Το 170 μ.Χ, οι Σαρμάτες κατέστρεψαν τον σε παμπάλαιους χρόνους και με το θεϊκό θέλημα της Θέας Δήμητρας κατασκευασμένο στην Ελευσίνα ναός της, ο οποίος όμως ανοικοδομήθηκε από το Μάρκο Αυρήλιο, που μυήθηκε κι ο ίδιος στα Μυστήρια. Ο Αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός Α’ προσπάθησε να τα καταργήσει, αλλά συνάντησε πολλές αντιδράσεις, οπότε συνεχίστηκαν μέχρι την εποχή του Βυζαντινού/Χριστιανού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α’. Ο Θεοδόσιος Α’ ως αυτοκράτορας με διάταγμα το 392 μ.Χ. διέταξε το κλείσιμο όλων των ιερών/ναών των Θεών, σε μια προσπάθεια να καταστείλει την αντίσταση των κατά τα πάτρια λατρευόντων στην επιβολή του Χριστιανισμού ως κρατική και μόνη υπαρκτή θρησκεία της αυτοκρατορίας. Έτσι τα τελευταία απομεινάρια των Ελευσίνιων Μυστηρίων εξαλείφθηκαν το 396 μ.Χ., όταν ο βασιλιάς των Γότθων Αλάριχος μαζί με Χριστιανούς ιερείς και μοναχούς κατέστρεψε το ιερό της Ελευσίνας και θανάτωσαν όλο το ιερατείο. Το τέλος των Ελευσίνιων αναφέρεται από τον ιστορικό Ευνάπιο, ο οποίος είχε μυηθεί κι ο ίδιος στα Μυστήρια κι είχε γίνει ιεροφάντης. Τελευταίος νόμιμος ιεροφάντης των Μυστηρίων της Δήμητρας & Κόρης φαίνεται από την γραμματεία να είναι ο Ευμολπίδης Νεστόριος, ο οποίος «ανήγγειλε την αρχή της μεγάλης πνευματικής νύχτας για την ανθρωπότητα«.
«Όταν τελείωσε τις σπουδές του ο Ιουλιανός, πληροφορήθηκε ότι υπήρχε στην Ελλάδα ένα είδος ανώτερης σοφίας, την οποία κατείχε ο ιεροφάντης των δύο Θεαινών, και βιαστικά πήγε να τον βρει. Δεν είναι σωστό να αναφέρω το όνομα του ιεροφάντη, που ασκούσε τα καθήκοντά του εκείνη την εποχή. Γιατί είναι αυτός που μύησε στα μυστήρια τον συγγραφέα του παρόντος. Καταγόταν από την γένος των Ευμολπιδών. Αυτός ήταν που πρόβλεψε την καταστροφή των ιερών και τον αφανισμό ολόκληρης της Ελλάδος, ενώπιον μου, και αποκάλυψε φανερά ότι ο ιεροφάντης που θα τον διαδεχτεί δεν θα έχει το δικαίωμα να ακουμπήσει τους ιεροφαντικούς θρόνους, γιατί θα έχει καθιερωθεί σε άλλους θεούς, και να πρωτοστατήσει στις τελετές, γιατί θα έχει δώσει άρρητους όρκους σε άλλα ιερά. Εν τούτοις θα πρωτοστατήσει, χωρίς καν να είναι Αθηναίος. Έλεγε επίσης (ήταν πράγματι τόσο διορατικός) ότι στην εποχή του τα ιερά θα εκθεμελιώνοντας και θα λεηλατούνταν κι ότι ο ίδιος θα ζούσε να τα δει αυτά και ότι θα τον κατηγορούσαν για υπερβάλλουσα φιλοδοξία. Έλεγε ότι θα πάψει η λατρεία των δυο Θεαινών πριν από τον θάνατό του, ότι εκείνος θα αποστερηθεί τα ιερά του αξιώματα και ότι δεν θα ζήσει βίο ιεροφάντη ούτε θα γεράσει. Έτσι και έγινε. Τον καιρό που ήταν αρχιερέας στα μυστήρια του Μίθρα κάποιος από τις Θεσπιές, όχι μετά από πολύ καιρό, έγιναν πολλά και ανεκδιήγητα κακά, μερικά από τα οποία αναφέρω με λεπτομέρειες στην “Ιστορία” μου, τα άλλα όμως, Θεού θέλοντος, θα τα διηγηθώ τώρα. Ήταν τότε που ο Αλάριχος με τους βαρβάρους του πέρασε τις Θερμοπύλες, σαν να έτρεχε αγώνα δρόμου ή σε ιπποδρομίες. Η ασέβεια των μαυροφορεμένων μοναχών, που εισέβαλαν μαζί του ανεμπόδιστα, άνοιξε σε εκείνον τις πύλες τις Ελλάδος. Τα θεμέλια και ο νόμος των ιεροφαντικών θεσμών άρχισαν να κλονίζονται.»[1]
Όμως παρότι ο πανίερος της Δήμητρας και της Κόρης Περσεφόνης ναός σταμάτησε να λειτουργεί (όντας κατεστραμμένος πλέον) και τα πάναγνα μυστήρια τους έπαυσαν δια ποινής θανάτου, τα Ελευσίνια του Ιεροφάντη Ευμολπίδη Νεστόριου Μυστήρια και σύμπασα η στους θεούς θεουργική αναγωγή δεν χάθηκε, μιας και αυτός μύησε σε αυτά, όπως λέγει ο Μαρίνος Νεαπόλεως στο «βίο του Πρόκλου«, τον υιό του Πλούταρχο τον νεότερο.
