ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΝΙΚΟΣ ΣΒΟΡΩΝΟΣ - Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΔΕΑΣ

Η μάχη του Μαντζικέρτ μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και των Σελτζούκων έλαβε χώρα στις 26 Αυγούστου του 1071, κοντά στο Μαντζικέρτ (σημερινό Μαλαζγκίρτ στην Τουρκία).
Η μάχη του Μαντζικέρτ μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και των Σελτζούκων έλαβε χώρα στις 26 Αυγούστου του 1071, κοντά στο Μαντζικέρτ (σημερινό Μαλαζγκίρτ στην Τουρκία).

Ο Νίκος Σβορώνος (1911 – 26 Απριλίου 1989) υπήρξε σημαντικός Έλληνας ιστορικός με ιδιαίτερη επιρροή στην σύγχρονη ιστοριογραφία της Ελλάδας.
Κείμενο: Νίκος Σβορώνος*
Η νέα τούτη πορεία του Ελληνισμού αρχίζει να διαγράφεται καθαρά από το τέλος του 11ου και τις αρχές του 12ου αιώνα, για να διαρκέσει, περνώντας από διάφορα στάδια, ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Είναι η περίοδος που ένας παλαιός λαός, με την προοδευτική του διαμόρφωση σε συντελεσμένο έθνος, ανανεώνεται και αποτελεί μια καινούργια ιστορική οντότητα, τον Νέο Ελληνισμό, δηλαδή το Ελληνικό έθνος.

Οι ιστορικοί παράγοντες, εσωτερικοί και εξωτερικοί, που θα προκαλέσουν το αδυνάτισμα και την πτώση της συγκεντρωτικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έχουν βαθειές τις ρίζες, εκδηλώνονται όμως με ιδιαίτερη δύναμη από το τέλος του 11ου αιώνα και προκαλούν την πρώτη βαθειά κρίση, που η Αυτοκρατορία δεν θα καταφέρει να ξεπεράσει τελικά. Η αριστοκρατία των μεγάλων γαιοκτημόνων στο τέλος του 11ου αιώνα έχει κερδίσει την οριστική της μάχη, και με τις αποκεντρωτικές της τάσεις απειλεί την ενότητα του κράτους. Οι εξωτερικοί εχθροί στα Βαλκάνια, στην Ανατολή και στη Δύση, επωφελούμενοι από την εσωτερική κρίση, επιτίθενται από παντού. Ένα μεγάλος μέρος της Μικράς Ασίας χάνεται, ύστερα από την ήττα του Μαντζικέρτ (1071), για την Αυτοκρατορία και πέφτει στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων, που ιδρύουν το μεγάλο τουρκικό κράτος στη Μικρά Ασία. Η σύγκρουση με τον δυτικό κόσμο, σύγκρουση οικονομική, ιδεολογική και πολιτική, οξύνεται και γίνεται οριστική. Η εχθρότητα που είχε προκαλέσει ήδη από τον 9ο αιώνα η ίδρυση μιας Φραγκικής Αυτοκρατορίας, που διεκδικεί τη Ρωμαϊκή οικουμενικότητα, εντείνεται τώρα με τις διαμάχες ανάμεσα στην Αγία Έδρα και στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επί Φωτίου, για να καταλήξει στο οριστικό σχίσμα επί Κηρουλαρίου (1078). Η οικονομική διείσδυση των Ιταλικών πόλεων στην Ανατολή παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Τέλος, η στρατιωτική σύγκρουση των δύο κόσμων αρχίζει με την επίθεση των Νορμανδών στην Ιταλία, που χάνεται για το Βυζάντιο ύστερα από την κατάληψη του Μπάρι (1071), και εντείνεται με τις επιθέσεις των ίδιων των Νορμανδών εναντίον των βαλκανικών κτήσεων της Αυτοκρατορίας, προοίμια των Σταυροφοριών που θα ακολουθήσουν και που θα λήξουν με τη διάλυση της Αυτοκρατορίας (1204). Στην ίδια αυτή περίοδο, ανάμεσα στα 1040 περίπου και 1200, οι διάφοροι μη ελληνικοί λαοί που έμεναν ως τώρα υποταγμένοι στην Αυτοκρατορία (Αρμένιοι και Ίβηρες στην Ανατολή, Σέρβοι και Βούλγαροι στα Βαλκάνια), αρχίζουν να αποχωρίζονται ο ένας μετά τον άλλον, ιδρύουν ανεξάρτητους πολιτικούς σχηματισμούς με πυρήνες εθνικούς και τείνουν διαρκώς να συνενωθούν και να εξελιχθούν σε πραγματικά εθνικά κράτη.
