ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΤΑ ΒΑΘΥΤΕΡΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ (1974 - 2010)










Πρόσφατα πολλοί ερευνητές προσπάθησαν να αναλύσουν τις βασικές αιτίες της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Στην πλειοψηφία αυτών των αναλύσεων τους, εστίασαν σε μια σειρά από οικονομικούς συντελεστές, οι οποίοι τονίστηκαν ως τα βασικά αίτια του προβλήματος. Πιο συγκεκριμένα, θεωρήθηκε πως τα υψηλά δημόσια ελλείμματα, η μη ορθολογική διαχείριση του χρέους και των δαπανών, το εξωτερικό χρέος, η έλλειψη εξαγωγών, η ελάχιστη ανταγωνιστικότητα και η κατάρρευση της αγοράς εργασίας ήταν ανάμεσα στους πιο σημαντικούς παράγοντες της κρίσης. Ενώ αυτοί οι παράγοντες είναι σημαντικοί και επηρέασαν το τελικό αποτέλεσμα σε αυτή τη μελέτη θα υποστηριχθεί ότι είναι μόνο ένα μέρος της πραγματικότητας[1]. Αυτό το πλαίσιο της ανάλυσης μπορεί να παράσχει μόνο ένα μέρος της εξήγησης για τους λόγους αυτής της πρωτοφανούς κρίσης και σε κάθε περίπτωση δεν συμπεριλαμβάνει τις πολιτικές και θεσμικές συνιστώσες που στο εγχώριο πεδίο θεωρείται πως αποτελούν τις κύριες αιτίες της κρίσης. Σε αυτή τη μελέτη, επιχειρούμε να αναδείξουμε τους βασικούς παράγοντες αυτής της κρίσης που θεωρούμε πως είναι ο πυρήνας του ελληνικού προβλήματος.

Σκοπός δηλαδή αυτή της μελέτης είναι να απαντήσει στο ερώτημα γιατί η Ελλάδα έφτασε σε τέτοια κατάσταση παρόλο που τα ποσοστά μεγέθυνσης την προηγούμενη δεκαετία ήταν πολύ υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, γεγονός το οποίο από μόνο του αποτελεί παράδοξο. Θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε τα ήδη υφιστάμενα πλαίσια της ανάλυσης μαζί με μια σειρά δεικτών διακυβέρνησης, πολιτικών και θεσμικών μεταβλητών οι οποίες είναι στενά συνδεδεμένες με την ποιότητα της πολιτικής ανάπτυξης της χώρας. Θα υποστηρίξουμε πως στο εσωτερικό της χώρας την οικονομική σύγκλιση δεν την ακολούθησε η ανάλογη πολιτική και θεσμική σύγκλιση. Με άλλα λόγια, τα ποσοστά μεγέθυνσης ήταν παραπλανητικά στοιχεία για την πορεία της χώρας και η ελληνική κρίση θα έπρεπε να αναμενόταν. Δεδομένου του ότι δεν είναι εύκολο να αλλάξει το ελληνικό πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο, ακόμα και εάν οι τρέχουσες απαιτήσεις των αξιωματούχων της Τρόικας για λιτότητα και μικρότερο, πιο αποδοτικό κράτος είναι κατανοητές, δεν είναι κατανοητό το πώς η Ελληνική πολιτική κουλτούρα μπορεί να αλλάζει αξιόλογα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

Χρησιμοποιώντας το ελληνικό παράδειγμα θα δείξουμε επίσης πως το επίπεδο της πολιτικής και θεσμικής ανάπτυξης μιας χώρας είναι ένα κρίσιμο συστατικό στοιχείο για την εμφάνιση μιας οικονομικής κρίσης. Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα αυτό το στρεβλό μοντέλο αναπτύχθηκε κυρίως τα τελευταία τριάντα χρόνια ταυτόχρονα με μια σειρά από άλλα πολιτικά φαινόμενα όπως ο κρατισμός, η διαφθορά, οι προσοδοθηρικές συμπεριφορές, η πολιτική και κοινοβουλευτική ανισορροπία, ο λαϊκισμός, και η αποτυχία των μεταρρυθμίσεων. Επίσης θα υποστηρίξουμε πως αυτό που με την πρώτη μάτια φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα των κακών δημοσιονομικών πρακτικών και του σχεδιασμού της οικονομικής πολιτικής, στην πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα της έλλειψης ενός διαδεδομένου και μονιμοποιημένου συστήματος διακυβέρνησης. Έτσι, η Ελληνική οικονομική κρίση σχετίζεται μάλλον με το στρεβλό μοντέλο της πολιτικής και θεσμικής ανάπτυξης της χώρας και του αποτυχημένου μοντέλου διακυβέρνησης. Για αυτό το λόγο, πιστεύουμε πως ακόμα και εάν μπορεί να συμφωνηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια οικονομική λύση για το πρόβλημα, αυτή δεν θα αντιμετωπίσει την ουσία της ελληνικής κρίσης.

Η Ελλάδα είναι πολύ πίσω σε κάθε δείκτη πολιτικής και θεσμικής ανάπτυξης και διακυβέρνησης στην ΕΕ. Όσο αυτού του είδους τα φαινόμενα παρατηρούνται τόσο η ελληνική κρίση θα παραμένει. Αυτό μας κάνει να είμαστε απαισιόδοξοι για το ίδιο το μέλλον της Ευρώπης. Η ελληνική κρίση μας φανέρωσε επίσης τόσο την ανεπάρκεια των κριτηρίων του Μάαστριχτ όσο και την ανεπαρκή ικανότητα της ΕΕ να προωθήσει και να υποστηρίξει την πολιτική και θεσμική ανάπτυξη των κρατών μελών της ΕΕ. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε πως θα μπορεί αυτό το στρεβλό πλαίσιο να αλλάξει τόσο γρήγορα.

Για να πετύχουμε τον στόχο μας, πρώτα από όλα σε αυτή τη μελέτη θα παρουσιάσουμε το πλαίσιο της ανάλυσης. Δεύτερον, θα αναλύσουμε τους κρίσιμους δείκτες της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας, πιο συγκεκριμένα τα ποσοστά μεγέθυνσης, των δημόσιων χρεών, των δημόσιων ελλειμμάτων, τους δείκτες παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Θα υποστηρίξουμε πως, η συνολική οικονομική επίδοση της ελληνικής οικονομίας δεν επαρκούσε για να προβλέψουμε την μελλοντική εξέλιξη των γεγονότων. Αντίθετα μάλλον, αυτή η εικόνα οδήγησε σε παραπλανητικές υποθέσεις σχετικά με την επίδοση της ελληνικής οικονομίας η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα κατέρρευσε. Τρίτον, θα προχωρήσουμε στην ανάλυση των δεικτών της πολιτικής και θεσμικής ανάπτυξης της χώρας, δηλαδή του κρατισμού, της αποδοτικότητας της διακυβέρνησης, της επίδραση των ισχυρών συνδικάτων και των ομάδων συμφερόντων στην ελληνική οικονομία, του λαϊκισμού, της διαδικασίας εξευρωπαϊσμού της χώρας, της διαφθοράς και της πολιτικής και κοινοβουλευτικής ασυνέχειας. Η αξιολόγηση των παραπάνω δεικτών θα μας δώσει να κατανοήσουμε όχι μόνο πως η οικονομική αποτυχία της κρίσης μπορεί να εξηγηθεί στην βάση της ανεπαρκούς πολιτικής και θεσμικής λειτουργίας της χώρας, αλλά και πως η ελληνική πολιτική κουλτούρα είναι απίθανο μάλλον να αλλάξει σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα όσο απαιτούν η Τρόικα και οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι. Έτσι, η Ελληνική οικονομική κρίση είναι πιθανόν να παραμένει για πολλά χρόνια.

