ΕΤΙΚΕΤΕΣ

JOHN SCOTT - Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄(ΤΑ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΟΜΗΡΟΣ


Εισαγωγικά

[Ο Wolf στο έργο του ασχολήθηκε αποκλειστικώς με τα εξωτερικά στοιχεία του Ομηρικού Ζητήματος και όχι με τα εσωτερικά, αυτά δηλαδή που προέρχονται από το ίδιο το ομηρικό κείμενο και αποδεικνύουν την ύπαρξη πολλών συγγραφέων. Το έργο αυτό ανέλαβαν οι συνεχιστές του, οι οποίοι ξεχώρισαν στην Ιλιάδα έναν αρχικό πυρήνα επάνω στον οποίο με τον καιρό προστέθηκαν καινούργιες ιστορίες από διαφόρους ποιητές. Κάθε μελετητής όμως (π.χ. FickRobertMuelderBetheWilamowitz), ξεχώριζε τους στίχους που αυτός θεωρούσε σαν τον αυθεντικό πυρήνα, άλλος 1.300, άλλος 2.000 στίχους κ.ο.κ., ώστε δεν υπάρχει ούτε ένας στίχος ο οποίος να μην έχει απορριφθεί από τουλάχιστον δύο κριτικούς. Οι υπόλοιποι απορρίπτονταν σαν νόθοι ενώ οι μελετητές αυτοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα ομηρικά έπη αποτελούν, σε γενικές γραμμές, ποίηση χαμηλής ποιότητος. Στην αρχή του 20ού αιώνος η άποψη των αναλυτικών είχε επικρατήσει σχεδόν απολύτως. Οι στίχοι οι οποίοι συνέθεταν την αυθεντική Ιλιάδα υποτίθεται ότι διέθεταν μερικούς σαφώς καθορισμένους γλωσσικούς τύπους. Για παράδειγμα, η «Δολώνεια» (Κ) διέθετε δεκαεπτά λέξεις οι οποίες απαντούν στην Οδύσσεια αλλά σε καμία άλλη ραψωδία της Ιλιάδος, επομένως οι αναλυτικοί έκριναν ότι η ραψωδία αυτή είναι μεταγενέστερη και σχετίζεται χρονικώς περισσότερο με την Οδύσσεια. Εν τούτοις, ο Scott διαπίστωσε ότι δεκαεπτά ραψωδίες της Ιλιάδος περιέχουν περισσότερες λέξεις οι οποίες απαντούν στην Οδύσσεια αλλά σε καμία άλλη ραψωδία της Ιλιάδος απ’ ό,τι η «Δολώνεια». Με την προσεκτική έρευνα τα περισσότερα στατιστικά στοιχεία των αναλυτικών κατέρρευσαν. Μάλιστα, συχνά οι κριτικοί παρέθεταν λάθος στοιχεία. Για παράδειγμα ανέφεραν ότι στην Ιλιάδα τριάντα εννέα και στην Οδύσσεια ογδόντα ένα αφηρημένα ουσιαστικά καταλήγουν σε –ίη, –τύς, –σύνη· ο Scott όμως, μέτρησε στην Ιλιάδα εβδομήντα οκτώ! Η σπουδαιότητα των παρατηρήσεων αυτών έγκειται στο ότι κατέστη σαφές πως δεν υφίσταται αξιόλογη γλωσσική απόκλιση από τη μια ραψωδία στην άλλη ενώ η γλώσσα της Οδύσσειας είναι ελαφρώς περισσότερο σύγχρονη αυτής της Ιλιάδος. Γλωσσικώς λοιπόν, κάθε έπος συντάχθηκε ολόκληρο την ίδια χρονική περίοδο ενώ η γλωσσική απόκλιση της Οδύσσειας είναι αυτή που αναμένουμε στη διάρκεια του βίου ενός ανθρώπου].

~~~~~~~~~~

Οι δυνάμεις που τέθηκαν σε κίνηση από τα επιχειρήματα του Wolf είχαν άμεση και ευρεία επιρροή αλλά είναι ιδιαιτέρως σημαντικό ότι λίγοι Γερμανοί και Άγγλοι συγγραφείς οι οποίοι διέθεταν ανεξάρτητη φιλολογική φήμη (πλην αυτής του πανεπιστημιακού δηλαδή), πείσθηκαν οριστικώς ότι η ποίηση του Ομήρου δεν μπορούσε να δημιουργηθεί από ένα και μόνον άτομο. Ο Γκαίτε, ο οποίος ξεκίνησε να γράφει για την ποίηση του Ομήρου ήδη από το 1766, περίπου τριάντα έτη πριν εμφανισθεί το έργο του Wolf, παρασύρθηκε από τη φαινομενική αυθεντία και ευρεία γνώση που εκτίθετο στο βιβλίο αυτό. Δέχθηκε ό,τι ανακηρύχθηκε σαν ηνωμένη ιστορική μαρτυρία της αρχαιότητος (αν και άργησε να αποβάλει την πίστη του στον έναν Όμηρο), αισθανόμενος ότι απαλλάσσεται του κινδύνου να συγκρίνεται το δικό του έργο με αυτό του μεγάλου Ομήρου, ελπίζοντας πλέον ότι μπορούσε να ανταγωνιστεί κάποιον από την ομάδα που συνέθεσε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια καθώς αδυνατούσε να ξεπεράσει τον αδιαίρετο Όμηρο. Στο Hermann und Dorothea, 294 επ., αναγαλλιάζει καθώς πλέον δεν καλείται να ανταγωνιστεί με θεούς αφ’ ου δεν υπάρχει πια ένας μόνος Όμηρος. Όσο όμως εμβαθύνει στην ποίηση του Ομήρου πείθεται ξανά για την ομηρική ενότητα παρά τα ιστορικά επιχείρημα του Wolf που έως εκείνην την εποχή παρέμεναν αναπάντητα. Αναφέρεται μάλιστα στον Wolf σαν αρπακτικό κτήνος, «Raubgetier», το οποίο τον πλήγωσε και τον γύμνωσε. Το 1827 έγραψε την οριστική του απόφαση για τον Όμηρο: «Ο Όμηρος είναι μια ευγενής ενότητα και τα ποιήματα που μας παραδόθηκαν υπό το όνομά του μπορούν να έχουν πηγάσει μόνον από μία ισχυρή μεγαλοφυΐα»[1].

    Ο Schiller ξαναδιάβασε τον Όμηρο αφ’ ου εκδόθηκαν τα Prolegomena και έγραψε στον Γκαίτε ότι πραγματικώς κολυμπούσε σε μια θάλασσα ποιήσεως· αργότερα χαρακτήρισε τη θεωρία του Wolf βαρβαρική. Ο Wieland εξακολούθησε να εμμένει στον έναν Όμηρο ενώ ο Voss, αγνοώντας τις αδυναμίες των ιστορικών επιχειρημάτων που τόσο δυναμικώς διαδίδονταν, έγραψε στον Wolf: «Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθώ να πιστεύω εις μια Ιλιάδα, εις μια Οδύσσεια και εις έναν Όμηρο ως μόνον πατέρα αμφοτέρων». Ενώπιον όσων φαίνονταν σαν αναντίρρητες αποδείξεις βασισμένες στη γλώσσα, ιστορία και αρχαιολογία, διαπρεπείς κριτικοί όπως οι De QuinceyShelleyMatthew Arnold και Andrew Lang, διακήρυσσαν με αποφασιστικότητα, βάσει αποκλειστικώς ποιητικών κριτηρίων, την ενότητα των ομηρικών επών. Το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι των γραμμάτων συναισθάνθηκαν την ποιητική ανάγκη της ενότητος, παρ’ όλο που τα υπόλοιπα επιχειρήματα έμοιαζαν αντίθετα, αποτελεί γεγονός εξαιρετικής σπουδαιότητος. Μακροπρόθεσμα φαίνεται ότι, όταν το υπό κρίση ζήτημα ήταν αμιγώς ποιητικό, κανείς Γερμανός δεν υπήρξε επαρκέστερος να κρίνει όσο ο μεγαλύτερος ποιητής της Γερμανίας. Προσωπικώς, δεν είναι πιθανόν να ανησυχήσω για ατέλειες που ανακαλύπτουν οι γραμματικοί όταν οι Γκαίτε και Schiller αδυνατούν να τις εντοπίσουν.
    Ο Wolf εξέδωσε τα Prolegomena ως τον πρώτο τόμο της μελέτης του. Σε αυτόν παρουσίασε τα εξωτερικά, τα ιστορικά στοιχεία, και επιφυλάχθηκε να παρουσιάσει τα εσωτερικά στοιχεία τα οποία αποκαλύπτουν την ύπαρξη πολλών συγγραφέων στον δεύτερο τόμο. Ο Voss του έγραψε προτρέποντάς τον να βιαστεί να εκδώσει τον δεύτερο τόμο χρησιμοποιώντας αυτά τα λόγια:

Υποθέτοντας ότι ο Όμηρος δεν μπορούσε να γράψει ούτε το όνομά του, όπως θα παραδεχθώ ότι τα επιχειρήματά σας σχεδόν απέδειξαν, εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτό μόνον επαυξάνει τη δόξα του ποιητού. Η ενότητα του ποιητού και η ενότητα του έργου του παραμένουν για εμένα ακλόνητες ιδέες. Αλλά τότε τι; Δεν είμαι φανατικός στην πίστη μου ώστε να κλείνω τα αφτιά μου εναντίον όλων των επιχειρημάτων, και τα επιχειρήματα αυτά μου επιτρέπουν να πω ξεκάθαρα ότι τώρα οφείλετε σε όλους εμάς επιχειρήματα τα οποία αντλείτε από την εσωτερική δομή των ομηρικών ποιημάτων. Πληγώσατε, κ. Wolf, τα συναισθήματά μας, προσβάλατε, κ. Wolf, τις τρυφερότερες ευαισθησίες μας. Αλλά ακόμη είμαστε απλώς άνθρωποι, έτοιμοι να μάθουμε, πρόθυμοι να ακούσουμε και να υπομείνουμε. Εν τω μεταξύ όμως, το ζήτημα δεν μπορεί να σταματήσει εδώ. Οφείλετε, κ. Wolf, για την αξιοπρέπεια του ζητήματος, να μην παρακρατήσετε τις αποδείξεις αυτές τις οποίες αναμφιβόλως κατέχετε, στοιχεία, παρατηρήσεις, πειστικές αποδείξεις.   

Αν και ο Wolf έζησε είκοσι εννέα έτη ενεργού βίου μετά την έκδοση του πρώτου τόμου, ο δεύτερος τόμος δεν εκδόθηκε ποτέ και τίποτε σχετικό με αυτόν δεν βρέθηκε ανάμεσα στα αδημοσίευτα έγγραφά του[2].

