Ι
Μία μεγάλη πολιτική σύγχυση που υπάρχει σήμερα, ιδιαιτέρως εν Ελλάδι, είναι σχετικά με την έννοια της δημοκρατίας. Εκτός από τους πολιτικούς και τα κόμματα, μία μεγάλη μερίδα των διανοουμένων θεωρεί ότι τα κοινοβουλευτικά ή αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι δημοκρατικά («αντιπροσωπευτική», «κοινοβουλευτική», «σύγχρονη», «αστική» δημοκρατία κ.λπ). Όμως κανείς δεν εξηγεί γιατί είναι δημοκρατικά, και ποια, εν πάση περιπτώσει, είναι ολιγαρχικά. δεν έχουν καθόλου επιχειρηματολογία, oύτε επικαλούνται κάποια επιχειρήματα άλλων στοχαστών. τα θεωρούν «δημοκρατίες» εξ ορισμού, εκ γενετής ή επειδή το είπαν κάποιοι. Αυτό λέγεται δογματισμός, που επιβλήθηκε από τη φιλελεύθερη ιδεολογία. Αν εξετάσουμε όμως - πράγμα που επιχειρώ αμέσως πιο κάτω - τις απόψεις ορισμένων που προσφέρουν κάποιες εξηγήσεις για το θέμα αυτό θα διαπιστώσουμε ότι αυτές είναι λανθασμένες.
Ο συνταγματολόγος Δ. Τσάτσος λ.χ. χαρακτηρίζει τα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα δημοκρατίες επειδή έχουν την «αρχή της πλειοψηφίας» και την «εναλλαγή των κομμάτων στην κυβέρνηση».[1]Όμως η αρχή της πλειοψηφίας εφαρμόζεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο στην (άμεση) δημοκρατία από τη μιά, και στο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα από την άλλη. Η διαφορά αυτή έγκειται στο ότι στη μεν δημοκρατία είναι κυρίαρχη η πραγματική απόλυτη πλειοψηφία των πολιτών στον δε κοινοβουλευτισμό κυρίαρχο είναι το πρώτο κόμμα με την εικονική πλειοψηφία των εδρών και όχι των ψήφων - χάρις στο εκλογικό σύστημα. Δηλαδή, στη μεν δημοκρατία υπάρχει κυριαρχία των πολιτών στο δε αντιπροσωπευτικό πολίτευμα κυριαρχία των πολιτικών. Συνεπώς, υπάρχει μία μεγάλη διαφορά ουσίας ανάμεσα στα δύο πολιτεύματα στο θέμα της πλειοψηφίας.
Όσον αφορά στο δεύτερο στοιχείο του ορισμού του Δ. Τσάτσου (εναλλαγή των κομμάτων), ενώ στην (άμεση) δημοκρατία εναλλάσσονται όλοι οι πολίτες αυτοπροσώπως στο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα εναλλάσσονται δύο ή τρία κόμματα στην εξουσία. Και η διαφορά αυτή είναι διαφορά ουσίας και όχι διαδικασίας. Υπάρχουν άλλωστε αρκετοί που θεωρούν ότι τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι δημοκρατικά επειδή στηρίζονται στις εκλογές. Όμως οι εκλογές δεν είναι χαρακτηριστικό της (άμεσης) δημοκρατίας, αλλά της ολιγαρχίας και της αριστοκρατίας, σύμφωνα με τους αρχαίους φιλοσόφους (Πλάτωνα, Αριστοτέλη) και τους νεώτερους (Μοντεσκιέ, Ρουσσώ). To χαρακτηριστικό της δημοκρατίας είναι η κλήρωση. Και αυτή επίσης είναι μία διαφορά ουσίας και όχι διαδικασίας.[2]
Παρατηρείται δηλαδή στους φλελεύθερους μία μετάλλαξη στον ορισμό της δημοκρατίας (και συνεπώς της ολιγαρχίας), μία ηθελημένη ή όχι διαστρέβλωση των κριτηρίων διακρίσεως των πολιτευμάτων που είχαν οι αρχαίοι και οι νεώτεροι. Ουδείς από τους συγχρόνους, από όσο ξέρω, έχει ασκήσει κριτική ή αναίρεση στις απόψεις του Αριστοτέλη ή του Πλάτωνα όσον αφορά στα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας και της ολιγαρχίας. Εκτός και άν οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι θεωρούνται εξ ορισμού ξεπερασμένοι και ντεμοντέ - επειδή έχουν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή τους -, ή εννοείται σιωπηλώς ότι δεν ήξεραν τι έλεγαν. όπως δεν ήξεραν τι έλεγαν ούτε οι αρχαίοι Αθηναίοι, ούτε ο Ηρόδοτος, ο Δημόκριτος, ο Πρωταγόρας, ούτε ο Περικλής, ο Θουκυδίδης, ο Δημοσθένης. Διότι αυτό εννοούν εμμέσως με τα γραπτά τους οι σύγχρονοι όταν ονομάζουν και θεωρούν δημοκρατίες τις σημερινές κοινοβουλευτικές ολιγαρχίες. Οπότε, σύμφωνα με τη λογική τους, θα πρέπει να καταδικάσουμε συλλήβδην τους αρχαίους και τους νεωτέρους ως φιλοσοφικώς και πολιτικώς ανώριμους, και να αναγορεύσουμε ως διορθωτές τους τον Burhnam ή τον Rawls, τον Μουζέλη ή τον Τσάτσο, την Μouffe ή τον Cohn-Bendit.
