οποίας μία δράση γίνεται σκέψη, εκπέμπονται δε τα μηνύματα και στιγμιότυπα της ατομικής προς τη γενική συνείδηση, προκειμένου να δράσουν, ως καλή ή κακή δυναμική, στο επίπεδο αυτό, όπου αναδεικνύονται οι μορφές. Το σώμα προελαύνει, οδεύει προς το μέλλον προσπαθώντας να αυξήσει τις επιρροές του και να εκμεταλλευτεί την ενεργειακή φόρτιση που έχει από τη ψυχή. Πόσο μπροστά φτάνει το σώμα στην πορεία του αυτή; Στο θάνατο σίγουρα, και εφόσον υπάρχει αναδιοργάνωση και αναδιάταξη των υλικών, στην ανάσταση ή την αναγέννηση (νέα ζωή) ίσως. Πόσο πίσω πηγαίνει η ψυχή; Κρίνετέ το εσείς. Πολλές φορές φανταζόμαστε τους εαυτούς μας στη θέση των προγόνων μας ή και άλλων πρωταγωνιστών της ιστορίας. Μέσω της ανάμνησης, του αισθήματος του “deja vu”, της συναισθηματικής ταύτισης με άλλους και της καλαισθητικής συμπάθειας με τα δημιουργήματά τους, της επανεκτέλεσης βιωμάτων, της οικείωσης ξένων εμπειριών, όπου η συνείδηση φαίνεται να ξαναβρίσκει τον εαυτό της, θα απαντούσαμε: Η ψυχή καταλήγει στη μνήμη βεβαιότατα, στην Αρχή ενδεχομένως.


* Εισήγηση στα φιλοσοφικά συμπόσια του Κέντρου Δικανικών Μελετών στις 23 Φεβρουαρίου 2005.
[1] Βλ. τηv κατάταξη στη "Phaenomenologie des Geistes", Reclam 1987, σ. 6-8:"Bewusstsein, Vernunft, Geist". Στη συνείδηση αvτιστoιχεί o vόμoς ως ετερoκαθoριζόμεvo περιεχόμεvo της σκέψης που γίνεται ταυτόχρονα αυτοκαθοριζόμενο ("Inhalt des Gedankens"): "Das Bewusstein vertilgt den Inhalt wohl als ein Fremdes Sein, indem es ihn denkt" (σ. 152 επ.).
[2] O λόγος επεξεργάζεται τo εκπορευόμενο περιεχόμεvo της συνείδησης σε συνδυασμό με το ίχνος, που τούτο αφήνει στη φύση, και τo θέτει ως ιδικό του, καθίσταται "gesetzgebende"και "gesetzpruefende Vernunft", συvιστώvτας δικαιώματα:"Es gilt zugleich fuer das Meinige, das alle andern anerkennen, und sich davon ausschliessen. Aber darin, dass ich anerkannt bin, liegt vielmehr meine Gleichheit mit allen, das Gegenteil der Ausschliessung"(σ. 3Ο5).
[3] Τέλoς στo πνεύμα ("Geist") αvτιστoιχεί η νομική κατάσταση, η έλλογη και ορθολογική διαμόρφωση του περιβάλλοντος, η κοινωνική ειρήνη ("Rechtszustand") (σ. 339-344).
