ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Ο ΜΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΥΠΕΡΟΥΣΙΟΣ "ΘΕΟΣ" ΤΟΥ ΦΙΧΤΕ

Αποτέλεσμα εικόνας για φιχτε

Πρόλογος του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου

Οι Γερμανοί Ιδεαλιστές φιλόσοφοι (Φίχτε, Σέλινγκ, Χέγκελ) θεμελίωσαν τη φιλοσοφία τους στην ηρακλειτική-πλατωνική-πρόκλεια γραμμή του φιλοσοφείν και την ανέπτυξαν ως ολοκλήρωσή της. Πρώτος από τους τρεις ιδεαλιστές, ο Φίχτε θεώρησε τη χριστιανική θρησκεία ως οντολογία αντίθετη με την φιλοσοφία του εμπνεόμενος από τον ηρακλείτειο Λόγο. Άμεσα απέναντι στο σπουδαίο έργο του αντέδρασαν το χριστιανικό κατεστημένο της εποχής του και τον "ξήλωσαν" από την πανεπιστημιακή έδρα που κατείχε. Οι δύο επόμενοι φιλόσοφοι (Σέλινγκ, Χέγκελ) προσεκτικοί στις κινήσεις τους από το προηγούμενο που είχε λάβει χώρα με τον Φίχτε δεν επέλεξαν να συγκρουστούν ευθέως με την επικρατούσα θρησκευτική κατάσταση της εποχής τους, αλλά κατόρθωσαν να δομήσουν τα φιλοσοφικά τους συστήματα κατά τέτοιο τρόπο που να μην αναγκαστούν να επιφέρουν σε αυτά καμιά αλλοίωση ή προσαρμογή στο επικρατούν εχθρικό για αυτούς κλίμα. Για αυτό κάποιοι σύγχρονοι χριστιανοί στοχαστές τους κατηγορούν ως άθεους ή μυστικιστές του ορθού λόγου!! Έτσι ως δεινοί στοχαστές,  ο Φίχτε, ο Σέλινγκ και ο Χέγκελ θεωρούνται οι σύγχρονοι τιτάνες του πνεύματος και αντάξιοι με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, γιατί συμπεριέλαβαν ως θεμέλια στο δυσνόητο και συναρπαστικό έργο τους την πλατωνική Ιδέα, τον ηρακλείτειο Λόγο, τον αναξαγόρειο Νου και την διαλεκτική τριάδα Μονή-πρόοδο-επιστροφή του Πρόκλου για να πετύχουν μια παρόμοια πορεία που διανύει το πνεύμα για να αναχθεί στο  ΝΟΗΤΟ.
___________________________________________


Η έννοια του θεού για τον Φίχτε, σαν μια "ειδική ουσία" είναι αντιφατική και αδύνατη. Γι’ αυτόν το λόγο ο θεός δεν μπορεί να ονομαστεί πρόσωπο. Μόνο στην αντίθεσή του με άλλα πρόσωπα υπάρχει ένα πρόσωπο και επομένως προσωπικότης σημαίνει περιορισμό, πεπερασμένο, κάτι δηλαδή το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί θείο κατηγόρημα.


Ο ίδιος ο Φίχτε δηλώνει πως, όπως και ο Καντ, επιθυμεί να σώσει την υπερβατικότητα του θεού και να αποφύγει τον ανθρωπομορφισμό. Δεν ήθελε να τοποθετήσει είδωλα στην θέση του θεού. Γι’ αυτόν ο θεός είναι μια ουσία εντελώς ελεύθερη από κάθε αίσθηση και γι’ αυτό ακόμα και από την αισθητή έννοια της υπάρξεως. Ο θεός είναι απλά αυτός που κρατά τον υπεραισθητό κόσμο.