Το βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής -που, αν θέλουμε να της δώσουμε μια συμβατική χρονολογική αφετηρία, θα μπορούσαμε να διαλέξουμε το έτος 1071 (έτος των δύο μεγάλων ηττών στην Ανατολή και στη Δύση), ή, ακόμα το 1081, έτος της ανόδου στον θρόνο του Αλεξίου Κομνηνού, του ιδρυτή της πρώτης καθαρά ελληνικής δυναστείας, και που διαρκεί ως την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204)- είναι η βαθμιαία ανεξαρτητοποίηση όλων των μη εξελληνισμένων στοιχείων. Το μόνο συστατικό στοιχείο της μένει ο Ελληνισμός, που απομονωμένος και περικυκλωμένος από εχθρικούς πλέον λαούς-εθνότητες, παίρνει βαθύτερη συνείδηση του εαυτού του ως ιδιαίτερης πολιτικής και πολιτιστικής οντότητας. Η ελληνική ιδέα, που ως τα τώρα έμενε σαν μακρινή ίσως ανάμνηση στα λαϊκότερα στρώματα, προβάλλεται ολοένα και εντονότερα από τους λογίους. Η ελληνική παιδεία, που είχε αρχίσει ν’ αποκαθίσταται από πριν, παρουσιάζεται στους σημαντικότερους συγγραφείς σαν δική τους κληρονομιά για την οποία είναι υπερήφανοι. Το όνομα Έλλην αρχίζει να ξαναπαίρνει το διπλό του πολιτιστικό και εθνολογικό περιεχόμενο. Έλλην είναι όποιος μετέχει ελληνικής παιδείας και έχει ελληνική καταγωγή. Για άλλη μια φορά οι Βυζαντινοί λόγιοι χωρίζουν τον κόσμο σε Έλληνες και βαρβάρους. Η Άννα Κομνηνή, που σεμνύνεται για τις ελληνικές της σπουδές και για το ότι είχε μελετήσει τους πλατωνικούς διάλογους και τα έργα του Αριστοτέλη, και θεωρεί αμόρφωτο και βάρβαρο κάθε άμοιρο ελληνικής παιδείας, μιλώντας για τη σχολή της Κωνσταντινούπολης που ίδρυσε ο Αλέξιος Κομνηνός γράφει: «Και έστιν ιδείν και Λατίνον ενταύθα παιδοτριβούμενον και Σκύθην ελληνίζοντα και Ρωμαίον τα των Ελλήνων συγγράμματα μεταχειριζόμενον και τον αγράμματον Έλληνα ορθώς ελληνίζοντα». Για τον Νικήτα Χωνιάτη οι Ρωμαίοι υπήκοοι της Αυτοκρατορίας είναι Έλληνες. Έτσι, σταματώντας με την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους βαρβάρους, δηλώνει ότι αρνείται να συνεχίσει την ιστορία του, γιατί: «πώς αν είην εγώ το βέλτιστον χρήμα, την ιστορίαν, το κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων, βαρβαρικαίς καθ’ Ελλήνων πράξεσι χαριζόμενος;».
Άλλωστε η επαφή με την ελληνική παιδεία γίνεται τώρα ουσιαστικότερη. Οι διανοητές του Βυζαντίου προσπαθούν, πέρα από την απλή μίμηση της ελληνικής έκφρασης, να αφομοιώσουν την ελληνική σκέψη. Τέτοια ήταν η προσπάθεια του Ψελλού, του Ιταλού και των μαθητών τους, που, παρ’ όλο ότι η σκέψη τους μένει ακόμα εξαρτημένη από τη θεολογία, δείχνει συγχρόνως και την απαρχή κάποιας ανεξάρτητης φιλοσοφικής διάθεσης, η οποία αντιμετωπίζει την εξέταση των μεταφυσικών προβλημάτων επί τη βάσει του ανθρωπίνου λόγου θέτοντας προβλήματα ανάλογα με τα φιλοσοφικά προβλήματα που εμφανίζονται στη Δύση την ίδια περίπου εποχή (πλατωνισμός, αριστοτελισμός, ρεαλισμός, νομιναλισμός). Την ίδια αυτή περίοδο έχουμε επίσης την πρώτη ένδειξη κάποιας γεφύρωσης του πολιτιστικού χάσματος ανάμεσα στον επίσημο και το λαϊκό πολιτισμό. Ήδη ο Ψελλός εξετάζει τις λαϊκές παραδόσεις και προσπαθεί, άλλοτε με κάποια ορθολογιστική μέθοδο, άλλοτε με την αλληγορία, να αναχθεί σε γενικά θεολογικά ή φιλοσοφικά συμπεράσματα. Συγχρόνως, για πρώτη φορά η λαϊκή γλώσσα αρχίζει να χρησιμοποιείται σε μεγαλύτερη έκταση από τους λογίους στη λογοτεχνία. Σ’ αυτή την περίοδο ανήκουν τα στιχουργήματα του Πτωχοπρόδρομου και ίσως η παλαιότερη σύνθεση σ’ ένα ενιαίο έργο των ακριτικών τραγουδιών.
