ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Ο ΑΚΡΟΓΩΝΙΑΙΟΣ ΛΙΘΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΡΗΤΟΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΡΗΤΟΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ, ΕΝΑ ΠΤΗΝΟ

Ο ακρογωνιαίος λίθος του ένθεου ζην (θρησκεία) των Ελλήνων όταν πλέον όχι μόνον η Βασιλεία του Κρόνου είχε τελειώσει – η 1 εκ των 2 περιόδων της αέναης κοσμικής ανακυκλήσεως -- και βρισκόμασταν στη βασιλεία του Διός αλλά και το ανθρώπινο γένος πλέον δεν είναι το κατά τον Ησίοδο χρυσό & αργυρό γένος («προ-Μινωική» & «Μινωική» εποχή) αλλά ούτε καν το ηρωικό γένος («Μυκηναϊκή» εποχή) αλλά το κατά τον Ησίοδο σιδερένιο γένος, όπου οι ψυχές πλέον δεν έχουν νοητική ζωή αλλά υπάγονται πλέον όχι στην Αδράστεια αλλά στην Ειμαρμένη και τελειώνει ως εκ τούτου η λατρεία του εν Κρήτη Ιδαίου Ζαγρέως (νους του Κόσμου) και αρχίζει η λατρεία του εν Θήβαις Διονύσου (νους των 7 σφαιρών = μονοειδής εμπείριος τομέας, τριμερείς αιθερικός τομέας και τριμερείς υλαιός τομέας), ήτοι του Σειληνού Βάκχου και της Ευτέρπης, του Λύσιου Βάκχου και της Ερατώς, του Τριετηρικού Βάκχου και της Μελπομένης, του Βασσαρέα Βάκχου και της Κλειώς, του Σαβάζιου Βάκχου και της Τερψιχόρης, του Αμφίετου Βάκχου και της Πολύμνιας, του Περικιόνιου Βάκχου και της Ουρανίας, του Βάκχου Ερίβρομου και της Καλλιόπης.

Ως γνωρίζουμε οι Πλούταρχος ο Αθηναίος, Συριανός, Πρόκλος και γενικά όλοι οι πλατωνικοί φιλόσοφοι & θεολόγοι, χρησιμοποιούν και ακολουθούν την Ορφική Θεογονία, την «Ιερή Πραγμάτευση» ή «Ιεροί Λόγοι εν Ραψωδίαις κδ’» ή «Ραψωδική Θεογονία»[1].


Κάτι άλλωστε που φαίνεται και από τα λεγόμενα του μαθητή του Πρόκλου Μαρίνου Νεαπόλεως που αναφέρει πως:

«όταν εγώ μελετούσα κάποτε κοντά του – στον Πρόκλο – τα Ορφικά, και ακούγοντας στις διδασκαλίες όχι μόνο όσα έχει γράψει ο Ιάμβλιχος και ο Συριανός, αλλά περισσότερα και ταυτόχρονα πιο ταιριαστά με την θεολογία, ζήτησα από τον φιλόσοφο να μην αφήσει χωρίς υπομνήματα και αυτή την ένθεη ποίηση, αλλά να την υπομνηματίσει πλήρως. Και αυτός έλεγε ότι είχε την διάθεση πολλές φορές να γράψει τέτοια υπομνήματα, αλλά εμποδίστηκε ξεκάθαρα από κάποια όνειρα. Γιατί έλεγε ότι είδε τον ίδιο τον δάσκαλό του, τον Συριανό, να τον εμποδίζει απειλητικά. Επινοώντας λοιπόν ένα άλλο τέχνασμα, του ζήτησα να γράψει όσα ήθελε στο περιθώριο των βιβλίων του δασκάλου του. Και αφού πείστηκε ο αγαθότατος άνδρας και έγραψε στο περιθώριο των υπομνημάτων, αποκτήσαμε συλλογή όλων μαζί και υπήρξαν στον Ορφέα από αυτόν σχόλια και υπομνήματα όχι λίγα, αν και δεν κατέστη σε αυτόν δυνατόν να το κάνει για όλη την θεολογική μυθολογία ή για όλες τις ορφικές Ραψωδίες.»[2]