    Ο Wolf δεν επιχείρησε ποτέ να παρουσιάσει αυτές τις εσωτερικές αποδείξεις οι οποίες αποκαλύπτουν την ύπαρξη πολλών συγγραφέων. Αυτό απετέλεσε τη βασική ασχολία των περισσοτέρων εκ των οπαδών του και στο δικό τους μυαλό φαινόταν ότι είχαν παρουσιάσει τόσο συντριπτικά στοιχεία αντιφάσεων και παραλογισμών, τόσες διαφορές στη γλώσσα, μέτρο, συνήθειες και πολιτισμό, ώστε το Ομηρικό Ζήτημα είχε πλήρως αντιστραφεί. Η αμφιβολία στο κατά πόσον μια μεγαλοφυΐα μπορούσε να δημιουργήσει παρόμοιο ποιητικό πλούτο μετατράπηκε στην εγγύηση ότι κανείς άνδρας δεν μπορούσε να ευθύνεται για τόσους πολλούς παραλογισμούς. Δεν είναι πλέον η ζηλοφθονία ενός Γκαίτε που στερεί την απόδοση τόσο μεγάλης δόξης στον έναν Όμηρο αλλά η μεγαλοψυχία ενός Wilamowitz η οποία τον αθωώνει από το έγκλημα. Ο Fick, με δίκαιη αγανάκτηση, αναφωνεί: «Η παρούσα Οδύσσεια αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπίνου νοημοσύνης»[3]. Ο Muelder, με λίγη μελαγχολία, παρατηρεί: «Είναι πράγματι πολύ λυπηρό ότι ο ποιητής της Οδύσσειας δοκίμασε τις δυνατότητές του σε ένα ποιητικό είδος για το οποίο δεν διέθετε ούτε τη δημιουργική ικανότητα ούτε την εκφραστική δύναμη»[4]. Ο Wilamowitz, πεπεισμένος ότι κανένα μεγάλο ποίημα δεν μπορεί να παραχθεί από μια ομάδα ανθρώπων, αφιερώνει την ενέργειά του προσπαθώντας να αποδείξει ότι ο Όμηρος δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά άθλια ποίηση και περιφρονεί τους: «φανατικούς, υποστηρικτές της ενότητος, οι οποίοι θαυμάζουν τον θείο Όμηρο»[5]. Η Ιλιάς αποτελεί ένα «άθλιο έργο μπαλωμάτων», «ein übles Flickwerk»[6]. Λυπάται διότι οι περισσότερες από τις πραγματικώς μεγάλες σκηνές του Ομήρου, σκηνές τις οποίες μπορούσε εύκολα να προσφέρει, κατέληξαν σε άθλια και απίθανα κομμάτια ποιητικού παραλογισμού.

    Αν οι FickMuelderWilamowitz και λοιποί είχαν επικρατήσει, θα εξόριζαν τον Όμηρο και μαζί του όλη την ελληνική και λατινική λογοτεχνία. Όλοι οι μεγάλοι τους ποιητές θεωρούσαν τον Όμηρο ως τη λογοτεχνική τελειότητα, τον έστησαν τόσο ψηλά που φαινόταν άφθαστος επομένως, αν απέτυχαν τόσο παταγωδώς στην πλέον ψύχραιμη κρίση τους, δεν μπορούμε παρά μόνον να διατηρήσουμε περιορισμένο ενδιαφέρον για την ιδική τους παραγωγή. Διαθέτουμε τις καλλίτερες δυνατές αποδείξεις της ιδικής τους λογοτεχνικής σοφίας στα έργα που οι ίδιοι παρήγαγαν. Όταν η εποχή η οποία μπορούσε να εμπνεύσει και να δημιουργήσει έναν Πλάτωνα και έναν Αριστοτέλη εξακολουθούσε να θεωρεί τον Όμηρο ως το πρότυπο λογοτεχνικού επιτεύγματος, σέβομαι τη γνώμη της εποχής εκείνης. Όταν οι Πλάτων και Αριστοτέλης συμφωνούν αναφορικώς με την υπέρτατη τελειότητα ενός Έλληνος συγγραφέως, δεν θα αμφισβητήσω την κρίση τους. Αν οι MiltonTennysonMatthew Arnold και Lowell είχαν κάποτε χαρακτηρίσει οτιδήποτε στην αγγλική ποίηση σαν τέλειο, δεν θα στενοχωριόμουν αν μερικοί πεζοί και ξένοι γραμματικοί αμφισβητούσαν την ετυμηγορία τους αυτήν.

    Αν ο Όμηρος υποχρεωθεί σε ποιητική χρεοκοπία, τότε όλη η Ελλάς τον ακολουθεί μαζί του στο ναυάγιο διότι ο Πλάτων με τους αρίστους που αυτή η Ελλάς παρήγαγε πριν από αυτόν, τον καλούσαν «σοφώτατον»[7], «τῷ ἀρίστῳ καὶ θειοτάτῳ τῶν ποιητῶν» [«Ίων» 530b], «τον ποιητή που είναι σοφός σε όλα», «ποιητικώτατον εἶναι καὶ πρῶτον τῶν τραγῳδοποιῶν» [«Πολιτεία» Ι΄, 607a] ενώ ο Αριστοτέλης γράφει γι’ αυτόν: «ο Όμηρος ο θεϊκός ποιητής ανώτερος σε όλα από όλους τους άλλους»[8]. Αν κάποιος κρίνει ότι μια νότα είναι ανάξια, η αναξιότητα αυτή αφορά όχι μόνον τους τραγουδιστές αλλά και τους θαυμαστές της επίσης, και ο Όμηρος θαυμάζεται σε υπερβολικό βαθμό ώστε να είναι ο μόνος τον οποίο αφορά η αναξιότητα αυτή διότι διαθέτει την απεριόριστη εγγύηση όχι μόνον των μεγίστων Ελλήνων συγγραφέων αλλά επίσης των Κικέρωνος, Ορατίου, Βιργιλίου, Σενέκα και Κοϊντιλιανού, των μεγίστων Λατίνων, καθώς ακόμη των Γκαίτε και Schiller, των μεγίστων Γερμανών. Γίνεται δύσκολα πιστευτό ότι η ηνωμένη γνώμη των πραγματικών ηγετών της παγκοσμίου λογοτεχνίας είναι τόσο απολύτως εσφαλμένη. Ούτε ένας πρώιμος Έλληνας συγγραφέας δεν εντόπισε ποτέ ούτε ένα ποιητικό λάθος στον Όμηρο. Το σύνολο της κριτικής των πρωίμων φιλοσόφων στην ποίησή του στόχευσε τον τρόπο με τον οποίο απεικονίζει τους θεούς. Ακόμη και ο Πλάτων, ο οποίος ανησυχούσε για τα ηθικά αποτελέσματα της αντιλήψεως που παρουσίαζε τους θεούς προδοτικούς, εκδικητικούς, δολίους και ανήθικους, θεωρούσε τον Όμηρο: «[τῷ] θειοτάτῳ τῶν ποιητῶν».

    Φαίνεται παράξενο, εν όψει της ομόφωνης γνώμης αυτών των πράγματι μεγάλων ποιητών και συγγραφέων όλων των εποχών, ότι τα χωριστικά επιχειρήματα του Wolf και των διαδόχων του κέρδισαν μια τόσο απόλυτη νίκη ώστε στην αρχή του παρόντος [20ού] αιώνος να μην διαθέτουν πρακτικώς αντίπαλο. Άκουσα τον καθηγητή Seymour να λέει το καλοκαίρι του 1897 σε μια διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο του Chicago, ότι δεν γνωρίζει κανέναν αξιόλογο πανεπιστημιακό ο οποίος πιστεύει στην ενότητα του Ομήρου. Το Classical Dictionary του Harper, που εκδόθηκε το 1896, αναφέρει στο λήμμα «Όμηρος»: «Μάλλον κανείς εξ όσων διαθέτουν την απαραίτητη κατάρτιση προκειμένου να εκφέρουν άποψη περί του ζητήματος δεν υποστηρίζει σήμερα την ενότητα των ποιημάτων». Στο History of Greek Literature του Wright που εκδόθηκε το 1907, διαβάζουμε στη σελίδα 31: «Με τον καιρό απωθήθηκαν οι αντιλήψεις των ενωτικών και όλοι οι πανεπιστημιακοί είναι πλέον αναλυτικοί». Λίγο νωρίτερα ο Huxley απαριθμούσε στα επιτεύγματα της επιστήμης το γεγονός ότι η ενότητα της συγγραφής της Ιλιάδος είχε επιτυχώς καταρριφθεί από την επιστημονική κριτική[9]. Ο Lachmann, με την έπαρση της αυθεντίας που διακατέχει τους περισσότερους υψηλούς κριτικούς, έγραψε: «Όποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι ο Όμηρος επήγασε από και διά μέσου μικρών τραγουδιών, θα σπαταλήσει τον χρόνο του μελετώντας είτε αυτό το οποίο γράφω είτε την ίδια την επική ποίηση, διότι δεν διαθέτει την ικανότητα να αντιληφθεί κανένα σημείο αμφοτέρων»[10]. Αν και οι κριτικοί του Ομήρου συμφωνούν ότι έδιωξαν τον μόνον ποιητή από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, δεν συμφωνούν σε τίποτε άλλο, και αν υπήρξε κάτι σαν ειρήνη εκεί που κάποτε υπήρχε διαφωνία, δεν είναι η ειρήνη που προέρχεται από την αρμονία αλλά από την πεποίθηση ότι τίποτε δεν παρέμεινε για το οποίο να αξίζει να πολεμήσει κανείς.

    Τα τελευταία έτη πέντε εκ των προμάχων της ομηρικής κριτικής, οι FickRobertMuelderBethe και Wilamowitz, εξέθεσαν αναλυτικώς τι θεωρούν οι ίδιοι σαν την αληθινή και πρωτότυπη Ιλιάδα. Ο Fick πιστεύει ότι το μέρος της Ιλιάδος που είναι πράγματι άξιον λόγου καλύπτει 1.936 στίχους, ήτοι κάτι λιγότερο από το ένα όγδοο του ποιήματος. Σε αυτήν την καλλίτερη και ευγενέστερη Ιλιάδα δεν υφίσταται η σκηνή του αποχωρισμού μεταξύ Έκτορος και Ανδρομάχης [Ζ], κανένας εκ των σπουδαίων λόγων των πρεσβευτών και του Αχιλλέως στη σκηνή του Αχιλλέως [Ι], δεν αναφέρονται οι αγώνες [Ψ] ούτε επίσης η δραματικότερη σκηνή που έχει ποτέ συντεθεί, η σκηνή μεταξύ Αχιλλέως και Πριάμου όταν αποδίδεται στον Πρίαμο το νεκρό σώμα του υιού του [Ω]. Ο Robert ανασυνέστησε την καλλίτερη Ιλιάδα του από 2.146 στίχους, εξαιρώντας την περίφημη σκηνή στα τρωικά τείχη όπου η Ελένη υποδεικνύει στους γηραιούς Τρώες τους ηγέτες των Ελλήνων [Γ] και, παραδόξως, εξαιρεί ολόκληρη την αφήγηση του θανάτου του Έκτορος, δεχόμενος μόλις τέσσερις στίχους από την υπέροχη αυτή ραψωδία [Χ]. Ο Bethe παραθέτει στη δική του πραγματική Ιλιάδα περίπου 1.300 στίχους ή πρακτικώς το ένα δωδέκατο ολοκλήρου του ποιήματος. Ο Wilamowitz απορρίπτει μεγάλα αποσπάσματα της Ιλιάδος αλλά θεωρεί τις Γ και Φ, οι οποίες έχουν εξ ολοκλήρου απορριφθεί από τους FickRobert και Beth, ως ουσιαστικώς αυθεντικές και αμετάβλητες. Ο Wilamowitz αδυνατεί να ανασυστήσει το αυθεντικό ποίημα από την υπάρχουσα Ιλιάδα, καθώς πιστεύει ότι το υπάρχον ποίημα αποτελεί στο μεγαλύτερο μέρος του έργο γκαφατζίδων και ανοήτων, ανδρών που αφήρεσαν την παλαιά και ευγενική ποίηση και την αντικατέστησαν με υποδεέστερους στίχους, δικούς τους ή άλλων. Αυτά τα καλλίτερα χωρία χάθηκαν όλα μόλις αφαιρέθηκαν, κανείς δεν τα παρέθεσε ή αναφέρθηκε ποτέ σε αυτά ενώ, την απώλεια αυτή, τη μεγαλύτερη απ’ όλες τις απώλειες, δεν την υποπτευθήκαν ποτέ μέχρι να ανακαλυφθεί από την υψηλή κριτική των ημερών μας. Ο Wilamowitz κατάφερε να προσφέρει ένα διάγραμμα μεγάλου μέρους της καλλίτερης και ευγενέστερης Ιλιάδος αλλά με σεμνότητα απέφυγε να παραθέσει λεπτομερώς το σπουδαιότερο ποίημα που θεωρεί ότι αυτό μόνον είναι αντάξιο του μεγαλυτέρου ποιητού του κόσμου. Πρέπει πάντως να παρατηρήσουμε ότι ο Όμηρος επί σειρά αιώνων θεωρείται ο μεγαλύτερος όλων των ποιητών όχι εξ αιτίας του ποιήματος που φαντάζεται ο Wilamowitz αλλά εξ αιτίας της Ιλιάδος και της Οδύσσειας στη μορφή που τις έχουμε σήμερα. Η φήμη του Ομήρου δεν εξαρτάται από κάποια υποθετική δημιουργία αλλά από την ποίηση που υφίσταται σήμερα. Εξ αιτίας αυτής της ποιήσεως ένας άνδρας της αντιλήψεως και κριτικής ικανότητος του Macaulay κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνον ο Σαίξπηρ μπορεί να αντέξει τη σύγκριση με τον Όμηρο[11].