Η δημοκρατία δεν ορίζεται αναλόγως της ψυχοσύνθεσης, των πεποιθήσεων και των προσδοκιών εκάστου. Έχει τις απαρχές και την ιστορία της, τους θεσμούς και τις αντιλήψεις της, τη θεωρία και τα επιχειρήματά της. Αυτά όλα θα έπρεπε τουλάχιστον να είναι σεβαστά, πράγμα που δεν σημαίνει βεβαίως αναγκαστική συμφωνία. Σημαίνει όμως την αναφορά των χαρακτηριστικών της δημοκρατίας (και της ολιγαρχίας), δηλαδή την αναφορά των κριτηρίων διακρίσεως των πολιτευμάτων και την αξιολόγηση των πολιτευμάτων, επί τη βάσει αυτών των χαρακτηριστικών και κριτηρίων – και φυσικά την έλλογη διαφωνία ή την πρόταξη ενός άλλου πολιτεύματος. Αντί αυτού επαναλαμβάνονται ακρίτως για το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα οι όροι «αστική δημοκρατία», «έμμεση δημοκρατία», «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» κ.λπ., οι οποίοι είναι αντιφατικοί εν τοις όροις, είναι σχήματα οξύμωρα (contradictio in adjecto). Ακριβώς όπως οι όροι «βασιλοκομμουνιστής», «καθολικός ορθόδοξος» και «ελληνοχριστιανικός». Θα πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινισθεί ότι το επίθετο «άμεση» είναι πλεονασμός, αφού η δημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι άμεση. Είναι σαν να λέμε μηλόπιτα με μήλο. Το επίθετο «άμεση» τίθεται απλώς ως επεξήγηση για τον άμεσο χαρακτήρα της δημοκρατίας, και για να διακριθεί από όλα τα άλλα επίθετα που λανθασμένα χρησιμοποιούνται. Είναι το μόνο επίθετο που καταχρηστικώς μπορεί να προσαρτηθεί στη δημοκρατία.