Από το τελευταίο λοιπόν τέταρτο του 11ου αιώνα ως το 1204 ο Βυζαντινός αρχίζει να συνδέεται με το ιστορικό του παρελθόν και να ξαναβρίσκει σιγά-σιγά τις λαϊκές ρίζες του πολιτισμού του. Αρχαία ελληνική κληρονομιά και χριστιανική πίστη αρχίζουν να συμβιβάζονται στη συνείδηση του και να γίνονται τα συστατικά της στοιχεία. Η ίδια η επίσημη Εκκλησία, παρ’ όλη την αντίδραση της στους νέους αυτούς προσανατολισμούς, με τις διαμάχες της με την Παποσύνη και τον οριστικό της χωρισμό από τη δυτική εκκλησία, αρχίζει να χάνει τον οικουμενικό της χαρακτήρα και να μεταβάλλεται σε ανατολική ορθόδοξη εκκλησία, που έχει για κύριο στήριγμα τον Ελληνισμό. Η νέα αυτή ιδεολογία εκφράζει το πρώτο ξύπνημα ενός εθνικού αισθήματος στον Ελληνισμό, που έχει μείνει πλέον το μόνο στήριγμα του Βυζαντίου.
Οι ιδεολογικές αυτές κατευθύνσεις θα ξεκαθαριστούν περισσότερο στους αιώνες που ακολουθούν, με την ανάπτυξη ενός ισχυρού πατριωτικού αισθήματος μέσα στους πολύπλευρους αγώνες του Ελληνισμού. Το παλαιό αυτοκρατορικό-πατριωτικό αίσθημα που γνώρισε το Βυζάντιο σε παλαιότερους αιώνες κατά τους αγώνες του εναντίον των Αβάρων, των Σλάβων ή των Αράβων, παίρνει πράγματι τώρα για πρώτη φορά εθνικό-ελληνικό περιεχόμενο με την αντίθεση ολόκληρου του Ελληνισμού εναντίον της φραγκικής κατάκτησης, αντίσταση που ο εθνικός της χαρακτήρας τονίζεται περισσότερο από το γεγονός ότι ο Ελληνισμός δεν παλεύει μόνο εναντίον ξένων προς την Αυτοκρατορία στοιχείων (των Φράγκων ή των Τούρκων κατακτητών), αλλά και εναντίον λαών όπως οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, που είχαν θεωρηθεί επί αιώνες αναπόσπαστα τμήματα της Αυτοκρατορίας. Ελληνισμός και Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά κάποιον τρόπο ταυτίζονται στη συνείδηση των Ελλήνων. Τα διάφορα ελληνικά πολιτικά συγκροτήματα που δημιουργήθηκαν έπειτα από τη διάλυση της Αυτοκρατορίας, το Βασίλειο της Νικαίας, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, αργότερα το Δεσποτάτο του Μωρέως, με τους αγώνες τους εναντίον των Φράγκων, του Τούρκων και των βαλκανικών κρατών, παίρνουν όλο και σαφέστερα τον χαρακτήρα εθνικών κρατών, τα οποία, παρ’ όλους τους εμφυλίους πολέμους που διεξάγουν μεταξύ τους, θέλουν να συνενώσουν, το καθένα για λογαριασμό του, τον Ελληνισμό.