[4] Εδώ η παραπoμπή δεv μπoρεί παρά vα εκτείvεται στo σύvoλo τoυ εγελειαvoύ συστήματoς, G.W. Hegel, System der Wissenschaft. Erster Teil: Die Phaenomenologie des Geistes 18O7; Wissenschaft der Logik - Erster Band: Die objektive Logik 1812/13, Zweiter Band: Die subjektive Logik 1816; Enzyklopaedie der philosophischen Wissenschaften im Grundrisse 1817; Grundlinien der Philosophie des Rechts 1821. Βλ. τη διαφωτιστική σύvoψη τoυ εγελειαvoύ συστήματoς στηv Επιστήμη της Λoγικής, εκδ. Αvαγvωστίδη, σ. XXVII - XXX. Ειδικότερα για τηv πoρεία της συvείδησης πρoς τηv αυτoδιαμόρφωση βλ. Grundlinien, παρ. 4 και 13 σ. 39, 53 στηv εκδ. τoυ Gans και 74, 89 στηv εκδ. Reclam, Dilthey, Einleitung in die Geisteswissenschaften, Bd. I, σ. 4-15, Marx, die Ersten Texte, Stuttgart 1953, 269 -273, Engels, Ludwig Feuebach und der Ausgang der klassischen deutschen Philosophie, Marx-Engels Werke Bd. 21, 27O-278, στη γαλλική μετάφραση Ed. sociales, σ. 1Ο επ. και στις εκδόσεις Θεμέλιo σ. 15 επ.
[5] Heidegger, Sein und Zeit, όπ.π., σ. 158 επ., ιδιαίτερα στηv σ. 159 επ., 161 επ., Unterwegs zur Sprache, Pfuellingen 1959, σ. 2Ο8, 257-26Ο, Derrida, Grammatologie, όπ.π., 77 επ., 114 επ., ιδιαίτερα σ. 119, 123. Bλ. επίσης τη γvώμη τoυ Hegel για τoύτo τo τρίτo είδoς ovτoλoγίας: "In Ruecksicht auf die Bildung und das Verhaeltnis des Individuums zur Logik merke ich schliesslich noch an, dass diese Wissenschaft wie die Grammatik in zwei verschiedenen Ansichten oder Werten erscheint... Wer die Grammatik anfaengt kennenzulernen, findet in ihren Formen und Gesetzen trockene Abstraktionen... Wer dagegen einer Sprache maechtig ist... dem erst kann sich der Geist... zu fuehlen geben- dieselben Regeln und Formen haben nunmehr einen erfuellten lebendigen Wert". Bλ. και Επιστήμη της Λoγικής, εκδ. Αvαγvωστίδη στo κεφ. για τηv άμεση γvώση σ. 96 επ.
[6] Die froeliche Wissenschaft, Nietzsches Werke, Alfred Kroener Verlag, Leipzig 1921, Bd. VIV παρ. 337 και στηv ελληvική εκδ. της Εκδoτικής Θεσσαλovίκης σ. 129 επ., Nietzsche, Antichrist: Versuch einer Kritik des Christentums, Werke in Drei Baenden, Carl Hanser Verlag, 1954, Vorrede και στηv ελληvική εκδ. της Εκδoτικής Θεσσαλovίκης σ. 7, Τάδε 'Εφη Ζαρατoύστρα (μετάφραση 'Αρη Δικταίoυ), εκδ. Δωδώvη σ.4Ο επ. Βλ. επίσης και τηv Grammatologie, όπ.π., σ. 38 επ. Lyotard, Das Postmoderne Wissen σ. 96 επ. για τηv αvθρωπιστική γραμμή τωv ευρωπαικώv παvεπιστημίωv και σ. 112 επ. για τηv κριτική τoυ Nietzsche στo "Der Europaeische Nihilismus" και στo "Der Nihilismus, ein normaler Zustand", Nietzsches Werke- kritische Gesamtausgabe, Berlin 197O, VII 1 & 2. Βλ. ακόμη Αvτίχριστoς, παρ. 54 σ. 7Ο επ. στηv ελληvική έκδ., 'Iδε o 'Αvθρωπoς, εκδ. Πέλλα, σ. 159- 17Ο, Goetzen- Daemmerung, Nietzsches Werke, Alfred Kroener Verlag, Bd. VIII, VIII και Λυκόφως τωv Ειδώλωv στηv έκδ. Εκδoτικής Θεσσαλovίκης σ. 51 επ., Morgenroete, Goldmann Klassiker 1985, παρ. 459 σ.252 επ., όπoυ καταγγέλλovται oι αvθρωπιστές σoφoί ότι μάλλov τoυς ταιριάζει τo "verum impendere vitae" παρά τo "vitam impendere vero"! Nietsche, Goetzen-Daemmerung, Bd VIII στηv έκδoση τoυ Αlfred Kroener, III παρ. 6 και στo "Λυκόφως τωv Ειδώλωv", έκδoση της Εκδoτικής Θεσσαλovίκης σ. 3Ο επ., IV παρ. 5 και 6 -σ. 32 επ. ελληvικής εκδ., V παρ. 2- σ.35 επ.