Ο δε θείος Πλούταρχος[2] – “ἡ φιλοσοφίας ἁπάσης ἀφροδίτη καὶ λύρα” όπως τον χαρακτηρίζει ο ιστορικός Ευνάπιος – “μύησε την κόρη του – και εγγονή του Νεστόριου – Ασκληπιγένεια αλλά και τον μαθητή του τον θείο Συριανό[3]”[4], δηλ τους παρέδωσε τα Ελευσίνια του Ιεροφάντη Ευμολπίδη Νεστόριου Μυστήρια και σύμπασα η στους θεούς θεουργική – δηλ. την ιεροσύνη και τις πανίερες της Δήμητρας και Κόρης τελετές, καθιστώντας τους Αρχιερείς.
Η δε Ασκληπιγένεια μύησε τον θείο Πρόκλο[5], άμα την μύηση του τελευταίου στην του Πλάτωνος περί τα θεία μυσταγωγία εκ μέρους του θείου Συριανού. Εκ μέρους δηλ. εκείνου που «υπήρξε αληθώς συμβακχεύσας του Πλάτωνα και εκείνος που συμπληρώθηκε πλήρως από την θεία Αλήθεια και κατέστη όντως Ιεροφάντης των θείων λόγων του Πλάτωνα»[6], εκ μέρους «του Συριανού, που με άχραντο τρόπο στους κόλπους της ψυχής του δέχτηκε το γνησιότερο και καθαρότερο φώς της Αλήθειας και έγινε μαζί με τους Θεούς καθοδηγητής μας σε όλα τα καλά και αγαθά, εκείνος που μας κατέστησε μετόχους και κοινωνούς ολόκληρης της του Πλάτωνος Φιλοσοφίας και σε όσα απόρρητα από τους προ αυτού θεουργούς είχε μυηθεί, και έτσι μας κατέστησε συγχορευτές πάσης της μυστικής αλήθειας των θείων».[7] Εκ μέρους του Συριανού, που όπως λέγει ο Πρόκλος, «ήρθε εκείνη την εποχή στους ανθρώπους σαν πρότυπο της Φιλοσοφίας προς ευεργεσία των ψυχών που βρίσκονται εδώ κάτω, ως ανταπόδοση για τα αγάλματα, για τους ναούς, για την ίδια την αγιστεία στο σύνολό της, αρχηγός της σωτηρίας για τους ανθρώπους που ζουν τώρα και για όσους θα ζήσουν στο μέλλον.»[8] – εκ του θείου Συριανού ο οποίος κατά πως λέγει ο Πρόκλος “τον κατέστησε όχι μόνον επόπτη των όντως θείων τελετών με τα αθόλωτα όμματα της ψυχής και την άχραντη του νου περιωπή, αλλά τον κατέστησε και μέτοχο & κοινωνό σε όλα τα από τους προ αυτού θεουργούς παραδομένα μυστήρια και πάσης της μυστικής αλήθειας των θείων αφού τον προετοίμασε ικανοποιητικά δια κάποιων προτέλειων και μικρών μυστηρίων έπειτα τον μύησε στην του Πλάτωνος περί τα θεία μυσταγωγία”.[9]
Δηλ. ο Πρόκλος ο Λύκιος, ο σχολάρχης της του Πλάτωνος Ακαδημίας, όχι μόνον ήταν επόπτης των όντως θείων τελετών με τα αθόλωτα όμματα της ψυχής και την άχραντη του νου περιωπή και μέτοχος & κοινωνός όλων των – εκ των προ αυτού θεουργών – παραδομένων μυστηρίων και πάσης της μυστικής αλήθειας των θείων, αλλά του παραδόθηκαν και εκ της Ασκληπιγένειας τα Ελευσίνια του Ιεροφάντη Ευμολπίδη Νεστόριου Μυστήρια και σύμπασα η στους θεούς θεουργική αναγωγή, ήτοι η ιεροσύνη και οι πανάγιες τελετές, καθιστώντας τον Αρχιερέα, Ιεροφάνη & Δαδούχο των Ελευσίνιων Μυστηρίων!