2. Το πλαίσιο ανάλυσης

Προκειμένου να αξιολογήσουμε την ελληνική κρίση θα πρέπει να επικεντρωθούμε στους πολιτικούς θεσμούς της χώρας και στο τρόπο διακυβέρνησης. Η πολιτική και θεσμική ανισορροπία παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο. Σύμφωνα με τον North (1990, σ. 3) «Οι θεσμοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού σε μια κοινωνία ή, πιο επίσημα, είναι οι ανθρώπινα κατασκευασμένοι περιορισμοί οι οποίοι σχηματίζουν την ανθρώπινη αλληλεπίδραση […] Το ότι η διαφορετική απόδοση των οικονομιών στον χρόνο κυρίως επηρεάζεται από τον τρόπο με τον οποίο οι θεσμοί αναπτύσσονται δεν είναι αμφισβητήσιμο». Όπως οι Acemoglu και Robinson, (2008, σ. 1) τονίζουν οι «θεσμοί, επίσης πολύ ευρέως ερμηνευμένοι, είναι η κύρια αιτία οικονομικής μεγέθυνσης και των διαφορών της ανάπτυξης ανάμεσα στις χώρες»[2]. Επίσης υποστηρίζουν πως είναι πιθανό να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο μέσω του οποίου μπορούμε να κατανοήσουμε το πώς και το γιατί οι θεσμοί διαφέρουν ανάμεσα στις χώρες, πως αλλάζουν, πως μπορούν να αναλυθούν οι παγίδες των θεσμικών μεταρρυθμίσεων καθώς και να δούμε πως όλο το παραπάνω πλαίσιο συνδέεται με την οικονομική επιτυχία ή αποτυχία των κρατών. Σε αυτά τα πλαίσια οι Acemoglu και Robinson (2008, σ. 25) καταλήγουν πως:

«The main determinants of cross-country differences in income per capita are differences in economic institutions. Though institutions often persist for long periods of time and have unintended consequences, differences in institutions across countries primarily reflect the outcome of different collective choices. Different collective choices reflect differences in political institutions and different distributions of political power. As a result, understanding underdevelopment implies understanding why different countries get stuck in political equilibria that result in bad economic institutions. Solving the problem of development entails understanding what instruments can be used to push a society from a bad to a good political equilibrium.

«Οι κύριοι προσδιοριστικοί παράγοντες των διαφορών μεταξύ των χωρών του κατά κεφαλήν εισοδήματος είναι οι διαφορές στα οικονομικά ιδρύματα. Αν και ιδρύματα συχνά επιμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα και έχουν απρόβλεπτες συνέπειες, τις θεσμικές διαφορές μεταξύ των χωρών αντανακλούν κατά κύριο λόγο το αποτέλεσμα των διαφορετικών συλλογικών επιλογών. Διαφορετικές συλλογικές επιλογές αντανακλούν διαφορές των πολιτικών θεσμών και διαφορετικές κατανομές της πολιτικής εξουσίας. Ως εκ τούτου, η κατανόηση της υπανάπτυξης προϋποθέτει την κατανόηση γιατί διαφορετικές χώρες έχουν κολλήσει στην πολιτική ισορροπιών που οδηγούν σε κακή οικονομική ιδρύματα. Η επίλυση του προβλήματος της ανάπτυξης προϋποθέτει την κατανόηση ποια μέσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προωθήσει μια κοινωνία από το κακό στο καλό πολιτικής ισορροπίας"

Πέρα από τους Acemoglu και Robinson, πολλοί άλλοι ακαδημαϊκοί  προσπάθησαν να εξηγήσουν το πώς οι πολιτικοί και θεσμικοί παράγοντες επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα των εθνικών οικονομιών και, τελικά, την απόδοση του κράτους (Roubini και Sachs 1989; Grilli et al1991; Corsetti και Roubini 1993; Alesinaκαι Perotti 1995). Με βάση αυτή τη λογική, μπορεί να υπάρξει μια ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στην αύξηση του εισοδήματος και στην βελτίωση ενός ευρύτερου πλέγματος πολιτικής και θεσμικής ανάπτυξης (Kaufmannκαι Kraay 2002). Έτσι, η ελληνική κρίση μας έκανε να κατανοήσουμε ότι οι πολιτικοί θεσμοί απέχουν από το να θεωρούνται ώριμοι και ικανοί για να ικανοποιήσουν τους αναπτυξιακούς στόχους της χώρας. Για αυτό το λόγο, όπως οι Mitsopoulos και Pelagidis (2009b) υποστηρίζουν, είναι μάλλον ο σχεδιασμός του ελληνικού πολιτικού συστήματος ο οποίος μας οδηγεί σε προσοδοθηρικές συμπεριφορές και στην μη πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων.

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την σύγχρονη οικονομική και πολιτική πραγματικότητα στην Ελλάδα θα πρέπει να αναλύσουμε την οικονομική κρίση στην Ελλάδα ως συνέπεια του ανεπαρκούς πολιτικού και θεσμικού πλαισίου τα τελευταία 30 χρόνια. Μετά τη δικτατορία το ‘74 δύο κύρια πολιτικά κόμματα εμφανίστηκαν στην Ελλάδα. Όταν το ΠΑΣΟΚ όμως ήρθε στην εξουσία το 1981 ο Papas (2010) υποστηρίζει πως η:

«Greece experienced the rise of irresponsible populism, unrestrained patronage politics, and a powerful culture of ethnocentrism that worked against the country’s full Europeanization. To the extent that Greek society had willingly accepted the terms of the contract offered to it by Papandreou, most of his successors in power felt no need to reverse them».

«Η Ελλάδα γνώρισε την άνοδο του ανεύθυνου λαϊκισμού, ανεξέλεγκτη πολιτική πατρωνία, και μια ισχυρή κουλτούρα του εθνοκεντρισμού που εργάστηκε κατά πλήρη εξευρωπαϊσμό της χώρας. Στο βαθμό που η ελληνική κοινωνία είχε πρόθυμα αποδεχθεί τους όρους της σύμβασης που της πρόσφερε ο Παπανδρέου, οι περισσότεροι από τους διαδόχους του στην εξουσία δεν έκριναν απαραίτητο να τις ανατρέψουν ».

Έτσι, ο Papas (2010) πιστεύει πως ο Παπανδρέου σε αντίθεση με τον Καραμανλή πρόσφερε στον ελληνικό λαό ένα πρόγραμμα με τρία χαρακτηριστικά:

  • the imprudent economic expansion based on the manipulation of the state and its resources without providing for a stable tax basis able to fund such a policy;
  •  the backing for a large and expansive, albeit not necessarily strong, state geared towards patronage politics; and
  • ethnocentric nationalism, which was expressed either as a strong belief in the superiority of the Greek nation or as antipathy, let alone fear, towards other stronger nations.
         
