Αποσπάσματα από το βιβλίο του Καστοριάδη «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ» (από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο)
.......[Το Χάος δεν είναι απλή αταξία. Υπάρχει στα βάθη του κόσμου ένα Χάος ως ακατονόμαστη αταξία. Υπάρχει όμως ασφαλώς φαινομενική τάξη στον συσταθέντα κόσμο: η τάξη αυτή είναι η ατέρμων διαδοχή γέννησης/καταστροφής, τάξη στερούμενη νοήματος. Και ακόμα πιο πέρα: η ὕβρις, ως έκφραση της άνομης χαοτικής ουσίας, του ανθρώπινου βάθους αποτελεί, κατά μία έννοια, μέρος
του μηχανισμού επαναφοράς της τάξεως, δεδομένου ότι ωθώντας στην υπέρβαση προκαλεί την καταστροφή που είναι συγχρόνως αποκατάσταση.
Ωστόσο, η αποκατάσταση αυτή δεν είναι ούτε παρηγοριά ούτε εξαγνισμός. Είναι απλώς αυτό που είναι. Δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ της ελληνικής ύβρεως και της εβραιοχριστιανικής αμαρτίας. Η ὕβρις δεν παραβαίνει ούτε ανθρώπινη ούτε θεία εντολή ή νόμο. Ο Πολυκράτης δεν παρέβαινε κανένα κανόνα όταν βρισκόταν στο απόγειο της ευτυχίας του. Μόνο που η ευτυχία του ήταν υπερβολική, αν και δεν ζημίωνε τους άλλους. Κατά ποια έννοια λοιπόν ήταν υπερβολική; Υπήρχε υπερβολικά - τελικά: απλώς υπήρχε. Όπως λέει ο Αναξίμανδρος, η ύπαρξη και μόνο είναι ἀδικία. Η παράβαση στην προκειμένη περίπτωση είναι η υπέρβαση μιας οντολογικής προϋπόθεσης της συνύπαρξης. Υπάρχει πολλαπλότητα, υπάρχει διαδοχή. Ένα ον δεν μπορεί να πάρει τη θέση όλων των άλλων, ούτε συγχρονικά ούτε διαχρονικά. Παρεμβάλλοντας εδώ μια μεταγενέστερη σκέψη, θα λέγαμε ότι αν κάθε ον τείνει να διατηρηθεί ως ον, και ως ιδιαίτερο ον, τότε αυτό ακριβώς (που θα καθόριζε την οντολογική σύσταση κάθε ιδιαίτερου όντος) θα ερχόταν σε αντίθεση με την οντολογική προϋπόθεση της συνύπαρξης των όντων, θα ήταν ἀδικία ή ὕβρις. Τα όντα δεν μπορούν να συνυπάρξουν παρά μόνο αν ο χώρος (η θέση του) και ο χρόνος του καθενός (η διάρκεια του) είναι μετρημένοι. Η Δίκη επαγρυπνεί για την τήρηση του μέτρου αυτού. Αίρει την αντίφαση και εγγυάται τη συνέχιση της συνύπαρξης μέσο της συνεχούς καταστροφής των επιμέρους όντων.
Οι ίδιες οι ανθρώπινες γενιές δίνουν μια εντυπωσιακή απεικόνιση του γεγονότος. Πώς θα ήταν άραγε νοητός ένας κόσμος όπου γενιές αθανάτων θα προσθέτονταν σε γενιές άλλων αθανάτων: Αυτό ακριβώς το εμφανές γεγονός προβάλλεται υπό μορφή μύθου στη Θεογονία. Ο Ουρανός και στη συνέχεια ο Κρόνος, εφόσον γεννούν παιδιά, οφείλουν να παραχωρήσουν τη θέση τους. Η ύπαρξη προϋποθέτει τη γέννηση και όποιος γεννά καταδικάζεται σε θάνατο ή, εάν είναι εκ φύσεως αθάνατος, εκθρονίζεται. Και τούτο είναι ανεξάρτητο από κάθε «αδικία» με την ηθική έννοια, από κάθε πρόβλεψη, από κάθε προληπτική ενέργεια. Μάταια ο Κρόνος τρώει τα παιδιά του. Η ὕβρις τον συνίσταται απλώς στο ότι, ενώ έχει πάρει ο ίδιος τη θέση του πατέρα του, αρνείται να την παραχωρήσει στα παιδιά του.