Δηλ., έχουμε την εξής άτυπη Ελευσίνια Ιεροφαντική & Δαδουχική διαδοχή, παραδιδόμενη εκ του Νεστόριου του Ευμολπίδη και τελευταίου νόμιμου Ιεροφάντη του Ελευσίνιου της Δήμητρας & Κόρης ναού:
- Πλούταρχος ο νεότερος, γιός του Νεστόριου
- Συριανός[10] & Ασκληπιγένια (κόρη του Πλουτάρχου του Αθηναίου και εγγονή του Νεστόριου)
- Πρόκλος[11] ο Λύκιος. Εξ ου και ο Μιχαήλ Ψελλός αναφερόμενος στον θείο Πρόκλο λέγει ότι : «ο Πρόκλος υπήρξε των Ελλήνων ο τελευταίος Δαδούχος & Ιεροφάντης.»[12]
Ο Νεστόριος είναι Ευμολπίδης, άρα τόσο ο Πλούταρχος όσο και η Ασκληπιγένεια είναι Ευμολπίδες! Δηλ. επι της ουσίας η Ακαδημία του Πλάτωνα είχε περάσει υπό την διοίκηση ανθρώπων, από το 400 – 485μ.Χ., που όχι μόνο ήταν μυημένοι στην του Πλάτωνα Φιλοσοφία αλλά ήταν, έστω και με άτυπο τρόπο, αλλά και μέλη του Ελευσίνιου Ιερατείου των Ευμολπιδών! Αυτό και μόνον δείχνει αφενός το μεγάλο κύρος της του Πλάτωνα Ακαδημίας και την μέγιστη εγκυρότητα της Φιλοσοφίας του Πλάτωνα αφενός όσο αφορά την αλήθεια και την γνώση περί τα θεία αφετέρου σε σχέση με την λατρεία των Θεών στους Έλληνες, ειδάλλως ο Νεστόριος δεν θα παρέδινε ουδέποτε τα Ελευσίνια Μυστήρια και σύμπασα τη θεουργική αναγωγή στην του Πλάτωνα Ακαδημία και τους φιλοσόφους & θεουργούς της, αφετέρου εξηγεί το γιατί η του Πλάτωνος Ακαδημία από και τον Πλούταρχο τον Νεστορίδη και έπειτα εξέδωσε τόσο μεγάλο αριθμό υπομνημάτων: άμα την καταστροφή του πανίερου της Ελευσίνας ναού και το κλείσιμο των μυστηρίων δυο Θεανών, της Δήμητρας και Κόρης, η τύχη της θεολογίας και των Μυστηρίων της των θεών λατρείας – κατά την μ.Χ. εποχή – έπεφτε στις πλάτες της του Πλάτωνος Ακαδημίας!
Δηλ., άμα το πέρασμα της «σκυτάλης» εκ του τελευταίου Ιεροφάντη του σεπτού της Δήμητρας & Περσεφόνης ναού Νεστόριου στην Πλατωνική Ακαδημία, ως το μόνο πλέον πνευματικό οχυρό της θρησκείας των Θεών στους Έλληνες, ο νεοπλατωνισμός στην πόλη της Παρθένου Αθηνάς, κατά τα έτη 431 – 485 μ.Χ., ανέλαβε, δια της εντατικής προσπάθειας, εξ ανάγκης, «κοινοποιήσεως» και δια εκατοντάδων κειμένων διεξοδικής αναλύσεως της θεολογίας της λατρείας των θεών στους Έ, τον ρόλο του θεματοφύλακα σε οδό διασώσεως εκ της λαίλαπας του ιερατείου της αβραμαϊκής θρησκείας που αυτό-ονομάζεται «Χριστιανισμός», μια θρησκεία που οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι, ιδικά της Αθηναϊκής σχολής, όχι αδίκως χαρακτήριζαν ως «μεγάλη σύγχυση»!
Ειδικά ο νεοπλατωνισμός στην πόλη της Παρθένου Αθηνάς, κατά τα έτη 431- 485 μ.Χ., που απόηχός του έχει φθάσει μέχρι και τις ημέρες μας, είχε τόσο ισχυρά θεολογικά/φιλοσοφικά θεμέλια, όντας το ισχυρότερο «κλαδί» του θρησκευτικού τύπου γενεαλογικού δένδρου της των Θεών λατρείας στους Έλληνες, που τελικώς, αυτός ο ίδιος ο νεοπλατωνισμός, αποτέλεσε την ίδια τη βάση της Χριστιανικής θρησκείας, η οποία για να μπορέσει να κυριαρχήσει απέναντι του αναγκάστηκε να “ασπαστεί” συγκαλυμμένα πάμπολλες θεολογικές και φιλοσοφικές εξηγήσεις του, καθώς ο ίδιος ο Χριστιανισμός προσπαθούσε να δημιουργήσει εκείνη την εποχή το θεολογικό του υπόβαθρο!
Εν τέλει το ιερατείο της αβραμαϊκής θρησκείας που αυτό-ονομάζεται «Χριστιανισμός», αδυνατώντας όχι μόνον να καταστείλει – αν όχι σταματήσει παντελώς, αλλά ούτε καν να αντιμετωπίσει θεολογικά τον νέο-πλατωνισμό (ειδικά της Πλατωνικής Ακαδημίας της πόλης της Αθηνάς Παλλάδας), όντας ο μόνος ουσιαστικά πανίσχυρος – αν όχι ο μόνος – εχθρός του, στο τέλος προέβη, μη έχοντας άλλο “όπλο”, στο κλείσιμο της του Πλάτωνος Ακαδημίας των Αθηνών το 529 μ.Χ. – από τον χριστιανό Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιουστινιανό – και στη δια ποινής θανάτου απαγόρευση της διδασκαλίας της πανελλήνιας (Ορφικής) θεολογίας και Πυθαγόρειας-Πλατωνικής φιλοσοφίας και στον αναθεματισμό όσων ακολουθούσαν την του Πλάτωνος θεολογία(Ορφική) και φιλοσοφία.