    Ο Muelder διαφωνεί με όλους τους άλλους και ανασυνέστησε μια δική του αυθεντική Ιλιάδα. Θεωρεί τα χωρία που κοινώς θεωρούνται μεταγενέστερα σαν προγενέστερα και τα λεγόμενα προγενέστερα χωρία σαν μεταγενέστερα. Αν οι κριτικοί συμφωνούσαν σε ένα σημείο, συμφωνούσαν ότι η ιστορία του Αχιλλέως αποτελεί το αρχαιότερο μέρος του ποιήματος ενώ οι περιπέτειες των υπολοίπων Ελλήνων ηρώων αποτελούσαν έργο μεταγενεστέρων βάρδων αλλά ο Muelder υποστηρίζει ότι η ιστορία του Αχιλλέως είναι η νεωτέρα όλων, ένα είδος λογοτεχνικού γουδιού με τη χρήση του οποίου όλα τα παλαιότερα χωρία ενώθηκαν.

    Οι πέντε αυτοί άνδρες δεν συμφωνούν ούτε προς έναν στίχο και κάθε γραμμή του Ομήρου έχει απορριφθεί τουλάχιστον από δύο εξ αυτών. Δεν μπορεί να υπάρξει ομηρική επιστήμη ούτε λογοτεχνική κριτική υπό παρόμοια ηγεσία διότι ο Όμηρος παύει να είναι ένας ποιητής και το έργο του ποίηση, αφ’ ου καθίσταται κυρίως μια θεωρία του Fick, του Robert, του Muelder, του Bethe, του Wilamowitz και των υπολοίπων. Απομακρύνθηκαν από τη γνώση όπως επίσης από την ποίηση ενώ η επιστήμη τους μετατράπηκε απλώς στο παιχνίδι της τυφλόμυγας σε έναν βάλτο όπου ο παίκτης δεν έχει ιδέα τι προσπαθεί να πιάσει. Ο Όμηρος σε παρόμοια χέρια δεν θα εμπνεύσει ποτέ ξανά ποίηση. Για περισσότερο από έναν αιώνα η ομηρική επιστήμη αφοσιώθηκε στην προσπάθεια ανακαλύψεως σφαλμάτων, αντιφάσεων και παραλογισμών στα δύο ποιήματα ώστε ο Wilamowitz, ο τελευταίος και σημαντικότερος των υβριστών της Ιλιάδος, στο πρόσφατο έργο του χρησιμοποίησε πρακτικώς κάθε λέξη και φράση που περιέχει η γερμανική γλώσσα για να καταδείξει περιφρόνηση. Σημείωσα τις κατωτέρω λέξεις εκτιμήσεως στη μεγαλοφυΐα του Ομήρου από λίγες σελίδες (160-170) του έργου του Die Ilias und Homer: erbärmliche, unerträglichwie sehr sie gefallen hatDas hat der Bearbeiter nicht thun mögenherzlich albern und ganz zwecklosunbehaglichDer Dichter hat recht flüchtig gearbeitet. Και όμως ο Οράτιος είπε για αυτόν τον ίδιο ποιητή: «qui nil molitur inepte». Τι κρίμα που ο Οράτιος δεν μπορούσε να παρακολουθήσει ένα μάθημα λογοτεχνικής κριτικής από αυτόν τον μεγάλο κριτικό!
    Όταν ξεκίνησα το έργο μου σαν μαθητής του Ομήρου, βρισκόμουν σε πλήρη συμφωνία με την ηπιότερη των χωριστικών αυτών θεωριών, και αποδέχθηκα τη θεωρία των JebbLeaf και Christ, γνωστή ως Ur-Ilias ή ως θεωρία της αυθεντικής Ιλιάδος, η οποία προϋποθέτει ένα παλαιότερο ποίημα στο οποίο ένας ήρωας είχε εξέχουσα θέση, μια αυθεντική Ιλιάδα περιορισμένης εκτάσεως, που περιείχε τα κατορθώματα του Αχιλλέως έως τον θάνατο του Έκτορος. Σε αυτήν προστέθηκαν από μεταγενέστερα χέρια οι περισσότερες σκηνές στις οποίες δεν συμμετέχει ο Αχιλλεύς όπως επίσης οι σκηνές των πρεσβευτών στην Ι, οι αγώνες στην Ψ και η εξαγορά του σώματος του Έκτορος στην Ω.

    Οι ραψωδίες που συνέθεταν την ιστορία του Αχιλλέως υποτίθεται ότι διέθεταν μερικούς σαφώς καθορισμένους τύπους γλώσσης, θεολογίας και αρχαίας ιστορίας οι οποίες τις διαχώριζαν από τις υπόλοιπες ραψωδίες της Ιλιάδος ενώ αυτές οι άλλες ραψωδίες, αν και διέφεραν της Αχιλληΐδος, μοιράζονταν τις διαφορές αυτές με την Οδύσσεια. Αν υπήρχε κάποια ορθόδοξη ομηρική άποψη προ εικοσαετίας [περί το 1900 δηλαδή] ήταν ότι οι ραψωδίες της Αχιλληΐδος ήταν ξεκάθαρα παλαιότερες των υπολοίπων της Ιλιάδος και ότι οι μη-Αχιλληϊδικές ραψωδίες προσέφεραν πολλά στοιχεία στενής συνάφειας με την Οδύσσεια. Τα επιχειρήματα αυτά υποστηρίζονταν από τα περισσότερα μεγάλα ονόματα της κλασσικής επιστήμης και, εξ όσον γνωρίζω, δεν είχαν αμφισβητηθεί σοβαρώς. Ένας άνθρωπος των γραμμάτων όπως ο Andrew Lang, αν και αμφέβαλε για τα συμπεράσματα τα οποία προήλθαν από τις αποδείξεις αυτές, δεν αμφισβήτησε τις ίδιες τις αποδείξεις.

    Το επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο προκειμένου να αποδειχθεί ότι ορισμένες ραψωδίες της Ιλιάδος διαθέτουν μια ιδιαίτερη και στενή σχέση με την Οδύσσεια, είναι το λεξιλόγιο. Η ραψωδία στην οποία το κριτήριο αυτό εφαρμόστηκε με τη μεγαλύτερη βεβαιότητα ήταν η Κ, η «Δολώνεια». Είχε αποδειχθεί ότι η Κ διαθέτει πολλές λέξεις, για την ακρίβεια δεκαεπτά, που δεν απαντούν σε καμία άλλη ραψωδία της Ιλιάδος αλλά απαντούν στην Οδύσσεια. Αυτό υπήρξε το ισχυρό επιχείρημα για τη διαπίστωση ότι η Κ είναι οδυσσειακή και επαναλαμβάνεται πρακτικώς σε όλες τις δυσμενείς κριτικές της εν λόγω ραψωδίας.

    Πριν από μερικά χρόνια, σκέφθηκα ότι το επιχείρημα αυτό μπορούσε να ενδυναμωθεί από παρόμοια έρευνα σε όλες τις ραψωδίες της Ιλιάδος, ώστε η σύνδεση μεταξύ της Κ και της Οδύσσειας να καταστεί περισσότερο προφανής με την αντιπαραβολή του μικρού αριθμού των οδυσσειακών λέξεων που βρίσκονται στις υπόλοιπες ραψωδίες της Ιλιάδος. Με τον όρο οδυσσειακές λέξεις εννοούνται λέξεις που χρησιμοποιούνται στην Οδύσσεια και σε μια μόνον ραψωδία της Ιλιάδος. Έκπληκτος ανακάλυψα ότι στην Α, σε μια εκ των υποτιθεμένων παλαιοτέρων ραψωδιών, απαντούν είκοσι έξι λέξεις που υπάρχουν μόνον σε αυτήν τη ραψωδία της Ιλιάδος και στην Οδύσσεια. Στη Λ, σε μια άλλη υποτιθέμενη παλαιά ραψωδία, υπάρχουν τριάντα τρεις παρόμοιες λέξεις. Στην Π συναντούμε επίσης τριάντα τρεις οδυσσειακές λέξεις ενώ στη Χ, στην ίδια την καρδιά της Αχιλληΐδος, απαντούμε τριάντα τέσσερις. Αυτό σημαίνει ότι κάθε ραψωδία της «αυθεντικής Ιλιάδος» έχει περίπου διπλάσιες οδυσσειακές λέξεις από την Κ, εν τούτοις λόγω των οδυσσειακών της λέξεων η ραψωδία αυτή εξοβελίστηκε από την Ιλιάδα. Ανακάλυψα ότι όχι λιγότερες από δεκαεπτά ραψωδίες της Ιλιάδος διέθεταν περισσότερες οδυσσειακές λέξεις από τη «Δολώνεια» ώστε μια ακριβής εφαρμογή των επιχειρημάτων των κριτικών καθιστά αυτή τη μεταγενέστερη ραψωδία μία από τις παλαιότερες της Ιλιάδος. Ο κατάλογος των λέξεων αυτών δημοσιεύθηκε στην Classical Philology, τ. V[12], ώστε οιοσδήποτε επιθυμεί δύναται να αξιολογήσει ο ίδιος τα συμπεράσματά μου αλλά έως σήμερα κανείς κριτικός δεν προσπάθησε να αναβιώσει ή να υπερασπιστεί το επιχείρημα αυτό που αποδίδει τη «Δολώνεια» στον ποιητή της Οδύσσειας σαν διαφορετικό αυτού της Ιλιάδος. Κάθε ραψωδία της Οδύσσειας περιέχει συγκεκριμένες λέξεις που βρίσκονται μόνον στη ραψωδία αυτήν και στην Ιλιάδα, κάθε ραψωδία της Ιλιάδος περιέχει συγκεκριμένες λέξεις που βρίσκονται μόνον στη ραψωδία αυτήν και στην Οδύσσεια. Κάθε ραψωδία της Ιλιάδος έχει τη δική της ιδιόμορφη σχέση με την Οδύσσεια, κάθε ραψωδία της Οδύσσειας έχει τη δική της ιδιόμορφη σχέση με την Ιλιάδα, ώστε το επιχείρημα που αποδίδει τη «Δολώνεια» στον ποιητή της Οδύσσειας αποδίδει κάθε ραψωδίας της Ιλιάδος στον ποιητή αυτόν και με τη σειρά του κάθε ραψωδία της Οδύσσειας στον ποιητή της Ιλιάδος.

    Όταν έγραψα το άρθρο που περιείχε αυτόν τον κατάλογο, είχα τόσο φοβηθεί από την αυθεντία και τη βεβαιότητα των κριτικών, κυρίως από φράσεις όπως: «κανείς εξ όσων διαθέτουν την απαραίτητη κατάρτιση προκειμένου να εκφέρουν άποψη περί του ζητήματος δεν υποστηρίζει σήμερα την ενότητα των ποιημάτων» ώστε αναφέρθηκα στους «ποιητές της Ιλιάδος», μην τολμώντας να πιστέψω ότι το συναίσθημα που ένοιωσα ήταν αληθινό, ότι υπήρχε ένας μόνον ποιητής. Τα επιχειρήματα ήταν πάρα πολλά και πολύ ισχυρά εναντίον του.