Ωστόσο, το φόντο πάνω στο οποίο σκιαγραφείται η ως άνω θεμελιακή σύλληψη του κόσμου - και, επαναλαμβάνω, αληθινή, θεωρούμενη καθαυτή - είναι, μια διαφορετική απάντηση στο ερώτημα της τάξης του κόσμου και της κοινωνίας, μια απάντηση που είναι δημιουργία. Εμφανίζεται ήδη στον Ησίοδο και είναι ταυτόχρονη και ομοούσια με την πολιτική πάλη στις πόλεις. Μυθικά και θρησκευτικά, πρόκειται για την επεξεργασία μιας νέας αντίληψης για τη Δίκην που γίνεται μέσω των ποιητών, αρχής γενομένης από τον Ησίοδο και εν συνεχεία από την ορφική λατρεία και τους φιλοσόφους. Η πιο ολοκληρωμένη της έκφραση απαντά στον Αισχύλο και στον Πίνδαρο περίπου ένα αιώνα προ της ωριμότητας του Πλάτωνα. Συνοπτικά, πρόκειται για τη σύλληψη της Δίκης ως αυτοπεριορισμού, ως σωφροσύνης [Σημ. περιθ.: φρόνησις]. Σε αυστηρά πολίτικο επίπεδο, πρόκειται για τη δημιουργία θεσμού όπου οι αντιμαχόμενες δυνάμεις στην πόλη δεν ισορροπούν πλέον με τη απλή αντιπαράθεση και βίαιη αντίθεσή τους ούτε και με τις περιοδικές καταστροφές που προκύπτουν από αυτή, αλλά με τον αυτοπεριορισμό μέσω του οποίου η εξουσία δεν μπορεί να ανήκει πλέον σε ένα πρόσωπο ή σε μία ειδική κατηγορία, αλλά σε όλου; και σε κανέναν. τοποθετείται συγχρόνως «σε ίση απόσταση» από όλους και δεν μπορεί να είναι πλέον αντικείμενο σφετερισμού.
Επίσης – το σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα - όλοι συμμετέχουν εξίσου στην άσκηση της εξουσίας και μάλιστα με τρόπο συγχρονικά συλλογικό (η συνέλευση του δήμον, η εκκλησία, νομοθετεί για τα πάντα, και από το δήμον προέρχονται, με κλήρωση, οι. δικαστικές συνελεύσεις, τα δικαστήρια και. τουλάχιστον από τον 5ο αιώνα, ένας ορισμένος, αριθμός «αστικών ιερατικών λειτουργημάτων») και με τρόπο ατομικό. (Κάθε αθηναίος πολίτης μπορεί να κληρωθεί για να ασκήσει καθήκοντα προέδρου της Δημοκρατίας, ως επιστάτης των πρυτάνεων, για 24 ώρες. Η στατιστική πιθανότητα να βρεθεί στη θέση αυτή μία φορά στη ζωή του είναι, κατά την κλασική εποχή, 25% με 30%. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δια κληρώσεως πληρούμενα λειτουργήματα, κάθε αθηναίος πολίτης έχει τη βεβαιότητα ότι θα ασκήσει δημόσιο λειτούργημα πολλές φορές στη ζωή του). Με τον τρόπο αυτό η εξουσία ουσιαστικά απομυθοποιείται και χάνει τον ιερό χαρακτήρα της, και η δημοκρατία είναι συγκεκριμένη - δεν υποβιβάζεται καθόλου σε αφηρημένη ισότητα ενώπιον του νόμου. Τέλος, στο αυστηρό πλαίσιο της σκέψης και της φιλοσοφίας, πρόκειται για την αναζήτηση, μέσα στον κόσμον, μιας τάξης διαφορετικής από την απλή διαδοχή γένεσης και καταστροφής, και ταυτόχρονα την αναζήτηση μέσα στο λόγον εσωτερικών ορίων ικανών να ρυθμίσουν τη χρήση του, δεδομένου ότι ο λόγος μπορεί να διατυπώσει τα πάντα και, φαινομενικά, να τα αποδείξει ή τουλάχιστον να τα καταστήσει ευλογοφανή.
Με λίγα λόγια: υπάρχει αφενός ανακάλυψη, αποκάλυψη της Αβύσσου, του Χάους ως εμπειρίας του γεγονότος ότι η μόνη ύστατη τάξη που βασιλεύει στο ον είναι η άνευ νοήματος διαδοχή γένεσης και καταστροφής. Αναγνώριση ότι η ίδια αυτή άνευ νοήματος τάξη ρυθμίζει (ή θα ρύθμιζε, αν αφηνόταν στην τύχη της) τις ανθρώπινες υποθέσεις μέσω της ὕβρεως, της ἀδικίας, και μιας Δίκης που είναι καθαρή καταστροφή. Και αφετέρου, διατύπωση και θέληση αυτού που πρέπει να γίνει και να λεχθεί, δημιουργία μιας άλλης τάξης που μόνο στην αναζήτηση και στην επιβολή του ορίου είναι δυνατό να θεμελιωθεί και που - ως εκ τούτου - είναι αναγκαστικά αυτοπεριορισμός.
