ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΠΛΑΤΩΝ - Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για πλατων

Του Τζωρτζόπουλου Δημήτρη

Από το Έρεβος στο Φως

Ο Πλάτων είναι ο πρώτος φιλόσοφος στην ελληνική αρχαιότητα που έχει να μας παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη θεωρία της διαλεκτικής. Ολοκληρωμένη υπό τον εξής ορίζοντα: πρώτον συνδυάζει  Λόγο και διά-Λογο για να αναπτύξει ένα δια-λέγεσθαι, που φιλοδοξεί να προσεγγίσει την ουσία της αλήθειας, χωρίς να στρεψοδικεί και να παραπλανά. Ένα δια-λέγεσθαι τόσο αριστουργηματικά φιλοτεχνημένο, που δεν έχει όμοιό του στην ιστορία του πνευματικού μας πολιτισμού. Ως εκ τούτου, δεύτερον, ολοκληρωμένη υπό την έννοια της απαιτητικής οδού της αλήθειας: γόνιμη αξιοποίηση όλων των σχετικών στοιχείων της παράδοσης –μαζί με παλαιότερες διαλεκτικές συλλήψεις συν το υπαρκτό γλωσσικό και γλωσσολογικό υλικό–  και απαιτητική ως προς το αψευδές του ερευνητικού της βλέμματος. Εάν αλήθεια είναι το γαθòν και τούτο είναι ο  φιλοσοφικός ρως για μια αυθεντική ζωή, για το ντως ν, τότε οδός της αλήθειας είναι το κατά Λόγον εύτακτο εγχείρημα ανάβασης στην Ιδέα του γαθο, η οδός που οδηγεί στην πρώτη οντολογική αρχή του ανθρώπου και τη διασφαλίζει ως τέτοια. Ολοκληρωμένη, τρίτον, ως εναρμονισμένη πλήρως με τις αναγκαιότητες της αρχαίας ελληνικής σκέψης  και ως επαρκής για την καλύτερη οργάνωση του βίου της πολιτείας και των ανθρώπων. Ως μια τέτοια λοιπόν ολοκληρωμένη φιλοσοφική οδός της αλήθειας συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για να κατανοείται και η νεότερη διαλεκτική, της οποίας αποκορύφωση είναι η εγελιανή διαλεκτική[1]


Τι είναι πιο συγκεκριμένα η πλατωνική διαλεκτική; Στα πρώτα βήματα διαμόρφωσής της είναι η ίδια η σωκρατική δια-λεκτική: η τέχνη του δια-λόγου και της συν-ομιλίας. Κατά τη ρήση του Χάιντεγκερ, ήτοι του Χαίλντερλιν: «μια συν-ομιλία είμαστε και μπορούνε να ακούμε ο ένας τον άλλο». Μια συν-ομιλία δηλαδή στα χνάρια του πλατωνικού δια-λέγεσθαι.

Ο Πλάτων ωστόσο δεν αρκείται σε μια απλή τέχνη του δια-λόγου και της συν-ομιλίας. Προχωρεί παραπέρα: δημιουργεί μια ιεραρχία αρχέτυπων Ιδεών, γενών και ανάγεται δι-αισθητικά στους αρχέγονους τύπους, στα ίδια τα αρχέ-τυπα, όπου συμμετέχουν τα όντα που συλλαμβάνει κανείς με την κατ’ αίσθηση αντίληψή του. Έτσι, Λόγοςδιά-Λογος και δια-λεκτική συνιστούν γλωσσικά σήματα φωτός: εσωτερικότητας, κίνησης της ψυχής και του λογισμού. Εκκινώντας κανείς από το σωκρατικό διάλογο, στη Μοναδική του σημασία, ως οδό προσέγγισης του άλλου, ως δι-επικοινωνιακή διερεύνηση της αλήθειας, μπορεί εκ πρώτης όψεως να διαπιστώσει ότι ο διά-Λογος εισδύει ερμηνευτικά στα φαινόμενα, όχι για να μείνει σ’ αυτά, αλλά για να αναζητήσει μια κάποια αρχική τους ενότητα. Η περίφημη μέθ-οδος του ορισμού: τι εστί χ;  Κατ’ αυτή τη φορά λοιπόν η διαλεκτική έχει να κάνει με τον Λόγο, με την κίνηση της σκέψης από τα πολλά [φαινόμενα] στο ένα, στο είδος. Ο Πλάτων προχωρεί πέρα από τις επί μέρους έννοιες, με τις οποίες ασχολήθηκαν κυρίως οι Σοφιστές και ο Σωκράτης. Τις θεωρεί έκτυπα –σε αντίθεση με τα αρχέτυπα– εικόνες των εφήμερων, φθαρτών όντων και ως τέτοιες είναι και αυτές κάτι το φθαρτό, το πεπερασμένο. Οι αληθινές έννοιες είναι οι Ιδέεςˑ αυτές εδώ αντιστοιχούν στα όντως όντα και βρίσκονται πάνω από κάθε σχετική αλήθεια. Ενώ για τις σχετικές προπλατωνικές αντιλήψεις, συμπεριλαμβανομένης και της σωκρατικής, ο αληθινός/πρωταρχικός τύπος της πραγματικότητας αναζητείται στα ορατά όντα του παρόντος κόσμου και με βάση αυτά δημιουργούνται και γίνονται επεξεργάσιμες οι αντίστοιχες ιδέες της φιλοσοφίας, της επιστήμης κ.λπ., για τον Πλάτωνα ετούτα τα καθέκαστα αντικείμενα του ορατού, αισθητού κόσμου αποτελούν απλώς ένα μέρος του όντως Όντος και ως τέτοια είναι είδωλασκιές[2].


