Καθώς πορευόμαστε τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα γίνεται όλο και περισσότερο επιτακτικό το αίτημα για ένταξη των σύγχρονων κοινωνικών και οικονομικών δομών σε πλαίσια κοινοτικά. Ο Παύλος Σούρλας, αν και φιλελεύθερος, στο άρθρο του αυτό ομολογεί τη μεγάλη αξία των κοινοτικών αξιών για τη συγκρότηση πιο δίκαιων κοινωνιών.
Τελικά πόσο συντελεί σε μια αρμονική συνύπαρξη των ατόμων η απουσία κοινών στόχων και αξιών μεταξύ τους; Πόσο "δημοκρατική", λειτουργική και ουσιαστική για την ειρήνη και τον ανθρωπισμό θεωρείται η ιδιωτεία και η αυτονόμηση/αποξένωση/αποκοπή του σύγχρονου ανθρώπου από τους συνανθρώπους του; Και πάλι είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι ο ελληνικού τύπου κοινοτισμός,
ως πρόταση που υπερβαίνει τις αριστεροδέξιες αγκυλώσεις, εκκινεί από το σεβασμό της προσωπικότητας του ανθρώπου χωρίς να νομιμοποιεί οποιαδήποτε μορφή κολεκτιβισμού που ακυρώνει τη μεταφιλελεύθερη του ταυτότητα, επειδή προάγει μια μεταφιλελεύθερη μετανεωτερική πρόταση για τις σύγχρονες κοινωνίες.
Του Παύλου Σούρλα, καθηγητή της φιλοσοφίας του δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Η τάση που αναπτύχθηκε στους κόλπους της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας τις τελευταίες δεκαετίες και φέρει το όνομα του κοινοτισμού μπορεί κατά κάποιον τρόπο να θεωρηθεί απόγονος ρευμάτων του 19ου αιώνα που, όπως ο Ρομαντισμός και άλλα συντηρητικά θεωρητικά κινήματα, είχαν στραφεί κατά του Διαφωτισμού. Τα ρεύματα εκείνα, ειδικά στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας, είχαν αντιτεθεί προς το φιλόδοξο διαφωτιστικό πρόγραμμα της πλήρους επανοργάνωσης της κοινωνικής συμβίωσης πάνω σε ορθολογικές βάσεις. Θεωρητικά είχαν στηρίξει την αντίθεσή τους στη μομφή ότι μια τέτοια επανοργάνωση επιχειρεί εξ ονόματος ενός ψυχρού ορθολογισμού να ισοπεδώσει τις κοινωνίες και να τις υποτάξει σε ένα ενιαίο σχήμα πολιτικής θέσμισης, αγνοώντας την πολιτισμική ιδιαιτερότητα της καθεμιάς και παραγνωρίζοντας την αξία του σεβασμού της παράδοσης ως έκφρασης της εθνικής ψυχής.
Σήμερα ο κοινοτισμός έχει ως αντίπαλό του τον φιλελευθερισμό. Αυτός την εποχή μας εμφανίζεται υπό δύο κύριες εκδοχές. Η πρώτη υποστηρίζει ότι η κοινωνική συμβίωση πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στην ατομική ελευθερία, η οποία νοείται ως το ανεμπόδιστο και ανέλεγκτο των προσωπικών επιλογών και προτιμήσεων. Η δεύτερη υποστηρίζει ότι, μαζί με την ατομική ελευθερία, θεμελιώδης είναι και η κοινωνική ισότητα και ότι και οι δύο μαζί, ελευθερία και ισότητα, στηρίζουν ένα πλέγμα βασικών αρχών και κανόνων κοινωνικής δικαιοσύνης, που διαθέτουν καθολική ισχύ και δεν δέχονται εξαιρέσεις και ιδιαιτερότητες παρά μόνο εφόσον αυτές είναι επαρκώς δικαιολογημένες βάσει λόγων γενικά αποδεκτών. Εναντίον και των δύο εκδοχών του φιλελευθερισμού ο κοινοτισμός υποστηρίζει ότι εμφορούνται από ένα πνεύμα γενικευμένου ατομισμού και χρησιθηρίας που, στη χειρότερη περίπτωση, αξιώνει το ανεξέλεγκτο των ατομικών συμφερόντων και αδιαφορεί για τις συνέπειες του μεταξύ τους ανταγωνισμού ή, στην καλύτερη περίπτωση, παίρνει τη μορφή της πρόταξης της προστασίας δικαιωμάτων που, ακόμη και όταν δεν είναι μόνο ατομικά αλλά και κοινωνικά, παραμένουν ατομοκεντρικά και εγωιστικά.