Η σύγχρονη πολιτική θεωρία, φιλοσοφία, κοινωνιολογία και η συνταγματική θεωρία έχουν σε αυτό το σημείο μία μεγάλη έλλειψη και σύγχυση, η οποία δεν εξηγείται αλλιώς παρά με την εμμονή στο δόγμα ότι εξ ορισμού τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι δημοκρατίες. Θα πρέπει λοιπόν να τονισθεί ότι τη δημοκρατία επινόησαν και δημιούργησαν οι αρχαίοι Έλληνες και δη οι Αθηναίοι, ήταν δε οι πρώτοι που στοχάσθηκαν και έγραψαν γι’ αυτήν. Οι νεώτεροι από την πλευρά τους επινόησαν και θέσπισαν όχι τη δημοκρατία, αλλά τις ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, την καθολική ψηφοφορία και τα κόμματα, το μη κληρονομικό πολίτευμα και την κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση. Οι κατακτήσεις αυτές είναι σημαντικώτατες, αποτελούν σημαντικώτατο βήμα στην ανθρώπινη ιστορία για την ελευθερία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι δημοκρατία. είναι φιλελεύθερη ολιγαρχία, όπως σωστά το χαρακτηρίζει ο Καστοριάδης. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα συστήματα. Η (άμεση) δημοκρατία οπωσδήποτε δεν είναι αντιπροσωπευτικό πολίτευμα, και το τελευταίο δεν είναι σίγουρα δημοκρατία.[3]
ΙΙ
Η δογματική και λανθασμένη παραδοχή ότι το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα είναι δημοκρατία οδηγεί δημοσιογράφους, πολιτικούς και αρκετούς διανοουμένους στην πίστη ότι το σύστημα αυτό είναι το καλύτερο δυνατό, και άρα δεν μπορεί να υπάρξει ένα άλλο διαφορετικό σύστημα, στο οποίο να ευοδώνεται η πραγματική ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη, δηλαδή η άμεση δημοκρατία, η αυτοκυβέρνηση των ανθρώπων. Έτσι όμως προσυπογράφουν εμμέσως πλην σαφώς τη διαψευσθείσα και συνεχώς διαψευδόμενη δήλωση του Φουκουγιάμα για το «τέλος της ιστορίας». Εκλαμβάνουν δηλαδή τον ορίζοντα της κοινωνίας στην οποία ζουν ως ορίζοντα της Ιστορίας συνολικώς. Βεβαίως οι διακηρύξεις περί του τέλους της ιστορίας δεν είναι καινούριες, υπάρχουν σε όλες τις εποχές, και φυσικά διαψεύδονται. Ο Αίλιος Αριστείδης λ.χ. τον 2ο μ.Χ. αιώνα, ζώντας στην εποχή της «παγκόσμιας» ισχύος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της κυριαρχίας της Pax Romana, δήλωνε πως «δεν μπορεί να υπάρξει κανένας άλλος τρόπος ζωής». Ακόμη και ο χριστιανός Αυγουστίνος στις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα, παρά τις αναπτύξεις του για την «πολιτεία του θεού», θα παραδεχθεί πως η αυτοκρατορία είναι «η καλύτερη δυνατή πολιτεία». Επίσης ο βυζαντινός χριστιανός Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης (6ος μ.Χ. αιώνας) θα δηλώσει πως η ρωμαϊκή βυζαντινή αυτοκρατορία θα παραμείνει στους αιώνες, και αν ηττηθεί θα έλθει η συντέλεια του κόσμου: «η βασιλεία των Ρωμαίων... αήττητος διαμένουσα μέχρι της συντελείας... και ου διαφθαρήσεται».[4]
Επί πλέον η δογματική αντίληψη ότι το κοινοβουλευτικό πολίτευμα είναι δημοκρατικό οδηγεί στην λανθασμένη γνώμη ότι η κριτική, η αμφισβήτηση ή η απόρριψη του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος είναι αντιδημοκρατικές. Η αλήθεια είναι ότι η απόρριψη του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, είναι απόρριψη της ολιγαρχίας, και επομένως απαραίτητη προϋπόθεση για την αναζήτηση της «πραγματικής δημοκρατίας», δηλαδή της άμεσης δημοκρατίας. Κατ’ επέκταση, επιδίωξη της δημοκρατίας σημαίνει αλλαγή και μετασχηματισμό της κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας. Τι σημαίνει όμως αλλαγή εν προκειμένω; Δεν σημαίνει μεταρρυθμίσεις που έχουν προταθεί κατά καιρούς εντός της λογικής του συστήματος, και οι οποίες άλλωστε είναι αδύνατες για τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα, εδώ και πολλές δεκαετίες.[5] Σημαίνει τον εμπλουτισμό με θεσμούς δημοκρατικούς και αρχές δημοκρατικές, ιδίως με τις βασικές αρχές της πολιτικής ελευθερίας και της ισότητας: όλοι συμμετέχουν εξίσου στην εξουσία υπό όλες τις μορφές της, όχι θεωρητικώς, αλλά πραγματικώς και ουσιαστικώς, μέσω θεσμών και νόμων. Αυτό είναι το πολιτικό νόημα της ελευθερίας και της ισότητας. δεν είναι μόνο οι ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε κάποια αφηρημένη πολιτική ή φιλοσοφική έννοια «οικουμενικής» ελευθερίας και ισότητας.
