«Τέσσερα είναι τα είδη ειδώλων, τα οποία πολιορκούν τον ανθρώπινο νου:
Τα είδωλα της φυλής βασίζονται στην ανθρώπινη φύση και στην ίδια φυλή ή ανθρώπινο γένος.
Επομένως, είναι λάθος ότι η λογική είναι το κριτήριο των πραγμάτων. Αντίθετα, όλες οι αντιλήψεις, τόσο της λογικής όσο και του νου, προκύπτουν από την αναλογία με τον άνθρωπο, όχι από την αναλογία με το σύμπαν.
Τα είδωλα της κρύπτης είναι είδωλα του ανθρώπου ως ατόμου ... ο καθένας (εκτός τις παρεκκλίσεις γενικά της ανθρώπινης φύσης) έχει ένα είδος σπηλιάς ή κρύπτης που διαθλά και παραποιεί το φώς της φύσης, είτε εξ αιτίας της προσωπικής και ατομικής φύσης του καθενός είτε εξ αιτίας της διαπαιδαγώγησης, της συζήτησης με άλλους, της αυθεντίας....
Τα είδωλα της Ρωμαϊκής Αγοράς … που προέρχονται σχεδόν από μια συμφωνία και από τις αμοιβαίες σχέσεις του ανθρώπινου γένους.
Τα είδωλα του θεάτρου ... που εισχωρούν στην ψυχή των ανθρώπων από διάφορα φιλοσοφικά συστήματα και από τους λανθασμένους νόμους των επιδείξεων».
Απόσπασμα από το βιβλίο για τον Φράνσις Μπέικον "Νέο Όργανο" του Νίκολα Ουμπάλντο, Ανθολογία της Φιλοσοφίας, 2005, εκδ. Ενάλιος, σελ. 215
Εισαγωγικά
Ο Βάκωνας είχε παρατηρήσει, αρχικά, ότι μεγάλο πρόβλημα προκύπτει από την τάση του ανθρώπινου νου να γενικεύει και την ίδια ώρα να δίνει υπερβολικό βάρος στις προσωπικές προτιμήσεις. Αυτές τις πλάνες προσπάθησε να κατηγοριοποιήσει.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Βάκωνας εισηγείται τη μέθοδο της επαγωγής, η οποία, όμως, βασίζεται ακριβώς στην τάση του νου να γενικεύει. Ωστόσο, αυτή η επαγωγή θα κριθεί με τους όρους της επαληθευσιμότητας της μαθηματικής μεθόδου και της πειραματικής επαλήθευσης.
Πέρα από αυτό που φαντάζει ως αυτονόητο, αλλά δεν είναι – τη στατιστική αποτύπωση, δηλαδή, της πραγματικότητας – ο Βάκωνας ανέλυσε την ανθρώπινη πλάνη στις περίφημες κατηγορίες των ειδώλων,[1] και αυτό το έκανε καλύτερα από κάθε άλλον, όπως παρατήρησε ο Γάλλος φιλόσοφος Κοντιγιάκ.[2] Ταυτοποίησσε τις πηγές της ανθρώπινης πλάνης και έβαλε έτσι περισσότερη ζωή στη λογική από οποιονδήποτε άλλον, όπως μας λέει ο δριμύς επικριτής του, Μακώλεϋ.
Η επέκταση του θέματος, βέβαια, σε πιο εναλλακτικό επίπεδο, συνδέεται και με τη βιωματική, γιατί διαπιστώνεται ότι υπάρχει ένα χάσμα όχι μόνον στο επίπεδο της γλώσσας ή στο επίπεδο της σκέψης, στον εγκεφαλισμό –στη χρήση του οργάνου του εγκεφάλου και του νου– αλλά κι ένα χάσμα στη βιωματικότητα, ένα έλλειμμα βιωματικότητας. Μπορούμε, δηλαδή, να δούμε αυτήν τη «συμπτωτικότητα», αυτή την τάση του νου να γενικεύει και την προσωπική προτίμηση, τον υποκειμενισμό, να λειτουργεί ανταγωνιστικά προς τη βιωματική εξέλιξη και να λειτουργεί σαν μια βιωματική αδράνεια, σαν μια βιωματική «μελανή οπή».
Σε αυτή την κατάσταση αδράνειας, καταρρέει η παρουσία, καταρρέει η ενόραση καθόσον τυφλώνεται από αυτή τη γοητεία της συνειδησιοφάνειας που έχουμε προαναφέρει.
Η τάση του νου να γενικεύει καθώς και ο υποκειμενισμός είναι μεταξύ των ειδώλων του Βάκωνα στα οποία προσδιορίζεται ότι το λάθος βρίσκεται στη συνήθεια και γι’ αυτό ακριβώς είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό – διότι έχει την τάση και την ικανότητα να περνά απαρατήρητο∙ σε αυτό ακριβώς έγκειται και η ισχύς της συνειδησιοφάνειας, το να νομίζουμε, δηλαδή, ότι τα πράγματα είναι ακριβώς όπως τα εκλαμβάνει η συνείδησή μας.
