Το απόλυτο γεγονός της αρχαίας Ελλάδος είναι η ποίηση του Ομήρου, η οποία αποτελούσε επίκεντρο της παιδείας, πηγή της μυθολογίας, κανόνα της λογοτεχνίας, έμπνευση των καλλιτεχνών· όλοι τη γνώριζαν και όλοι παρέπεμπαν σε αυτήν. Ο Όμηρος αποτελούσε πηγή τέτοιου κύρους, ακόμη και σε ζητήματα άσχετα με την ποίηση, ώστε αντίπαλα κράτη λέγεται ότι ρύθμισαν τις εδαφικές διαφορές τους ερμηνεύοντας τους στίχους του[1]. Περνώντας στη δύση, η δύναμη του ομηρικού στίχου μεταμόρφωσε τη λατινική γλώσσα, κάνοντας τους Ρωμαίους να εγκαταλείψουν τις δικές τους ποιητικές φόρμες και αναγκάζοντας τη γλώσσα αυτή, με τις μακρές καταλήξεις των πτώσεών της, να βαδίζει σε δακτυλικούς ρυθμούς. Το αρχαιότερο λατινικό κείμενο του οποίου έχει διασωθεί κάποιο απόσπασμα, είναι μια μετάφραση της Οδύσσειας[2] ενώ η σπουδαιότερη ποιητική δημιουργία της ρωμαϊκής Ιταλίας, η «Αινειάς» του Βιργιλίου, αποτελεί λογοτεχνικό αμάλγαμα και διασκευή της Ιλιάδος και της Οδύσσειας. Ο Όμηρος μπόρεσε έτσι να επηρεάσει στη συνέχεια τη μεγαλοφυΐα του Δάντη ενώ η εισαγωγή του Milton στον «Χαμένο Παράδεισο»: «Τραγούδα ουράνια μούσα», φανερώνει τη συγγένεια του ποιήματος αυτού με την ομηρική ποίηση.
Τίποτε δεν μπορεί να αποδείξει καλλίτερα την πρωτοκαθεδρία του Ομήρου από το γεγονός ότι ανάμεσα στα αποσπάσματα παπύρων τα οποία ανακαλύφθηκαν στην Αίγυπτο, τετρακόσια εβδομήντα προέρχονται από ήδη γνωστά έργα, εκ των οποίων διακόσια εβδομήντα, πολύ περισσότερα από τα μισά, ανήκουν στον Όμηρο. Ο Δημοσθένης έρχεται δεύτερος με μόλις τριάντα και ο Πλάτων τρίτος με είκοσι[3].
Η δημοφιλία του Ομήρου στην Αίγυπτο αντιστοιχεί με την καλλίτερη άποψη της κλασσικής Ελλάδος διότι ο Πλάτων, ο οποίος ανδρώθηκε όσο ζούσε ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης, θεωρούσε τον Όμηρο ως τον ανώτατο όλων των τραγικών ποιητών [«Πολιτεία» Ι΄, 607a]. Παραδόξως, τα αυθεντικά έργα του Πλάτωνος περιέχουν μόλις μια παράθεση από αυτούς τους μεγάλους δραματουργούς και περισσότερες από εκατό παραθέσεις από τον Όμηρο, πολλές εκ των οποίων περιλαμβάνουν αρκετούς στίχους[4]. Στον νου του αρχαίου κόσμου ο Όμηρος στεκόταν απολύτως μόνος ώστε ο μέγας κριτικός της λογοτεχνίας, ο Λατίνος Κοϊντιλιανός, να γράψει ότι κανείς δεν μπορεί να μιμηθεί τον Όμηρο ενώ αποτελεί δείγμα ικανότητος να κατορθώσει κάποιος να εκτιμήσει την τέχνη του (Χ, 1, 50). Ο Οράτιος, η ποίηση του οποίου αποτελεί ασφαλή εγγύηση της φιλολογικής του οξύνοιας, αναφέρεται στον Όμηρο ως τον ποιητή με την απόλυτη καλαισθησία, «qui nilmolitur inepte»[5] («Ars poetica» 140).
Αυτός ο πρώτος και μέγιστος των ποιητών, ζει μόνον στην ποίησή του. Στα ποιήματά του δεν μας αποκαλύπτει απολύτως τίποτε για τον εαυτό του, το όνομά του, το σπίτι του, την ηλικία του ή τους προγόνους του ενώ μπορούμε μόνον να υποθέσουμε τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις του καθώς διαβάζουμε αυτές τις πεποιθήσεις μέσα από τις πράξεις ή τις περιγραφές των ποιημάτων.
Ο Όμηρος υπήρξε τέτοιος τεχνίτης της δραματικής αφηγήσεως ώστε κάθε χαρακτήρας του αντιπροσωπεύει μόνον τον ίδιο [τον χαρακτήρα] γιατί μόλις οι Νέστωρ, Αχιλλεύς, Ελένη, Έκτωρ ή Αγαμέμνων εισάγονται στο έργο, καθένας φαίνεται να ζει τη δική του ζωή, ελεύθερος να πράξει ή να μιλήσει όπως επιθυμεί, απολύτως ανεξάρτητα από τον νου ο οποίος τον δημιούργησε.
Ο ποιητής δεν φαίνεται ποτέ να κάνει κάποιον υπαινιγμό σε σύγχρονά του γεγονότα, επομένως είναι αδύνατον να τον τοποθετήσουμε σε συγκεκριμένο χρόνο. Επίσης, οι αναφορές του σε ποταμούς και όρη, στη γη και στη θάλασσα, είναι τόσο απρόσωπες, τόσο εντεταγμένες στην ιστορία την οποία διηγείται, ώστε να προσδιορίσουμε την καταγωγή του είναι εξ ίσου δύσκολο με το να ορίσουμε τον χρόνο που έζησε.
Όχι μόνον δεν αναφέρει κανένα σύγχρονό του πρόσωπο ή γεγονός αλλά ο ίδιος, επίσης, δεν αναφέρεται ονομαστικώς σε καμία σύγχρονή του πηγή ώστε πρακτικώς κάθε πληροφορία την οποία διαθέτουμε γι’ αυτόν να οφείλεται στη δημιουργική φαντασία όσων διέθεταν ελάχιστα ή καθόλου στοιχεία για να την προσφέρουν πλην συμπερασμάτων τα οποία αντλούσαν από τα ίδια τα ποιήματα. Αποτελεί αξιοσημείωτο γεγονός ότι οι διάφορες παραδόσεις αναφορικώς με τον Όμηρο, τη ζωή και το έργο του, καθίστανται πληρέστερες και περισσότερο σαφείς όσο περισσότερο απομακρύνονται από κάθε πιθανή πηγή γνώσεως. Η προσωπική μου πεποίθηση είναι ότι ο Όμηρος γεννήθηκε στη Σμύρνη, ότι ταξίδεψε πολύ, ότι η νήσος της Χίου ήταν στενά συνδεδεμένη και τη ζωή του και ότι έζησε περίπου το 900 π.Χ.[6] ή περίπου εκατό έτη μετά τη σύνθεση των «Ψαλμών» από τον Δαυΐδ και των «Παροιμιών» από τον Σολομώντα. Η σπουδαιότερη περίοδος της εβραϊκής λογοτεχνίας αντιστοιχεί περίπου στην εποχή του Ομήρου.
[…]
Η αρχαιότερη εικασία που διαθέτουμε σχετικώς με τη χρονολόγηση του Ομήρου προέρχεται από τον Ηρόδοτο (Β΄, 53) ο οποίος, αντιπαραβάλλοντας τη μεγάλη αρχαιότητα της Αιγύπτου με τον πρόσφατο πολιτισμό της Ελλάδος, σημειώνει ότι δεν θα τοποθετούσε τον Όμηρο σε εποχή παλαιότερη πριν από τετρακόσια χρόνια από την ιδική του· η γνώμη αυτή δεν προέκυψε από άλλους αλλά αποτελούσε προσωπικό συμπέρασμα. Καθώς ο Ηρόδοτος ήκμασε στο μέσο του 5ου αιώνος π.Χ., η εκτίμησή του τοποθετεί τον Όμηρο στο μέσον του 9ου αιώνος, μια εποχή από την οποία ο ελληνικός πολιτισμός κατέλειπε εντυπωσιακώς ελάχιστα στοιχεία προκειμένου να μπορούμε να επιβεβαιώσουμε την εικασία. Το πόσο σημαντική είναι η ανεξάρτητη άποψη του Ηροδότου μπορούμε να το κρίνουμε από το γεγονός ότι ακόμη και αυτή η εκτίμηση τοποθετεί τον Όμηρο σε μια εποχή τόσο μακρινή από την ιδική του όσο ο Κολόμβος βρίσκεται από την ιδική μας.
Οι πληροφορίες των ποιημάτων από τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε ενδείξεις σχετικώς με τη χρονολογία του ποιητού, είναι εξαιρετικώς περιορισμένες. Η Οδύσσεια (ω 89) περιγράφει παλαιστές να ζώνονται. Γνωρίζουμε όμως ότι οι αθλητές αγωνίζονταν γυμνοί από την δεκάτη πέμπτη Ολυμπιάδα, επομένως υποθέτουμε ότι ο στίχος αυτός είναι αρχαιότερος του 720. Όταν ο ποιητής μιλά για τη Φοινίκη δεν αναφέρει ποτέ την Τύρο ή τους Τυρίους αλλά μόνον τη Σιδώνα και τους Σιδωνίους. Η Σιδών κατεστράφη ολοκληρωτικώς το 677, αφήνοντας την Τύρο σαν μοναδική κληρονόμο του μεγαλείου της Φοινίκης, επομένως με τη χρήση των λέξεων Σιδών και Σιδώνιοι ο Όμηρος περιγράφει μια κατάσταση η οποία τερματίστηκε το 677 π.Χ.[7] Το γεγονός ότι η Λυδία καλείται αποκλειστικώς με το παλαιότερο όνομα Μαιονία δεν μας βοηθά να προσδιορίσουμε τη χρονολογία διότι δεν γνωρίζουμε πότε το όνομά της άλλαξε σε Λυδία. Ακόμη όμως και αν το γνωρίζαμε, πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Όμηρος είναι ποιητής και μπορούσε να χρησιμοποιεί ένα παλαιότερο όνομα ακόμη και αν το νεώτερο χρησιμοποιούταν πλέον αποκλειστικώς· ο Milton αναφέρει τον Αλέξανδρο ως Ημαθό κατακτητή μια εποχή όπου η Μακεδονία ήταν παγκοσμίως γνωστή αλλά η Ημαθία επιβίωνε μόνον ανάμεσα στους λογίους. Από την άλλη πλευρά, ο Όμηρος μιλά για τους άνδρες οι οποίοι πολέμησαν στην Τροία σαν να ανήκουν σε μια γενεά πολύ ανώτερη αυτής της εποχής του. Αλλά ακόμη και σε αυτό το σημείο οι αναφορές του είναι τόσο ασαφείς ώστε πολλοί παλαιοί και μερικοί νεότεροι μελετητές θεωρούν τον Όμηρο σύγχρονο των γεγονότων που περιγράφει.
Οι ανακαλύψεις που πραγματοποιήθηκαν στην Τροία, στις Μυκήνες και σε άλλες περιοχές αρκούν προκειμένου να αποδείξουν ότι η Τροία καταστράφηκε τον 12ο αιώνα, επομένως ο Όμηρος είναι μεταγενέστερος του γεγονότος αυτού. Οι Ιλιάς και Οδύσσεια φαίνεται να ήταν γνωστές στον Ησίοδο, ο οποίος αναφερόταν σε αυτές, τις άλλαζε ή τις διόρθωνε, αλλά ποτέ δεν ανέφερε τα ονόματά τους ή το όνομα του συγγραφέως τους. Ο Ησίοδος με δυσκολία μπορεί να τοποθετηθεί αργότερα από το μέσον του 8ου αιώνος. Ο Τέρπανδρος λέγεται ότι κέρδισε, περί το 675 π.Χ., τη νίκη σε έναν μουσικό διαγωνισμό στον οποίο συνέθεσε καινούργια μουσική για τα έπη του Ομήρου ενώ η Ιλιάς και η Οδύσσεια φαίνεται να αποτελούν το πλαίσιο ή την αφετηρία όλων αυτών των παραδόσεων οι οποίες συντέθηκαν εμμέτρως κατά τη διάρκεια των πρώτων Ολυμπιάδων.
Όσο πολύ και αν επηρέασε ο Όμηρος την ποίηση της εποχής αμέσως μετά την ιδική του, είναι αξιοσημείωτο ότι δεν έχει διασωθεί καμία αναφορά στο όνομά του από κανέναν συγγραφέα πριν από το δεύτερο ήμισυ του 6ου αιώνος, ενώ ακόμη και αυτή η αναφορά οφείλει τη διάσωσή της σε συγγραφείς οι οποίοι έζησαν μετά τον Χριστό και την παρέθεσαν στα γραπτά τους. Η πρώτη γνωστή αναφορά απαντά στον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο, ο οποίος επικρίνει τον Όμηρο για τα απρεπή χαρακτηριστικά που αποδίδει στους θεούς. Ο τρόπος που γράφει ο Ξενοφάνης προσδίδει μεγάλη αρχαιότητα στην ποίηση του Ομήρου, ειδικώς η φράση [απ. 28]:
ἐξ ἀρχῆς καθ’ Ὅμηρον ἐπεὶ μεμαθήκασι πάντες[8].