  • η ασύνετη οικονομική ανάπτυξη που βασίζεται στην χειραγώγηση του κράτους και των πόρων της, χωρίς να παρέχει ένα σταθερό φορολογικό βάση είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει μια τέτοια πολιτική;
  •  η υποστήριξη για ένα μεγάλο και εκτεταμένο, αν και όχι απαραίτητα ισχυρό, κατάσταση προσανατολίζονται προς την πολιτική πατρωνία; και
  • ο εθνοκεντρικός εθνικισμός, που εκφράζεται είτε ως μια ισχυρή πίστη στην ανωτερότητα του ελληνικού έθνους ή αντιπάθεια, πόσο μάλλον ο φόβος, έναντι άλλων ισχυρότερων εθνών.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες το κράτος και ο δημόσιος τομέας τη δεκαετία του ‘80 επεκτάθηκε τρομακτικά και έστω και εάν κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει πως όλο αυτό έγινε για να αποφευχθεί η ανεργία σε μη ανταγωνιστικούς τομείς, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η μετέπειτα λειτουργία και αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα.

Την επόμενη δεκαετία, ο εξευρωπαϊσμός και ο εκσυγχρονισμός της χώρας δεν υποστηρίχθηκε από τους αναγκαίους θεσμούς και από ένα ευρέως διαδεδομένο και σταθερό μοντέλο οικονομικής διακυβέρνησης της χώρας. Σαν αποτέλεσμα, η διαδικασία εξευρωπαϊσμού και εκσυγχρονισμού και το ελληνικό μοντέλο διακυβέρνησης μπόρεσαν να ενισχύσουν και να μονιμοποιήσουν ένα ώριμο πελατειακό σύστημα ως το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτείας. Για αυτό το λόγο, σχεδόν κάθε σοβαρή προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις απέτυχε τα τελευταία 30 χρόνια. Και τα δύο πολιτικά κόμματα προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν το πλαίσιο αυτό αλλά στο τέλος, κάτω από το βάρος των πιέσεων που δεχόντουσαν, πάντα τις υποβάθμιζαν Έτσι, μπορεί να υπάρχουν πραγματικοί μεταρρυθμιστές μέσα σε κάθε κόμμα ξεχωριστά αλλά δεν μπορεί να υπάρχει ένα πραγματικό κόμμα μεταρρυθμίσεων. 

Αναλύοντας το πλαίσιο αυτό είναι πιθανό να απομυθοποιήσουμε επίσης πολλούς μύθους σχετικά με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Μεταξύ άλλων:

  • Η αποτυχία των μακροοικονομικών πολιτικών είναι η μοναδική αιτία για την εμφάνιση της κρίσης.
  • Η πολιτική σταθερότητα και η πολιτική συνέχεια επικράτησαν στην Ελλάδα και συντήρησαν την ελληνική πολιτική ηγεσία.
  • Τα κοινοβουλευτικά κόμματα είχαν ένα κοινό στρατηγικό όραμα για την ανάπτυξη της χώρας.
  • Η αντίληψη των Ελλήνων να προωθήσουν αυτό το κοινό όραμα τους βοήθησε να προωθήσουν την οικονομική και πολιτική ανάπτυξη στην Ελλάδα εξαλείφοντας πολλά άλλα αρνητικά φαινόμενα όπως η διαφθορά.

Όπως θα αποδειχθεί στην παρούσα μελέτη, αυτοί οι μύθοι σχετίζονται με την πολιτική και θεσμική υπανάπτυξη και την αναποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης της χώρας. Τα επίπεδα των δεικτών διακυβέρνησης πολλές φορές λαμβάνονται ως δεδομένα σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Είναι αυτά τα επίπεδα που διαφοροποιούν ουσιαστικά την Ελλάδα από όλες τις άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ελληνική κρίση κυρίως σχετίζεται με το μοντέλο πολιτικής και οικονομικής ανάπτυξης και της γενικότερης διακυβέρνησης. Με βάση αυτό εξάγεται το συμπέρασμα πως ακόμα και αν μια οικονομικά βιώσιμη λύση βρεθεί για το ελληνικό πρόβλημα στο ευρωπαϊκό επίπεδο, αυτή δεν θα λύσει ποτέ το πραγματικό πρόβλημα στην Ελλάδα, το πρόβλημα της πολιτικής και θεσμικής υπανάπτυξης και της κακής διακυβέρνησης. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση πολλών δεικτών διακυβέρνησης στην ΕΕ. Όσο αυτά τα φαινόμενα συνεχίζουν να παραμένουν, η ελληνική κρίση θα παραμένει. Η ελληνική κρίση αποκάλυψε πως ούτε τα κριτήρια του Μάαστριχτ είναι επαρκή, ούτε η ΕΕ έχει αναπτύξει πρακτικές οι οποίες μπορούν να υποστηρίξουν και να αναπτύξουν την ευρύτερη πολιτική και θεσμική θωράκιση των κρατών καθώς και τρόπους για τη βελτίωση των μεθόδων διακυβέρνησης.

Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός μετέπειτα θα αξιολογήσουμε βασικούς δείκτες οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, τα ποσοστά μεγέθυνσης, τα ποσοστά δημόσιων ελλειμμάτων και χρεών καθώς και τους δείκτες παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Θα αποδειχθεί πως με βάση τη συνολική οικονομική αποδοτικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν θα μπορούσαμε να προβλέψουμε την ελληνική κρίση. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να γίνει μια πιο ενδελεχή ανάλυση για την έκταση της πολιτικής και θεσμικής ανάπτυξης στη χώρα. Για το αυτό λόγο παρακάτω αναλύονται επτά δείκτες πολιτικής και θεσμικής ανάπτυξής. Πιο συγκεκριμένα, θα διερευνηθεί ο ρόλος του κρατισμού, της αποδοτικότητας της διακυβέρνησης, το αποτέλεσμα των ισχυρών συνδικάτων και των ομάδων συμφερόντων, ο λαϊκισμός, το φαινόμενο του εξευρωπαϊσμού, η διαφθορά, η πολιτική ισορροπία και κοινοβουλευτική συνέχεια. 

Η αξιολόγηση αυτών των δεικτών θα αποδείξει πως τα ποσοστά μεγέθυνσης βασίστηκαν σε λανθασμένα και παραπλανητικά στοιχεία και η οικονομική ανάπτυξη δεν ακολουθήθηκε από μια σημαντική πολιτική και θεσμική ανάπτυξη. Έτσι, η οικονομική αποτυχία μπορεί να εξηγηθεί με βάση της ελλιπούς πολιτικής λειτουργίας του κράτους και των θεσμών διακυβέρνησης.

3. Κύριοι δείκτες της ελληνικής οικονομικής ανάπτυξής

Στην παρούσα ενότητα θα επιχειρηθεί η αξιολόγηση μιας σειράς οικονομικών δεικτών, προκειμένου να αποδειχθούν οι εξής απόψεις:

  • Τα ποσοστά μεγέθυνσης από μόνα τους δεν ήταν τόσο αντιπροσωπευτικοί δείκτες για να αξιολογηθεί η πραγματική οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα. Επιπλέον, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πώς ήταν μάλλον παραπλανητικά στοιχεία, αφού η ανάπτυξη ήταν αποτέλεσμα κυρίως των προσωρινών και βραχυχρόνιων εισροών στην ελληνική οικονομία.
  • Το δημόσιο χρέος ήταν, επίσης, ένας παραπλανητικός δείκτης αφού από μόνος του δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τη κατάρρευση της οικονομίας εκτός και αν είχε αναλυθεί σε συνδυασμό με την έλλειψη πολιτικής, θεσμικής και οικονομικής σύγκλισης.
  • Τα επίπεδα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας θα πρέπει, επίσης, να αξιολογηθούν σε σχέση με τη λειτουργία των ισχυρών ομάδων συμφερόντων και των διαφόρων ενώσεων.
  • Τα ποσοστά επενδύσεων έστω και αν είναι απογοητευτικά θα πρέπει επίσης να αναλυθούν στο πλαίσιο των βραχυχρόνιων εισροών όπως για παράδειγμα, τα κοινοτικά πακέτα στήριξης, οι εισροές των Ολυμπιακών Αγώνων, οι αδύναμες ιδιωτικές επενδύσεις, το φτωχό επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον το οποίο ήδη επηρεάζεται από μια σειρά από ευπάθειες όπως είναι για παράδειγμα η υψηλή διαφθορά και η υψηλή γραφειοκρατία.

