ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για υπερβατολογική φιλοσοφία

Του  Σάλομον Μαϊμόν

Συνεπώς η ερώτηση που προκύπτει είναι η εξής: με ποιον τρόπο είναι εφικτή η Φιλοσοφία ως καθαρή a priori γνώση;

Εάν είναι αληθές ότι κάθε ον [Wesen] πασχίζει, όσο μπορεί, να διατηρήσει και να επεκτείνει την ύπαρξή[Dasein] του, και αν η ύπαρξη ενός σκεπτόμενου όντος [denkenden Wesens] εντοπίζεται στη σκέψη[Denken] (σύμφωνα με την καρτεσιανή πρόταση: cogitoergo sum), τότε πολύ φυσικά συνεπάγεται ότι κάθε σκεπτόμενο ον πρέπει να πασχίσει όσο περισσότερο μπορεί για να σκεφτεί. Δεν είναι δύσκολο να αποδειχτεί ότι όλες οι ανθρώπινες ορμές [menschlichen Triebe], εφόσον είναι ανθρώπινες, μπορούν να αναλυθούν σε μιαν απλή ορμή για σκέψη· κάτι που θα φυλάξω όμως για να το αναλύσω σε άλλη περίσταση. Ακόμα και αυτοί που περιφρονούν τη σκέψη, αν παρατηρήσουν προσεκτικά τον εαυτό τους, οφείλουν να παραδεχτούν αυτή την αλήθεια. Απλούστατα, όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες είναι, λίγο ώς πολύ, σκέψη.

Ωστόσο, από τη στιγμή που η δική μας σκεπτόμενη ουσία [denkendes Wesen] είναι περιορισμένη, το ίδιο συμβαίνει και μ’ αυτή την ορμή, αν όχι αντικειμενικά, τουλάχιστον υποκειμενικά. Επομένως εμφανίζεται εδώ ένα ανώτατο όριο [Maximum] το οποίο δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε (χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψη μας τα υπόλοιπα εξωτερικά εμπόδια), αν και μπορούμε να το αποφύγουμε από αμέλεια· ως εκ τούτου, το σκεπτόμενο ον δεν πασχίζει μόνο να σκεφτεί εν γένει (überhaupt), αλλά μάλλον να αγγίξει αυτό το όριο με την σκέψη. Συνεπώς, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός πως οι επιστήμες, πέρα από το έμμεσο όφελος που έχουν για την ανθρώπινη ζωή, έχουν και ένα άμεσο εφαρμόζοντας αυτή την ικανότητα του σκέπτεσθαι (Denkungsvermögen).
Ωστόσο, υπάρχουν μόνο δύο επιστήμες με την πλήρη σημασία του όρου, που στηρίζονται δηλαδή σε apriori αρχές [pricipia a priori]: τα Μαθηματικά και η Φιλοσοφία. Τα υπόλοιπα γνωστικά αντικείμενα εισέρχονται στο πεδίο της επιστήμης μόνο στο μέτρο που συμπεριλαμβάνουν αυτές τις δύο. Τα Μαθηματικά ορίζουν τα αντικείμενά τους a prioriμέσα από την κατασκευή· αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ικανότητα του σκέπτεσθαι να παράγει από τον εαυτό της τη μορφή και το περιεχόμενο της σκέψης της. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τη Φιλοσοφία· εκεί η διάνοια (Verstand) παράγει από τον εαυτό της μόνο τη μορφή της σκέψης· όμως τα αντικείμενα πάνω στα οποία θα εφαρμοστεί πρέπει να της δοθούν εξωτερικά.
Συνεπώς η ερώτηση που προκύπτει είναι η εξής: με ποιον τρόπο είναι εφικτή η Φιλοσοφία ως καθαρή apriori γνώση; Ο σπουδαίος Καντ έθεσε αυτό το ερώτημα στην Κριτική του καθαρού Λόγου και το απάντησε ο ίδιος αποδεικνύοντας ότι η φιλοσοφία πρέπει να είναι υπερβατολογική εάν θέλει να έχει κάποια χρήση· δηλαδή, ότι πρέπει να είναι ικανή να σχετίζεται a priori με τα αντικείμενα εν γένει· γι’ αυτό ονομάζεται υπερβατολογική φιλοσοφία. Συνεπώς, πρόκειται για επιστήμη η οποία σχετίζεται με αντικείμενα, τα οποία ορίζονται από a priori και όχι από επιμέρους a posteriori συνθήκες της εμπειρίας· αυτό διαχωρίζει την υπερβατολογική φιλοσοφία τόσο από τη Λογική, η οποία σχετίζεται γενικά με αντικείμενα που δεν έχουν προσδιορισμούς, όσο και από τη Φυσική, η οποία αναφέρεται σε αντικείμενα που ορίζονται από την