Η θρησκεία των Ελλήνων – και γενικότερα όλων των αληθώς & όντως ένθεων ανθρώπων, παλαιών & σύγχρονων – είναι το ένθεο ζην τους που όντας αϊδιες & λογικές ψυχές στηρίζονται στο τεράστιο, πολύπλοκο & κυρίως ιεραρχημένο σύστημα σύμφυτης στην ουσία τους γνώσης, επιστήμης και αλήθειας περί :
- τον τριμερή αισθητό & σωματοειδή Κόσμο (σύμπαν εμπύριο[μονοειδές], αιθερικό[τριμερές] & υλαιό[τριμερές=απλανείς, πλανήτες & υποσελήνιος τόπος])
- τις χορείες των ψυχών (άχραντες και ανθρώπινες)
- τα κρείττονα γένη (χορείες υλικών & υποσελήνιων Αρχόντων ή Κοσμοκρατόρων και κατ’ ουσία Ηρώων, Δαιμόνων, Αγγέλων & Αρχαγγέλων)
- τα όντως Όντα
- τους υπερούσιους, μεθεκτούς & αυτοτελείς Θεούς-Ενάδες-Αγαθότητες
- το υπερούσιο και αμέθεκτο Ένα-Αγαθό ή «πρώτο Θεό».
θεραπεύουν (λατρεύουν) τους Θεούς, τα κρείττονα γένη και τον σύμπαντα Κόσμο.
Άλλωστε όπως λέγει ο Ιάμβλιχος:
«με την ουσία μας συνυπάρχει και μια περί θεών έμφυτη γνώση και αυτή η γνώση είναι ανώτερη από κάθε κρίση και προαίρεση, καθώς προϋπάρχει κάθε λογικής και αποδείξεως. Επίσης, είναι συνενωμένη εξαρχής με την οικεία της αιτία και συνυπάρχει με την ουσιαστικότερη έφεση της ψυχής, την έφεση προ τ’Αγαθό. Εάν λοιπόν πρέπει να πούμε την αλήθεια, η προς το θείο συναφή δεν είναι καν γνώση. Διότι η γνώση διακρίνεται κατά κάποιο τρόπο από το γνωστικό αντικείμενό της, εξαιτίας της ετερότητας. Μάλιστα, πριν από τη γνώση – που ως κάτι άλλο γνωρίζει το διαφορετικό – υπάρχει η αυτοφυής γνώση, η από τους θεούς εξαρτώμενη μονοειδής συμπλοκή. Για τον λόγο αυτό, δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένη την ύπαρξη των θεών εάν δεν είναι ούτε να τη θεωρούμε αμφίβολη (διότι παραμένει αιώνια κατ’ ενέργεια ενοειδώς). Ούτε είμαστε άξιοι να την κρίνουμε και να την διαχωρίσουμε, ως να ήμασταν άξιοι να την εξετάσουμε. Διότι, εμείς, περιεχόμαστε σε αυτή ή, μάλλον, ολοκληρωνόμαστε από αυτή και κατέχουμε το ειδέναι (=αυτό που είμαστε) δια της γνώσεως των θεών.»[1]
Εξ ου και λέγει πως:
«η ανθρώπινη ψυχή συνάπτεται με τους θεούς – με τον τρόπο που οι θεοί πάντοτε υπάρχουν, χωρίς να αλλοιώνονται, έτσι, δια της γνώσης – σύμφωνα με την ομοιότητα της υπάρξεως, χωρίς την βοήθεια κάποιας εικασίας ή γνώσης ή συλλογισμού – πραγμάτων δηλ. που προκύπτουν με τον χρόνο – αλλά με τη βοήθεια μιας ουσίας που βρίσκεται πέραν αυτών και που βρίσκεται μέσα στις καθαρές και άμεμπτες νοήσεις, τις οποίες η ψυχή έλαβε από τους θεούς εκ του αΐδιου, και που είναι συναρτημένη με αυτούς.»[2]
Η επιστήμη αυτή, λοιπόν, η περί Θεών και όντως Όντων, καθώς είναι οντική γνώση σύμφυτη στην ουσία των ψυχών, σημαίνει όπως λέγει ο Ιάμβλιχος πως «δεν λαμβάνει υπόσταση με το να την αποδεχτεί κάποιος τώρα ή με το να γεννηθεί η ίδια, αλλά συνυπάρχει αιώνια μέσα στην ψυχή μονοειδώς»[3]: τουτέστιν δεν αποτελεί κάποιο «ανθρώπινο» φιλολογικό και φαντασιακό κατασκεύασμα που δημιουργήθηκε σε κάποια «χ» χρονική στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά είναι η ζωή ψυχών στον βαθμό που ζούνε κατά φύση.