Αυτές οι Ορφικές Ραψωδίες είναι η καταγραμμένη θεολογία στην οποία στηρίζεται η θρησκεία των Ελλήνων την μετά Κρητομυκηναϊκή χρονική περίοδο, είναι η των Ελλήνων Θρησκεία την μετά Κρητομυκηναϊκή χρονική περίοδο – ειδικά την κλασική περίοδο. Κάτι που αποδεικνύεται και από τα αρχαιολογικά ευρήματα της Ολβίας στην Σκυθία[3] κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα. Αυτό καταδεικνύεται και από τον «πάπυρο του Δερβενίου»[4], ο οποίος περιέχει ένα υπόμνημα σε κάποιο μη διασωμένο ορφικό έπος. Μάλιστα ο «πάπυρος του Δερβενίου» ταιριάζει απόλυτα σε πολλές λεπτομέρειες με την «Ευδήμεια Θεογονία»[5] η οποία παρατίθεται από τον Αριστοφάνη στις “Όρνιθες, στ. 693-703”. Όμως ο άνθρωπος που μπορεί να θεωρηθεί ως κατεξοχήν “σωτήρας” και μεταλαμπαδευτής της του Ορφέως θεολογίας είναι ο Πλάτων, ο οποίος σε πάμπολλα σημεία των διαλόγων του παρουσιάζει τόσο Ομηρικούς όσο και Ορφικούς μύθους. Πολύ σημαντικό είναι δε το γεγονός ότι στους «Νόμους»[6] παραθέτει ένα ορφικό στίχο που ταυτίζεται με τον 26-ον στίχο του παπύρου του Δερβενίου και στο «Συμπόσιο»[7] παραθέτει μια παράφραση ορφικού στίχου, που όμοιά της υπάρχει στον 1-ον σωσμένο στίχο του «παπύρου του Δερβενίου».[8]

Γιατί όμως να θεωρεί κάποιος την Ορφική Θεογονία ή «Ιερή Πραγμάτευση» ή «Ιεροί Λόγοι εν Ραψωδίαις κδ’» ή «Ραψωδική Θεογονία», τα Ομηρικά έπη και τα την Ησιόδεια “Θεογονία” ιερά βιβλία (ως νόημα) και τον ακρογωνιαίο λίθο της θρησκείας των Ελλήνων την μετά Κρητομυκηναϊκή χρονική περίοδο;

Η απάντηση έρχεται δια στόματος Πλάτωνος, ο οποίος στο έργο του «Τίμαιος, 40.d.6 – 41.a.3», λέγει περί των προαναφερόμενων θεολόγων & ποιητών και των έργων αυτών το εξής ένα:

«Ας πιστέψουμε λοιπόν εκείνους που μίλησαν για τους Θεούς στο παρελθόν και που, επειδή όπως έλεγαν ήταν απόγονοι Θεών (νοητικά, της θεϊκής σειράς που ακολουθούν), και επειδή ήξεραν ξεκάθαρα τους προγόνους τους. Γιατί είναι αδύνατον να απιστούμε σε τέκνα Θεών, έστω και αν όσα λένε στερούνται επαρκών αποδείξεων, αλλά, αφού μιλάνε για οικογενειακά τους θέματα, ας δεχτούμε αυτά που υποστηρίζουν, ότι δηλ. από τη Γη και τον Ουρανό γεννήθηκαν ο Ωκεανός και η Τηθύς, και από αυτούς ο Φόρκυς, ο Κρόνος, η Ρέα και αρκετοί άλλοι μαζί τους. Κι ότι από τον Κρόνο και τη Ρέα γεννήθηκαν ο Ζευς και η Ήρα και όλοι εκείνοι τους οποίους λέμε αδελφούς και απογόνους τους.»[9]

Σχολιάζοντας δε ο Πρόκλος το επίμαχο απόσπασμα από τον Πλατωνικό «Τίμαιο» λέγει πως:

«Αυτός που γνωρίζει τα πράγματα με μια απλή νόηση, ακόμα και στα ζητήματα που φαίνονται δυσδιάκριτα και δυσεπίλυτα, βρίσκει τον δρόμο της λύσης ανατρέχοντας στην θεία γνώση και στην ένθεση νόηση, μέσω της οποίας όλα γίνονται φανερά και γνωστά. Γιατί όλα υπάρχουν μέσα στους Θεούς και αυτό που έχει συμπεριλάβει από πριν τα πάντα μπορεί να συμπληρώσει και τα άλλα με τη γνώση του. Αυτό, λοιπόν που κάνει ο εδώ Τίμαιος, ανάγοντας μας στους θεολόγους και στη γένεση των θεών η οποία έχει εξυμνηθεί από εκείνους. Ποιοι είναι, λοιπόν, οι θεολόγοι και ποια είναι η γνώση τους; Αυτοί, λοιπόν, είναι “απόγονοι Θεών” και “γνωρίζουν ξεκάθαρα τους προγόνους τους”. Είναι απόγονοι και τέκνα Θεών επειδή στην παρούσα ζωή τους σώζουν το είδος ζωής του προστάτη θεού τους. Γιατί οι απολλωνιακές ψυχές, όταν επιλέξουν ένα μαντικό ή τελεστικό τρόπο ζωής, αποκαλούνται παιδιά και απόγονοι του Απόλλωνα. Παιδιά του επειδή είναι ψυχές προσήκουσες με την συγκεκριμένη σειρά, και απόγονοί του επειδή εμφανίζουν απολλωνιακή και την παρούσα ζωή τους. Όλες, λοιπόν, οι ψυχές είναι παιδιά Θεών, αλλά δεν αναγνώρισαν όλες τον Θεό τους. Όσες, όμως, τον αναγνώρισαν και επέλεξαν την αντίστοιχη ζωή, αποκαλούνται παιδιά Θεών. Για αυτό και ο Πλάτων προσέθεσε το “όπως έλεγαν”. Γιατί οι ίδιες αποκαλύπτουν από ποια τάξη έχουν κατέβει, όπως η Σίβυλλα, η οποία άρχισε να λέει χρησμούς αμέσως μόλις γεννήθηκε ή ο Ηρακλής ο οποίος κατά την γέννηση εμφανίστηκε μαζί με τα δημιουργικά σύμβολα. Οι ψυχές αυτού του είδους επιστρέφουν στους προγόνους τους και πληρούνται από αυτούς με ένθεη νόηση. Η γνώσης τους είναι ενθουσιαστική, συνδέεται με τον θεό τους δια του θείου φωτός και βρίσκεται υπεράνω κάθε άλλης γνώσης που επιτυγχάνεται είτε μέσω πιθανών επιχειρημάτων είτε μέσω αποδείξεων. Γιατί η γνώση που προέρχεται από τα πιθανά επιχειρήματα ασχολείται με την φύση και με τις γενικές αρχές που υπάρχουν μέσα στα επιμέρους. Η γνώση που προέρχεται από τις αποδείξεις ασχολείται με την ασώματη ουσία και με τα αντικείμενα της επιστήμης. Μόνο η ένθεη γνώση ενώνεται με τους ίδιους τους θεούς.»[10]

Και συνεχίζει ο Πρόκλος:

«Αν κανείς, λοιπόν, εξετάσει με ακρίβεια τα λόγια του Πλάτωνα, θα μπορέσει να συμπεράνει πολλά, όπως για παράδειγμα ότι η ένθεη γνώση επιτυγχάνεται μέσω της εξομοίωσης με τους Θεούς (γιατί και ο ήλιος φανερώνεται μέσω του ηλιακού φωτός και το θείο φανερώνεται μέσω της θείας ελλάμψεως), ή ότι ο θείος νόμος καθόρισε τις θείες τάξεις, νόμος τον οποίο αποκαλύπτουν οι ένθεες νοήσεις των παλαιών και σύμφωνα με τον οποίο οι ψυχές που ενεργούν και δεν ενθουσιάζονται από το θείο υπακούουν σε όσες ενθουσιάζονται από το θείο. Σε αυτόν τον νόμο υπάκουσε ο Πλάτωνας και είπε στο προοίμιο του “Τίμαιου” ότι θα επικαλεστεί τους θεούς και τις θεές προκειμένου να διευθετήσει όλες τις βασιλείες τις εν ουρανώ και τις υπό σελήνη σύμφωνα με τις πρώτες νοητικές αρχές, και προκειμένου όλες οι βασιλείες να υπάρχουν παντού με βάση την αναλογία και η τάξη των πραγμάτων να κατευθύνει τις δικές μας νοήσεις.[11] »