εμπειρία. Για να ξεκαθαρίσω αυτό το σημείο θα χρησιμοποιήσω μερικά παραδείγματα. Η πρόταση «το Α είναι Α» ή ένα πράγμα είναι ίσο με τον εαυτό του ανήκει στη Λογική· επειδή «Α» σημαίνει εδώ γενικά ένα πράγμα, το οποίο μπορεί να προσδιοριστεί αλλά δεν έχει οριστεί ακόμα από καμία a priori ή aposterioriσυνθήκη· είναι συνεπώς αληθές για κάθε πράγμα χωρίς καμία διάκριση. Ωστόσο, η πρόταση «το χιόνι είναι λευκό» ανήκει στη Φυσική, επειδή τόσο το υποκείμενο (χιόνι) όσο και το κατηγόρημα (λευκό) αποτελούν αντικείμενα της εμπειρίας. Αντίθετα, η πρόταση «κάθε μεταβολή (συμβεβηκός [Akzidenz]) συνδέεται αναγκαστικά με κάτι σταθερό στον χρόνο (υπόσταση [Substanz])» δεν ανήκει στη Λογική· επειδή το υποκείμενο και το κατηγόρημα δεν είναι αντικείμενα χωρίς προσδιορισμό, δηλαδή αντικείμενα εν γένει· αντίθετα, το υποκείμενο ορίζεται σαν κάτι σταθερό στον χρόνο και το κατηγόρημα σαν κάτι που μεταβάλλεται. Όμως, αυτή η πρόταση δεν ανήκει ούτε στη Φυσική, παρ’ ότι τα αντικείμενα είναι πράγματι προσδιορισμένα, επειδή ορίζονται από apriori προσδιορισμούς (του χρόνου, ο οποίος είναι μια a priori μορφή). Ανήκει συνεπώς στην υπερβατολογική φιλοσοφία. Οι προτάσεις της Λογικής είναι αναλυτικές (η βασική τους αρχή [Prinzip] είναι η αρχή [Satz] της μη-αντίφασης), ενώ οι προτάσεις της Φυσικής είναι συνθετικές a posteriori (το υποκείμενο συνδέεται με το κατηγόρημα σε μια πρόταση, επειδή η αντίληψη τα εμφανίζει ενωμένα στον χώρο και στον χρόνο)· η αρχή στην οποία υπακούουν (αρχικά, ως απλά αντικείμενα της αντίληψης, πριν μετατραπούν, με τη συνδρομή των εννοιών που κατέχει η νόηση, σε προτάσεις της εμπειρίας) είναι ο συνδυασμός των ιδεών. Οι προτάσεις της υπερβατολογικής φιλοσοφίας είναι κι αυτές συνθετικές, όμως η αρχή τους δεν βασίζεται στην εμπειρία (αντίληψη)· μάλλον ισχύει το αντίστροφο: αποτελούν τις αρχές ή τους αναγκαίους όρους της εμπειρίας με βάση τους οποίους ό,τι εμφανίζεται στην αντίληψη ως απλό είναινα είναι αναγκαστικά.
Αυτό το επιτυγχάνουμε με τον ακόλουθο τρόπο: αρχικά, θεωρούμε αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι κατέχουμε ένα σύνολο εμπειρικών προτάσεων, δηλαδή προτάσεων οι οποίες δεν περιέχουν μια τυχαία, αλλά μια αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στο υποκείμενο και στα αντικείμενα της αντίληψης. Για παράδειγμα, «η φωτιά θερμαίνει το σώμα», «ο μαγνήτης έλκει το σίδερο» και ούτω καθεξής. Ωστόσο, από αυτές τις επιμέρους προτάσεις κατασκευάζουμε μια γενική πρόταση [allgemeine Satz]: εάν τεθεί το ένα (Α), τότε πρέπει αναγκαστικά να τεθεί και το άλλο (Β). Τώρα, κάποιος μπορεί να σκεφτεί ότι αυτή η γενική πρόταση παράγεται με επαγωγή, αφού προϋποθέτουμε ότι θα επαληθευτεί από μια πλήρη επαγωγή. Όμως, από τη στιγμή που η επαγωγή που εφαρμόζουμε δεν μπορεί ποτέ να είναι πλήρης, η πρόταση που παράγεται μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο μέχρι το σημείο που φτάνει η επαγωγή. Ωστόσο, βαθύτερη εξέταση αποκαλύπτει ότι μια γενική υπερβατολογική πρόταση συμπεριφέρεται αρκετά διαφορετικά· μια τέτοια πρόταση είναι καθ’ εαυτήν ένα γενικό a priori, πριν από τις επιμέρους εμπειρίες, αφού δεν θα μπορούσαμε να έχουμε καμία εμπειρία (υποκειμενικές αντιλήψεις που σχετίζονται με αντικείμενα) χωρίς αυτήν, όπως θ’ αποδειχτεί από την παρούσα εργασία μας. Κατά συνέπεια, αντί να παράγουμε αυτή την πρόταση από την εμπειρία, παράγουμε την εμπειρία απ’ αυτήν, αφού αποτελεί όρο της εμπειρίας.
Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι είναι αληθές πως αυτή η πρόταση, στις επιμέρους περιπτώσεις που τη συναντάμε, δεν ανήκει στην απλή αντίληψη· δηλαδή σε μια υποκειμενική σύνδεση ανάμεσα σε ένα υποκείμενο και σε ένα κατηγόρημα, αλλά σε μια εμπειρία, δηλαδή σε μια αντικειμενική σύνδεση. Όμως, δεν μπορεί παρά να είναι μια επιμέρους πρόταση, δηλαδή μπορεί να είναι αληθής μόνο για συγκροτημένες [gemacht] εμπειρίες, ενώ δεν είναι apriori αληθής για όσες δεν έχουν ακόμα συγκροτηθεί. Έτσι, για παράδειγμα, παρ’ ότι η πρόταση «η ευθεία είναι η συντομότερη οδός μεταξύ δύο σημείων» είναι αντικειμενική, εντούτοις είναι αληθής μόνο για την ευθεία γραμμή και δεν είναι γενικά αληθής για όλα τα αντικείμενα που μπορούν να κατασκευαστούν. Αυτό συμβαίνει επειδή η πρόταση δεν βασίζεται στους γενικούς όρους συγκρότησης αλλά μόνο σ’ αυτή την επιμέρους κατασκευή. Θα μπορούσε η πρόταση «εάν κάτι δίνεται στην εμπειρία, τότε αναγκαστικά πρέπει να δίνεται και κάτι άλλο» να είναι αληθής μόνο γι’ αυτή την επιμέρους εμπειρία και όχι για την εμπειρία εν γένει; Ό,τι ακολουθεί αποτελεί απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση: η προϋπόθεση είναι αδύνατη, διότι αυτό σημαίνει ότι η πρόταση θα έπρεπε να διαμορφωθεί ως εξής· «μερικά [einige] αντικείμενα της εμπειρίας συγκροτούνται με τέτοιο τρόπο ώστε όταν τεθεί το ένα, να τεθεί αναγκαστικά και το άλλο». Όμως, σε αυτή την περίπτωση, οι όροι μέσα από τους οποίους ορίζονται αυτά τα αντικείμενα και διακρίνονται από όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα στα οποία δεν αναφέρεται αυτή η πρόταση θα έπρεπε επίσης να προσφέρονται στην αντίληψη. Θα έπρεπε οι επιμέρους εμπειρίες (η φωτιά θερμαίνει το σώμα κ.λπ.) να προκύπτουν από τη σύγκριση των όρων τους με τους προσδιορισμούς που εκφέρονται στην πρόταση και από την κρίση που δείχνει ότι ταυτίζονται. (Επειδή, εάν αυτά τα αντικείμενα έμεναν χωρίς προσδιορισμό στην ίδια την πρόταση, τότε δεν θα είχαμε στη διάθεσή μας κανένα κριτήριο για να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι αυτές οι επιμέρους περιπτώσεις ανήκουν σ’ εκείνες στις οποίες αναφέρεται η πρόταση· έτσι δεν θα μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιήσουμε την πρόταση.) Όμως, η νόηση (ως η ικανότητα που θέτει κανόνες) δεν είναι ταυτόχρονα και η ικανότητα των εποπτειών· ως εκ τούτου η πρόταση ή ο κανόνας δεν μπορεί να σχετιστεί με τους επιμέρους προσδιορισμούς που παρέχει η αντίληψη αλλά πρέπει να σχετιστεί με την αντίληψη εν γένει. Πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε στην αντίληψη ένα γενικό apriori (επειδή αν αυτή η γενικότητα ήταν ένας aposteriori προσδιορισμός, τότε δεν θα μπορούσαμε ποτέ να άρουμε τη δυσκολία). Πράγματι, αυτό το βρίσκουμε στην έννοια του χρόνου, η οποία είναι μια γενική μορφή ή όρος κάθε αντιληπτικού γεγονότος και η οποία συνεπώς πρέπει να συνοδεύει όλα τα αντιληπτικά γεγονότα. Άρα η εν λόγω πρόταση μπορεί να διαμορφωθεί ως εξής: «αυτό που προηγείται [das Vorgehende] ορίζει στον χρόνο αυτό που έπεται [das Folgende]». Αναφέρεται συνεπώς σε ένα γενικό a priori, δηλαδή στον χρόνο. Απ’ αυτό προκύπτει ότι οι προτάσεις της υπερβατολογικής φιλοσοφίας αναφέρονται αρχικά σε προσδιορισμένα αντικείμενα (όχι όπως οι προτάσεις της Λογικής σ’ ένα αντικείμενο εν γένει), άρα και στις εποπτείες· και στη συνέχεια αναφέρονται σε a priori προσδιορισμένα αντικείμενα (αντίθετα από τις προτάσεις της Φυσικής). Οι προτάσεις της υπερβατολογικής φιλοσοφίας πρέπει είτε να είναι γενικές είτε να μην είναι καθόλου.