Πράγμα που ανάγκασε[13], όπως λέγει ο βυζαντινός ιστορικός του 6ου αι. μ.Χ. Αγαθίας[14], τον τελευταίο σχολάρχη της Ακαδημίας, τον Δαμάσκιο από την Συρία – να αυτοεξοριστεί το 531μ.Χ. μαζί με τους 6 μαθητές του – τους Σιμπλίκιο από την Σικελία, Ευλάμιο από τη Φρυγία, Πρισκιανό από τη Λυδία, Ερμείας και ο Διογένη από τη Φοινίκη και Ισίδωρο από την Γάζα – στην Περσία στην αυλή του Πέρση βασιλέα «Χοσρόη Α’» και από εκεί στις Κάρρες της Μεσοποταμίας.[15]
Τουτέστιν στα 916 έτη υπάρξεώς της η Πλατωνική Ακαδημία Αθηνών (με όλα τα προβλήματα που αντιμετώπισε μέσα στο ρου της ιστορίας) – αλλά και οι νέο-πλατωνικές σχολές,
- Η Νεοπλατωνική Σχολή Ρώμης: Κεντρικός εκπρόσωπός της ήταν ο Πορφύριος ή Μάλχος ο Τύριος/Φοίνικας και ο Αμέλιος Γεντιλιανός(216/226-290/300μ.Χ.).
- Η Νεοπλατωνική Σχολή Συρίας: Κύριος εκπρόσωπός της ήταν ο Ιάμβλιχος απο την Χαλκίδα της Κοίλης Συρίας (245 – 325 μ.Χ.). Ο Ιάμβχλιος, «ya-mlku» στην πατρογονική του γλώσσα, καταγόταν από τους βασιλείς-ιερείς της Έμεσας (σημερινή Χομς), πόλη περίφημη για το ναό του Ήλιου και υπήρξε μαθητής του Πορφύριου του Τύριου και του Πλωτίνου του Αλεξανδρινού. Μαθητής του υπήρξε ο Σώπατρος ο Απαμεύς(-337μ.Χ.), τον οποίο ο Αυτοκράτορας «Μέγας» Κωνσταντίνος τον είχε ορίσει επόπτη των τελετών ιδρύσεως της Κωνσταντινούπολης και έπειτα τον δολοφόνησε με την κατηγορία της μαγείας επι ανέμων. Επίσης στους μαθητές του συγκαταλέγονται ο Θεόδωρος ο εξ Ασίνης και ο Δέξιππος(-350μ.Χ.).
- Η Νεοπλατωνική Σχολή Περγάμου: Κύριος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Αιδέσιος (-335μ.Χ.) ο οποίος και την ίδρυσε, μαθητής του Ιάμβλιχου. Σ΄ αυτήν ανήκαν ο Ευσέβιος της Μύνδου, ο Μάξιμος(310 – 372 μ.Χ.), ο Χρυσάνθιος (310 – 390 μ.Χ.), ο Ευνάπιος(347-414μ.Χ.) και ο Αυτοκράτωρ Ιουλιανός (331-363μ.Χ.).
- Η Νεοπλατωνική Σχολή Αλεξανδρείας: Κύριος εκπρόσωπος της ήταν ο Αμμώνιος Σακκάς (-243μ.Χ.) ο οποίος είναι και ο ιδρυτής του Νεοπλατωνισμού. Ήταν δάσκαλος του Πλωτίνου από το 232 – 243 μ.Χ. Φυσικά ο ίδιος ο Πλωτίνος, όπως επίσης ο Ολυμπιόδωρος ο Νεότερος ή Ολυμπιόδωρος ο Φιλόσοφος (495-570 μ.Χ.). Επίσης η Υπατία (370-416 μ.Χ.), ο μαθηματικός και ιατρός Ασκληπιόδοτος (-526μ.Χ) και ο Ιεροκλής, ο οποίος δίδαξε στην Αλεξάνδρεια από το 420-450μ.Χ. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου του Νεστορίδη και δάσκαλος του Αινεία από τη Γάζα και του Θεοσεβίου. Τελευταίος εκπρόσωπος της Αλεξανδρινής Σχολής ήταν ο Στέφανος ο Αλεξανδρινός που επί Αυτοκράτορα Ηράκλειου δίδαξε την του Πλάτωνος φιλοσοφία στη Κωνσταντινούπολη δημιουργώντας έτσι την Νεοπλατωνική Σχολή Κωνσταντινούπολης,
υπήρξαν όχι μόνον οι μόνοι αληθώς & όντως θύλακες της ιερής λατρείας και Ευσέβειας των Θεών και των μυστηρίων τους – ειδικά την μ.Χ. εποχή – αλλά ταυτόχρονα ήταν και το ισχυρότερο «κλαδί» του κατά την μετά-Μυκηναϊκή εποχή θρησκευτικού τύπου γενεαλογικού δένδρου της των θεών λατρείας για τους Έλληνες.
Επί της ουσίας αφενός η στην πόλη της Αθηνάς Παλλάδας του θειότατου Πλάτωνα Ακαδημία, δηλαδή η του Πλάτωνος θεία φιλοσοφία, αφετέρου οι συνεχιστές αυτής νεοπλατωνικές σχολές, δηλ. ο Νεοπλατωνισμός, υπήρξαν η μόνη αληθής & όντως επεξήγηση της πανελλήνιας (Ορφικής)θεολογίας – ειδικά στην μ.Χ. εποχή – και ως εκ τούτου της λατρείας των Θεών στους Έλληνες.
