Ορισμοί κοινότητας και κοινωνίας
Ο Lorenz von Stein (1876) διαφοροποιώντας τις γενικές Εγελιανές αρχές, υποστήριξε ότι το κράτος εκφράζει, μέσω της κοινότητας, τον "προσωπικό" τρόπο οργάνωσης των ανθρώπων, ενώ η κοινωνία, τον απρόσωπο, ο οποίος υποστασιοποιείται στις οικονομικές συναλλαγές των ανθρώπων.
Η βασική διάκριση μεταξύ κοινότητας και κοινωνίας αποτυπώθηκε με πληρότητα από τον Ferdinand
Toennies, στο κλασικό για την Κοινωνιολογία έργο του `Κοινότητα και Κοινωνία' (1887). Ο Toennies θεωρεί ότι η διάκριση μεταξύ κοινότητας και κοινωνίας αποτελεί τη βάση της σύγχρονης κοινωνιολογίας. Ο Toennies δέχεται ότι η κοινότητα αποτελεί την έκφραση της επιθυμίας κάθε ανθρώπου να λειτουργήσει καθολικά μέσα σ' ένα χώρο που του προσφέρει δυνατότητες αυτοπραγμάτωσης. Στο πλαίσιο της κοινότητας πραγματώνονται τόσο οι σχέσεις στοργής (μάνα παιδί οικογένεια συγγενείς), όσο και οι σχέσεις που είναι απαραίτητες για την ομαλή κοινωνικοποίηση (γειτονιά) και την ανάπτυξη του ανθρώπου (φιλία). Η κοινότητα δημιουργεί στα μέλη της τη συνείδηση ότι ανήκουν σ' αυτήν και διαμορφώνει την εσωτερική της ιεραρχία. Η κοινότητα είναι ο απαραίτητος βασικός σχηματισμός μέσω του οποίου δημιουργήθηκαν τα χωριά και, μετέπειτα, οι πόλεις, αλλά και οι μορφές συλλογικής δράσης, όπως το κυνήγι ή η εργατική αλληλεγγύη.
Κριτική της συστημικής νεωτερικής θεωρίας
Η σύγχρονη συστημική θεωρία των αυτοαναφερόμενων κοινωνικών συστημάτων που διαπνέουν τη νεωτερική φιλοσοφία ασκεί κριτική στις ανωτέρω θέσεις των δύο κοινωνιολόγων θεωρώντας πώς μέσα στην "κοινότητα" (άμεση δημοκρατία-συναπόφαση) υποχωρεί η ατομική αυτονομία και αποδιαρθρώνεται το "εγώ".
Απάντηση στην κριτική της συστημικής νεωτερικής θεωρίας
Οι ισχυρισμοί της συστημικής θεωρίας των αυτοαναφερόμενων κοινωνικών συστημάτων όμως δεν επαληθεύονται σε καμιά περίπτωση σε δημοκρατικές εκδοχές κοινοτισμού, όπως του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΥ ( Καραβίδας: αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία - νεότερες ελληνικές κοινότητες Μικρασίας ). Στον ελληνικό κοινοτισμό επιτυγχάνεται παράλληλα και η ατομική αλλά και η συλλογική αυτονομία. Αντίθετα, στη νεωτερική δυτική δημοκρατία (την οποία θεωρούν ως την ιδανικότερη μέχρι τώρα) ήδη έχει καταρρεύσει κάθε έννοια ατομικής και συλλογικής αυτονομίας. Αποφεύγουν όλοι οι κοινωνικοί επιστήμονες της δύσης να ομολογήσουν ότι το αντιπροσωπευτικό σύστημα δεν είναι καν "δημοκρατία" και ότι συνίσταται η πολιτική του λειτουργία από τη διαμεσολάβηση συστημάτων σε κάθε πτυχή του ανθρώπινου βίου αλλοτριώνοντας και διασπώντας την ανθρώπινη υπόσταση. Το άτομο και τα δικαιώματά του για τα οποία κόπτονταν είναι πλέον μια διασπασμένη οντότητα, μια θρυμματισμένη ύπαρξη.
Το μεγάλο πλεονέκτημα του ελληνικού κοινοτισμού και των κοινοτιστών είναι η δύναμη των αξιών και των ηθικών προτεραιοτήτων τις οποίες υποστηρίζουν. Έννοιες που μπορεί να κομίζουν μια ρομαντική διάσταση στην οργάνωση μιας συλλογικότητας όπως η αγάπη, η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη στον σύγχρονο κοινοτισμό προσλαμβάνουν όχι τη μορφή κάποιας απόλυτης εξιδανίκευσή τους στο πολιτικό σύστημα αλλά την αιτία για μια θεμελιώδη αρχή συγκρότησης θεσμών από τους πολίτες που θα προκρίνουν τη διαμόρφωση μιας κοινοτικής πολιτείας.
Εκείνο το οποίο δεν έχουν συνειδητοποιήσει πολλοί σήμερα είναι ότι ο κοινοτισμός επαναφέρει στην επικαιρότητα ένα "πακέτο" ηθικών στάσεων και πρακτικών συμπεριφορών, το οποίο συναντά αποδοχή από πολύ περισσότερους ανθρώπους, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες. Η προσδοκία που δημιουργείται από τα κινήματα του κοινοτισμού, είναι ότι αυτό το οποίο απλά υπόσχονται οι "μεγάλες θεωρίες" των νεωτερικών συστημάτων (`grand theories'), στον κοινοτισμό γίνεται πράξη. Σ' αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται και η δύναμη του θεωρητικού λόγου του κοινοτισμού στο ότι, δηλαδή, δίνει σε κάθε ξεχωριστό υποκείμενο τη δυνατότητα της αυτοπραγμάτωσής του, έστω κι αν αυτή δεν περνά υποχρεωτικά μέσα από τη διαφοροποίηση και τη χειραφέτησή του, όπως λανθασμένα υποστηρίζουν οι οπαδοί της συστημικής θεωρίας.