Η πραγματική συμμετοχή όλων, που προϋποθέτουν και συνεπάγονται οι δύο αυτές αρχές, δεν είναι δυνατή μέσω της αντιπροσώπευσης, μέσω των κομμάτων και των εκλογών, διότι ακριβώς οι θεσμοί αυτοί την αποτρέπουν και την καθιστούν αδύνατη. Η ελευθερία, η ισότητα και η συμμετοχή εξασφαλίζονται από άλλους θεσμούς δημοκρατικούς (συνέλευση των πολιτών, κλήρωση, πραγματική διάκριση των εξουσιών, ουσιαστικός έλεγχος της εξουσίας). Όπως είναι εμφανές, για να πραγματοποιηθούν αυτοί οι δημοκρατικοί θεσμοί πρέπει να υπάρξει ολοσχερής αλλαγή του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και όχι διατήρησή του με βελτιώσεις, ακόμη και με την λεγόμενη «σοσιαλδημοκρατική» μορφή του, η οποία από ότι φαίνεται είναι αδύνατη για όλα τα κράτη. Επομένως χωρίς ουσιαστική αμφισβήτηση της αντιπροσώπευσης, της κομματοκρατίας και της κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας δεν υπάρχουν αλλαγές. Το σύστημα δεν μπορεί να μεταρρυθμισθεί, χρειάζεται λοιπόν να μετασχηματισθεί.
Σήμερα πλέον είναι εμφανής η απροθυμία του αντιπροσωπευτικού συστήματος να αυτομεταρρυθμισθεί, είναι εμφανής η καταστατική αδυναμία του να εξασφαλίσει την ισότητα, τη συμμετοχή, τον έλεγχο της εξουσίας, την πολιτική και κοινωνική δικαιοσύνη. είναι έκδηλη η ανικανότητά του να ανταπεξέλθει στις φιλελεύθερες υποσχέσεις για λύσεις στα προβλήματα της κοινωνίας, να εξυπηρετήσει το κοινό συμφέρον και την αξιοπρεπή διαβίωση των πολλών. Αψευδής μάρτυς η σημερινή κρίση από το 2008, η οποία μαστίζει κυρίως τα μεσαία και κατώτερα στρώματα, ενώ αντιθέτως τα ανώτερα προστατεύονται σκανδαλωδώς από τις κυβερνήσεις και τα κόμματα εξουσίας. Η κρίση αυτή δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και πολιτική: προήλθε αφ’ ενός από την αποτυχία του κοινοβουλευτικού συστήματος να ελέγξει τις οικονομικές εξουσίες, και αφ’ ετέρου από την υποταγή του σε αυτές και τη συνεργασία μαζί τους προς όφελος δικό τους. Η αποτυχία αυτή δεν έγκειται μόνο στην ανικανότητα των κομμάτων (της Δεξιάς, του Κέντρου ή της Αριστεράς), αλλά είναι γενική πολιτική αποτυχία, είναι αποτυχία του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, το οποίο απ’ ότι φαίνεται έχει διαγράψει την τροχιά του και έχει εξαντλήσει τα όριά του.
Η διαπίστωση αυτή αφορά στις δυτικοευρωπαϊκές και βορειοαμερικάνικες ανεπτυγμένες χώρες και όχι μόνο στην παρακμιακή Ελλάδα, στην οποία η αποτυχία του κοινοβουλευτισμού είναι εμφανέστατη. Πράγματι, η εξαχρείωση της ελληνικής κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά την οικογενειοκρατία και τον πρωθυπουργοκεντρισμό, την ανυπαρξία οποιουδήποτε ελέγχου, την κραυγαλέα συνέργεια της δικαστικής εξουσίας και της οικονομικής ιθύνουσας τάξεως, οδήγησε στη γενικευμένη διαφθορά όλου του κρατικού μηχανισμού και των κομμάτων, στην αλαζονεία και ασυδοσία της εξουσίας με συνέπεια την παρακμή όλων των τομέων και την γενική χρεοκοπία. Έτι περαιτέρω, η ανάθεση των αποφάσεων στην εξωθεσμική τρόϊκα (2010) από το κοινοβουλευτικό σύστημα καταρρακώνει κάθε έννοια συντάγματος, φιλελευθερισμού, δικαιωμάτων και αντιπροσώπευσης. Και όταν σε αυτές τις κρίσιμες συνθήκες τίθεται το μείζον ερώτημα «τι πρέπει να γίνει;» οι υποστηρικτές του κοινοβουλευτισμού σιωπούν ή αρχίζουν να φλυαρούν περί οικονομικών ή άλλων μέτρων που πρέπει να ληφθούν.