Αυτή η πρώτη αναφορά που διασώθηκε για τον Όμηρο δεν είναι παλαιότερη του 550, ενώ η Ιλιάς και η Οδύσσεια αναφέρονται και το όνομά τους για πρώτη φορά στα γραπτά του Ηροδότου ή περίπου εκατό χρόνια μετά τον Ξενοφάνη.
Το σκότος που περιβάλει τον Όμηρο είναι επομένως και μακρύ και πυκνό, αλλά περισσότερο εντυπωσιακό από αυτή τη σιωπή είναι ότι τα δύο αυτά μεγάλα ποιήματα έφθασαν σε μας ολόκληρα. Σε κανένα από τα δύο δεν υπάρχουν ούτε κενά, ούτε ατελείς στίχοι, ούτε αποσπασματικώς σωζόμενα χωρία. Ούτε ένας αρχαίος συγγραφέας δεν υπαινίσσεται έστω και μια σκηνή από την Ιλιάδα ή την Οδύσσεια η οποία να μην υπάρχει στο σημερινό κείμενο των ποιημάτων αυτών, έστω και αν σώθηκαν μερικοί τυχαίοι στίχοι οι οποίοι δεν ανήκουν στην κανονική έκδοση.
Τι υποδηλώνει η διατήρηση ποιημάτων τόσο αρχαίων και τόσο μεγάλων μπορεί να γίνει αντιληπτό από το γεγονός ότι πολλά πρώιμα έπη όπως η «Θηβαΐς», τα «Κύπρια», η «Μικρά Ιλιάς», η «Ιλίου πέρσις», οι «Νόστοι», ποιήματα του Επικού Κύκλου, έχουν χαθεί τελείως ή διασώθηκαν τυχαίως αποσπάσματά τους ή αναφορές σε αυτά από μεταγενεστέρους συγγραφείς. Οι υψηλοί κριτικοί του Ομήρου όμως, όπως οι Verrall,Murray και Wilamowitz, δεν προβαίνουν σε καμία διάκριση μεταξύ της Ιλιάδος και της Οδύσσειας και των χαμένων αυτών ποιημάτων καθώς θεωρούν ότι προέρχονται από την ίδια πηγή. Ο Verrall σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στην Quarterly Review τον Ιούλιο 1908, γράφει: «Ο λεγόμενος Όμηρος αποτελεί μια νεφελώδη μάζα παλαιάς ποιήσεως η οποία χωρίστηκε σε ξεχωριστά κείμενα όπως οι «Ιλιάς», «Οδύσσεια», «Κύπρια», «Αιθιοπίς», «Μικρά Ιλιάς», «Νόστοι» και σε άλλα ακόμη, για εκπαιδευτικούς σκοπούς από Αθηναίους λογίους περί το 600-500 π.Χ.» Ο Murray στο Rise of the Greek Epic προσπαθεί να αποδείξει ότι όλα τα πρώιμα έπη δημιουργήθηκαν σταδιακώς κατά τη διάρκεια των αιώνων από την εργασία αναρίθμητων βάρδων. Στη σελ. 200 αναφέρει: «Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά τα ποιήματα ή αυτή η μάζα της παραδόσεως σε έμμετρη μορφή, μεγάλωναν το ένα δίπλα στο άλλο επί αιώνες». Ο Wilamowitz σταθερώς υποστηρίζει ότι στην αρχή του 5ουαιώνος όλη η επική ποίηση αποδόθηκε στον Όμηρο και ακόμη ένας τόσο οξυδερκής στοχαστής όσο ο AndrewLang συμφώνησε με την άποψη αυτή διότι σε μια διάλεξη η οποία δημοσιεύθηκε στο Anthropology and theClassics [1908, σελ. 45] λέει: «Στον Όμηρο, οι Έλληνες των πρώιμων ιστορικών ετών, απέδιδαν το μεγάλο σώμα της αρχαίας επικής ποιήσεως».
Αν οι απόψεις αυτές ανταποκρίνονται στην αλήθεια και στην πρώιμη ιστορική Ελλάδα πράγματι θεωρούσαν όλον αυτόν τον μεγάλο κύκλο σαν να είχε κοινή προέλευση και όμοια καλλιτεχνική αξία, τότε λίγα μένουν να ειπωθούν αναφορικώς με τον Όμηρο, τον άνθρωπο, τον δημιουργό της Ιλιάδος και της Οδύσσειας, καθώς τόσα πολλά και τόσα μεγάλα ποιήματα δεν θα μπορούσαν ποτέ να προέρχονται από έναν μόνον άνθρωπο αλλά θα αποτελούσαν το έργο συντεχνιών ή σχολών που εργάζονταν επί σειρά ετών. Η εξέταση της υποτιθέμενης αντίληψης των αρχαίων ότι ο Όμηρος υπήρξε ο συγγραφέας όλων αυτών των ποιημάτων αποτελεί τον πρώτο σταθμό κάθε ολοκληρωμένης μελέτης του Ομηρικού Ζητήματος.
Κανείς συγγραφέας πριν από τον θάνατο του Αριστοτέλους δεν παραθέτει απόσπασμα, μαζί με το όνομα του ποιήματος, ούτε από έναν στίχο κάποιου εξ αυτών των έργων, πλην της Ιλιάδος και της Οδύσσειας, αναφέροντάς τα ως έργα του Ομήρου. Δεν υπάρχει ούτε ένας ο οποίος να γράφει: «Όπως ο Όμηρος λέει στη «Θηβαΐδα», στα «Κύπρια» ή στη «Μικρά Ιλιάδα»». Οι συγγραφείς των καλλιτέρων περιόδων της ελληνικής λογοτεχνίας, συχνά παραθέτουν στίχους της Ιλιάδος ή της Οδύσσειας ξεκινώντας με τις φράσεις: «Όπως λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα» ή «Όπως λέει ο Όμηρος στην Οδύσσεια» ενώ ο συνηθισμένος τρόπος των πρώιμων συγγραφέων ή γραμματικών για να παραπέμπουν στα ποιήματα του Επικού Κύκλου ήταν: «Όπως ο συγγραφεύς των «Κυπρίων» λέει» ή «Όπως ο ποιητής της «Μικράς Ιλιάδος» γράφει», και με αυτόν τον τρόπο παρέπεμπαν σε ολόκληρο τον Κύκλο. Ποτέ όμως δεν έχω δει ένα πρώιμο παράδειγμα όπου χρησιμοποιούνται παρόμοιες αόριστες φράσεις σχετικώς με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Όπως προανέφερα, ο κανονικός τρόπος είναι: «Όπως λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα» ή «Όπως λέει ο Όμηρος στην Οδύσσεια». Η συγγραφή των δύο αυτών ποιημάτων δεν αποδίδεται ποτέ σε κάποιον απροσδιόριστο ποιητή ή πηγή.
Όλα τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλονται προκειμένου να αποδειχθεί η ομηρική συγγραφή του Κύκλου – και με τον όρο Κύκλος εννοώ όλα τα ποιήματα που συνδέονται με τη Θήβα και την Τροία πλην της Ιλιάδος και της Οδύσσειας – και όλες οι παραπομπές, προέρχονται είτε από πολύ μεταγενεστέρους συγγραφείς είτε από χαμένα έργα πρωίμων συγγραφών τα οποία διασώθηκαν εκ συμπτώσεως σε αποσπασματική μορφή και εκτός του πλαισίου τους, το νόημα των οποίων αποτελεί κατά κύριο λόγο ζήτημα ερμηνείας, εικασιών και διορθώσεων. Όλες αυτές οι έμμεσες πληροφορίες πρέπει να χρησιμοποιούνται με τεράστια προσοχή και κανένα αόριστο απόσπασμα κανενός συγγραφέως, όσο σπουδαίος ή πρώιμος ο συγγραφέας αυτός μπορεί να είναι, δεν πρέπει να θεωρείται ως απόλυτη απόδειξη.
Οι λογοτεχνικές παραπομπές από σύγχρονους συγγραφείς είναι συχνά προδήλως λανθασμένες. Για παράδειγμα, στο American Magazine του Ιανουαρίου 1920, παρουσιάζεται ένας κατάλογος ερωτήσεων που η ικανότητα κάποιου να τις απαντήσει αποτελεί ένδειξη ευρείας μορφώσεως. Μια από τις ερωτήσεις είναι αυτή: «Για τί είναι ο Sheridan διάσημος;» Λίγες σελίδες αργότερα, δίδεται η απάντηση: «Ο Sheridan έγραψε το SheStoops to Conquer». Όποιος συνέταξε αυτήν την ερώτηση και αυτήν την απάντηση, πιθανότατα καθόταν σε ένα δωμάτιο στο οποίο βρίσκονταν τα έργα και του Sheridan και του Goldsmith, εν τούτοις, εάν ο ίδιος συγγραφέας είχε ζήσει πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, παρόμοια αναφορά θα αντιμετωπιζόταν σαν να αποτελεί πλήρη απόδειξη[9]. Δεν χρειάζεται να υπερβάλλουμε όταν αναφερόμαστε στο πλήθος των εσφαλμένων αναφορών στις σύγχρονες εφημερίδες μας ή στις παραθέσεις αποσπασμάτων που αποδίδονται εσφαλμένως στον Σαίξπηρ και στη Βίβλο. Επειδή τα βιβλία σπάνιζαν και ήταν ακριβά στην αρχαιότητα, οι ακριβείς παραπομπές και παραθέσεις αποσπασμάτων ήταν πολύ δυσκολότερες τότε από σήμερα. Οι Πλούταρχος, Αιλιανός και Αθήναιος, τρεις από τις βασικές πηγές αναφορών σε παλαιοτέρους συγγραφείς, είναι απελπιστικώς ανακριβείς, όπως κάθε προσεκτικός αναγνώστης αυτών των λογίων ανδρών γνωρίζει. Ο Πλάτων σε δύο περιπτώσεις παραθέτει τον ίδιο στίχο από τον Ησίοδο αλλά σε διαφορετική μορφή[10]. Επανειλημμένως δίνει κομμάτια από δύο στίχους σαν να ήταν ένας στίχος[11], παραθέτει μια ακανόνιστη φόρμα απολύτως γνησίων στίχων[12] ενώ στον νόθο «Θεάγη» (125b) αναφέρεται σαν να ανήκει στον Ευριπίδη ένας στίχος ο οποίος αποδίδεται, από άριστη πηγή, στον Σοφοκλή. Ο Αριστοτέλης, ο πιο μορφωμένος άνδρας της αρχαιότητος, παραθέτει τους λόγους του Οδυσσέως (μ 219) σαν να ανήκουν στην Καλυψώ («Ηθικά» Β΄, 9, 3), επαναλαμβάνει την ομιλία του Αγαμέμνονος (Β 393) σαν να εκφωνήθηκε από τον Έκτορα («Ηθικά» Γ΄, 11, 4) και στη «Ρητορική» (Γ΄, 9 1409b 8) αποδίδει έναν στίχο του Ευριπίδου στον Σοφοκλή. Ο Αριστοφάνης («Όρνιθες» 575) αντικαθιστά την Ήρα με την Ίριδα αναφερόμενος στην Ε 778. Τα σχόλια συχνά αποδίδουν στίχους στον Όμηρο οι οποίοι υπάρχουν σε σωζόμενα έργα άλλων συγγραφέων, π.χ. το σχόλιο στον Πίνδαρο («Ολυμπιόνικος» ΙΓ΄, 12) πιστώνει στον Όμηρο έναν στίχο που υπάρχει στην ποίηση του Θεόγνιδος ενώ άλλο σχόλιο στον Πίνδαρο («Νεμεόνικος» ΣΤ΄, 91) αναφέρει τον Όμηρο σαν πηγή ενός στίχου που υπάρχει στον Ησίοδο. Η ξεχωριστή θέση του Ομήρου τον καθιστούσε κάτι σαν καθολική πηγή για κάθε είδους στίχους. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να λησμονείται όταν εκτιμούμε την αξία των διαφόρων παραθέσεων. Έχοντας υπ’ όψιν αυτά τα πρόδηλα σφάλματα σε πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές, δεν μπορούμε να δεχθούμε παραθέσεις από μεταγενεστέρους και ανακριβείς συγγραφείς σαν απόλυτη απόδειξη για την πατρότητα της συγγραφής τους, εκτός αν η απόδειξη αυτή είναι σαφής, κατηγορηματική και επαληθεύεται από μια αξιόπιστη μαρτυρία.