Απεναντίας, οι Ιδέες του νοητού κόσμου είναι καθολικοί τύποι, ανεξίτηλοι, ανεξάντλητοι, άφθαρτοι και ως εκ τούτου η μοναδική αδιάφθορη αλήθεια, που δεν μπορεί να κατασπαραχτεί από τους οπισθοδρομικούς παντός καιρού και παντός είδους. Ετούτοι, που είναι χωρίς καμιά φιλοσοφική γνώση ή επίγνωση, αλλά «άριστοι» υπηρέτες των διαφόρων προπαγανδιστικών  ιδεολογιών,  χαρακτηρίζουν τον Πλάτωνα «δογματικό», «ιδεαλιστή», «αντιδημοκράτη», «μοναρχικό», «ηθικολόγο» κ.λπ. Τίποτα από τούτα δεν είναι πιο ψευδές και αλλήθωρο. Τέτοιοι σκοταδιστές εχθρεύονται καθετί που υπερβαίνει τη δική τους ασημαντότητα και ανικανότητα, πόσο μάλλον εκείνη τη φιλοσοφία που ανυψώνει τη διαλεκτική στην ύπατη αρχή Λόγου και δια-Λόγου. Μια αρχή που είναι σε θέση

«να επαναφέρει το ευγενέστερο τμήμα της ψυχής [από  το υπόγειο κατοικητήριο των σκιών] στο φως του ήλιου και να το προσανατολίσει προς τη θέα εκείνου που μέσα στα όντα συνιστά το άριστο…Μόνο η δύναμη της διαλεκτικής [=ἡ τοῦ διαλέγεσθαι δύναμις] θα μπορούσε να το αποκαλύψει σε εκείνον που κατέχει τις επιστήμες που μόλις αναφέραμε και κανένας άλλος τρόπος …Μόνο η διαλεκτική μέθοδος στρέφει τα μάτια της ψυχής από τον βαρβαρικό βούρκο [των σκιών] προς τον επάνω κόσμο [του φωτός]»[3].

Αυτοί που δεν βγαίνουν έξω από τον βαρβαρικό βούρκο των σκιών είναι τα παντοειδήπαρασιτικά στοιχεία των ποικίλων συστημάτων εξουσίας, που τα συναντάμε συνήθως μέσα σε μορφωτικά ιδρύματα, σε θεσμικούς χώρους, στα κοινοβούλια, στους δήθεν πολιτικούς, πολιτιστικούς, επιστημονικούς, δημοσιογραφικούς, γενικώς συντεχνιακούς οργανισμούς και μηχανισμούς, σε περιοχές γενικώς, όπου ευδοκιμεί το μαζικό θέαμα. Αυτούς ο Νίτσε τους χαρακτηρίζει ως εξής με τον στιβαρό του λόγο:

«Αυτοί που μας έχουν προκαλέσει τη μεγαλύτερη αηδία ως τώρα είναι τα παράσιτα του πνεύματος: τα συναντάμε ήδη παντού στην αρρωστημένη μας Ευρώπη· και μάλιστα με την ηθική τους-συνείδηση ως την καλύτερη του κόσμου. Μπορεί να είναι λίγο τεθλιμμένοι … αλλά κυρίως είναι αδηφάγοι, βρομεροί, που σκορπίζουν παντού βρομιά, καταχθόνιοι, άνθρωποι που χώνονται παντού, που ρέπουν στην κλεψιά, πρόστυχοι … Ζουν σε βάρος των άλλων ανθρώπων που διαθέτουν πνεύμα και το μοιράζουν γενναιόδωρα: ξέρουν ότι ταιριάζει σ’ αυτή τούτη τη φύση του πλούσιου πνεύματος να ζει ανιδιοτελώς, χωρίς την παραμικρή/μικρόψυχη έγνοια για το αύριο, και να σπαταλά τον εαυτό του αφρόντιστα. Γιατί το πνεύμα είναι ένας κακός διαχειριστής και δεν προσέχει διόλου το γεγονός ότι τα πάντα ζουν και τρέφονται απ’ αυτό»[4].