Εξ ου και ο Πρόκλος λέγει πως :
«Όλη η του Πλάτωνος φιλοσοφία εμφανίστηκε σύμφωνα με την των κρείττονων αγαθοειδή βούληση, αποκαλύπτοντας τον εν αυτοίς κεκρυμμένο νου (νόηση) και την αλήθεια η οποία μαζί με τα όντα έλαβε υπόσταση μέσα στις περί γένεσιν στρεφόμενες ψυχές, όσο επιτρέπεται σε αυτές να μετέχουν σε τόσο υπερφυσικά και μεγάλα αγαθά, και ότι πάλι αργότερα αυτή τελειοποιήθηκε και, αφού αποσύρθηκε στον εαυτό της και κατέστη άγνωστη στους περισσότερος από αυτούς που διακήρυσσαν ότι είναι φιλόσοφοι και αδημονούσαν να ασχοληθούν με “την του όντος θήραν”, όπως λέγει ο Πλάτων στον “Φαίδωνα, 66.c”, πάλι ήρθε στο φως. Ειδικά νομίζουμε ότι η μυσταγωγία για τα ίδια τα θεία, η οποία έχει στηριχτεί με αγνότητα σε ιερό βάθρο και έχει λάβει υπόσταση αιώνια δίπλα στους ίδιους τους θεούς, από εκεί εμφανίστηκε σε όσους μέσα στον χρόνο μπορούν να την απολαύσουν με το έργο ενός ανθρώπου, τον οποίο δεν θα σφάλαμε, αν τον αποκαλούσαμε προηγεμόνα και Ιεροφάντη “των αληθινών τελετών, τις οποίες τελούν” οι ψυχές απομακρυσμένες από τους γήινους τόπους, καθώς και “των ολοκλήρων και γεμάτων εσωτερική ηρεμία φασμάτων”, στα οποία συμμετέχουν όσες είναι γνήσια προσκολλημένες στην ευδαίμονα και μακάρια ζωή. Αυτή, αφού τόσο σεμνά και απόρρητα από αυτόν για πρώτη φορά έλαμψε σαν σε άγια ιερά και τοποθετήθηκε με ασφάλεια μέσα σε άδυτα και δεν κατανοήθηκε από τους περισσότερους που εισήλθαν, σε τακτά διαστήματα προωθήθηκε, όσο ήταν δυνατόν σε αυτήν, από κάποιους αληθινούς ιερείς, οι οποίοι ανέλαβαν και την κατάλληλη για αυτήν τη μυσταγωγία ζωή, και φώτισε ολόκληρο τον τόπο και εμφάνισε τις λάμψεις των θεϊκών φασμάτων παντού.»[4]
Πότε μια ανθρώπινη ψυχή θεώνεται στην ελληνική θεολογία / φιλοσοφία:
Όταν δηλαδή, όντας λογικά όντα οι ψυχές, ενεργοποιήσουν τους εντός τους ουσιώδεις Λόγους των πάντων, σταθούν δηλ. στην διανοητική τους ικανότητα, ενεργοποιούν και ανακτούν την επιστήμη των Όντων. Όταν δηλ. εδραιώσουν τον εαυτό τους στο νοητικό μέρος της ουσίας τους νοούν τα πάντα με απλές και αδιαίρετες συλλήψεις και ανακτούν την γνώση των αΐδιων ιερών Λόγων και τα θεία Πατρικά σύμβολα. Εκ των οποίων οι μεν ιεροί Λόγοι προέρχονται εκ των νοητικών Ειδών, τα δε Πατρικά σύμβολα προέρχονται εκ των θείων Ενάδων.