Ως τέτοια προσπάθεια αποτελεί ανυπολόγιστης αξίας για σύμπαντες τους ανθρώπους, μιας και κατάφερε όχι μόνον να διατηρήσει αλλά και να μεταλαμπαδεύσει, όντας ο ισχυρότερος θύλακας – ειδικά την μ.Χ. εποχή – επί της Ευρωπαϊκής ηπείρου, την λατρείας των Θεών μέχρι την σύγχρονη εποχή – παρόλη την διαστρέβλωση, παραχάραξη & κατασυκοφάντηση της των θεών λατρείας εκ μέρους του ιερατείου του Χριστιανισμού και του γνωστικισμού!
____________________
[1] Βλ. Ευνάπιος «Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών, 7.3.1.1 – 7.3.5.6» :
Vitae sophistarum 7.3.1.1 ` to Vitae sophistarum 7.3.5.6 Ὡς δὲ καὶ ταῦτα εἶχε καλῶς, ἀκούσας τι πλέον εἶναι κατὰ τὴν Ἑλλάδα παρὰ τῷ ταῖν Θεαῖν ἱεροφάντῃ, καὶ πρὸς ἐκεῖνον ὀξὺς ἔδραμεν. τοῦ δὲ ἱεροφάντου, κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ὅστις ἦν, τοὔνομα οὔ μοι θέμις λέγειν· ἐτέλει γὰρ τὸν ταῦτα γράφοντα, καὶ εἰς Εὐμολπίδας ἦγε· καὶ οὗτός γε ἦν ὁ καὶ τὴν τῶν ἱερῶν καταστροφὴν καὶ τῆς Ἑλλάδος ἀπώλειαν ἁπάσης προγνούς, τοῦ συγγραφέως παρόντος, καὶ φανερῶς διαμαρτυρόμενος ὡς μεθ᾽ αὑτὸν ἱεροφάντης γενήσοιτο, ᾧ μὴ θέμις ἱεροφαντικῶν ἅψασθαι θρόνων, ἐπειδὴ θεοῖς ἑτέροις καθιέρωται, καὶ ὀμώμοκεν ἀρρήτους ὅρκους ἑτέρων ἱερῶν μὴ προστήσεσθαι· προστήσεσθαι δὲ ἔλεγεν ὅμως αὐτὸν μηδὲ Ἀθηναῖον ὄντα. καὶ (εἰς τοσόνδε προνοίας ἐξικνεῖτο) ἐφ᾽ αὑτῷ τε τὰ ἱερὰ κατασκαφήσεσθαι καὶ δῃωθήσεσθαι ἔφασκεν, κἀκεῖνον ζῶντα ταῦτα ἐπόψεσθαι, διὰ φιλοτιμίαν περιττὴν ἀτιμαζόμενον, καὶ προτελευτήσειν γε αὐτοῦ τὴν θεραπείαν ταῖν Θεαῖν, τὸν δὲ τῆς τιμῆς ἀποστερηθέντα, μήτε τὸν ἱεροφάντην μήτε τὸν γηραιὸν βίον ἔχειν. καὶ ταῦτά γε οὕτως· ἅμα τε γὰρ ὁ †ἐκ θεσπιὼν† ἐγίνετο, πατὴρ ὢν τῆς Μιθριακῆς τελετῆς, καὶ οὐκ εἰς μακρὰν πολλῶν καὶ ἀδιηγήτων ἐπικλυσθέντων κακῶν, ὧν τὰ μὲν ἐν τοῖς διεξοδικοῖς τῆς ἱστορίας εἴρηται, τὰ δέ, ἐὰν ἐπιτρέπῃ τὸ Θεῖον, λελέξεται, ὁ [τε] Ἀλλάριχος ἔχων τοὺς βαρβάρους διὰ τῶν Πυλῶν παρῆλθεν, ὥσπερ διὰ σταδίου καὶ ἱπποκρότου πεδίου τρέχων· τοιαύτας αὐτῷ τὰς πύλας ἀπέδειξε τῆς Ἑλλάδος ἥ τε τῶν τὰ φαιὰ ἱμάτια ἐχόντων ἀκωλύτως προσπαρεισελθόντων ἀσέβεια, καὶ ὁ τῶν ἱεροφαντικῶν θεσμῶν παραρραγεὶς νόμος καὶ σύνδεσμος
[2] <Πλούταρχος> = Νεστορίου, Ἀθηναῖος, φιλόσοφος, διδάσκαλος Συριανοῦ τοῦ ἐξηγητοῦ γενομένου Πρόκλου τοῦ Λυκίου, τοῦ προστάντος τῆς ἐν Ἀθήναις φιλοσόφου σχολῆς· οὗ Μαρῖνος διάδοχος. ἔγραψε πολλά. ζήτει περὶ τούτου ἐν τῷ Δομνῖνος.(βλ. Λεξικό Σούδα).