    Ένα ακόμη πειστικότερο εύρημα ήταν αυτό που προσφέρθηκε από τη χρήση των αφηρημένων ουσιαστικών καθώς είναι προφανές ότι το επίθετο «καλός» είναι αρχαιότερο του αφηρημένου «καλοσύνη» και η «αγιότητα» προϋποθέτει τη πρωιμότερη λέξη «άγιος». Όταν μελέτησα ξανά τα επιχειρήματα που προέρχονται από τη χρήση των αφηρημένων ουσιαστικών μου φάνηκαν τόσο πειστικά που χάρηκα διότι στο άρθρο που προανέφερα δεν δήλωσα την πίστη μου στον έναν Όμηρο. Το επιχείρημα αυτό διατυπώθηκε από τον Croiset, θεωρήθηκε από ανθρώπους όπως οι Van Leeuwen και Cauer σαν αναντίρρητο, και αποτέλεσε το βασικό έρεισμα του Croiset στη διατύπωση της απόψεως ότι η ενότητα της συγγραφής ήταν αδύνατη. Στην πρώτη έκδοση της Histoire de la littérature grecque γράφει ότι στην Ιλιάδα μόνον τριάντα εννέα αφηρημένα ουσιαστικά καταλήγουν σε –ίη, –τύς, –σύνη, ενώ στην Οδύσσεια ογδόντα ένα. Η διαφορά μεταξύ των τριάντα εννέα και ογδόντα ενός δεν μπορεί να δείχνει τίποτε άλλο εκτός από την εξέλιξη πολλών γενεών η οποία καθιστά την ενότητα της συγγραφής πραγματικώς αδύνατη. Το επιχείρημα αυτό θεωρήθηκε από τους υψηλούς κριτικούς σαν τελικό και η κρίση αυτή δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητηθεί αν τα στοιχεία που προσέφερε ο Croiset[13] ήταν αληθή.

    Δεν μπορούσαμε να επικαλεστούμε κανέναν άλλον πλην του Ομήρου και, έκπληκτος, ανακάλυψα ότι ο αριθμός που αναφερόταν από τον Croiset για την Ιλιάδα ήταν ακριβώς ο μισός, καθώς η Ιλιάς δεν περιείχε τριάντα εννέα αλλά στην πραγματικότητα εβδομήντα οκτώ παρόμοια αφηρημένα ουσιαστικά. Ο Croiset απλώς δημοσίευσε τους αριθμούς του αλλά ούτε ανέφερε τα αφηρημένα ουσιαστικά ούτε παρέπεμψε στο που βρίσκονταν. Στην απάντησή μου στη στατιστική του, κάθε αφηρημένο ουσιαστικό αναφέρεται μαζί με τον στίχο της ραψωδίας στο οποίο απαντά[14]. Τα επόμενα έτη κανείς δεν αμφισβήτησε την αλήθεια της ερεύνης μου ότι η Ιλιάς περιέχει εβδομήντα οκτώ αφηρημένα ουσιαστικά ή σχεδόν διπλάσια του αριθμού του Croiset. Ο καθηγητής Bolling[15], ένας ασυνήθιστα ακριβής πανεπιστημιακός, εξέτασε τους αριθμούς μου προσπαθώντας να τους απορρίψει αλλά αντιθέτως τους επιβεβαίωσε. Προσπαθεί να αθωώσει τον Croiset υποθέτοντας «σφάλματα στην καταμέτρηση», «μια στιγμή που ξεχάστηκε», «η απλογραφία οδήγησε σε σφάλμα» και την cool υπόθεση ότι ο Croiset εννοούσε μόνον συγκεκριμένες ραψωδίες και όχι ολόκληρη την Ιλιάδα παρά το γεγονός ότι ο ίδιος επέτρεψε να αναφέρεται από όλους τους κριτικούς ότι συγκρίνει ολόκληρη την Ιλιάδα και ολόκληρη την Οδύσσεια ενώ το άρθρο μου είχε αναδημοσιευθεί σε γερμανικές και γαλλικές επιθεωρήσεις και ο Croiset δεν εξέθεσε ποτέ παρόμοιο επιχείρημα προς υπεράσπισή του. Ο καθηγητής Bolling συμφωνεί πάντως, όπως φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο απολογείται για τα σφάλματα αυτά, ότι οι αριθμοί του Croiset ήταν λανθασμένοι και ότι η Ιλιάς δεν περιέχει τριάντα εννέα αλλά εβδομήντα οκτώ αφηρημένα ουσιαστικά και πως τα δύο αυτά ποιήματα ομοιάζουν στη χρήση των αφηρημένων ουσιαστικών η οποία δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί από άλλον λόγο πλην της ενότητος της συγγραφής[16].

    Τα επιχειρήματα που βασίζονται στην εξέλιξη των αφηρημένων ουσιαστικών από το επίθετο και η απόδειξη ότι συγκεκριμένα αφηρημένα ουσιαστικά εμφανίζονται αποκλειστικώς στην Οδύσσεια ενώ τα επίθετα από τα οποία παράγονται βρίσκονται στην Ιλιάδα, φαίνονται ιδιαιτέρως πειστικά. Αμφότερα τα ποιήματα βρίσκονται στην ίδια θέση από την άποψη αυτή και υπάρχουν πολλά αφηρημένα ουσιαστικά που χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς στην Ιλιάδα τα οποία προέρχονται από επίθετα που βρίσκονται αποκλειστικώς στην Οδύσσεια. Τα ακόλουθα αφηρημένα ουσιαστικά απαντούν μόνον στην Ιλιάδα ενώ τα επίθετα από τα οποία προέρχονται απαντούν μόνον στην Οδύσσεια: «ἡλικίη», «μνημοσύνη», «ἰδρείη», «κατηφείη» και ο κατάλογος μπορεί να επεκταθεί αρκετά. Αυτό καταδεικνύει ότι είναι αδύνατον να χρονολογήσουμε μια λέξη από την πρώτη της εμφάνιση καθώς τα επίθετα εκ των οποίων προέρχονται τα αφηρημένα ουσιαστικά ήταν γνωστά στον ποιητή της Ιλιάδος. Ο Croiset στο έργο του για τον Όμηρο, σχολιάζοντας μερικές απαρχαιωμένες φράσεις, σημειώνει ότι η φράση «ἠύς τε μέγας τε»[17] απαντά στην Ιλιάδα είκοσι πέντε φορές και στην Οδύσσεια μόλις τρεις, ενώ στη πραγματικότητα συναντάται στην Ιλιάδα μόνον οκτώ φορές και στην Οδύσσεια μόλις μία. Είναι σχεδόν αξιοθρήνητο να παρατηρήσουμε ότι ο Croiset, στο μακρύ κεφάλαιο που αφιερώνει προκειμένου να καταδείξει τις γλωσσολογικές διαφορές μεταξύ Ιλιάδος και Οδύσσειας προσέφερε συγκεκριμένους αριθμούς μόνον δύο φορές, και τις δύο αυτές φορές είναι εντελώς λανθασμένοι, γιατί η φράση που λέει ότι χρησιμοποιείται στην Ιλιάδα είκοσι πέντε φορές απαντά μόλις οκτώ και τα αφηρημένα ουσιαστικά που ισχυρίζεται ότι στο ποίημα αυτό αριθμούν τα τριάντα εννέα απαντούν εβδομήντα οκτώ φορές. Αν οι δύο αυτοί αριθμοί ήταν πολύ μικροί, θα ήταν εύκολο να ισχυριστεί ότι δεν αρίθμησε συγκεκριμένες ραψωδίες ή συγκεκριμένους στίχους. Όταν όμως οι αριθμοί είναι στη μια περίπτωση τόσο μικροί και στην άλλη περισσότερο από τριπλάσιοι, δεν είναι εύκολο να προσφερθεί ικανοποιητική απάντηση.

    Σε παρόμοιες περιπτώσεις η δοκιμασία της γλώσσης αποτελεί την πραγματική δοκιμασία, κυρίως η χρήση λέξεων που μπορούν να διαφύγουν της προσοχής του μιμητού – μικρών ταπεινών λέξεων. Παρόμοια λέξη είναι το οριστικό άρθρο ὁ, ἡ, τό καθώς χρησιμοποιείται πολύ συχνά ενώ παρουσιάζεται στον Όμηρο σε όλα τα διαφορετικά στάδια από τα οποία πέρασε προκειμένου να μεταμορφωθεί από καθαρώς δεικτική [αντωνυμία] σε ένα απλό οριστικό άρθρο. Η δεικτική αποτελεί την αρχαιότερη μορφή και το άρθρο τη μεταγενέστερη εξέλιξη. Στη λατινική η δεικτική «ille» παρέμεινε δεικτική ενώ στις γλώσσες που κατάγονται από τη λατινική, όπως η γαλλική και η ιταλική, η αρθρική χρήση των «il» και «le» μετεξελίχθηκε από το παλαιότερο «ille»[18].

    Η χρήση του αορίστου άρθρου προσέφερε ένα από τα βασικά επιχειρήματα για την άποψη ότι η Οδύσσεια είναι σχετικώς μεταγενέστερη. Ο Monro στην Odyssey του II, 332, γράφει: «Το οριστικό άρθρο απαντά με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα στην Οδύσσεια». Η χρήση του οριστικού άρθρου υπήρξε θέμα επανειλημμένων ερευνών τα τελευταία έτη, τα πορίσματα των οποίων βρίσκονται σε τέτοια σχεδόν αρμονία ώστε η σχετική τους ακρίβεια δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ο Koch στο De Articulo Homerico (Λειψία 1872), δημοσίευσε ολοκληρωμένο κατάλογο με την εμφάνιση των ὁ, ἡ, τό σημειώνοντας κατά πόσον χρησιμοποιούνται ως δεικτικές αντωνυμίες, αναφορικές αντωνυμίες ή ως οριστικά άρθρα. Δεν προσφέρει ακριβείς αριθμούς αλλά αθροίζοντας τους διαφόρους καταλόγους του κατέληξα ότι αποδίδει στην Ιλιάδα 422 εμφανίσεις του οριστικού άρθρου και στην Οδύσσεια 214, ήτοι περιέχει περίπου διπλάσια παραδείγματα η Ιλιάδα από την Οδύσσεια. Η Δεσποινίς FMelian Stawell στο επίμετρο του Homer and the Iliad δημοσίευσε στατιστικά στοιχεία για τη χρήση του άρθρου τα οποία σχεδόν συμφωνούν με αυτά του Koch.

    Ο Stummer στο Ueber den Artikel bei Homer (Schweinfurt, 1886), που συντάχθηκε υπό την καθοδήγηση του von Christ, προσπάθησε να υποστηρίξει τη θεωρία του Christ για την ύπαρξη μιας αυθεντικής Ιλιάδος και ήταν πολύ αναλυτικός. Ο Stummer πιστεύει σε μια περισσότερο περιορισμένη χρήση του οριστικού άρθρου απ’ ό,τι οι δύο που προανέφερα και χαρακτηρίζει ως δεικτικές αντωνυμίες πολλά από τα παραδείγματα που αυτοί χαρακτηρίζουν σαν οριστικά άρθρα. Το οριστικό άρθρο απαντά στην Ιλιάδα 218 φορές αντί των 422 του Koch και στην Οδύσσεια 171 φορές αντί των 214 του Koch. Εν τούτοις αμφότεροι συμφωνούν σε αυτό, ότι η Ιλιάς περιέχει περισσότερα παραδείγματα από την Οδύσσεια. Ο Stummer προσπάθησε να προσαρμόσει τη στατιστική του στη θεωρία του Christ και κατέληξε στο ακόλουθο: αριθμός στίχων της αυθεντικής Ιλιάδος 8.981, παραδείγματα του οριστικού άρθρου στην αυθεντική Ιλιάδα 125 ήτοι ένα οριστικό άρθρο ανά 72 στίχους, στίχοι που προστέθηκαν στην Ιλιάδα 6.712, παραδείγματα οριστικού άρθρου στις προσθήκες της Ιλιάδος 93 ήτοι ένα ανά 72 στίχους. Επομένως, η αυθεντική Ιλιάς και οι σε αυτήν προσθήκες φανερώνουν ακριβώς το ίδιο ποσοστό στη χρήση του οριστικού άρθρου. Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί ο δύστυχος Stummer αισθάνθηκε ότι το βιβλιαράκι του ήταν μια αποτυχία και ο απογοητευμένος βιβλιοκριτικός (BursianJahresbericht XLVI, 189) έγραψε: «Τα αποτελέσματα της ερεύνης αυτής δεν είχαν τη σπουδαιότητα που κάποιος θα ανέμενε».

