Εισαγωγικά
[Οι Finsler και Wilamowitz υποστήριξαν ότι τουλάχιστον δύο ποιητές συνέθεσαν την Οδύσσεια διότι το έπος διαδραματίζεται χρονικά σε διαφορετικές εποχές του χρόνου. Οι σχετικοί υπολογισμοί τους όμως, αφορούσαν έναν σύγχρονο ταξιδιώτη στη Γερμανία και όχι στην ομηρική Ελλάδα. Στο τέλος του 19ου αιώνος οι κριτικοί πίστευαν ότι η Τροία βρισκόταν σε κάποια προεξοχή του όρους Ίδη και όχι στην πεδιάδα κοντά στα Δαρδανέλια όπως περιγράφει ο Όμηρος. Ο Σλήμαν, αψηφώντας τις απόψεις αυτές, με οδηγό το κείμενο του Ομήρου, ανακάλυψε την Τροία. Ο Leaf, ο πλέον σφοδρός Βρετανός κριτικός, όταν επισκέφθηκε την Τροία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κανένα σφάλμα ή αντίφαση δεν υπάρχει στην περιγραφή της περιοχής από τον Όμηρο. Οι Μυκήνες ήδη την κλασσική εποχή αποτελούσαν ένα ασήμαντο χωριό και κανείς δεν πίστευε ότι αποτελούσαν κάποτε την έδρα μιας αυτοκρατορίας. Ο Σλήμαν όμως, ανακάλυψε τέτοιο πλούτο στις ανασκαφές ώστε δικαιώθηκε ο ομηρικός χαρακτηρισμός «πολύχρυσες». Οι κριτικοί απέρριπταν χωρία επειδή περιέγραφαν αντικείμενα που θεωρούσαν ότι δεν υπήρχαν την ομηρική ή μυκηναϊκή εποχή, τα οποία όμως ανακαλύφθηκαν στις ανασκαφές. Ασχολείται επίσης με διάφορες εικασίες των αναλυτικών επισημαίνοντας ότι μόνη η σιωπή του Ομήρου δεν σημαίνει ότι δεν γνώριζε αυτό το οποίο δεν περιγράφει (π.χ. η ακρίδα απαντά μόνον στην Ιλιάδα και ο φοίνικας μόνον στην Οδύσσεια) ώστε κάποιες ραψωδίες ή το ένα από τα δύο έπη να μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει σε διαφορετικό ή διαφορετικούς ποιητές. Εν συνεχεία εξηγεί γιατί στην Ιλιάδα συναντούμε περισσότερες παρομοιώσεις απ’ ό,τι στην Οδύσσεια (αντιπαραβάλλοντας τα έπη με τον Βιργίλιο) και γιατί απαντούν αοιδοί στην Οδύσσεια και όχι στην Ιλιάδα, δύο επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν οι αναλυτικοί προσπαθώντας να αποδείξουν τη διαφορετική πατρότητα των επών. Επίσης, σχολιάζοντας τη δομή των παρομοιώσεων, επισημαίνει τα κοινά σημεία της τεχνικής τους και στα δύο έπη].
__________________
Οι υποτιθέμενες διαφορές στη γλώσσα προσέφεραν το βασικό επιχείρημα στους συγχρόνους χωρίζοντες αλλά το επιχείρημα αυτό υποστηρίχθηκε με κάθε τρόπο από υποθετικές διαφορές ή αντιφάσεις στη γεωγραφία, τοπογραφία, χρονολογία, έθιμα, θρησκεία, διακυβέρνηση και γενικότερα από τις μεγαλύτερες αποκλίσεις κάθε είδους. Ο κατάλογος είναι αξιοθαύμαστος και πράγματι συντριπτικός. Οι διαφορές αυτές υποτίθεται ότι αποδείκνυαν όχι μόνον ότι η Ιλιάς και η Οδύσσεια δεν αποτελούσαν έργο του ιδίου ποιητού αλλά επίσης ότι κάθε ποίημα είχε δημιουργηθεί από μια μάζα ξεχωριστών και αντιφατικών τραγουδιών.
Ασημένιο ρυτό το οποίο ανακαλύφθηκε στην ακρόπολη των Μυκηνών στον 4ο τάφο του ταφικού περιβόλου Α και χρονολογείται περί τον 15ο αιώνα π.Χ. Απεικονίζει (μάλλον Αχαιούς) στρατιώτες οι οποίοι προσπαθούν να αποβιβαστούν στην ακτή, μπροστά από τα εχθρικά τείχη. Οι αντίπαλοι αμύνονται με σφενδόνες, βέλη ενώ μερικοί βαστούν ασπίδες.
Αριστερά το ρυτό σε σχέδιο που φαίνεται το θέμα το οποίο απεικονίζει (Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).
Το πρόσφατο βιβλίο του καθηγητού Rothe προς υπεράσπιση της ενότητος της Οδύσσειας, Die
Odyssee als Dichtung [1914], υποτίθεται ότι συνετρίβη από τα αναντίρρητα επιχειρήματα που παρουσιάσθηκαν από τους Finsler και Wilamowitz, ότι το πλαίσιο των τεσσάρων πρώτων ραψωδιών της Οδύσσειας απαιτεί τη ζέστη του θέρους ενώ η ιστορία του Οδυσσέως, από την άφιξή του στη γη των Φαιάκων έως την επανένωσή του με την Πηνελόπη, απαιτεί την ψυχρή και ξηρή θερμοκρασία του τέλους του φθινοπώρου και της αρχής του χειμώνος. Ολόκληρη η ιστορία της Οδύσσειας καλύπτει μόλις περί τις σαράντα ημέρες. Αν μέρος της φανερώνει σαν σκηνή τη ζέστη του θέρους και το υπόλοιπο το ψύχος της αρχής του χειμώνος είναι προφανώς αδύνατο να περιλαμβάνονται αμφότερες οι εποχές σε διάστημα σαράντα ημερών. Οι ποιητές της Οδύσσειας προδόθηκαν με αυτές τις απρόσεκτες αναφορές και το ποίημα στην παρούσα του μορφή πρέπει να αποτελεί αμάλγαμα τουλάχιστον δύο ποιημάτων, ενός που διαδραματίζεται το καλοκαίρι και ενός που διαδραματίζεται τον χειμώνα.
Είναι προδήλως δύσκολο να προσδοθούν σε παρόμοιο ποιητικό έργο σαφείς μήνες ή εποχές, εν τούτοις η Οδύσσεια διαδραματίζεται κάποια εποχή του έτους. Για το γεγονός αυτό υπάρχουν διάφορες αόριστες αναφορές και μια η οποία υποτίθεται ότι είναι ορισμένη.
Η ορισμένη αναφορά είναι η εξής: όταν ο Οδυσσεύς (ε 272) αναχώρησε από τη νήσο της Καλυψούς και κατευθύνθηκε προς τη γη των Φαιάκων, οδηγήθηκε στη διαδρομή του από τις Πλειάδες, τον «ὀψὲ δύοντα Βοώτην» και την Άρκτο[1]. Η Άρκτος είναι ορατή κάθε βράδυ του έτους, επομένως η παρουσία της δεν προσφέρει καμία ένδειξη για την εποχή. Οι Πλειάδες και ο Βοώτης όμως, μεταβάλλονται ώστε το γεγονός ότι είναι και οι δύο ορατοί προσφέρει κάποια ένδειξη για την εποχή του έτους. Οι Γερμανοί πανεπιστημιακοί που προαναφέρθηκαν υποστήριξαν ότι η αναφορά αυτή ταιριάζει μόνον στο χειμώνα διότι, ισχυρίζονται, μόνον στο τέλος του φθινοπώρου οι Πλειάδες και ο Βοώτης παρουσιάζονται ταυτοχρόνως.
Ο καθηγητής Fox, διευθυντής του Αστρονομικού Παρατηρητηρίου Dearborn, είχε την ευγένεια να υπολογίσει για εμένα τις ακριβείς θέσεις των άστρων αυτών από το 900 έως το 700 π.Χ. Οι υπολογισμοί του αντιστοιχούν στο γεωγραφικό πλάτος του 39ου Βορείου Παραλλήλου [39ο Ν.] Αυτό είναι το πλάτος της Σμύρνης, της υποτιθέμενης πατρίδος του Ομήρου, και το κατά προσέγγιση πλάτος της Κέρκυρας, της εικαζομένης νήσου των Φαιάκων. Καθώς ο Οδυσσεύς έπλεε διατηρώντας τα άστρα αυτά αριστερά του, δηλαδή με ανατολική κατεύθυνση, μπορούμε να υποθέσουμε ότι στο πλάτος αυτό πρέπει να βρισκόταν η πατρίδα της Καλυψούς, όπως επίσης αυτή των Ομήρου, Αλκινόου και Οδυσσέως.
Το συμπέρασμα του καθηγητού Fox είναι το εξής:
Έχοντας υπολογίσει τη μετάπτωση των ισημεριών, το 800 π.Χ. οι Πλειάδες ήταν ορατές στον 39ο N. από το σούρουπο έως την αυγή, δηλαδή όλη τη νύκτα, από την 1η Σεπτεμβρίου έως τη 2α Νοεμβρίου. Επίσης ο Αρκτούρος, το λαμπρότερο άστρο στον σχηματισμό του Βοώτη, δύει κατά τη διάρκεια της ημέρας πλην της περιόδου μεταξύ 15ης Ιουνίου και 21ης Οκτωβρίου. Εάν ένας ναύτης είδε κατά τη διάρκεια της ίδιας νύκτας τις Πλειάδες και τη δύση του Βοώτη, η ενωρίτερη ημερομηνία είναι η 1ηΣεπτεμβρίου και η αργότερη η 21η Οκτωβρίου. Η εναλλαγή των εποχών στα άστρα αυτά από το 800 π.Χ., λόγω της μεταπτώσεως των ισημεριών, είναι περίπου τριάντα μια ημέρες, επομένως οι συνθήκες αυτές απαντούν σήμερα περίπου έναν μήνα αργότερα στον 39ο N. με αντίστοιχη επιμήκυνση της περιόδου όσο ο παρατηρητής κινείται βορείως.
Αν ήταν η δύση του Βοώτη η οποία προκάλεσε την προσοχή του ήρωος και αν δεν μπορούσε να παρατηρήσει τη δύση αυτή αργότερα από την 21η Οκτωβρίου, είναι αδύνατον να τοποθετήσουμε το ταξίδι αυτό σε μια μεταγενέστερη εποχή του έτους και η υπόθεση ότι τα άστρα αυτά παρατηρούνται στο τέλος του φθινοπώρου είναι επομένως απολύτως λανθασμένη. Πώς όμως προέκυψε το εν λόγω σφάλμα; Και σε αυτό το σημείο ο αστρονόμος φίλος μου προσφέρει την απάντηση. Εξ αιτίας της μεταπτώσεως των ισημεριών, οι σχηματισμοί καθυστερούν περί τη μια ημέρα ανά αιώνα. Επίσης, όσο βορειότερα κινούμαστε τόσο αργότερα αυτοί οι βόρειοι σχηματισμοί εξαφανίζονται από την όραση ώστε στο Βερολίνο η δύση του Βοώτη μπορεί σήμερα να γίνει ορατή τόσο αργά έως την 25η Νοεμβρίου ενώ η ανατολή των Πλειάδων πραγματοποιείται αντιστοίχως αργότερα. Οι Finsler και Wilamowitz υποθέτουν ότι ο Οδυσσεύς ήταν ένας σύγχρονος ναύτης στο γεωγραφικό πλάτος του Βερολίνου! Το επιχείρημα λοιπόν, ότι οι κινήσεις του Οδυσσέως ανήκουν στο τέλος του φθινοπώρου, είναι απολύτως εσφαλμένο.