Ο σπουδαίος Καντ μάς παρέχει μια πλήρη ιδέα της υπερβατολογικής φιλοσοφίας (αν και όχι ολόκληρης αυτής της επιστήμης) στο αθάνατο έργο του Κριτική του καθαρού Λόγου. Στόχος μου σ’ αυτήν τη μελέτη είναι να αναδείξω τις σημαντικότερες αλήθειες αυτής της επιστήμης. Ασφαλώς, βαδίζω στα χνάρια του ιδιοφυούς φιλοσόφου· όμως (όπως θα παρατηρήσει ο αμερόληπτος αναγνώστης) δεν τον αντιγράφω. Προσπαθώ, όσο περισσότερο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, να τον εξηγήσω, ενώ υπάρχουν και στιγμές που κάνω κάποιες παρατηρήσεις [Anmerkungen] γι’ αυτόν. Ειδικότερα, παραθέτω για τον σκεπτόμενο αναγνώστη τις ακόλουθες παρατηρήσεις προς εξέταση. Πρώτον, τη διάκριση ανάμεσα στην απλή a priori γνώση και στην καθαρή apriori γνώση και τη δυσκολία που απορρέει σχετικά με την τελευταία. Δεύτερον, την παρέκκλισή μου από την καταγωγή των συνθετικών προτάσεων λόγω της ατέλειας που παρουσιάζει η γνώση μας. Τρίτον, τις αμφιβολίες που εκφράζω σχετικά με το ερώτημα quidfacti?, για το οποίο η αντίρρηση του Χιουμ μοιάζει αδιάψευστη. Τέταρτον, το στοιχείο που δίνω για την απάντηση στο ερώτημα quid jurisκαι η εξήγηση για τη δυνατότητα μιας μεταφυσικής εν γένει, μέσα από την αναγωγή των εποπτειών στα στοιχεία τους· στοιχεία τα οποία αποκαλώ ιδέες της νόησης [Verstandsideen]. Ο αναγνώσεις θα βρει τις υπόλοιπες παρατηρήσεις στη θέση που τους αναλογεί. Σε ποιο βαθμό είμαι καντιανός, αντι-καντιανός, και τα δύο μαζί ή τίποτε από τα δύο, το αφήνω στην κρίση του στοχαστικού αναγνώστη. Προσπάθησα, όσο μπορούσα, να αποφύγω τις δυσκολίες αυτών των δύο αντίθετων συστημάτων (κάτι που ήθελα να δείξω και με τη φράση που παρέθεσα στην αρχή του βιβλίου [σημ. «η Σκύλλα είναι στο δεξί πλευρό, στ’ αριστερά η Χάρυβδη η αμείλικτη», Βιργίλιος, Αινειάδα, ΙΙΙ, v. 420]). Για το πόσο μακριά έφτασα θα αποφασίσουν άλλοι.
Σε ό,τι αφορά στο ύφος και στην παρουσίαση του γραπτού μου, πρέπει να παραδεχτώ με ειλικρίνεια ότι παρουσιάζουν ελλείψεις (αφού δεν είμαι Γερμανός ούτε έχω εκπαιδευτεί στο γραπτό δοκίμιο). Δεν θα είχα θελήσει ποτέ να δημοσιεύσω αυτό το γραπτό αν κάποιοι βαθύτατοι γνώστες, στους οποίους το έδωσα για να το μελετήσουν, δεν με διαβεβαίωναν ότι παρά τα εκφραστικά μου λάθη παραμένω κατανοητός. Σε κάθε περίπτωση, δεν γράφω για τους αναγνώστες που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στο ύφος παρά στο ίδιο το περιεχόμενο. Επιπλέον, αυτό το έργο αποτελεί μονάχα μια δοκιμή [Versuch] την οποία διατίθεμαι να ολοκληρώσω στο μέλλον. Εάν υπάρξει κάποιος που να έχει αντίρρηση, πέρα από το ύφος και την οργάνωση, με την ουσία αυτού που γράφω, θα είμαι πάντοτε έτοιμος είτε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου είτε να παραδεχτώ το λάθος μου. Το πρωταρχικό μου κίνητρο είναι απλούστατα η πρόοδος γύρω από τη γνώση [Erkenntnis] της αλήθειας· και σε όποιον είναι οικεία αυτή η κατάσταση θα διαπιστώσει από μόνος του ότι δεν έχω αξιώσεις για κάτι άλλο στη γη. Συνεπώς, οποιαδήποτε μομφή για το ύφος μου δεν θα ήταν μόνο άδικη, αφού εγώ ο ίδιος παραδέχτηκα την αδυναμία μου, αλλά και τελείως ανώφελη· διότι η απάντησή μου σε τέτοιες κατηγορίες θα είναι γραμμένη στο ίδιο ύφος, πράγμα που θα μας οδηγούσε σε ένα progressum in infinitum [παραγωγή επ’ άπειρον].