    Για να συνεχίσουμε με τους αριθμούς του Stummer: ολόκληρη η Ιλιάς 15.693 στίχοι, 218 παραδείγματα του οριστικού άρθρου ή ένα ανά 72 στίχους. Ολόκληρη η Οδύσσεια 12.110 στίχοι, 171 παραδείγματα του οριστικού άρθρου ή ένα ανά 71 στίχους. Σε ολόκληρη την Ιλιάδα το ὁ[, ἡ, τό]19 χρησιμοποιείται ως δεικτική αντωνυμία περίπου 3.000 φορές, ως οριστικό άρθρο 218 φορές ή σε αναλογία 14:1 ενώ στην Οδύσσεια ως δεικτική αντωνυμία 2.178 φορές, ως οριστικό άρθρο 171 φορές ή σε αναλογία 13:1. Τα τρία ποιήματα που αποδίδονται στον Ησίοδο αριθμούν 2.330 στίχους. Το οριστικό άρθρο απαντά στον Ησίοδο 62 φορές ή μια φορά ανά 38 στίχους. Η λέξη αυτή βρίσκεται στον Ησίοδο ως δεικτική αντωνυμία 404 φορές και ως πραγματικό οριστικό άρθρο 62 φορές ή σε αναλογία 7:1. Οι πέντε μεγαλύτεροι Ομηρικοί Ύμνοι αριθμούν 1.914 στίχους με 57 παραδείγματα του οριστικού άρθρου ή ενός ανά 33 στίχους και η ίδια λέξη χρησιμοποιείται ως δεικτική αντωνυμία 217 φορές και ως πραγματικό οριστικό άρθρο 57 φορές ἠ σε αναλογία 4:1. Ας ανακεφαλαιώσουμε τα σημαντικά αυτά στοιχεία σε μια σύντομη περίληψη: Η Ιλιάς έχει ένα οριστικό άρθρο ανά 72 στίχους, η Οδύσσεια ανά 71 στίχους, ο Ησίοδος ανά 38 στίχους, οι Ομηρικοί Ύμνοι ανά 33 στίχους. Η αναλογία χρήσεως της δεικτικής αντωνυμίας προς το οριστικό άρθρο: Ιλιάς 14:1, Οδύσσεια 13:1, Ησίοδος 7:1, Ομηρικοί Ύμνοι 4:1. Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Ησίοδος και οι Ομηρικοί Ύμνοι συντέθηκαν στον ίδιο ρυθμό και στην ίδια διάλεκτο της Ιλιάδος και της Οδύσσειας, επομένως η τροποποίηση στη χρήση του άρθρου πρέπει να αποτελεί ασυνείδητη αλλαγή[20].

    Δεν μπορεί να υπάρξει πειστικότερο επιχείρημα από τα στατιστικά αυτά για να αποδοθεί η Ιλιάς και η Οδύσσεια σε μία μόνη περίοδο, μια περίοδο που απέχει αρκετά από την εποχή της καταγωγής της ποιήσεως του Ησιόδου και των Ομηρικών Ύμνων. Τέτοια ήταν η γοητεία ή η καταστροφή που προξενούσε η διασπαστική κριτική ώστε οι StummerChrist και οι υπόλοιποι προσπέρασαν με ψυχραιμία τα σημαντικά αυτά στοιχεία και δεν είδαν τίποτε σε αυτά πλην του γεγονότος ότι δεν μπορούσαν να προσφέρουν χρήσιμα σε αυτούς στοιχεία. Από τους ανωτέρω αριθμούς είναι ξεκάθαρο ότι η απόσταση μεταξύ Ομήρου και Ησιόδου είναι πολλές φορές μεγαλύτερη από την απόσταση μεταξύ Ησιόδου και Ομηρικών Ύμνων ενώ η μικρή πρόοδος από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια είναι ακριβώς αυτή που μπορεί να επέλθει κατά τη διάρκεια του βίου ενός ανθρώπου.

    Όχι μόνον είναι αδύνατον να διαχωρίσουμε την Ιλιάδα από την Οδύσσεια βάσει του οριστικού άρθρου αλλά κανένα στρώμα τους δεν μπορεί να καθοριστεί με τον τρόπο αυτόν, ειδάλλως η πρώτη και η τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας, οι δύο ραψωδίες που με τη μεγαλύτερη βεβαιότητα θεωρούνται μεταγενέστερες από τους κριτικούς, θα ήταν οι αρχαιότερες καθώς σε αυτές παρουσιάζεται η πλέον περιορισμένη χρήση του οριστικού άρθρου.

    Ο Δρ. Shewan[21] παρατήρησε ότι οι σύντομοι τύποι των καταλήξεων της δοτικής πληθυντικού, δηλαδή οι –αις, –οις, –ῃς αντί των –αισι, –οισι, –ῃσι, απαντούν στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια μόνον ανά 240 στίχους ενώ στον Ησίοδο και στους Ομηρικούς Ύμνους οι σύντομοι αυτοί τύποι απαντούν ανά 36 στίχους. Ο Δρ. Shewan βρήκε επίσης, εξετάζοντας τις τυπικές ραψωδίες της Ιλιάδος ότι οι περιπτώσεις όπου ο δίφθογγος πρέπει να αναγνωσθεί στην κατάληξη της γενικής της β΄ κλίσεως, μια υποτιθέμενη μεταγενέστερη κατάληξη, απαντά ανά 60 στίχους στην Α και στην Κ ενώ στον Ησίοδο και στους Ομηρικούς Ύμνους παρόμοια γενική απαντά ανά 19 στίχους.

    Ο MonroHomeric Grammar, 344, γράφει: «Η παραμέληση της θέσεως είναι αισθητώς συχνότερη στην Οδύσσεια απ’ ό,τι στην Ιλιάδα». Με τον όρο «παραμέληση θέσεως» [neglect of position] εννοείται η μετρική ανάλυση του στίχου ενός φωνήεντος σαν βραχέως πριν από ένα άφωνο ή υγρό σύμφωνο. Ο Δρ. Shewan[22] συνέταξε έναν κατάλογο όλων αυτών των μετρικών ανωμαλιών και παρατήρησε είκοσι εννέα παραδείγματα στην Ιλιάδα και είκοσι στην Οδύσσεια – αριθμοί που είναι σχεδόν ίσοι λαμβάνοντας υπ’ όψιν το μέγεθος των δύο ποιημάτων. Ανακάλυψε επίσης ότι αυτές οι ανωμαλίες παρουσιάζονται σχεδόν πέντε φορές συχνότερα στον Ησίοδο και στους Ομηρικούς Ύμνους απ’ ό,τι στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Επεξεργάστηκα το έργο του Δρ. Shewan ξανά και ξανά, και κάθε φορά αποδεικνυόταν απολύτως αξιόπιστο.

    Αυτή η αξιοπρόσεκτη συμφωνία της Ιλιάδος με την Οδύσσεια σε αυτά τα μικρά αλλά σημαντικά γλωσσικά ζητήματα, σε αντίθεση με τις διαφορές που απαντούν στον Ησίοδο και στους Ομηρικούς Ύμνους, μπορεί να εξηγηθεί με έναν μόνον τρόπο, ότι ανήκουν στην ίδια εποχή.

    Οι Έλληνες ανέπτυξαν στη γλώσσα τους, μετά τον αποχωρισμό της από την ινδοευρωπαϊκή οικογένεια, έναν παρακείμενο σε –κα και η ελληνική λογοτεχνία που διασώθηκε παρουσιάζει καθαρά την εξέλιξη των παρακειμένων αυτών, από τη φειδωλή χρήση στο τρίτο πρόσωπο ενικού της οριστικής εγκλίσεως, στην ευρεία χρήση στις υπόλοιπες εγκλίσεις. Αν κάποιες ραψωδίες του Ομήρου παρουσιάζουν ελεύθερη χρήση του παρακειμένου αυτού ενώ κάποιες άλλες όχι, τότε διαθέτουμε μια απλή δοκιμασία για τη σχετική αρχαιότητά τους. Παρόμοια δοκιμασία δεν διέλαθε της προσοχής των κριτικών αλλά αποδείχθηκε ανώφελη διότι η Ιλιάς περιέχει δεκαεπτά παρόμοιους παρακειμένους και η Οδύσσεια δεκατρείς. Οι δεκατρείς της Οδύσσειας είναι αναλογικώς ίσοι με αυτούς της Ιλιάδος καθώς ο αριθμός των στίχων της Οδύσσειας είναι μικρότερος, ούτως ώστε η Ιλιάς έχει έναν παρακείμενο σε –κα ανά 923 στίχους ενώ η Οδύσσεια ανά 931 στίχους. Τα δύο ποιήματα ανήκουν στην ίδια περίοδο εξελίξεως του συγκεκριμένου παρακειμένου[23].

    Ο καθηγητής Jebb εξετάζοντας τις διαφορές μεταξύ Ιλιάδος και Οδύσσειας γράφει: «Η χασμωδία στη βουκολική διαίρεση είναι περίπου δύο φορές συχνότερη στην Οδύσσεια από την Ιλιάδα»[24]. Με αυτό εννοεί ότι μια λέξη καταλήγει σε φωνήεν και η επομένη λέξη ξεκινά με φωνήεν στο τέλος του τετάρτου [δακτυλικού] ποδός περίπου δύο φορές συχνότερα στην Οδύσσεια απ’ ό,τι στην Ιλιάδα. Η αλήθεια είναι ότι η Ιλιάς περιέχει εξήντα παραδείγματα της χασμωδίας αυτής, η Οδύσσεια εξήντα έξι, ήτοι αμφότερα τα ποιήματα έχουν 126 τα οποία είναι τόσο ισομερώς κατανεμημένα ώστε αν πάρουμε τρία από το ένα και τα προσθέσουμε στο άλλο θα αποκτήσουν τον ίδιο αριθμό. Η Δεσποινίς Stawell και εγώ αριθμήσαμε ανεξαρτήτως τα παραδείγματα αυτά και καταλήξαμε στο ίδιο συμπέρασμα[25]. Η συμφωνία αυτή είναι εκπληκτική ακόμη και αν δεν υπήρχε το επιχείρημα της υψηλής κριτικής ότι η διαφορά είναι τόσο μεγάλη ώστε να καθίσταται αδύνατη η ενότητα της συγγραφής. Ο Jebb συμπληρώνει επίσης ότι: «οι ραψωδίες Ψ και Ω μοιράζονται με την Οδύσσεια αυτήν την ελεύθερη χρήση της χασμωδίας». Εν τούτοις η αλήθεια είναι ότι στην Ο υπάρχουν οκτώ παραδείγματα της χασμωδίας αυτής, στην Ε επτά, στη Β έξι, η Λ έχει πέντε αλλά στην Ψ απαντούν μόνον τέσσερα και βρίσκεται στην πέμπτη θέση ενώ οι Ω και Τ ισοβαθμούν στην ενάτη θέση. Μια από τις ευκολότερες εικασίες των καταστροφικών κριτικών είναι ότι κανείς δεν πρόκειται να υπερασπιστεί συγκεκριμένες ραψωδίες της Ιλιάδος ώστε σχολιάζοντας τις ραψωδίες αυτές τα πραγματικά γεγονότα δεν θεωρούνται απαραίτητα[26].

