Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (3 Απριλίου 1770 - 4 Φεβρουαρίου 1843) ήταν αρχιστράτηγος και ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821, πολιτικός, πληρεξούσιος, σύμβουλος της Επικράτειας. Το ψευδώνυμό του ήταν Γέρος του Μοριά.
Προερχόταν από φημισμένη οικογένεια. Το επώνυμο της οικογένειάς του αρχικά ήταν Τσεργίνης, όπως αναφέρεται στα απομνημονεύματά του ευρίσκοντο 60 οικογένειες στην Μεσσηνία με το ίδιο επώνυμο.
Αργότερα, ο παππούς του, Γιάννης Μπότσικας, υιοθέτησε το «Κολοκοτρώνης» ως οικογενειακό όνομα, σαν μετάφραση του αρβανίτικου παρωνυμίου «Μπιθεγκούρας» (Μπίθ = Οπίσθια, Γκούρ = Πέτρα και η ερμηνεία: Αυτός που έχει "πέτρινους" γλουτούς) που του αποδόθηκε ως παρατσούκλι. Ο Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, καταγόταν από το Λιμποβίσι της Καρύταινας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Αλωνίσταινα της Αρκαδίας που ήταν τόπος καταγωγής της μητέρας του, Ζαμπίας Κωτσάκη. Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση η οποία υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας το 1770 και σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους.
Από μικρός, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ακολούθησε τον πατέρα του στις διάφορες περιπέτειές του. Σε ηλικία μόλις 15 ετών έγινε αρματωλός εναντίον των κλεφτών που λυμαίνονταν την περιφέρεια του Λεονταρίου.
Η δράση του Κολοκοτρώνη σιγά-σιγά απλώθηκε, μαζί με τη φήμη του, σ' όλη την Πελοπόννησο. Το 1802 είχε γίνει τόσο επικίνδυνος στους κατακτητές, ώστε ο βοεβόδας της Πάτρας πέτυχε να εκδοθεί σουλτανικό φιρμάνι που τον καταδίκαζε σε θάνατο και ανάθετε την εκτέλεση στους προεστούς, οι οποίοι αν δεν κατόρθωναν να τον σκοτώσουν θα εκτελούνταν οι ίδιοι.
Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος, το 1805 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο βγήκε διάταγμα δίωξής του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξή του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου. Κατάφερε τελικά, μαχόμενος, να διαφύγει με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα δυτικά του Λακωνικού κόλπου και περνώντας στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, όπου γρήγορα διακρίθηκε για τη δράση του εναντίον των Γάλλων και έφτασε στο βαθμό του ταγματάρχη.
Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τον Ιανουάριο του 1821 ξαναγύρισε στη Μάνη όπου άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο γνωρίζοντας ότι η ημέρα έναρξης ήταν η 25 Μαρτίου. Βρέθηκε στην Καλαμάτα κατά την αναίμακτη κατάληψη της πόλης στις 23 Μαρτίου 1821 υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και την πομπώδη δοξολογία. Την επομένη κινήθηκε προς την Μεγαλόπολη με τον Νικηταρά και την 25η Μαρτίου το πρωί βρίσκονταν στον Κάμπο της Καρύταινας ή της Μεγαλόπολης. Ο Κολοκοτρώνης έμεινε στο χωριό Τετέμπεη ενώ ο Νικηταράς στα «πίσω χωριά» ή Σιαμπάζικα. Είχε οριστεί στις 25 Μαρτίου να βρίσκοναι όλοι οι οπλαρχηγοί στις επαρχίες τους ώστε να κηρυχθεί η Επανάσταση, όπως και έγινε.
Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι (14 Μαΐου 1821), στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822), όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο, αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου. Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρ'όλα αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.
Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:
Ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να σταματήσει την Επανάσταση, οπότε ο γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το 1825 στην Πελοπόννησο. Η Σφακτηρία και το Ναυαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων και τότε ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα (η Γαλλική Εκστρατεία του Μωριά).
Αξίζει να τονιστεί η στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου, ώστε να μπορεί να αντεπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Ενδεικτικό της δυσκολίας του αγώνα του 1821 είναι το παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του:
Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των πόρων (τροφές/ζωοτροφές) του αντιπάλου, καθώς και στην εξασφάλιση τροφής για το στράτευμα του. Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και τη σημασία των Ελλήνων κτηνοτρόφων, οι οποίοι εξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για την υποστήριξη των μαχητών και γενικά της Επανάστασης.
