ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΩΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ

 Î‘ποτέλεσμα εικόνας για πλάτων

Αν κάποιος είναι αφιερωμένος στη μάθηση και την αληθινή σοφία και καλλιεργεί αυτήν κυρίως την πλευρά του εαυτού του, τότε σίγουρα θα σκέφτεται τα αθάνατα και θεία πράγματα, και λίγο θ’ απέχει από την κατάκτηση της αθανασίας ― όσο, βέβαια, η αθανασία είναι πράγμα εφικτό για την ανθρώπινη φύση. 

Πλάτων, Τίμαιος 90A-B


Η πλατωνική φιλοσοφία της θρησκείας εμφανίστηκε ως αντίδραση στον μυθολογικό και δεισιδαίμονα χαρακτήρα της λαϊκής θρησκείας, η οποία απαντούσε σε ποιητές όπως ο Όμηρος και ο Ησίοδος και την οποία υποστήριζαν οι ιερείς και οι «επαγγελματίες» της θρησκείας. Ο Πλάτωνας ισχυρίζεται ότι αυτό το είδος θρησκείας στερείται έλλογης βάσης, διότι οι οπαδοί της δεν προσκομίζουν καμία απόδειξη γι’ αυτά που πιστεύουν. Επιπλέον, η μυθική θρησκεία δεν προσφέρει μια αληθή και επαρκή περιγραφή του «θείου». Οι παιδαριώδεις ιστορίες της λαϊκής θρησκείας παρουσιάζουν τους θεούς να εμπλέκονται σε κάθε είδους ανήθικη συμπεριφορά και να υπόκεινται στη μεταβολή και την πολλότητα ( Πλάτων, Πολιτεία 364Β–367Α). Αυτή η άποψη για το θείο είναι αφελώς ανθρωπομορφική. Το πρώτο καθήκον του φιλοσόφου είναι να απομυθοποιήσει την παραδοσιακή θεολογία και να την αντικαταστήσει με μια θεολογία αληθινή, βασισμένη στον λόγο. Έτσι, ο Πλάτωνας αποδοκιμάζει τους ποιητές, που λένε ότι ο Δίας είναι ο πρόξενος των καλών και των κακών πραγμάτων στη ζωή των ανθρώπων, με το επιχείρημα ότι, εφόσον ο Θεός είναι αγαθός, δεν μπορεί να είναι αιτία κακού (Ό.π., 379A-380D). Επίσης, τους αποδοκιμάζει γιατί μιλάνε για μεταμορφώσεις των θεών· ο Θεός, λέει ο Πλάτωνας, είναι άυλος και αμετάβλητος, καθώς και ειλικρινής και, επομένως, δεν γίνεται να μας εξαπατά. Όπως βλέπουμε, λοιπόν, 


η θρησκεία του Πλάτωνα (...) βασίζεται πρωτίστως σε έλλογες αρχές, σε λογικά επεξεργασμένες πεποιθήσεις, σε αλήθειες. Για τον Πλάτωνα, ο βίος που αποσκοπεί στη σωτηρία είναι βίος αφιερωμένος στην έλλογη αναζήτηση, είναι βίος φιλόσοφος. 

Εκτός από την απομυθοποίηση της ανθρωπομορφικής και ανορθόλογης λαϊκής θρησκείας και την αντικατάστασή της με μια θρησκεία καθαρά έλλογη, ο φιλόσοφος πρέπει να πολεμήσει και τον αθεϊσμό στοχαστών όπως ο Εμπεδοκλής, που θεωρούν τον Θεό περιττή υπόθεση υποστηρίζοντας ότι οι λειτουργίες της φύσης μπορούν να εξηγηθούν με τρόπο καθαρά υλιστικό και μηχανιστικό. Σύμφωνα μ’ αυτή την θεώρηση, τα πάντα μέσα στη φύση συμβαίνουν τυχαία, ενώ η θρησκεία, η ανθρώπινη ηθική και οι κοινωνικοί θεσμοί είναι συμβατικές κατασκευές (Πλάτων, Φίληβος 28D· Νόμοι 889E-890A· Γοργίας 482C-484C). Για τον Πλάτωνα, οι άθεοι φιλόσοφοι και οι υπέρμαχοι της μυθικής θρησκείας έχουν κάτι κοινό: κανείς τους δεν αντιλαμβάνεται ότι ο κόσμος είναι αποτέλεσμα μιας νοήμονος αιτίας ή αρχής. Σ’ ένα πολύ γνωστό χωρίο του πλατωνικού Φαίδωνα, ο Σωκράτης διηγείται την απογοήτευσή του για το φιλοσοφικό σύστημα του Αναξαγόρα, στο οποίο δεν υπήρχε χώρος για τελεολογία και,  επομένως, για έναν νου που σχεδίασε τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, λέει ο Σωκράτης, είναι αδύνατο να εξηγήσουμε τις λειτουργίες της φύσης μηχανιστικά, διότι η τάξη, το σχέδιο των πραγμάτων και η διάταξη των μερών τους σε οργανικές ενότητες υποδηλώνει σκοπιμότητα, κι αυτό με τη σειρά του υποδηλώνει την ύπαρξη ενός νου, ο οποίος είναι η αιτία αυτής της σκοπιμότητας.