Ούτε η άλλη θεωρία είναι ορθή, ότι δηλαδή το ταξίδι του Τηλεμάχου απαιτεί τη ζέστη του θέρους. Το ταξίδι που πραγματοποίησε ο Τηλέμαχος ήταν από την Ιθάκη στην Πύλο και από εκεί στη Σπάρτη. Η Ιθάκη βρίσκεται νοτίως του 39ο N., περίπου 150 μίλια νοτίως της Νεαπόλεως, και το κλίμα διαφέρει ελάχιστα από αυτό της γειτονικής Κέρκυρας. Ο Baedeker στο βιβλίο του, Greece, σελ. 252, γράφει για το κλίμα της Κέρκυρας: «Η θερμοκρασία είναι ήπια τον Οκτώβριο και το πρώτο ήμισυ του Νοεμβρίου, αλλά οι Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος και (συχνά ο) Σεπτέμβριος είναι πολύ ζεστοί». Η τελευταία εβδομάδα του Σεπτεμβρίου, στην οποία τοποθετώ το ταξίδι αυτό, πρέπει να είναι ακριβώς η εποχή όπου η ζέστη του θέρους ξεκινά να αντικαθίσταται από τη δροσιά του φθινοπώρου. Υπάρχει μια μόλις αναφορά σχετικώς με τη θερμοκρασία στην πρώτη ραψωδία της Οδύσσειας (443), όπου λέγεται ότι ο νεαρός άνδρας κοιμήθηκε καλυπτόμενος με μάλλινο σκέπασμα. Το γεγονός ότι καλύφθηκε με αυτό φανερώνει ότι δεν πρόκειται για τη ζέστη του θέρους αλλά για τη δροσιά της αρχής του φθινοπώρου[2]. Από την Ιθάκη πήγε στην Πύλο, η οποία υποτίθεται ότι βρίσκεται στο σημείο (ή κοντά σε αυτό) του σημερινού Ναβαρίνου[3], το κλίμα του οποίου περιγράφεται από τον κ.Grundy στο πολύ γνωστό βιβλίο του, The Great Persian War, VIII: «Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων εβδομάδων που έμεινα στο Ναβαρίνο, το θερμόμετρο δεν έπεσε ποτέ κάτω από τους 93ο Fahrenheit, είτε ημέρα είτε νύκτα, και έφθανε έως τους 110ο ή 112ο στο απόλυτο σκότος μιας κλειστής οικίας το μεσημέρι»[4]. Το απόγευμα, όταν ο Τηλέμαχος αποφάσισε να επιστρέψει στο πλοίο του προκειμένου να περάσει τη νύκτα, ο Νέστωρ αγανάκτησε και διαμαρτυρήθηκε ότι διαθέτει επαρκή σκεπάσματα προκειμένου, όχι μόνον η οικογένειά του αλλά και οι φιλοξενούμενοί του, να κοιμηθούν ζεστά και άνετα [γ 351]. Αν ο καιρός το θέρος ήταν όπως τον περιγράφει ο κ. Grundy, τότε οι λέξεις αυτές για την αφθονία σκεπασμάτων αποτελούσαν κρύο χιούμορ, ιδιότητα άγνωστη στον χαρακτήρα του Νέστορος. Όταν ο Τηλέμαχος και ο σύντροφός του ξεκίνησαν το ταξίδι τους για τη Σπάρτη, μαστίγωσαν τα άλογά τους τα οποία ήταν τόσο ανυπόμονα να φθάσουν ώστε δεν ξεκουράστηκαν ούτε μια στιγμή κατά τη διάρκεια της ημέρας αλλά ταξίδευαν ασταμάτητα [γ 483-486]. Κατά τη διάρκεια των μακρών, θερμών ημερών του θέρους, δεν θα μπορούσαν να ταξιδεύουν όλη την ημέρα αλλά έπρεπε να αναπαύονται στη ζέστη του μεσημεριού και να περιορίζουν τη μετακίνησή τους τις δροσερές ώρες, αν υπήρχαν δροσερές ώρες, του πρωινού και του απογεύματος. Οι εν λόγω στίχοι (γ 484 επ.) φανερώνουν ότι η θεωρία των κριτικών αυτών δεν στηρίζεται στην Οδύσσεια αλλά αποτελεί ανεξάρτητο συμπέρασμα το οποίο αγνοεί όχι μόνον τα δύσκολα στοιχεία της αστρονομίας αλλά και τις ευκόλως εξακριβώσιμες αναφορές του ποιήματος[5].
Στο δεύτερο ήμισυ του προηγουμένου [19ου] αιώνος, ο σκεπτικισμός ήλεγχε πλήρως όλες τις εκφάνσεις του Ομήρου ώστε δεν είχε μόνον μηδενιστεί ο ποιητής αλλά και η Τροία του είχε υποβιβαστεί στη σφαίρα του αδυνάτου. Ο Όμηρος περιγράφει την πόλη αυτή να στέκει κοντά στη θάλασσα, σε έναν χαμηλό λόφο, κοντά σε δύο ποταμούς. Από αυτήν την πόλη φαινόταν από τη μια πλευρά το όρος Ίδη και από την άλλη η νήσος της Σαμοθράκης. Λιγότερο πριν από πενήντα έτη, θεωρείτο βέβαιο ότι καμία πόλη δεν υπήρξε κοντά στην ακτή, ότι ήταν αδύνατο για κάποιο μεγαλοπρεπή πολιτισμό να υπήρξε μια τόσο πρώιμη εποχή στην Τρωάδα ενώ το κυρίως μέρος της Ιλιάδος αποτελούσε παράδοση κάποιου οχυρού σε μια προεξοχή του όρους Ίδη, μακριά από τα Δαρδανέλια, η οποία μεγαλοποιήθηκε στο ποίημα. Επομένως, αγνοώντας πρακτικώς την Ιλιάδα, πιστευόταν ότι ο στίχος «Ἴλιος ἱρὴ ἐν πεδίῳ πεπόλιστο»[6] [Υ 216-217] αποτελούσε απλώς τη συγκεχυμένη εικόνα ενός μη επιβλητικού οχυρού κρυμμένου ανάμεσα στους λόφους. Η πιστή αυτή ήταν τόσο διαδεδομένη ώστε σε όλους τους κλασσικούς άτλαντες, πλην των πολύ προσφάτων, η Τροία αναφέρεται στους χάρτες σαν να βρίσκεται σε αυτό το μη ομηρικό σημείο, στον σύγχρονο λόφο του Bunarbaschi[7].
Την περίοδο της ακμής του ομηρικού αγνωστικισμού ένας Γερμανός έμπορος, ο Ερρίκος Σλήμαν, ο οποίος είχε ήδη συγκεντρώσει μια περιουσία όταν έφθασε στην αρχή της μέσης ηλικίας, ξεκίνησε να μελετά την ελληνική προκειμένου να κατορθώσει να αναγνώσει τον Όμηρο στη γλώσσα του. Όχι μόνον ανέγνωσε τον Όμηρο αλλά επίσης απομνημόνευσε μεγάλο μέρος του ενώ στον ενθουσιασμό του επισκέφθηκε την πεδιάδα της Τροίας. Αντιμετώπισε με απόλυτη ασέβεια όλα τα επιχειρήματα των κριτικών (τα οποία πιθανώς αγνοούσε) και ξεκίνησε την αναζήτηση της παλαιάς πόλεως χρησιμοποιώντας ως οδηγό τον Όμηρο με την ίδια στερεή πεποίθηση με την οποία ο ναυτικός εμπιστεύεται την πυξίδα και τους χάρτες του. Παρά τον ηνωμένο χλευασμό των σοφών κλασσικιστών και παρά τις δυσκολίες που φαίνονταν ανυπέρβλητες, ανακάλυψε μια πόλη στο ακριβές σημείο που την τοποθετούσε ο Όμηρος και όμοια με την πόλη που ο Όμηρος περιέγραφε. Ποτέ η απόλυτη πίστη δεν δικαιολογήθηκε καλλίτερα και δεν ανταμείφθηκε πλουσιότερα. Ελάχιστοι από τους αρχικούς κριτικούς του πείσθηκαν αλλά είναι όλοι νεκροί και τα συγγράμματά τους ακολούθησαν την τύχη τους. Δεν γνωρίζω το όνομα κανενός πανεπιστημιακού που είναι νεότερος των εβδομήντα ετών, ο οποίος να αμφιβάλει ότι ο Σλήμαν ανακάλυψε τα ερείπια αυτής της πόλεως, η μοίρα της οποίας, ενέπνευσε την ποίηση του Ομήρου. Ο Σλήμαν βοηθήθηκε στην ανακάλυψη του αρχαιολογικού χώρου από τον Frank Calvert, προξενικό αντιπρόσωπο της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών στα Δαρδανέλια, ο οποίος είχε ήδη ξεκινήσει να ανασκάπτει στο Χισαρλίκ όταν ο Σλήμαν έψαχνε αλλού.
Ο Δρ. Walter Leaf στην έκδοσή του της Ιλιάδος, υπήρξε ένας εκ των σφοδροτέρων οπαδών της καταστρεπτικής κριτικής και πίστευε ότι οι τοπογραφικές αντιφάσεις αναφορικώς με την Τρωάδα καθιστούσαν την ενότητα της Ιλιάδος αδύνατη. Στο σχόλιό του στην Ε 355 έγραψε: «Σε κάθε περίπτωση, έχει καταδειχθεί από τον Hercher ότι είναι αδύνατον να συμβαδίσουν τα ομηρικά γεωγραφικά στοιχεία μεταξύ τους». Έγραψε αυτήν την πρόταση την εποχή που εμπιστευόταν τη γνώμη των άλλων. Αργότερα επισκέφθηκε την Τροία και μελέτησε τα ερείπια και την τοπογραφία όλων αυτών των περιοχών με μια συνέπεια η οποία σπανίως συναντάται, συγκρίνοντας κάθε σημείο της πόλεως και της πεδιάδος με τους στίχους του ποιήματος. Έπειτα από αυτήν την προσεκτική και ανεξάρτητη επιτόπια έρευνα και με τον Όμηρο ανά χείρας, έγραψε: «Ένα πράγμα τουλάχιστον με έχει εγκαταλείψει χωρίς να διατηρώ καμία αμφιβολία: ο ποιητής έθεσε σε ζωντανές λέξεις μια παράδοση που στηρίζεται σε πραγματικό πόλεμο ο οποίος διαδραματίστηκε σε αυτό το μέρος… Αποτελεί αξιοθαύμαστο γεγονός ότι, όσο τουλάχιστον μπορώ να κρίνω, καμία περίπτωση λογικής αντιφάσεως, ούτε ένας αναχρονισμός, δεν υφίσταται στην Ιλιάδα»[8].