Ως το τέλος της Επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής.
Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές του Ιτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Έτσι, στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 το πρωί, από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας επιστρέψει από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα, όπου τα τελευταία χρόνια ήταν υπασπιστής του Όθωνα.
Ο Κολοκοτρώνης κηδεύτηκε με κάθε επισημότητα στην Αθήνα. Το φέρετρο με το νεκρό του ακολούθησε πομπή χιλιάδων λαού σε μια κατανυκτική διαδρομή που διήλθε από τις οδούς Ερμού και Αιόλου για να καταλήξει στον –τότε- Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου και τελέσθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Γύρω του βρίσκονταν όλοι οι εναπομείναντες εν ζωή συμπολεμιστές του, όπως οι Γεώργιος Κουντουριώτης, Τζαβέλας, Δημήτρης Πλαπούτας, Ρήγας Παλαμήδης, Μακρυγιάννης, Γιατράκος, Δεληγιάννης κ.α. Στα πόδια του είχε εναποτεθεί μια τουρκική σημαία για να συμβολίζει τις μεγάλες του νίκες επί των Οθωμανών καθόλη τη διάρκεια της επανάστασης. Συντετριμμένοι παρακολούθησαν την τελετή οι δυο γιοι του «Γέρου του Μοριά», ο Γενναίος και ο Κολίνος που αναδύθηκαν σε λυγμούς τη στιγμή που εκφωνούνταν οι επικήδειοι λόγοι, ενώ ο δεύτερος έχασε και τις αισθήσεις του.
Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Πνύκα (1838) αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα:
Ο Κολοκοτρώνης ήταν παντρεμένος από το 1790 με την Αικατερίνη Καρούτσου, κόρη του προεστού και Μορόγιαννη του Άκοβου Δημητρίου Καρούτσου. Παιδιά του με την Αικατερίνη ήταν ο Γενναίος(Ιωάννης), που έγινε στρατιωτικός και μετέπειτα πρωθυπουργός, ο Κωνσταντίνος, ο Πάνος, που δολοφονήθηκε το 1824, και η Ελένη, σύζυγος του Νικήτα Δικαίου. Ο Κολοκοτρώνης είχε έναν ακόμη γιο τον επίσης Πάνο Κολοκοτρώνη που τον απέκτησε εκτός γάμου με την Μαργαρίτα Βελισσάρη, κόρη του Αγγελή Βελισσάρη. Έγινε λαμπρός αξιωματικός και διοικητής της σχολής Ευελπίδων.
Τον Ιανουάριο του 1806, δεκαπέντε χρόνια πριν την επανάσταση, οι Τούρκοι αποφάσισαν να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με τους κλέφτες της Πελοποννήσου, οι οποίοι είχαν γίνει κράτος εν κράτει. Μεγαλύτερος όλων και πιο ενοχλητικός για την Υψηλή Πύλη, ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Τον μήνα εκείνο έφθασε στην Τριπολιτσά ο αφορισμός των κλεφτών από το Πατριαρχείο, μαζί με ένα σουλτανικό διάταγμα, που διέταζε τον τοπικό πληθυσμό, να μη προσφέρει καταφύγιο στους κλέφτες, να μην τους χορηγεί τρόφιμα, να διακόψει κάθε σχέση μαζί τους, να τους καταδίδει στις τουρκικές αρχές και να ενισχύει τον στρατό, κάθε φορά που θα οργάνωνε επιχειρήσεις εναντίον τους. Έτσι, με τη συνδρομή της εκκλησίας και όλων των προκρίτων του Μοριά, ο κατατρεγμός εναντίον των κλεφτών έλαβε την αγριότερη μορφή του.