Είναι γνωστό ότι ο Πλάτωνας αξιοποιεί εν προκειμένω ιδέες που κυκλοφορούσαν πολύ παλαιότερα. Ο Διογένης ο Απολλωνιάτης (5ος αι. π.Χ.), για παράδειγμα, είχε διατυπώσει μια τελεολογική απόδειξη περί υπάρξεως ενός υπέρτατου νου, η οποία μοιάζει πολύ με την απόδειξη του Πλάτωνα στον Φαίδωνα: 

Όχι, αυτό δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να συμβεί χωρίς την ύπαρξη ενός νου ― αυτή η κατανομή που ρυθμίζει τα μέτρα όλων των πραγμάτων, το καλοκαίρι και τον χειμώνα, τη νύχτα και την ημέρα, τις βροχές, τους ανέμους και την ηλιοφάνεια. Αυτό ισχύει για τα πάντα· όποιος επιθυμεί να εξετάσει τα πράγματα, θα ανακαλύψει μέσα τους την πιο τέλεια τάξη (Διογένης Απολλωνιάτης, απόσπ. 3: «Οὐ γὰρ ἄν, φησίν, οἷόν τε ἦν οὕτω δεδάσθαι ἄνευ νοήσιος, ὥστε πάντων μέτρα ἔχειν, χειμῶνός τε καὶ θέρους καὶ νυκτὸς καὶ ἡμέρας καὶ ὑετῶν καὶ ἀνέμων καὶ εὐδιῶν· καὶ τὰ ἄλλα, εἴ τις βούλεται ἐννοεῖσθαι, εὑρίσκοι ἂν οὕτω διακείμενα ὡς ἀνυστὸν κάλλιστα» (H. Diels / W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, 2oς τόμος, Ζυρίχη 161972, σ. 60)· παρατίθεται στο: Diès, Autour de Platon, 2ος τόμος, σ. 533· πρβλ. σ. 536: «Οι βασικές πλατωνικές αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού είναι απόηχοι όχι μόνο της διδασκαλίας του Σωκράτη αλλά και μιας ολόκληρης γραμματείας που υπήρξε πριν απ’ αυτόν».)

Η φιλοσοφική θρησκεία του Πλάτωνα, όπως έδειξε ο Βέρνερ Γαίγκερ, προαναγγέλλεται σε κάποιους Προσωκρατικούς. Ενδεικτικά, ο Γαίγκερ λέει: «Η εξήγηση της φύσης που διατύπωσε ο Αναξίμανδρος είναι κάτι παραπάνω από μια απλή φυσική εξήγηση· είναι η πρώτη φιλοσοφική θεοδικία» (W. Jaeger, The Theology of the Early Greek Philosophers, Oxford 1967, σ. 36). Ο Γαίγκερ αποδίδει στον Ξενοφάνη πρωταγωνιστικό ρόλο στην απομυθοποίηση της λαϊκής θρησκείας και στην αντικατάστασή της από μια θρησκεία φιλοσοφική. Και συνοψίζει αυτή τη νέα προσέγγιση της θρησκείας με την εξής εύστοχη επισήμανση: «Μολονότι η φιλοσοφία σήμαινε τον θάνατο των αρχαίων θεών, η ίδια αποτελούσε ένα είδος θρησκείας». 