Κεφάλαιο Χ - Περί του Εγώ
Ποιος είμαι; Αυτή η ερώτηση ανοίγει ένα πολύ σπουδαίο πεδίο έρευνας, αν πιστέψουμε στο δελφικό ρητό γνώθι σεαυτόν! Αυτό που η psychologia rationalis[ορθολογική ψυχολογία] κατανοεί με τη λέξη «Εγώ» δεν μπορεί να είναι ούτε εποπτεία ούτε έννοια (ακόμη κι αν είναι a priori), επειδή και οι δύο είναι αυτό που είναι, κάτι εξωτερικό ως προς εμένα· είναι κάτι που μπορώ να δω ή να σκεφτώ αλλά δεν είναι το υποκείμενο της ίδιας της σκέψης. Συνεπώς το «Εγώ» αποτελεί τη γενική μορφή τής σκέψης και της εποπτείας, δηλαδή την ενότητα της συνείδησης και τον όρο για κάθε εποπτεία και έννοια εν γένει. Ως εκ τούτου, μπορεί να νοηθεί γενικά σαν ένα αντικείμενο· ωστόσο δεν είναι ένα προσδιορισμένο αντικείμενο για να έχουμε κάποια γνώση περί αυτού (ακριβώς επειδή είναι κοινό σε όλα τα αντικείμενα). Άρα οι κατηγορίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν στο «Εγώ», επειδή αποκτούν τη σημασία τους μόνο όταν σχετίζονται με τα προσδιορισμένα αντικείμενα της εμπειρίας και η χρήση τους είναι ορθή μόνο όταν εφαρμόζονται σε ένα σχήμα. Συνεπώς, δεν μπορώ να πω ότι: «Εγώ ή αυτή η νοούσα ικανότητα γενικά είναι μια υπόσταση», επειδή αυτή η υπερβατολογική έννοια απέχει από το να ορίσει ένα άτομο (πράγμα που η λέξη «Εγώ» αναμφίβολα πράττει)· πράγματι, δεν προσδιορίζει κανένα αντικείμενο κι έτσι μπορώ να πω «είμαι υπόσταση», δηλαδή ότι η έννοια ενός πράγματος εν γένει είναι σταθερή στον χρόνο ή ότι πρέπει πάντοτε να υπάρχει ένα πράγμα (επειδή δεν μπορώ να νοήσω τον χρόνο χωρίς να περιέχει κάποιο πράγμα). Όμως αυτό σημαίνει ότι σκέφτομαι μια υπόσταση, την οποία εντούτοις δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να γνωρίσω, αφού καμία εποπτεία δεν υπάγεται σ’ αυτήν.
Το ίδιο συμβαίνει και με την έννοια της ενότητας (απλότητα [Einfachheit])· η έννοια ενός πράγματος εν γένει πρέπει να είναι ενιαία αλλά δεν μπορούμε να σκεφτούμε σ’ αυτό μια ενιαία εποπτεία (απλή). Το ίδιο συμβαίνει επίσης και με την προσωπικότητα (η ταυτότητα της συνείδησης σε διάφορες χρονικές περιόδους). Πράγματι, το «Εγώ» πρέπει να είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ειδάλλως καμία σκέψη δεν θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Για παράδειγμα, η σκέψη ενός τριγώνου είναι δυνατή μονάχα επειδή συσχετίζω την παράσταση αυτών των τριών γραμμών μ’ αυτήν του χώρου. Συνεπώς, καμία σκέψη δεν θα μπορούσε να προκύψει από αυτές τις παραστάσεις, εάν εγώ κατείχα τη μία και ένα άλλο σκεπτόμενο όν κατείχε την άλλη. Το ίδιο ισχύει κι αν σκεφτώ, για παράδειγμα, την κρίση «το α είναι β» αλλά κάποιος άλλος σκεφτεί ότι «το β είναι γ»· το αποτέλεσμα ότι «το α είναι γ» δεν θα μπορούσε ποτέ να προκύψει κ.λπ. Όλα αυτά είναι σωστά. Ωστόσο, επειδή ο χρόνος δεν είναι κάτι αντικειμενικό αλλά μια υποκειμενική μορφή της αίσθησης ή ο τρόπος για να συσχετίζουμε αντικείμενα (εποπτείες), οι επιμέρους προσδιορισμοί των αντικειμένων στον χρόνο είναι η σταθερότητα και η αλλαγή. Όμως αυτοί οι προσδιορισμοί μπορούν να παρασταθούν μόνο όταν ο ένας σχετίζεται με τον άλλο, έτσι ώστε να μπορώ να επιβεβαιώσω ότι κάτι είναι σταθερό σε σχέση με κάποιο άλλο που αλλάζει και το αντίστροφο. Άρα, το «Εγώ» μου πρέπει πράγματι να είναι κάτι σταθερό σε σχέση με τις εναλλασσόμενες παραστάσεις που έχω· όμως μπορεί και το ίδιο να αλλάζει σε σχέση με κάτι άλλο. Για παράδειγμα, αν παραμείνω κλεισμένος στην καμπίνα ενός πλοίου, δηλαδή η κατάστασή μου δεν αλλάζει σε σχέση με τα αντικείμενα που βρίσκονται μέσα στην καμπίνα, μπορώ πάντοτε, μαζί με το πλοίο, να αλλάζω την κατάστασή μου σε σχέση με τα ακίνητα αντικείμενα που παρατηρώ στην όχθη. Το «Εγώ» μου συνοδεύει όλη την εναλλαγή των παραστάσεων που έχω και γι’ αυτό πρέπει να θεωρείται σταθερό (υπόσταση), επειδή σε αντίθετη περίπτωση δεν θα μπορούσαν να μου ανήκουν όλες οι παραστάσεις. Όμως ένα άλλο «Εγώ» ή ένα άλλο σκεπτόμενο ον, για το οποίο το «Εγώ» μου δεν είμαι εγώ ο ίδιος [ich] αλλά μια αναπαράσταση του εαυτού μου· δηλαδή, ένα «Εγώ» για το οποίο αυτή η παράσταση δεν είναι, όπως είναι για μένα, αυτή στην οποία όλες οι αναπαραστάσεις πρέπει να αναφερθούν, αλλά μάλλον κάτι που πρέπει να σχετίζεται με το «Εγώ» του μαζί με τις υπόλοιπες παραστάσεις του· αυτό το «Εγώ» μπορεί να νοήσει το δικό μου σαν μια παράστασή του, σαν κάτι μεταβαλλόμενο σε σχέση με το δικό του «Εγώ». Κατά συνέπεια, η υποκειμενική κρίση: «για τη συνείδησή μου, το Εγώ μου πρέπει σε κάθε χρονική στιγμή να παραμένει ταυτόσημο με τον εαυτό του», δεν είναι αντικειμενικά αληθής, αφού το «Εγώ» μου πρέπει να παραμένει ταυτόσημο με τον εαυτό του και σε σχέση με μια άλλη συνείδηση.