    Ο Jebb επίσης υποστηρίζει ότι η χρήση του «οὐδέν» ως επιθέτου αποτελεί χαρακτηριστικό της Οδύσσειας[27], εν τούτοις υφίσταται μόλις ένα μοναχικό παράδειγμα στην Οδύσσεια (δ 350) και αυτό είναι εξαιρετικώς αμφίβολο. Η Ιλιάς περιέχει δύο απολύτως ξεκάθαρα παραδείγματα, Κ 216 και Χ 518, επομένως η χρήση του ως επιθέτου είναι σαφής μόνον στην Ιλιάδα, παρά τον αντίθετο ισχυρισμό ότι αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της Οδύσσειας. Το επιχείρημα αυτό ανήκει στην ίδια κατηγορία με αυτά των πρωίμων χωριζόντων οι οποίοι υποστήριζαν ότι το «προπάροιθεν» με χρονική σημασία εμφανίζεται μόνον στην Οδύσσεια, όταν στην Ιλιάδα υπάρχουν αρκετά παραδείγματα της χρονικής χρήσεώς του, Κ 476, Λ 734, Χ 197, ενώ φαίνεται να υπάρχει μόλις ένα παράδειγμα την Οδύσσεια, λ 483. Η χρήση αυτή σχολιάζεται από τον Leaf στη σημείωσή του στην Κ 476[28].

    Διατυπώθηκε η άποψη ότι βάση των ομηρικών ποιημάτων υπήρξαν τραγούδια της αιολικής διαλέκτου διότι ίχνη της διαλέκτου αυτής βρίσκονται σε όλα τα σημεία του Ομήρου. Μια αρκετά απλή δοκιμασία για την αρχαιότητα των ομηρικών ραψωδιών προσφέρεται από το κατά πόσον οι πρώιμοι αυτοί τύποι υπερέχουν και είναι πολύ γνωστό ότι ο Fick και άλλοι προσπάθησαν με τη δοκιμασία αυτή να διαχωρίσουν μια αυθεντική Ιλιάδα και μια αυθεντική Οδύσσεια. Καμία δοκιμασία δεν φαίνεται πειστικότερη από τη σχετική συχνότητα του αιολικού απαρεμφάτου σε –έμεν. Δεν απαντά στην ιωνική-αττική διάλεκτο και η ομηρική ποίηση το κληρονόμησε από παλαιότερα τραγούδια.

    Ο Witte, στο άρθρο περί της ομηρικής γλώσσης στην Pauly-Wissowa, κατέδειξε ότι ο ομηρικός στίχος έχει μια ιδιόμορφη συντηρητική επιρροή ακριβώς πριν από τη βουκολική διαίρεση και προσθέτει ότι ο Bekker παρατήρησε ότι στο σημείο αυτό του στίχου η Ιλιάς περιέχει 116 απαρέμφατα σε –έμεν ενώ η Οδύσσεια μόνον 51. Η μεγάλη αυτή διαφορά δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί από τη διαφορά στο θέμα των ποιημάτων και πρέπει να ομολογηθεί ότι ο ποιητής της Οδύσσειας προδίδει στο σημείο αυτό ότι είναι σχετικώς μεταγενέστερος, αν οι αριθμοί που δόθηκαν ανωτέρω είναι ορθοί.

    Ο Bekker είναι γνωστός ως ένας εκ των διαπρεπεστέρων ομηρικών μελετητών του προηγουμένου [19ου] αιώνος και καθώς υπήρξε ο επιμελητής μιας από τις καλλίτερες κριτικές εκδόσεις της Ιλιάδος και της Οδύσσειας, έχουμε την τύχη να εξετάζουμε τους αριθμούς που προσφέρει αναγιγνώσκοντας το ιδικό του κείμενο. Τα στατιστικά του για την Ιλιάδα είναι κατ’ ουσίαν ορθά. Διαβάζοντας την Ιλιάδα αναζητώντας τα απαρέμφατα αυτά, εντόπισα 114 αντί 116 αλλά εύκολα μπορεί να παρέλειψα δύο. Σε παρόμοια έρευνα στην Οδύσσεια όμως, δεν βρήκα 51 αλλά 70[29] επομένως, αν και οι αριθμοί του για την Ιλιάδα είναι κατ’ ουσίαν ακριβείς, αυτοί για την Οδύσσεια πρέπει να αυξηθούν περίπου σαράντα τοις εκατό. Καθώς η Ιλιάς έχει 3.583 περισσοτέρους στίχους από την Οδύσσεια, τα 70 παραδείγματα της Οδύσσειας φανερώνουν μια μικρή σχετική μείωση συγκρινόμενα με τα 116 του μεγαλυτέρου ποιήματος.

    Όταν συγκρίνουμε τη χρήση αυτή στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια με τους Ομηρικούς Ύμνους, παρατηρούμε μεγαλύτερη αντίθεση καθώς οι Ύμνοι περιέχουν το αρχαϊκό αυτό απαρέμφατο πριν από τη βουκολική διαίρεση μόλις μία φορά ανά χιλίους στίχους ενώ οι τέσσερις πρώτες ραψωδίες της Οδύσσειας μια φορά ανά εκατό στίχους.  Προφανώς ο τύπος αυτός δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα λόγιο κατάλοιπο την εποχή που συντέθηκαν οι Ομηρικοί Ύμνοι, επομένως πολλά χρόνια πρέπει να τους χωρίζουν από την εποχή που δημιούργησε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ενώ η ανωτέρω ομοιότητα μεταξύ των δύο αυτών μεγάλων ποιημάτων τα τοποθετεί στην ίδια εποχή.

    Ο επικός ποιητής συχνά τιμούσε έναν άνδρα αποκαλώντας τον όχι με το όνομά του αλλά με το όνομα του πατρός του, έτσι ο Αγαμέμνων αποκαλείται συχνά Ατρείδης, ο Αχιλλεύς Πηλείδης και ο Οδυσσεύς Λαερτιάδης. Η διατριβή του Wilhelm Meyer περί της χρήσεως των ομηρικών πατρωνυμικών[30] αμέσως χαιρετίσθηκε σαν κλασσική από τους υψηλούς κριτικούς (το 1907 δεν υπήρχαν άλλοι αξιόλογοι ομηρικοί κριτικοί πλην των υψηλών κριτικών). Το αποτέλεσμα του Meyer, όπως δίνεται περιληπτικώς από τον ίδιο, έχει ως εξής: «Τα πατρωνυμικά εμφανίζονται σπανιότερα όχι μόνον στα μεταγενέστερα χωρία της Ιλιάδος αλλά επίσης και σε ολόκληρη την Οδύσσεια. Από αυτήν την ελαττωμένη χρήση πατρωνυμικών καθίσταται σαφές ότι μεσολάβησε διάστημα πολλών ετών ανάμεσα στη σύνθεση των δύο αυτών ποιημάτων». Στο άρθρο με το οποίο απάντησα (ClassPhil. VII, 292), εξήγησα ότι η διαφορά στη χρήση των πατρωνυμικών οφείλεται στην πολύ μεγαλύτερη παρουσία ηρώων στην Ιλιάδα και στο γεγονός ότι τόσοι πολλοί χαρακτήρες στην Οδύσσεια δεν είναι ευγενείς αλλά κοινοί άνθρωποι, εξ ου και ο μεγαλύτερος αριθμός στην Ιλιάδα είναι αναμενόμενος. Ακόμη και αυτή η εξήγηση είναι απολύτως περιττή διότι η αξιοπρόσεκτη ελαττωμένη χρήση πατρωνυμικών στις υποτιθέμενες μεταγενέστερες ραψωδίες αποτελεί απλή φαντασία όπως η κατωτέρω απλή δοκιμασία θα καταδείξει.

    Ο Meyer θεωρεί ότι οι ραψωδίες Α και Χ είναι οι αρχαιότερες. Οι κάτωθι άνδρες που παρουσιάζονται στην Α έχουν πατρωνυμικά: Αχιλλεύς, Κάλχας, Αγαμέμνων, Μενέλαος και Πάτροκλος, συνολικώς πέντε. Οι κάτωθι ήρωες στη Χ έχουν πατρωνυμικά: Αχιλλεύς, Αγαμέμνων, Μενέλαος και Πρίαμος, συνολικώς τέσσερις. Από όσους αναφέρονται στη Χ μόνον ένας δεν απαντά στην Α, επομένως έξι συνολικώς άνδρες που παρουσιάζονται στις δύο αυτές ραψωδίες έχουν πατρωνυμικά. Οι δύο ραψωδίες αριθμούν συνολικώς 1.126 στίχους.

    Η ραψωδία την όποια όλοι οι κριτικοί θεωρούν ως τη νεώτερη και χειρότερη του Ομήρου είναι η τελευταία της Οδύσσειας. Σε αυτήν την τελευταία ραψωδία οι κάτωθι άνδρες αναφέρονται με τα τιμητικά πατρωνυμικά: Αχιλλεύς, Αγαμέμνων, Λαέρτης, Οδυσσεύς, Πάτροκλος, Αφείδας και Αλιθέρσης, συνολικώς επτά. Επομένως, οι 548 στίχοι της ω έχουν ένα περισσότερο πατρωνυμικό απ’ όσα υπάρχουν στους 1.126 στίχους των Α και Χ.

    Η ίδια δοκιμασία εφαρμοζομένη στην πρώτη ραψωδία της Οδύσσειας, μια ακόμη ραψωδία που οι κριτικοί θεωρούν μεταγενέστερη, βρίσκει τα κάτωθι πατρωνυμικά: Ἀτρείδης, Ἀγαμεμνονίδης, Μερμερίδης, Πεισηνορίδης, εκ των οποίων μόνον ένα απαντά στην Ιλιάδα. Η ραψωδία αυτή των 444 στίχων περιέχει μόλις ένα λιγότερο πατρωνυμικό από την Α που αποτελείται από 611 στίχους και ακριβώς τα ίδια με την Χ που αποτελείται από 515 στίχους. Επί πλέον, δύο από τα πατρωνυμικά της α απαντούν μόνον εκεί αν και καθένα των πατρωνυμικών της Χ απαντά σε πολλές ραψωδίες της Ιλιάδος[31].

    Δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να εξηγήσει τις υποτιθέμενες αλλαγές μεταξύ της Ιλιάδος και της Οδύσσειας. Το μόνον που χρειάζεται να κάνει είναι να αριθμήσει τα πατρωνυμικά. Καμία άλλη συζήτηση για αυτήν την επαινεθείσα διατριβή δεν είναι αναγκαία καθώς διαφωνεί απολύτως με στοιχεία τα οποία μπορούν εύκολα να επαληθευθούν. Πώς γίνεται κάποιος πανεπιστημιακός να γράψει παρόμοια διατριβή; Πώς γίνεται εμβριθείς καθηγητές να την κάνουν δεκτή με τους μεγαλυτέρους επαίνους; Πώς γίνεται εκδότες και πανεπιστημιακοί να την αποδέχονται σαν οριστική και αυθεντική συμβολή στην ανθρώπινη γνώση; Και όμως, σε παρόμοια στοιχεία βασίστηκε ο Huxley προκειμένου να πειστεί ότι οι κριτικοί με επιστημονικό τρόπο απέδειξαν ότι η Ιλιάς και η Οδύσσεια δεν μπορούν να ανήκουν σε έναν μόνον ποιητή.