Ο εθνικός αυτός χαρακτήρας φαίνεται ακόμη και στην εσωτερική τους δομή, η οποία χρειάζεται να ερευνηθεί ακόμη βαθύτερα· φαίνεται ιδιαίτερα από το γεγονός ότι τα κράτη αυτά επιχείρησαν να στηριχτούν για τους αγώνες τους, σε αντίθεση με την Αυτοκρατορία των Κομνηνών, στις ντόπιες εθνικές δυνάμεις. Ιδιαίτερη σημασία στην εξέλιξη τούτη είχε η προσπάθεια των βασιλέων της Νικαίας να εφαρμόσουν μια πολιτική ρυθμιστική των αντίρροπων κοινωνικών δυνάμεων, να αναπτύξουν την εγχώρια οικονομία, να την ανεξαρτητοποιηθούν από τη Δύση και να ανακουφίσουν τις μεσαίες και λαϊκές τάξεις, για να πετύχουν έτσι στο κράτος αυτό μια πραγματική εθνική συνοχή. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ακριβώς το κράτος αυτό ήταν το πρώτο που ονομάστηκε από τους συγχρόνους «ελληνίς επικράτεια», «ελληνικόν», «Ελλάς», ότι ο πληθυσμός του με επικεφαλής τον αυτοκράτορα Ιωάννη Γ’ Βατατζή έχει τη συνείδηση ότι ανήκει στο «γένος των Ελλήνων».
Ιππότε;ς της Α' Σταυροφορίας, μεσαιωνική απεικόνιση
Ιππότε;ς της Α’ Σταυροφορίας, μεσαιωνική απεικόνιση
Η πρόσκαιρη ανασύσταση της Αυτοκρατορίας με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261) δεν διέκοψε την πορεία προς την όλο και μεγαλύτερη ενάργεια της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Η προσπάθεια του Μιχαήλ Παλαιολόγου να ξαναδώσει στο κράτος του τον παλαιό του οικουμενικό χαρακτήρα, χωρίς καμία πλέον ανταπόκριση με την πραγματικότητα, αποτυγχάνει τελικά. Εσωτερικά η μεγάλη αριστοκρατία της γης έχει κατορθώσει να οικειοποιηθεί με την επέκταση του συστήματος των προνοιών-οικονομιών, που γίνονται κληρονομικές, και των διαφόρων παραχωρήσεων γης και εισοδημάτων, το μεγαλύτερο μέρος της γης και των κρατικών εσόδων. Επιπλέον, συνδυάζοντας την ανάληψη των ανώτατων διοικητικών θέσεων στις διάφορες επαρχίες με την απόκτηση, κατά κυριότητα ή κατά πρόνοιαν οικονομίαν, προνομιακών γαιών στις επαρχίες αυτές, ανεξαρτητοποιείται όλο και περισσότερο από την κεντρική εξουσία. Η αποκεντρωτική αυτή κίνηση διευκολύνεται από τις ξένες κατακτήσεις, που απομονώνουν ολόκληρα τμήματα του κράτους και επιβάλλουν ένα είδος «συλλογικής» αυτοκρατορικής διοίκησης, γεγονός το οποίο στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με πλήρη πολιτική διάσπαση και με την εκμηδένιση της κεντρικής εξουσίας.
Η εσωτερική αυτή διάλυση δεν επιτρέπει στο κράτος των Παλαιολόγων να αντιμετωπίσει τις αλλεπάλληλες επιθέσεις. Το σερβικό και το βουλγαρικό κράτος, το καθένα με τη σειρά του, δεν αρκούνται πλέον στην εξασφάλιση της ανεξαρτησίας τους, αλλά αναπτύσσουν ιμπεριαλιστική πολιτική και αμφισβητούν από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες την ίδια την Αυτοκρατορία. 0 Δουσάν, κατακτώντας ένα μεγάλο μέρος του Βυζαντίου ως τη Θεσσαλία, θα τιτλοφορηθεί αυτοκράτωρ των Σέρβων και των Ρωμαίων. Η ραγδαία πρόοδος των Τούρκων, ύστερα από τη δημιουργία του κράτους των Οθωμανών (1281-1326), το οποίο θα αναπτυχθεί γρήγορα και θα απορροφήσει τα άλλα τουρκικά κρατίδια, αφαιρεί οριστικά από το Βυζάντιο το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας, ο πληθυσμός της οποίας ή εκτουρκίζεται ή αποσύρεται, μπροστά στην τουρκική προέλαση, προς τα βορειοδυτικά παράλια ή προς τις ηπειρωτικές χώρες, που κι αυτές η μια μετά την άλλη αρχίζουν, από τα μέσα του 14ου αιώνα, να περιέρχονται στα χέρια των Οθωμανών.