Εκατέρωθεν κατηγορίες
Απέναντι στα φιλελεύθερα δόγματα ο κοινοτισμός αντιπροτείνει και προβάλλει τις αξίες της συμμετοχής και του συνανήκειν, της αφοσίωσης στην εκάστοτε κοινότητα και της διαφύλαξης της ιδιαιτερότητάς της και εμμένει στην πρόταξη των συλλογικών αγαθών του πολιτισμού και της παράδοσης απέναντι στα αγαθά της ατομικής διεκδίκησης και των δικαιωμάτων.
Οι αιτιάσεις του κοινοτισμού κατά του φιλελευθερισμού είναι κατά μεγάλο μέρος τους υπεραπλουστευτικές και άδικες. Αδικο είναι κυρίως να ταυτίζεται ο φιλελευθερισμός στο σύνολό του με την πιο ωμή ατομιστική και συμφεροντοκεντρική εκδοχή του και να παραγνωρίζεται το ηθικό βάρος των θεσμών δημοκρατίας, κράτους δικαίου και κράτους πρόνοιας, στη δημιουργία των οποίων συνέβαλε. Από την άλλη πλευρά ωστόσο είναι επίσης συχνά υπεραπλουστευτικός και άδικος ο τρόπος με τον οποίο ο φιλελευθερισμός αντεπιτίθεται κατά του κοινοτισμού. Η βασική μομφή είναι ότι, μη θέτοντας όρους ως προς τη συγκρότηση της κοινότητας και προτάσσοντας άνευ ετέρου τις αξίες της συλλογικότητας και της παράδοσης, παραβλέπει τις αξίες της αυτονομίας και του αμοιβαίου σεβασμού ακόμη και στο πολιτικό επίπεδο και έτσι όχι μόνο συνθλίβει την ατομικότητα και αδιαφορεί για τη δικαιοσύνη αλλά και προσφέρει θεωρητική βάση σε όλα τα είδη του φονταμενταλισμού και του ολοκληρωτισμού. Η κριτική αυτή είναι όμως εν μέρει άδικη, γιατί ταυτίζει το σύνολο του κοινοτισμού με τις πιο ακραίες και φανατικές εκδοχές του.
Είναι λοιπόν αναγκαίο να ξεπεράσουμε τις στείρες και απλουστευτικές αντιπαραθέσεις και να στραφούμε προς τον πυρήνα του ζητήματος. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να εξετάσουμε νηφάλια τις σχέσεις ανάμεσα στις αξίες του συνανήκειν και της παράδοσης, που προβάλλει ο κοινοτισμός, προς τις αξίες της κοινωνικής δικαιοσύνης, που υποστηρίζει η μετριοπαθής εκδοχή του φιλελευθερισμού. Αν αληθεύει η αίσθησή μας ότι και οι δύο πλευρές προβάλλουν κάτι που ως ένα βαθμό είναι σωστό, τότε οι ενότητες αξιών που η καθεμία προωθεί δεν πρέπει να είναι αντίπαλες και ασύμβατες μεταξύ τους, αλλά να μπορούν να συνεκτιμηθούν και ίσως και να εναρμονιστούν. Προς τον σκοπό αυτόν πρέπει να αποτολμήσουμε ένα διπλό εγχείρημα: να προσπαθήσουμε να εκτιμήσουμε τις αξίες που προβάλλει η μία πλευρά μέσα από το πρίσμα των αξιών που προβάλλει η άλλη. Να εξετάσουμε δηλαδή τις αξίες της δικαιοσύνης από τη σκοπιά της σημασίας τους για τη συλλογική αυτοκατανόηση και το συνανήκειν, αλλά και αντίστροφα τις αξίες της συμμετοχής και της παράδοσης από τη σκοπιά της σημασίας τους για τον ατομικό αυτοκαθορισμό και τον αμοιβαίο σεβασμό.