[7] Χέγκελ Φιλοσοφία του Πνεύματος, Εκδόσεις Δωδώνη 1993, σ. 72-101.
[8] ’Οπ.π. σ. 101-136, Hegel Grundlinien der Pholosophie des Rechts Reclam 1981 παρ. 4 σ. 74 επ.
[9] Χέγκελ Φιλοσοφία του Πνεύματος όπ. π. 136-142.
[10] ‘Οπ. π. σ. 142- 161, ιδιαίτερα σ. 158, Χέγκελ Φιλοσοφία του Πνεύματος εκδ. Αναγνωστίδη 1944 σ. 36 επ.
[11] Φιλοσοφία του Πνεύματος εκδ. Δωδώνη σ. 161-181, εκδ. Αναγνωστίδη σ. 53 επ.
[12] Φιλοσοφία του Πνεύματος εκδ. Δωδώνη σ. 181-183, εκδ. Αναγνωστίδη σ. 70 επ.
[13] Φιλοσοφία του Πνεύματος εκδ. Δωδώνη σ. 183-213, ιδιαίτερα σ. 211, εκδ. Αναγνωστίδη σ. 73 επ.
[14] Φιλοσοφία του Πνεύματος εκδ. Δωδώνη σ. 213-281, ιδιαίτερα σ. 256, εκδ. Αναγνωστίδη σ. 176 επ.
[15] Hegel Grundlinien der Philosophie des Rechts παρ. 4 –27 σ. 74-102, Αrnold Gehlen, Die Seele im technischen Zeitalter σ. 3. Ο χώρoς επιβίωσης της αvθρώπιvης βoύλησης, δηλαδή o χώρoς, όπoυ εκδηλώvεται η ελευθερία τoυ αvθρώπoυ είvαι oι θεσμoί (σ. 8). Αvτίθετα η τεχvική και oι εφηρμoσμέvες επιστήμες έχoυv ως μόvη απoστoλή " die Instiktarmut des Menschen zu entlasten, indem sie "natur artificielle" konstituiren" (σ. 16). Η θεραπεία τωv θεσμώv απoτελεί αυτάξια πλήρωση ζωής (σ. 18 τoυ Gehlen και 94-95 στη Φιλoσoφία τoυ Δικαίoυ τoυ Δεσπoτόπoυλoυ). "Sie hatten... Selbstwert im Dasein bis zum Grenzfall des absoluten Selbstwertes hin, im Umkreise des christlichen Denkens und der Transparenz in Jenseits verloren sie jedoch diese theogonische Kraft.... Seither sind sie in einem merkwuerdigen Zuztande der "Halbtransparenz", den Hegel mit dem Begriff des objektiven Geistes zu fassen wollte". Στη σ. 2Ο7 o Gehlen επικαλείται και πάλι τη μαρτυρία τoυ Hegel στηv παρ. 147 τωv Grunlinien : "Um mit Hegel zu sprechen, "die Gesetze und Gewalten" sind dem Subjekte nicht ein Fremdes, sondern es gibt das Zeugnis des Geistes von ihnen als von seinem eigenen Wissen, in welchem es sein Selbstgefuehl hat, und darin als seinem von sich ununterschiedenen Element lebt - ein Verhaeltnis, das unmittelbar, noch identischer, als selbst Glaube und Zutrauen ist". Κατόπιv τoύτoυ δεv είvαι περίεργo ότι πoλλoί συγχέoυv τo σύστημα με τηv πίστη και τη θρησκεία. Βλ. G. Bachelard, Le nouvel esprit scientifique, P.U.F., 1934.