Είναι αυτή η βεβαιότητα για την αλήθεια μέσω της συνείδησής μας που καθιστά, στην ουσία, την πλάνη αδρανειακό βίωμα, μη υποκείμενο σε εξέλιξη.
Ο μηχανισμός της πλάνης θυμίζει κάτι από Λερναία Ύδρα.
Το ίδιο το νοείν και τα ίδια επίπεδα της συνείδησής του –το ενστικτώδες, το αισθητηριακό, το αισθηματικό, το επιθυμησιακό, το νοητικό, το λογικό, το διαισθητικό– είναι τρόποι της συνείδησης που, ως τρόποι αντίληψης, αντικατοπτρίζουν την εξέλιξη της συνείδησής μας σε όποιο βαθμό αυτή επιτυγχάνεται και όχι την ίδια την πραγματικότητα.
Α. Τα κατά Βάκωνα Είδωλα της Φυλής – Πεποιθήσεις και ανθρώπινη λογική
Στην πρώτη κατηγορία ειδώλων, ο Φραγκίσκος Βάκωνας[3] επικαιροποιεί μια ρήση ενός εκ των Επτά Σοφών της αρχαιότητας, σύμφωνα με τη λίστα του Πλάτωνα: του Μύσωνα του Οιταίου ή Μαλιέως,[4] ότι: «Η αλήθεια δεν βρίσκεται υπό το φως των πεποιθήσεων αλλά υπό το φως των γεγονότων». Εδώ ο Βάκωνας μας λέει, αναφερόμενος –μεταξύ άλλων– στα «είδωλα της φυλής»,[5] πως είναι λάθος το ότι η «λογική» είναι το κριτήριο των πραγμάτων. Αυτές οι λογικές και πεποιθήσεις προκύπτουν και εκφράζουν τον άνθρωπο και το ανθρώπινο είδος και όχι την πραγματικότητα του κόσμου, του σύμπαντος.
Εδώ, θα ταίριαζε και η παρατήρηση του Αϊνστάιν ότι «το πιο ακατανόητο πράγμα σχετικά με τον κόσμο είναι ότι είναι κατανοητός». Αυτό αποτελεί μια σχεδόν ενορατική παρείσφρηση της αμφισβήτησης αυτής της προφάνειας, της αντίληψης για την αναγκαιότητα και το επίπεδο ή την ποιότητα με την οποία πρέπει να σταθεί ο άνθρωπος τόσο ως παρατηρητής εγνωσμένης άγνοιας, όπως την εννοούσε ο Σωκράτης, όσο και ως αμφιβάλλων διαλεκτικά και ερευνητικά για το προφανές, για το αυτονόητο, για το πρόδηλο, για το αισθητό.
Η ερμηνεία και η θεωρία της κατανοησιμότητας είναι θεμελιώδης. Αναπτύσσεται σε ένα ευρύτατο φάσμα προβληματισμού μεταξύ επιστημολογίας και γνωσιολογίας και, ταυτόχρονα, αποτελεί και την αφετηρία του φαινομενολογικού υπαρξισμού, της φαινομενολογικής αναφοράς και της αναγνώρισης της ενορατικότητας πίσω από την όραση του νου.
Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσε, πράγματι, κανείς από το πεδίο του νου να κυβερνήσει, αφού πρώτα όμως απαλλαγεί από αυτή την πλάνη του νου, η οποία μπορεί να τον κάνει φονέα του πραγματικού. Έχει ανάγκη αυτής της αμφισβήτησης, της διαλεκτικής και της ανοικτότητας.
Η υπέρβαση του αυτονόητου: Και εδώ ακριβώς χρειάζεται και η υπέρβαση του αυτονόητου σχετικά με τη λογική ακολουθία και τη μαθηματική ακολουθία της φύσης, την ισχύ αυτού του λογικού και μαθηματικού φορμαλισμού, αλλά, ακόμη περισσότερο, σχετικά με αυτόν τον συνειδησιακό και βιωματικό φορμαλισμό που λειτουργεί ως κυρίαρχο –φαινομενολογικά– πεδίο.
Είναι ένα ανοικτό πεδίο που περιέχει μέσα του έναν μακρύ δρόμο που οδηγεί στην απελευθέρωση από την πλάνη και θυμίζει τον Ουπανισαδικό αφορισμό, στη μεταφραστική απόδοση που του κάνει ο Ωρομπίντο, ότι αυτοί που αναζητούν τη γνώση θα βυθιστούν σε μεγαλύτερη άγνοια ή σκοτάδι από αυτούς που ζουν στην άγνοια.
Υπάρχει μια διαρκής υπερβατική αναφορικότητα όταν η συνείδηση δραπετεύσει από την αδρανειακή παγίδα της βεβαιότητάς της κι, εδώ, δεν αναφερόμαστε στην αμφισβήτηση και την αμφιβολία ως αντιδικία, αλλά στην ευρετική διαλεκτικότητα της συνείδησης, στην αναστοχαστικότητά της και τη βιωματική υπερβατική αναφορικότητα.