Η δεύτερη ραψωδία της Ιλιάδος ολοκληρώνεται με δύο καταλόγους, πρώτα με έναν σχεδόν πλήρη κατάλογο των Ελλήνων και εν συνεχεία με έναν φτωχό κατάλογο των Τρώων. Ο τρωικός αυτός κατάλογος αποτελεί ίσως το σημείο του Ομήρου που έτυχε της μικρότερης εκτιμήσεως. Ο Δρ. Leaf στην Ιλιάδα του, γράφει γι’ αυτόν: «Ο κατάλογος των Τρώων διαφέρει φανερά αυτού των Ελλήνων από την προφανή απουσία λεπτομερούς γνώσεως των χωρών τις οποίες περιγράφει». Όταν όμως επισκέφθηκε τις περιοχές από τις οποίες οι Τρώες και οι σύμμαχοί τους κατάγονταν, γράφει τα εξής: «Ειδικότερα ο τρωικός κατάλογος, φαίνεται να αντιπροσωπεύει επακριβώς την κατάσταση η οποία επικρατούσε την εποχή του τρωικού πολέμου και δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί μετά τον πόλεμο ενώ δεν υπήρχε για πολύ καιρό πριν από αυτόν» (σελ. 13), «Το αποτέλεσμα του ταξιδιού μου ήταν να επιβεβαιώσω την άποψη ότι η Τρωάς, στον βαθμό που περιγράφεται στην Ιλιάδα, περιγράφεται βάσει πραγματικής ιστορικής αντιλήψεως και ότι ο τρωικός κατάλογος, όσον αφορά το βασίλειο του Πριάμου, μπορεί να θεωρηθεί ως αυθεντικό ιστορικό κείμενο, συμπέρασμα το οποίο δεν διστάζω να επεκτείνω στο μεγαλύτερο μέρος που αναφέρεται στους συμμάχους των Τρώων» (σελ. 6). Οι λέξεις αυτές εγράφησαν από τον άνδρα ο οποίος, περισσότερο από οιονδήποτε άλλον στην Αγγλία, προώθησε τις χωριστικές αντιλήψεις, αλλά εγράφησαν όταν απομάκρυνε τα μάτια του από τους κριτικούς και αντίκρισε τα πράγματα όπως πραγματικά είναι.
Τα γλωσσολογικά επιχειρήματα δεν αποδεικνύονται ούτε από υποθέσεις ούτε από συλλογισμούς αλλά αποκλειστικώς από τη μελέτη των ιδίων των κειμένων και η επιτόπια έρευνα του Δρ. Leaf μου φαίνεται πειστική ιδίως καθώς επισκέφθηκε την Τροία έχοντας ήδη δημοσιεύσει την άποψή του για την τοπογραφική άγνοια του Ομήρου.
Η ματαιότητα όλων των υπολοίπων μεθόδων φανερώνεται από το γεγονός ότι ο Robert[9] ισχυρίζεται ότι η θέση της πόλεως της Τροίας αναφέρεται με ακρίβεια μόνον στα παλαιότερα χωρία της Ιλιάδος αλλά οWilamowitz, με την ίδια βεβαιότητα και παρόμοια λογική, ισχυρίζεται ότι η τοποθεσία του Ιλίου ήταν άγνωστη στα παλαιότερα χωρία της Ιλιάδος και οι όποιες σαφείς τοπογραφικές ενδείξεις αποτελούν βέβαιο σημάδι ότι τα χωρία αυτά είναι μεταγενέστερα: «ο ποιητής της Ιλιάδος δεν διέθετε απολύτως καμία αντίληψη περί της τοποθεσίας της πόλεως της Τροίας»[10]. Εν τούτοις οι Σλήμαν και Calvert χρησιμοποίησαν την ίδια Ιλιάδα και με αυτήν ως μοναδικό οδηγό τους ανακάλυψαν την Τροία ενώ ο Δρ. Leaf, ένας δεδηλωμένος σκεπτικιστής, όταν διάβασε αυτήν την Ιλιάδα στην πεδιάδα της Τροίας και μελέτησε τα ερείπια, έπαψε να αμφιβάλει.
Ως επί κεφαλής των Ελλήνων αναφέρεται ο Αγαμέμνων των Μυκηνών. Οι Μυκήνες βρίσκονταν στο άκρο μιας ανωμάλου πεδιάδος, στους χαμηλότερους πρόποδες του όρους, και απείχαν μια ολόκληρη ημέρα πεζοπορίας από την Κόρινθο. Στην ιστορία απαντούν μόνον ως ένα μικρό πτωχό χωριό το οποίο μπόρεσε να προσφέρει μόλις ογδόντα άνδρες για να αντιμετωπίσουν τον επερχόμενο στρατό του Ξέρξου [στις Θερμοπύλες, Ηρόδοτος Ζ΄, 202] ενώ οι Μυκήνες με την Τίρυνθα και τις γύρω περιοχές συγκέντρωσαν μόλις τετρακόσιους άνδρες για τη μεγάλη μάχη στις Πλαταιές. Πόσο ασήμαντες υπήρξαν οι συνδυασμένες αυτές δυνάμεις φαίνεται από το γεγονός ότι ο Φλιούς προσέφερε για την ίδια μάχη χίλιους άνδρες και η Σικυών τρεις χιλιάδες [Ηρόδοτος Θ΄, 28]. Ο Όμηρος απεικονίζει τις Μυκήνες ως «πολύχρυσες» και «ἐυκτίμενον πτολίεθρον»[11], το κέντρο μιας ισχυρής αυτοκρατορίας της οποίας ο κυβερνήτης μπορούσε να συγκεντρώσει μια στρατιά με περισσότερους από εκατό χιλιάδες άνδρες, ο οποίος ήλεγχε χίλια διακόσια πλοία και είχε τόσο αποφασιστικώς εδραιώσει την εξουσία του ώστε επέτυχε να διατηρεί τη συνοχή ενός στρατεύματος το οποίο βρισκόταν σε ξένη χώρα χωρίς να έχει επιτευχθεί αποφασιστική νίκη.
Οι Μυκήνες σπανίως αναφέρονταν στα ιστορικά βιβλία πριν από πενήντα έτη καθώς δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι αυτή η πόλη όπως απεικονιζόταν στον Όμηρο είχε ποτέ υπάρξει ενώ ολόκληρη η ιστορία φαινόταν ότι δεν άξιζε τον κόπο να ασχοληθεί κανείς μαζί της προκειμένου να τη διαψεύσει. Υπήρχε επίσης μια συγκεχυμένη παράδοση ότι ο Αγαμέμνων και άλλα μέλη της οικογένειάς του ετάφησαν εκεί [Παυσανίας Β΄, 16, 6-7]. Ο Σλήμαν, με την καταπληκτική ικανότητά του να αποδέχεται ως αληθή κάθε θεμελιώδη αναφορά του Ομήρου, ξεκίνησε να ανασκάπτει τις Μυκήνες. Έτυχε να ξεκινήσει να σκάβει ακριβώς στο σωστό σημείο· σύντομα ανακάλυψε ταφόπλακες και εν συνεχεία τους ίδιους τους τάφους. Μέσα στους τάφους αυτούς υπήρχαν σκελετοί κυριολεκτικώς θαμμένοι σε χρυσό, στέμματα, σκήπτρα, βραχιόλια, δίσκοι και δοχεία, μερικά εκ των οποίων ζύγιζαν εξήντα ουγκιές καθαρού χρυσού[12]. Σε έναν από τους τάφους αυτούς ανακαλύφθηκαν επτακόσιοι χρυσοί δίσκοι και είκοσι τέσσερις τεράστιες πόρπες. Σε έναν άλλον υπήρχαν πολλά διακοσμητικά σπαθιά από χρυσό και χαλκό. Τα πρόσωπα μερικών νεκρών καλύπτονταν από χρυσές μάσκες. Τελικώς ο Όμηρος δεν απείχε ιδιαιτέρως από την πραγματικότητα όταν περιέγραφε τις Μυκήνες ως «πολύχρυσες» και τις παρουσίαζε ως το κέντρο μια μεγάλης και πλούσιας αυτοκρατορίας.
Τα τείχη και γενικότερα ο πολιτισμός της Τροίας και των Μυκηνών ομοιάζουν τόσο πολύ ώστε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήκμασαν την ίδια εποχή, η οποία ονομάστηκε μυκηναϊκή. Εκείνη η εποχή προσέφερε το πλαίσιο των ομηρικών επών και ο πολιτισμός που απεικονίζει ο Όμηρος αντιστοιχεί σε γενικές γραμμές με τα μνημεία και τις ανακαλύψεις που σχετίζονται με το τέλος της μυκηναϊκής περιόδου. Πριν από τη μυκηναϊκή περίοδο υπήρχε ένας πρωιμότερος ισχυρός πολιτισμός με επίκεντρο στην Κρήτη αλλά ο Όμηρος απεικονίζει τον μυκηναϊκό πολιτισμό λίγο πριν από την κατάρρευσή του περί το 1100 π.Χ.
Πολλοί στίχοι οι οποίοι θεωρούνταν από τους κριτικούς ότι αντιπροσώπευαν έθιμα και συνήθειες που δεν υπήρχαν την εποχή του Ομήρου, φαίνεται πλέον ότι περιέγραφαν πράγματα γνωστά στη μυκηναϊκή εποχή. Στην Κ 173 αναφέρεται ένα ξυράφι, η μόνη αναφορά του Ομήρου στο συγκεκριμένο εργαλείο. Αυτό το γεγονός θεωρήθηκε ασφαλές σημείο προκειμένου να κριθεί η ραψωδία σαν μεταγενέστερη διότι η χρήση του ξυραφιού θεωρείτο ότι εμφανίστηκε σχετικώς αργά. Εν τούτοις, ένα ξυράφι ανακαλύφθηκε σε κάποιον τάφο στις Μυκήνες, αποδεικνύοντας ότι τα ξυράφια χρησιμοποιούνταν πολύ πριν από τον Όμηρο. Στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια υπάρχει μια μόλις αναφορά σε σφενδόνα (Ν 600) ενώ μια ακόμη φορά σημειώνεται (Ν 716): «ἐυστρεφεῖ οἶος ἀώτῳ»[13], όπου μάλλον εννοείται η σφενδόνα. Τα δύο αυτά χωρία κατηγορήθηκαν αλύπητα σαν μεταγενέστερες προσθήκες αλλά ένα θραύσμα ασημένιου αγγείου που βρέθηκε στις Μυκήνες απεικονίζει μια ομάδα σφενδονιστών κοντά σε ένα τείχος να εκτοξεύει βλήματα στους αντιπάλους πολιορκητές [εικόνα 1].
Καταβλήθηκε προσπάθεια να χωριστούν οι ραψωδίες του Ομήρου βάσει της πανοπλίας καθώς θεωρήθηκε ότι στα παλαιότερα χωρία ο πολεμιστής χρησιμοποιούσε μόνον μια μεγάλη ασπίδα η οποία κάλυπτε ολόκληρο το σώμα του. Η ασπίδα αυτή προστάτευε τόσο αποτελεσματικά το σώμα ώστε δεν χρειαζόταν άλλη προστατευτική πανοπλία, επομένως όλες οι αναφορές σε θώρακες από ελάσματα ή σε ολόκληρους θώρακες έπρεπε να θεωρούνται σαν μεταγενέστερες προσθήκες. Επί τη βάσει της πανοπλίας ο Robert προσπάθησε να ανακατασκευάσει την αυθεντική του Ιλιάδα, απορρίπτοντας όλους τους στίχους ή τις σκηνές που αναφέρονταν σε μικρές ασπίδες ή θώρακες από ελάσματα.