Στην πραγματικότητα ο Φίχτε των χρόνων 1794-1798 είναι ο στοχαστής ο οποίος επιδιώκει να καταργήσει την έννοια της κτιστότητος του ανθρώπου και να ξεπεράσει το θεολογικό και φυσιοκρατικό όριο του Καντιανισμού, για να ιδρύσει ένα ολοκληρωμένο ανθρωπισμό! Ο Φίχτε εμφανίζεται σαν Προμηθέας.Μέσα από το "Εγώ" ως απόλυτος ανθρώπινος νους συλλαμβάνει και παράγει τις a priori έννοιες του ίδιου του νου ως τμήμα, μέρος του απόλυτου Νου, δίνοντας την εντύπωση ότι και η έννοια της θεότητας γεννιέται στο Εγώ. Το "εγώ" του Φίχτε δεν είναι πλέον, σαν εκείνο του Καντ, μια γνωσιολογική αρχή που ενώνει ένα ήδη δοσμένο υλικό, αλλά οντολογική αρχή η οποία θέτει τα αντικείμενα την ίδια στιγμή, με την ίδια πράξη, που θέτει τον εαυτό της. Κατά τον Φίχτε το "εγώ" θέτει τον εαυτό του, αυτοκαθορίζεται και λόγω αυτού του αυτοκαθορισμού υπάρχει, ΕΙΝΑΙ, ή διαφορετικά, είναι και αυτοκαθορίζεται δυνάμει του καθαρού του Είναι.


Το 1795 ο Φίχτε έγινε ένας από τους εκδότες της Φιλοσοφικής Επιθεώρησης (Philosophisches Journal) και το 1798 ανέπτυξε σε κείμενο την ιδέα της θρησκείας. Πριν να το τυπώσει, ο Φίχτε, για να προλάβει τυχόν παρανοήσεις, έγραψε έναν σύντομο πρόλογο «Περί των βάσεων της πίστης μας σε μια θεία διακυβέρνηση τού Σύμπαντος», όπου ο Θεός ορίζεται ως η ηθική τάξη τού σύμπαντος, ο αιώνιος νόμος τού δικαίου που αποτελείτο θεμέλιο όλου τού είναι μας. Η κατακραυγή τού αθεϊσμού υψώθηκε, και η εκλεκτορική κυβέρνηση της Σαξονίας, ακολουθούμενη από όλα τα γερμανικά κράτη πλην της Πρωσίας, απαγόρευσαν την δημοσίευση της Επιθεώρησης και απαίτησαν την αποπομπή τού Φίχτε από την Ιένα. Η κατηγορία για αθεϊσμό (1798-1799) υποχρεώνει τον Φίχτε να εξηγήσει τις θέσεις του και να τις εμβαθύνει. Έτσι αναλαμβάνει να εξηγήσει αναλυτικότερα, γιατί ο θεός δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο στοχασμού ούτε σαν "ουσία" ούτε σαν "πρόσωπο", μια θέση που εμπνεόταν από την αρχαία ελληνική και την νεοπλατωνική θεολογική θεώρηση πραγμάτων.


Ο "θεός" του Φίχτε, αυτή την χρονική περίοδο, όπως και για τον Καντ, συνεπάγεται από τον στοχασμό του πάνω στον ηθικό νόμο. Γι' αυτό και ο θεός του δεν είναι παρά η "ηθική τάξη του κόσμου". Κατά την κρίση του δεν μπορούμε να πούμε πως ο θεός είναι όν (seyn) αλλά άπειρη νόηση, καθαρή πράξη. Με ποιόν τρόπο λοιπόν θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τον θεό "ουσία" ιδιαίτερη ή ατομικό "πρόσωπο";


Τελικά, μετά την δημοσίευση δύο απολογητικών έργων το 1799, ο Φίχτε απείλησε με παραίτηση σε περίπτωση πειθαρχικής επίπληξης. Προς μεγάλη του στενοχώρια, η απειλή του θεωρήθηκε ως υποβολή παραίτησης και έγινε κανονικά αποδεκτή.