Ο Κολοκοτρώνης συγκέντρωσε τους περίπου 150 άνδρες του και τους πρότεινε να καταφύγουν στη Ζάκυνθο. Μετά την επίμονη άρνησή τους, τους συμβούλευσε να σχηματίσουν πέντε ή έξι μπουλούκια, να κρυφτούν, να περιμένουν έως τον Μάρτιο να λιώσουν τα χιόνια και τότε να συγκεντρωθούν εκ νέου. Ωστόσο, δεν εισακούσθηκε. Οι άνδρες του ήθελαν να αντισταθούν ενωμένοι σε ολόκληρη τη στρατιωτική δύναμη του Μοριά, τουρκική και ελληνική. Οι Τούρκοι συνέλαβαν πολλούς Έλληνες, υπόπτους για υπόθαλψη των κλεφτών και τους υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια. Με αυτήν τη μέθοδο τρομοκρατίας, κατάφεραν να εξαναγκάσουν τους ντόπιους πληθυσμούς, να καταδιώξουν τους Κολοκοτρωναίους και τους άλλους κλέφτες. Κάθε χωριό έγινε και μια θανάσιμη παγίδα. Τούρκοι και Έλληνες που συνεργάζονταν μαζί τους, έστηναν ενέδρες, τους συλλάμβαναν και τους οδηγούσαν σιδηροδέσμιους στην Τριπολιτσά. Η απομόνωση των κλεφτών στέφθηκε από επιτυχία.
Η οριστική εξολόθρευσή τους ήταν πλέον θέμα χρόνου. Οι αφορισμένοι Κολοκοτρωναίοι δεν μπορούσαν να βρουν άσυλο πουθενά. Το σώμα τους έπρεπε να αυτοδιαλυθεί. Χωρίσθηκαν με δάκρυα στα μάτια και με αυτά τα λόγια: «Καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο». Λίγο καιρό μετά τον χωρισμό, ο δρόμος, ο χαραγμένος με αίμα για την κλεφτουριά, έφθασε στο τέλος του. Όλοι όσοι χωρίσθηκαν από τον Κολοκοτρώνη, σκοτώθηκαν. Η εξόντωση των κλεφταρματολών του Μοριά υπήρξε ολοκληρωτική. Οι δυστυχισμένοι ραγιάδες έχαναν τους μοναδικούς φυσικούς τους προστάτες, απέναντι στις αυθαιρεσίες της τουρκικής εξουσίας. Ο Κολοκοτρώνης στη Ζάκυνθο Τελικά ο Κολοκοτρώνης, κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες κατάφερε να περάσει στη Ζάκυνθο. Η φήμη του όμως, παρέμεινε στην Πελοπόννησο. Ο θρύλος του φοβερού κλέφτη, τον οποίο τόσο αποτελεσματικά συντηρούσε η λαϊκή φαντασία, προκαλούσε υστερία στις τουρκικές Αρχές. Στην Τριπολιτσά, σχεδόν καθημερινά, έφθαναν οι πιο παράξενες και αντιφατικές πληροφορίες για τον Κολοκοτρώνη. Άλλοι τον έβλεπαν να λεηλατεί, με δεκάδες κλέφτες, τα τουρκικά τσιφλίκια και άλλοι διέδιδαν ότι σκοτώθηκε.
Ο Σουλτάνος τον επικήρυξε και πολλοί εμφανίσθηκαν στις αρχές με κομμένα κεφάλια, που υποστήριζαν ότι ήταν του τρομερού αρματολού. Άλλωστε, οι Τούρκοι στο διοικητικό κέντρο της Τρίπολης, δεν γνώριζαν πως ήταν το πρόσωπό του. Γνώριζαν όμως, πως είχε «κεντήσει» στο χέρι του, με στίγμα πυρίτιδας, τη χρονολογία γέννησής του. Για να σταματήσει η προσπάθεια εξαπάτησης, που μεγέθυνε και τον θρύλο του Κολοκοτρώνη, έκοψαν μερικά κεφάλια απατεώνων, που έλεγαν ψέματα ότι σκότωσαν τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη. Άλλοι, κάθε τόσο, παρουσίαζαν στον διοικητή του Μοριά κάποιο κομμένο χέρι με το συγκεκριμένο σημάδι. Οι Τούρκοι έδιναν υπέρογκη αμοιβή και το κρεμούσαν επιδεικτικά στην αγορά, σύντομα όμως μάθαιναν πως ο Κολοκοτρώνης ζούσε. Τότε, για έναν ολόκληρο χρόνο, πήγαιναν στον διοικητή άλλα κομμένα χέρια. Τελικά απελπίστηκαν. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ο Γέρος επέστρεψε στον Μοριά, κρατώντας στο κεντημένο χέρι του το φλάμπουρο της Επανάστασης....
πηγή: mixanitouxronou.gr - el.wikipedia