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει πως από μόνοι τους οι οικονομικοί δείκτες δεν μπορούν να παρέχουν επαρκώς ένα αξιόλογο πλαίσιο ανάλυσης ώστε να αντιληφθεί κανείς τις βαθύτερες ρίζες της κρίσης στην Ελλάδα.

3.1 Τα ποσοστά μεγέθυνσης

Οι χώρες εντός της Ευρωζώνης ακολούθησαν μια σχεδόν πανομοιότυπη πορεία όσον αφορά τα ποσοστά μεγέθυνσής τους. Στην πραγματικότητα, μέχρι το 2007, η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Ισπανία ήταν θετικές εξαιρέσεις. Οι χώρες εντός της Ευρωζώνης είχαν χαμηλότερα ποσοστά μεγέθυνσης του ΑΕΠ από ότι μια δεκαετία πριν και επιπρόσθετα μεταξύ τους υπήρξαν σοβαρές αποκλίσεις. Αυτό σημαίνει πως τα τελευταία 10 χρόνια η οικονομική σύγκλιση στην Ευρωζώνη ήταν ανεπαρκής. Ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας, η θετική της συμπεριφορά ήταν παραπλανητική γιατί κυρίως βασίστηκε σε προσωρινές και βραχυχρόνιες οικονομικές επιδόσεις όπως για παράδειγμα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004. Για αυτό το λόγο, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι υπήρχαν μια σειρά από σημαντικές παραμέτρους, οι οποίες θα μπορούσαν να στρέψουν την Ελλάδα προς μια διαφορετική και ουσιαστικά πιο θετική οικονομική κατάσταση. Οι πιο σημαντικές ήταν οι ακόλουθες:

  • Η εισροή των κοινοτικών πακέτων σύγκλισης προς την Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια (1981-2011).
  • Τα αυξανόμενα έσοδα των δύο κύριων ελληνικών τομέων βιομηχανίας
            δηλαδή του τουρισμού και της ναυτιλίας την ίδια περίοδο.

  • Το γεγονός ότι το 2007 η Ελλάδα ήταν ένα από τα πιο επιτυχημένα κράτη μέλη της ΕΕ από την άποψη της οικονομικής αποτελεσματικότητας.

Όμως, μπορεί η οικονομική μεγέθυνση της Ελλάδας να εξηγήσει γιατί η οικονομική κρίση εκδηλώθηκε την συγκεκριμένη περίοδο; Η απάντηση ασφαλώς και είναι όχι. Μετά το 2009 η ελληνική οικονομία κατέρρευσε και μέχρι σήμερα καμία βιώσιμη λύση δεν έχει προταθεί τόσο από την ελληνική κυβέρνηση όσο και από την πλευρά της ΕΕ.

3.2 Δημόσια ελλείμματα και τα δημόσια χρέη

Στην Ελλάδα η δημοσιονομική προσαρμογή τα τελευταία 30 χρόνια ήταν τελείως απογοητευτική. Αυτό, βέβαια, δεν σχετίζεται μόνο με τα ποσοστά δημόσιων ελλειμμάτων και των δημόσιων χρεών αλλά και με το μέγεθος, την έκταση, την λειτουργία και την αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα. Υπάρχουν τεράστια και μη βιώσιμα δημόσια χρέη και ελλείμματα, αλλά όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα στην Ευρωζώνη με τέτοια στοιχεία. Αντίθετα, τα τελευταία χρόνια έντεκα από τα ευρωπαϊκά κράτη μέλη απέτυχαν να διατηρήσουν τα δημόσια χρέη τους σε ποσοστό κάτω από το 60% του ΑΕΠ.

Έτσι, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι τα δημόσια χρέη και τα δημόσια ελλείμματα δεν είναι ουσιαστικά η κύρια αιτία για αυτήν την κρίση. Γιατί όμως τότε η ελληνική κρίση είναι τόσο δύσκολο να επιλυθεί και ταυτόχρονα είναι τόσο μοναδική; Η απάντηση βασίζεται στην έλλειψη πολιτικής και θεσμικής σύγκλισης με τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ. Αυτό είναι το πιο σημαντικό στοιχείο αποτροπής της οικονομικής σύγκλισης και της μη πραγματοποίησης των κύριων στόχων της οικονομικής πολιτικής μέσω της δημοσιονομικής προσαρμογής, της φιλελευθεροποίησης των κινήσεων κεφαλαίων, τη σύγκλιση του πληθωρισμού και των επιτοκίων και τη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών όπως αυτή περιγράφεται στη συνθήκη του Μάαστριχτ. Για παράδειγμα, η συντήρηση και επέκταση του κρατισμού δεν έκανε μόνο το κράτος ανίκανο να ξεπεράσει τα σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα του αλλά κατέστησε και αναγκαία τη λεγόμενη «Δημιουργική Λογιστική» η οποία είναι και αυτή χαρακτηριστικό της πολιτικής και θεσμικής υπανάπτυξης.

3.3 Παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα

Η ΟΝΕ από τις αρχές της δημιουργίας της βασίστηκε όχι στην πραγματική ικανότητα κάθε κράτους να συμμετάσχει στην Ένωση αλλά κυρίως σε πολιτικούς υπολογισμούς. Αυτές οι πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργήσουν μια Ένωση γεμάτη ευπάθειες και παθογένειες. Η Ευρωζώνη απέτυχε να δημιουργήσει ένα πολιτικό, οικονομικό, και θεσμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κάθε κράτος μέλος, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, θα μπορούσε να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα του, τόσο σε οικονομικούς όσο και σε πολιτικούς όρους. Είναι μάλιστα γεγονός πως, όπως ο Baldwin (2001) υποστηρίζει, το Λουξεμβούργο ήταν η μοναδική χώρα στην Ευρωζώνη η οποία πληρούσε τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Με τους συγκεκριμένους όρους, η Ευρωζώνη μοιάζει περισσότερο με μια παγίδα παρά με μια περιοχή όπου η ανάπτυξη, η σταθερότητα και η ευημερία μπορούν να προωθηθούν (Sklias και Maris 2012). Η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη να παραμείνει ανταγωνιστική μέσα στο ευρωπαϊκό επίπεδο γιατί τα κριτήρια σύγκλισης ποτέ δεν εκπληρώθηκαν. Η συνεχώς μειούμενη ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας εμφανιζόταν στα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της τελευταίας δεκαετίας τα οποία το 2007 έφτασαν στα επίπεδα του 14,1% του ΑΕΠ. Από το 1995, η παραγωγικότητα εργασίας στην Ελλάδα ήταν πάντα χαμηλότερη από κάθε άλλο ευρωπαϊκό κράτος μέλος με την εξαίρεση μόνο την Πορτογαλία.