Αυτό το νιτσεϊκό πνεύμα αποτυπώνει πλήρως το μίσος όλων των αντιφιλοσοφικών στοιχείων της κοινωνίας του θεάματος απέναντι στον φιλοσοφικό Λόγο. Αυτός ο βαρβαρικός βόρβορος κυριαρχεί σχεδόν παντού και περνάει για τις καθεύδουσες συνειδήσεις ως περισσή αλήθεια. Το ερώτημα λοιπόν για τον Πλάτωνα είναι τούτο: πώς μπορεί να ατενίσει η ανθρώπινη ψυχή τον αληθινό κόσμο των Ιδεών, να δει το φως που αυτός εκπέμπει και να συμμετάσχει και η ίδια στην τελειότητα που ο ίδιος υπόσχεται; Με τη διαλεκτική: ως οδό, μέθ-οδο κριτικής ανάβασης στους αναβαθμούς της γνώσης από την απλή εικασία στη δόξα,  στη μαθηματική γνώση και τέλος στο ανυπόθετο. Τι είναι το ανυπόθετο;  Εκείνο το από-λυτο [=το λυμένο/ απ-αλλαγμένο από περατούς δεσμούς],  που δεν πνίγεται μέσα στην ετερότητα, στην αποξένωση, στον διασκορπισμό και τον σχετικισμό, αλλά γεμάτο φως δίνεται ή εκτίθεται στη θέα της ψυχής.

Έτσι, η διαλεκτική είναι ψυχ-αγωγία, αγωγή δηλαδή της ψυχής, ώστε να καταστεί ικανή να φτάσει στη θέα του κόσμου των Ιδεών. Και όταν φτάσει ως εκεί, προχωρεί στο επόμενο στάδιο, όπου αναστρέφεται με τις τελευταίες, δια-λέγεται μαζί τους. Το δια-λέγεσθαι τούτο δεν είναι το γνωστό σωκρατικό διαλέγεσθαι ανάμεσα σε δυο πρόσωπα, αλλά πιο εσωτερικό, περισσότερο άρρητο, για το οποίο η ψυχή σχηματίζει Ιδέα με τα έργα της και έτσι τείνει να μετα-σχηματίζεται η ίδια σε ψυχή της Ιδέας. Η διαλεκτική είναι συνεπώς, με όρους του Πλάτωνα, Ερωτική Ανάβαση από τον κόσμο των αισθητών στον κόσμο των Ιδεών. Όχι σπάνια μέσα στα κείμενά του ο μεγάλος Έλληνας διαλεκτικός χρησιμοποιεί τη λέξη λόγους, όταν αναφέρεται στη διαλεκτική οργάνωση της σκέψης. Η ανάβαση ή άνοδος από τον έναν κόσμο στον άλλο δεν συνιστά μετάβαση από την  πολλαπλότητα των αισθητών σε μια πολλαπλότητα των νοητών πραγμάτων, αλλά μέθεξη στη μια Ιδέα, στο ένα νοητό Ον. Π.χ. όταν μιλάμε για τα πολλά δίκαια, τα πολλά ωραία κ.λ.π., αναζητούμε την αλήθεια τους μέσα στη μια Ιδέα του δικαίου, του ωραίου κ.λπ. Πώς την αναζητούμε; Καταφεύγοντας στους λόγους ή στον λόγο, δηλαδή στη διαλεκτική. Στη συνάφεια με τούτη τη διαλεκτική, η εμπειρία δεν εκβάλλεται από τον πλατωνικό κόσμο των Ιδεών, αλλά αποτελεί τον τόπο, όπου συντελείται η ανάμνηση: π.χ. την Ιδέα του ωραίου δεν μας την δίνει ένα ωραίο πράγμα ή αντικείμενο ή πρόσωπο, που στέκεται αντίκρυ μας, αλλά την ενατενίζει η ψυχή, όταν θεάται τα ωραία πράγματα του αισθητού κόσμου. Χωρίς τη θέαση τούτη, η ψυχή παραμένει βυθισμένη μέσα στη λήθη. Στην Πολιτεία, στο Φαίδρο, στο Συμπόσιο και σε πολλά άλλα έργα του ο φιλόσοφος μας παρουσιάζει δια-λεκτικές παραστάσεις μιας τέτοιας ανοδικής πορείας της ψυχής στο νοητό τόπο: μετ-ουσίωση από τη λήθη στην αλήθεια, δηλαδή στην ανά-μνηση της προϋπάρχουσας αλήθειας της. Αυτή η ανοδική πορεία δεν είναι μια συσσώρευση πληροφοριακής γνώσης, αλλά επιδιωκόμενη ταύτιση [=κίνηση ταύτισης] του σκεπτόμενου υποκειμένου με το νοητό ζητούμενο.


[1] Βλ. Χέγκελ: τι είναι διαλεκτική; Εκδ. Ηριδανός 2016.
[2] Πρόκειται για τον χαώδη και ψευδή κόσμο της αισθητής πραγματικότητας, όπως μοναδικά τον παριστά ο Πλάτων, στην Πολιτεία 514a κ.εξ., με την αλληγορία του σπηλαίου. 
[3] Πλάτων: Πολιτεία 532c5-533d3.
[4] FrNietzsche: Ο Ευρωπαϊκός Μηδενισός [Δύναμη καταστροφής και δημιουργίας], εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Εκδ. Ηριδανός 2017, σσ. 150-51.

πηγή: hegel-platon