Το πρώτο από τα δύο αυτά εγχειρήματα είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό. Αν δεν απαιτήσουμε τον σεβασμό των δικαιωμάτων και του τελευταίου πολίτη στη συγκρότηση της κοινότητάς μας, τότε δεν παραβιάζουμε απλώς τις αξίες της δικαιοσύνης αλλά και τις αξίες του κοινοτισμού. Γιατί δεν συγκροτούμε απλώς μια κοινότητα άδικη, που δεν σέβεται το καθένα από τα μέλη της, αλλά και μια κοινότητα στην οποία δεν αξίζει να ζούμε. Μια τέτοια κοινότητα δεν μπορεί να μας είναι ηθικά ελκυστική και έτσι το να ανήκουμε σ' αυτήν δεν είναι κάτι που να δίνει αξία στη ζωή μας και που να μας παρακινεί ακόμη και να προσφέρουμε θυσίες για χάρη του. Αντίθετα, είναι μια κοινότητα που μας κάνει να ντρεπόμαστε γι' αυτήν, να ντρεπόμαστε και για τον ίδιο μας τον εαυτό, ακόμη και όταν εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε ποτέ αδικήσει προσωπικά κανέναν. Ισχύει όμως και το αντίστροφο. Οταν είμαστε άτεγκτοι στην εδώ και τώρα εφαρμογή των αρχών και των κανόνων της δικαιοσύνης, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που αυτό έχει στη ζωή συγκεκριμένων ατόμων ή ομάδων, όταν, π.χ., η εφαρμογή αυτή σημαίνει τη βίαιη ανατροπή μακρών παραδόσεων σε σημείο που να αναστατώνεται μέχρι καταστροφής η ζωή ή η συνείδηση που έχουν για τον εαυτό τους, αυτό δεν παραβιάζει μόνο τις κοινοτικές αξίες αλλά και την ίδια τη δικαιοσύνη: summum jus, summa injuria.
Ηθικά διλήμματα
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι κοινοτικές αξίες και οι αξίες της δικαιοσύνης δεν είναι κατ' αρχήν μεταξύ τους αντίπαλες και ασύμβατες. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όλα είναι αρμονικά και ότι δεν υπάρχουν μεταξύ τους εντάσεις που να προκαλούν ηθικά διλήμματα. Εχω όμως την εντύπωση ότι, αν ξεκινήσουμε από το διπλό εγχείρημα που προαναφέραμε, διαθέτουμε μια στέρεη βάση για την κατ' αρχήν αντιμετώπιση και των περιπτώσεων αυτών. Αρκεί να λάβουμε υπόψη μας ότι η ηθική είναι πολυεπίπεδη και ότι άλλο είναι το επίπεδο της αναγκαία γενικευτικής ηθικής των θεσμών και άλλο το επίπεδο της πιο εξειδικευμένης ηθικής του τρόπου ζωής και της αρετής των επί μέρους προσώπων. Οσο πιο γενικά και αφηρημένα εξετάζουμε το πώς είναι ηθικά σωστό να διαμορφώσουμε τους θεσμούς μας και τη δημόσια σφαίρα τόσο εντονότερα προέχει η σημασία των αξιών της δικαιοσύνης. Οσο περισσότερο μας ενδιαφέρει ο αναγκαία προσωποποιημένος ενάρετος τρόπος ζωής τόσο περισσότερο αυξάνεται η σημασία των κοινοτικών αξιών. Και έτσι φαίνεται να καταλήγουμε σε ένα παράδοξο συμπέρασμα: οι φιλελεύθερες αξίες αποκτούν μεγαλύτερο βάρος όταν κινούμαστε στη σφαίρα της συλλογικότητας, ενώ αντίθετα οι κοινοτικές αξίες αναβαθμίζονται όταν κινούμαστε στη σφαίρα του προσωπικού ευ ζην.