Παρόμοια ομοιομορφία στην πανοπλία δεν υπήρξε ποτέ ανάμεσα στους Έλληνες ενώ στις μυκηναϊκές απεικονίσεις κυνηγών και πολεμιστών η ποικιλία στα είδη οπλισμού είναι εξ ίσου μεγάλη με αυτήν που περιγράφεται στους ομηρικούς στίχους. Στο περίφημο «αγγείο των πολεμιστών» [εικόνα 2] όλοι οι στρατιώτες φέρουν μικρές ασπίδες, οι οποίες εκτείνονται από τον ώμο έως το ισχίο, και φαίνεται να προστατεύουν το σώμα τους με κάτι που ομοιάζει με θώρακα εξ ελασμάτων[14]. Σε απεικόνιση στη λεπίδα ενός εγχειριδίου [εικόνα 3] οι ασπίδες καλύπτουν ολόκληρο το σώμα[15] και στο ασημένιο θραύσμα όπου απεικονίζονται οι σφενδονητές [εικόνα 1], οι ασπίδες φαίνεται να εκτίνονται λίγο πιο κάτω από το ισχίο. Σε μια πρώιμη κρητική σφραγίδα [εικόνα 4] ο πολεμιστής φαίνεται καθαρά να διαθέτει κάποια προστασία πίσω από την ασπίδα του, δηλαδή προστατεύεται και από την ασπίδα και από έναν θώρακα εξ ελασμάτων[16]. Όλες αυτές οι διαφορετικές αναπαραστάσεις πανοπλίας οι οποίες ανακαλύφθηκαν στα μνημεία, καταδεικνύουν ότι οι περιγραφές των πανοπλιών στον Όμηρο δεν παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία από τις πανοπλίες που χρησιμοποιούνταν στην πραγματική ζωή.
Οι ισχυριζόμενες δυσκολίες και αντιφάσεις στην περιγραφή των ομηρικών ανακτόρων έχουν όλες ξεκαθαριστεί και επαληθευθεί από την ανακάλυψη των πραγματικών θεμελίων των ανακτόρων αυτών[17]. Καμία θεωρία η οποία αποπειράθηκε να διαχωρίσει την Ιλιάδα από την Οδύσσεια ή κάποιο μέρος των ποιημάτων αυτών, δεν επαληθεύθηκε ή έστω απέκτησε έρεισμα από τις ανακαλύψεις στις πολυπληθείς μυκηναϊκές τοποθεσίες.
Ο καθηγητής Seymour, αν και δεν πιστεύει στην ομηρική ενότητα, αδυνατεί να εντοπίσει στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν την πίστη του αυτή όταν μελετά τον καθημερινό βίο και πολιτισμό όπως απεικονίζεται στα δύο αυτά ποιήματα. Στο έργο του Life in the Homeric Age (σελ. 13) γράφει: «Όσον αφορά τα ζητήματα αυτά, είμαστε υποχρεωμένοι να θεωρούμε τα ομηρικά ποιήματα ως ενιαίο σύνολο. Τα στοιχεία για τη μεταγενέστερη ημερομηνία της Οδύσσειας [από την Ιλιάδα] έως σήμερα είναι φιλολογικά, όχι αρχαιολογικά». Τα ανωτέρω εγράφησαν το 1907, ακριβώς την εποχή που ξεκινούσαν οι δοκιμασίες προκειμένου να αποδειχθεί η ακρίβεια των φιλολογικών αυτών επιχειρημάτων. Τα φιλολογικά στοιχεία επί των οποίων βασίστηκε η πεποίθησή του, έχουν σήμερα απολύτως απαξιωθεί.
Οι σύγχρονοι χωρίζοντες προσδίδουν μεγάλη έμφαση στο γεγονός ότι η Οδύσσεια παρουσιάζει αξιοσημείωτη πρόοδο στις έννοιες της ευσέβειας και της ιερότητος όπως και στις λέξεις οι οποίες εκφράζουν τις εν λόγω έννοιες. Αυτό δεν αποτελεί απόδειξη περί υπάρξεως διαφορετικών συγγραφέων. Ο Σαίξπηρ στα πρώιμα έργα του δεν χρησιμοποιεί ποτέ τη λέξη «piοus» [«ευσεβής», «ευλαβής»] αλλά στον «Άμλετ» και στα επόμενα έργα του η λέξη αυτά απαντά τουλάχιστον ένδεκα φορές[18]. Μπορούμε να σημειώσουμε σε κάθε ποιητικό χωρίο ότι η συγκεκριμένη λέξη ή έννοια δεν χρησιμοποιείται αλλά δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι η έννοια που παραλήφθηκε ή δεν αναφέρθηκε ήταν άγνωστη.
Εγχειρίδιο από τον ταφικό περίβολο Α στην ακρόπολη των Μυκηνών το οποίο χρονολογείται περί τον 15ο αιώνα π.Χ. όπου απεικονίζονται άνδρες να κυνηγούν λέοντες. Ο πρώτος των κυνηγών φαίνεται ότι έχει τραυματιστεί ή σκοτωθεί. Η παράσταση έχει φιλοτεχνηθεί επάνω σε λεπτή μπρούτζινη λάμα (Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).
Ο ποιητής της Οδύσσειας αναφέρει τον φοίνικα [Ζ 163] όχι όμως και ο ποιητής της Ιλιάδος αλλά δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το δένδρο αυτό έγινε γνωστό στους Έλληνες στο μεσοδιάστημα μεταξύ της δημιουργίας των δύο ποιημάτων. Η Ιλιάς αναφέρει ακρίδες, γερανούς, χέλια, σκουλήκια, κύκνους, σπουργίτια, καλιακούδες, τον γάιδαρο και πολλά ακόμη είδη συνηθισμένων ζώων τα οποία δεν αναφέρονται στην Οδύσσεια αλλά πρέπει να ήταν γνωστά στον συγγραφέα του ποιήματος αυτού.
Στην Ιλιάδα απαντούν περί τις 1.500 λέξεις που δεν υπάρχουν στην Οδύσσεια αλλά πρέπει να ήταν απολύτως οικείες στους μορφωμένους ανθρώπους την εποχή που συντέθηκε η Οδύσσεια[19]. Δεν μπορούμε να συμπεράνουμε απολύτως τίποτε από τη σιωπή του ποιήματος εκτός αν διαθέτουμε κάποια εξωτερική απόδειξη ότι αυτό το οποίο δεν αναφέρεται ήταν επίσης άγνωστο. Αποτελεί παράξενο και ιδιαιτέρως αξιομνημόνευτο γεγονός ότι ο Όμηρος δεν περιγράφει ποτέ τον δακτύλιο ενός δακτυλιδιού ούτε τους λαξευμένους λίθους με τους οποίους τα διακοσμούσαν, αν και τίποτε στην τέχνη της εποχής που διηγείται δεν είναι περισσότερο χαρακτηριστικό ή δεν φανέρωνε μεγαλύτερη επιδεξιότητα απ’ ό,τι το σμίλευμα των ανωτέρω.
Το γεγονός ότι ο Όμηρος έγραψε ποίηση ως ποίηση – όχι σαν ιστορία, όχι σαν θεολογία, όχι σαν αρχαιολογία – καθιστά δυνατό να σχηματίσουμε μόνον ένα περίγραμμα του βίου και του πολιτισμού των χαρακτήρων του. Τα μυκηναϊκά ευρήματα μας βοηθούν να συμπληρώσουμε κάποια κενά του περιγράμματος αυτού, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του παραμένει ασυμπλήρωτο. Πρέπει με μεγάλη προσοχή να αντλούμε συμπεράσματα από τη σιωπή ή από τη συγκριτική συχνότητα με την οποία οι λέξεις χρησιμοποιούνται. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι ο Emerson αγνοούσε την «Kodak»[20] όχι διότι δεν χρησιμοποιεί τη λέξη αυτή αλλά επειδή διαθέτουμε ανεξάρτητα στοιχεία ότι και η μηχανή και η λέξη δεν υπήρχαν όσο ζούσε· εν τούτοις, δεν δικαιολογούμαστε να καταλήξουμε σε παρόμοιο συμπέρασμα αν η λέξη δεν απαντά στα γραπτά του Stephen Phillips ή του Alfred Noyes. Παρομοίως, η ομηρική σιωπή, όταν δεν βασίζεται σε εξωτερικά στοιχεία, δεν αποδεικνύει ούτε την επιλογή του ποιητού ούτε τη γνώση του. Πρέπει να γνωρίζουμε από κάποια εξωτερική πηγή ότι ο Όμηρος αγνοούσε τα ζητήματα που δεν αναφέρει προκειμένου να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε σημαντικά συμπεράσματα.
Στη Ζ 303, οι γυναίκες της Τροίας προσπαθούν να κερδίσουν την εύνοια της Αθηνάς προσφέροντάς της τον ομορφότερο πέπλο. Ο Δρ. Leaf περιγράφει το άγαλμα της Αθηνάς ως: «ένα χοντροκομμένο ξύλινο άγαλμα όπως αυτά που επιβίωσαν σε πολλούς ναούς κατά την ιστορική περίοδο». Οι κριτικοί όμως, βλέπουν σε αυτό το άγαλμα ένα δείγμα όχι της χοντροκομμένης πανάρχαιας εποχής αλλά της κομψής μεταγενέστερης περιόδου και ο Bethe χρησιμοποιεί τον στίχο αυτό με μεγάλο ενθουσιασμό προκειμένου να αποδείξει[21] ότι η Ιλιάς δεν μπορεί να δημιουργήθηκε πριν από τον 6ο αιώνα. Υποθέτει ότι ο Όμηρος περιγράφει ένα καθήμενο άγαλμα της Αθηνάς φυσικού μεγέθους και υποστηρίζει ότι τα μεγάλα αυτά αγάλματα τα οποία απεικονίζουν σε φυσικό μέγεθος τους θεούς, δεν κατασκευάζονταν πριν από τον 6ο αιώνα. Επομένως, η σκηνή στην Ιλιάδα με το μεγάλο καθήμενο άγαλμα της Αθηνάς δεν μπορεί να είχε συντεθεί νωρίτερα από την εποχή του Σόλωνος. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο όμως, πλην της φαντασίας του Bethe, το οποίο να αποδεικνύει ότι το άγαλμα ήταν μεγάλο. Ο Όμηρος δεν αναφέρει το μέγεθός του. Το μόνον που γράφει είναι: «Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν»[22]. Δεν υπάρχει λόγος να θεωρήσουμε ότι το άγαλμα της Αθηνάς ήταν σε φυσικό μέγεθος ή καθήμενο. Το ουσιαστικό «γούνασι» και το ρήμα «γουνάζομαι»[23] χρησιμοποιούνται συνεχώς από τον Όμηρο με μεταφορική σημασία. Στην Λ 130, ο Αγαμέμνων νικά τους γιούς του Αντιμάχου που βρίσκονταν επάνω σε ένα άρμα οι οποίοι, όταν συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν να διαφύγουν, έπεσαν στα γόνατά του, «γουναζέσθην»[24], εκλιπαρώντας για τις ζωές τους.