Εντούτοις, ο Πλάτωνας είναι ο πρώτος που ορίζει με σαφήνεια την υπερβατικότητα του θείου. Όταν οι προηγούμενοι φιλόσοφοι έλεγαν «θείο», εννοούσαν το βασικό υλικό από το οποίο πίστευαν ότι φτιάχτηκε ο κόσμος. Ο «ἀήρ» του Αναξίμανδρου και το «πῦρ» του Ηράκλειτου ανήκουν στον κόσμο του γίγνεσθαι· άρα δεν μπορούν να είναι πραγματικά «θεία». Για τον Πλάτωνα «θεία», με την πραγματική σημασία της λέξης, είναι τα αμετάβλητα, αιώνια, καθολικά αντικείμενα του καθαρού νου: οι «ιδέες». Το σύνολο των νοητών «ιδεών» (μαζί με τον υπέρτατο νου που στοχάζεται τις «ιδέες») αποτελούν το «θείο, αθάνατο, νοητό, ακατάλυτο και αιωνίως απαράλλακτο» πράγμα για το οποίο μιλάει στον Φαίδωνα (Πλάτων, Φαίδων 80B :«τῷ ... θείῳ καὶ ἀθανάτῳ καὶ νοητῷ καὶ μονοειδεῖ καὶ ἀδιαλύτῳ καὶ ἀεὶ ὡσαύτως κατὰ ταὐτὰ ἔχοντι ἑαυτῷ»). Ο Πλάτωνας αποκαλεί αυτή την ολότητα ον καθολικό, ον χωρίς περιορισμούς, παντελώς ον, παν. Κατ’ αυτόν, μόνο αυτό το ον είναι θείο με την αυστηρή σημασία του όρου, όχι ο φυσικός κόσμος των Προσωκρατικών φιλοσόφων  (Πλάτων, Σοφιστής 249A).

Δεδομένου ότι ο νοητός κόσμος ταυτίζεται με το πεδίο του θείου, η ιδέα του Αγαθού, από την οποία εξαρτώνται όλες οι άλλες νοητές πραγματικότητες, αποτελεί την πεμπτουσία της θεϊκότητας. Στην Πολιτεία ( Πλάτων, Πολιτεία 509B) ο Πλάτωνας λέει ότι η ιδέα του Αγαθού είναι η ίδια η αγαθότητα, το ίδιο το ον, η ίδια η δικαιοσύνη. Η ιδέα του Αγαθού δεν ανήκει απλώς στην τάξη των αγαθών πραγμάτων ή όντων· είναι αυτό χάρη στο οποίο τα πράγματα είναι αγαθά, υπαρκτά, δίκαια κ.ο.κ. (Πρόκειται για άποψη που αργότερα θα προσλάβουν και θα αξιοποιήσουν δημιουργικά οι φιλόσοφοι του Μεσαίωνα.) Μπορούμε να πούμε ότι η ιδέα του Αγαθού υπερβαίνει την ύπαρξη και την αγαθότητα, διότι αυτό που είναι η αιτία της ύπαρξης και της αγαθότητας δεν μπορεί να αποκληθεί το ίδιο υπαρκτό ή αγαθό. Για να χρησιμοποιήσουμε μια σύγχρονη αναλογία, δεν θα ήταν σωστό να πούμε για το πρότυπο μέτρο στο Παρίσι ―αυτό βάσει του οποίου λέμε για ένα αντικείμενο ότι έχει μήκος ένα μέτρο― ότι έχει μήκος ένα μέτρο. (Αυτή την ιδέα θα την προσλάβουν και θα την αναπτύξουν αργότερα οι Νεοπλατωνικοί.) Για τον Πλάτωνα, η ιδέα του Αγαθού είναι μυστηριώδης όχι επειδή χαρακτηρίζεται από ασάφεια ή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή, αλλά εξαιτίας του ότι είναι υπέρμετρα νοητή. Όπως δεν μπορούμε να κοιτάξουμε τον ήλιο απευθείας, μολονότι είναι η πηγή του φωτός, δηλαδή αυτό χάρη στο οποίο βλέπουμε όλα τ’ άλλα πράγματα, έτσι δεν μπορούμε να κοιτάξουμε απευθείας την πηγή της νόησης, μέσω της οποίας κατανοούμε όλα τα άλλα όντα. Αυτή η σημαντική ιδέα, ότι δηλαδή ο μυστηριώδης χαρακτήρας του Θεού πηγάζει από την υπερ-νοητότητά του, θα ασκήσει αργότερα μεγάλη επίδραση τόσο στους Νεοπλατωνικούς όσο και στη μεσαιωνική φιλοσοφία της θρησκείας. Αν υποθέσουμε ότι ο Θεός του Πλάτωνα είναι ένας «Θεός κρυμμένος», αυτό ισχύει μόνο υπό την παράδοξη έννοια ότι είναι τόσο καταφανής και λαμπρός, ώστε μας είναι δύσκολο να τον δούμε. Η όποια ασάφεια δεν οφείλεται σε κάτι που βρίσκεται από τη δική του μεριά· οφείλεται στους περιορισμούς του δικού μας νου.