Εξ ου και λέγει ο Πρόκλος πως:
«σε εκείνους που έμπαιναν στο τέμενος της Ελευσίνας η επιγραφή ανακοίνωνε να μην εισέρχονται στο άδυτο οι αμύητοι και οι ατέλεστοι, έτσι και στην είσοδο του δελφικού ναού το αναγεγραμμένο “Γνώθι σ’ αυτόν” δήλωνε τον τρόπο της ανοδικής πορείας προς την Θεότητα και της πιο ωφέλιμης και αποτελεσματικής οδού που οδηγεί στην κάθαρση, λέγοντας σχεδόν ολοκάθαρα σε όσους μπορούν να καταλάβουν, ότι αυτός που γνωρίζει τον εαυτό του, αρχίζοντας από την εστία του, μπορεί να έρθει σε επαφή με τον θεό ο οποίος αποκαλύπτει τη σύνολη αλήθεια και είναι αρχηγέτης της καθαρτήριας ζωής. Αντίθετα, εκείνος που αγνοεί ποιος είναι, ατέλεστος και αμύητος όντας, είναι ακατάλληλος για να μετέχει στην πρόνοια του Απόλλωνα.»[5]
Τότε και μόνο τότε μπορούν οι ψυχές να νοούν τον Κόσμο, να επικοινωνούν με τα ανώτερα και κατώτερα τους όντα, τα οποία αποτελούν μια Κοσμική ιεραρχία, και να επιστρέφουν στον νοητό Κόσμο και στους Θεούς.
Η θρησκεία δηλαδή των Ελλήνων είναι οντική γνώση, σύμφυτη στην ουσία των ψυχών, την οποία αυτές ανακτούν όταν ενεργοποιούν τον με μορφή άσβεστου πυρσού έρωτα τους για τα θεία. Μπορούν δε να μετέχουν στα Μυστήρια των Θεών, όπως αυτά τελούνται από ένα πλήθος βαθμίδων άχραντων και ανθρώπινων ψυχών, σε αγαστή συνεργασία μετά των κρειττόνων γενών με μοναδικούς Τελετάρχες και Τελεσιουργούς τους ίδιους τους Θεούς – έχοντας ως πρωταρχικό ναό τους, τον ίδιο τον αισθητό, έμψυχο και νοήμονα Θεό ή Κόσμο/ουρανό.
Η θρησκεία δηλ. των Ελλήνων υφίσταται και τα Μυστήρια λαμβάνουν χώρα μόνο όταν οι ψυχές μπορούν να ανέρχονται προς τους Θεούς!