Είναι αδύνατον δύο άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονταν επάνω σε ένα μικρό άρμα να αγκαλιάσουν τα γόνατα ενός ανδρός ο οποίος στεκόταν στο έδαφος, επομένως το ρήμα χρησιμοποιείται με μεταφορική σημασία. Η συνηθισμένη φράση: «Αυτά βρίσκονται στα γόνατα των θεών», «ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται»[25], δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι εννοεί πως όλοι οι θεοί γίνονταν αντιληπτοί σαν να κάθονται συνεχώς. Χρησιμοποιείτο απλώς για να δηλωθεί ότι: «αυτά τα πράγματα βρίσκονται πλέον εκτός του δικού μας ελέγχου, στην εξουσία των θεών». Αυτό και μόνον δηλώνει η φράση αναφορικώς με το άγαλμα της Αθηνάς και ο στίχος αποδίδεται καλλίτερα ως: «ο πέπλος παραδόθηκε στη θεά». Γνωρίζουμε από τον Στράβωνα ΙΓ΄, 601 ότι την ιστορική εποχή το άγαλμα της Αθηνάς στον ναό της στην Τροία ήταν όρθιο. Επίσης, τα αρχαία νομίσματα από την περιοχή του Ιλίου απεικονίζουν συχνά την Αθηνά άλλα, όσον αφορά τουλάχιστον τα νομίσματα που δημοσιεύθηκαν στην εξαντλητική εργασία του von Fritze[26], ούτε ένα δεν απεικονίζει τη θεά καθήμενη. Η μαρτυρία του Στράβωνος, τα νομίσματα και η γενικότερη συντηρητική αντίληψη όσον αφορά τα λατρευτικά ζητήματα, όλα συνηγορούν ότι στον Όμηρο η θεά δεν απεικονίζεται καθήμενη. Ολόκληρο το επιχείρημα τουBethe ότι η Ιλιάδα αποτελεί μεταγενέστερο έργο ερίζεται στην υπόθεση ότι αγάλματα των θεών φυσικού μεγέθους και καθήμενα, κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα περί το 600 π.Χ. και ότι στον Όμηρο απαντούμε την περιγραφή παρομοίου αγάλματος, επομένως, το συγκεκριμένο χωρίο χρονολογείται τουλάχιστον στον 6ο αιώνα. Το επιχείρημα παρουσιάζει δύο σημαντικά προβλήματα: α) ο Όμηρος δεν προσφέρει την παραμικρή ένδειξη ότι το άγαλμα ήταν φυσικού μεγέθους (η σχετική άποψη αποτελεί απλή φαντασία), β) τα στοιχεία δείχνουν ξεκάθαρα ότι το άγαλμα δεν ήταν καθήμενο[27].
Ίσως δεν έχει διατυπωθεί πειστικότερο επιχείρημα για τη μεταγενέστερη χρονολόγηση ορισμένων χωρίων της Οδύσσειας από αυτό σχετικώς με τους Σικελούς[28]. Η Ιλιάς δεν παραπέμπει σε αυτές τις δυτικές περιοχές και τους κατοίκους τους ενώ υποστηρίχθηκε ότι οι αναφορές της Οδύσσειας ανήκουν σε μια εποχή μετά τον ελληνικό αποικισμό της νοτίου Ιταλίας και Σικελίας. Το επιχείρημα είναι τόσο απλό ώστε παρουσιάζεται στα εγχειρίδια σαν γεγονός (βλ., π.χ., Christ-Schmid).
Καθώς γνωρίζουμε πότε οι πρώτοι Έλληνες άποικοι κατοίκησαν στη Σικελία, οι κριτικοί διέθεταν μια ακριβή ημερομηνία και διατύπωσαν την άποψη ότι οι αναφορές αυτές δεν μπορούσαν να είναι προγενέστερες του μέσου του 8ου αιώνος. Εν τούτοις ο κύριος Orsi ανέσκαψε προσφάτως στις περιοχές αυτές και ανακάλυψε ότι οι κάτοικοι του Βρουττίου [Καλαβρίας] διέθεταν το ίδιο επίπεδο και ύφος πολιτισμού όπως οι Σικελοί της Σικελίας. Επί πλέον, σημαντικότερη είναι η ανακάλυψη θραυσμάτων από διάφορα είδη αναμφισβητήτως ελληνικών αγγείων, θραυσμάτων τα οποία χρονολογούνται πολλούς αιώνες πριν από τον ελληνικό αποικισμό της δύσεως, αποδεικνύοντας λοιπόν ότι, πολύ πριν εγκατασταθούν οι άποικοι στις Ιταλία και Σικελία, Έλληνες έμποροι και ναυτικοί γνώριζαν καλά τις περιοχές αυτές στις οποίες εμπορεύονταν τα κομψά και χρήσιμα ελληνικά αγγεία αντί χαλκού και πρώτων υλών που προέρχονταν από τις περιοχές της κεντρικής λεκάνης της Μεσογείου[29]. Βέβαια, δεν χρειαζόταν να στηριχθούμε στις ανακαλύψεις του κ. Orsi προκειμένου να αντιληφθούμε ότι ένας πολιτισμός όπως ο μυκηναϊκός δεν μπορούσε να αγνοεί αυτές τις κοντινές περιοχές.
Συχνά παρατηρείται ότι η Ιλιάς περιέχει πολύ περισσότερες παρομοιώσεις από την Οδύσσεια, με την αναλογία περίπου στις τέσσερις προς μια, γεγονός το οποίο οδήγησε πολλούς να πιστέψουν ότι αποδεικνύει πως ο ποιητής της Οδύσσειας υπήρξε σαφώς κατώτερος του ποιητού της Ιλιάδος στη δημιουργική και απεικονιστική δύναμη[30]. Εν τούτοις, ο λόγος για την ανισομέρεια αυτή είναι προφανής. Η Ιλιάς βασίζεται σε ένα θέμα το οποίο είναι πολύ δύσκολο να ζωντανέψει και να διαφοροποιηθεί ενώ η συνεχής επανάληψη μαχών και μονομαχιών θα καθίστατο κουραστική στο έπακρον αν η αφήγηση δεν εμπλουτιζόταν με πλήθος ποιητικών κοσμημάτων. Αλλά η ποικιλία των γεγονότων της Οδύσσειας δεν χρειάζεται παρόμοιο καλλωπισμό, όπως της Ιλιάδος· όταν υπάρχει ποικιλία θεμάτων ή δράσεως ικανής να καθηλώσει τον ακροατή, απαντούν λίγες ή καθόλου παρομοιώσεις. Η ραψωδία Α, με την ταχυτάτη και εναλασσομένη δράση, δεν περιέχει καμία περίτεχνη παρομοίωση ενώ η ραψωδία Β, με την παράταξη των στρατευμάτων, βρίθει παρομοιώσεων. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η Β παρουσιάζει υψηλότερη ποιητική τεχνική από την προηγουμένη ραψωδία. Ούτε στην Ιλιάδα ούτε στην Οδύσσεια οι παρομοιώσεις χρησιμοποιούνται ασκόπως ή σαν στολίδι άλλα αποκλειστικώς προκειμένου να διατηρήσουν ή να κατευθύνουν την προσοχή του ακροατού. Ωραία απόδειξη του γεγονότος ότι η ανισομέρεια οφείλεται στο θέμα και όχι στον συγγραφέα αποτελεί ο Βιργίλιος. Στην «Αινειάδα», στα βιβλία που περιγράφουν τα ταξίδια και τις περιπέτειες περιέχονται λίγες παρομοιώσεις ενώ σε αυτά που περιγράφουν τις σκηνές της μάχης είναι αναλογικώς πολλές. Το τρίτο βιβλίο, το περιεχόμενο του οποίου είναι κυρίως οδυσσειακό, περιέχει μια μόνον παρομοίωση ενώ το δωδέκατο βιβλίο, το βιβλίο που ομοιάζει περισσότερο στις πολεμικές σκηνές της Ιλιάδος, περιέχει δεκαοκτώ παρομοιώσεις. Επομένως, σε αυτό το ποίημα αδιαμφισβήτητης ενότητος, παρατηρούμε ότι στα χωρία τα οποία αντιστοιχούν περισσότερο με την ιστορία της Οδύσσειας περιέχονται λίγες παρομοιώσεις ενώ σε αυτά που ομοιάζουν περισσότερο με τη δράση της Ιλιάδος αφθονούν[31]. Δεν μπορούμε να απορρίψουμε την ενότητα του Ομήρου βάσει ποιητικών ιδιοτήτων οι οποίες δεν αμφισβητούνται στον Βιργίλιο.
Οι παρομοιώσεις στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια φανερώνουν ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά, την ίδια προτίμηση στον εξωτερικό κόσμο, τον κόσμο τον οποίο βλέπουμε, παρά στη σύγκριση με τον κόσμο του νου. Κάθε ποίημα δεν έχει παρά μόνον μια παρομοίωση βασισμένη στον ψυχικό κόσμο, και σε καθένα εξ αυτών η ταχύτητα του νου αποτελεί την ευκαιρία της συγκρίσεως [Ο 80, η 36]. Κάθε ποίημα φανερώνει τον ίδιο ενθουσιασμό και θαυμασμό για τους λέοντες. Όλως παραδόξως, το χαρακτηριστικό αυτό μοιράζεται με τον τεχνίτη ο οποίος φιλοτέχνησε την περίφημη λεπίδα του εγχειριδίου που ανακαλύφθηκε στις Μυκήνες, καθώς σε κάθε πλευρά της λεπίδος αυτής απεικονίζονται λέοντες. Ο ποιητής σε κάθε ποίημα διατηρεί την ίδια προθυμία να επιμένει και να επεκτείνει την παρομοίωση αφ’ ου εκπληρώθηκε ο σκοπός της, για παράδειγμα (Γ 2), ο θόρυβος με τον οποίο οι Τρώες προελαύνουν συγκρίνεται με κλαγγή πτηνών και στη συνέχεια προσθέτει:
ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό,
αἵ τ᾽ ἐπεὶ οὖν χειμῶνα φύγον καὶ ἀθέσφατον ὄμβρον,
κλαγγῇ ταί γε πέτονται ἐπ᾽ ὠκεανοῖο ῥοάων
ἀνδράσι Πυγμαίοισι φόνον καὶ κῆρα φέρουσαι·
ἠέριαι δ᾽ ἄρα ταί γε κακὴν ἔριδα προφέρονται[32].
Σε αυτόν τον στίχο, η εντύπωση που νιώθει ο ποιητής με τους γερανούς, τον απομακρύνει από το θέμα του σε μια λεπτομερή περιγραφή του αντικειμένου με το οποίο εικονογραφεί τη διήγησή του. Ακριβώς η ίδια απόσπαση του ποιητού [από το θέμα το οποίο πραγματεύεται] απαντά στην Οδύσσεια (τ 205), όταν ο μεταμφιεσμένος Οδυσσεύς λέει ήρεμα στην Πηνελόπη ότι είχε συναντήσει τον σύζυγό της:
τῆς δ᾽ ἄρ᾽ ἀκουούσης ῥέε δάκρυα, τήκετο δὲ χρώς·
ὡς δὲ χιὼν κατατήκετ᾽ ἐν ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν,
ἥν τ᾽ Εὖρος κατέτηξεν, ἐπὴν Ζέφυρος καταχεύῃ·
τηκομένης δ᾽ ἄρα τῆς ποταμοὶ πλήθουσι ῥέοντες…[33]
Σε αυτό το σημείο σχεδόν λησμονούμε την Πηνελόπη σκεπτόμενοι το χιόνι, πως έρχεται, πως λιώνει και πως βρίσκει τον δρόμο του προς τους ποταμούς. Παρόμοιες παρομοιώσεις αφθονούν και στα δύο έπη.