Αυτές οι φλυαρίες επισύρουν άλλα ερωτήματα, πάλι αναπάντητα: Γιατί δεν πήραν οι κοινοβουλευτικοί και κομματικοί άρχοντες αυτά τα μέτρα πριν; Γιατί τα κυβερνητικά κόμματα όχι μόνο δεν απεσόβησαν τη χρεοκοπία αλλά είναι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί της; Τι μέσα υπάρχουν, ικανά να οδηγήσουν τη χώρα σε διεξόδους; Αυτά τα ερωτήματα, και ιδίως το τελευταίο, ανοίγουν τους ασκούς του Αιόλου για τη φιλελεύθερη ιδεολογία (ημιτελή στην Ελλάδα), η οποία προσπαθεί να εγκλωβίσει τα ζητήματα στα «καυδιανά δίκρανα» των κομμάτων, μετατρέποντας τα πολιτικά ζητήματα σε κομματικά, εξορίζοντας την ουσιαστική πολιτική συζήτηση και το θεμελιώδες πολιτικό ερώτημα: «πώς θα αυτοκυβερνηθούμε;».
ΙΙΙ
Το ερώτημα αυτό οδηγεί σε μία συζήτηση, που επιβάλλεται να γίνει, διότι οι κυριαρχούσες φιλελεύθερες αντιλήψεις στον χώρο των διανοουμένων μένοντας στο πλαίσιο των κοινοβουλευτικών και κομματικών αντιλήψεων, θεωρούν ότι το βασικό πολιτικό ερώτημα είναι το «ποιος με κυβερνά;» ή «ποιος πρέπει να με κυβερνά». Τα ερωτήματα αυτά εμπεριέχουν αδήλως το γεγονός ότι κάποιος πρέπει πάντοτε να με κυβερνά, άρα το πολιτικό διακύβευμα είναι να βρώ τον καλύτερο για να με κυβερνήσει. Δηλαδή, τα ερωτήματα όπως τίθενται εμπεριέχουν την αντιπροσώπευση και την πολιτική αλλοτρίωση των ανθρώπων. Όμως στην περίπτωση αυτή γίνεται μετατόπιση του ζητήματος, αφού το βασικό ερώτημα που θέτει η κλασική πολιτική φιλοσοφία είναι το «τι το κύριον της πόλεως είναι;», δηλαδή «ποιος ασκεί την εξουσία, ποιος λαμβάνει τις αποφάσεις και θεσπίζει τους νόμους;». Είναι ο ένας, οι ολίγοι ή οι πολλοί; Είναι οι πλούσιοι ή ο άποροι; Είναι τα ανώτερα στρώματα ή τα μεσαία και τα κατώτερα ή όλη η κοινωνία; Και τα συναφή με αυτό ερωτήματα: Πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις και πώς ορίζονται τα πρόσωπα που ασκούν την εκτελεστική, τη δικαστική και τη νομοθετική εξουσία; Υπάρχει ουσιαστικός έλεγχος της εξουσίας, με δικαστικές και ποινικές κυρώσεις;
Αναλόγως των απαντήσεων που δίνονται στο βασικό ερώτημα και στα συναφή, τα πολιτεύματα διακρίνονται σε μοναρχικά, ολιγαρχικά, δημοκρατικά, αριστοκρατικά και τυραννικά. Αυτό τουλάχιστον θέτει η κλασική πολιτική φιλοσοφία (Πλάτων, Αριστοτέλης) αλλά και η νεωτερική (Σπινόζα, Λοκ, Μοντεσκιέ, Ρουσσώ). Αυτό το βασικό ερώτημα έχει ως συμπληρωματικό του το θεμελιώδες: «τις η αρίστη πολιτεία;», το οποίο αφορά και στο «τι δει το κύριον είναι της πόλεως;» (ποιος πρέπει να είναι το κύριον της πόλεως;).
Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να τεθούν επειγόντως και σήμερα για συζήτηση και προσανατολισμό. Η δημοκρατική αντίληψη απαντά σε αυτά σαφώς και κατηγορηματικώς, και στα δύο επίπεδα, περιγραφικό και δεοντολογικό: το κύριον της πόλεως στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι οι ολίγοι αντιπρόσωποι των ανωτέρων στρωμάτων και πρέπει να αντικατασταθούν από τους πολλούς, από τον δήμο. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ολιγαρχία, στη δεύτερη δημοκρατία, την άμεση δημοκρατία.