Το φαινόμενο του καθρέφτη: Στο σημείο αυτό, ο Φραγκίσκος Βάκωνας αναδεικνύει μια παρατήρηση που την έχουμε ονομάσει και «Φαινόμενο των Δελφών»[6] ή «φαινόμενο της ευαίσθητης επιφάνειας προβολής». Η ανθρώπινη νόηση και η συνείδηση, εν γένει, μοιάζουν με έναν καθρέφτη ο οποίος αντικατοπτρίζει τις ιδιότητες, τις ακτίνες ή το φάσμα των πραγμάτων, αναμειγνύει τη δική του φύση με εκείνη των πραγμάτων, την παραποιεί και τη στρεβλώνει. Και, πραγματικά, προσδιορίζουμε το «Φαινόμενο των Δελφών» ως το φαινόμενο μιας επιφάνειας προβολής στην οποία, όταν ριχτεί πολύ φως, τα δεδομένα που αντανακλώνται σε αυτήν απαλείφονται και δεν γίνονται αντιληπτά, δεν γίνονται, δηλαδή, αντιληπτά τα δεδομένα λεπτοφυέστερης υφής.
Προκύπτει μια εξαφάνιση, μια συσκότιση των λεπτοφυέστερων όψεων της πραγματικότητας εξαιτίας της έντονης εξωτερικής φωτεινότητας. Βλέπουμε, δηλαδή, μια απώλεια της διακριτικής ικανότητας, επειδή δεν υπάρχει η διαύγεια ή η διαφάνεια που θα καθιστούσε το ελάχιστο, ή το ελάχιστο και λεπτοφυέστερο, αντιληπτό.
Έτσι αναπτύσσεται και η ανθρωπολογική πλάνη. Θα λέγαμε ότι η ίδια η πλάνη ενοικεί στο συνειδητό σε σχέση με την πραγματικότητα.
Τα Είδωλα της Κρύπτης
Η δεύτερη κατηγορία ειδώλων του Βάκωνα είναι αυτή των ειδώλων της κρύπτης. Είναι είδωλα εξατομικευμένα και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συνδέονται με αυτή καθ’εαυτή την εξατομίκευση και την αναγκαιότητα της διαφοροποίησης, που είναι και προϊόν μιας χρωματικής ή μιας φασματικής τονικότητας του ανθρώπου, αλλά και μιας εξελικτικής.
Η δεύτερη κατηγορία ειδώλων του Βάκωνα είναι αυτή των ειδώλων της κρύπτης. Είναι είδωλα εξατομικευμένα και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συνδέονται με αυτή καθ’εαυτή την εξατομίκευση και την αναγκαιότητα της διαφοροποίησης, που είναι και προϊόν μιας χρωματικής ή μιας φασματικής τονικότητας του ανθρώπου, αλλά και μιας εξελικτικής.
Ο κάθε άνθρωπος έχει ένα είδος ειδικής διαθλαστικότητας, πέρα από τη γενική ανθρωπολογική, που διαθλά ή παραποιεί το φως της πραγματικότητας. Αυτή η ειδική διαθλαστικότητα μας θυμίζει, εκ του αντιστρόφου ή και με ταυτοσημία, την πλάνη όπως την προσεγγίζει ο Πλάτωνας στην αλληγορία του Σπηλαίου. Τα είδωλα της κρύπτης ή της σπηλιάς συνδέονται όχι μόνον με τη διαθλαστική αντίληψη, αλλά και με την εμμεσοποιητική αντίληψη του κόσμου μέσω της σκιάς και μέσω του φωτός, παρότι και η σκιά είναι ένα φαινόμενο συνυφασμένο με τις ιδιότητες του φωτός.
Αυτά τα είδωλα είναι αποτέλεσμα μιας εξατομικευμένης φύσης της εξέλιξης, διαπαιδαγώγησης, διαλόγου, γοητείας, αυθεντίας, θυμαπάτης ή πλάνης. Υπάρχουν ποικίλοι λόγοι και, πρωταρχικά, είναι το ίδιο το άτομο που λειτουργεί σαν κρύπτη, σαν πεδίο προσωπείου, και σαν ταυτισμένος ηθοποιός με ρόλο έχει υιοθετήσει τον λόγο και τη συνείδηση ως υποκρισία. Τελικά, ο υποκειμενισμός του γίνεται μεροληπτικός∙ είναι μια διαθλαστική μεροληψία η οποία λειτουργεί τόσο ψυχολογικά όσο και γνωσιολογικά.
Εδώ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι και η πλάνη της στατιστικής προκύπτει σαν χάρτης, σαν κολάζ απεικόνισης, τελικά, αυτών των ειδώλων της κρύπτης του καθενός.
Έτσι αιτιολογείται και το γεγονός ενός ιδιαίτερου υποκειμενισμού ως προς τη βιωματική της επιστήμης, ακόμη και μεταξύ των επιστημόνων, παρά τον επίπονο και ομοιόμορφο χαρακτήρα της παιδείας που απέκτησαν, και, βέβαια, αυτό συνιστά ένα πεδίο ιδιαίτερης χωριστικότητας, η οποία, μάλιστα, διαθέτει μια αναπαραγωγική δυναμική μέσα στο άτομο.