Έτσι, από το τέλος του 13ου αιώνα ο Ελληνισμός βρίσκεται πολιτικά κατακερματισμένος. Ένα μέρος του βρίσκεται κάτω από την ξένη κυριαρχία: κάτω από τους Φράγκους, τους Σέρβους, τους Βουλγάρους, τους Τούρκους. Το υπόλοιπο τμήμα που βρίσκεται κάτω από την ελληνική διοίκηση κατανέμεται ανάμεσα στο κράτος της Κωνσταντινουπόλεως και στους διαφόρους τοπάρχες της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Πελοποννήσου, που, ακόμα και όταν θεωρητικά αναγνώριζαν τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως, ουσιαστικά παρέμεναν ανεξάρτητοι. Η Κωνσταντινούπολη παύει λοιπόν να είναι το μοναδικό πολιτικό κέντρο του Ελληνισμού. Νέα πολιτικά κέντρα δημιουργούνται ή αναπτύσσονται, η Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, η Άρτα, ο Μυστράς. Στους αποκεντρωμένους αυτούς πολιτικούς σχηματισμούς εμφανίζονται ορισμένες κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις, που θα έχουν αποφασιστική σημασία για την εξέλιξη του Ελληνισμού. Η τοπική πολιτική δραστηριότητα που αναπτύσσεται στα διάφορα αυτά κέντρα βρίσκεται βέβαια κατά κύριο λόγο στα χέρια της αριστοκρατίας της γης, που με τις χωριστικές της τάσεις είχε συμβάλει ως κύριος παράγοντας στη διάλυση της Αυτοκρατορίας. Η αριστοκρατία αυτή μένει, στη μεγάλη πλειονότητα της, αρνητικό στοιχείο για τη συνοχή του Ελληνισμού και την ανάπτυξη της εθνικής ιδέας. Οι αρχικοί αγώνες των δεσποτών της Ηπείρου ή των άλλων τοπαρχών της Ελλάδας εναντίον των κατακτητών εκφυλίζονται την εποχή αυτή σε διαλυτικές έριδες ανάμεσα στους διαφόρους τοπάρχες, που συχνά συμμαχούν με τους ξένους κατακτητές και, γενικά, συμβιβάζονται μαζί τους, όταν εξασφαλίσουν τα οικονομικά και κοινωνικά τους προνόμια. Στην αριστοκρατία αυτή της γης αντιτίθεται μια μέση τάξη εμπόρων και βιοτεχνών, που αποκτά την εποχή αυτή ιδιαίτερη σημασία. Πράγματι η πολιτική αποκέντρωση διευκολύνει την ανάπτυξη μιας τάξης εμπόρων και επιχειρηματιών, που, ξεφεύγοντας από την καταπιεστική κηδεμονία της κεντρικής εξουσίας, επωφελείται από την οικονομική δραστηριότητα που εμφανίζεται έντονη στα Βαλκάνια χάρη στους Ιταλούς εμπόρους. Βέβαια το μεγάλο εξωτερικό εμπόδιο βρίσκεται στα χέρια των ξένων. Οι ντόπιοι όμως συμμετέχουν κατά ένα ποσοστό στην οικονομική αυτή κίνηση, κρατώντας στα χέρια τους τις εσωτερικές αγορές και συνεργαζόμενοι ως ενδιάμεσοι με τους ξένους, με τους οποίους συγχρόνως βρίσκονται σε συνεχή ανταγωνισμό. Στην οικονομική αυτή δραστηριότητα μετέχει άλλωστε και ένα μέρος της αριστοκρατίας της γης, είτε γιατί έχει στα χέρια του την ντόπια παραγωγή, είτε γιατί συμμετέχει έμμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις των ξένων. Δημιουργείται έτσι μια ανάμικτη κοινωνική τάξη πλουσίων πολιτών, η οποία έρχεται σε αμεσότερη επαφή με τις πιο ανεπτυγμένες μορφές της οικονομίας των ιταλικών πόλεων, επηρεάζεται επίσης από τις πολιτικές τους ιδέες. Μετέχοντας ενεργά στην οικονομική ζωή, αρχίζει να έχει, για πρώτη φορά με τέτοιαν ένταση, αξιώσεις συμμετοχής στην πολιτική ζωή, και εν μέρει το πετυχαίνει διευκολυνόμενη από την απουσία μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας και από την ανάπτυξη κάποιων εμβρυωδών μορφών αυτοδιοίκησης. Αυτό το νόημα έχουν τα οικονομικά και διοικητικά προνόμια που πετυχαίνουν τα «κοινά» της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων ή οι πολίτες της Μονεμβασίας. Σε μερικά μάλιστα αστικά κέντρα, όπως η Θεσσαλονίκη, η Αδριανούπολη και άλλες πόλεις της Θράκης, η μέση αυτή τάξη με την υποστήριξη των βιοτεχνών και των λαϊκότερων κοινωνικών στοιχείων εμφανίζει τέτοια πολιτική οργάνωση, ώστε να μπορεί να αμφισβητήσει με πραγματικές εξεγέρσεις την εξουσία από την αριστοκρατία της γης σε περιόδους πολιτικών κρίσεων, όπως κατά την περίοδο των δυναστικών ερίδων ανάμεσα στον Ανδρόνικο Β’ και Ανδρόνικο Γ’, ανάμεσα στον Ιωάννη Καντακουζηνό και Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο.