Από αυτό το γεγονός συνεπάγεται ότι μια psychologiarationalis δεν είναι εφικτή, επειδή στο πεδίο της δεν διαθέτουμε καμία έννοια που να ορίζει ένα αντικείμενο· όμως μια εμπειρική ψυχολογία είναι σίγουρα εφικτή.
Ιδεαλισμός, Δυισμός, Υλισμός κ.λπ.
Αν όλοι αυτοί που διασπούν το πεδίο της φιλοσοφίας καταλάβαιναν για πιο πράγμα μιλάνε, τότε ο υλιστής θα έπρεπε να εκφραστεί ως εξής: Πρέπει να δεχτώ τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα εσωτερικά αντιληπτικά γεγονότα που αναπαριστώ μέσα μου στον χρόνο και στα εξωτερικά αντιληπτικά γεγονότα που αναπαριστώ στον χώρο, καθώς και ότι αυτά είναι δύο τελείως ετερογενή είδη. Όμως υποστηρίζω ότι το υπερβατολογικό αντικείμενο ή το υπόστρωμα που θεμελιώνει τα εξωτερικά αντιληπτικά γεγονότα και στο οποίο αναφέρονται ως παραστάσεις είναι το ίδιο με το θεμέλιο των εσωτερικών αντιληπτικών γεγονότων· δηλαδή, το πραγματικό, αυτό που υπάρχει καθ’ εαυτό ανεξάρτητα από τον τρόπο παράστασής μας, είναι κάτι πολλαπλό. Τόσο τα εσωτερικά όσο και τα εξωτερικά αντιληπτικά μας γεγονότα αποτελούν τροποποιήσεις αυτού τού κάτι [etwas], δηλαδή αναφέρονται σ’ αυτό όπως τα κατηγορήματα αναφέρονται σε ένα υποκείμενο. Ας υποθέσουμε ότι αυτό το κάτι δεν υπάρχει, τότε ούτε κι εμείς (η ενότητα της συνείδησης και όλων αυτών των αντιληπτικών γεγονότων) μπορούμε να υπάρχουμε, ούτε και τα ίδια τα αντιληπτικά γεγονότα. Όμως, αν στη σκέψη αναιρέσουμε [aufheben] την ύπαρξή μας, τότε η ύπαρξη αυτού τού κάτι δεν αναιρείται [gehoben]. Άρα έχω το δικαίωμα να αποκαλέσω αυτό το κάτι ύλη. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει τίποτα που να είναι καθ’ εαυτό εκτός από την ύλη.
Ο ιδεαλιστής θα πει: το πολλαπλό ως τέτοιο δεν μπορεί να υπάρξει επειδή αποτελεί μια σύλληψη της ενότητας και μόνο η ενότητα υπάρχει έξω από την παράσταση· μπορούμε να σκεφτούμε αυτή την ενότητα μόνο σε αναλογία με τον εαυτό μας, δηλαδή σαν τη δύναμη της παράστασης [Vorstellungskräfte]. Οι παραστάσεις τού χώρου και του χρόνου, και ό,τι ορίζεται απ’ αυτές, αποτελούν συγκεχυμένες σκέψεις της ένωσης και της σχέσης των πραγμάτων μεταξύ τους.
Ο οπαδός του δυισμού λέει: τα εσωτερικά και τα εξωτερικά αντιληπτικά γεγονότα είναι πολύ ετερογενή [heterogen] για να τα εκλάβουμε απλώς σαν διαφορετικούς βαθμούς ή τροποποιήσεις μιας και μόνης ουσίας [Wesen]. Έτσι υποθέτουμε ότι το υπερβατολογικό αντικείμενο του ενός (εξωτερική παράσταση) είναι διαφορετικό από το υπερβατολογικό αντικείμενο του άλλου. Εάν δεν υπήρχε ύλη, τότε δεν θα είχαμε καμία παράσταση του αντικειμένου στον χώρο, μολονότι η ικανότητα της παράστασης θα συνέχιζε να υφίσταται· εάν δεν υπήρχε καμία ικανότητα παράστασης, η ύλη (το υπερβατολογικό της αντικείμενο) θα συνέχιζε να υπάρχει παρ’ όλα αυτά.