Η πλατωνική θεώρηση του θείου είναι εντυπωσιακή. Αποτελεί μια επαναστατική εξέλιξη στην ανθρώπινη σκέψη για τον Θεό και για τη θρησκεία εν γένει. Πρόκειται, βέβαια, για καθαρή, αδιαπραγμάτευτη νοησιαρχία, στο πλαίσιο της οποίας το θείο θεωρείται απόλυτα δεμένο με την έλλογη σφαίρα, τη σφαίρα της φιλοσοφίας. Ουσιαστικά, το θείο αντιπροσωπεύει μια επίταση, ένα βάθεμα του νοητού πεδίου, το οποίο είναι προσιτό στον φιλοσοφικό λόγο. Ο μυστηριώδης χαρακτήρας του θείου προέρχεται, όπως είδαμε, από περίσσεια νοητότητας, όχι από κάποιο χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τη σφαίρα των νοητών, όπως συμβαίνει με την πρωτόγονη θρησκεία, όπου το θείο θεωρείται μυστηριώδες με την έννοια ότι δεν είναι προσιτό στον λόγο. Αν μπορεί να μιλήσει κανείς για «μυστικισμό» στον Πλάτωνα, τότε σίγουρα πρόκειται για μυστικισμό που είναι καρπός φιλοσοφικού στοχασμού, φιλοσοφικής θέασης των πραγμάτων, καθώς το υπέρλογο νοείται μόνον ως επίταση του λογικού.

Για τον Πλάτωνα, συνεπώς, η σφαίρα του θείου δεν είναι ασύμβατη με τη λογική τάξη· κάθε άλλο: ο δρόμος για να φτάσει κανείς στο θείο είναι η άσκηση της νοητικής δραστηριότητας μέχρι τα έσχατα όριά της, δηλ. ώς το υψηλότερο σημείο της. Πολλοί έχουν επισημάνει ότι για τον Πλάτωνα το «θείο» είναι ένα συνεχές, που καλύπτει τον νοητό κόσμο στο σύνολό του. Ο βαθμός πραγματικότητας και νοητότητας ενός όντος είναι ανάλογος της θεϊκότητάς του. Έτσι, η φιλοσοφική άνοδος του νου από τον αισθητό κόσμο στον νοητό είναι ταυτόχρονα και άνοδος θρησκευτική. Για τον Πλάτωνα,

ο λόγος ―όπως και η ψυχή― βρίσκεται μέσα στο σύμπαν και οφείλεται στη δράση του Θεού, ο οποίος ταυτίζεται με τον λόγο. Με άλλα λόγια, το σύμπαν είναι λογικό και αγαθό στο μέτρο που η λογική φύση και η αγαθότητα του Θεού μεταδίδονται σ’ αυτό, ενώ είναι άλογο και κακό στο μέτρο που η λογική φύση και η αγαθότητα του Θεού δεν μεταδίδονται σ’ αυτό πλήρως.

Ο Πλάτωνας δεν αρνείται τις ελιτίστικες συνέπειες αυτής της έντονα νοησιαρχικής άποψης για τη θρησκεία. Είναι ξεκάθαρο ότι, κατ’ αυτόν, η αληθινά ηθική ζωή και η αληθινά θρησκευτική ζωή είναι μόνο για λίγες εκλεκτές ψυχές, όχι για τους πολλούς «εραστές των θεαμάτων και των ήχων», που παραμένουν φυλακισμένοι στον κόσμο της «δόξης», δηλαδή της αθεμελίωτης γνώμης. Επειδή οι φιλόσοφοι είναι οι μόνοι που μπορούν να φτάσουν στο πλήρωμα της αληθινής σοφίας και ηθικής ―και, ως εκ τούτου, οι μόνοι κατάλληλοι για τη διοίκηση της πόλης―, είναι και οι μόνοι ικανοί να φτάσουν στην αληθινή θρησκεία. Γι’ αυτό τον λόγο, οι φύλακες των νόμων είναι φιλόσοφοι-βασιλιάδες και συνάμα θρησκευτικοί ηγέτες. Όπως λέει ο Πλάτωνας στους Νόμους, 

δεν πρέπει να επιτρέψουμε σε κάποιον να γίνει φύλακας, αν δεν έχει επιδείξει εξαιρετικό ζήλο για την εμπέδωση όλων των αληθειών σχετικά με τους θεούς (Πλάτων, Νόμοι XII, 966C-D). 