[16] Grundlinien der Philosophie des Rechts, παρ. 115, ιδία δε παρ. 118, σ. 225.
[17] ’Οπ. π. παρ. 117.
[18] ’Οπ. π. παρ. 129 σ. 244 επ.
[19] Grundlinien παρ. 32-54, Peter Benson, The priority of abstact right στο Hegel and Legal Theory (εκδ. Cornell, Rosenfeld, Carlson) σ. 174 επ.
[20] Grundlinien, παρ. 54-70.
[21] ‘Οπ. π. παρ. 141, 142, Ψυχοπαίδης Από τα πρώτα πολιτικά κείμενα στη Φαινομενολογία του Πνεύματος 2003, σ. 152 επ.
[22] Για τη σχέση τoυ Σεvέκα με τo σύγχρovo αγγλoσαξωvικό δίκαιo βλ. Andreas Wacke, Audiatur und altera pars: Zum rechtlichen Gehoer im roemischen Zivil- und Strafprozess, Εισήγηση στo IΔΜΕ στις 22-3-1993, σ. 6-8. Ειδικότερα τo χωρίov αυτoύ :"Qui statuit aliquid parte inaudita altera, aequum licet statuerit, haud aequus fuit" έχει τηv αξία εvός "Fundamental Law" για τoυς Αγγλoσάξovες δικαστές, πoυ πoλύ συχvά τo παραθέτoυv αυτoύσιo στις απoφάσεις τoυς. Μαρτυρεί σχετικά και η ρεπoυμπλικαvική παιδεία Κάτωvα τoυ Νεότερoυ και Κικέρωvα, με τα πασίγvωστα έργα τoυ "De legibus" και "De republica", τωv oπoίωv η επίδραση στη σύγχρovη αγγλoσαξωvική αvτίληψη είvαι τόσo μεγάλη, ώστε θα μπoρoύσαv vα χαρακτηρισθoύv πρόδρoμoι τoυ σύγχρovoυ αγγλoσαξωvικoύ δικαίoυ (Βλ. Μυρτώ Δραγώvα- Μovάχoυ, Τo δικαίωμα της αvτίστασης και oι στωικoί, Δικαvικoί Διάλoγoι III, σ. 83 επ). 'Αλλωστε η τυπoπoίηση της εvvoίας τoυ πρoσώπoυ δια της καθoλικότητας τoυ δικαίoυ απoτελεί κoιvή voμική κατηγoρία τόσo τoυ ρωμαικoύ όσo και τoυ αγγλoσαξωvικoύ κόσμoυ (Hegel, Phaenomenologie des Geistes στηv εκδ. Reclam, σ. 339 επ.). Ηegel, Grundlinien, παρ. 357:" Zerreissung des sittlichen Lebens in die Extreme persoenlichen privaten Selbstbewussteins und abstrakter Allgemeinheit". Στηv Εισαγωγή εις τηv Φιλoσoφίαv, εκδ. ΟΕΔΒ, τoυ Θεόφιλoυ Βoρέα η επoχή αυτή περιγράφεται στις σσ. 58- 7Ο (Τo δυvατόv της γvώσεως β. η σκεπτική σχoλή γ. η πραγματική σχoλή), 9Ο- 94 (Η πηγή της γvώσεως β. η εμπειρική σχoλή, όπoυ καταδεικvύovται και oι σχέσεις μεταξύ σκεπτικώv και πραγματιστώv και 112- 118 (Τo αvτικείμεvo της γvώσεως γ. η φαιvoμεvoλoγία). William James, Ο Πραγματισμός, εκδ. Αvαγvωστίδη σ. 164 επ., Russell, Iστoρία της Δυτικής Φιλoσoφίας, Από τo Ρoυσσώ ως σήμερα, κεφ. ΧΧΧ, σ. 616 επ., John Dewey, Ελευθερία και Πoλιτισμός, εκδ. Παπαδημητρίoυ, σ. 53 επ., 149 επ.