Αυτή η οδός είναι η Φιλοσοφία, μιας και συμφώνως και με τον Ιεροκλή στο “υπόμνημα στα χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 1.1 – 2.1” :
“Η φιλοσοφία είναι κάθαρση και τελείωση της ανθρώπινης ζωής: κάθαρση από την υλική αλογία και του θνητού σώματος, τελείωση ως ανάκτηση της κατάλληλης ευδαιμονίας, η οποία οδηγεί στην ομοίωση με το θείο.”[6]
Ενώ συμφώνως με τον Ολυμπιόδωρο :
“Της μεν φιλοσοφίας έργο είναι να μας μετατρέψει σε νου, της δε θεουργίας να μας ενώσει με τα νοητά, παραδειγματικώς ενεργώντας.”[7]
Ενώ ο Ιάμβλιχος:
“Τέλος(σκοπός) δε πάσης θεουργικής πραγματείας(πράξης), η προς το νοητό πυρ άνοδος“[8]
Δηλ. οι τρεις σκοποί της φιλοσοφίας και της Θεουργίας ως αναγωγή στα νοητά είναι:
- ψυχῆς κάθαρσιν
- ψυχῆς ἀπόλυσιν
- ψυχῆς σωτηρίαν
Μιας και συμφώνως με τον Ιάμβλιχο :
«Οι θεουργοί δεν ενοχλούν το θείο νου για μικρά πράγματα, αλλά για την κάθαρση της ψυχής, το λύσιμο και την σωτηρία της.»[9]
Κατανοεί βέβαια κανείς ότι μέσα σε αυτά τα πλαίσια – τα μόνο πραγματικά – αναβίωση στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει οντική ανάμνηση. δηλ. αυτογνωσία: επαναγωγή μας «εἰς τὴν ἑαυτῶν γνῶσιν» και κατάδειξη της υποστασιοποιημένης «ἐν Εἴδεσι καὶ Λόγοις» ουσίας μας.
Εξ ου και συμφώνως με τον Πρόκλο:
«η φιλοσοφία αποδίδει την απομάκρυνση από τους θεούς και την επιστροφή στην λήθη και στην ανάμνηση των αΐδιων Λόγων αντίστοιχα. Ενώ οι Χαλδαϊκοί Χρησμοί (δηλ. η Θεουργία) τις αποδίδουν στην λήθη και στην ανάμνηση των πατρικών συμβόλων. Όμως και οι δύο επί της ουσίας συμφωνούν. Διότι η ψυχή έχει συσταθεί από τους ιερούς νοητικούς Λόγους και από τα θεία σύμβολα. Εκ των οποίων οι μεν ιεροί νοητικοί Λόγοι προέρχονται εκ των νοητικών Ειδών, τα δε θεία σύμβολα ή πατρικά συνθήματα προέρχονται εκ των θείων Ενάδων. Και είμαστε εικόνες των νοητικών ουσιών και αγάλματα των αγνώστων συμβόλων. Και όπως ακριβώς κάθε ψυχή είναι πλήρωμα (=σύνολο) όλων των Ειδών και έχει λάβει υπόσταση από μία αιτία, έτσι μετέχει σε όλα τα σύμβολα μέσω των οποίων συνάπτεται με τον Θεό, ενώ η ύπαρξή της έχει καθοριστεί από ένα, με το οποίο ολόκληρο το πλήθος που έχει μέσα της συνάγεται σε μια κορυφή.»[10]
_____________________
[1] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 1.3.1 – 1.3.18» :
Myst 1.3.1 ` to Myst 1.3.18 Φῂς τοίνυν πρῶτον διδόναι εἶναι θεούς· τὸ δ᾽ ἐστὶν οὐκ ὀρθὸν οὑτωσὶ λεγόμενον. Συνυπάρχει γὰρ ἡμῶν αὐτῇ τῇ οὐσίᾳ ἡ περὶ θεῶν ἔμφυτος γνῶσις, κρίσεώς τε πάσης ἐστὶ κρείττων καὶ προαιρέσεως, λόγου τε καὶ ἀποδείξεως προϋπάρχει· συνήνωταί τε ἐξ ἀρχῆς πρὸς τὴν οἰκείαν αἰτίαν, καὶ τῇ πρὸς τἀγαθὸν οὐσιώδει τῆς ψυχῆς ἐφέσει συνυφέστηκεν. Εἰ δὲ δεῖ τἀληθὲς εἰπεῖν, οὐδὲ γνῶσίς ἐστιν ἡ πρὸς τὸ θεῖον συναφή. Διείργεται γὰρ αὕτη πως ἑτερότητι. Πρὸ δὲ τῆς ὡς ἑτέρας ἕτερον γιγνωσκούσης αὐτοφυής ἐστιν … ἡ τῶν θεῶν ἐξηρτημένη μονοειδὴς συμπλοκή. Οὐκ ἄρα συγχωρεῖν χρὴ ὡς δυναμένους αὐτὴν καὶ διδόναι καὶ μὴ διδόναι, οὐδ᾽ ὡς ἀμφίβολον τίθεσθαι (ἕστηκε γὰρ ἀεὶ κατ᾽ ἐνέργειαν ἑνοειδῶς), οὐδ᾽ ὡς κυρίους ὄντας τοῦ κρίνειν τε καὶ ἀποκρίνειν οὕτως αὐτὴν δοκιμών ἄξιον· περιεχόμεθα γὰρ ἐν αὐτῇ μᾶλλον ἡμεῖς καὶ πληρούμεθα ὑπ᾽ αὐτῆς, καὶ αὐτὸ ὅπερ ἐσμὲν ἐν τῷ τοὺς θεοὺς εἰδέναι ἔχομεν.
[2] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 1.3.32 – 1.3.38» :
Myst 1.3.32 ` to Myst 1.3.38 οὕτω καὶ ἡ ἀνθρωπίνη ψυχὴ κατὰ τὰ αὐτὰ τῇ γνώσει πρὸς αὐτοὺς συναπτέσθω, εἰκασίᾳ μὲν ἢ δόξῃ ἢ συλλογισμῷ τινι, ἀρχομένοις ποτὲ ἀπὸ χρόνου, μηδαμῶς τὴν ὑπὲρ ταῦτα πάντα οὐσίαν μεταδιώκουσα, ταῖς δὲ καθαραῖς καὶ ἀμέμπτοις νοήσεσιν αἷς εἴληφεν ἐξ ἀιδίου παρὰ τῶν θεῶν, ταύταις αὐ τοῖς συνηρτημένη·
[3] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 1.3.42 – 1.3.46» :
Myst 1.3.42 ` to Myst 1.3.46 ἐξήλλακται γὰρ αὐτῶν ἡ εἴδησις, ἀντιθέσεώς τε πάσης κεχώρισται, καὶ οὐκ ἐν τῷ συγχωρεῖσθαι νῦν ἢ ἐν τῷ γίγνεσθαι ὑφέστηκεν, ἀλλ᾽ ἦν ἐξ ἀιδίου μονοειδὴς ἐπὶ τῇ ψυχῇ συνυπάρχουσα.
[4] Βλ. Πρόκλος «Κατά Πλάτωνα Θεολογία, Βιβλίο Α’, 1.5.6 – 1.6.15») :
Theol Plat 1.5.6 ` to Theol Plat 1.6.15 Ἅπασαν μὲν τὴν Πλάτωνος φιλοσοφίαν, ὦ φίλων ἐμοὶ φίλτατε Περίκλεις, καὶ τὴν ἀρχὴν ἐκλάμψαι νομίζω κατὰ τὴν τῶν κρειττόνων ἀγαθοειδῆ βούλησιν, τὸν ἐν αὐτοῖς κεκρυμμένον νοῦν καὶ τὴν ἀλήθειαν τὴν ὁμοῦ τοῖς οὖσι συνυφεστῶσαν ταῖς περὶ γένεσιν στρεφομέναις ψυχαῖς, καθ᾽ ὅσον αὐταῖς θεμιτὸν τῶν οὕτως ὑπερφυῶν καὶ μεγάλων ἀγαθῶν μετέχειν, ἐκφαίνουσαν, καὶ πάλιν ὕστερον τελειωθῆναι καὶ ὥσπερ εἰς ἑαυτὴν ἀναχωρήσασαν καὶ τοῖς πολλοῖς τῶν φιλοσοφεῖν ἐπαγγελλομένων καὶ <τῆς τοῦ ὄντος θήρασ> ἀντιλαμβάνεσθαι σπευδόντων ἀφανῆ καταστᾶσαν, αὖθις εἰς φῶς προελθεῖν· διαφερόντως δὲ οἶμαι τὴν περὶ αὐτῶν τῶν θείων μυσταγωγίαν <ἐν ἁγνῷ βάθρῳ> καθαρῶς ἱδρυμένην καὶ παρ᾽ αὐτοῖς