Η ανάμικτη αυτή τάξη, που βρίσκεται σε οικονομικό συναγωνισμό με τους ξένους και σε αντίθεση με την προνομιούχο ντόπια αριστοκρατία της γης, γίνεται μαζί με τα λαϊκότερα κοινωνικά στρώματα το κύριο κοινωνικό βάθρο της εθνικής ιδέας και -με προοδευτικό αδυνάτισμα της αυτοκρατορίας- ενός ενιαίου εθνικού ελληνικού κράτους. Η εθνική αυτή τάση φαίνεται στην υποστήριξη του νομίμου αυτοκράτορα Ιωάννου Ε’ Παλαιολόγου εναντίον του Ιωάννου Καντακουζηνού, αντιπρόσωπου της μεγάλης αριστοκρατίας, από τους επαναστάτες της Θεσσαλονίκης και των άλλων θρακικών πόλεων φαίνεται από την αντίσταση που αυτοί προβάλλουν συγχρόνως στους Σέρβους που απειλούσαν τη Θεσσαλονίκη, από τον αποχωρισμό των πόλεων της Ηπείρου από τους Ηπειρώτες τοπάρχες και την προσχώρηση τους στη νόμιμη εξουσία της Κωνσταντινουπόλεως, και από τη λαϊκή αντίδραση στην Πελοπόννησο, που ανάγκασε τον δεσπότη Θεόδωρο να ματαιώσει το σχέδιο του της παραχώρησης της Πελοποννήσου στο τάγμα των ιπποτών της Ρόδου.
Η εθνική ελληνική ιδεολογία με τις βαθειές πλέον λαϊκές ρίζες εκφράζεται με σαφήνεια από τις αξιολογότερες πνευματικές φυσιογνωμίες της εποχής, που είναι απελευθερωμένες από τις οικουμενικές υπερεθνικές παραδόσεις της Κωνσταντινουπόλεως και ζουν σε χώρους ελληνικούς, όπου η παρουσία του ελληνικού παρελθόντος ήταν εντονότερη και η επίκληση του ευκολότερη. Η χριστιανική πίστη δεν εμποδίζει πλέον την ανασύνδεση με το ελληνικό παρελθόν. Η πολιτιστική και φυλετική τώρα συνέχεια του Ελληνισμού γίνεται κοινή συνείδηση. Παρ’ όλη την αντίδραση των ορθοδόξων εκκλησιαστικών κύκλων που συνασπίζονται γύρω από την ιδεολογία της «ησυχίας», η μελέτη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και η ουσιαστικότερη επαφή μαζί του γενικεύεται και οδηγεί ενίοτε σε τολμηρές για την εποχή πνευματικές συνθέσεις. Η ελληνική ιδέα κατακτά συνεχώς έδαφος, ακόμα και στους συντηρητικούς κύκλους, και καταλήγει να γίνει κοινό στοιχείο στη συνείδηση των αντίπαλων πολιτικών και πνευματικών ομάδων της εποχής: στους οπαδούς της ησυχίας, υπέρμαχους της ορθόδοξης παράδοσης, ή στους ανανεωτές με τις ορθολογιστικές τάσεις, στους ενωτικούς, που θεωρούν την ένωση με τη δυτική εκκλησία ως το μόνο μέσο σωτηρίας του Ελληνισμού από την τουρκική απειλή, ή στους ανθενωτικούς, που ταύτιζαν εθνική ιδέα και ορθοδοξία και θεωρούσαν τον καθολικισμό ως την πραγματική απειλή του έθνους. Οι αναφορές της γραμματείας της εποχής στην αρχαία Ελλάδα και στα αρχαία ελληνικά παραδείγματα είναι συχνές. Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου παραλληλίζονται με τα μεγάλα ονόματα της αρχαιότητας, οι Τούρκοι ονομάζονται Πέρσες. Η ορθοδοξία και ο μυστικισμός του Νικολάου Καβάσιλα δεν τον εμποδίζουν να μελετά την αρχαία φιλοσοφία και να θεωρεί τους συμπατριώτες του απόγονους των αρχαίων Ελλήνων. Το ίδιο ο Θεόδωρος Μετοχίτης όταν γράφει: «εκείνων τοίνυν γένος μεν το άρχηθεν ήσαν και πατέρες Έλληνες». Ο ίδιος ο Κων-σταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος αυτοκράτορας, ονομάζει την Κωνσταντινούπολη «καταφύγιον» των Χριστιανών, «ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων». Στο τέλος τους 14ου και στις αρχές του 15ου αιώνα η συνείδηση της ελληνικής συνέχειας είναι τόσο καθαρή, ώστε ο Ιωάννης Αργυρόπουλος να ταυτίζει το Βυζάντιο με την αρχαία Ελλάδα και να γράφει για τον Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο: «Οίαν ιδέαν απέκρυψε, οίον εξείλε κοινόν τοις Έλλησιν όφθαλμόν, ω της Ελλάδος ορθότης, ήλιε βασιλεύ», ο δε Γεώργιος Πληθών Γεμιστός, απευθυνόμενος προς τον Μανουήλ Παλαιολόγο, κηρύσσει: «Εσμέν γάρ νυν, ων ήγεϊσθε τε και βασιλεύετε, Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».