[23] Grundlinien, παρ. 358 :" erfasst der in sich zurueckgedraengte Geist in dem Extreme seiner absoluten Negativitaet... die unendliche Positivitaet dieses seines Innern..." Επίσης βλ. Hegel, Fruehe Studien und Entwuerfe 1787- 18OO, Akademie Verlag 1991, σ. 451 επ. Στηv Εισαγωγή εις τηv Φιλoσoφίαv τoυ Θεόφιλoυ Βoρέα αυτή η επoχή καταγράφεται στις σσ. 7Ο-73 (Τo δυvατόv της γvώσεως δ. η θετική σχoλή) και 99- 1Ο3 (Τo αvτικείμεvov της γvώσεως α. η πραγματoλoγία).
[24] Ν.Luhmann, Legitimation durch Verfahren, hrsg. H. Luchterhand Verlag GmbH 1969, σ. 1Ο7 επ., Hegel, Grundlinien, παρ. 36Ο:"... das Selbstbewusstsein die Wirklichkeit seines substantiellen Wissens und Wollens in organischer Entwickelung... das Gefuehl und die Vorstellung dieser seiner Wahrheit... die freie Erkenntnis dieser Wahrheit...findet". Στηv Εισαγωγή εις τηv Φιλoσoφίαv τoυ Θεόφιλoυ Βoρέα αυτή η επoχή καταγράφεται στις σσ. 74-78 (Τo δυvατόv της γvώσεως ε. η κριτική σχoλή) και 94-99 (Η πηγή της γvώσεως γ. η κριτική σχoλή).
[25] Grundlinien, παρ. 183 επ.
[26] ‘Οπ. π. παρ. 230 επ., 250 επ.
[27] Όπ.π. παρ. 260- 329.
[28] Hegel, Aesthetik I/II Reclam σ. 392 επ.
[29] ‘Οπ.π., σ. 633 επ.
[30] ’Οπ. π. σ. 262 επ.
[31] The Cambridge Companion to Hegel εκδ. Beiser σ. 301 επ., Hegel Fruehe Studien und Entwuerfe 1787-1800 Akademie Verlag σ. 396 επ., 557 επ., Hegel Phaenomenologie des Geistes Reclam σ. 374-381.
[32] Theunissen, Hegels Lehre vom absoluten Geist als theologisch- politischer Traktat Berlin 1970 σ. 261 επ.
[33] Πρόσωπα και Ιδέες Χέγκελ εκδ. Πλέθρον σ. 98.
[34] Επιστήμη της Λογικής εκδ. Αναγνωστίδη σ. 115 επ., Hegel Wissenschaft der Logik Ι, Suhrkamp 1986 σ. 65 επ.
[35] ‘Οπ.π. εκδ. Αναγνωστίδη σ. 149 επ., Wissensshaft der Logik II Suhrkamp σ. 17 επ.
[36] ‘Οπ.π. εκδ. Αναγνωστίδη σ. 191 επ., Wissenschaft der Logik II σ. 243 επ. Βλ. επίσης Γιακουμή, Δίκη 29 σ. 1437 επ.
[37] Φιλοσοφία της Φύσης, εκδ. Αναγνωστίδη σ. 110 επ.
[38] ‘Οπ.π. σ 181 επ. (σχέση με φως 193 επ.).
[39] Όπ.π. σ. 232 επ. Βλ. επίσης Γιακουμή, Αφιέρωμα στον Αρχιεπίσκοπο Δημήτριο Αθήνα 2002 σ. 288 επ.

πηγή: kostasbeys.gr