Όμως θα ήθελα να ρωτήσω τί είναι αυτό που τους αναγκάζει όλους να υιοθετήσουν την ύπαρξη ενός υπερβατολογικού αντικειμένου (για το οποίο δεν έχουν την παραμικρή γνώση) και να συσχετίσουν τις τροποποιήσεις της συνείδησής τους με κάτι εξωτερικό ως προς αυτήν (όπως υποδεικνύει ήδη η λέξη παράσταση); Ας προσπαθήσουμε να λύσουμε αυτόν τον γρίφο· ίσως να είμαστε αρκετά τυχεροί και να τα καταφέρουμε.
Ένα αντικείμενο της σκέψης είναι ένα πολλαπλό το οποίο εκλαμβάνεται σαν ενότητα, για παράδειγμα ένα ορθογώνιο τρίγωνο. Σ’ αυτό το πολλαπλό, αυτό που δεν μπορεί να νοηθεί αυτό καθαυτό παρά μόνο σε σχέση με κάτι άλλο, δηλαδή το κατηγόρημα αυτής της σύνθεσης, είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ή παράσταση αυτής της σύνθεσης. Το ίδιο συμβαίνει και με μια απλή σύνθεση της φαντασίας. Για παράδειγμα, ο χρυσός έχει έκταση, είναι αδιαπέραστος, έχει εξαιρετική πυκνότητα, σκληρότητα κ.λπ. Όλες αυτές οι ιδιότητες συγκεντρωμένες σε μια εποπτεία συγκροτούν την ουσία του χρυσού και κάθε μια απ’ αυτές αποτελεί ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ή παράσταση αυτού του αντικειμένου. Ως εκ τούτου, είναι προφανές ότι δεν είναι η ένωση όλων των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών σε μία εποπτεία, ούτε καθένα απ’ αυτά ξεχωριστά, που αναφέρεται σε κάτι άλλο εξωτερικό ως προς αυτή την εποπτεία· αλλά το σύνολο αυτής της σύνθεσης αναπαριστά τον εαυτό του και κάθε τμήμα ή ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αναπαριστά το σύνολο σε σχέση με τα υπόλοιπα. Έτσι, σύμφωνα μ’ αυτήν τη θεώρηση, δεν χρειάζεται να υποθέσουμε ένα υπερβατολογικό αντικείμενο. Άλλωστε, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι υπάρχουν διαφόρων ειδών αντιληπτικά γεγονότα, τα οποία μας παρέχουν το υλικό στοιχείο με το οποίο η σκέψη παράγει τα διάφορα αντικείμενα· αυτός είναι ο καντιανός υπερβατολογικός ιδεαλισμός και εμπειρικός ρεαλισμός. Από τη σκοπιά του υλικού τους στοιχείου τα αντικείμενα στον χώρο είναι πραγματικά, ανεξάρτητα από τη δύναμη της παράστασης· από τη σκοπιά της μορφής τους όμως εξαρτώνται απ’ αυτήν. Εάν δεν υπήρχε η μορφή, τότε το υλικό στοιχείο θα παρέμενε καθ’ εαυτό χωρίς να έχει αυτήν τη μορφή· ενώ εάν δεν υπήρχε το υλικό, τότε η μορφή θα μπορούσε ακόμη να υπάρχει, αλλά θα μπορούσε μόνο να νοήσει αντικείμενα εν γένει [im Allgemeine] χωρίς να έχει γνώση για τα επιμέρους αντικείμενα.
Αν απορρίψουμε την παράσταση ενός αντικειμένου ως αντικειμενικού υποστρώματος (επειδή στην ουσία δεν αναπαριστούμε τίποτε με αυτό), τότε όλες αυτές οι γνώμες μπορούν πολύ εύκολα να συμφωνήσουν και οι διαφορές τους να αναχθούν σε μια απλή ρητορική διαμάχη. Ό,τι κατανοεί ο υλιστής με την έννοια της ύλης είναι το απλό δεδομένο· ό,τι υπάρχει καθ’ εαυτό και όχι από τη λειτουργία της δύναμης που έχει η παράσταση. Συνεπώς, ο υλιστής ισχυρίζεται ότι η ύλη υπάρχει μόνο καθ’ εαυτήν και όχι σαν τροποποίηση της δύναμης που έχει η παράσταση. Για τον υλιστή, το ίδιο το «Εγώ» ή η δύναμη της παράστασης είναι μια απλή ιδέα χωρίς να μπορεί να της αποδοθεί το κατηγόρημα της ύπαρξης. Από την άλλη, ο ιδεαλιστής ισχυρίζεται ότι τα πάντα είναι τροποποίηση της δύναμης που έχει η παράσταση, ακόμα κι αν δεν έχει παραχθεί από καμία λειτουργία αυτής της δύναμης (σύμφωνα με τη συνείδησή μας)· κατά συνέπεια, ο ιδεαλιστής ισχυρίζεται ότι ακόμη και αυτό που μας δίνεται δεν έχει μια καθαυτή ύπαρξη, εφ’ όσον η δύναμη της ίδιας της παράστασης πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει ως όρος κάθε ύπαρξης· επιπλέον, το «Εγώ» είναι το πράγμα καθ’ εαυτό, παρ’ ότι είναι ταυτόχρονα μια απλή παράσταση. Πράγματι, δεν μπορούμε να το νοήσουμε σαν ένα προσδιορισμένο αντικείμενο, επειδή αυτό που νοούμε ως τέτοιο δεν είναι το «Εγώ» αλλά κάτι διαφορετικό απ’ αυτό. Κατά συνέπεια, είναι το μόνο παράδειγμα ενός πράγματος που μπορεί να νοηθεί σαν αντικείμενο αλλά όχι σαν ένα προσδιορισμένο αντικείμενο. Ο δυιστής μπορεί επίσης να συμφιλιωθεί με αυτά τα δύο.