[1] Βλ. Δαμάσκιος ο διάδοχος “Απορίες και λύσεις περί των πρώτων αρχών ,1.316.18 – 1.317.14” :
     De principiis 1.316.18 ` to     De principiis 1.317.14   Ἐν μὲν τοίνυν ταῖς φερομέναις ταύταις ῥαψῳδίαις <ὀρφικαῖς> ἡ θεολογία δή τίς ἐστιν ἡ περὶ τὸν νοητόν, ἣν καὶ οἱ <φιλόσοφοι> διερμνεύουσιν ἀντὶ μὲν τῆς μιᾶς τῶν ὅλων ἀρχῆς τὸν <Χρόνον> τιθέντες, ἀντὶ δὲ τοῖν δυεῖν <Αἰθέρα> καὶ <Χάος>, ἀντὶ δὲ τοῦ ὄντος ἁπλῶς τὸ ὠὸν ἀπολογιζόμενοι, καὶ τριάδα ταύτην πρώτην ποιοῦντες· εἰς δὲ τὴν δευτέραν τελεῖν ἤτοι τὸ κυούμενον καὶ τὸ κύον ὠὸν τὸν θεόν, ἢ τὸν ἀργῆτα χιτῶνα, ἢ τὴν νεφέλην, ὅτι ἐκ τούτων ἐκθρώσκει ὁ Φάνης· ἄλλοτε γὰρ ἄλλα περὶ τοῦ μέσου φιλοσοφοῦσιν. Τοῦτο μὲν οὖν ὁποῖον ἂν ᾖ, ὡς τὸν νοῦν, ὡς δὲ πατέρα καὶ δύναμιν, ἄλλα τινὰ προσεπινοοῦντες οὐδὲν τῷ <Ὀρφεῖ> προσήκοντα, τὴν δὲ τρίτην τὸν <Μῆτιν> <ὡς νοῦν>, τὸν <Ἠρικεπαῖον> ὡς δύναμιν, τὸν <Φάνητα> αὐτὸν ὡς πατέρα.       Μήποτε δὲ καὶ τὴν μέσην τριάδα θετέον κατὰ τὸν τρίμορφον θεὸν ἔτι κυόμενον ἐν τῷ ὠῷ· καὶ γὰρ καὶ τὸ μέσον ἀεὶ φαντάζει συναμφότερον τῶν ἄκρων, ὥσπερ καὶ τοῦτο ἅμα καὶ ὠὸν καὶ τρίμορφος ὁ θεός. Καὶ ὁρᾷς ὅτι τὸ μὲν ὠόν ἐστιν τὸ ἡνωμένον, ὁ δὲ τρίμορφος καὶ πολύμορφος τῷ ὄντι θεὸς τὸ διακεκριμένον τοῦ νοητοῦ, τὸ δὲ μέσον κατὰ μὲν τὸ ὠὸν ἔτι ἡνωμένον, κατὰ δὲ τὸν θεὸν ἤδη διακεκριμένον, τὸ δὲ ὅλον εἰπεῖν, διακρινόμενον. Τοιαύτη μὲν ἡ συνήθης <ὀρφικὴ θεολογία>.
«στις θεωρούμενες Ορφικές ραψωδίες, η θεολογική άποψη για το νοητό είναι παρόμοια με αυτή που εξηγούν οι φιλόσοφοι βάζοντας στη θέση της μιας αρχής των όλων τον “Χρόνο”, στη θέση των δύο τον “Αιθέρα” και το “Χάος” και θεωρώντας ότι στη θέση του καθολικού Όντος είναι το ”Ωό”, κάνοντας αυτή πρώτη τριάδα. Στη δεύτερη ότι φέρνει το ”Ωό”, που κυοφορεί και κυοφορείται τον θεό ή τον “λαμπρό χιτώνα” ή την “Νεφέλη”, γιατί από αυτά ξεπηδά ο Φάνης – διότι θεωρούν ως μεσαίο πότε το ένα και πότε το άλλο. την τρίτη ανήκει ο “Μήτις” ως Νους, ο “Ηρικεπαίος” ως δύναμη και ο ίδιος ο Φάνης ως πατέρας…… Κάπως έτσι είναι η γνωστή Ορφική θεολογία
[2] Βλ. Μαρίνος Νεαπόλεως “Βίος Πρόκλου ή Περί Αρετή, 27”.
[3] Αναφερόμαστε στην πρώτη από τις σημαντικότερες Ολβίες, που ιδρύθηκε από Μιλήσιου το 645 π.Χ. κοντά στις εκβολές του Δνείπερου ποταμού – όπως μαρτυρεί ο Στράβων στα «Γεωγραφικά»:
Geog 7.3.17.4 ` to    Geog 7.3.17.6 πλεύσαντι δὲ τὸν Βορυσθένη σταδίους διακο σίους ὁμώνυμος τῷ ποταμῷ πόλις· ἡ δ᾽ αὐτὴ καὶ Ὀλ βία καλεῖται, μέγα ἐμπόριον, κτίσμα Μιλησίων.
Τον 6-ον π.Χ. αιώνα γνώρισε μεγάλη ακμή, όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες του Ηρόδοτου αλλά και από τα αρχαιολογικά ευρήματα (χρυσά κοσμήματα, περίτεχνα αγγεία, αλαβάστρινοι τρίποδες κτλ.). Η Ολβία Ποντική (ονομαζόταν και Βορυσθένης) ήταν στις βορειοδυτικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας και χτίστηκε κατά τον δεύτερο ελληνικό αποικισμό πιθανόν τον 7ο αιώνα π.Χ. Στην Ολβία υπήρχε ναός αφιερωμένος στον Απόλλωνα Δελφίνιο. Οι κάτοικοι εκτός από τον Απόλλωνα λάτρευαν και τον Αχιλλέα, ως θεό.
[4] Χρονολογείται γύρω στο 340-320 π.Χ. και αντιγράφει ένα παλιότερο κείμενο του τέλους του 5ου αι. π.Χ.. Βρέθηκε στην νεκρόπολη της αρχαίας Λητής, επάνω σε έναν κιβωτιόσχημο τάφο, ανάμεσα σε απομεινάρια καμένων κτερισμάτων που συνόδευαν τον νεκρό. Η γλώσσα του κειμένου είμαι μια μίξη ιωνικής και αττικής διαλέκτου, σε εξάμετρο στίχο.
[5] Βλ. Δαμάσκιος ο διάδοχος “Απορίες και λύσεις περί των πρώτων αρχών, 1.319.8   – 1.319.15” :
     De principiis 1.319.8 ` to     De principiis 1.319.15   Ἡ δὲ παρὰ τῷ περιπατητικῷ <Εὐδήμῳ> ἀναγεγραμμένη ὡς τοῦ <Ὀρφέως> οὖσα θεολογία πᾶν τὸ νοητὸν ἐσιώπησεν, ὡς παντάπασιν ἄρρητόν τε καὶ ἄγνωστον τρόπῳ κατὰ διέξοδόν τε καὶ ἀπαγγελίαν· ἀπὸ δὲ τῆς <Νυκτὸς> ἐποιήσατο τὴν ἀρχήν, ἀφ᾽ ἧς καὶ ὁ <Ὅμηρος>, εἰ καὶ μὴ συνεχῆ πεποίηται τὴν γενεαλογίαν, ἵστησιν· οὐ γὰρ ἀποδεκτέον <Εὐδήμου> λέγοντος ὅτι ἀπὸ <Ὠκεανοῦ> καὶ <Τηθύος> ἄρχεται· φαίνεται γὰρ εἰδὼς καὶ τὴν <Νύκτα> μεγίστην οὕτω θεόν, ὡς καὶ τὸν Δία σέβεσθαι αὐτήν· ἅζετο γὰρ μὴ Νυκτὶ θοῇ ἀποθύμια ῥέζοι.
«Η αναφερόμενη στον περιπατιτικό Εύδημο ως έργο του Ορφέα Θεολογία αποσιώπησε καθετί το νοητό ως παντελώς άγνωστο και άρρητο. Ως αρχή των πάντων θεωρεί την Νύχτα, από την οποία ξεκινάει και ο Όμηρος, αν και αυτός δεν έχει παρουσιάσει την γενεαλογία συνεχή. Διότι δεν πρέπει να δεχτούμε αυτό που λέει ο Εύδημος, ότι δηλαδή ο Όμηρος ξεκινάει από τον Ωκεανό και την Τηθή. Γιατί φαίνεται να ξέρει ότι και η Νύχτα ήταν τόσο μεγάλη θεά, ώστε να την σέβεται και ο Ζευς : “γιατί φοβόταν μην κάνει δυσάρεστο στην γρήγορη Νύχτα” (Ιλιάδα Ξ’ 261). Ας αρχίζει λοιπόν και αυτό ακόμη ο Όμηρος από την Νύχτα