Τα στοιχεία επάνω στα οποία βασίστηκε το συμπέρασμα ότι ο Όμηρος θεωρείτο κατά την πρώιμη αρχαιότητα ως συγγραφέας του Επικού Κύκλου, είναι τα κάτωθι: Η «Θηβαΐς»[13], ένα χαμένο ποίημα αναφορικώς με την εκστρατεία των Αργείων εναντίον της Θήβας, θεωρείται από τους Wilamowitz, Finsler και πολλούς άλλους σαν το πρώτο ποίημα που αποδόθηκε οριστικώς στον Όμηρο. Αυτή η πρώτη αναφορά στον Όμηρο έγινε από τον Καλλίνο, έναν ελεγειακό ποιητή ο οποίος έζησε στην Έφεσο στην αρχή του 7ου αιώνος π.Χ. Πηγή αυτής της απόψεως αποτελεί μια πρόταση από τον Παυσανία Θ΄, 9, 5:
ἐποιήθη δὲ ἐς τὸν πόλεμον τοῦτον καὶ ἔπη Θηβαΐς· τὰ δὲ ἔπη ταῦτα Καλαῖνος ἀφικόμενος αὐτῶν ἐς μνήμην ἔφησεν Ὅμηρον τὸν ποιήσαντα εἶναι, Καλαίνῳ δὲ πολλοί τε καὶ ἄξιοι λόγου κατὰ ταὐτὰ ἔγνωσαν· ἐγὼ δὲ τὴν ποίησιν ταύτην μετά γε Ἰλιάδα καὶ τὰ ἔπη τὰ ἐς Ὀδυσσέα ἐπαινῶ μάλιστα[14].
Φαίνεται ότι το ανωτέρω χωρίο αποσκοπούσε απλώς να δείξει τη μεγάλη εκτίμηση που απολάμβανε η «Θηβαΐς» και ο ποιητής της ο οποίος θεωρείται ισότιμος του μεγάλου Ομήρου. Κανένα χειρόγραφο δεν αναφέρει το όνομα Καλλίνος σε αυτό το χωρίο αλλά όλα αναφέρουν Καλαίνος, επομένως ο Καλλίνος αποτελεί διόρθωση. Το όνομα Καλλίνος αποτελεί καθαρή εικασία αλλά ακόμη και αν όλα τα χειρόγραφα χρησιμοποιούσαν τον τύπο Καλλίνος, θα παρέμενε αμφίβολο αν εννοείτο ο ποιητής από την Έφεσο διότι ο πρώιμος αυτός ποιητής ήταν τόσο λίγο γνωστός ώστε το όνομά του απαντά πρώτη φορά στον Στράβωνα και όταν ο Στράβων αναφέρει το όνομά του προσθέτει τη φράση (ΙΓ΄, 604): «ὁ τῆς ἐλεγείας ποιητής». Και όταν αναφέρεται σε αυτόν λίγο αργότερα, προσθέτει ξανά τις λέξεις (ΙΓ΄, 627): «τὸν τῆς ἐλεγείας ποιητήν». Η επανάληψη της φράσεως φανερώνει ότι η απλή αναφορά του ονόματός του δεν επαρκούσε για να δηλώσει σαφώς το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται.
Ο Παυσανίας λίγο νωρίτερα (Η΄, 25, 4) έγραψε ότι η ιστορία της εκστρατείας κατά της Θήβας έγινε ποίημα από τον Αντίμαχο, ο οποίος στην εποχή του Παυσανίου αποτελούσε έναν από τους δημοφιλέστερους Έλληνες ποιητές ενώ ο Δίων Κάσσιος (ΞΘ΄, 4) σημειώνει ότι ο Αδριανός εκτιμούσε τον Αντίμαχο και τη «Θηβαΐδα» του περισσότερο από την ποίηση του Ομήρου. Ο Kinkel συγκέντρωσε πενήντα έξι αποσπάσματα από αυτή τη «Θηβαΐδα» του Αντιμάχου και μόνον επτά από το παλαιότερο ποίημα [του «Ομήρου»], τα περισσότερα εκ των οποίων είναι αμφίβολα.
Τα πρώιμα αποσπάσματα είναι τόσα λίγα ενώ αυτά του ποιήματος του Αντιμάχου τόσα πολλά ώστε η απλή αναφορά του ονόματος «Θηβαΐς» είναι σχεδόν σίγουρο ότι εννοεί το ποίημα του Αντιμάχου. Αλλά δεν μπορεί να υπάρχει καμία λογική αμφιβολία γι’ αυτό, καθώς ο Παυσανίας (Η΄, 25, 4) γράφει ότι αναφέρεται στο συγκεκριμένο ποίημα[15]. Ο Αδριανός έθεσε τον Αντίμαχο μπροστά από τον Όμηρο, ο Καλαίνος τον έκανε όμοιό του και ο Παυσανίας, ακόμη και αν εκτιμούσε το μεγαλείο της «Θηβαΐδος» του Αντιμάχου, τον έθεσε ακριβώς πίσω από τον Όμηρο. Ο Paley, στο Homeri Quae Nunc Extant κτλ. σελ. 39, υποστήριξε ότι ο Αντίμαχος της «Θηβαΐδος» ήταν ο πραγματικός ποιητής της Ιλιάδος και της Οδύσσειας. Τίποτε στον Παυσανία δεν δείχνει ότι δεν αναφέρεται στον Αντίμαχο· το κείμενο γράφει Καλαίνος και όχι Καλλίνος. Αλλά ακόμη και αν έγραφε Καλλίνος, δεν υπάρχει τίποτε που να μας επιτρέπει να τον ταυτίσουμε με τον ποιητή από την Έφεσο. Και όμως, αυτό είναι το μοναδικό στοιχείο που υποστηρίζει την άποψη ότι ο Όμηρος θεωρείτο τον 7οαιώνα π.Χ. ως ο ποιητής της «Θηβαΐδος».
Ο δεύτερος συγγραφέας, στον οποίο παραπέμπουν προσπαθώντας να αποδείξουν ότι ο Όμηρος θεωρείτο ο ποιητής της «Θηβαΐδος», είναι ο Ηρόδοτος και συγκεκριμένα το κάτωθι χωρίο (Ε΄, 67):
Κλεισθένης γὰρ Ἀργείοισι πολεμήσας τοῦτο μὲν ῥαψῳδοὺς ἔπαυσε ἐν Σικυῶνι ἀγωνίζεσθαι τῶν Ὁμηρείων ἐπέων εἵνεκα, ὅτι Ἀργεῖοί τε καὶ Ἄργος τὰ πολλὰ πάντα ὑμνέαται…[16]
Ο Grote στην History of Greece, II, 174, υποστήριξε ότι ήταν μάλλον η «Θηβαΐς» που τόσο όργισε τον Κλεισθένη και ο Wilamowitz τον ακολούθησε γράφοντας (H. U. 352[17]): «Αυτό [το χωρίο] μπορεί να βγάλει νόημα μόνον αν ο Όμηρος θεωρείτο σαν ο ποιητής της «Θηβαΐδος»». Ο Finsler το αποδέχεται αυτό σαν βεβαιωμένο γεγονός, λέγοντας στο Homer, I, 64: «Εννοείται η «Θηβαΐς» όταν ο τύραννος, ο Κλεισθένης, εξορίζει τους βάρδους από τη Σικυώνα, αφ’ ου η ομηρική ποίηση τόση λίγη δόξα προσέφερε στο Άργος». Επομένως, όλοι θεωρούσαν ότι δεν υπάρχει αρκετός έπαινος για τους Αργείους στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια προκειμένου να προκαλέσει την υπερηφάνεια των Αργείων και τον φθόνο των αντιπάλων γειτόνων τους, γι’ αυτό πετούν σε μια υποτιθέμενη «Θηβαΐδα», το περιεχόμενο της οποίας επίσης υποθέτουν. Οι Αργείοι ή το Άργος αναφέρονται σε κάθε ραψωδία της Ιλιάδος πλην της εικοστής [Υ] και, παρά το γεγονός ότι η Οδύσσεια αποσύρεται στην Ιθάκη ή σε κάποια παραμυθένια χώρα, απαντούν σε δεκαπέντε ραψωδίες·επομένως, αναφέρονται σε τριάντα οκτώ ραψωδίες του δικού μας Ομήρου. Η Ήρα είναι «ἡ Ἀργεία Ἥρα», η Ελένη είναι «ἡ Ἀργεία Ἑλένη» και ο Αγαμέμνων με το θεϊκό σκήπτρο του [Β 108]:
πολλῇσιν νήσοισι καὶ Ἄργεϊ παντὶ ἀνάσσειν[18].
Ο Rawlinson, μην έχοντας υπ’ όψιν του τη συζήτηση αυτή, γράφει στο σημείωμά του για το πρώτο κεφάλαιο στο έργο του Herodotus: «Η υπεροχή του Άργους στην αρχαιότητα υποδηλώνεται από τη θέση του Αγαμέμνονος την εποχή του τρωικού πολέμου και από τη χρήση της λέξεως «Αργείος» στον Όμηρο για να αναφερθεί γενικότερα στους Έλληνες. Το όνομα καμίας άλλης φυλής δεν χρησιμοποιείται με τον ίδιο γενικό τρόπο». Σε αυτό το σημείο, ο προσεκτικός αυτός ιστορικός θεμελιώνει την άποψη για την υπεροχή του Άργους αποκλειστικώς στην εκστρατεία της Τροίας, ήτοι στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν αποτελεί ζήτημα το οποίο βασίζεται σε πιθανότητες διότι γνωρίζουμε από τους ίδιους τους Αργείους το έπος το οποίο αναδείκνυε την υπερηφάνειά τους, καθώς σώζεται το κείμενο της ιδίας της επιγραφής την οποία έστησαν προς τιμήν του Ομήρου. Η επιγραφή αναφέρεται στο «Περί Ομήρου και Ησιόδου και του γένους και αγώνος αυτών» όπως εκδόθηκε στα έργα του Ησιόδου. Το ιστορικό της επιγραφής και το κείμενό της έχουν ως εξής [325]:
τῶν δὲ Ἀργείων οἱ προεστηκότες, ὑπερβολῇ χαρέντες ἐπὶ τῷ ἐγκωμιάζεσθαι τὸ γένος αὐτῶν ὑπὸ τοῦ ἐνδοξοτάτου τῶν ποιητῶν, αὐτὸν μὲν πολυτελέσι δωρεαῖς ἐτίμησαν, εἰκόνα δὲ χαλκῆν ἀναστήσαντες ἐψηφίσαντο θυσίαν ἐπιτελεῖν Ὁμήρῳ καθ’ ἡμέραν καὶ κατὰ μῆνα καὶ κατ’ ἐνιαυτόν, καὶ ἄλλην θυσίαν πενταετηρίδα εἰς Χίον ἀποστέλλειν. ἐπιγράφουσι δὲ ἐπὶ τῆς εἰκόνος αὐτοῦ:
θεῖος Ὅμηρος ὅδ’ ἐστίν, ὃς Ἑλλάδα τὴν μεγάλαυχον
πᾶσαν ἐκόσμησεν καλλιεπεῖ σοφίῃ,
ἔξοχα δ’ Ἀργεΐους, οἳ τὴν θεοτειχέα Τροίην
ἤρειψαν, ποινὴν ἠυκόμου Ἑλένης.
οὗ χάριν ἔστησεν δῆμος μεγαλόπτολις αὐτὸν
ἐνθάδε καὶ τιμαῖς ἀμφέπει ἀθανάτων[19].
Επομένως, μαθαίνουμε από τους ιδίους τους Αργείους τι έβλεπαν στον Όμηρο που τους γέμιζε με τόση απεριόριστη υπερηφάνεια, και αυτό δεν ήταν καμία πράξη που σχετιζόταν με τη Θήβα αλλά η εκστρατεία κατά της Τροίας. Αυτό σημαίνει ότι ένιωθαν υπερήφανοι επειδή ο Όμηρος τους τίμησε στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια αφ’ ου η Θήβα δεν αναφέρεται στην επιγραφή. Είναι αναμφίβολο ότι οι εχθρικοί γείτονες θα φθονούσαν αυτό για το οποίο ένιωθαν οι ίδιοι τόση απεριόριστη υπερηφάνεια. Η διήγηση αυτής της εκστρατείας δεν υπάρχει σε καμία υποτιθέμενη «Θηβαΐδα» αλλά στον Όμηρο, στον δικό μας Όμηρο, στον Όμηρο της Ιλιάδος και της Οδύσσειας.
Καθώς οι Θηβαίοι συντάχθηκαν με τους Πέρσες, θα ήταν φυσιολογικό για τους Αργείους την εποχή των περσικών πολέμων να υπογραμμίζουν τις παλαιές συγκρούσεις τους, αλλά παραδόξως οι Αργείοι ποτέ δεν προέβαλαν την αξίωση να τιμηθούν ή να προτιμηθούν λόγω των παλαιών αυτών κατορθωμάτων τους. Ακόμη και οι Αθηναίοι στη μάχη των Πλαταιών, ανέφεραν ως έναν από τους λόγους που διοικούσαν την πτέρυγα στην οποία δεν πολεμούσαν Σπαρτιάτες, τις δικές τους υπηρεσίες εκείνη την εποχή, λέγοντας (Ηρόδοτος Θ΄, 27):
τοῦτο δὲ Ἀργείους τοὺς μετὰ Πολυνείκεος ἐπὶ Θήβας ἐλάσαντας, τελευτήσαντας τὸν αἰῶνα καὶ ἀτάφους κειμένους, στρατευσάμενοι ἐπὶ τοὺς Καδμείους ἀνελέσθαι τε τοὺς νεκροὺς φαμὲν καὶ θάψαι τῆς ἡμετέρης ἐν Ἐλευσῖνι[20].