Στην περίπτωση των ειδώλων της κρύπτης ή του σπηλαίου, το λάθος μπορεί να γεννηθεί από το άτομο. Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που βλέπουμε, από τον Γκοτάμα Βούδδα ή τον Σωκράτη έως τον Χούσσερλ και τον Κρισναμούρτι, το κάλεσμα για μια ατομική βιωματική οδό, γιατί ακριβώς η οδός της αυθεντίας ενός άλλου ατόμου, η οδός του «ντάρμα ενός άλλου», όπως θα έλεγαν στην Ινδία, είναι χειρότερο από – ακόμα και αν φαίνεται καλύτερο – από το «ντάρμα» το δικό μας.[7]
Οι πλάνες συγκεκριμένων επιστημόνων ή οι εμμονές τους και οι αντιδικίες τους έχουν καθυστερήσει την πρόοδο της επιστήμης άλλοτε επικίνδυνα και άλλοτε, βέβαια, κατά τρόπο που αποδείχθηκε χρήσιμος. Η αδυναμία, παραδείγματος χάριν, να επινοήσουμε κάτι με τις Ευκλείδειες γεωμετρίες μέσα από την αυθεντία της προφάνειας αλλά και της λογικής συνεκτικότητας του Ευκλείδειου μοντέλου μάς καθήλωσε μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες – γιατί μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι η πρώιμη ανάπτυξη μερικών επιστημών θα λειτουργούσε τόσο καταστροφικά όσο και η αποκάλυψη του Δία στη Σεμέλη, ή θα λειτουργούσε σαν μια καταχρηστική καταστροφική χρήση του Προμηθεϊκού πυρός.
Αν είχαμε ανακαλύψει τους φανταστικούς αριθμούς την εποχή του μηχανικού και γεωμέτρη Ήρωνα του Αλεξανδρέα,[8] θα είχαμε επισπεύσει την εποχή της γνώσης κατά πολλές εκατονταετίες, αλλά έτσι θα είχαμε επισπεύσει και την εποχή της τεχνολογίας, χωρίς να έχουμε ίσως, προηγουμένως, ανακαλύψει ιδέες, όπως αυτές που μας έφερε ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση, ώστε να μπορέσουμε να εξισορροπήσουμε την τεχνολογική ισχύ με δημοκρατικούς θεσμούς, κ.λπ. Γι’ αυτό, μπορεί να πει κανείς, αντίστοιχα, ότι πολλές από τις πλάνες μας στάθηκαν χρήσιμες ιστορικά και και στην πράξη. Μια τέτοια μακρά περίοδος πλάνης ήταν και ο Μεσαίωνας, που, ωστόσο, μπορεί να εξυπηρέτησε έναν σκοπό, όπως ίσως για κάποιους άλλους μπορεί να εξυπηρέτησε έναν τέτοιο σκοπό η επέκταση της Μογγολικής Αυτοκρατορίας, έτσι ώστε να εξισορροπηθεί το παγκόσμιο ιστορικό γίγνεσθαι πολιτισμών και θρησκειών.
Αυτή η δυναμική των πραγμάτων, η δυναμική της χρησιμότητάς τους, αντανακλάται ακόμη και στις μυθολογικές εκδοχές, όπως σε αυτήν του Ινδουισμού, όπου ο Βισνού χρησιμοποίησε τη Μάγια Μόχα (Μεγάλη Πλάνη) για να οδηγήσει, διά της παρεξήγησης και της σύγχυσης της Βαβέλ, τους ενάρετους ανθρώπους της τότε εποχής στην πραγματοποίηση της εσώτερης πίστης τους, η οποία θωρακιζόταν από ένα πέπλο υποκρισίας, ή, όπως, αντίστοιχα, ο Θεός της Βίβλου εμφανίζεται μόνος και με πλήθος για να επιφέρει τη διάλυση της γλωσσικής - επικοινωνιακής δημιουργικής ενότητας της ανθρωπότητας, για να περιορίσει τα όρια των επιτευγμάτων της.
Είναι η γνωστή αίσθηση της ηθικής κρίσης, αλλά και των ορίων της δύναμης των ανθρώπων. Άλλοτε εμφανίζεται υπό την έννοια των ηθικών ορίων και της ηθικής κρίσης, ενώ άλλοτε εμφανίζεται υπό την έννοια των ορίων της δύναμης, αν και οι δύο αυτές όψεις βρίσκονται σε ενιαία διαλεκτική σχέση και συνάφεια.
Στα είδωλα της κρύπτης λειτουργεί καθοριστικά και το υποσυνείδητο. Είναι, δηλαδή, είδωλα που συνδέονται με την ίδια την ψυχανάλυση, ακόμη και με τον κατακερματισμό της ψυχανάλυσης και της ψυχολογικής επιστήμης σε προσωπικές στρατηγικές προσέγγισης των θεμάτων, αλλά, πάνω απ’ όλα, συνδέονται και με την ίδια τη διαδικασία του υποσυνειδήτου σε συνάρτηση με τη συνείδηση.
Γενικότερα, τα είδωλα, σε κάθε περίπτωση, είναι φορείς ολοκληρωτισμού και αυτό είναι που πρέπει να μας ενδιαφέρει. Τα είδωλα είναι το εγγύς του τίποτε και, συνεπώς, απηχούν τον ολοκληρωτισμό του τίποτε, τον ολοκληρωτισμό της απουσίας, του κενού ή της ουσίας που λειτουργεί σαν υποκατάσταση του όντος και της παρουσίας του.