Εις αμφότερα τα ποιήματα, η αποτελεσματικότητα των παρομοιώσεων ενίοτε αυξάνεται με ένα άγγιγμα ανθρωπίνου ενδιαφέροντος. Στην Ιλιάδα (Θ 559), ο ποιητής συγκρίνει τις φωτιές του στρατοπέδου στην πεδιάδα της Τροίας και την ομορφιά τους με τη νύκτα:
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐν οὐρανῷ ἄστρα φαεινὴν ἀμφὶ σελήνην
φαίνετ᾽ ἀριπρεπέα, ὅτε τ᾽ ἔπλετο νήνεμος αἰθήρ·
ἔκ τ᾽ ἔφανεν πᾶσαι σκοπιαὶ καὶ πρώονες ἄκροι
καὶ νάπαι· οὐρανόθεν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπερράγη ἄσπετος αἰθήρ,
πάντα δὲ εἴδεται ἄστρα, γέγηθε δέ τε φρένα ποιμήν…[34]
Δεν αρκούσε στον ποιητή να απεικονίσει αυτήν την όμορφη σκηνή, έπρεπε να υπάρχει κάποιος να τη δει και να τη χαρεί, ακόμη και αν αυτό το πρόσωπο ήταν ένας απλός βοσκός. Στην Οδύσσεια (χ 302) ο ποιητής με τα παρακάτω λόγια περιγράφει τον Οδυσσέα και όσους τον βοήθησαν στον φόνο των μνηστήρων:
οἱ δ᾽ ὥς τ᾽ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες ἀγκυλοχεῖλαι,
ἐξ ὀρέων ἐλθόντες ἐπ᾽ ὀρνίθεσσι θόρωσι·
ταὶ μέν τ᾽ ἐν πεδίῳ νέφεα πτώσσουσαι ἵενται,
οἱ δέ τε τὰς ὀλέκουσιν ἐπάλμενοι, οὐδέ τις ἀλκὴ
γίγνεται οὐδὲ φυγή· χαίρουσι δέ τ᾽ ἀνέρες ἄγρῃ…[35]
Ολοκληρώνοντας, η σύγκριση της αργής υποχωρήσεως του Αίαντος όταν αντιμετώπιζε υπέρτερες
εχθρικές δυνάμεις με την αργή κίνηση ενός νωθρού γαϊδάρου τον οποίο μικρά παιδιά προσπαθούν να τον διώξουν από έναν αγρό με σιτάρι [Λ 558-562], φαίνεται να αποτελεί σύλληψη του ιδίου ποιητού ο οποίος παρομοιάζει την ανησυχία του Οδυσσέως με την προσπάθεια ενός ανθρώπου ο οποίος συνεχώς γυρίζει πάνω από πολύ ισχυρή φωτιά ένα λουκάνικο, το οποίο δεν καίγεται μόνο και μόνο λόγω της ταχύτητος με την οποία το γυρίζει [υ 25-27]. Πραγματικά, οι παρομοιώσεις των δύο ποιημάτων φανερώνουν τέτοια ομοιότητα και ποικιλία, τέτοιο πλούτο παρατηρητικότητος και τέτοια ικανότητα συλλήψεως των ουσιωδών και μοναδικών χαρακτηριστικών των αντικειμένων τα οποία συγκρίνονται, ώστε δύσκολα μπορούν να μην προέρχονται από τον επινοητικό νου της ιδίας δημιουργικής μεγαλοφυΐας.
Το επιχείρημα των χωριζόντων ότι βάρδοι απαντούν συχνότερα στην Οδύσσεια παρά στην Ιλιάδα, εξηγείται εύκολα από το γεγονός ότι στην Οδύσσεια οι βάρδοι βρίσκονται στα ανάκτορα κάποιου ισχυρού βασιλέως, όπως ο Οδυσσεύς, ο Αγαμέμνων ή ο Αλκίνοος, ενώ στην Ιλιάδα οι Έλληνες ζουν στο στρατόπεδο και οι περιστάσεις ώστε να εμφανιστεί ένας βάρδος είναι περιορισμένες. Οι βάρδοι ήταν γνωστοί στον ποιητή της Ιλιάδος, όπως φανερώνει η αναφορά του Θαμύρεως [Β 595], ο οποίος έχασε την όρασή του όταν καυχήθηκε ότι μπορούσε να ξεπεράσει ακόμη και τις Μούσες στο τραγούδι.
Οι βάρδοι δεν εισάγονται στην Οδύσσεια ασκόπως ή για τα τραγούδια τους. Αποτελούν οχήματα με τα οποία ο ποιητής επιλύει τα μεγαλύτερα και δυσκολότερα προβλήματα. Η ιστορία της Ιλιάδος δεν είναι περίπλοκη, επομένως ο ποιητής δεν υποχρεούται, για χάρη των υποκριτών του ποιήματος, να επαναλαμβάνει ό,τι είναι ήδη γνωστό στους ακροατές του. Η πλοκή της Ιλιάδος περιλαμβάνει τους ιδίους χαρακτήρες και το ίδιο γενικό πλαίσιο καθ’ όλο το μήκος της, επομένως επεξηγεί η ίδια στον ακροατή ό,τι πρέπει να γνωρίζει· στην Οδύσσεια όμως, η περίπτωση είναι πολύ διαφορετική. Σε αυτό το ποίημα υπάρχουν τρία διαφορετικά ακροατήρια: το ακροατήριο του ιδίου του ποιητού, ο λαός της Ιθάκης και οι Φαίακες, ο λαός του Αλκινόου. Η μέθοδος με την οποία ο Όμηρος αντιμετωπίζει τη δυσκολία αυτή αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες αποδείξεις της μεγαλοφυΐας του. Επιθυμούσε να επαναλάβει ελάχιστα ή τίποτε από τα ήδη γνωστά, όμως έπρεπε να διατηρεί καθένα από τα τρία αυτά ακροατήρια ενημερωμένο χωρίς να επαναλαμβάνει ό,τι ήταν ήδη γνωστό στους άλλους. Μπορούσε να θεωρήσει το ιδικό του ακροατήριο εξοικειωμένο με την ιστορία της Ιλιάδος και τις παραδόσεις γύρω από αυτήν, το οποίο επομένως γνώριζε τον Οδυσσέα. Δεν μπορούσε όμως να θεωρήσει ότι το ακροατήριο της Ιθάκης διέθετε καθαρή εικόνα των γεγονότων που συνδέονται με τον τρωικό πόλεμο αλλά δεν μπορούσε να επαναλάβει για χάρη των Ιθακησίων μια ιστορία ήδη γνωστή στο ιδικό του ακροατήριο, στο ακροατήριο του ποιητού. Στη δυσκολία αυτή ανταπεξέλθηκε με τη δημιουργία του βάρδου, τον οποίο έβαλε να τραγουδά μερικά αποσπάσματα του τρωικού μύθου, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση ότι το γενικό περίγραμμα της ιστορίας ήταν ήδη πολύ γνωστό και επομένως δεν χρειαζόταν να το επαναλάβει. Το γεγονός ότι στον βάρδο, στον Φήμιο, δεν επετράπη να τραγουδήσει το τραγούδι του, του οποία έχουμε μόνον μια σύντομη περίληψη:
…ὁ δ᾽ Ἀχαιῶν νόστον ἄειδε
λυγρόν, ὃν ἐκ Τροίης ἐπετείλατο Παλλὰς Ἀθήνη[36],
φανερώνει ότι ο βάρδος δεν παρουσιάζεται εξ αιτίας του τραγουδιού του αλλά για να συνδράμει λίγο τον ποιητικό μηχανισμό. Αφ’ ου ακούσαμε τις λίγες αυτές λέξεις από τον Φήμιο, αντιλαμβανόμαστε ότι η ιστορία της Τροίας ήταν γνωστή και στους ακροατές του ιδίου του ποιητού και στους Ιθακησίους αλλά παραμένει ένα τρίτο ακροατήριο, ο λαός του Αλκινόου, ο οποίος πρέπει να είναι επίσης ενημερωμένος. Ήταν επί πλέον απαραίτητο, το τρίτο αυτό ακροατήριο, να ενδιαφέρεται για τον ήρωα και να ανυπομονεί να ακούσει από τα ίδια τα χείλη του την ιστορία των περιπλανήσεών του, διότι χωρίς το ενδιαφέρον αυτό δεν θα μπορούσε η μακρά ιστορία του να ακουστεί. Τίποτε σχετικό δεν έχει λεχθεί στο ακροατήριο των Φαιάκων, ώστε το ποίημα πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή προκειμένου να κερδίσει το ενδιαφέρον της νέας ομάδος ακροατών. Το γεγονός ότι ούτε ένας έστω μηχανισμός απ’ αυτούς οι οποίοι κεντρίζουν το ενδιαφέρον είτε του ακροατηρίου του ποιητού είτε των Ιθακησίων δεν επαναλαμβάνεται ενώπιον αυτού του τρίτου ακροατηρίου, αποδεικνύει τη θαυμαστή επινοητικότητα του Ομήρου. Όταν ο ήρωας βρέθηκε στους Φαίακες, αρχικώς δεν αποκάλυψε την ταυτότητά του διότι δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι θα ενδιαφερόντουσαν για τον Οδυσσέα. Όταν όμως φανέρωσε εκείνη την καταπληκτική ικανότητά του στους αθλητικούς αγώνες [θ 186 επ.], ενδιαφέρθηκαν για τον ίδιο, όποιος και αν αποδεικνυόταν ότι ήταν. Ο βάρδος τότε τραγούδησε μερικά αποσπάσματα για τη δόξα του Οδυσσέως και τα κατορθώματά του στην Τροία [θ 75-82, 492 επ.], ώστε μαθαίνουμε ότι ενδιαφέρονταν για τον Οδυσσέα, όπου και αν βρισκόταν, ενώ η δόξα του αθλητού, η οποία κερδήθηκε από τον ανώνυμο ξένο, εύκολα συγχωνεύεται με αυτήν του ήρωος. Μόνον με την απόκρυψη του ονόματος του Οδυσσέως, όταν η Αρήτη τον ρώτησε για το όνομά του [η 237], ο ποιητής καταφέρνει να δείξει στον Οδυσσέα πόσο μεγάλη ήταν η φήμη του ως ήρωος στη γη των Φαιάκων, και στη δόξα που κέρδισε ως ανώνυμος νικητής οφείλεται ότι οι Φαίακες αποδέχθηκαν αναντιρρήτως και αμέσως ότι αυτός ο άγνωστος ξένος ήταν ο ξακουστός Οδυσσεύς, τον έπαινο του οποίου ο βάρδος είχε μόλις τραγουδήσει.