Εν όψει αυτών, οι κριτικοί υποθέτουν ότι δεν υπήρχε τίποτε στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια που να προκαλεί την υπερηφάνεια των Αργείων ή τον φθόνο των ζηλοτύπων γειτόνων τους. Επομένως, προτιμούσαν ένα ποίημα που διηγούταν πως αυτοί οι ίδιοι Αργείοι αδυνατούσαν να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς και εξαρτιούνταν από την καλή θέληση μια ξένης φυλής να τους θάψει σε ξένο έδαφος. Η αγάπη που είχαν οι Αργείοι για τον Όμηρο φαίνεται επίσης από το γεγονός ότι ο Αρίσταρχος παρέθεσε χωρία από το επίσημο χειρόγραφο που βρισκόταν στα αρχεία του Άργους και στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, αλλά δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή ένδειξη ότι προσπάθησαν να διατηρήσουν αντίγραφο της «Θηβαΐδος».
Η τρίτη απόδειξη για την ομηρική συγγραφή της «Θηβαΐδος» βρίσκεται στα «Παράδοξα» του Αντιγόνου του Καρυστίου (25), όπου γίνεται μια παράθεση στίχων για τη φύση του πολύποδος[21]. Η παράθεση εισάγεται με τις λέξεις:
ὅθεν δὴ καὶ ὁ ποιητὴς τὸ θρυλούμενον ἔγραψεν…[22]
Δεν υπάρχει τίποτε που να συνδέει το χωρίο αυτό με τον Όμηρο ή τη «Θηβαΐδα» πλην του γεγονότος ότι ο συγγραφέας αποκαλείται με τη φράση «ὁ ποιητής», φράση που χρησιμοποιείται συχνά για τον Όμηρο. Ο λόγος για τον οποίο ο Όμηρος, περισσότερο από οιονδήποτε άλλον, αποκαλείται «ὁ ποιητής», είναι διότι, απλώς, αναφέρεται περισσότερο από οιονδήποτε άλλον. Όμως, δεν απολαμβάνει της αποκλειστικότητος αυτών των λέξεων[23]. Ο Πλάτων στους «Νόμους» (901a) αποκαλεί τον Ησίοδο με τις λέξεις: «ὁ ποιητής» και γνωρίζουμε ότι ο Ησίοδος είναι αυτός στον οποίο αναφέρεται καθώς αντιγράφεται χωρίο από σωζόμενο ποίημα του συγγραφέος αυτού. Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι ο Αντίγονος είχε τον Όμηρο στον νου του σαν τον συγγραφέα των στίχων αυτών. Αλλά το γεγονός ότι πριν από λίγους στίχους είχε ήδη παραθέσει απόσπασμα του Ησιόδου το οποίο αναφερόταν στον πολύποδα [21 – «Έργα και ημέραι 524»], καθιστά πιθανό ότι συγγραφέας αυτής της τόσο γνωστής αναφοράς ήταν ο Ησίοδος[24]. Οι τρεις αυτές παραπομπές, μία στον Ηρόδοτο, μια στον Αντίγονο και μια στον Παυσανία, όλες βασισμένες σε ανυποστήρικτες και απίθανες εικασίες, αποτελούν τα μοναδικά στοιχεία που παρουσιάζονται προκειμένου να αποδειχθεί ότι οι Έλληνες της καλλίτερης περιόδου της ελληνικής λογοτεχνίας θεωρούσαν τον Όμηρο σαν συγγραφέα της «Θηβαΐδος». Εν τούτοις, αν κανείς διαβάσει το τελευταίο βιβλίο του Wilamowitz για τον Όμηρο[25], τον κάνει να αισθανθεί ότι η πρωιμότερη και μεγαλύτερη φήμη του Ομήρου συνδέεται στενά με αυτήν την υποτιθέμενη «Θηβαΐδα».
Στον «Πανηγυρικό» 158, ο Ισοκράτης αναφέρεται στη λύπη που πάντα ένιωθαν οι Έλληνες όταν θυμούνταν τους πολέμους μεταξύ των Ελλήνων. Τότε προσθέτει:
οἶμαι δὲ καὶ τὴν Ὁμήρου ποίησιν μείζω λαβεῖν δόξαν, ὅτι καλῶς τοὺς πολεμήσαντας τοῖς βαρβάροις ἐνεκωμίασε, καὶ διὰ τοῦτο βουληθῆναι τοὺς προγόνους ἡμῶν ἔντιμον αὐτοῦ ποιῆσαι τὴν τέχνην ἔν τε τοῖς τῆς μουσικῆς ἄθλοις καὶ τῇ παιδεύσει τῶν νεωτέρων...[26]
Καθώς η εκστρατεία των Αργείων στη Θήβα υπήρξε πόλεμος μεταξύ Ελλήνων, η παρατήρηση αυτή του Ισοκράτους θα ήταν άτοπη αν ο Όμηρος θεωρείτο ποιητής της «Θηβαΐδος» ή αν υπήρχε σχετική παράδοση. Ο λόγος αυτός του Ισοκράτους δεν αποτελεί κάποια τυχαία δημιουργία του αλλά έργο επιδείξεως της λογοτεχνικής του ικανότητος στο οποίο επένδυσε πολλή και προσεκτική εργασία, γεγονός που αποτελεί πολύ ασφαλέστερο κριτήριο για τις πεποιθήσεις τις δικές του και της προηγουμένης γενεάς απ’ ό,τι η τυχαία αναφορά, υποθετική αναφορά, συγγραφέων οι οποίοι έζησαν πολλούς αιώνες αργότερα. Ο Όμηρος συνδέεται σαφώς με τη «Θηβαΐδα» στο «Περί Ομήρου και Ησιόδου και του γένους και αγώνος αυτών» αλλά, καθώς στο συγκεκριμένο έργο περιλαμβάνεται το όνομα του Αυτοκράτορος Αδριανού [314], πρέπει να θεωρείται μεταγενέστερη δημιουργία[27].
Το Κυκλικό ποίημα από το οποίο έχουν διασωθεί οι περισσότεροι στίχοι είναι τα «Κύπρια», που εξιστορούν την κρίση του Πάριδος, την αρπαγή της Ελένης και γενικότερα τα γεγονότα που σχετίζονται με τον τρωικό πόλεμο έως την έναρξη της Ιλιάδος. Οι περισσότερες αναφορές αποδίδουν το ποίημα αυτό στον Στασίνο ή αφήνουν τον συγγραφέα ανώνυμο και αόριστο όπως: «ὁ τὰ Κύπρια πεποιηκώς», «ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας» ή «ὁ τῶν Κυπρίων ποιητής»[28]. Τα σωζόμενα έργα μόλις δύο πρώιμων συγγραφέων, του Ηροδότου και του Πλάτωνος, περιέχουν παραθέσεις από τα «Κύπρια». Στον Ηρόδοτο δεν υπάρχει μάλιστα ούτε καν παράθεση αλλά μια χαλαρή παράφραση.
Ο Ηρόδοτος Β΄, 117, αντιπαραβάλει το γρήγορο και εύκολο ταξίδι με το οποίο έφθασε η Ελένη στην Τροία όπως αναφέρεται στα «Κύπρια» με τη δαιδαλώδη διαδρομή που περιγράφεται στην Ιλιάδα [Ζ 289-292] και επομένως, γράφει, τα «Κύπρια» δεν γίνεται να αποτελούν έργο του Ομήρου. Αυτή αποτελεί τη μοναδική σαφή αναφορά στην κλασσική ελληνική λογοτεχνία στον Όμηρο σαν ποιητή των «Κυπρίων» και είναι μάλιστα αρνητική. Ο Wilamowitz από το ανωτέρω χωρίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που αμφισβητείται η συγγραφή ολοκλήρου του Κύκλου από τον Όμηρο. Βλέπει τον Ηρόδοτο σαν τον Λούθηρο στη Δίαιτα της Βορμς ο οποίος τόλμησε να αψηφήσει την κοινή γνώμη όλης της κοινωνίας και συνεπώς οδηγείται στην υπόθεση ότι έως εκείνην την εποχή κανείς δεν είχε ποτέ αμφισβητήσει την ομηρική πατρότητα του τεραστίου συνόλου της πρωίμου επικής ποιήσεως. Αναφέρεται ως ο απ’ ευθείας πρόγονος του Wolf καθώς όπως ο Wolf τόλμησε να υποστηρίξει ότι ο Όμηρος δεν ήταν ο συγγραφέας ολοκλήρου της Ιλιάδος, έτσι και ο Ηρόδοτος τόλμησε να διακηρύξει ότι ο Κύκλος δεν ανήκε εξ ολοκλήρου στον Όμηρο.
Ο βίος του Ηροδότου συμπίπτει χρονικώς ακριβώς με την άνθηση των σοφιστών. Ο Πρωταγόρας, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος που έδωσε στον εαυτό του το όνομα αυτό, γεννήθηκε σε μια γειτονική πόλη λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του Ηροδότου. Οι σοφιστές υπερηφανεύονταν για την ικανότητά τους να αποδεικνύουν και τις δυο αντίθετες πλευρές κάθε προβλήματος ενώ ακόμη και ο Σωκράτης κατηγορήθηκε ότι επιλέγει την κακή πλευρά και την παρουσιάζει σαν καλή. Έχουμε, υπό το φημισμένο όνομα του Γοργίου, ένα δοκίμιο ή ομιλία που απεικονίζει πως η σοφιστική ικανότητα μπορεί να πάρει τις αμαρτίες της Ελένης και να συνθέσει από αυτές έναν στέφανο αρετών ενώ στα γραπτά του Αντιφώντος υπάρχει μια σειρά λόγων στους οποίους φαίνεται πως τα ίδια γεγονότα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως στοιχεία για τα αντίθετα ακριβώς επιχειρήματα. Αναμφισβητήτως, συνηθισμένο θέμα για αυτές τις σοφιστικές ασκήσεις θα ήταν το ερώτημα της πατρότητος ποιημάτων αμφιβόλου ή αγνώστου καταγωγής. Αυτό θα προσέφερε άφθονες ευκαιρίες προς επίδειξη της ικανότητος προβολής παραδόξων επιχειρημάτων. Ο Ηρόδοτος μπορεί κάλλιστα να απαντά σε παρόμοιο επιχείρημα υποδεικνύοντας ένα στοιχείο που είχε παραβλεφθεί. Προσφάτως ένας σύγχρονος σοφιστής έγραψε μια μακρά πραγματεία προκειμένου να αποδείξει ότι τα έργα του Σαίξπηρ γράφθηκαν από τον Κόμητα της Οξφόρδης, όπως άλλοι παλαιότεροι σοφιστές προσπάθησαν να αποδείξουν ότι γράφθηκαν από τον Βάκωνα. Αν ένας σύγχρονος συγγραφέας επισημάνει κάποιο ζήτημα ή γεγονός το οποίο καθιστούσε αδύνατες αμφότερες αυτές τις θεωρίες, θα γινόταν αυτό αποδεκτό ως απόδειξη ότι ο συγκεκριμένος λόγιος βρισκόταν μόνος του, αρνούμενος μια κοινή άποψη; Την εποχή που όλοι πίστευαν στην ύπαρξη ενός μόνον Ομήρου, ο Αρίσταρχος έκανε πολλά σχόλια υποστηρίζοντας την άποψη αυτή. Γνωρίζουμε ότι τα σχόλια αυτά στρέφονταν εναντίον των παραδόξων του Ξένωνος και δεν ήταν ο Αρίσταρχος αλλά ο Ξένων ο οποίος αμφισβητούσε την κοινή άποψη. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Ηρόδοτος υιοθέτησε μια παρόμοια θέση και ο ίδιος, όπως ο Αρίσταρχος, υποστήριξε τις κοινές πεποιθήσεις εναντίον των σοφιστικών παραδοξολογιών. Το χωρίο στο οποίο ο Ηρόδοτος παραθέτει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα «Κύπρια» δεν μπορούν να ανήκουν στον Όμηρο, αποτελεί το βασικό επιχείρημα της θεωρίας ότι ο Όμηρος θεωρείτο ο συγγραφεύς του ποιήματος αυτού.
Απόσπασμα από τα «Κύπρια» παρατίθεται από τον Πλάτωνα στον «Ευθύφρονα» 12a με τρόπο που δείχνει ότι δεν τα αποδίδει στον Όμηρο διότι η φράση: «ὁ ποιητὴς ἐποίησεν ὁ ποιήσας»[29] είναι πολύ ασαφής και αόριστη. Μερικές φορές αναφέρεται ο Αιλιανός ως απόδειξη ότι ο Πίνδαρος θεωρούσε τον Όμηρο σαν τον συγγραφέα των «Κυπρίων». Το κείμενο στον Αιλιανό («Ποικίλη Ιστορία» Θ΄, 15) είναι το εξής:
ὅτι ποιητικῆς ἁπάσης Ἀργεῖοι τὰ πρῶτα Ὁμήρῳ ἔδωκαν, δευτέρους δὲ αὐτοῦ ἔταττον πάντας. ποιοῦντες δὲ θυσίαν, ἐπὶ ξένια ἐκάλουν τὸν Ἀπόλλωνα καὶ Ὅμηρον. λέγεται δὲ κἀκεῖνο πρὸς τούτοις, ὅτι ἄρα ἀπορῶν ἐκδοῦναι τὴν θυγατέρα, ἔδωκεν αὐτῇ προῖκα ἔχειν τὰ ἔπη τὰ Κύπρια. καὶ ὁμολογεῖ τοῦτο Πίνδαρος[30].