Από την ελληνική τούτη γωνιά, άλλωστε, επιχειρείται, στα πρόθυρα της οριστικής πτώσης της Αυτοκρατορίας, και η σπουδαιότερη προσπάθεια, με τους αγώνες του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, απελευθέρωσης και συγκέντρωσης του Ελληνισμού σε ένα ενιαίο εθνικό κράτος, του οποίου ο Γεμιστός διατυπώνει την πρώτη θεωρία. Αν αφαιρέσουμε τα ουτοπιστικά στοιχεία που έχουν την πηγή τους στην πλατωνική σκέψη και που ανάλογα συναντάμε και σε άλλους αρχαιολάτρες αντιπροσώπους της Αναγέννησης, τα κύρια συστατικά στοιχεία του κράτους που προτείνει ο Γεμιστός είναι οι γενικές αρχές στις οποίες στηρίχτηκαν τα καινούργια εθνικά κράτη που άρχισαν να σχηματίζονται ύστερα από τη διάλυση του μεσαιωνικού φεουδαλικού συστήματος και των αυτοκρατοριών: εθνικός στρατός, εθνική ανεξάρτητη οικονομία, με εθνικό γερό νόμισμα, λελογισμένη φορολογία βασισμένη στο εισόδημα, ισχυρή κεντρική εξουσία με επικεφαλής έναν μονάρχη, με ακέραιους και ειδικευμένους συμβούλους διαλεγμένους από τη μεσαία τάξη των πολιτών. Η εθνική πολιτική ιδεολογία του Γεμιστού προσδιορίζεται, ακόμη, με προφητική σαφήνεια, όταν ο Γεμιστός προσπαθεί να καθορίσει τις γεωγραφικές και εθνολογικές βάσεις ενός τέτοιου κράτους, που είναι οι καθαρά, κατά τη γνώμη του, ελληνικές χώρες.
Ολόκληρη η πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή του Βυζαντίου στην τελευταία περίοδο της ιστορίας του φανερώνει την ανασύνδεση των συγχρόνων με την ελληνική παράδοση. Ο ελληνικός χαρακτήρας εμφανίζεται καθαρότερα στην τέχνη, που αποκαθαίρεται όλο και περισσότερο από τα ανατολικά της στοιχεία ή την ιερατική ακαμψία των προηγουμένων εποχών, και, πλουτιζόμενη με ζωντανά λαϊκά στοιχεία, δημιουργεί μορφές ελεύθερες που θυμίζουν ελληνικά και ελληνιστικά πρότυπα.
Παράλληλα η λαϊκή γλώσσα αρχίζει να υψώνεται σε λογοτεχνική γλώσσα, να χρησιμοποιείται σε ευρύτερη κλίμακα από τους λογίους, με αξιόλογα επιτεύγματα, όπως τα διάφορα έμμετρα μυθιστορήματα και άλλα στιχουργήματα, που δεν απευθύνονται μόνο στα λαϊκά στρώματα αλλά και στους αυλικούς κύκλους. Και εδώ παρατηρείται, όπως και στην αρχαΐζουσα γραμματεία, η ίδια ανάμιξη των λαϊκών στοιχείων με τις αναμνήσεις από την αρχαία Ελλάδα. Μερικά μάλιστα από τα έργα αυτά έχουν αρχαία ελληνικά θέματα (Αχιλληΐς, παράφραση Ιλιάδας κτλ.).