Κανένα ακροατήριο το οποίο δεν θα είχε ενθουσιαστεί από όσα έπραξε ο Οδυσσεύς και από τα τραγούδια που είχε ακούσει, δεν θα παρακολουθούσε τη μακρά ιστορία των περιπλανήσεών του. Πραγματικός σκοπός των αγώνων και των τραγουδιών ήταν να δημιουργηθεί ο ενθουσιασμός αυτός. Όσο παράξενο και αν φαίνεται, η αφετηρία για την καταστρεπτική κριτική της Οδύσσειας την οποία ανέλαβε ο Kirchhoff και ολόκληρη η σχολή του, βασίζεται στο γεγονός ότι όταν η Αρήτη, η βασίλισσα των Φαιάκων, ρώτησε τον Οδυσσέα για το όνομά του, εκείνος απέφυγε να απαντήσει. Αν είχε αμέσως απαντήσει: «Είμαι ο Οδυσσεύς», ίσως η βασίλισσα τον ρωτούσε: «Ποιος είναι ο Οδυσσεύς; Δεν τον έχω ξανακούσει», απάντηση η οποία θα προκαλούσε αμηχανία στον μεγάλο ήρωα. Αν γνώριζε τη δόξα του Οδυσσέως, ίσως έλεγε: «Δεν μοιάζεις με τον ήρωα αυτόν και γνωρίζω ότι δεν είσαι αφ’ ου έρχεσαι εδώ φορώντας ρούχα τα οποία έχω η ίδια υφάνει». Αυτό θα σκότωνε την Οδύσσεια από την αρχή της αλλά παρόμοιο ποιητικό παραλογισμό αυτοί οι μεγάλοι κριτικοί περίμεναν από τον ποιητή. Ο Όμηρος το οικοδόμησε αριστοτεχνικότερα. Όταν ο Οδυσσεύς σηκώθηκε να μιλήσει για να πει το όνομά του, γνωρίζει ότι η ιστορία της Τροίας και τα δικά του κατορθώματα ήταν πολύ γνωστά στους ακροατές, διότι δύο φορές ο βάρδος τα τραγούδησε – όχι πολύ, πράγματι, αλλά ακριβώς όσο χρειαζόταν προκειμένου να φανεί πόσο εξοικειωμένοι ήταν με τον Οδυσσέα και τις τρωικές παραδόσεις. Γνωρίζει, όταν σηκώνεται, τον ενθουσιασμό που νιώθουν γι’ αυτόν λόγω της αθλητικής ικανότητος την οποία μόλις είχε επιδείξει, γνωρίζει τον ενθουσιασμό τους για τον ηρωικό Οδυσσέα ενώ επίσης γνωρίζει ότι η εξοικίωσή τους με τις τρωικές παραδόσεις τον ελευθερώνει από την ανάγκη να επαναλάβει για χάρη τους μια ιστορία η οποία είναι ήδη γνωστή στο ακροατήριο του ιδίου του ποιητού. Ο Οδυσσεύς δύναται λοιπόν να ξεκινήσει την αφήγηση των περιπλανήσεών τους με τις λέξεις [ι 39]:
Ἰλιόθεν με φέρων ἄνεμος Κικόνεσσι πέλασσεν[37],
και δεν νιώθει την ανάγκη να προβεί στην παραμικρή αναφορά των κατορθωμάτων του στην Τροία[38].
Τα τραγούδια του Δημόδοκου, λοιπόν, εξυπηρετούν διπλό σκοπό: φανερώνουν ότι ο Οδυσσεύς θα βρει ένα ακροατήριο ανυπόμονο να ακούσει και, εξ ίσου σημαντικά, του επιτρέπουν να θεωρεί δεδομένη τη γνώση της τρωικής παραδόσεως ώστε να ξεκινήσει την εξιστόρηση των δικών του περιπλανήσεων χωρίς καμία νύξη για το τι συνέβη εκεί.
Λίγο πριν αναχωρήσει ο Οδυσσεύς από τους Φαίακες για την Ιθάκη, ο Δημόδοκος τραγουδά ξανά, αλλά δεν αναφέρεται το θέμα του τραγουδιού του. Ο ποιητής μας λέει μόνον [ν 27-28]:
…μετὰ δέ σφιν ἐμέλπετο θεῖος ἀοιδός,
Δημόδοκος, λαοῖσι τετιμένος[39].
Δεν υπήρχε πλέον ανάγκη να παρουσιαστεί κανείς χαρακτήρας ή να απαλλαχθεί ο ποιητής του βάρους να επαναλάβει μια γνωστή ιστορία, εξ ου και δεν αναφέρεται το τραγούδι.
Ο Φήμιος εκπληρώνει παρόμοια αποστολή στην Ιθάκη. Στην πρώτη ραψωδία, το σύντομο τραγούδι του για τη μοίρα των Αχαιών φανερώνει ότι η ιστορία της Τροίας δεν χρειάζεται να ξαναειπωθεί. Με τον τρόπο αυτόν, ακόμη και ο Οδυσσεύς στην επιστροφή του, αν και διηγήθηκε στη σύζυγό του τις περιπλανήσεις και περιπέτειές του [ψ 311-341], ποτέ δεν αναφέρει το γεγονός ότι βρέθηκε στην Τροία ούτε αφηγείται έστω και μια πράξη η οποία συνέβη εκεί. Κάθε βάρδος δημιουργούσε με τα τραγούδια του την εντύπωση ότι η τρωική ιστορία ήταν ήδη γνωστή, επομένως ο ποιητής ξεπερνά την αναγκαιότητα της επαναλήψεως, για χάρη των δύο ακροατηρίων του στο ποίημα, μιας ιστορίας ήδη γνωστής στους ιδικούς του ακροατές.
Οι διάφοροι επιτήδειοι μηχανισμοί με τους οποίους ο ποιητής αντιμετωπίζει την ανάγκη επαναλήψεως οικείων ιστοριών, με έπεισε ότι η Ιλιάς και η Οδύσσεια δεν επαναλαμβάνουν παραδόσεις ήδη γνωστές αλλά είναι οι ίδιες νέες και αυθεντικές δημιουργίες, όχι παλαιό υλικό το οποίο παρουσιάστηκε εμμέτρως, αλλά νέο υλικό το οποίο δημιουργήθηκε για νέα ποιήματα. Χωρίς μια Ιλιάδα δεν θα υπήρχε παρά μόνον αόριστη παράδοση για την οργή του Αχιλλέως και χωρίς μια Οδύσσεια δεν θα υπήρχε παρά μόνον αόριστη παράδοση για τον νόστο του Οδυσσέως.
Σε κανέναν βάρδο δεν επιτρέπεται να ολοκληρώσει το τραγούδι του και μας προσφέρεται μόνον μια σύντομη περιγραφή του θέματος, πλην του άσματος του Δημοδόκου το οποίο αναφέρεται στον έρωτα Αρέως και Αφροδίτης [θ 266-366]. Το τραγούδι αυτό είναι άσχετο με την ηρωική παράδοση και παρουσιάζεται ως αντιπροσωπευτικό δείγμα φαιακικού άσματος, το οποίο τραγουδιέται στο συμπόσιό τους προκειμένου να ευχαριστήσει τον ηγέτη και τον λαό του, όπως επίσης τον φιλοξενούμενό τους, και προσφέρει κάποια ένδειξη για τα πράγματα που ευχαριστούσαν αυτόν τον λαό ο οποίος απολάμβανε την καλοπέραση και την ηδονή.
Η ανικανότητα να κατανοηθεί το γεγονός ότι οι βάρδοι παρουσιάζονται ως ποιητικός μηχανισμός και όχι για τα τραγούδια τους, προκάλεσε όλη αυτήν την τεράστια και μάταιη βιβλιογραφία από τον Welcker στον Finsler, η οποία προσπαθεί να ανακατασκευάσει την αυθεντική ποίηση του Ομήρου από τραγούδια όπως αυτά τα οποία οι Φήμιος και Δημόδοκος υποτίθεται ότι τραγούδησαν. Καμία ανάγκη για την παρουσία βάρδων δεν υπάρχει στην Ιλιάδα, εξ ου και δεν εμφανίζονται στο ποίημα. Ουδείς αμφιβάλει ότι έζησαν βάρδοι πριν από τη δημιουργία της Ιλιάδος, επομένως η παράληψη του ποιητού να τους χρησιμοποιήσει αποτελεί επιλογή και όχι άγνοια. Αποτελούν ποιητική αναγκαιότητα στην Οδύσσεια, όχι όμως στην Ιλιάδα, ώστε η παρουσία ή απουσία τους δεν αποδεικνύει την ύπαρξη διαφορετικού συγγραφέως.
Δεν υπάρχει δοκιμασία της γλώσσης, των εθίμων ή του πολιτισμού η οποία να μπορεί να δείξει ότι η Ιλιάς και η Οδύσσεια δεν δημιουργήθηκαν την ίδια εποχή. Πρέπει να θυμόμαστε ότι ένας ποιητής κρίνεται απ’ όσα λέει, όχι από όσα παραλείπει, ενώ ακόμη και αυτά που λέει αποτελούν ποίηση. Κανείς δεν μπορεί να ανακατασκευάσει τη θεολογία του Milton από την ποίησή του, αν αυτή η ποίηση αποτελούσε τη μοναδική πηγή γνώσεώς μας. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι οι θεοί του ομοίαζαν με αυτούς του Ομήρου, καθώς κάθε ποιητής ξεκινά το ποίημά του επικαλούμενος τη Μούσα. Ο «Άμλετ» ίσως φαίνεται να ανήκει στην εποχή όπου οι άνδρες πολεμούσαν με τόξα και σφεντόνες, γράφοντας για [III, i, 60]: «τις σφεντόνες και τα βέλη μιας αποτρόπαιης μοίρας» αλλά ο Μάρκελλος στο ίδιο έργο ερωτά [I, i, 72]: «γιατί κατασκευάζονται καθημερινώς τόσα πολλά χάλκινα κανόνια;»
Σε κάποια σημεία η θεολογία του Milton μοιάζει – και είναι – απολύτως παγανιστική, ενώ σε άλλα σημεία απολύτως χριστιανική ενώ ο Σαίξπηρ στο ίδιο έργο αναφέρει σφεντόνες, βέλη και χάλκινα κανόνια, το καθένα συμφώνως προς την ιδική του ποιητική φαντασία. Έως ότου καταφέρουμε να αποδείξουμε ότι ο Όμηρος σε ένα χωρίο δεν αναφέρει, επειδή δεν το γνωρίζει, κάτι το οποίο αναφέρει σε κάποιο άλλο χωρίο, δεν μπορούμε να αποδείξουμε την ύπαρξη ποικίλων πολιτιστικών στρωμάτων στην ομηρική ποίηση.
Οι μελετητές του Ομήρου οφείλουν τεράστιο χρέος στο έργο των μεγάλων αρχαιολόγων, οι ανακαλύψεις των οποίων διέλυσαν τόσο συντριπτικώς πολλές από τις πλέον περίφημες αποδείξεις των αναλυτικών. Ούτε μια ανακάλυψη η οποία πραγματοποιήθηκε στην Τροία, στην Τίρυνθα, στις Μυκήνες ή άλλου δεν επιβεβαίωσε ούτε μια από τις πολλές υποθέσεις τους. Χωρίς τις μεγάλες ανακαλύψεις στα βασίλεια των Πριάμου και Αγαμέμνονος θα ήταν αδύνατον να πειστούν όσοι ειλικρινώς αμφέβαλλαν για την ιστορική πραγματικότητα της Τροίας ή για το μεγαλείο των Μυκηνών, ώστε να αναστυλωθεί η πίστη ότι ο τρωικός πόλεμος ήταν κάτι περισσότερο από απλή φαντασία. Εάν ο Σλήμαν αποδεχόταν τη θεωρία η οποία θριάμβευε παντού την εποχή του και αμφέβαλε για την ενότητα και αξιοπιστία της Ιλιάδος, η Τροία ίσως δεν είχε ποτέ ανακαλυφθεί και οι εραστές του Ομήρου δύσκολα θα τολμούσαν να πιστέψουν στην ομηρική ενότητα.