Όσο για μένα, μπορώ να ισχυριστώ, συμπλέοντας με τον ιδεαλιστή, ότι το «Εγώ» μου είναι μια απλή ιδέα (στο μέτρο που είναι σκέψη που δεν προσδιορίζεται από κάτι), όμως την ίδια στιγμή είναι και ένα πραγματικό αντικείμενο· επειδή από τη φύση του δεν μπορεί να νοηθεί σαν κάτι που ορίζεται από κάτι εξωτερικό ως προς τον εαυτό του. Επιπλέον, ακόμα κι αν δεν μπορεί να προσδιοριστεί το ίδιο ως αντικείμενο, μπορούμε εντούτοις να το σκεφτούμε στις τροποποιήσεις του σαν να είναι ένα προσδιορισμένο αντικείμενο, λόγω της προσέγγισής του στο άπειρο. Αυτή η συνεχής προσέγγιση πραγματοποιείται μέσα από μια συνεχή αφαίρεση και γενίκευση της έννοιας και της κρίσης· μ’ αυτό τον τρόπο απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο από την ύλη για να βρεθούμε εγγύτερα στη μορφή, παρ’ ότι η πλήρης προσέγγιση της τελευταίας δεν είναι μια απλή ιδέα αλλά εμπεριέχει στην πραγματικότητα μια αντίφαση, αφού είναι αντικείμενο και μη-αντικείμενο ταυτόχρονα. Παράδειγμα αυτού του γεγονότος αποτελεί η ρίζα ενός άρρητου αριθμού: μπορούμε να την προσεγγίσουμε μέσα από μια άπειρη σειρά αριθμών, όμως η πλήρης κάλυψή της δεν αποτελεί μόνο μια ιδέα (στο μέτρο που αυτή η σειρά πρέπει να επεκταθεί στο άπειρο), αλλά εμπεριέχει παράλληλα και κάτι αδύνατο, αφού ένας άρρητος αριθμός δεν μπορεί ποτέ να μετατραπεί σε ρητό.
Το ημίτονο ενός τόξου συμπεριφέρεται με παρόμοιο τρόπο. Αυξάνει όσο αυξάνεται το τόξο και αν η γωνία του τόξου γίνει = 90ο, τότε το ημίτονό του γίνεται = ∞· όμως την ίδια στιγμή παύει να είναι το ημίτονο ενός τόξου, διότι δεν ικανοποιεί πλέον τη συνθήκη να τέμνεται από τη διατέμνουσα του τόξου.
Κατά συνέπεια, δεν έχουμε μόνο μια μέθοδο μέσα από την οποία μπορούμε να προσεγγίσουμε εγγύτερα, κατά τη συγκρότησή της, την ιδέα του «Εγώ» αλλά επίσης και έναν πρακτικό κανόνα με τη βοήθεια του οποίου πηγαίνουμε, τρόπον τινά, προς τον εαυτό μας [in uns selbst gehen] ή, ακόμα καλύτερα, με τη μεσολάβηση του οποίου επιτυγχάνουμε να συλλάβουμε οι ίδιοι μεγαλύτερο τμήμα της πραγματικότητας. Όπως έχω ήδη παρατηρήσει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι όσο γενικότερες γίνονται οι τροποποιήσεις τού «Εγώ» μας τόσο περισσότερο γινόμαστε υπόσταση (υποκείμενο των παραστάσεών μας)· και όσο γενικότερες γίνονται αυτές οι παραστάσεις τόσο περισσότερο αλληλοσυνδέονται και γίνονται κατά συνέπεια απλούστερες. Παρομοίως, όσο μεγαλύτερη είναι η σειρά των παραστάσεων τόσο περισσότερο ταυτιζόμαστε με τον εαυτό μας σε διάφορες χρονικές στιγμές. Συνεπώς, επιτυγχάνουμε έναν υψηλότερο βαθμό συνείδησης του εαυτού μας (προσωπικότητας) και το ίδιο ισχύει για όλες τις ιδιότητες του Εγώ ή της ψυχής με τις οποίες ασχολείται η ψυχολογία.
πηγή: avgi