Παρόλα αυτά αυτό είναι μόνο ένα μέρος τους ελληνικού προβλήματος γιατί στον εγχώριο τομέα, η ανεπάρκεια του πολιτικού, οικονομικού και θεσμικού μοντέλου σχετίζονταν με την μείωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους, στην Ελλάδα όπως και σε κάθε άλλο περιφερειακό κράτος της Ευρωζώνης υπάρχουν πολύ οργανωμένες εργατικές ενώσεις οι οποίες επηρεάζουν την ευκαμψία των πραγματικών μισθών καθώς και των θεσμικών μεταρρυθμίσεων με αρνητικά αποτελέσματα στην συνολική παραγωγικότητα της χώρας (Λαπαβίτσας et al. 2010). Δεν είναι παράξενο ότι έως τώρα μέσα στην ελληνική περιοχή παραμένουν και συνεχίζουν να υπάρχουν ισχυρά μονοπώλια τα οποία επηρεάζουν αρνητικά αυτόν τον τομέα της οικονομίας. Για παράδειγμα, ακόμα και τώρα στους τομείς της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, της ύδρευσης, των ταχυδρομικών υπηρεσιών και του φυσικού αερίου το κράτος παραμένει ο κύριος διαχειριστής. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα επηρεάζεται όχι μόνο από τις οικονομικές συνθήκες αλλά και από τα στοιχεία πολιτικής και θεσμικής υπανάπτυξης και το ευρύτερο μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας το οποίο είναι ελλιπέστατο.

3.4 Επενδύσεις

Το 2000 στην Ελλάδα το συνολικό ποσοστό επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν ήταν απογοητευτικό. Παρόλα αυτά υπάρχουν ορισμένα σημαντικά σημεία για τα οποία απαιτείται να είμαστε λίγο πιο κριτικοί. Πρώτα από όλα, η περίοδος 2000-2004, ήταν μια περίοδος οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα γιατί ήταν η περίοδος των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα και πολύ μεγάλα κεφάλαια τόσο από την Ευρώπη όσο και από τον υπόλοιπο κόσμο εισέρρευσαν για αυτό τον σκοπό. Δεύτερον, η χώρα είχε πετύχει την είσοδο της στην Ευρωζώνη και υπήρχε στην Ελλάδα τεράστια αισιοδοξία για το μέλλον και την σταθερότητα της χώρας, η οποία επηρέασε την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Τρίτον, οι επιχειρηματικές επενδύσεις στην Ελλάδα ήταν κατά πολύ, οι χαμηλότερες στην Ευρωζώνη. Αυτό σημαίνει όχι μόνο πως το κράτος συμμετείχε ενεργά στην μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας αλλά και ότι το ελληνικό μοντέλο μεγέθυνσης ήταν κατά πολύ διαφορετικό από τα αλλά ευρωπαϊκά μοντέλα. Αυτό είναι ένα προφανές αποτέλεσμα της πολιτικής, οικονομικής και θεσμικής υπανάπτυξης στην Ελλάδα. Έτσι, η οικονομική αισιοδοξία της πρώτης περιόδου μέσα στην Ευρωζώνη μπορεί να υποτεθεί ότι ήταν ουσιαστικά παραπλανητική. Μετά το 2003 οι συνολικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκαν και το 2009, η Ελλάδα ήταν σε απόδοση η δεύτερη χειρότερη χώρα στην Ευρωζώνη.

Κατά την διάρκεια των τελευταίων δέκα χρόνων οι επενδύσεις της κυβέρνησης στην Ελλάδα ήταν ανάμεσα στις υψηλότερες στην Ευρωζώνη. Η χώρα μας σε αντίθεση με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη είχε κάνει το κράτος την κύρια μηχανή οικονομικής μεγέθυνσης. Με αυτό τον τρόπο η χώρα δεν απέτυχε μόνο να αναπτύξει τις ικανότητες της να παράγει βιομηχανικά υλικά αλλά υποβάθμισε την ικανότητά της να παραμένει ανταγωνιστική στην Ευρωζώνη. Το πιο σημαντικό από όλα ήταν ότι, αυτό το στρεβλό μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης είχε γίνει ένα εγγενές στοιχείο της πολιτισμικής ανάπτυξης της χώρας. 

Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η μερίδα των επενδύσεων των επιχειρήσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν η χειρότερη και η πιο απογοητευτική από το 1980. Με βάση αυτό, δεν είναι παράδοξο το γεγονός ότι η Παγκόσμια Τράπεζα θεωρεί την χώρα μας ως το χειρότερο περιβάλλον για να γίνουν επιχειρηματικές επενδύσεις στην Ευρωζώνη (World Bank 2008). Ποια είναι όμως η κύρια αιτία για αυτήν την παρατήρηση; Γιατί οι Ελληνικές επιχειρήσεις δεν επενδύουν μέσα στην χώρα τους σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη; Σε μια θεωρητική έρευνα ο Μο (2009) περιγράφει πως η διαφθορά επηρεάζει ταυτόχρονα την πολιτική σταθερότητα και την οικονομική μεγέθυνση. Έτσι, ένα μέρος της απάντησης μπορεί να βρεθεί στο στρεβλό μοντέλο της διακυβέρνησης, στο ρόλο του κράτους και στο μοντέλο πολιτικής και θεσμικής υπανάπτυξης (Kaufmann et al. 2005). Το ίδιο συμβαίνει και με τα επίπεδα κατανάλωσης που αυξάνουν συνεχόμενα και είναι ουσιαστικά κατανάλωση προερχόμενη από προϊόντα που εισάγονται (Τράπεζα της Ελλάδος 2009). Οι Έλληνες ουσιαστικά σταμάτησαν να αγοράζουν τα εγχώρια προϊόντα και η πλειοψηφία των ελληνικών βιομηχανιών και εργοστασίων έκλεισε ή αυτά μετέφεραν τις δραστηριότητες τους στο εξωτερικό. Όπως υποστηρίζει και ο Καζά­κος (2010), η ελληνική οικονομική κουλτούρα βασίστηκε κυρίως στις επενδύσεις για την αγορά διαμερισμάτων, στον τουρισμό, και στην αυξανόμενη κατανάλωση με αποτέλεσμα η βιομηχανική και γεωργική παραγωγή να μειώνεται. Με αυτό τον τρόπο, το κράτος και οι πολίτες αύξησαν τα χρέη τους για να συντηρήσουν το αυξανόμενο ποσοστό κατανάλωσης.

Η λειτουργία και αποδοτικότητα της Ελλάδας μέσα στην Ευρωζώνη έστω και αν ήταν σε μέτρια επίπεδα δεν μπορεί να μας εξηγήσει από μόνη της γιατί συνέβηκε αυτή η πρωτοφανής κρίση. Όπως διαφαίνεται, η οικονομική μεγέθυνση, τα δημόσια ελλείμματα, τα δημόσια χρέη, η παραγωγικότητα εργασίας και τα ποσοστά επενδύσεων δεν είναι από μόνα τους οι βασικές αιτίες αυτής της κρίσης αφού αυτά είναι αποτέλεσμα δύο πολύ σημαντικών πραγμάτων. Του στρεβλού ελληνικού μοντέλου διακυβέρνησης και της πολιτικής και θεσμικής υπανάπτυξης που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια. Οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσαν να καταδείξουν πως οδηγούμαστε σε μια κρίση μόνο εάν υιοθετούσαμε μια πιο κριτική προσέγγιση. Όμως, είναι γεγονός πως τέτοιες κριτικές αναλύσεις αποσιωπήθηκαν. Για αυτό το λόγο, θα πρέπει να εστιάσει κανείς την προσοχή του στο ελληνικό μοντέλο διακυβέρνησης και στην πολιτική και θεσμική ανάπτυξη της Ελλάδας.