τοῖς θεοῖς διαιωνίως ὑφεστηκυῖαν ἐκεῖθεν τοῖς κατὰ χρόνον αὐτῆς ἀπολαῦσαι δυναμένοις ἐκφανῆναι δι᾽ ἑνὸς ἀνδρός, ὃν οὐκ ἂν ἁμάρτοιμι <τῶν> ἀληθινῶν <τελετῶν, ἃς τελοῦνται> χωρισθεῖσαι τῶν περὶ γῆν τόπων αἱ ψυχαί, καὶ τῶν <ὁλοκλήρων καὶ ἀτρεμῶν φασμάτων> ὧν μεταλαμβάνουσιν αἱ τῆς εὐδαίμονος καὶ μακαρίας ζωῆς γνησίως ἀντεχόμεναι, προηγεμόνα καὶ ἱεροφάντην ἀποκαλῶν· οὕτως δὲ σεμνῶς καὶ ἀπορρήτως ὑπ᾽ αὐτοῦ τὴν πρώτην ἐκλάμψασαν οἷον ἁγίοις ἱεροῖς καὶ τῶν ἀδύτων ἐντὸς ἱδρυνθεῖσαν ἀσφαλῶς καὶ τοῖς πολλοῖς τῶν εἰσιόντων ἀγνοηθεῖσαν [ἀσφαλῶς], ἐν τακταῖς χρόνων περιόδοις ὑπὸ δή τινων ἱερέων ἀληθινῶν καὶ τὸν προσήκοντα τῇ μυσταγωγίᾳ βίον ἀνελομένων προελθεῖν μὲν ἐφ᾽ ὅσον ἦν αὐτῇ δυνατόν, ἅπαντα δὲ καταλάμψαι τὸν τόπον καὶ πανταχοῦ <τὰς> τῶν θείων φασμάτων ἐλλάμψεις καταστήσασθαι.
[5] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 5.3– 5.12» :
in Alc 5.3 ` to in Alc 5.12 ὡς γὰρ τοῖς εἰς τὸ τῶν Ἐλευσινίων τέμενος εἰσιοῦσιν ἐδήλου τὸ πρόγραμμα μὴ χωρεῖν εἴσω τῶν ἀδύτων ἀμυήτοις οὖσι καὶ ἀτελέστοις, οὕτω δὴ καὶ πρὸ τοῦ νεὼ τοῦ Δελφικοῦ τὸ «<γνῶθι σαυτὸν>» ἀναγεγραμμένον ἐδήλου τὸν τρόπον οἶμαι τῆς ἐπὶ τὸ θεῖον ἀναγωγῆς καὶ τῆς εἰς κάθαρσιν ὁδοῦ τῆς ἀνυσιμωτάτης, μονονουχὶ λέγον σαφῶς τοῖς ξυνιέναι δυναμένοις, ὡς ὁ μὲν γνοὺς ἑαυτὸν ἀφ᾽ ἑστίας ἀρξάμενος συνάπτεσθαι δύναται θεῷ τῷ τῆς ὅλης ἀληθείας ἐκφαντικῷ καὶ ἡγεμόνι τῆς καθαρτικῆς ζωῆς, ὁ δὲ ἀγνοῶν ὅστις ἐστίν, ἀτέλεστος καὶ ἀμύητος ὢν μετέχειν τῆς τοῦ Ἀπόλλωνος προνοίας ἐστὶν ἀνεπιτήδειος.