«καὶ ὁμολογεῖ τοῦτο Πίνδαρος». Σε τί συμφωνεί ο Πίνδαρος, στο πρωτείο του Ομήρου ή ότι προσέφερε τα «Κύπρια» στην κόρη του ως προικώο; Είναι πολύ δύσκολο να αποφασίσουμε καθώς δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη στο πλαίσιο ή σε αυτό που ο Πίνδαρος επιθυμούσε να πει. Ο Αιλιανός στο χωρίο αυτό είναι ασυνήθιστα ασαφής αλλά, ακόμη και όταν το νόημά του είναι απολύτως σαφές, είναι τόσο αναξιόπιστος ώστε σπανίως είμαστε σίγουροι είτε για το ζήτημα είτε για το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται. Αυτό ισχύει για όλα τα γραπτά του και κυρίως για την «Ποικίλη ιστορία», στην οποία ανήκει το χωρίο αυτό, διότι διασώθηκε σε επιτομή και το πρωτότυπο αποτελούσε εκλογή έργων διαφόρων συγγραφέων, πολλοί εκ των οποίων υπήρξαν τόσο αναξιόπιστοι όσο και ο ίδιος ο Αιλιανός. Φαίνεται σαν να θεωρούμε ως αξιόπιστο ακόμη και αυτόν τον αναξιόπιστο μάρτυρα όταν αναφερόμαστε στον Αιλιανό προκειμένου να υποστηρίξουμε ότι ο Πίνδαρος θεωρούσε τον Όμηρο σαν συντάκτη των «Κυπρίων»[31].
Στα μεταγενέστερα έτη, όταν από άγνοια απέδιδαν όλα τα πρώιμα επικά ποιήματα στον Όμηρο, έπρεπε με κάποιον τρόπο να εξηγηθεί το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα ποιήματα αυτά θεωρούνταν έργα άλλων ποιητών. Επομένως, κατέφευγαν στην υπόθεση ότι, ακόμη και αν αυτά τα ποιήματα δεν αποδίδονταν στον Όμηρο, τα είχε συνθέσει ο ίδιος και εν συνεχεία απεμπόλησε τα δικαιώματά του σε αυτά διότι είτε τα προσέφερε στον ποιητή ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του είτε τα αντάλλαξε με τροφή από τα άτομα με το όνομα των οποίων κυκλοφόρησαν. Οι διηγήσεις αυτές δεν αποτελούν απόδειξη ότι ο Όμηρος θεωρείτο πηγή αυτών των διαφόρων ποιημάτων αλλά ακριβώς το αντίθετο. Φανερώνουν ότι θεωρούνταν δημιουργίες των διαφόρων ποιητών των οποίων τα ονόματα έφεραν. Έτσι δημιουργήθηκε μια απλή εξήγηση για το γεγονός ότι τα ονόματα των Αρκτίνου, Στασίνου και των υπολοίπων συνδέθηκαν με αυτά τα ποιήματα ενώ όλα τα πρώιμη έπη αποτελούσαν έργα του Ομήρου.
Η φράση ίσως που αναφέρεται συχνότερα προκειμένου να αποδειχθεί ότι ο Όμηρος θεωρούνταν συγγραφέας του Επικού Κύκλου, είναι αυτή που αποδίδεται στον Αισχύλο και στην οποία ο τραγικός φέρεται να λέει ότι τα δικά του έργα δεν ήταν τίποτε περισσότερο παρά κομμάτια από το μεγάλο ομηρικό δείπνο[32]. Καθώς ελάχιστα από τα έργα του Αισχύλου αγγίζουν τις παραδόσεις που αναφέρονται στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, διατυπώθηκε γενικώς η άποψη ότι στη λέξη «Όμηρος» πρέπει να δοθεί ένα ευρύτερο νόημα, εκτός από το ότι ήταν ο ποιητής των δύο αυτών ποιημάτων. Το χωρίο βρίσκεται στον Αθήναιο Η΄, 347e:
ὁ λεβητοχάρων Οὐλπιανός… μηδὲν μὲν ἐσθίειν τῶν ἀνδρὶ προσηκόντων, τηρεῖν δὲ τοὺς ἐσθίοντας εἰ παρεῖδον ἢ ἄκανθαν ἢ τῶν τραγανῶν τι ἢ χονδρῶδες τῶν παρατεθέντων, οὐδ᾽ ἐπὶ νοῦν βαλλόμενος τὸ τοῦ καλοῦ καὶ λαμπροῦ Αἰσχύλου, ὃς τὰς αὑτοῦ τραγῳδίας τεμάχη εἶναι ἔλεγεν τῶν Ὁμήρου μεγάλων δείπνων[33].
«ὃς τὰς αὑτοῦ τραγῳδίας τεμάχη εἶναι ἔλεγεν τῶν Ὁμήρου μεγάλων δείπνων». Ακόμη και όσοι ερμηνεύουν τη φράση αυτή του ποιητού σαν δήλωση ότι εμπνεύστηκε για τα έργα του από τον Όμηρο, δυσκολεύονται να εξηγήσουν πως οι «Πέρσαι», ο «Προμηθεύς Δεσμώτης» και οι «Ικέτιδες» μπορούσαν να είχαν δημιουργηθεί. Όσοι προσπαθούν να μεταφράσουν τη λέξη «τεμάχη» ως «τρίμματα» ή «υπολείμματα» χάνουν εντελώς το νόημα διότι η λέξη σημαίνει κομμάτια ή φέτες ψαριών, το εκλεκτότερο των αθηναϊκών εδεσμάτων (Φρύνιχος 13: «τὸ δὲ τέμαχος μόνον ἐπὶ ἰχθύος»). Ο Rutherford σε μια σημείωση γι’ αυτή τη λέξη, προσφέρει έναν μακρύ κατάλογο αναφορών προκειμένου να δείξει ότι η λέξη αυτή εννοεί τα καλλίτερα και πιο επιθυμητά φαγητά. Οι λέξεις στον Αθήναιο που ακολουθούν αμέσως μετά:
ὁ Αἰσχύλος, ὃς καὶ ἡττηθεὶς ἀδίκως ποτέ… ἔφη χρόνῳ τὰς τραγῳδίας ἀνατιθέναι, εἰδὼς ὅτι κομιεῖται τὴν προσήκουσαν τιμήν[34]
δείχνουν ότι ο ποιητής δεν μιλούσε με ταπεινότητα αλλά με υπερηφάνεια και δεν φαίνεται σαν να συγκρίνει τις τραγωδίες του με υπολείμματα των ομηρικών δείπνων αλλά με ολόκληρα φαγητά ή μερίδες που έμειναν αφάγωτες ή, όπως ο ποιητής τα αποκαλεί, «τεμάχη».
Το νόημα, επομένως, του ανωτέρω χωρίου είναι ότι κάποιος στενόμυαλος προσκεκλημένος έψαχνε τα κομμάτια που οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες δεν επιθυμούσαν να φάνε ή δεν τα πρόσεχαν καθόλου, ενώ ο Αισχύλος εξασφάλιζε ολόκληρες μερίδες της εκλεκτότερης τροφής από το δείπνο που παρατέθηκε στον Όμηρο. Ήταν η καλή τύχη του Αισχύλου που το ομηρικό δείπνο ήταν τόσο πλούσιο ώστε δεν χρειαζόταν να αρκεστεί σε ψίχουλα αλλά μπορούσε να διαλέξει ολόκληρες μερίδες από αυτές που ο παλαιός ποιητής δεν χρησιμοποίησε[35]. Αν κάποιος διαβάσει το πλαίσιο στο οποίο ο Αθήναιος παραθέτει τα δύο αποσπάσματα του Αισχύλου, θα προσέξει ότι ο ποιητής δεν μιλάει υποτιμώντας τον εαυτό του[36] αλλά εξυμνητικώς. Ουδείς εκ των αρίστων Ελλήνων δεν μίλησε ποτέ με ψεύτικη μετριοφροσύνη για το ιδικό του έργο – ο Άρια Χιπ δεν καταγόταν από την Αττική. Αυτή η ερμηνεία καθιστά αδύνατη την υπόθεση ότι ο Αισχύλος θεωρούσε τον Όμηρο σαν τον ποιητή ολοκλήρου του Κύκλου. Ο Πίνδαρος παραπέμπει πολλές φορές στον Όμηρο αλλά κάθε φορά προσαρμόζει ελεύθερα το κείμενο του Ομήρου μας, μια προσαρμογή όπως ακριβώς χρειάζεται προκειμένου να μεταβάλλει το επικό μέτρο και διάλεκτο στους λυρικούς περιορισμούς και στη διάλεκτο του Πινδάρου. Ο Αριστοφάνης στα σωζόμενα έργα του αναφέρεται ή παραθέτει στίχους από τον Όμηρο έξι φορές, είτε το πλήρες χωρίο είτε με τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνεται ότι αναφέρεται στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Σε απόσπασμα ενός πρωιμοτέρου έργου του ποιητού αυτού, ένας γέροντας ερωτά έναν νέο για το νόημα δύο σπανίων ομηρικών λέξεων [Kock 222] οι οποίες υπάρχουν στο σημερινό κείμενο του Ομήρου.
Ο Αθήναιος (Δ΄, 172e) σημειώνει ότι σε ένα ποίημα του Σιμωνίδου οι ακόλουθοι στίχοι χρησιμοποιούνται αναφορικώς με τον Μελέαγρο:
ὃς δουρὶ πάντας
νίκασε νέους δινάεντα βαλὼν Ἄναυρον
ὕπερ πολυβότρυος ἐξ Ἰωλκοῦ·
οὕτω γὰρ Ὅμηρος ἠδὲ Στασίχορος ἄεισε λαοῖς[37].
Η παράθεση αυτή είναι τόσο αόριστη, τόσο ασύνδετη και εκτός πλαισίου, ώστε θα ήταν επιπόλαιο να διακινδυνεύσουμε την ερμηνεία της. Το νόημα ίσως ήταν σαφές αν παρατίθεντο περισσότεροι στίχοι. Γνωρίζουμε ότι στη διήγηση της ενάτης ραψωδίας της Ιλιάδος, ο Φοίνιξ προσπαθεί να τρομοκρατήσει τον Αχιλλέα με την καταστροφή που προκάλεσε η άτεγκτη στάση του Μελεάγρου. Το πείσμα του Μελεάγρου ίσως αναφέρεται στο ανωτέρω χωρίο αλλά το απόσπασμα είναι πολύ σύντομο ώστε να προσφέρει κάποια ένδειξη για την παράδοση στην οποία μπορεί να αναφέρεται. Το απόσπασμα δεν μας βοηθά καθόλου αφ’ ου δεν προσφέρει τίποτε πάνω στο οποίο θα μπορούσαμε να οικοδομήσουμε θεωρίες για το περιεχόμενο ή την πατρότητά του.
Η τελευταία απόδειξη από τους κλασσικούς συγγραφείς ότι ο Όμηρος θεωρείτο ποιητής του Επικού Κύκλου την οποία θα αναφέρω, προέρχεται από τον λόγο του Αισχίνου «Κατά Τιμάρχου» (128 επ.), έναν λόγο που εκφωνήθηκε το 345 π.Χ., ήτοι έπειτα από τον θάνατο και του Ξενοφώντος και του Πλάτωνος και κατά τη διάρκεια της ακμής του Αριστοτέλους. Στον λόγο αυτό ο ρήτωρ λέει ότι ο Όμηρος στην Ιλιάδα, πριν οτιδήποτε συμβεί, συχνά χρησιμοποιούσε τη φράση «έφθασε στον στρατό η φήμη», «φήμη δ’ εἰς στρατὸν ἦλθε». Οι ακριβείς αυτές λέξεις δεν υπάρχουν στη σημερινή Ιλιάδα. Διατυπώθηκε λοιπόν η υπόθεση ότι ο Αισχίνης εννοούσε τη «Μικρά Ιλιάδα» και καθώς το περιεχόμενο του ποιήματος είναι σχεδόν άγνωστο, είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι υπήρχαν πολλά παραδείγματα χρήσεως αυτής της φράσεως. Ο Όμηρος δεν μεταχειρίζεται τη λέξη «φήμη» στη φράση αυτή αλλά το ακριβές συνώνυμό της, την ιδιαιτέρως ποιητική «ὄσσα», σε διάφορα χωρία, όπου το νόημα είναι ουσιαστικώς ίδιο με αυτό που προσφέρει ο Αισχίνης:
…μετὰ δέ σφισιν ὄσσα δεδήει
ὀτρύνουσ᾽ ἰέναι Διὸς ἄγγελος... (Β 93),
ὄσσα δ᾽ ἄρ᾽ ἄγγελος ὦκα κατὰ πτόλιν ᾤχετο πάντῃ (ω 413)[38].