Οι αρχαιολόγοι, άνθρωποι οι οποίοι ασχολούνται με ενσώματα αντικείμενα, είναι κατά κανόνα ενωτικοί. Με μεγάλη ευχαρίστηση παραθέτω τα λόγια του Wace, το υψηλό κύρος του οποίου εγγυάται το γεγονός ότι είναι επί σειρά ετών και παραμένει διευθυντής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών. Σε ένα πρόσφατο τεύχος της Edinburgh Review (Ιούλιος 1919) έγραψε τα κάτωθι:
Το νέφος του Wolf εξακολουθεί να πλανάται πάνω από τη μελέτη του Ομήρου. Επέδρασε καταστρεπτικώς στις ομηρικές σπουδές οι οποίες με άλλον τρόπο, χάρις στην εξέλιξη της αρχαιολογίας, πραγματοποίησαν εκπληκτική πρόοδο… Πρέπει να εγκαταλείψουμε τη θεωρία του Wolfκαι ό,τι αυτή συνεπάγεται. Οι Ιλιάς και Οδύσσεια καταγράφθηκαν όταν συντέθηκαν και το κείμενο ουσιαστικώς δεν μεταβλήθηκε έκτοτε. Όσο περισσότερο αφιερώσουμε τους εαυτούς μας στα ίδια τα ποιήματα, τόσο περισσότερο θα αναζωογονηθούμε και τόσο περισσότερο η εμπιστοσύνη στην πίστη μας θα ενισχυθεί.
Η πλήρης αυτή μεταβολή στάσεως εκ μέρους των απροκαταλήπτων ερευνητών οφείλεται στο γεγονός ότι πριν από λίγα χρόνια πανεπιστημιακοί, κουρασμένοι από την προσπάθειά τους να οικοδομήσουν μια αξιόλογη οικοδομή βασισμένοι στις υποθέσεις των υψηλών κριτικών, λόγω της κοπώσεώς τους αυτής στράφηκαν ξανά στη μελέτη του Ομήρου.
Παραρτημα Εικόνων Κεφαλαιου Δ΄
Εικόνα 1
Ασημένιο ρυτό το οποίο ανακαλύφθηκε στην ακρόπολη των Μυκηνών στον 4ο τάφο του ταφικού περιβόλου Α και χρονολογείται περί τον 15ο αιώνα π.Χ. Απεικονίζει (μάλλον Αχαιούς) στρατιώτες οι οποίοι προσπαθούν να αποβιβαστούν στην ακτή, μπροστά από τα εχθρικά τείχη. Οι αντίπαλοι αμύνονται με σφενδόνες, βέλη ενώ μερικοί βαστούν ασπίδες.
Αριστερά το ρυτό όπως εκτίθεται σήμερα και δεξιά σχέδιο όπου φαίνεται το θέμα το οποίο απεικονίζει (Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).
[1] [«Τον Βοώτη που δύει αργά». Ο λαός αποκαλεί τις Πλειάδες «Πούλια». Το λαμπρότερο άστρο του Βοώτη είναι ο Αρκτούρος].
[2] [Ο Scott (“Assumed contradictions…”, βλ. κατωτέρω, σελ. 154) σημειώνει ότι κατά τους υπολογισμούς του, ο Οδυσσεύς επέστρεψε στην Ιθάκη περί το τέλος Οκτωβρίου. Όταν ο Τηλέμαχος ξυπνά στην καλύβα του Εύμαιου και ετοιμάζεται να επιστρέψει στο ανάκτορο, ο ζητιάνος-Οδυσσεύς του λέει ότι θα έρθει αργότερα διότι προτιμά να μείνει κοντά στη φωτιά μέχρι να βγει ο ήλιος αφ’ ου φοβάται το πρωινό ψύχος διότι δεν είναι κατάλληλα ντυμένος (ρ 20-25). Η δροσιά του πρωινού με τη ζέστη της ημέρας, αντιστοιχεί στο κλίμα της Ιθάκης περί το τέλος Οκτωβρίου. Πέρασε ο καιρός όπου το βράδυ αρκούσε ένα μάλλινο κάλυμμα. Πλην τούτου όμως, φανερώνεται ξανά η επιτηδειότητα με την οποία οικοδομεί το έργο του ο Όμηρος. Στην πραγματικότητα πρόκειται περί δικαιολογίας – ιδιαιτέρως ρεαλιστικής όμως – ώστε να εξηγήσει ο ζητιάνος στον Εύμαιο την απροθυμία του να ακολουθήσει τον πρίγκιπα στην πόλη].
[3] [Το ανάκτορο της μυκηναϊκής Πύλου ανακαλύφθηκε το 1939 περίπου 17 χιλιόμετρα βορείως της σημερινής Πύλου. Η σημερινή Πύλος ονομαζόταν παλαιότερα Ναβαρίνο].
[4] [93ο Fahrenheit = 33,9ο Κελσίου, 110ο-112ο Fahrenheit = 43,3ο-43,4ο Κελσίου].
[5] “Assumed contradictions in the seasons of the Odyssey”, Classical Philology, 11 (1916), 148-155.
[6] [«Το ιερό Ίλιο στην πεδιάδα ιδρυθεί»].
[7] [Περίπου 13 χιλιόμετρα από την είσοδο των Δαρδανελίων].
[8] Troy, a study in Homeric geography, 169, 12. [Βλ. την ενθουσιώδη βιβλιοκριτική του Scott, The Classical Journal, 8 (1913), 350-352. Tο βιβλίο ανατυπώθηκε το 2014 από τον Cambridge University Press].
[9] “Topographische Probleme der Ilias”, Hermes XLII, 78.
[10] Die Ilias und Homer, 333.
[11] [«Καλοκτισμένη πόλη»· Η 180 και Β 569 αντιστοίχως αλλά απαντούν σποραδικώς].
[12] [1 ουγκιά = 0,028 χιλιόγραμμα, 60 ουγκιές = 1,7 χιλιόγραμμα].
[13] [«Τα καλοστριμμένα νήματα από μαλλί προβάτου»].
[14] Fowler and Wheeler, Greek Archaeology, 90.
[15] Ό.π. 77.
[16] [Arthur Evans και λοιποί] Anthropology and the Classics, 57 [σήμερα δεν αμφισβητείται πλέον ότι οι Μυκηναίοι διέθεταν μεταλλικούς θώρακες λόγω των αρχαιολογικών ευρημάτων. Περίφημος είναι ο χάλκινος θώρακας εξ ελασμάτων ο οποίος ανακαλύφθηκε στα Δενδρά και φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου].
[17] Bassett, “The palace of Odysseus”, Am. Jour. of Archaeology, 1919, 288 επ.
[18] Όπως αναφέρει ο καθηγητής Bradley στον οποίο παραπέμπει η Δεσποινίς Stawell, Homer and the Iliad, 108.
[19] [“Non-Odyssean words found in the Iliad”, Classical Philology, 13 (1918), 53-59. Ο ακριβής αριθμός είναι 1.471 λέξεις. Ο Scott σημειώνει ότι ο Ησίοδος, ο οποίος έγραψε στην ίδια διάλεκτο και στο ίδιο μέτρο με τον Όμηρο, περιέχει περισσότερες από 1.000 λέξεις οι οποίες δεν απαντούν στον Όμηρο, παρά τη μικρή χρονική περίοδο που τους χωρίζει].
[20] [Η προσωπική φορητή φωτογραφική μηχανή, η οποία έλαβε το όνομά της από την εταιρεία «Kodak» που την πρωτοκυκλοφόρησε].
[21] Neue Jahrbücher f. d. cl. Phil., 1919, 1-16.
[22] [«Στα γόνατα της Αθηνάς»· ο Scott παραθέτει το αρχαίο κείμενο].
[23] [Πέφτω και αγκαλιάζω τα γόνατα κάποιου προκειμένου να τον ικετεύσω].
[24] [Ο Scott παραθέτει τη λέξη στην αρχαία].
[25] [Βλ. π.χ., Ρ 514, α 400].
[26] Επίμετρο στο βιβλίο του Dörpfeld, Troja und Ilion.
[27] Μια εξαιρετική ανάλυση της θεωρίας του Bethe προσφέρει ο Drerup, Berliner phil. Wochenschrift, 1919, τ. 51 και 52.
[28] [υ 383, ω 211, 366, 389 (οι αναφορές στην ω αφορούν το ίδιο πρόσωπο). Σικελοί καλούνται οι βάρβαροι κάτοικοι της Σικελίας οι οποίοι σταδιακώς εξελληνίστηκαν· οι Έλληνες άποικοι καλούνται Σικελιώτες (π.χ. Διόδωρος Σικελιώτης)].
[29] Oldfather, Class. Weekly, VIII, 66.
[30] Finsler, Homer, I, 328 επ.
[31] Τα στατιστικά για τον Βιργίλιο παρατίθενται στον Thomson, De comparationibus Vergilianis. Βλ. επίσης, “Similes in Homer and in Virgil”, The Classical Journal, 13 (1918), 687.
[32] [«…όπως η κλαγγή των γερανών μπροστά από τον ουρανό, οι οποίοι φεύγουν μακριά από τον χειμώνα και τη συνεχή νεροποντή, και πετούν κλαγγίζοντας προς τις πηγές του ωκεανού, φέρνοντας θάνατο και καταστροφή στους άνδρες Πυγμαίους και νωρίς το πρωί τον κακό αγώνα τους προσφέρουν»].
[33] [«…μόλις τα άκουσε [τα λόγια αυτά], δάκρυα έρρεαν και το πρόσωπό της έλιωνε, όπως το χιόνι λιώνει στα ψηλά βουνά, που ο Σιρόκος το λιώνει και ο Πουνέντες το κατευθύνει, και όπως λιώνει γεμίζουν τα ποτάμια και ρέουν…»].
[34] [«…όπως στον ουρανό τα άστρα λάμπουν γύρω από το ολόγεμο φεγγάρι όταν ο άνεμος είναι νήνεμος και κάθε βράχος, βουνοκορφή και ξέφωτο καθαρά ξεχωρίζουν, και στον ουρανό απέραντος είναι ο αιθέρας, όλα φαίνονται τα άστρα, και χαίρεται η καρδιά του βοσκού…»].
[35] [«…όπως τα όρνια με γαμψά νύχια και αγκυλοειδή ράμφη που ήρθαν από τα βουνά και χίμηξαν πάνω σε μικρότερα πουλιά, τα οποία τρομαγμένα από τα σύννεφα κατεβαίνουν να πετάξουν πάνω από την πεδιάδα [κοντά στη γη] αλλά τα όρνια τα καταδιώκουν και τα σκοτώνουν, αφ’ ού ούτε να αντισταθούν ούτε να ξεφύγουν μπορούν· και οι άνδρες διασκεδάζουν με το κυνήγι αυτό…»].
[36] [«…και τραγούδησε τον οδυνηρό νόστο των Αχαιών από την Τροία, όπως τον όρισε η Παλλάς Αθηνά»].
[37] [«Από το Ίλιον ο άνεμος με οδήγησε στους Κίκονες»].
[38] [“The sources of the Odyssey”, The Classical Journal, 12 (1916), 124-125].
[39] [«…και μεταξύ τους τραγούδησε ο θεϊκός αοιδός Δημόδοκος, τον οποίον όλος ο λαός τιμούσε»].
πηγή: istorikathemata