Σε δεύτερη φάση το ουσιαστικό ερώτημα που πρέπει να τεθεί, όπως ήδη αναφέρθηκε πριν, είναι το «πώς θα αυτοκυβερνηθούμε», στο οποίο εμπεριέχεται και το ερώτημα «πώς να οργανώσουμε και να κυβερνήσουμε την κοινή ζωή;» - πώς, δηλαδή, εμείς οι ίδιοι θα οργανώσουμε την κοινή ζωή μας και όχι κάποιοι αντιπρόσωποι, ηγέτες ή κόμματα, όχι κάποιοι άλλοι αντί για μας. Το ερώτημα αυτό δεν τίθεται από τα κοινοβουλευτικά κόμματα, καθεστωτικά και αριστερά, ούτε από κάποια μορφή «σοσιαλδημοκρατίας». Δεν τίθεται ούτε από τον πολιτικό φιλελευθερισμό, o oποίος θέτει τα ερωτήματα με τέτοιο τρόπο ώστε να παραγκωνίζει την ουσιαστική πολιτική συζήτηση. Θέτοντας τα παραπλανητικά ερωτήματα: «ποιος με κυβερνά;» ή «πώς με κυβερνά;» διολισθαίνει τεχνηέντως και εμμέσως στην υπεράσπιση του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος. Η υπεράσπιση αυτή είναι εμφανής και στον Αμερικανό εκπρόσωπο του πολιτικού φιλελευθερισμού, τονJohn Rawls, ο οποίος τελευταίως είναι πολύ της μόδας σε μία μερίδα Ελλήνων διανοουμένων, οι οποίοι επιδίδονται σε αναλύσεις και διάδοση των έργων του. Όμως υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στις δημοκρατικές αντιλήψεις και τον πολιτικό φιλελευθερισμό του Rawls, όπως θα προσπαθήσω εν συντομία να δείξω αμέσως παρακάτω.
Ένα παράδειγμα είναι όταν ο Rawls υποστηρίζει ότι με την κρατική και κυβερνητική παρέμβαση για αναδιανομή των εισοδημάτων και του πλούτου δύναται να γίνει αποδοχή «μόνο εκείνων των ανισοτήτων που αποβαίνουν προς το συμφέρον των λιγότερο προνομιούχων». Με την άποψη αυτή ο Rawls δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για την κατάσταση πριν από τη διανομή (άρα πριν από την ανισότητα), δηλαδή δίνει έμφαση όχι σε κριτήρια της διανομής, αλλά σε κριτήρια δικαιολόγησης της άνισης διανομής. Εδώ βρίσκεται μία σημαντική διαφορά από τη δημοκρατική αντίληψη η οποία δίνει έμφαση στην κατάσταση πριν από την ανισότητα. Επί πλέον, όσο και να αναλυθούν θεωρητικώς αυτές οι ανισότητες που κατά τον Rawls«ωφελούν» τα κατώτερα στρώματα, αφ’ ης στιγμής η εφαρμογή τους είναι υπόθεση του κράτους και της κυβέρνησης, η αναδιανομή είναι αμφισβητήσιμη, διότι το κράτος δεν είναι αντικειμενικός και αμερόληπτος κριτής, όπως πιστεύει η φιλελεύθερη ιδεολογία. Το κράτος, για τη δημοκρατική αντίληψη, είναι ένας μηχανισμός ανεξάρτητος από την κοινωνία που δρα χωρίς αυτήν και εναντίον της, άρα δεν είναι δημοκρατικός θεσμός. Η δημοκρατία των πολιτών είναι αντίθετη σε κάθε έννοια κράτους και γραφειοκρατίας.[6] Και εδώ βρίσκεται επίσης μία τεράστια διαφορά του φιλελευθερισμού από την δημοκρατική αντίληψη.