[6] Leg 715.e.7 ` to Leg 716.a.2 ὁ μὲν δὴ θεός, ὥσπερ καὶ ὁ παλαιὸς λόγος, ἀρχήν τε καὶ τελευτὴν καὶ μέσα τῶν ὄντων ἁπάντων ἔχων, εὐθείᾳ περαίνει κατὰ φύσιν περιπορευόμενος·
[7] Βλ. Πλάτωνος «Συμπόσιο, 218.b3 – 218b.7» :
Symp 218.b.3 ` to   Symp 218.b.7 πάντες γὰρ κεκοινωνήκατε τῆς φιλοσόφου μανίας τε καὶ βακχείας—διὸ πάντες ἀκούσεσθε· συγγνώσεσθε γὰρ τοῖς τε τότε πραχθεῖσι καὶ τοῖς νῦν λεγομένοις. ο δ οκται, κα ε τις λλος στν ββηλς τε κα γροικος, πλας πνυ μεγλας τος σν πθεσθε.
[8] 1-ος σοσμένος στίχος του παπύρου του Δερβενίου : Ἀείσω συνετοῖσι – θύρας δ’ ἐπίθεσθε βέβηλοι.
[9]      Tim 40.d.6 ` to     Tim 41.a.3 Περὶ δὲ τῶν ἄλλων δαιμόνων εἰπεῖν καὶ γνῶναι τὴν γένεσιν μεῖζον ἢ καθ᾽ ἡμᾶς, πειστέον δὲ τοῖς εἰρηκόσιν ἔμπροσθεν, ἐκγόνοις μὲν θεῶν οὖσιν, ὡς ἔφασαν, σαφῶς δέ που τούς γε αὑτῶν προγόνους εἰδόσιν· ἀδύνατον οὖν θεῶν παισὶν ἀπιστεῖν, καίπερ ἄνευ τε εἰκότων καὶ ἀναγκαίων ἀποδείξεων λέγουσιν, ἀλλ᾽ ὡς οἰκεῖα φασκόντων ἀπαγγέλλειν ἑπομένους τῷ νόμῳ πιστευτέον. οὕτως οὖν κατ᾽ ἐκείνους ἡμῖν ἡ γένεσις περὶ τούτων τῶν θεῶν ἐχέτω καὶ λεγέσθω. Γῆς τε καὶ Οὐρανοῦ παῖδες Ὠκεανός τε καὶ Τηθὺς ἐγενέσθην, τούτων δὲ Φόρκυς Κρόνος τε καὶ Ῥέα καὶ ὅσοι μετὰ τούτων, ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ῥέας Ζεὺς ῞Ηρα τε καὶ πάντες ὅσους ἴσμεν ἀδελφοὺς λεγομένους αὐτῶν, ἔτι τε τούτων ἄλλους ἐκγόνους·
[10] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Ε’, 3.159.13 – 3.160.12» :
     in Ti 3.159.13 ` to     in Ti 3.160.12   Ὁ ἁπλῶς ἐπιστήμων καὶ ἐν τοῖς δοκοῦσι δυσγνώστοις καὶ ἀπόροις θεῖ τὰς τῆς εὐπορίας ὁδοὺς ἐπὶ τὴν θείαν γνῶσιν ἀνατρέχων καὶ τὴν ἔνθεον νόησιν, δι᾽ ἧς πάντα φανὰ καὶ γνώριμα γίγνεται· πάντα γάρ ἐστιν ἐν θεοῖς. τὸ δὲ πάντα προειληφὸς δύναται καὶ τὰ ἄλλα τῆς ἑαυτοῦ γνώσεως πληροῦν. τοῦτο δὴ καὶ ἐνταῦθα πεποίηκεν ὁ Τίμαιος, ἐπὶ τοὺς θεολόγους ἡμᾶς ἀναπέμπων καὶ τὴν παρ᾽ ἐκείνων ὑμνημένην γένεσιν τῶν θεῶν. τίνες οὖν