[6] Η φιλοσοφία ἐστὶ ζωῆς ἀνθρωπίνης κάθαρσις καὶ τελειότης, κάθαρσις μὲν ἀπὸ τῆς ὑλικῆς ἀλογίας καὶ τοῦ θνητοειδοῦς σώματος, τελειότης δέ, τῆς οἰκείας εὐζωΐας ἀνάληψις, πρὸς τὴν θείαν ὁμοίωσιν ἐπανάγουσα.
[7] Βλ. Ολυμπιόδωρος «Υπόμνημα στον Πλατωνικό Φαίδωνα, 8.2.19 – 8.2.20» :
In Platonis Phaedonem commentaria 8.2.19 ` to In Platonis Phaedonem commentaria 8.2.20 καὶ φιλοσοφίας μὲν ἔργον νοῦν ἡμᾶς ποιῆσαι, θεουργίας δὲ ἑνῶσαι ἡμᾶς τοῖς νοητοῖς, ὡς ἐνεργεῖν παραδειγματικῶς.
[8] Βλ. Ιάμβλιχος στο «Περί Μυστηρίων, 3.31. 68 – 3.31. 71» :
Myst 3.31.68 ` to Myst 3.31.71 Μετὰ τούτων δὲ ἀμφοτέρων δίδοται τοῖς θεουργοῖς ἡ πρὸς τὸ νοητὸν πῦρ ἄνοδος, ὃ δὴ καὶ τέλος δεῖ πάσης μὲν προγνώσεως πάσης δὲ θεουργικῆς πραγματείας προτίθεσθαι.
[9] Βλ. Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 10.7.5 – 10.7.6» :
Myst 10.7.5 ` to Myst 10.7.6 οὐδὲ περὶ σμικρῶν οἱ θεουργοὶ τὸν θεῖον νοῦν ἐνοχλοῦσιν, ἀλλὰ περὶ τῶν εἰς ψυχῆς κάθαρσιν καὶ ἀπόλυσιν καὶ σωτηρίαν ἀνηκόντων·
[10] Βλ. Πρόκλος «Εκλογές εκ της Χαλδαϊκής φιλοσοφίας, 5.1 – 5.13» :
Eclogae de philosophia Chaldaica 5.1 ` to Eclogae de philosophia Chaldaica 5.13 Ἡ φιλοσοφία τήν τε λήθην καὶ ἀνάμνησιν τῶν ἀιδίων λόγων αἰτιᾶται τῆς τε ἀποφοιτήσεως τῆς ἀπὸ τῶν θεῶν καὶ τῆς ἐπ᾽ αὐτοὺς ἐπιστροφῆς· τὰ δὲ λόγια, τῶν πατρικῶν συνθημάτων. Συνᾴδει δὲ ἀμφότερα· συνέστηκε γὰρ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τῶν ἱερῶν λόγων καὶ τῶν θείων συμβόλων· ὧν οἱ μέν εἰσιν ἀπὸ τῶν νοερῶν εἰδῶν, τὰ δὲ ἀπὸ τῶν θείων ἑνάδων· καὶ ἐσμὲν εἰκόνες μὲν τῶν νοερῶν οὐσιῶν, ἀγάλματα [τὰ] δὲ τῶν ἀγνώστων συνθημάτων. Καὶ ὥσπερ πᾶσα ψυχὴ πάντων μέν ἐστι πλήρωμα τῶν εἰδῶν, κατὰ μίαν δὲ ὅλως αἰτίαν ὑφέστηκεν, οὕτω καὶ πάντων μὲν μετέχει τῶν συνθημάτων, δι᾽ ὧν συνάπτεται τῷ θεῷ, ἀφώρισται δὲ ἡ ὕπαρξις ἐν ἑνί, καθὸ συνάγεται πᾶν τὸ ἐν αὐτῇ πλῆθος εἰς μίαν κορυφήν.
πηγή: eleysis69