Θα μπορούσαμε συνοπτικώς να δούμε ακόμη μία διαφορά ανάμεσα στον πολιτικό φιλελευθερισμό του Rawls και τη δημοκρατική αντίληψη. Η ισότητα λ.χ. στον Rawls «νοείται ως ισότιμη, ακριβοδίκαιη αντιμετώπιση από τον νόμο όλων των πολιτών και ως διασφάλιση ίσων ευκαιριών πρόσβασης σε δημόσια αξιώματα».[7] Τα τρία ερωτήματα που εγείρονται εδώ αφορούν στα υπογραμμισμένα από εμένα σημεία του χωρίου. Κατ’ αρχάς το ερώτημα: από πού εκπορεύεται ο νόμος, ποιά είναι η πηγή του νόμου; Στον Rawls πηγή του νόμου είναι το κράτος, η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση, ενώ στη δημοκρατική αντίληψη είναι ο δήμος, όλοι οι πολίτες. Αυτό μας οδηγεί στο δεύτερο ερώτημα: τι σημαίνει πολίτης; Όχι μόνο για τους ακραιφνείς δημοκράτες αλλά και για τον Αριστοτέλη πολίτης είναι αυτός που μετέχει κρίσεως και αρχής,που συμμετέχει δηλαδή άμεσα στην λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στη δικαστική εξουσία και στον έλεγχό της. Αυτά ισχύουν κατά κύριο λόγο στην (άμεση) δημοκρατία, ενώ στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα υπάρχουν, όχι πολίτες, παρά υπήκοοι, ψηφοφόροι, εκτελεστές. Βασική όμως αρχή της δημοκρατίας είναι ο μη διαχωρισμός σε διευθύνοντες και εκτελεστές, σε αυτούς που αποφασίζουν και σε αυτούς που εκτελούν. Την αρχή αυτή διατυπώνει εκφραστικά ο Κορνήλιος Καστοριάδης: «όχι στην εκτέλεση αποφάσεων χωρίς συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων».[8]
Το τρίτο ερώτημα αφορά τη «διασφάλιση ίσων ευκαιριών πρόσβασης σε δημόσια αξιώματα». Οι ίσες ευκαιρίες στο αντιπροσωπευτικό ανταγωνιστικό και κοινωνικώς άνισο σύστημα δεν ισοδυναμούν με ίσα αποτελέσματα. Στο σημείο αυτό η (άμεση) δημοκρατία δεν εξαντλείται στη φιλελεύθερη ισότητα ευκαιριών, αλλά εφαρμόζει τα ίσα αποτελέσματα για την πρόσβαση στα αξιώματα. Εξασφαλίζει δηλαδή στην πράξη την πολιτική ισότητα σε όλες τις μορφές εξουσίας, με δύο βασικούς θεσμούς: την συνέλευση των πολιτών με αυτοπρόσωπη συμμετοχή τους (κυβερνητική και νομοθετική εξουσία), και την κλήρωση (δικαστική και εκτελεστική εξουσία). Επομένως, η δημοκρατική αντίληψη έχει μεγάλη διαφορά από την ρολσιανή φορμαλιστική διατύπωση, στην οποία η ισότητα ουσιαστικώς χάνεται. Οι διαφορές της δημοκρατικής αντίληψης από τη φιλελεύθερη ολιγαρχική του Rawls είναι συνεπώς ουσιαστικές.
Το δίλημμα λοιπόν που τίθεται άμεσα για συζήτηση είναι το εξής: άμεση δημοκρατία ή κοινοβουλευτισμός; Ήδη έχει αρχίσει να συζητείται στην κεντρική πολιτική σκηνή, μετά την επανεμφάνιση των ανθρώπων στις πλατείες και τους δρόμους των πρωτευουσών και μεγαλουπόλεων της Ευρώπης από τον Μάιο 2011 και όλως ιδιαιτέρως στην χρεοκοπημένη Ελλάδα. Το αίτημα για πραγματική δημοκρατία, για άμεση δημοκρατία, έχει πια τεθεί. Είναι ο μόνος προσανατολισμός που έχουν οι κοινωνίες για να εξέλθουν από τα αδιέξοδα της πολύπλευρης κρίσεως στην οποία τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα τις έχουν οδηγήσει. Μετά δε την παταγώδη και ολέθρια αποτυχία της Αριστεράς, του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού ιδεώδους, η άμεση δημοκρατία είναι η μόνη ουσιαστική αμφισβήτηση του συστήματος. Είναι ταυτοχρόνως και η μόνη ρηξικέλευθη ρεαλιστική πρόταση διότι απαιτεί την άμεση συμμετοχή των ανθρώπων, την εγρήγορσή τους, τις ικανότητές τους και επιβάλλει τον ουσιαστικό έλεγχο της εξουσίας. Έρχεται έτσι σε αντιπαράθεση με όλων των ειδών τις αλλοτριωτικές εξουσίες, γι αυτό και υφίσταται απαξιωτικές και συκοφαντικές επιθέσεις από τους πάσης φύσεως εξουσιαστές, από τους καθεστωτικούς και τους φιλελεύθερους μέχρι τους σοσιαλιστές και κομμουνιστές, ιδίως τους λενινιστές και σταλινικούς.