εἰσιν οὗτοι καὶ τίς αὐτῶν ἡ γνῶσις; αὐτοὶ μὲν οὖν εἰσιν <ἔγγονοι θεῶν> καὶ <σαφῶς τοὺς ἑαυτῶν προγόνους εἰδότεσ>, ἔγγονοι μὲν καὶ παῖδες ὄντες θεῶν ὡς τὸ εἶδος σῴζοντες τοῦ ἑαυτῶν προστάτου κατὰ τὴν παροῦσαν ζωήν· αἱ γὰρ Ἀπολλωνιακαὶ ψυχαὶ μαντικὸν ἢ τελεστικὸν ἑλόμεναι βίον παῖδες καὶ ἔγγονοι καλοῦνται τοῦ Ἀπόλλωνος, παῖδες μὲν καθὸ ψυχαὶ προσήκουσαι τῷδε τῷ θεῷ καὶ ᾠκειωμέναι πρὸς τήνδε τὴν σειράν, ἔγγονοι δὲ ὅτι καὶ τὸν παρόντα βίον τοιοῦτον ἐπιδείκνυνται. πᾶσαι μὲν οὖν ψυχαὶ θεῶν παῖδες, ἀλλ᾽ οὐ πᾶσαι τὸν ἑαυτῶν ἐπέγνωσαν θεόν· αἱ δὲ ἐπιγνοῦσαι καὶ τὴν ὁμοίαν ἑλόμεναι ζωὴν καλοῦνται παῖδες θεῶν. διὸ καὶ τὸ <ὡς ἔφασαν> προσέθηκεν· αὐταὶ γὰρ ἑαυτὰς ἐκφαίνουσιν ἀφ᾽ ἧς ἥκουσι τάξεως, ὥσπερ καὶ ἡ Σίβυλλα παρ᾽ αὐτὴν τὴν ἀποκύησιν χρησμῳδήσασα καὶ ὁ Ἡρακλῆς κατὰ τὴν γένεσιν μετὰ συμβόλων δημιουργικῶν ἐκφανείς. αἱ δὲ τοιαῦται ψυχαὶ καὶ ἐπιστρέφουσιν ἐπὶ τοὺς ἑαυτῶν προγόνους καὶ πληροῦνται παρ᾽ ἐκείνων ἐνθέου νοήσεως, ἡ δὲ γνῶσις αὐτῶν ἐστιν ἐνθουσιαστική, διὰ τοῦ θείου φωτὸς τῷ θεῷ συναπτομένη, πάσης ἄλλης ἐξῃρημένη γνώσεως τῆς τε δι᾽ εἰκότων καὶ τῆς ἀποδεικτικῆς· ἣ μὲν γὰρ περὶ τὴν φύσιν διατρίβει καὶ τὰ καθ᾽ ὅλου τὰ ἐν τοῖς καθ᾽ ἕκαστα, ἣ δὲ περὶ τὴν ἀσώματον οὐσίαν καὶ τὰ ἐπιστητά· μόνη δὲ ἡ ἔνθεος γνῶσις αὐτοῖς συνάπτεται τοῖς θεοῖς.
[11] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Ε’, 3.160.17 – 3.160.30» :
     in Ti 3.160.17 ` to     in Ti 3.160.30   Πολλὰ ἄν τις ἀπὸ τούτων λάβοι τῶν τοῦ Πλάτωνος ῥημάτων σκοπῶν ἀκριβῶς, οἷον τὸ τὴν ἔνθεον γνῶσιν δι᾽ οἰκειότητος ἐπιτελεῖσθαι τῆς πρὸς τοὺς θεούς (καὶ γὰρ ἥλιος ὁρᾶται διὰ τοῦ ἡλιοειδοῦς φωτὸς καὶ τὸ θεῖον ἐκφαίνεται διὰ τῆς θείας ἐλλάμψεως)· τὸ τὸν θεῖον νόμον διορίσαι τὰς θείας τάξεις, ὃν ἐκφαίνουσιν αἱ ἐνθεαστικαὶ τῶν παλαιῶν νοήσεις, καθ᾽ ὃν καὶ ψυχαὶ ἐνεργοῦσαι καὶ μὴ ἐνθουσιάζουσαι πείθονται ταῖς ἐνθουσιαζούσαις. τούτῳ δὲ τῷ νόμῳ πειθόμενος καὶ <ἐν προοιμίοισ> [27 C] εἶπε θεοὺς καὶ θεὰς παρακαλέσειν τὸ κατὰ τὰς πρωτίστας καὶ νοερὰς ἀρχὰς πάσας διακεκοσμῆσθαι τὰς βασιλείας τάς τε ἐν οὐρανῷ καὶ τὰς ὑπὸ σελήνην καὶ εἶναι πανταχοῦ πάσας κατὰ τὸ ἀνὰ λόγον, τὴν δὲ τάξιν τῶν πραγμάτων προηγεῖσθαι τῶν ἡμετέρων νοήσεων·

πηγή: eleysis69