
αντίστοιχο κεφάλαιο από το έργο των P.E. Easterling, B.M.W. Knox
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ»
“Ποιος θα μπορούσε να μιλήσει αρκετά επαινετικά για την εκπαίδευση στην τέχνη της γραφής;” ρωτάει ο ιστορικός Διόδωρος (12.13.2). “Με το μέσο αυτό οι νεκροί μιλούν στους ζωντανούς, και με τη γραπτή λέξη αυτοί που απέχουν πολύ μεταξύ τους στο χώρο επικοινωνούν με αυτούς που είναι μακριά τους σαν να ήταν γείτονες”. Το τέταρτο της χιλιετίας ανάμεσα στο 730 και το 480 π.Χ. περίπου ήταν για την Ελλάδα μια περίοδος κατά την οποία η γνώση και χρήση της γραφής είχε ανυπολόγιστης σημασίας συνέπειες για τη λογοτεχνία, καθώς δημιούργησε εξαιρετικά σύνθετο πλέγμα σχέσεων ανάμεσα σε συγγραφείς απομακρυσμένους μεταξύ τους στο χρόνο ή το χώρο ή και στα δύο, και συντέλεσε στην ανάπτυξη μιας μοναδικής και αδιάσπαστης λογοτεχνικής παράδοσης, στην οποία οι τοπικές διαφορές μόνο πλούτο προσθέτουν. Γιατί δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι καθώς εξαπλωνόταν η γνώση της γραφής, επερχόταν μια ολοένα αυξανόμενη συνείδηση της εθνικής ταυτότητας, της καθολικής ελληνικότητας όλων όσοι μιλούσαν κι έγραφαν την κοινή γλώσσα. Το κεφαλαιώδες αυτό γεγονός, η εκ νέου ανακάλυψη της γραφής, ήταν εξάλλου ένα μόνο στοιχείο ανάμεσα σε πολλά κατά τη μεγάλη αναγέννηση της Ελλάδας που συντελέστηκε χάρη στην εκ νέου ανακάλυψη του ευρύτερου κόσμου ύστερα από αιώνες απομόνωσης - αιώνες στους οποίους, ύστερα από την κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού που γνώριζε τη γραφή, ανάμεσα στο 1200 και 1 100 π.Χ., όλες οι καλές τέχνες κι οι λεπτές δεξιότητες της εποχής του Χαλκού είχαν ξεχαστεί κι ό, τι απέμεινε ήταν η μνήμη μεγάλων κατορθωμάτων και μεγάλων ηρώων, που καθαγιάστηκαν με παραδοσιακές μορφές της προφορικής ποίησης και τραγουδιούνταν στους επισφαλείς οικισμούς των προσφύγων στην παραλιακή λωρίδα της Μ. Ασίας.