4. Πολιτική και θεσμική ανάπτυξη στην Ελλάδα

Σε αυτό το σημείο της μελέτης, θα αναλυθούν επτά πολιτικά και θεσμικά φαινόμενα των οποίων η αρνητική απόδοση είναι βασικό στοιχείο των κύριων αιτιών της ανεπανάληπτης ελληνικής κρίσης. Πιο συγκεκριμένα θα εξεταστούν, το φαινόμενο του κρατισμού, η λειτουργία της διακυβέρνησης, η επίδραση στην οικονομία των πανίσχυρων συνδικάτων και ομάδων συμφερόντων, ο λαϊκισμός, η αποτυχία του Εξευρωπαϊσμού, η διαφθορά, η πολιτική αστάθεια και η κοινοβουλευτική ασυνέχεια. Αυτά τα φαινόμενα, τα οποία μπορούν να παρατηρηθούν κατά την διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων, είχαν ένα πολύ σημαντικό αποτέλεσμα. Οι Έλληνες ακολούθησαν ένα τελείως εσφαλμένο και παραπλανητικό μοντέλο πολιτικής, οικονομικής και θεσμικής ανάπτυξης, το οποίο άμεσα και έμμεσα επηρέασε τις πολιτικές και οικονομικές τους επιλογές και προτιμήσεις καθώς και τον τρόπο σκέψης τους. Από το 1980, οι Έλληνες δημιούργησαν αυτό το στρεβλό μοντέλο και οι Έλληνες πολιτικοί ηγέτες απέτυχαν να το αλλάξουν. Για αυτό το λόγο ολόκληρο το σύστημα κατέρρευσε. Τα παραπάνω θα μπορούσαν να αποτελέσουν την εξήγηση για το γεγονός ότι οι Έλληνες ήθελαν στην μεγάλη τους πλειοψηφία να γίνουν δημόσιοι λειτουργοί, ή δημόσιοι υπάλληλοι ή να εργασθούν για το κράτος γενικότερα. Με αυτό τον τρόπο, στην Ελλάδα δημιουργήθηκε ένας στρεβλός Λεβιάθαν, ο οποίος εν τέλει απέτυχε να τους υποστηρίξει κατά την διάρκεια τριών διαφορετικών σταδίων ανάπτυξης τις τελευταίες δεκαετίες, δηλαδή την περίοδο της διαδικασίας κοινωνικοποίησης στις αρχές του 1980, την περίοδο της από-εθνικοποίησης τη δεκαετία του ‘90, και την τελευταία περίοδο του εκσυγχρονισμού.  

Εξαιτίας της πολιτικής και θεσμικής ανισορροπίας όλες σχεδόν οι αναγκαίες προσπάθειες μεταρρύθμισης και οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού της χώρας οι οποίες πραγματοποιηθήκαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες στην Ελλάδα απέτυχαν. Ποια είναι όμως τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του μοναδικού αυτού στρεβλού ελληνικού μοντέλου;

4.1 Η ανάπτυξη του κρατισμού κατά την διάρκεια του 1980 και του 1990

Όταν η Ελλάδα έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας το 1981, το συνολικό κατά κεφαλήν εισόδημα βρισκόταν στο 90,4% του Ευρωπαϊκού μέσου όρου αλλά δυστυχώς αυτό το ποσοστό μειώθηκε σε 82,5% το 1985 και 74,2% το 1990 (Αλο­γοσκούφης 2009). Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου της οικονομικής υπανάπτυξης, σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το ελληνικό κράτος επεκτάθηκε τρομακτικά. Αυτό έγινε με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα, με τον νόμο 1368/83 περί κοινωνικοποίησης των δημόσιων επιχειρήσεων και την εθνικοποίηση πολλών δημόσιων οργανισμών δημιουργώντας δυο πολύ σημαντικές συνέπειες. Από την μια πλευρά, δημιουργήθηκε η ανάγκη χρηματοδοτήσεις όλων αυτών των κρατικών δραστηριοτήτων και από την άλλη, η ίδια η επέκταση του κράτους, όχι μόνο μείωσε την δυνατότητα ιδιωτικών πρωτοβουλιών για ανάπτυξη και αποτελεσματικότητα των δράσεων της ελεύθερης αγοράς αλλά παράλληλα άλλαξε την αντίληψη των Ελλήνων για τον ρόλο του κράτους. Αυτό οδήγησε σε οικονομικές στρεβλώσεις οι οποίες μείωσαν το πραγματικό ΑΕΠ μακροπρόθεσμα και την ίδια περίοδο αύξησαν τα δημόσια ελλείμματα και τα δημόσια χρέη μόνιμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο από το 1991-2007 έγιναν στην Ελλάδα 65 ιδιωτικοποιήσεις από τις οποίες όμως, μόνο στις 16 από αυτές η κρατική συμμετοχή μετά την ιδιωτικοποίηση ήταν κάτω από το 50% (Ράπανος 2009). Αυτό σημαίνει πως το ελληνικό κράτος προτίμησε να κάνει μερικές ιδιωτικοποιήσεις για να μην χάσει τα ήδη αποκτηθέντα κυριαρχικά του δικαιώματα έναντι του ιδιωτικού τομέα αλλά και για να περιορίσει τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο.

Σε πολιτικό και θεσμικό επίπεδο η ανάπτυξη του κρατισμού οδήγησε σε απόλυτη αποτυχία των προγραμμάτων σύγκλισης και σταθερότητας γιατί όπως υποστηρίζει ο Σημίτης (1989) ήταν πολύ δύσκολο για πολλές ομάδες συμφερόντων με συγκεκριμένα πολιτικά και οικονομικά ενδιαφέροντα να αποσυρθούν από την συμμετοχή τους από τα ενεργά αναδιανεμητικά σχήματα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, κάθε προσπάθεια για έναν προοδευτικό εκσυγχρονισμό του μοντέλου ανάπτυξης της Ελλάδας απέτυχε. Τα αποτελέσματα αυτού του είδους της ανάπτυξής μετατράπηκαν άμεσα σε λανθασμένες και στρεβλές πολιτικές επιλογές και αποφάσεις. Αυξήθηκαν οι φόροι για να χρηματοδοτηθούν οι δημόσιες επιχειρήσεις, αυξήθηκαν οι κρατικοποιήσεις, δημιουργήθηκαν πολλά μονοπώλια, συντηρήθηκαν οι προβληματικές επιχειρήσεις και έτσι μειώθηκαν οι επιχειρηματικές επενδύσεις στη χώρα.