Τα είδωλα της αγοράς
Η επόμενη κατηγορία ειδώλων είναι τα είδωλα της αγοράς. Είναι αυτά που συνδέονται με τη συστημική "εγκυρότητα" της επικοινωνίας.
Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας είναι χαρακτηριστικά τέτοιων ειδώλων. Σε αυτή την κατηγορία των ειδώλων εμπίπτει, κατά κύριο λόγο, η διαφήμιση, η οποία ενεργοποιεί, βέβαια, στον δέκτη και τις υπόλοιπες κατηγορίες ειδώλων. Τα είδωλα της αγοράς που υπόκεινται στη φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας της οικονομίας, στη συναίνεση στο λάθος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τα καθ’ εαυτά είδωλα του ολοκληρωτισμού.
Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας είναι χαρακτηριστικά τέτοιων ειδώλων. Σε αυτή την κατηγορία των ειδώλων εμπίπτει, κατά κύριο λόγο, η διαφήμιση, η οποία ενεργοποιεί, βέβαια, στον δέκτη και τις υπόλοιπες κατηγορίες ειδώλων. Τα είδωλα της αγοράς που υπόκεινται στη φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας της οικονομίας, στη συναίνεση στο λάθος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τα καθ’ εαυτά είδωλα του ολοκληρωτισμού.
Η δύναμη αυτών των ειδώλων συναρτάται απόλυτα με την αδυναμία μας να ακολουθήσουμε τον σωστό δρόμο αποδόμησής τους, με την ερμηνευτική ανακολουθία μας και, γι’ αυτό, ακριβώς, διερμηνεύουμε συνήθως το σύστημα απο-συσχετισμένα από τη συνείδηση, ενώ σε μια συνθετική, ολιστική και υπερβατολογική θεώρηση, αυτό το σύστημα και η συνείδηση προσεγγίζονται ως αλληλένδετα. Τα είδωλα είναι διαφόρων ειδών: είναι είδωλα που προκύπτουν εξαιτίας συναλλαγής και συνεταιρισμού και αποτελούν πλάνες της εταιρικότητας και της συλλογικότητας, πλάνες του μέσου, πλάνες που συνδέονται με τη φαντασιακή θέσμιση του μέσου ή των σχέσεων και, γενικότερα, με το συμβολαιακό πεδίο της επικοινωνίας.
Επίσης, είναι και πλάνες ταυτοποίησης, καθώς έχουμε εταιρικές ταυτοποιήσεις, ταυτοποιήσεις που είναι συνυφασμένες με τις ίδιες τις εταιρείες, τις επιχειρήσεις κ.λπ., αλλά και ταυτοποιήσεις με τα έθνη, με τις θρησκείες, με τις οικονομικές τάξεις.
Είναι πλάνες που συνδέονται με την επικοινωνιακή ολιγαρχία και νομενκλατούρα, με την επικοινωνιακή αυθεντία, με τον επικοινωνιακό ολοκληρωτισμό και οι οποίες διαμορφώνουν τους όρους της μαζικής κοινωνίας.
Είναι, τελικά, πλάνες «βαρύτητας» ή «μελανής οπής» ως ειδώλου, δηλαδή είναι το είδωλο της μελανής οπής.
Είναι το αγοραίο πεδίο ή το πεδίο της ενσωμάτωσης ή της αλλοτρίωσης.
Είναι το πεδίο της ελαχιστοποίησης των διαστάσεων, που καθιστά πλέον τη μάζα ξένη από τη νόηση – την αποξενώνει μέσα από τις ατέλειες της νόησης.
Επίσης, είναι και πλάνες ταυτοποίησης, καθώς έχουμε εταιρικές ταυτοποιήσεις, ταυτοποιήσεις που είναι συνυφασμένες με τις ίδιες τις εταιρείες, τις επιχειρήσεις κ.λπ., αλλά και ταυτοποιήσεις με τα έθνη, με τις θρησκείες, με τις οικονομικές τάξεις.
Είναι πλάνες που συνδέονται με την επικοινωνιακή ολιγαρχία και νομενκλατούρα, με την επικοινωνιακή αυθεντία, με τον επικοινωνιακό ολοκληρωτισμό και οι οποίες διαμορφώνουν τους όρους της μαζικής κοινωνίας.
Είναι, τελικά, πλάνες «βαρύτητας» ή «μελανής οπής» ως ειδώλου, δηλαδή είναι το είδωλο της μελανής οπής.
Είναι το αγοραίο πεδίο ή το πεδίο της ενσωμάτωσης ή της αλλοτρίωσης.
Είναι το πεδίο της ελαχιστοποίησης των διαστάσεων, που καθιστά πλέον τη μάζα ξένη από τη νόηση – την αποξενώνει μέσα από τις ατέλειες της νόησης.