Το ίδιο επίσης στις α 282, β 216. Σε όλους αυτούς τους στίχους, η μυστηριώδης «ὄσσα» χρησιμοποιείται με ακριβώς το ίδιο νόημα όπως η «φήμη» στον Αισχίνη και είναι παράλογο να ψάξουμε αλλού για την καταγωγή της φράσεως που χρησιμοποιεί ο ρήτωρ όπως θα ήταν αν αναζητούσαμε άλλη πηγή πλην του επισκόπουBerkeley για την κοινή έκφραση: «Westward the star of empire takes its way», ενώ στην πραγματικότητα είπε: «Westward the course of empire takes its way»[39]. Επομένως, η μοναδική διαφορά μεταξύ Ομήρου και Αισχίνου είναι ότι ο ρήτωρ αντικατέστησε με την κατάλληλη για τον πεζό λόγο «φήμη» την ιδιαιτέρως ποιητική «ὄσσα»[40].
Τα στοιχεία τα οποία παρουσίασα είναι ουσιαστικώς όλα όσα μπόρεσα να σταχυολογήσω από όλους τους συγγραφείς πριν από τον θάνατο του Αριστοτέλους που θα μπορούσαν να δείξουν ότι έως το μέσον του 5ουαιώνος ο Όμηρος θεωρείτο ο ποιητής ο οποίος συνέθεσε το σύνολο της πρωίμου επικής ποιήσεως[41]. Ούτε μια καθαρή και σαφής απόδειξη δεν μπορεί να βρεθεί· κάθε μια είναι ασθενής, απίθανη και βασίζεται σε εξεζητημένη ερμηνεία ή εξεζητημένες εικασίες και διορθώσεις του κειμένου.
Οι λόγοι για τους οποίους πιστεύω ότι οι Έλληνες της καλλίτερης περιόδου της ελληνικής λογοτεχνίας δεν θεωρούσαν τον Όμηρο σαν τον συγγραφέα των τρωικού και θηβαϊκού κύκλοι είναι σαφείς και πολυάριθμοι:
1. Ούτε ένας συγγραφέας από την καλλίτερη περίοδο της ελληνικής λογοτεχνίας δεν παραθέτει ούτε έναν στίχο σαν ομηρικό από ολόκληρο τον Κύκλο. Δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα, λ.χ., «Ο Όμηρος το λέει στη «Θηβαΐδα»», «Ο Όμηρος το λέει στα «Κύπρια»» ενώ παρατίθενται εκατοντάδες στίχοι από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ως λόγοι του Ομήρου.
2. Κάποιος νέος, ο οποίος είναι ένας εκ των ομιλητών στο «Συμπόσιον» του Ξενοφώντος (iii, 5), το οποίο λαμβάνει χώρα περί το 420 π.Χ., λέει:
ὁ πατὴρ ὁ ἐπιμελούμενος ὅπως ἀνὴρ ἀγαθὸς γενοίμην ἠνάγκασέ με πάντα τὰ Ὁμήρου ἔπη μαθεῖν· καὶ νῦν δυναίμην ἂν Ἰλιάδα ὅλην καὶ Ὀδύσσειαν ἀπὸ στόματος εἰπεῖν[42].
Στο σημείο αυτό οι λέξεις «πάντα τὰ Ὁμήρου ἔπη» και «Ἰλιάδα ὅλην καὶ Ὀδύσσειαν» χρησιμοποιούνται εναλλακτικώς. Ο Αντισθένης απαντά στον νέο ότι αυτό δεν αποτελεί σπουδαίο επίτευγμα αφ’ ου όλοι οι ραψωδοί έχουν επίσης αποστηθίσει αυτά τα ποιήματα. Κανείς από την ομήγυρη, ούτε καν ο Σωκράτης ο οποίος αρεσκόταν στο να υποδεικνύει σφάλματα ή παραλείψεις, υπαινίχθηκε ότι χρησιμοποιώντας τη φράση «πάντα τὰ Ὁμήρου ἔπη» έπρεπε να αποστηθίσει και άλλα ποιήματα, εκτός από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, που αποδίδονταν στον Όμηρο. Ο Ξενοφών αποτελεί την καλλίτερη δυνατή πηγή. Είναι αρκετά αρχαίος, εξοικειωμένος με πολλά μέρη, ένας άνθρωπος του κόσμου όπως επίσης και ένας άνθρωπος των γραμμάτων. Μας προσφέρει την κατηγορηματική διαβεβαίωση ότι ανάμεσα στους μορφωμένους Αθηναίους της εποχής του η ομηρική ποίηση θεωρούταν συνώνυμη της Ιλιάδος και της Οδύσσειας.
3. Μια απλή απόδειξη ότι οι Έλληνες της καλλιτέρας περιόδου της ελληνικής λογοτεχνίας δεν θεωρούσαν ποτέ τον Όμηρο σαν τον συγγραφέα του Κύκλου βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Όμηρος αποτελούσε γι’ αυτούς το ιδανικό της αρίστης ποιήσεως· το να κατορθώσει να την πλησιάσει κάποιος αποτελούσε τον μεγαλύτερο έπαινο τον οποίο μπορούσε να αποσπάσει το έργο μιας μεγαλοφυΐας, ενώ η ποίηση του Κύκλου ήταν γενικότερα περιφρονημένη και παραμελημένη. Μέτρο της μεγάλης εκτιμήσεως την οποία ένοιωθαν για την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και της χαμηλής υπολήψεως που έτρεφαν για τον Κύκλο, φαίνεται στο γεγονός ότι η Ιλιάς και η Οδύσσεια, παρά το μεγάλο μήκος τους, έφθασαν έως εμάς ακέραιες ενώ, ακόμη και αν είχαν χαθεί, οι αναφορές και παραθέσεις χωρίων είναι τόσο άφθονες και τόσο πλήρεις ώστε θα μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε το γενικό περίγραμμά τους από το υλικό που σώθηκε. Αντιθέτως, τα ποιήματα του Κύκλου είναι τόσο πλήρως χαμένα ώστε εξαρτόμαστε από μια μεταγενέστερη σύντομη πεζή περίληψη για ό,τι πρακτικώς γνωρίζουμε γι’ αυτά. Από μερικά εξ αυτών δεν σώθηκε ούτε ένας στίχος ενώ οι Kinkel και Allen, στην πλήρη και εξαντλητική συλλογή των αποσπασμάτων, δεν παρουσιάζουν ούτε δέκα στίχους από όλον τον Κύκλο οι οποίοι να απαντούν σε έργα συγγραφέων που έζησαν πριν από τον θάνατο του Αριστοτέλους. Εντυπωσιακή απόδειξη για τη διαφορετική υπόληψη την οποία έχαιραν η Ιλιάς και η Οδύσσεια από τον Επικό Κύκλο αποτελεί η παρατήρηση του Kenyon ότι από τα αποσπάσματα γνωστών κλασσικών συγγραφέων που ανακαλύφθηκαν στην Αίγυπτο πολύ περισσότερα από τα μισά ανήκουν στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια ενώ δεν βρέθηκε ούτε ίχνος των Κυκλικών ποιημάτων. Ο Allen δημοσίευσε ένα αμφισβητούμενο Κυκλικό απόσπασμα από πάπυρο[43].
Ο λόγος που τα ποιήματα αυτά παραμελήθηκαν στην Ελλάδα και στην Αίγυπτο οφείλεται στη μικρή ποιητική τους αξία και στη γενικότερη απουσία δημιουργικής ικανότητος. Ως μάρτυρες τούτων θα παρουσιάσω μόνον πέντε αλλά σημαντικούς μάρτυρες. Ο Πρόκλος, στον οποίο οφείλουμε το μεγαλύτερο μέρος της πενιχρούς μας γνώσεως για τον Κύκλο, σημειώνει ότι:
τοῦ ἐπικοῦ κύκλου τὰ ποιήματα διασῴζεται καὶ σπουδάζεται τοῖς πολλοῖς οὐχ οὕτω διὰ τὴν ἀρετὴν ὡς διὰ τὴν ἀκολουθίαν τῶν ἐν αὐτῷ πραγμάτων[44].
Ο Οράτιος ο οποίος, παρ’ όλο που ήταν Ρωμαίος ποιητής, υπήρξε προγενέστερος μεγάλου μέρους των λογιοτέρων Ελλήνων λογοτεχνών, γράφει για τον Όμηρο ότι είναι ο ποιητής με την απόλυτη καλαισθησία, «quinil molitur inepte»· εν τούτοις δεν μπορεί να μην γελοιοποιήσει τη δημιουργική ματαιοπονία τον Κυκλικών ποιητών και αντιπαραβάλει τη ματαιοπονία αυτή με την αλάνθαστη κρίση του Ομήρου. Ο Καλλίμαχος, ο λόγιος βιβλιοθηκάριος της Αλεξανδρείας, αποκαλεί τον Όμηρο («Επιγράμματα» 8[45]): «θεῖον Ὅμηρον» αλλά σημειώνει επίσης («Επιγράμματα» 30): «ἐχθαίρω τό ποίημα τὸ κυκλικόν…»[46], [47].
Όσο σημαντικές και αν είναι οι μαρτυρίες αυτές σχετικώς με τη συγκριτική αξία της Ιλιάδος, της Οδύσσειας και του Κύκλου, φαίνονται σαν να μην έχουν ιδιαίτερη σημασία καθώς σώζεται η άποψη του Αριστοτέλους, ενός ανδρός ο οποίος είχε ολόκληρα τα ποιήματα αυτά μπροστά του ενώ διέθετε την ικανότητα να τα αξιολογήσει. Σε όλα τα έργα του για την ποίηση, ο Αριστοτέλης θεωρεί τον Όμηρο ως μοναδικό, το πλέον άριστο παράδειγμα καλαισθησίας, εφευρετικότητος και εκτελέσεως. Αναφερόμενος στην ενότητα της πλοκής, γράφει («Περί ποιητικής» 8):
ὁ δ᾽ Ὅμηρος ὥσπερ καὶ τὰ ἄλλα διαφέρει καὶ τοῦτ᾽ ἔοικεν καλῶς ἰδεῖν, ἤτοι διὰ τέχνην ἢ διὰ φύσιν…[48]
Με τη φράση «ὥσπερ καὶ τὰ ἄλλα διαφέρει», εννοεί ότι υπερέχει των ποιητών του Επικού Κύκλου, ενώ σημειώνει ξανά («Περί ποιητικής» 23):
καὶ ταύτῃ θεσπέσιος ἂν φανείη Ὅμηρος παρὰ τοὺς ἄλλους, τῷ μηδὲ τὸν πόλεμον καίπερ ἔχοντα ἀρχὴν καὶ τέλος ἐπιχειρῆσαι ποιεῖν ὅλον... οἱ δ᾽ ἄλλοι περὶ ἕνα ποιοῦσι καὶ περὶ ἕνα χρόνον καὶ μίαν πρᾶξιν πολυμερῆ, οἷον ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας καὶ τὴν μικρὰν Ἰλιάδα[49].
Παρόμοιες ιδέες αφθονούν στο έργο του Αριστοτέλους, ότι δηλαδή η Ιλιάς και η Οδύσσεια φανερώνουν την ίδια υψηλή ποιητική αξία, τον ίδιο απόλυτο έλεγχο της πλοκής, και σε όλα αυτά τα ζητήματα στέκουν μόνες τους και μακριά από όλα τα ποιήματα του Επικού Κύκλου. Και στον «Παναθηναϊκό» 263 του Ισοκράτους, ένας υποτιθέμενος ομιλητής λέει για μια ομάδα λογοτεχνικών έργων:
κακῶς εἰδότας ὅτι πλέον ἀπολελειμμένοι τῶν σῶν εἰσιν ἢ τῆς Ὁμήρου δόξης οἱ περὶ τὴν αὐτὴν ἐκείνῳ ποίησιν γεγονότες[50].
Από αυτά τα πρωτογενή στοιχεία καθίσταται προφανές ότι η Ιλιάς και η Οδύσσεια ήταν απολύτως ανόμοιες με τα λοιπά ποιήματα του Κύκλου. Εν τούτοις, εν όψει των ανωτέρω αδιαμφισβητήτων αποδείξεων, μας διαβεβαιώνουν οι κριτικοί με νηφαλιότητα ότι όλα αυτά τα ποιήματα, η Ιλιάς, η Οδύσσεια, η «Θηβαΐς», τα «Κύπρια» και ολόκληρος ο Κύκλος αποτελούσαν απλώς μέρος μιας παρόμοιας μάζας ποιήσεως, όλα φέροντα τα ίδια χαρακτηριστικά και όλα αποδίδονταν στον ίδιο ποιητή, στον Όμηρο. Προσωπικώς, δεν κατόρθωσα να εντοπίσω καμία σαφή και πειστική αναφορά έστω και ενός μόνου συγγραφέως πριν από τον θάνατο του Αριστοτέλους, ο οποίος να απέδιδε κάποιο ποίημα του Κύκλο στον Όμηρο ή να αμφισβήτησε με οιονδήποτε τρόπο ότι ο Όμηρος συνέθεσε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Αξίζει τον κόπο να αντιπαραθέσουμε εναντίον όσων έχουν γραφεί για τον Επικό Κύκλο, από τον Wecker έως τον Wilamowitz, τις δύο αυτές προτάσεις:
ὁ πατὴρ… ἠνάγκασέ με πάντα τὰ Ὁμήρου ἔπη μαθεῖν· καὶ νῦν δυναίμην ἂν Ἰλιάδα ὅλην καὶ Ὀδύσσειαν ἀπὸ στόματος εἰπεῖν,
Ὅμηρος δὲ ἄλλα τε πολλὰ ἄξιος ἐπαινεῖσθαι καὶ δὴ καὶ ὅτι μόνος τῶν ποιητῶν οὐκ ἀγνοεῖ ὃ δεῖ ποιεῖν αὐτόν[51] («Περί ποιητικής» 24).