Το φιλοσοφικό και πολιτικό ερώτημα που, με υπόγειο μεν αλλά δεσπόζοντα τρόπο, διατρέχει τα ανωτέρω ζητήματα, καθώς και τις πολιτικές ή θεωρητικές συζητήσεις αυτού του είδους, και στο οποίο καλούνται οι άνθρωποι να απαντήσουν – ή απαντούν ανεπιγνώστως - είναι το εξής: Θα πρέπει ο άνθρωπος, πάντα ή προς στιγμή ή κατ’ ελάχιστο, να εναποθέτει τη συνείδησή του στον αντιπρόσωπο ή στο κόμμα; Αλλά τότε, όπως σωστά διερωτάται ο D. H. Thoreau, για ποιον λόγο διαθέτει συνείδηση; Στο ερώτημα αυτό τόσο οι υποστηρικτές του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, οι φιλελεύθεροι όσο και οι αριστεροί πάσης φύσεως, απαντούν πως ο άνθρωπος διαθέτει συνείδηση για να την εκχωρεί! Η δημοκρατική αντίληψη απαντά ότι η συνείδηση του ανθρώπου δεν πρέπει να εκχωρείται ή να παραχωρείται, διότι τότε ο άνθρωπος αλλοτριώνεται, γίνεται άλλος, χάνει την ελευθερία του, μετατρέπεται οικειοθελώς σε ψηφοφόρο, σε υπήκοο, εν τέλει σε δούλο.
[1] Δ. Τσάτσος, Προβλήματα δημοκρατίας, Ίκαρος, Αθήνα, 1976. Του ιδίου, Συνταγματικό δίκαιο, τόμ. Α΄, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1985, σ. 152, 168. O Δ. Τσάτσος είναι τυχαίο παράδειγμα ενός ευρύτερου συνόλου συνταγματολόγων, πολιτειολόγων, κοινωνιολόγων και άλλων θεωρητικών που εκφράζουν τις ίδιες αντιλήψεις. Βλ. σχετικώς Γ.Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία,Παπαζήσης, Αθήνα, 2009, ιδιαιτέρως το «Παράρτημα».
[2] Για τις αρχές και τα χαρακτηριστικά της (άμεσης) δημοκρατίας βλ. τα σχετικά κείμενα του Καστοριάδη, «Η ελληνική πόλις και η γέννηση της δημοκρατίας», Χώροι του ανθρώπου, μτφ., Ύψιλον, Αθήνα, 1995 καιΗ ελληνική ιδιαιτερότητα, τόμ. Β΄, μτφ., Κριτική, Αθήνα 2008, καθώς και Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη,Παπαζήσης, Αθήνα, 2007. Πιο συνοπτικά, βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, Αθήνα, 2009, σ. 53 κ.ε.
[3] Για τον ολιγαρχικό χαρακτήρα του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος βλ. τα σχετικά κείμενα του Καστοριάδη καθώς και Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, όπ. π., σ. 15 κ.ε.
[4] Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης, Χριστιανική τοπογραφία.
[5] Για τις μεταρρυθμίσεις, πάντοτε εντός του συστήματος, που έχουν προταθεί κατά καιρούς από καθεστωτικούς πολιτειολόγους, συνταγματολόγους, δημοσιογράφους κ.ά., αλλά αποδείχθηκαν αδύνατες, βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, «Δημοκρατία ή αντιπροσώπευση;», δημοσιευμένο σε δύο μέρη: το πρώτο, στο περιοδικό Μάγμα, αρ. 6 (Ιούνιος 2010), και το δεύτερο μέρος στο περιοδικό Πρόταγμα, αρ. 1 (Δεκέμβριος 2010).
[6] Βλ. Καστοριάδης, «Η ελληνική πόλις και η γέννηση της δημοκρατίας», Χώροι του ανθρώπου, Ύψιλον, Αθήνα, 1995.
[7] Rawls, Θεωρία της δικαιοσύνης, μτφ., Πόλις, Αθήνα, 2001.
[8] Castoriadis, « Quelle democratie », Figures du pensable, Seuil, Paris, 1997.
πηγή: oikonomouyorgos.blogspot