[3] <Συριανός> = Ἀλεξανδρεύς, φιλόσοφος, Ἰσοκρατίων, ἡγησάμενος τῆς ἐν Ἀθήναις σχολῆς τε καὶ διατριβῆς καὶ διδάσκαλος γενόμενος Πρόκλου, ὃς καὶ διάδοχος αὐτοῦ ἐγένετο. ἔγραψεν εἰς Ὅμηρον ὅλον ὑπόμνημα ἐν βιβλίοις ἑπτά, εἰς τὴν πολιτείαν Πλάτωνος βιβλία τέσσαρα, εἰς τὴν Ὀρφέως Θεολογίαν βιβλία δύο, [εἰς τὰ Πρόκλου] Περὶ τῶν παρ᾽ Ὁμήρῳ θεῶν, Συμφωνίαν Ὀρφέως, Πυθαγόρου, Πλάτωνος περὶ τὰ λόγια βιβλία δέκα· καὶ ἄλλα τινὰ ἐξηγητικά. ὅτι Ἰσίδωρος ὁ φιλόσοφος, ὥς φησι Δαμάσκιος, πάντα τὰ τῶν παλαιῶν ἐξετάζων οὐκ ἀνίει πρὸς τὸ ἀκριβέστατον· προσεῖχε δὲ τὸν νοῦν ἐς τὰ μάλιστα μετὰ Πλάτωνα τῷ Ἰαμβλίχῳ, καὶ τοῖς Ἰαμβλίχου φίλοις δὴ καὶ ὀπαδοῖς. ὧν ἄριστον εἶναι διϊσχυρίζετο τὸν ἑαυτοῦ πολίτην Συριανόν, τὸν Πρόκλου διδάσκαλον. ἀτιμάζειν δὲ οὐδένα ἠξίου πρὸς συναγυρμὸν ἀληθοῦς ἐπιστήμης. (βλ. Λεξικό Σούδα).
[4] Ο Μαρίνος Νεαπόλεως, μαθητής, βιογράφος και διάδοχος του θείου Πρόκλου στην Ακαδημεία του Πλάτωνα, στο «Βίος Πρόκλου ή Περί Αρετής, 28.13 – 28.15», αναφέρει πως :
«Από αυτήν μόνο, την Ασκλειπιγένεια, διασώζονταν τα του μεγάλου Νεστόριου Μυστήρια και ολόκληρη η θεουργική αγωγή, παραδομένα σε αυτήν από τον πατέρα της Πλούταρχο τον νεότερο.»
[5] <Πρόκλος,> = ὁ Λύκιος, μαθητὴς Συριανοῦ, ἀκουστὴς δὲ καὶ Πλουτ άρχουτοῦ Νεστορίου φιλοσόφου, καὶ αὐτὸς φιλόσοφος Πλατωνικός. οὗτος προέστη τῆς ἐν Ἀθήναις φιλοσόφου σχολῆς, καὶ αὐτοῦ μαθητὴς καὶ διάδοχος χρηματίζει Μαρῖνος ὁ Νεαπολίτης. ἔγραψε πάνυ πολλά, φιλόσοφά τε καὶ γραμματικά. ὑπόμνημα εἰς ὅλον τὸν Ὅμηρον, ὑπόμνημα εἰς τὰ Ἡσιόδου Ἔργα καὶ Ἡμέρας, Περὶ χρηστομαθείας βιβλία γ, Περὶ ἀγωγῆς β, Εἰς τὴν πολιτείαν Πλάτωνος βιβλία δ, Εἰς τὴν Ὀρφέως Θεολογίαν, Συμφωνίαν Ὀρφέως, Πυθαγόρου, Πλάτωνος περὶ τὰ Λόγια βιβλία ι, Περὶ τῶν παρ᾽ Ὁμήρῳ θεῶν, Ἐπιχειρήματα κατὰ Χριστιανῶν ιη. ἔγραψε Πρόκλος Μητρῳακὴν βίβλον, ἣν εἴ τις μετὰ χεῖρας λάβοι, ὄψεται, ὡς οὐκ ἄνευ θείας κατακωχῆς τὴν θεολογίαν τὴν περὶ τὴν θεὸν ἐξέφηνεν ἅπασαν, ὥστε μηκέτι θράττεσθαι τὴν ἀκοὴν ἐκ τῶν ἀπεμφαινόντων θρήνων.(βλ. Λεξικό Σούδα).
[6] Βλ. Πρόκλος στο «Υπόμνημα στον Πλάτωνος Παρμενίδη, βιβλίο Α’, 620.15 – 620.19» :
in Prm 620.15 ` to in Prm 620.19 ὁ τῷ Πλάτωνι μὲν συμβακχεύσας ὡς ἀληθῶς καὶ ὁ μεστὸς κα ταστὰς τῆς θείας ἀληθείας, τῆς δὲ θεωρίας ἡμῖν γενόμενος ταύτης ἡγεμὼν καὶ τῶν θείων τούτων λόγων ὄντως ἱεροφάντης·
[7] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας, 1. 7.1 – 1.7.15» :
Theol Plat 1.7.1 ` to Theol Plat 1.7.15 παρ᾽ ὧν τὸ γνησιώτατον καὶ καθαρώτατον τῆς ἀληθείας φῶς τοῖς τῆς ψυχῆς κόλποις ἀχράντως ὑποδεξάμενος ὁ μετὰ θεοὺς ἡμῖν τῶν καλῶν πάντων καὶ ἀγαθῶν ἡγεμών, τῆς τε ἄλλης ἁπάσης ἡμᾶς μετόχους κατέστησε τοῦ Πλάτωνος φιλοσοφίας καὶ κοινωνοὺς ὧν ἐν ἀπορρήτοις παρὰ τῶν αὐτοῦ πρεσβυτέρων μετείληφε, καὶ δὴ καὶ τῆς περὶ τῶν θείων μυσ τικῆς ἀληθείας συγχορευτὰς ἀπέφηνε.