    Δεν ερεύνησα ποτέ καμία υποτιθέμενη σοβαρή διαφορά μεταξύ της γλώσσης της Ιλιάδος και της Οδύσσειας στην οποία να κατέληξα ότι οι διαφορές αυτές πράγματι υφίσταντο. Θεωρώ ασήμαντο το γεγονός ότι η Ιλιάς αναφέρει τα κουκιά [Ν 589] αλλά όχι η Οδύσσεια ή ότι οι λέξεις για το τραύμα και τον τραυματισμό αφθονούν στην Ιλιάδα ενώ χρησιμοποιούνται ελάχιστα έως καθόλου στην Οδύσσεια. Η παρατήρηση ότι η Ιλιάς περιέχει περισσότερες αναφορές σε καταιγίδες, χιόνια και τα καιρικά φαινόμενα, μια παρατήρηση που χαιρετίσθηκε από τους κριτικούς σαν να ανακαλύφθηκε νέος πλανήτης, πολύ λίγο με εντυπωσίασε, τόσο λίγο που δεν απήντησα στο επιχείρημα όταν πρωτοδημοσιεύθηκε καθώς η απάντηση ήταν τόσο εύκολη που πίστευα ότι η συγγραφεύς θα την αντιλαμβανόταν και θα πιστωνόταν η ίδια την αναίρεσή της χωρίς έξωθεν βοήθεια. Εν τούτοις, η συγγραφεύς δεν παρατήρησε ότι ο λόγος για τις λιγότερες αναφορές στην Οδύσσεια είναι ότι η δράση του ποιήματος εκτυλίσσεται κυρίως κάτω από μια στέγη ενώ στην Ιλιάδα η σκηνή της βρίσκεται στην ύπαιθρο με στρατιώτες στο πεδίο της μάχης. Στην Οδύσσεια μεταφερόμαστε από παλάτι σε παλάτι, πρώτα στην Ιθάκη, μετά στην Πύλο, εν συνεχεία στη Σπάρτη και τελικώς επιστρέφουμε στην Ιθάκη. Η φύση υποχωρεί αφ’ ου καθόμαστε προφυλαγμένοι και ο μέσος άνθρωπος μαθαίνει περισσότερα για τα καιρικά φαινόμενα αν ζήσει μια εβδομάδα σε σκηνή παρά ολόκληρη τη ζωή του στην πόλη. Ο καιρός αποτελεί απλώς ένα περιστατικό στην πόλη αλλά κυβερνά τα πάντα στη σκηνή και στον αγρό. Η λιγότερο συχνή αναφορά στα καιρικά φαινόμενα δεν δείχνει καμία μικρότερη: «ευαισθησία στα φυσικά φαινόμενα» αλλά φανερώνει ότι ο Όμηρος γνώριζε πως καταιγίδες, σύννεφα και ουρανός σημαίνουν περισσότερα στους ανθρώπους που ζουν σε στρατόπεδα ή σε αγρούς παρά στους κατοίκους των πόλεων[32].

   Αυτές και εκατό ακόμη παρόμοιες διαφορές που υπάρχουν μεταξύ δύο ποιημάτων με διαφορετικό ή παραπλήσιο θέμα, ακόμη και αν ανήκουν στον ίδιο ποιητή, είναι ασήμαντες. Η πραγματική δοκιμασία βρίσκεται στα κρυμμένα ζητήματα: μέτρο, δίγαμμα, αόριστα ουσιαστικά, πατρωνυμικά, αιολικούς τύπους, σχηματισμό του παρακειμένου, χασμωδία, καταλήξεις και άλλες παρόμοιες ασυναίσθητες ενδείξεις για την περιοχή και την εποχή του ποιητού. Όλα τα στοιχεία αυτά, που κάποτε γίνονταν δεκτά ως επαρκείς αποδείξεις περί της υπάρξεως διαφορετικών συγγραφέων, έχουν ολοκληρωτικώς καταρριφθεί διότι, όταν δοκιμάστηκαν με τα πραγματικά γεγονότα, απεδείχθη ότι στηρίζονταν σε λανθασμένους ισχυρισμούς και εσφαλμένα στατιστικά στοιχεία. Οι Δρ. Shewan, Δεσποινίς Stawell, καθηγητής Shorey, καθηγητής Bassett όπως και άλλοι στην Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και αλλού, δοκίμασαν διαφορετικά στοιχεία των λεγομένων αποδείξεων καταλήγοντας γενικώς στο συμπέρασμα ότι οι στατιστικές και οι ισχυρισμοί ήταν απολύτως λανθασμένοι. Μέσα σε μια δεκαετία κανείς υψηλός κριτικός δεν προσπάθησε να αποκαταστήσει ούτε ένα από τα επιχειρήματα που καταρρίφθηκαν. Η μοναδική αντεπίθεση έγκειται στην ασθενή διαμαρτυρία ότι, αν και οι ισχυρισμοί στους οποίους επιτεθήκαμε ήταν εσφαλμένοι, ίσως τα λάθη αυτά πήγασαν από κάποιον άλλον λόγο. Επομένως, οι κριτικοί ελπίζουν να μετατοπίσουν την επίθεση και να δημιουργήσουν μια νέα επιστήμη η οποία δεν θα εκθέτει τα λάθη της υψηλής κριτικής αλλά θα αναλώνεται συζητώντας τη γέννηση των σφαλμάτων αυτών. Ελάχιστα ενδιαφερόμαστε για τον τρόπο με τον οποίο τα λάθη αυτά πήγασαν. Το μόνον που επιθυμούμε είναι να γίνει αποδεκτό ότι πρόκειται για σφάλματα και πως ο Όμηρος δέχθηκε άδικη επίθεση.

    Για όσο καιρό οι κριτικοί υιοθετούσαν μια αφ’ υψηλού συμπεριφορά και παρέμεναν στα σύννεφα λέγοντας: «μπορούμε να νιώσουμε στο σημείο αυτό τη μεγάλη διαφορά από το παλαιό έπος», «εδώ διακρίνουμε τον δακτύλιο από το παλαιό επικό νόμισμα» ή «όποιος αδυνατεί να αντιληφθεί το γεγονός αυτό δεν χρειάζεται να απασχολεί τον εαυτό του με την επική ποίηση διότι είναι ανίκανος να την κατανοήσει», ουδείς προσπάθησε να επιδείξει ότι δεν διέθετε πραγματική αισθητική αντίληψη αποτολμώντας να τους αμφισβητήσει. Οι κριτικοί αυτοί δεν χρειαζόντουσαν να προσκομίσουν επιχειρήματα διότι, όπως γράφει ο Κικέρων («Tusculanae Disputationes» Ι, 49): «ο οποίος, αν και δεν παρουσιάζει κανένα στοιχείο, μπορεί να μας συντρίψει μόνον με την ίδια την αυθεντία του», «qui ut rationem nullam adferret, ipsa auctoritate nos frangeret»[33]. Αλλά όταν βαρέθηκαν να πετούν στα σύννεφα και ξεκίνησαν να παρουσιάζουν στοιχεία και αριθμούς, τότε μπορέσαμε να δοκιμάσουμε τις υποθέσεις τους και να εξετάσουμε τα στοιχεία τους. Η υψηλή κριτική αυτοκτόνησε όταν κουράστηκε να αποτελεί θρησκεία και φιλοδόξησε να μετατραπεί σε επιστήμη.

    Οι ισχυρισμοί των κριτικών φαίνονται τόσο προσποιητοί ώστε κάποιος αναρωτιέται αν τελικώς μιλούν κρυπτογραφημένα, χρησιμοποιώντας κάποιον κρυφό κώδικα, ούτως ώστε όταν λένε «έξι» εννοούν «δεκατέσσερα», όταν λένε «εννέα» εννοούν «πέντε» και με το ίδιο τρόπο αντιμετωπίζουν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία και αριθμούς. Βέβαια, αφ’ ου το τί εννοούν δεν μπορεί ποτέ να ερμηνευθεί απ’ όσα λένε, όλος ο κόπος μας να τους κατανοήσουμε αποδεικνύεται μάταιος και ενδομύχως γελούν με τη σύγχυσή μας. Μόνον στη βάση κάποιου κρυπτογραφήματος μπορώ να εξηγήσω τη θεωρία του Gilbert Murray[34] ότι οι ομηρικοί Έλληνες ήταν άνδρες που ορκίζονταν σεξουαλική αγνότητα αφ’ ου, μετά τον πόλεμο, η μεγαλύτερη ενέργειά τους κατευθυνόταν προς την παραβίαση του όρκου αυτού. Επίσης, η θεωρία της καθάρσεως του Thomson[35] βασίζεται στην άποψη ότι στον Όμηρο δεν υπάρχει ίχνος ζηλοφθονίας των θεών. Δεν είναι ο Μενέλαος [δ 181-182] ο οποίος διαμαρτύρεται ότι ήταν η ζηλοφθονία των θεών που απέτρεψε αυτόν και τον Οδυσσέα από το να περάσουν μαζί τα γηρατειά τους; Δεν είναι η Πηνελόπη που θρηνεί επειδή η θεϊκή ζηλοφθονία της πήρε τον σύζυγο όταν ήταν νέα [ψ 210-212][36]; Δεν μπορώ να αναφέρω τίποτε περισσότερο για την προσπάθεια του Menrad[37] να καταδείξει ότι ο Οδυσσεύς ήταν μια ηλιακή θεότητα από τα κάτωθι[38]: ο Menrad γράφει: «Οι δώδεκα σύντροφοι οι οποίοι συνόδεψαν τον Οδυσσέα στην εξερεύνηση και στην επίσκεψη στην Κίρκη ήταν οι δώδεκα μήνες». Εν τούτοις, ο Όμηρος [κ 203-209] σαφώς αναφέρει σαράντα πέντε! Και εξακολουθεί ο Menrad: «Οι 118 μνηστήρες είναι οι 118 ημέρες των χειμερινών μηνών» αλλά ο Όμηρος [π 247 επ.] σαφώς γράφει ότι υπήρχαν 108 μνηστήρες. Πού ανακάλυψε τους αριθμούς αυτούς; Δεν διάβασε ποτέ τον Όμηρο ή χρησιμοποίησε κάποιο κρυφό κρυπτογράφημα; Μήπως η επιστήμη είναι τόσο ανάπηρη που να μην την ενδιαφέρουν τα γεγονότα ώστε οιοσδήποτε δύναται να αντικαταστήσει ό,τι επιλέξει με ό,τι επιθυμεί;

    Το πλέον θλιβερό είναι ότι για έναν περίπου αιώνα η ομηρική κριτική έζησε μακριά από τον Όμηρο. Κάθε νέα θεωρία γινόταν αποδεκτή σαν συμβολή στην ανθρώπινη γνώση χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να δοκιμαστεί από τα στοιχεία που προσφέρουν τα ίδια τα ποιήματα. Η καλλίτερη δυνατή απόδειξη ότι οι υψηλοί κριτικοί δεν προέβησαν σε ουσιαστική μελέτη του Ομήρου καταδεικνύεται από το γεγονός ότι ούτε ένας εξ αυτών δεν επεσήμανε ποτέ κανένα από τα σφάλματα τα οποία ανωτέρω υπέδειξα.

    Ο Van Leeuwen, ο μεγάλος ελληνιστής της Ολλανδίας και επί μια γενεά ένας από τους βασικούς καταστροφικούς κριτικούς του Ομήρου, καθώς αναφερόταν στο έργο της ζωής του, έγραψε αυτά τα αξιολύπητα λόγια (Mnemosyne, 1910, 341):

Αναγνωρίζω το σφάλμα στο οποίο αναμίχθηκα επί μακρόν καθώς τώρα βλέπω καλλίτερα. Το λάθος ήταν των δασκάλων μας οι οποίοι μας δίδαξαν πράγματα που πίστευαν ότι ήταν αληθινά, τα οποία με τη σειρά μας τα παρουσιάσαμε στους μαθητές μας. Τώρα διακηρύττω ανοικτά την πίστη μου. Το πλαίσιο της Ιλιάδος και της Οδύσσειας δεν μπορεί να χαλαρώσει δίχως να καταστραφεί το σύνολο. Καθένα αποτελεί ένα και μόνον ποίημα, το οποίο συνέλαβε, επεξεργάσθηκε και συνέθεσε ένας μόνον ποιητής. Η ποίηση του Ομήρου θα εξακολουθεί να ζει για όσο καιρό της επιτρέπουμε να παραμείνει ενιαία αλλά θα πεθάνει και θα χαθεί αν αναλάβουμε να τη διαμελίσουμε ή διαχωρίσουμε.