Στο εννοιολογικό πεδίο, αυτή η κατηγορία των ειδώλων λειτουργεί με τους ίδιους όρους, ακόμη και με τους ορισμούς και τις εξηγήσεις που λειτουργούν ως προσωπείο και ως περιγραφικό –θα λέγαμε– βάλσαμο της απορίας ή των ερωτημάτων, και αυτό το βλέπουμε, παραδείγματος χάριν, στον ορισμό του Ευκλείδη για το σημείο ή την ευθεία. Εδώ, λοιπόν, η γλώσσα υπονομεύει τη νόηση, η μορφή υπονομεύει τον λόγο και, τελικά, αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οδηγούμαστε σε μια έριδα και σε μια σχισματικότητα συμπαντική μεταξύ ενός γλωσσικού και ενός νοητού ή ιδεατού ή υπερβατικού σύμπαντος.
Τα είδωλα του θεάτρου
Η τελευταία κατηγορία ειδώλων είναι αυτή των ειδώλων του θεάτρου κι έχει ενδιαφέρον να κατανοήσουμε γιατί ο Βάκωνας την ονομάζει θεατρική. Αλλά θα εικάσουμε ότι λειτουργούν, κατά κάποιον τρόπο, σαν παραμυθία, σαν παραλλαγή, σαν ένας πλουραλισμός, που, ωστόσο, είναι συνυφασμένος με ρόλους και με ονόματα που υποδύονται ρόλους, όπως είναι τα φιλοσοφικά συστήματα που υποδύονται τη νόηση, και ακριβώς επειδή λειτουργούν μέσω της παράστασης, μέσω της επίδειξης ερείζονται την αμεσότητα της αισθητότητας, την κατασκευασμένη αισθητότητα.
Ταυτόχρονα, λειτουργούν σαν μια παρηγοριά μέσα από τη θεατρική αποστασιοποίηση του κοινού και εκτυλίσσονται στη σκηνή λειτουργώντας σαν ένας πλασματικός κόσμος. Διαιρούμε τις έννοιες σε οντολογικές, «θεατρικές» και λειτουργικές, αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι του πεδίου των εννοιών που έχει αναπτυχθεί στον κόσμο μας είναι αυτό των θεατρικών. Εδώ ακριβώς υπάρχει η κρίση του φανταστικού –με δεδομένη, παράλληλα, την αυθεντία του σκηνοθέτη, του συγγραφέα, των ηθοποιών, του πρωταγωνιστή∙ αυτή η κρίση, βέβαια, λειτουργεί και μέσα από το πρίσμα των τριών προηγούμενων κατηγοριών ειδώλων και το κοινό.
Οι ίδιες οι θεατρικές ιδέες, από τις οποίες είναι γεμάτη η ζωή μας, είναι, για παράδειγμα, το όνομα ή η ταυτότητα, καθώς και η ιδιοκτησία, η επωνυμία και ο πλούτος, ο οποίος καθίσταται λειτουργική ιδέα χωρίς καμία, αρχικά, ελκυστικότητα, χωρίς καμία βαρύτητα, αλλά αργότερα καθίσταται θεατρική ιδέα, όπως το δείχνει και ο Θορστάιν Βέμπλεν και όπως χρησιμοποιείται και θεατρικά σαν πρότυπο – δηλαδή, σαν μια μελανή οπή. Τελικά, αυτό που εκδηλώνεται στον ορίζοντα των γεγονότων, που περιβάλλει την μελανή οπή είναι η φαντασμαγορία του ψέματος.
Υπό αυτή την έννοια, κατά τον Βάκωνα, η ίδια η θεατρικότητα είναι εν μέρει πλάνη. Από την άλλη, η θεατρικότητα είναι ένας εκλυτικός παράγοντας διαμεσολαβητικός μεταξύ του λειτουργικού χαρακτήρα της φύσης και του οντολογικού του πνεύματος, επειδή ακριβώς δεν μπορεί να λειτουργήσει μια αμεσότητα παρουσίας, μια ίριδα ή ένα ουράνιο τόξο που να είναι διαρκές ως πνευματική επικοινωνία μεταξύ λειτουργικού όντος και πνευματικού όντος. Συνεπώς, χρειάζεται μια θεατρική διασκέδαση, και η αναγκαιότητα της θεατρικής διασκέδασης, ακόμη και θεολογικά, αναδεικνύεται με την έννοια του παιγνίου, με την έννοια του «λιλά» όπως το συναντάμε στον Ινδουισμό∙ όμως, στην καταχρηστικότητά της, ως θεατρική εκτροπή, καταλήγει σε κρίση του φανταστικού. Σημειώνουμε ότι το φανταστικό είναι και δημιουργική δύναμη, αλλά είναι και μια δύναμη που μπορεί να έχει αυτή την τιτανική όψη του παράλογου και του άδικου καθώς υπόκειται στην επιθυμία ή στη λαγνεία.
Με την έννοια αυτή, λοιπόν, της αναλογίας και της εξισορρόπησης, το θέατρο πρέπει να θεωρηθεί πεδίο πλάνης. Υπάρχει, εξάλλου, η σχολή της εργασίας στον εαυτό μέσω του θεάτρου∙ μέσα από το Φτωχό Θέατρο, υπάρχει η θεατρική αποστασιοποίηση που προτείνει επίσης ο Μπρεχτ και υπάρχει και η θεατρική κάθαρση που είναι η καταλυτική συνταγή της ψυχολογικής ενάργειας στο κοινό που έχει βιώσει μια παράσταση, σύμφωνα και με τον Αριστοτελικό ορισμό, για παράδειγμα, της τραγωδίας.