Η ανασύνδεση με την αρχαία Ελλάδα, η προβολή των λαϊκών στοιχείων στην τέχνη και η ανύψωση της ομιλούμενης λαϊκής γλώσσας σε λογοτεχνικό όργανο, οι πρώτες δειλές και αδέξιες απόπειρες επιστημονικής σκέψης, γενικά χαρακτηριστικά ενός αναγεννητικού πνεύματος και συγχρόνως θετικά σημεία της γέννησης της εθνικής συνείδησης συνοδεύονται, όπως είναι φυσικό, με την προοδευτική απομάκρυνση των Βυζαντινών από την ιδέα της αυτοκρατορικής ρωμαϊκότητας. Ο άγνωστος στιχοπλόκος του Χρονικού του Μορέως ξέρει ότι οι σύγχρονοι του Βυζαντινοί « Έλληνες είχαν το όνομα» και ότι «από τη Ρώμη επήρασι τ’ όνομα των Ρωμαίων». Μερικοί από τους συγχρόνους θα πάψουν να δίνουν το όνομα Ρωμαίος στους Βυζαντινούς και θα το χρησιμοποιούν κυρίως για τους δυτικούς, τους πιστούς της ρωμαϊκής καθολικής εκκλησίας. Ο Κυδώνης χρησιμοποιεί για τους Έλληνες τον όρο Γραικός, που χρησιμοποιείται, όπως ο όρος Graecia, κατά γενικό κανόνα από τους δυτικούς, και σπανιότερα τον όρο Ρωμαίος, που τον χρησιμοποιεί συχνότερα για τους δυτικούς. Πιο καθαρά γίνεται η διάκριση στα πρακτικά της Συνόδου της Φλωρεντίας. Ακόμη και όσοι δεν μπορούν εύκολα να εγκαταλείψουν την έννοια της ρωμαϊκότητας, αισθάνονται την ανάγκη να καταλήξουν σε έναν συμβιβασμό. Γι’ αυτούς οι Βυζαντινοί είναι απόγονοι των Ρωμαίων και των Ελλήνων, ανάμιξη των δύο επισήμων γενών της αρχαιότητας, απ’ όπου προέρχεται το γένος των «Ρωμαιο-ελλήνων». Ως απάντηση στη θεωρία τούτη έρχεται το ιστορικό διάγραμμα στον πρόλογο της ιστορίας του Χαλκοκονδύλη, μαθητή του Γεμιστού, όπου πρώτος ίσως αυτός εκφράζει με τέτοιαν ενάργεια την ιδέα της αδιάκοπης συνέχειας του Ελληνισμού από τους μυθικούς χρόνους ως την εποχή του και τονίζει τη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στον Ελληνισμό και στη Ρώμη, και το ιστορικό και πολιτικό συνάμα λάθος του λαού αυτού και των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, που, περιφρονώντας την ελληνική τους υπόσταση, προτίμησαν τον τίτλο των Ρωμαίων, όταν, παρά τη ρωμαϊκή ανάμιξη, ο λαός αυτός στη μεγάλη του πλειονότητα διατήρησε τα πάτρια ελληνικά ήθη και την ελληνική γλώσσα: «Έλληνας τε το από τούδε Ρωμαίοις αυτού επιμιγνύντας, γλώτταν μέν και ήθη δια τω πολλώ πλέονας Ρωμαίων Έλληνας αυτού επικρατεϊν, δια τέλους φυλάξαι ,τούνομα μέν τοι μηκέτι κατά το πάτριον καλουμένους αλλάξασθαι και τους γε βασιλείς Βυζαντίου επί το σφας αυτούς Ρωμαίων βασιλείς τε και αυτοκράτορας σεμνύνεσθαι αποκαλείν, Ελλήνων δε βασιλείς ουκέτι ουδαμή αξιούν». Και λίγο παρακάτω: «ταύτα μεν ες τοσούτον μοι αποχρώντως έχοντα επιδεδείχθω περί τε της των Ελλήνων βασιλείας και της ες Ρωμαίους εχούσης αυτών διαφοράς, ως δη ουκ ορθώς τάγε ες βασιλείαν και ες τούνομα αύτω προσηγορεύετο τούτοις».
*Πηγή: Το απόσπασμα από το βιβλίο Νίκος Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος – Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού. Εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004.
πηγή: eranistis.net