Ο Roemer, στο τελευταίο έργο του, Homerische Aufsätze, που δημοσιεύθηκε όταν ήταν εβδομήντα ετών, γράφει: «Οι περισσότεροι οι οποίοι πέρασαν τη ζωή τους με τον Όμηρο, δεν έδωσαν στον Όμηρο ποτέ μια ευκαιρία». Αυτή είναι η απλή αλήθεια. Δεν δόθηκε ποτέ μια ευκαιρία στον Όμηρο και οι περισσότεροι φοιτητές που αναλαμβάνουν εργασία πάνω στα έργα του καθοδηγούνται στο να ανακαλύψουν σφάλματα και αντιφάσεις εκεί όπου δεν υπάρχουν. Αυτά τα αποσυνθετικά επιχειρήματα, βασισμένα σε λανθασμένα στατιστικά, απετέλεσαν το κερί στα αφτιά σχεδόν όλων των μαθητών του Ομήρου. Τα αφτιά τους δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ακούσουν τη μουσική των τραγουδιών του. Έγιναν τόσο κουφοί στη φωνή του Ομήρου όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέως στη φωνή των Σειρήνων.

    Η γλωσσολογική επίθεση στον Όμηρο, η πιο σοβαρή που θα μπορούσε να σχεδιασθεί, απέτυχε απολύτως να θεμελιώσει τη θεωρία της πολλαπλής συγγραφής. Αντιθέτως, η επίθεση αυτή κατέστησε περισσότερο απίθανη την υπόθεση ότι τα δύο αυτά ποιήματα, τα οποία έχουν τόσο μεγάλο μήκος και επιδεικνύουν τέτοια ομοιότητα στη γλώσσα, δεν αποτελούν τη δημιουργία μιας μόνης εποχής και ενός μόνου ποιητού.




[1] Όλες οι αναφορές στον Γκαίτε βασίζονται στον W. J. Keller, “Goethe’s estimate of the Greek and Latin writers”, University of Wisconsin Bulletin, no. 786.
[2] [Ο Scott σημειώνει στο άρθρο του: “The reasons which have convinced me of Homeric unity”, The Classical Journal, 15 (1920), 326, ότι τα επιχειρήματα του Wolf στηρίζονταν αποκλειστικώς σε εξωτερικά στοιχεία αλλά για την ίδια την ποιότητα των δύο επών ένοιωθε τεράστιο σεβασμό (αντιθέτως των υψηλών κριτικών). Για παράδειγμα, ο Wolf έγραψε ότι η Οδύσσεια αποτελεί το τελειότερο έργο της ελληνικής μεγαλοφυΐας ενώ για την Ιλιάδα σημείωσε: «τέτοια είναι η ενότητα του χρώματος και της δυνάμεως του ποιήματος αυτού ώστε όταν το διαβάζω παρασύρομαι από τη γοητεία του και μετανιώνω που αμφιβάλω για την ενότητά του»].
[3] Die Entstehung der Odyssee, 168.
[4] Hermes 28, 448: “Es ist eigentlich schade dass er seine Gestaltungskraft in den Dienst einer Dichtart gestellt hat, deren stoffliche Voraussetzungen und deren Ausdrucksmittel er auch nicht annähernd beherrschte”.
[5] Die Ilias und Homer.
[6] Ό.π. 322 [ο Scott μεταφράζει από τη γερμανική ως: «a miserable piece of patchwork». Η Veronika Petkovich, “A miserable piece of patchwork”, The Classical World, 96 (2003), 315-316, σημειώνει ότι ο Scott αποσπά τη συγκεκριμένη φράση από το πλαίσιό τηςπαρερμηνεύοντας με τον τρόπο αυτόν τον λόγο του Wilamowitz].
[7] [Ίσως ο Scott αναφέρεται στον Ξενοφώντα, «Συμπόσιον» iv, 6].
[8] [Μάλλον αναφέρεται στην «Ποιητική» 1459a 30-31 αλλά η αγγλική μετάφραση που χρησιμοποιεί ο Scott καθώς και το γεγονός ότι το απόσπασμα βρίσκεται εκτός πλαισίου, δεν μας βοηθά να ταυτοποιήσουμε το χωρίο].
[9] Shorey, Americanaλήμμα Homer.
[10] Παρατίθεται από τον Gerlach, Philologus, XXX, 43.
[11] Trevelyan, Life and letters of Macaulay, Harpers, 1876, II, 93.
[12] [“Odyssean words found in but one book of the Iliad”, (1910), σελ. 41-49, όπου ο σχετικός κατάλογος για όλες τις ραψωδίες της ΙλιάδοςΛίγο αργότεραο Scott δημοσίευσε ως συνέχεια το “Words found in the Iliad and in but one book of the Odyssey”, Classical Philology, 6 (1911), 48-55, όπου παρουσιάζει αντίστοιχο κατάλογο με τις ραψωδίες της Οδύσσειας].
[13] Σε μεταγενέστερη έκδοση ο Croiset αύξησε τον αριθμό από τριάντα εννέα σε πενήντα οκτώ.
[14] “The relative antiquity of the Iliad and the Odyssey tested by abstract nouns”, Classical Review, 24 (1910), 8-10. [Βλεπίσης, “Homeric abstracts and thirty-two per cent”, The Classical Journal, 19 (1924), 238-239].
[15] [“Professor Bolling and Homeric abstracts” και “A final note on Croiset and Professor Bolling”, The Classical Journal, 15 (1920), 239-242 και 369-370 αντιστοίχως].
[16] [Στο “Some tests of the relative antiquity of Homeric books”, Classical Philology, 14 (1919), 144-146, ο Scott σημειώνει ότι ανακάλυψε πως ο Croiset βασίστηκε (χωρίς να το αναφέρεισε στοιχεία που παραθέτει ο Geppert. Ο Geppert όμως, παραθέτει δύο καταλόγους, στον πρώτο με τις αναφορές που υπάρχουν στο κείμενο το οποίο ο ίδιος θεωρεί αυθεντικό ενώ στον δεύτερο με αυτές που υπάρχουν σε ό,τι θεωρεί μεταγενέστερες προσθήκες. Ο Croiset είτε παρέλειψε να διαβάσει τον δεύτερο πίνακα είτε χρησιμοποίησε άλλο έργο που αναφερόταν μόνον στον πρώτο κατάλογο του Geppert. Τελικώς, ο Croiset επικοινώνησε με τον Scott για το ζήτημα· βλ. τη σχετική επιστολή, “Professor Croiset and Homeric abstracts”, The Classical Journal, 20 (1924), 118].
[17] [«Όμορφος και ψηλός στο ανάστημα», βλ., π.χ., Β 653, Ψ 664, ι 507].
[18] [Βλεπίσης, “Does Homer use the definite article?”, The Classical Journal, 5 (1910), 220-223].
[19] [Ο Scott, εκ προφανούς παραδρομής, δεν αναφέρει στο κείμενό του τα δύο τελευταία (ἡ, τό), αλλά η παραδρομή του αυτή διορθώνεται παραπέμποντας στο “Two linguistic tests…”, βλ. κατωτέρω, σελ. 158].
[20] [“Two linguistic tests of the relative antiquity of the Iliad and the Odyssey”, Classical Philology, 6 (1911), 156-159].
[21] The Lay of Dolon, 52.
[22] Ό.π. 108.
[23] “Two linguistic tests…”, ό.π., 159-162 όπου πλήρης εξέταση των παρακειμένων αυτών.
[24] Jebb, Homer, 5η έκδοση, 139.
[25] Homer and the Iliad, 317.
[26] “Some tests…”, ό.π., 140-144.
[27] Homer, 188.
[28] [“Some tests…”, ό.π., 139-140].
[29] Όλα τα παραδείγματα των απαρεμφάτων αυτών δημοσιεύθηκαν στο, “Some tests…”, ό.π., 136-139. [Βλεπίσης, “The archaic infinitives in Homer”, Classical Philology, 17 (1922), 88-89].
[30] De Homeri PatronymicisΓοτίγγη 1907.
[31] [“Patronymics as a test of the relative age of Homeric books”, Classical Philology, 7 (1912), 293-301 και “The test of the patronymics”, The Classical Journal, 16 (1921), 432-433. Ο Scott παρατηρεί στο πρώτο άρθρο ότι τα πατρονυμικά χρησιμοποιούνται για να προσδώσουν τιμή σε αυτόν στον οποίο απευθύνονται (Κ 67-69). Στην Ιλιάδα, μόνον μια φορά ομιλητής αποκαλεί τον Αγαμέμνονα με το όνομά του ενώ είναι παρόν· πάντα τον αποκαλούν Ατρείδη. Πρακτικώς όλοι οι Έλληνες ήρωες έχουν πατρονυμικά, όχι όμως οι νόθοι, οι δούλοι και οι απλοί άνθρωποι (όπως, π.χ. οι Θερσίτης και Ίρος). Οι κριτικοί επιμένουν ότι ο Τηλέμαχος εμφανίζεται χωρίς πατρονυμικό. Αυτό είναι αλήθεια αλλά ο πατέρας του ζει. Οι μόνοι ήρωες των οποίων τα τέκνα αποκαλούνται με πατρονυμικά ενώ οι ίδιοι ζουν είναι οι Νέστωρ, Λαέρτης, Πρίαμος και Αγήνωρ, αφ’ ενός μεν λόγω της δόξης των υιών τους, αφ’ ετέρου δε λόγω της πολύ προχωρημένης ηλικίας τους. Ο Οδυσσεύς είναι ακόμη πολύ νέος για να αποκαλείται ο γιός του με το όνομά του].
[32] [“Appreciation of nature in the Iliad and the Odyssey”, The Classical Journal, 12 (1916), 145-146. Ο Scott παρατηρεί ότι στη ραψωδία ε, στην πρώτη ραψωδία της Οδύσσειας το μεγαλύτερο μέρος της οποίας διαδραματίζεται στην ύπαιθρο, περιγράφεται η μεγάλη τρικυμία].
[33] [Ο Smith δεν παραθέτει το ακριβές κείμενο του Κικέρωνος].
[34] Rise of the Greek Epic, 152 [2η έκδοση, 1911. Ο Murray θεωρεί ότι οι Αχαιοί στην Ιλιάδα ορκίσθηκαν ότι θα απόσχουν από μερικά πράγματα μέχρι να καταλάβουν την Τροία ζητώντας για αντάλλαγμα τη θεϊκή βοήθεια (πρακτική την οποία εφήρμοζαν και άλλοι λαοί όπως οι Εβραίοι). Ο περισσότερο εμφανής από τους όρκους αυτούς κατά τον συγγραφέα, ήταν ότι δεν επρόκειτο να κόψουν τα μαλλιά τους (πρβλ. Ψ 144-151). Ο σημαντικότερος όμως όρκος, συνεχίζει ο Murray, ήταν ότι θα απόσχουν από κάθε ερωτική επαφή με γυναίκα, γι’ αυτό και δεν εμφανίζονται οι Αχαιοί στην Ιλιάδα να κοιμούνται με γυναίκες. Εξαίρεση αποτελούν οι Αχιλλεύς και Πάτροκλος (Ι 664-668) αλλά εκείνη τη στιγμή είχαν αποχωρήσει από τον πόλεμο λόγω της οργής του Αχιλλέως. Οι Τρώες δεν έλαβαν παρόμοιο όρκο (ούτε άφηναν να μακρύνουν τα μαλλιά τους) αφ’ ου αμύνονταν].
[35] Studies in the Odyssey, 11.
[36] [“Envy of the Gods in the Odyssey” και “The envy of the gods in Homer”, The Classical Journal, 10 (1915), 271-272 και 13 (1918), 372 αντιστοίχωςΣτο πρώτο άρθρο ο Scott παραθέτει και ένα τρίτο παράδειγμα. Όταν ο Ποσειδών, για να εκδικηθεί τους Φαίακες επειδή βοήθησαν τον Οδυσσέα να επιστρέψει στην πατρίδα του, μετέτρεψε σε βράχο το καράβι τους που επέστρεφε από την Ιθάκη, ο Αλκίνοος είπε ότι ο Ποσειδών τους φθονεί διότι βοηθούν τους ξένους να επιστρέφουν στην πατρίδα τους (ν 172-174)].
[37] Der Urmythus der Odyssee, 26, 42.
[38] [“Odysseus as a Sun-God”, Classical Philology, 12 (1917), 244-252]. 

πηγή: istorikathemata