Τα δύο αυτά χωρία δεν χρειάζεται ούτε να διορθωθούν ούτε να εξηγηθούν καθώς δεν προσφέρουν το αναγκαίο πεδίο για ευφάνταστη και δημιουργική υψηλή κριτική. Αρκούν πάντως ώστε να με πείσουν ότι οι ομηρικές σπουδές δεν έχουν ανάγκη να οικοδομούνται σε αίολες εικασίες όταν διαθέτουν ως θεμέλιο παρόμοια συμπαγή και ξεκάθαρα γεγονότα.
Η θεωρία των περισσοτέρων κριτικών υποστηρίζει ότι την πρώιμη εποχή της ελληνικής λογοτεχνίας ο Όμηρος αποτελούσε ένα γενικό όνομα στο οποίο αποδιδόταν το σύνολο της πρωίμου επικής ποιήσεως και σταδιακώς, πρώτα το ένα και έπειτα το άλλο ποίημα, αποδόθηκε σε διαφορετικό συγγραφέα έως ότου απέμεινε μόνον με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Έκτοτε ακολούθησε μια περίοδος ευπιστίας η οποία διήρκεσε έως ότου αναλάβει ο Wolf την αποκατάσταση της αληθείας η οποία επί τόσο καιρό παρέμενε εν υπνώσει. Επομένως, ο Wolf ως πνεύμα συγγενεύει προς τους μεγάλους ηγέτες της λογοτεχνίας του Χρυσού Αιώνος. Η πραγματική ιστορία όμως, είναι απολύτως αντίθετη, καθώς ούτε ένας στίχος, ούτε ένα ποίημα του Επικού Κύκλου, δεν αναφέρεται σαφώς ως έργο του Ομήρου παρά μόνον μετά τον θάνατο του Αριστοτέλους. Οι ελάχιστοι στίχοι που συγκεντρώθηκαν από τον Allen υπό τον τίτλο Versus Heroici, οι οποίοι αποδίδονται στον Όμηρο αλλά δεν εμφανίζονται στην Ιλιάδα ή στην Οδύσσεια, αποτελούν προσαρμογές ή εσφαλμένες παραθέσεις στίχων οι οποίοι δεν υπάρχουν στην κανονική έκδοση. Δεν χρειάζεται να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι παρόμοιες αναφορές πρέπει να αντιμετωπίζονται με εξαιρετική προσοχή διότι ακόμη και άριστοι συγγραφείς, οι οποίοι είναι ιδιαιτέρως επιμελείς, υποπίπτουν σε σοβαρά σφάλματα. Θα επιθυμούσα να παραθέσω δύο ακόμη παραδείγματα σε όσα έχω ήδη αναφέρει: όταν ο Macaulay έγραψε για την EdinburghReview μια βιβλιοκριτική για το Warren Hastings του Gleig, αναφέρθηκε με μεγάλη περιφρόνηση στη λογοτεχνική κατωτερότητα του The Vicar of Wakefield ενώ ήθελε να γράψει The History of Greece. Ποτέ δεν μπόρεσε να εξηγήσει πως κατάφερε να γράψει κάτι ενώ πίστευε ότι είχε γράψει κάτι διαφορετικό. Το πλέον αξιοσημείωτο παρόμοιο σφάλμα το οποίο γνωρίζω, είναι όταν παραθέτει ο Moore χωρίο από τον Don Juan IV, 4 του Βύρωνος σαν να ανήκει στον Σαίξπηρ ενώ είχε ήδη παραθέσει το χωρίο με τη σωστή αναφορά όταν έγραψε το Life of Byron[52].
Το πρώτο ποίημα το οποίο αποδίδεται σαφώς στον Όμηρο από έναν αξιόπιστο συγγραφέα, πλην των δύο μεγάλων επών, είναι ο ύμνος «Εις Απόλλωνα» όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης (Γ΄, 104). Ο «Μαργίτης» μια σάτιρα ή φιλολογική καρικατούρα, θεωρείτο ομηρική από τον Αριστοτέλη [«Περί ποιητικής» 4], ο οποίος μάλλον απηχεί μια ήδη υπάρχουσα παράδοση αν και τα στοιχεία ότι οι Αρχίλοχος και Αριστοφάνης θεωρούσαν αυτό το ποίημα ως ομηρικό είναι εξαιρετικώς ανεπαρκή. Τα πρώτα ποιήματα τα οποία αποδίδονται στον συγγραφέα της Ιλιάδος και της Οδύσσειας ήταν αυτά τα μικρά ποιήματα αγνώστου προελεύσεως και εν συνεχεία περισσότερα αποδόθηκαν στο σπουδαίο όνομά του έως ότου, στο φιλολογικό σκότος το οποίο επακολούθησε, ο Όμηρος να θεωρείται σαν πηγή όλης της πρώιμης ποιήσεως. Η σύγκριση των ποιημάτων τα οποία θεωρούνταν ομηρικά από τους Ξενοφώντα, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, με αυτά που αναφέρονται στον «Σουΐδα», καταδεικνύει τον δρόμο που ακολουθούσε το ρεύμα και ξεκάθαρα υποδεικνύει κατά πόσον τα ποιήματα αφαιρέθηκαν ή προστέθηκαν στο όνομα του Ομήρου. Αδυνατούμε, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους αδαείς ισχυρισμούς μεταγενέστερων συγγραφέων και παραμερίζοντας τις σαφείς αναφορές των επιφανεστέρων λογίων της Αλεξανδρείας και των Αθηνών, να καταλήξουμε στην αλήθεια. Ο «Σουΐδας», ο Τζέτζης και ο Αιλιανός δεν αποτελούν εξ ίσου αξιόπιστους μάρτυρες για την Ελλάδα του 5ου αιώνος όπως ο Ισοκράτης, ο Ξενοφών, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης.
[1] [Δ. Λαέρτιος Α΄, 48, Ηρόδοτος Ε΄, 94, Δ. Σικελιώτης ΙΣΤ΄, 23, 5].
[2] [Πρόκειται για την «Odusia» του Λευκίου Λιβίου Ανδρονίκου η οποία μεταφράστηκε περί το 250 π.Χ. και σώζονται 46 στίχοι. Ασφαλώς, υφίστανται αρχαιότερες επιγραφές].
[3] Kenyon, Journal of Hellenic Studies, 1919, 1 επ.
[4] Howes, “Homeric quotations in Plato and Aristotle”, Harvard Studies, VI, 155. Στον Αισχύλο παραπέμπει στην «Πολιτεία» Β΄, 362a και στον Ευριπίδη στον νόθο «Αλκιβιάδη» Β΄, 151b.
[5] [«Ο οποίος δεν επιχειρεί τίποτε εσφαλμένα»].
[6] [Βλ. επίσης, “Was Homer contemporary with the Trojan War?”, The Classical Journal, 22 (1927), 295-297].
[7] “Sidon and the Sidonians in Homer”, Classical Journal, 14 (1919), 525-526.
[8] [«Από την αρχή, όπως λέει ο Όμηρος, αφ’ ου όλοι από αυτόν μάθαμε»].
[9] [Για παρόμοιο παράδειγμα βλ. επίσης, “Keats and the Epic Cycle”, The Classical Journal, 18 (1923), 569-570].
[10] [«Έργα και ημέραι» 121-123 στον «Κρατύλο» 397e και στην «Πολιτεία» Ε΄, 469a].
[11] [Για παράδειγμα, στον «Ίωνα» 538c συγχωνεύει σε έναν στίχο τους Λ 640 και 630].
[12] [Ο Scott μάλλον αναφέρεται στην «Πολιτεία» Γ΄, 389e όπου ο Πλάτων παραθέτει δύο στίχους από διαφορετικές ραψωδίες της Ιλιάδος (Γ 8 και Δ 431) μαζί, σαν να ακολουθεί ο ένας τον άλλον].
[13] “Homer as the Poet of the Thebais”, Classical Philology, 16 (1921), 20-26. [Βλ. επίσης, “The Callinus of Pausanias ix, 9. 5”, Classical Philology, 17 (1922), 358-360].
[14] [«Για τον πόλεμο αυτό συντέθηκε και το έπος «Θηβαΐς». Ο Καλαίνος, αναφερόμενος στο ποίημα αυτό, λέει ότι το συνέθεσε ο Όμηρος και μετά τον Καλαίνο και άλλοι πολλοί άξιοι λόγου τα ίδια υποστήριξαν. Εγώ το ποίημα αυτό, μετά την Ιλιάδα και το έπος του Οδυσσέως, το επαινώ περισσότερο»].
[15] [Ο J. T. Sheppard, The Classical Review, 36 (1922), 169 παρατηρεί ότι ο Παυσανίας Η΄, 25, 4 αναφέρει ότι ο Αντίμαχος «ἐπιστρατείαν Ἀργείων ποιήσας ἐς Θήβας», δηλαδή: «για την εκστρατεία των Αργείων στη Θήβα έγραψε ποίημα», χωρίς να σημειώνει ότι το ποίημα αυτό ονομάζεται «Θηβαΐς». Λίγες γραμμές παρακάτω (Η΄, 25, 8-9), ο Παυσανίας παραθέτει στίχους από την Ιλιάδα, τη «Θηβαΐδα» και τον Αντίμαχο. Φαίνεται λοιπόν, ότι ο περιηγητής ξεχωρίζει την (παλαιά) «Θηβαΐδα» από το ποίημα του Αντιμάχου (το οποίο επίσης ονομάζεται «Θηβαΐς»). Σε κάθε περίπτωση όμως, ο Sheppard σημειώνει ότι τα επιχειρήματα του Scott τα οποία καταδεικνύουν ότι οι παλαιότεροι Έλληνες δεν θεωρούσαν τον Όμηρο σαν τον ποιητή του Επικού Κύκλου, είναι πειστικά].
[16] [«Γιατί ο Κλεισθένης πολεμώντας τους Αργείους απαγόρευσε στους ραψωδούς στη Σικυώνα να απαγγέλουν τα ομηρικά έπη διότι αυτά υμνούν κυρίως το Άργος και τους Αργείους…»].
[17] [Homerische Untersuchungen, Βερολίνο 1884].
[18] [«Σε πολλές νήσους και σε όλο το Άργος βασιλεύει»].
[19] [«Οι άρχοντες των Αργείων, τόσο πολύ χάρηκαν επειδή το γένος τους εγκωμιάσθηκε από τον ενδοξότατο των ποιητών, ώστε τον τίμησαν με πολυτελή δώρα και ανήγειραν χάλκινο άγαλμά του ενώ ψήφισαν να τελείται προς τιμήν του Ομήρου θυσία κάθε ημέρα, κάθε μήνα και κάθε έτος ενώ και άλλη θυσία κάθε πενταετία [ψήφισαν] να αποστέλλουν στη Χίο. Στο άγαλμά του, σκάλισαν αυτήν την επιγραφή: Αυτός είναι ο θείος Όμηρος, ο οποίος την ένδοξη Ελλάδα ολόκληρη κόσμησε με την καλλιεπή τέχνη του, και περισσότερο τους Αργείους οι οποίοι τη θεόκτιστη Τροία ταπείνωσαν ως τιμωρία για την ομορφομαλλούσα Ελένη. Γι’ αυτόν τον λόγο ο δήμος μιας μεγάλης πόλεως έστησε το άγαλμα αυτού εδώ και τιμές του προσδίδει οι οποίες αρμόζουν στους αθανάτους θεούς»].
[20] [«Όταν οι Αργείοι με τον Πολυνείκη κατά της Θήβας εκστράτευσαν, σκοτώθηκαν και έμεναν άταφοι, εμείς εκστρατεύσαμε κατά των Καδμείων, πήραμε τα πτώματα των νεκρών και τα θάψαμε στη δική μας γη, στην Ελευσίνα»].
[21] [“Antigonus and the Homeric authorship of the Thebais”, The Classical Journal, 16 (1921), 367-368].
[22] [«Γι’ αυτό λοιπόν και ο ποιητής έγραψε αυτά που επαναλαμβάνονται συχνά…»].
[23] [“Whom did the Greek mean by ‘The Poet’?”, The Classical Journal, 17 (1922), 330].
[24] [Ο Edward Fitch, “Homerica”, The Classical Journal, 17 (1921), 94-95, σημειώνει ότι ο Αντίγονος (7) αποδίδει στον ανώνυμο ποιητή, τον οποίο αποκαλεί «πολυπράγμονα», τον στίχο 57 του Ομηρικού Ύμνου «Εις Ερμήν» ενώ λίγο κατωτέρω (24), στον ανώνυμο ποιητή, τον οποίο επίσης ο Αντίγονος αποκαλεί «πολυπράγμων», αποδίδεται ο στίχος ξ 31 της Οδύσσειας. Επομένως, επισημαίνει ο Fitch, ο «ποιητής» στο κεφ. 25 δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Όμηρο. Σε αυτό μπορώ να απαντήσω ότι ο ποιητής στο κεφ. 25 δεν αποκαλείται «πολυπράγμων» ενώ λίγο ανωτέρω (21), ξανά σε ένα απόσπασμα για τον πολύποδα, ο ανώνυμος ποιητής ήταν ο Ησίοδος. Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι δύσκολα μπορεί να αποδοθεί ο εν λόγω στίχος στον Όμηρο].