[8] Βλ. Πρόκλος στο «Υπόμνημα στον Πλάτωνος Παρμενίδη, βιβλίο Α’, 620.19 – 620.24» :
in Prm 620.19 ` to in Prm 620.24 ὃν ἐγὼ φαίην ἂν φιλοσοφίας τύπον εἰς ἀνθρώπους ἐλθεῖν ἐπ᾽ εὐεργεσίᾳ τῶν τῇδε ψυχῶν, ἀντὶ τῶν ἀγαλμάτων, ἀντὶ τῶν ἱερῶν, ἀντὶ τῆς ὅλης ἁγιστείας αὐτῆς, καὶ σωτηρίας ἀρχηγὸν τοῖς γε νῦν οὖσι ἀνθρώποις καὶ τοῖς εἰσαῦθις γενησομένοις.
[9] Ο Μαρίνος Νεαπόλενως, μαθητής, βιογράφος και διάδοχος του Πρόκλου στην Ακαδημεία του Πλάτωνα, στο «Βίος Πρόκλου ή Περί Αρετής, 13.4 – 13.10», αναφέρει ότι :
«Ο Συριανός λοιπόν αφού τον προετοίμασε ικανοποιητικά με αυτά, σαν δια κάποιων προτέλειων και μικρών μυστηρίων. έπειτα τον μύησε στην του Πλάτωνος περί τα θεία μυσταγωγία, με την σειρά “κι όχι απλώνοντας το πάδι πάνω από τα σκαλοπάτια”, σύμφωνα με τον Χαλδαϊκό Χρησμό, και τον κατέστησε επόπτη των όντως θείων τελετών του, με τα αθόλωτα όμματα της ψυχής και την άχραντη του νου περιωπή».
[10] Μαθητής του Συριανού ήταν και ο Ερμείας ο Αλεξανδρινός.
[11] Μαθητές του Πρόκλου υπήρξαν ο Αμμώνιος ο Αλεξανδρινός (γιός του Ερμεία του Αλεξανδρινού και της Αιδεσίας της Αλεξανδρινής) – ο οποίος διατέλεσε και σχολάρχης της πλατωνικής σχολής της Αλεξάνδρειας – και ο Ηλιόδωρος.
[12] Βλ. Μιχαήλ Ψελλός «Θεολογικά, 74.124 – 74.138» :
Theologica 74.124 ` to Theologica 74.125 Ελλήνων δὲ παῖδες, ὧν δὴ τελευταῖος δᾳδοῦχος καὶ ἱεροφάντης ὁ Πρόκλος ἐγένετο,
[13] Λόγω και του ότι οι νόμοι 1.11.9, 1.11.10 και 1.11.10.3 του Ιουστινιανού που εκδόθηκαν το 531μ.Χ., σύμφωνα με τους οποίους απαγορεύτηκε αφενός στους Φιλοσόφους και στις σχολές τους να λαμβάνουν πάσης φύσεως δωρεές από τους πολίτες, με τις οποίες συντηρούνταν οι φιλόσοφοι και η σχολές τους, αφετέρου τα περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων θα κατάσχονταν από τον αυτοκράτορα.
[14] Βλ. Αγαθίας σχολαστικό «Ιστοριών Β, 30.1 – 30.6» : Τότε δὴ οὖν ὁ Οὐράνιος καίριον μὲν οὐδὲν ὁτιοῦν ἔλεγεν οὐδέ γε τὴν ἀρχὴν διενοεῖτο· μόνῳ δὲ τῷ θρασύς τε εἶναι καὶ στωμυλώτατος, καθά που φησὶν ὁ ἐν Γοργίᾳ Σωκράτης, «οὐκ εἰδὼς ἐν οὐκ εἰδόσιν» ἐνίκα. οὕτω τε εἷλε τὸν βασιλέα ὁ βώμαξ ἐκεῖνος καὶ ἔμπληκτος, ὡς χρημάτων τέ οἱ δωρήσασθαι πλῆθος καὶ κοινῆς μεταδοῦναι τραπέζης καὶ ἀπάρ ξασθαι φιλοτησίας, οὔπω τοῦτο ἐπ’ ἄλλῳ τῳ γεγενημένον, ἐπόμνυσθαί τε πολλάκις ἦ μὴν οὐπώποτε τοιόνδε ἄνδρα ἑωρακέναι. καίτοι πρότερον ἀρίστους ὡς ἀληθῶς ἐτεθέατο φιλοσόφους, ἐνθένδε ὡς αὐτὸν ἀφικομένους. οὐ πολλῷ γὰρ ἔμπροσθεν Δαμάσκιος ὁ Σύρος καὶ Σιμπλίκιος ὁ Κίλιξ Εὐλάμιός τε ὁ Φρὺξ καὶ Πρισκιανὸς ὁ Λυδὸς Ἑρμείας τε καὶ Διογένης οἱ ἐκ Φοινίκης καὶ Ἰσίδωρος ὁ Γαζαῖος, οὗτοι δὴ οὖν ἅπαντες τὸ ἄκρον ἄωτον, κατὰ τὴν ποίησιν, τῶν ἐν τῷ καθ’ ἡμᾶς χρόνῳ φιλοσοφησάντων, ἐπειδὴ αὐτοὺς ἡ παρὰ Ῥωμαίοις κρατοῦσα ἐπὶ τῷ κρείττονι δόξα οὐκ ἤρεσκεν ᾤοντό τε τὴν Περσικὴν πολιτείαν πολλῷ εἶναι ἀμείνονα, τούτοις δὴ τοῖς ὑπὸ τῶν πολλῶν περιᾳδομένοις ἀναπεπεισμένοι, ὡς εἴη παρ’ ἐκείνοις δικαιότατον μὲν τὸ ἄρχον καὶ ὁποῖον εἶναι ὁ Πλάτωνος βούλεται λόγος, φιλοσοφίας τε καὶ βασιλείας ἐς ταὐτὸ ξυνελθούσης, σῶφρον δὲ ἐς τὰ μάλιστα καὶ κόσμιον τὸ κατήκοον, καὶ οὔτε φῶρες χρημάτων οὔτε ἅρπαγες ἀναφύονται, ἀτὰρ οὐδὲ τὴν ἄλλην μετιόντες ἀδικίαν, ἀλλ’ εἰ καί τι τῶν τιμίωνκτημάτων ἐν ὅτῳ δὴ οὖν χώρῳ ἐρημοτάτῳ καταλειφθείη, ἀφαιρεῖται ὅστις οὐδεὶς τῶν ἐντυγχανόντων, μένει δὲ οὕτω, εἰ καὶ ἀφύλακτον ᾖ, σωζόμενον τῷ λελοιπότι, ἔστ’ ἂν ἐπανήκοι· 4 τούτοις δὴ οὖν ὡς ἀληθέσιν ἀρθέντες καὶ πρός γε ἀπειρη μένον αὐτοῖς ἐκ τῶν νόμων ἀδεῶς ἐνταῦθα ἐμπολιτεύεσθαι, ὡς τῷ κάθε στῶτι οὐχ ἑπομένοις, οἱ δὲ αὐτίκα ἀπιόντες ᾤχοντο ἐς ἀλλοδαπὰ καὶ ἄμικτα ἤθη, ὡς ἐκεῖσε τὸ λοιπὸν βιωσόμενοι. πρῶτα μὲν οὖν τοὺς ἐν τέλει ἀλαζόνας μάλα εὑρόντες καὶ πέρα τοῦ δέοντος ἐξωγκωμένους ἐβδελύττοντό γε αὐτοὺς καὶ ἐκάκιζον· ἔπειτα δὲ ἑώρων, ὡς τοιχωρύχοι τε πολλοὶ καὶ λωποδύται οἱ μὲν ἡλίσκοντο, οἱ δὲ καὶ διελάνθανον, ἅπαν τε εἶδος ἀδικίας ἡμαρτάνετο. καὶ γὰρ οἱ δυνατοὶ τοὺς ἐλάττονας λυ μαίνονται ὠμότητί τε πολλῇ χρῶνται κατ’ ἀλλήλων καὶ ἀπανθρωπίᾳ. καὶ τὸ δὴ πάντων παραλογώτερον· ἐξὸν γὰρ ἑκάστῳ μυρίας ὅσας ἄγεσθαι γαμετὰς καὶ τοίνυν ἀγομένοις, ἀλλὰ μοιχεῖαί γε ὅμως τολμῶνται. 7 τούτων δὴ οὖν ἁπάντων ἕκατι οἱ φιλόσοφοι ἐδυσφόρουν καὶ σφᾶς αὐτοὺς ᾐτιῶντο τῆς μεταστάσεως ἄγεσθαι γαμετὰς καὶ τοίνυν ἀγομένοις, ἀλλὰ μοιχεῖαί γε ὅμως τολμῶνται. τούτων δὴ οὖν ἁπάντων ἕκατι οἱ φιλόσοφοι ἐδυσφόρουν καὶ σφᾶς αὐτοὺς ᾐτιῶντο τῆς μεταστάσεως
[15] Πηγή :
- Christian Wildberg, Philosophy in the Age of Justinian, The Cambridge Companion to the Age of Justinian, Cambridge University Press 2005, σελ. 335-336 [76] Philosophical History, 45b, 117c, 119j, 126b, 126c-e, 146b.
- Polymnia Athanassiadi, Persecution and Response in Late Paganism, the Evidence of Damascius, Journal of Hellenic Studies, vol. 133, 1993, σελ. 20.
- Edward Watts, Justinian, Malalas and the End of Athenian Philosophical Teaching in A.D. 529, Journal or Roman Studies, vol. 94, 2004, σελ. 180.
- Edward Watts, Where to Live the Philosophical Life in the Sixth Century: Damascius, Simplicius, and the Return from Persia, Greek, Roman, and Byzantine Studies 45 (2005), pp. 285-315.
πηγή: eleysis69