Εδώ, βέβαια, υπάρχει η πλάνη των θεατρικών ιδεών. Τις θεατρικές ιδέες τις ανάγουμε σε οντολογικές και λειτουργικές, ενώ είναι αμιγώς θεατρικές, και είναι αυτό ακριβώς που επιχειρεί και επιτυγχάνει και η διαφήμιση.
Εδώ, βέβαια, υπάρχει η πλάνη των θεατρικών ιδεών. Τις θεατρικές ιδέες τις ανάγουμε σε οντολογικές και λειτουργικές, ενώ είναι αμιγώς θεατρικές, και είναι αυτό ακριβώς που επιχειρεί και επιτυγχάνει και η διαφήμιση.
Παρ’όλη αυτή, λοιπόν, τη βιωματική διαύγαση και την προσπάθεια να αποδομήσει τον Σχολαστικισμό, που ήταν μια αναχρονιστική προσέγγιση, μια παρηκμασμένη πνευματικά προσέγγιση στον Αριστοτελισμό, και παρ’όλη αυτή τη δυναμική της καινοτομίας του για τον επαγωγικό λογισμό –που είναι και μαθηματικός– ο Βάκωνας, ο μεγάλος αυτός δάσκαλος της ανθρωπότητας, αστόχησε να κατανοήσει την αυτογενή αξία του μαθηματικού λόγου.
Υπό μία έννοια, ανέδειξε τη γλωσσική αυτογνωσιακότητα, τη φαινομενολογική θα λέγαμε, αλλά και ο ίδιος περιορίστηκε στους ορίζοντές του, δείγμα του πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος της ενορατικής ή μιας άλλης προσέγγισης της αλήθειας και του λόγου.
Ο ίδιος έδωσε εξαιρετική έμφαση στην πρακτική εφαρμογή των επιστημών και στην τεχνολογία, ωστόσο υποτίμησε το γεγονός ότι η βασική έρευνα και η θεωρητική γνώση και μοντελοποίηση μπορούσε να αποβεί καταλυτική στο ίδιο το ζητούμενό του.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε, βέβαια, ότι το έργο του Βάκωνα έχει μια συνάφεια με το έργο του Τζων Στιούαρτ Μιλλ, στους «κανόνες» του οποίου ενσωματώθηκαν, κατ’ ουσίαν, οι τρεις δικές του βασικές αρχές της επαγωγής.
Ο Βάκωνας, υπό μία έννοια, απέτυχε να κατανοήσει τον λόγο δι’ εαυτόν ή τη φαινομενολογία του λόγου, όπως αυτή εκφράζεται σε δύο άξονες εκ των οποίων ο ένας είναι στον καθ’εαυτό μαθηματικό λογισμό και ο άλλος στη φαινομενολογική φιλοσοφία και τον υπαρξισμό.
Είναι ενδιαφέρον το ότι και στους μεγάλους δασκάλους της ανθρωπότητας αναδεικνύονται ατέλειες κατανόησης, ακόμη και όταν αυτοί διερευνούν τις ατέλειες της νόησης.
Το θέμα μας δεν είναι να επικρίνουμε την ατέλεια, αλλά να αναδείξουμε την κριτική μας ικανότητα, αφενός μεν, με σκοπό να διδαχθούμε, να μπορέσουμε, δηλαδή, να την καταστήσουμε αυτογνωσιακή και αυτοπαρατηρητική κριτική, και, αφετέρου, να αναδείξουμε την εξελικτικότητα.
Υπό μία έννοια, ανέδειξε τη γλωσσική αυτογνωσιακότητα, τη φαινομενολογική θα λέγαμε, αλλά και ο ίδιος περιορίστηκε στους ορίζοντές του, δείγμα του πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος της ενορατικής ή μιας άλλης προσέγγισης της αλήθειας και του λόγου.
Ο ίδιος έδωσε εξαιρετική έμφαση στην πρακτική εφαρμογή των επιστημών και στην τεχνολογία, ωστόσο υποτίμησε το γεγονός ότι η βασική έρευνα και η θεωρητική γνώση και μοντελοποίηση μπορούσε να αποβεί καταλυτική στο ίδιο το ζητούμενό του.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε, βέβαια, ότι το έργο του Βάκωνα έχει μια συνάφεια με το έργο του Τζων Στιούαρτ Μιλλ, στους «κανόνες» του οποίου ενσωματώθηκαν, κατ’ ουσίαν, οι τρεις δικές του βασικές αρχές της επαγωγής.
Ο Βάκωνας, υπό μία έννοια, απέτυχε να κατανοήσει τον λόγο δι’ εαυτόν ή τη φαινομενολογία του λόγου, όπως αυτή εκφράζεται σε δύο άξονες εκ των οποίων ο ένας είναι στον καθ’εαυτό μαθηματικό λογισμό και ο άλλος στη φαινομενολογική φιλοσοφία και τον υπαρξισμό.