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η άποψη του Πλάτωνα για τη θρησκεία είναι καθαρά στοχαστική, ιδεαλιστική, θεωρητική. Γι’ αυτόν η θρησκεία είναι κυρίως υπόθεση της νόησης, όχι της βούλησης ή των επιθυμιών. Αυτό ακριβώς εκφράζεται σ’ ένα υπέροχο χωρίο του Τίμαιου (Πλάτων, Τίμαιος 90A-C):  

Αν κάποιος είναι αφιερωμένος στη μάθηση και την αληθινή σοφία και καλλιεργεί αυτήν κυρίως την πλευρά του εαυτού του, τότε σίγουρα θα σκέφτεται τα αθάνατα και θεία πράγματα, και λίγο θ’ απέχει από την κατάκτηση της αθανασίας ― όσο, βέβαια, η αθανασία είναι πράγμα εφικτό για ένα ον σαν τον άνθρωπο. Και επειδή ένας τέτοιος άνθρωπος πάντοτε φροντίζει τη θεϊκή ψυχή και περιποιείται τον δαίμονα που έχει μέσα του, φθάνει σε ξεχωριστή ευδαιμονία.

Με τον Πλάτωνα έχουμε την πρώτη συστηματική προσπάθεια να φτιαχτεί μια φιλοσοφική θρησκεία, η οποία φιλοδοξούσε να αντικαταστήσει τη λαϊκή, «μυθική» θρησκεία. Για τον Πλάτωνα, η μεγάλη αξία της φιλοσοφικής θρησκείας έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι είναι έλλογη και κατανοητή, και ότι ως τέτοια είναι άξια της ανθρώπινης φύσης στην καλύτερη δυνατή της έκφανση. Η μυθική θρησκεία, από την άλλη, είναι άλογη, ανόητη, μη πραγματική και, συνεπώς, κατάλληλη μόνο για παιδιά και για το αδαές πλήθος, που δεν μπορεί να αρθεί πάνω από τα όνειρα και τις ψευδαισθήσεις. 

Ωστόσο, οι απόψεις αυτές του Πλάτωνα έχουν ένα αναπόφευκτο τίμημα. Πρώτον, η θρησκεία εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη φιλοσοφία, και είναι τόσο έγκυρη όσο και η φιλοσοφία από την οποία εξαρτάται. Δεύτερον, μια τέτοια φιλοσοφική θρησκεία είναι αναπόφευκτα ελιτίστικη, καθώς μόνο λίγοι τυχεροί, οι άνθρωποι της διανόησης, αυτοί που είναι ικανοί για φιλοσοφικό στοχασμό, μπορούν να είναι πλήρως θρησκευόμενοι. Και, τρίτον, αυτό το είδος νοησιαρχικής θρησκείας είναι θρησκεία χαρακτήρα πρωτίστως στοχαστικού, θεωρητικού. Ο Πλάτωνας δεν έχει κανένα πρόβλημα να πληρώσει αυτό το τίμημα· άλλωστε, το ότι η θρησκεία του πηγάζει από τη φιλοσοφία και, συνεπώς, υπόκειται σε φιλοσοφική επαλήθευση και το ότι είναι ελιτίστικη και νοησιαρχική δεν αρκεί για να υποστηρίξουμε ότι η θρησκεία του δεν είναι καθόλου θρησκεία. 

Ας κλείσουμε με τα λόγια ενός από τους πιο διεισδυτικούς μελετητές της σκέψης του Πλάτωνα:

Σίγουρα υπάρχει θρησκεία στον Πλάτωνα· η θρησκεία του προέρχεται από τη φιλοσοφία του, υπακούει στις ίδιες αρχές και εκφράζει τις ίδιες προσδοκίες. Θα έλεγε κανείς ότι είναι το κορύφωμα, ο ανθός αυτής της φιλοσοφίας ( Diès, Autour de Platon, 2ος τόμος, σ. 603).



πηγή: από την εισαγωγή του βιβλίου  ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ  του CHARLESWORTH MAX