Η δημιουργία της δημοκρατίας αποτελεί, από φιλοσοφική σκοπιά, απάντηση στην άνευ νοήματος τάξη του κόσμου και έξοδο από τον κύκλο της ύβρεως. Και τούτο διότι περιέχει, ταυτόχρονα και ομοούσια, την αναγνώριση του γεγονότος ότι καμία άλλη φύση ή παράδοση (ή θεία προσταγή), δεν προσφέρει τον κανόνα που θα μπορούσε να ρυθμίζει τις ανθρώπινες υποθέσεις. Η πόλις θέτει και δημιουργεί το νόμο της, αναγνωρίζοντας και επιβεβαιώνοντας εμπράκτως τον συγκυριακό του χαρακτήρα, εφόσον ο νόμος, αποτέλεσμα διαβουλεύσεων, υπόκειται πάντα σε συζήτηση και σε τροποποίηση ή κατάργηση. Κάθε ιδιαίτερος νόμος είναι συγκυριακός, ο νόμος όμως ως γεγονός δεν είναι συγκυριακός. Ως εκ τούτου, η απάντηση αυτή κάθε άλλο παρά περιορισμό αποτελεί. Η κίνηση του δήμου είναι ipso facto - όπως άλλωστε, ταυτόχρονα και ταυτόσημα, και η φιλοσοφία - άνοιγμα, όμως αυτή ακριβώς η λέξη είναι απατηλή. Πρόκειται για δημιουργία και συγκρότηση δημόσιοι· χώρου, προβληματισμού πάνω στο είναι και στο φαίνεσθαι. στην αλήθεια και στη γνώμη», στη φύση και στο νόμο. Πράγμα που δεν λαμβάνεται καθαυτό ρητά υπόψη σε ειδικά κείμενα: πρόκειται για δρώσα σκέψη, για σκέψη η οποία δημιουργεί και δημιουργείται πράττοντας. (Αν και η σαφήνεια των αναφορών που συναντώνται στον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη είναι σημαντική, παρά το γεγονός ότι δεν είναι αυτό το θέμα τους). Τα θεμέλια όμως της σύστασης του ελληνικού κόσμου, ήδη από τον 7ο αιώνα. είναι οι εξής βεβαιότητες: υπάρχει πάντα ανάγκη και ζήτημα νόμου. Μόλις δε τεθεί το ζήτημα του νόμου, υπάρχει δυνατότητα δράσης με στόχο την τροποποίησή του. Δεν υπάρχει εδώ συλλογισμός προτεραιότητα, υπάρχει η θέση μιας πρωταρχικής άρθρωσης που μπορεί κανείς να τη διατρέξει κατά τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Μπορεί κανείς εξίσου να πει: θέλω να τροποποιήσω το νόμο, άπαξ δε και υπάρξει δράση για την τροποποίησή του. το πρόβλημα του νόμου έχει τεθεί. Εάν θέλουμε να τροποποιήσουμε το νόμο. σημαίνει ότι ήδη τον αμφισβητούμε και τον αμφισβητήσαμε επειδή θέλουμε να τον τροποποιήσουμε. Σε κάθε περίπτωση. όχι μόνο δεν είναι δυνατό να ζήσουμε χωρίς νόμο. αλλά εμείς οι ίδιοι φτιάχνουμε το νόμο και τον συγκεκριμένο νόμο. Ο νόμος είναι ανθρώπινο έργο - είναι έργο του ανθρώπου μέσω του οποίου ο άνθρωπος εξανθρωπίζεται. Ο άνθρωπος εξανθρωπίζεται δίνοντας στον εαυτό του το νόμο. ενώ από τη φύση του δεν γνωρίζει κανένα εσωτερικό ή και φυσικό περιορισμό. Άνθρωπος ζῷον πολιτικόν δεν σημαίνει απλώς ότι ο άνθρωπος είναι «κοινωνικό» ζώο με γενική και αόριστη έννοια ή με τη συγκεκριμένη έστω έννοια, διότι ο Αριστοτέλης γνώριζε βέβαια τις κυψέλες και τις μυρμηγκοφωλιές, δεν όρισε όμως ποτέ τη μέλισσα ή το μυρμήγκι ως «πολιτικό ζώο», όπως σχεδόν πάντα του απέδωσαν. Αυτό που λέει πράγματι ο Αριστοτέλης με σύγχρονους όρους είναι: ο άνθρωπος είναι θεσμίζον ζώο, που υπάρχει μόνο μέσα από την ένταξη και συμμετοχή του σε μια θεσμισμένη κοινότητα η οποία και αυτοθεσμίζεται. ].......