4.2 Αποτελεσματικότητα διακυβέρνησης

Στην Ελλάδα, το ευρύτερο σύστημα διακυβέρνησης παίζει πραγματικό ρόλο εάν θέλουμε να κατανοήσουμε τις κύριες αιτίες της ελληνικής κρίσης. Πρώτα από όλα αυτό το σύστημα που περιλαμβάνει τόσο επίσημους όσο και ανεπίσημους θεσμούς είναι πολύ διαφορετικό από το ευρωπαϊκό. Ακόμα και αν χρησιμοποιήσουμε όρους όπως των ‘structural congruence’ (Katzenstein 1997) ή τον όρο ‘institutional fit’ (Giuliani 2003) το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Σχεδόν όλες οι προσπάθειες για μεταρρυθμίσεις απέτυχαν, όπως για παράδειγμα, η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας το 2000, για αυτό και η υπόθεση διακυβέρνησης στην Ελλάδα θεωρείται πως είναι ένα χαμένο παιχνίδι. Αυτή η ‘θεσμική ακαταστασία’ (Tsebelis 1995) ήταν ο κύριος λόγος του γιατί οι πιθανότητες για πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις περιορίστηκαν τα τελευταία 30 χρόνια. Όπως τονίζει και ο Featherstone (2005a), το πρόβλημα της διακυβέρνησης ακόμα παραμένει, έστω και εάν θεωρεί πως το 1996 ήταν ένα σημαντικό σημείο αναφοράς για την Ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Αυτό το πρόβλημα της διακυβέρνησης επίσης θέτει σε προβληματισμό τη φύση της ελληνικής σύγκλισης στην ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα ο Featherstone τονίζει:

«Η σύγχρονη ελληνική πολιτική χαρακτηρίζεται από εντάσεις ανάμεσα στο αίτημα για μεταρρυθμίσεις και τα δομικά εμπόδια για την υλοποίηση τους. Οι πιέσεις συνδυάζουν εκείνες που προέρχονται από τις διαδικασίες του εξευρωπαϊσμού (για παράδειγμα το αίτημα της ΕΕ για οικονομικές μεταρρυθμίσεις) και το εσωτερικό αίτημα για ‘εκσυγχρονισμό’. Και οι δυο τύποι πιέσεων γίνονται αντιληπτές από κοινού στη Ελλάδα. Οι επακόλουθες εντάσεις έχουν δημιουργήσει ένα ζωτικό θέμα στη διακυβερνησιμότητα: σ’ έναν αριθμό θεματικών περιοχών η Ελλάδα έχει καταστεί μια ‘μπλοκαρισμένη κοινωνία’. Υπάρχουν συστημικές αδυναμίες οι οποίες προέρχονται από τη θεσμική ικανότητα του κράτους, το καθεστώς ενός ‘συντεχνιακού κατακερματισμού’ και τις πολιτισμικές πρακτικές των πελατειακών σχέσεων και του κέρδους. Αυτές περιορίζουν τις στρατηγικές του φορέα και της ηγεσίας… Η διαδικασία των μεταρρυθμίσεων είναι ασύμμετρη και αμφίβολη στο χαρακτήρα της. Το πρόβλημα της διακυβέρνησης παραμένει και ως συνέπεια θέτει υπό αμφισβήτηση την πορεία της σύγκλισης της Ελλάδας με την ΕΕ» (Featherstone 2005a, σ. 223).


Δεύτερον, η ικανότητα αποτελεσματικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα περιορίζεται αφού είναι κατά πολύ η χειρότερη Ευρωπαϊκή χώρα στον τομέα αυτό. Για παράδειγμα, η Ελλάδα και η Ιταλία είναι οι δυο χειρότερες χώρες στην αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, το οποίο αντικατοπτρίζει τις αντιλήψεις για την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών, τον βαθμό αλληλεξάρτησης τους από τις πολιτικές πιέσεις, την ποιότητα για τον σχηματισμό της πολιτικής και την εφαρμογή της, και την αξιοπιστία της κυβερνητικής δέσμευσης σε τέτοιες πολιτικές. Επίσης, σύμφωνα με τους Δείκτες Βιώσιμης Διακυβέρνησης το 2011, η Ελλάδα στην ικανότητα μεταρρυθμίσεων και στον δείκτη διαχείρισης είχε την χειρότερη επίδοση, ενώ όσον αφορά τη λειτουργία της δημοκρατίας και της πολιτικής κατείχε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση σε σχέση με 31 χώρες του ΟΟΣΑ  .


4.3 Ισχυρές ομάδες συμφερόντων και συνδικάτα

Σύμφωνα με τον Mitsopoulos και Pelagidis (2009a), η δημιουργία και η ύπαρξη ισχυρών και πολύ καλά οργανωμένων και αλληλεξαρτώμενων ομάδων συμφερόντων είναι το αποτέλεσμα της ελλιπούς ποιότητας διακυβέρνησης και του διοικητικού φορτίου. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αντίδραση τους στη λεγόμενη «Έκθεση Sprao» η οποία σύμφωνα με τον Featherstone et al. (2001, σ. 475):

«Ανέδειξε ένα βαθιά ριζωμένο δομικό σχίσμα στην ελληνική κοινωνία σχετικά με την παροχή των συντάξεων. Περιχαρακωμένα και κατακερματισμένα συμφέροντα επεδίωξαν να υπερασπιστούν τα συσσωρευμένα προνόμια τους ενώ ένα αναποτελεσματικό και χρηματοοικονομικά μη βιώσιμο σύστημα απέτυχε να ικανοποιήσει τις νόμιμες ανάγκες των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων».

Έτσι, στην Ελλάδα πολλές ομάδες συμφερόντων μπορεί να θεωρηθεί πώς επηρεάζουν αρνητικά τη γενικότερη πολιτική και οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη. Οι Mitsopoulos και Pelagidis (2009β, σ. 399) περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι ομάδες συμφερόντων αναπτύσσονται και δραστηριοποιούνται. Πιο συγκεκριμένα αναφέρουν:

«Αυτές οι πολυπληθείς ομάδες συμφερόντων περιορίζουν τον ανταγωνισμό του προϊόντος και των υπηρεσιών, αυξάνουν γραφειοκρατικά και διοικητικά εμπόδια και επιδιώκουν να εγκαθιδρύσουν την αδιαφάνεια σε όλες τις νομικές και διοικητικές διαδικασίες έτσι ώστε να είναι σε θέση να αυξήσουν τα κέρδη που μπορούν να αποκομίσουν. Την ίδια στιγμή, επιδιώκουν να εξασφαλίσουν ότι το κράτος δικαίου αποτυγχάνει με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε η κοινωνία δεν θα είναι σε θέση να τους καταστήσει υπόλογους για τις δράσεις τους. Προεξέχοντα χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίο σχεδιάστηκε το ελληνικό πολιτικό σύστημα υποδεικνύουν τους λόγους για τους οποίους οι Έλληνες πολιτικοί δεν είναι σε θέση να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα σχέδια αυτών των ληστρικών ομάδων συμφερόντων».


Πράγματι, σύμφωνα με τον δείκτη της Παγκόσμιας Τράπεζας για την εφαρμογή του κανόνα δικαίου, το οποίο αντικατοπτρίζει τις αντιλήψεις των ατόμων σχετικά με την εφαρμογή του κανόνα δικαίου, μας δείχνει πως από το 1996, η Ελλάδα και η Ιταλία ήταν τα χειρότερα σε απόδοση κράτη μέλη της ΕΕ.

4.4 Ο λαϊκισμός

Ο λαϊκισμός έχει επίσης χαρακτηριστεί ως ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά προβλήματα που οδήγησαν στην κρίση και είναι μέρος του στρεβλού πολιτικού και θεσμικού μοντέλου που παρουσιάζουμε. Ο λαϊκισμός μπορεί έτσι να είναι η βασική αιτία για την κακή διαχείριση του δημόσιου τομέα (De Grauwe 2010a; Tsakalotos 1998). Με βάση αυτό το πλαίσιο, η ελληνική οικονομία είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, το οποίο δεν ήταν έτοιμο να αναλάβει μια σειρά από πολύ σημαντικές προκλήσεις. Αρχικά το φαινόμενο του λαϊκισμού παρατηρήθηκε κατά την δεκαετία του ‘80 όταν η ελληνική οικονομική πολιτική απέτυχε και η μακροοικονομική αποδοτικότητα του κράτους υπήρξε απογοητευτική. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, ήταν η πρώτη φορά που στην Ελλάδα η διαδικασία κοινωνικοποίησης μαζί με την ανάπτυξή του κρατισμού δημιούργησαν ένα στρεβλό και συνεχόμενα αυξανόμενο πλέγμα κρατικών δραστηριοτήτων του οποίου το αποτέλεσμα ήταν οι μετέπειτα προ­σοδοθηρικές δράσεις και συμπεριφορές του δημόσιου τομέα.