Είναι ενδιαφέρον το ότι και στους μεγάλους δασκάλους της ανθρωπότητας αναδεικνύονται ατέλειες κατανόησης, ακόμη και όταν αυτοί διερευνούν τις ατέλειες της νόησης.
Το θέμα μας δεν είναι να επικρίνουμε την ατέλεια, αλλά να αναδείξουμε την κριτική μας ικανότητα, αφενός μεν, με σκοπό να διδαχθούμε, να μπορέσουμε, δηλαδή, να την καταστήσουμε αυτογνωσιακή και αυτοπαρατηρητική κριτική, και, αφετέρου, να αναδείξουμε την εξελικτικότητα.
Μπορούμε να καταλάβουμε το πρόβλημα αυτό αν σκεφθούμε ότι ένα μεγάλο πνεύμα καλείται να εργαστεί μέσα σε έναν ιστορικό ορίζοντα, καθώς και μέσα από τη μερικότητα της αναδεικνυόμενης ή παρουσιαζόμενης ιδιότητας ή του παρουσιαζόμενου γνωρίσματος, δηλαδή μιας ιδιότητας που, κατά κάποιον τρόπο, πρέπει να ενσαρκωθεί, αλλά η οποία τελεί υπό ένα καθεστώς μερικότητας έναντι της καθολικότητας του όντος. Ακριβώς λόγω της μερικότητας αυτής και του ιστορικού ορίζοντα μέσα στον οποίον αυτή η ιδιότητα αξιοποιείται, εφελκύεται και ενσαρκώνεται, στην αρχή, λειτουργεί σαν μια πρόοδος, αλλά, στη συνέχεια, μπορεί να λειτουργήσει σαν μια παρεμπόδιση. Συνεπώς, εξαρτάται από τη δική μας γενική στάση να αναζητούμε το καθολικό, να αναζητούμε το ελεύθερο από την αυθεντία της ιστορικότητας, για να περιορίσουμε τελικά τις ζημιές που μπορούν να επέλθουν πνευματικά, τις καθυστερήσεις από αυτή την ατέλεια που υπάρχει εκ των πραγμάτων τόσο στο πρόσωπο που εξατομικεύει την ιδέα όσο και στο κοινό που την προσλαμβάνει και στο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται.
__________
Αναφορές:[1] Βάκωνας, Φραγκίσκος, "Νέο Όργανο", Νίκολα Ουμπάλντο, Ανθολογία της Φιλοσοφίας, 2005, εκδ. Ενάλιος, σελ. 215
[2] Κοντιγιάκ Ετιέν Μπονό, livepedia.gr
[3] Σερ Φράνσις Μπέικον, βικιπαίδεια
[4] Γιάννη Ζήσης, "Μύσων ο Οιταίος ή Μαλιεύς. Ο άγνωστος σοφός – η σχέση με την εποχή του και το διαχρονικό του μήνυμα", solon.org.gr
[5] Γιάννης Ζήσης, "Το λησμονημένο αίτημα του Φράνσις Μπέικον και η Ειρήνη", solon.org.gr
[6] Γιάννης Ζήσης, "Β. Το φαινόμενο των Δελφών και η επιφάνεια απεικόνισης", solon.org.gr
[7] Ντάρμα, η υφιστάμενη τάξη της φύσης και της ανθρώπινης ζωής, η συμπεριφορά που εναρμονίζεται με αυτή την τάξη, ο ορθός τρόπος ζωής, διαγωγής, η ευσέβεια και η δικαιοσύνη κατά μετάφραση, el.wikipedia.org
[8] Ήρων ο Αλεξανδρεύς, βικιπαίδεια
πηγή: solon.org
__________
Αναφορές:[1] Βάκωνας, Φραγκίσκος, "Νέο Όργανο", Νίκολα Ουμπάλντο, Ανθολογία της Φιλοσοφίας, 2005, εκδ. Ενάλιος, σελ. 215
[2] Κοντιγιάκ Ετιέν Μπονό, livepedia.gr
[3] Σερ Φράνσις Μπέικον, βικιπαίδεια
[4] Γιάννη Ζήσης, "Μύσων ο Οιταίος ή Μαλιεύς. Ο άγνωστος σοφός – η σχέση με την εποχή του και το διαχρονικό του μήνυμα", solon.org.gr
[5] Γιάννης Ζήσης, "Το λησμονημένο αίτημα του Φράνσις Μπέικον και η Ειρήνη", solon.org.gr
[6] Γιάννης Ζήσης, "Β. Το φαινόμενο των Δελφών και η επιφάνεια απεικόνισης", solon.org.gr
[7] Ντάρμα, η υφιστάμενη τάξη της φύσης και της ανθρώπινης ζωής, η συμπεριφορά που εναρμονίζεται με αυτή την τάξη, ο ορθός τρόπος ζωής, διαγωγής, η ευσέβεια και η δικαιοσύνη κατά μετάφραση, el.wikipedia.org
[8] Ήρων ο Αλεξανδρεύς, βικιπαίδεια
πηγή: solon.org