[25] [Die Ilias und Homer, Βερολίνο 1916].
[26] [«Πιστεύω ότι και του Ομήρου η ποίηση έλαβε τέτοια δόξα επειδή ορθώς εγκωμίαζε αυτούς που πολέμησαν εναντίον των βαρβάρων, γι’ αυτό επιθύμησαν οι προγονοί μας να τιμήσουν την τέχνη του και στους μουσικούς αγώνες και στην εκπαίδευση των νεωτέρων…»].
[27] [Ο «Αγών», όπως σώζεται σήμερα, ανήκει στη ρωμαϊκή εποχή. Εν τούτοις, ανακαλύφθηκε πάπυρος του 3ου αιώνος π.Χ. ο οποίος περιέχει απόσπασμα του «Αγώνος», το κείμενο του οποίου συμφωνεί σε γενικές γραμμές με αυτό της ρωμαϊκής περιόδου. Επομένως, το κείμενο είναι αρχαιότερο και αναθεωρήθηκε την εποχή του Αδριανού χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς τις μεταβολές τις οποίες υπέστη].
[28] [Τα ελληνικά παραθέτει ο Scott].
[29] [Το κείμενο στην ελληνική από τον Scott].
[30] [«Από όλους τους ποιητές, οι Αργείοι τα πρωτεία στον Όμηρο έδωσαν, όλους τους άλλους θεωρώντας δευτέρους αυτού. Όταν θυσιάζουν, επικαλούνται τον Απόλλωνα και τον Όμηρο. Λέγεται επίσης και αυτό, ότι επειδή δεν είχε τους πόρους να προικήσει τη θυγατέρα του, της έδωσε ως προίκα τα «Κύπρια». Και ο Πίνδαρος συμφωνεί σε αυτό»].
[31] [Βλ. επίσης, “Miscellaneous notes from Aelian”, The Classical Journal, 24 (1929), 375-376, όπου ο Scottσημειώνει ότι ο Αιλιανός αναφέρει τον Όμηρο μόνον ως ποιητή της Ιλιάδος και της Οδύσσειας και δεν του αποδίδει κανένα από τα Κυκλικά ποιήματα].
[32] [“Athenaeus on Aeschylus and Homer”, The Classical Journal, 16 (1921), 302-303. Βλ. επίσης “Aeschylus, Homer and the Cycle”, The Classical Journal, 19 (1924), 507-508, όπου ο Scott αναφέρει την παρατήρηση του Βίκτωρος Ουγκώ ότι όλοι οι αρχαίοι τραγικοί αντλούν νερό από το ποτάμι του Ομήρου].
[33] [«Ο Ουλπιανός ο οποίος λάτρευε τη χύτρα… δεν έτρωγε τίποτε απ’ αυτά που πρέπει ένας άνθρωπος να τρώει, αλλά παρατηρούσε όσους έτρωγαν αν τυχόν ξέχασαν ένα κομμάτι από κόκκαλο ή ένα κομμάτι από τον χόνδρο από όσα παρατέθηκαν στο τραπέζι, μην έχοντας στο νου του τα λεγόμενα του καλού και λαμπρού Αισχύλου, ότι οι τραγωδίες του αποτελούν τεμάχια από τα μεγάλα δείπνα του Ομήρου»].
[34] [«Ο Αισχύλος, όταν κάποτε ηττήθηκε άδικα… είπε ότι αναθέτει τις τραγωδίες του στον χρόνο, ο οποίος και θα του προσφέρει την προσήκουσα τιμή»].
[35] [Ο Sheppard, ό.π. σελ. 169-170, συμφωνεί με τον Scott ότι το χωρίο αυτό δεν αποδεικνύει ότι οι παλαιοί Έλληνες θεωρούσαν τον Όμηρο σαν τον συγγραφέα του Επικού Κύκλου. Ερμηνεύει όμως το χωρίο διαφορετικά. Κατά την άποψή του, ο Αισχύλος δεν αναφέρεται στο υλικό που χρησιμοποιεί (όπως πιστεύει ο Scott) αλλά στην τεχνική, δηλαδή ότι αναγνωρίζει τον Όμηρο σαν δάσκαλό του. Ο Max Radin, “Homer and Aeschylus”, The Classical Journal, 17 (1922), 332-334, συμφωνεί με τη μετάφραση της λέξεως «τεμάχη» από τον Scott αλλά θεωρεί ότι ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένο το χωρίο δεν είναι σαφής ώστε να διαπιστώσουμε αν αποδίδει ή όχι τον Επικό Κύκλο στον Όμηρο. Σε κάθε περίπτωση όμως, επισημαίνει ο Radin, ο Αισχύλος δεν άφησε ούτε επιστολές ούτε απομνημονεύματα. Επομένως, το χωρίο αυτό προέρχεται από κάποιον μεταγενέστερο συγγραφέα, πιθανώς τον Χαμαιλέοντα τον Ηρακλεώτη, ο οποίος έγραψε για τον Αισχύλο και στον οποίο παραπέμπει συχνά ο Αθήναιος όταν αναφέρεται στον Αθηναίο τραγικό. Στην καλλίτερη περίπτωση λοιπόν, πρόκειται για κάποιο ανέκδοτο το οποίο κυκλοφορούσε με το όνομα του Αισχύλου δύο αιώνες μετά τον θάνατό του].
[36] Η καύχηση του Αισχύλου ότι «αναθέτει τις τραγωδίες του στον χρόνο, ο οποίος και θα του προσφέρει την προσήκουσα τιμή» μου υποδείχθηκε από τον Καθηγητή Ivan M. Linforth.
[37] [«Ο οποίος στο δόρυ όλους τους νέους νικούσε, το οποίο εκσφενδόνησε πάνω στον Αναύριο από την πλούσια σε κρασί Ιωλκό και τον στροβίλισε· γιατί έτσι ο Όμηρος και ο Στησίχορος τραγούδησαν στους λαούς»].
[38] [Στην παρούσα παράγραφο, ο Scott παραθέτει τα κείμενα στην ελληνική].
[39] [Η φράση που σημαίνει: «Δυτικά το άστρο της αυτοκρατορίας βρίσκει τον δρόμο του» ή, ορθώς, «Δυτικά η πορεία της αυτοκρατορίας βρίσκει τον δρόμο της», συμβόλιζε στις Ηνωμένες Πολιτείες το πεπρωμένο της χώρας να επεκταθεί δυτικώς έως τον ωκεανό. Προς τιμήν του επισκόπου Berkeley ονομάστηκε το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Berkeley].
[40] [Στο “Aeschines and two Homeric quotations”, The Classical Journal, 25 (1929), 234-235, o Scott αναφέρει ότι ο Αισχίνης στον «Κατά Κτησιφώντος» 231 γράφει: «τὸν Θερσίτην… ὅτι φησὶν Ὅμηρος ἄνανδρον αὐτὸν εἶναι καὶ συκοφάντην» δηλαδή: «τον Θερσίτη… για τον οποίο είπε ο Όμηρος ότι είναι άνανδρος και συκοφάντης». Ο Όμηρος δεν χρησιμοποιεί τις λέξεις αυτές για τον Θερσίτη ενώ η λέξη «συκοφάντης» είναι σαφώς μη ομηρική. Εν τούτοις, η περιγραφή του Αισχίνου ταιριάζει απολύτως στον Θερσίτη που συναντούμε στην Ιλιάδα].
[41] [Σε νεότερες μελέτες του Scott αναφέρεται η στάση μεταγενεστέρων Ελλήνων συγγραφέων. Ήδη αναφέραμε ότι στο “Miscellaneous notes from Aelian” ό.π. ο Scott σημειώνει ότι ο Αιλιανός αναφέρει τον Όμηρο μόνον ως ποιητή της Ιλιάδος και της Οδύσσειας και δεν του αποδίδει κανένα από τα Κυκλικά ποιήματα. Στο “Dio Chrysostom and the Homeric origin of the Cycle”, The Classical Journal, 19 (1924), 315-316, ο Scott σημειώνει ότι ο Δίων, αν και μας πληροφορεί ότι ο Αλέξανδρος γνώριζε απ’ έξω την Ιλιάδα και μεγάλο μέρος της Οδύσσειας, ποτέ δεν υπαινίσσεται ότι ο Όμηρος συνέθεσε κάποια από τα ποιήματα του Κύκλου. Αντιθέτως, επισημαίνει ότι ο Όμηρος δεν έγραψε για τον θάνατο του Αχιλλέως, του Μέμνονος, του Αντιλόχου ή του Πάριδος, ούτε για την αρπαγή της Ελένης ή την άλωση της Τροίας. Όλα τα θέματα αυτά, αποτελούσαν τον πυρήνα του Επικού Κύκλου. Στο “Homer and the Epic Cycle”, TheClassical Journal, 19 (1924), 446, ο Scott σημειώνει ότι ο Αυτοκράτωρ Ιουλιανός αναφέρει ότι ο Όμηρος δεν εξιστόρησε την εκστρατεία των Αμαζόνων στην Τροία, η οποία πραγματοποιήθηκε μετά τον θάνατο του Έκτορος και αποτελεί το θέμα της «Αιθιοπίδος». Επίσης, στο “Apollodorus and Homer”, The Classical Journal, 23 (1927), 211-213, επισημαίνει ότι ο Απολλόδωρος (ο οποίος συνέταξε ένα αξιόπιστο εγχειρίδιο μυθολογίας), αποδίδει στον Όμηρο μόνον την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και ποτέ κανένα από τα Κυκλικά ποιήματα. Στο “Diodorus and Homer”, TheClassical Journal, 22 (1927), 540-541, σημειώνει ότι ο Διόδωρος ο Σικελιώτης θαυμάζει τον Όμηρο αλλά δεν του αποδίδει κανένα από τα Κυκλικά ποιήματα. Βλ. επίσης, “Theocritus and Homer”, The Classical Journal, 23 (1927), 213].
[42] [«Ο πατέρας μου, προσπαθώντας να με κάνει καλό άνθρωπο, με ανάγκασε να απομνημονεύσω όλα τα έπη του Ομήρου, γι’ αυτό και τώρα μπορώ να απαγγείλω και την Ιλιάδα όλη και την Οδύσσεια απ’ έξω»].
[43] [Ο Scott μάλλον αναφέρεται στο απόσπασμα 2 της «Αιθιοπίδος». Δεν εντοπίσαμε άλλα αποσπάσματα από την Οξύρυγχο στην πρόσφατη έκδοση του Κύκλου από τον Loeb].
[44] [«Τα ποιήματα του Επικού Κύκλου διασώθηκαν και μελετήθηκαν από πολλούς όχι τόσο για την ποιητική τους αξία αλλά λόγω της ακολουθίας με την οποία παρουσιάζουν αυτά [παραδόσεις και μυθολογία] τα οποία πραγματεύονται». Απόσπασμα από τη «Βιβλιοθήκη» 319a30 του Φωτίου, όπου ο Φώτιος παραθέτει σχόλιο του ιδίου του Πρόκλου].
[45] [Ο Scott παραπέμπει στο 61ο επίγραμμα· εμείς χρησιμοποιούμε την έκδοση του Loeb. Υπάρχει επίσης η γραφή: «θεῖον ἀοιδόν» η οποία δεν μεταβάλλει το νόημα του επιγράμματος].
[46] [«Απεχθάνομαι τα κυκλικά ποιήματα»].
[47] […]
[48] [«Ο Όμηρος όμως, όπως υπερέχει και στα υπόλοιπα, έτσι και αυτό καλά κατάλαβε, είτε από την τέχνη του είτε από τη φύση του»].
[49] [«Και εδώ φαίνεται θεσπέσιος ο Όμηρος δίπλα στους άλλους καθώς δεν προσπαθεί τον τρωικό πόλεμο, ο οποίος έχει αρχή και τέλος, να τον διηγηθεί ολόκληρο σε ένα ποίημα… οι άλλοι ποιητές διάλεξαν μια μόνη περίοδο ή έναν μόνον ήρωα ή μια μόνη πράξη αλλά με πολλά μέρη, όπως αυτός που συνέθεσε τα «Κύπρια» και τη «Μικρά Ιλιάδα»»].
[50] [«Χωρίς να συνειδητοποιούν ότι το έργο τους είναι τόσο κατώτερο του δικού σου όσο είναι κατώτεροι της δόξης του Ομήρου αυτοί οι οποίοι προσπάθησαν να συνθέσουν σε ποιήματα παρόμοια μυθικά θέματα με τα δικά του»].
[51] [«Ο Όμηρος είναι άξιος για πολλά να επαινείται αλλά κυρίως γι’ αυτό, ότι είναι ο μόνος από τους ποιητές ο οποίος δεν αγνοεί ποια είναι η θέση του στο ποίημα»].
[52] Table talk of Samuel Rogers, Λονδίνο 1903, 223.
πηγή: istorikathemata