4.5 Αποτυχημένη διαδικασία εξευρωπαϊσμού

Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ δεν ήταν μια εύκολη διαδικασία αφού ήδη από τις αρχές των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και στα υπόλοιπα κράτη μέλη υπήρξαν μεγάλες ασυμμετρίες και αποκλίσεις οι οποίες επηρέασαν σημαντικά τις διαπραγματευτικές διαδικασίες και το τελικό αποτέλεσμα (Featherstone et al2000). Όμως ακόμα και εάν η Ελλάδα έγινε μέλος της ΕΚ πολύ πιο νωρίς από άλλα ευρωπαϊκά κράτη μέλη, έμεινε πολύ πίσω σχετικά με την τυπική και πραγματική εφαρμογή των ευρωπαϊκών κανόνων και αυτό που σήμερα ονομάζεται ευρωπαϊκό κεκτημένο (acquis communautaire). Είναι χαρακτηριστικό πως πολλές από τις ευρωπαϊκές οδηγίες δεν εφαρμόστηκαν και ακόμα και σήμερα δεν έχουν εφαρμοστεί. Για παράδειγμα, η Ανοικτή Μέθοδος Συντονισμού δεν εφαρμόστηκε επιτυχώς από όλες τις ελληνικές πολιτικές αρχές (Angelaki 2007). Όπως ο αναφέρουν οι Borras και Jacobsson (2004), οι συνθήκες για τη μεταφορά πολιτικών μπορεί εν τέλει να λείπουν. Αυτό το μειονέκτημα έχει επίσης αξιολογηθεί για πολλές περιπτώσεις και ειδικότερα όταν αναλύουμε τις σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και τα συμφέροντα των διαφόρων ομάδων συμφερόντων. Μια τέτοια περίπτωση είναι η σχέση ανάμεσα στους δασκάλους και τις διδασκαλικές ενώσεις και τις κρατικές πολιτικές εκσυγχρονισμού (Athanasiades και Patramanis 2002).

Ακόμα είναι ενδιαφέρον πως στην Ελλάδα, η διαδικασία εκσυγχρονισμού ταυτίστηκε με την διαδικασία του εξευρωπαϊσμού (Featherstone 2005a). Παρόλα αυτά τόσο στην περίπτωση των «soft» όσο και στην περίπτωση των «hard» ευρωπαϊκών κανόνων δικαίου είναι φανερό πως αυτοί δεν υιοθετήθηκαν αποτελεσματικά. Η εφαρμογή και η πρακτική των κανόνων δικαίου είχε πολλούς περιορισμούς οι οποίοι έκαναν προφανές το χάσμα ανάμεσα στον τυπικό εκσυγχρονισμό και στην πραγματικότητα. Κατά την διάρκεια των τελευταίων δυο δεκαετιών, η ΕΕ στράφηκε κατά της Ελλάδας για την μη συμμόρφωση της χώρας με τους ευρωπαϊκούς κανόνες για πολλές περιπτώσεις. Δυο τυπικά παραδείγματα είναι η περίπτωση του εκσυγχρονισμού των λογιστικών προτύπων και της αναδιοργάνωσης των χρηματοπιστωτικών φορέων.

Τελικά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν ακολουθήθηκαν ή δεν υποστηρίχθηκαν από ένα επαρκές σύγχρονο πλαίσιο θεσμών έτσι ώστε να πραγματοποιηθούν. Φαίνεται πως μάλλον υπάρχουν: «Διεθνικοί παράγοντες παρά ιδιόμορφα χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την ανικανότητα και την απροθυμία ενός κράτους να συμμορφωθεί και να προσαρμοστεί αντίστοιχα» (Mbaye 2001, σ. 259). Ακόμα περισσότερο, το χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και στο κράτος έχει αυξήσει το κόστος για να εφαρμοστούν αυτές (Boix και Posner 1998). Επίσης, η εφαρμογή ορθολογικών πολιτικών έχει γίνει πιο δύσκολη εξαιτίας των επίσημων και ανεπίσημων προνομίων των συγκεκριμένων ομάδων του δημόσιου τομέα. Έτσι, η πραγματική εφαρμογή των κανόνων δικαίου και ο πραγματικός εκσυγχρονισμός της Ελλάδας ποτέ δεν υποβοηθήθηκε από ένα πολύ συνεκτικό ρυθμιστικό θεσμικό πλαίσιο έτσι ώστε να ενσωματωθούν οι ευρωπαϊκοί κανόνες τόσο πετυχημένα όσο χρειάζονταν. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο αλλά μάλλον η ελληνική κρίση μας έδωσε την δυνατότητα να κατανοήσουμε ότι η πραγματική εφαρμογή των κανόνων δικαίου δεν πραγματοποιούνταν.

4.6 Διαφθορά

Η εξέλιξη της διαφθοράς στην Ελλάδα δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται. Στην πραγματικότητα, σχετίζεται με την έλλειψη μιας ανεπτυγμένης κοινωνίας των πολιτών στην χώρα (Μακρυ­δημήτρης 2006). Επίσης, όπως ο Καζάκος (2010) πιστεύει, η υπερβολική μεγέθυνση του κράτους και τα ανεπτυγμένα πελατειακά δίκτυα επηρέασαν αρνητικά την λειτουργία των θεσμών και την διαφθορά. Σύμφωνα με τελευταίες εμπειρικές έρευνες, η διαφθορά επηρεάζει περισσότερο την ικανότητα διακυβέρνησης παρά την οικονομική αναποτελεσματικότητα (Graycar και Villa 2011). Όπως οι Κουτσούκης και Σκλιάς (2005) ισχυρίζονται, οι πιο σημαντικοί παράγοντες που συνεισφέρουν στο φαινόμενο της διαφθοράς στην Ελλάδα είναι το πολιτικό σύστημα που ενισχύει τον λαϊκισμό, ένα σύνθετο νομικό πλαίσιο το οποίο όχι μόνο είναι αναποτελεσματικό αλλά και προσφέρει την δυνατότητα για πολλές μανούβρες και μια πολιτική κουλτούρα η οποία παρέχει τον χώρο για συμπεριφορές γεμάτες παθογένειες και στρεβλώσεις.

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η Ελλάδα ανήκει στις δυο τελευταίες χώρες με την χειρότερη επίδοση στον έλεγχό της διαφθοράς στην Ευρώπη. Αυτό το αποτέλεσμα επιβεβαιώνεται, επίσης, και από την Transparency International (2010) και από το World Economic Forum (2010). Ο έλεγχος της διαφθοράς στην Ελλάδα δυστυχώς φαίνεται να είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση για τους Έλληνες πολιτικούς γιατί η διαφθορά σχετίζεται με το ελληνικό μοντέλο πολιτισμικής ανάπτυξης. Με βάση αυτό είναι βέβαιο πως το επίπεδο της διαφθοράς στην Ελλάδα επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα και αυξάνει το κόστος παραγωγής και την ίδια στιγμή δημιουργεί έναν πιο στρεβλό και πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί κρατισμό (World Bank 2005).

4.7 Πολιτική σταθερότητα και κοινοβουλευτική συνέχεια

Το ελληνικό πολιτικό και κοινοβουλευτικό σύστημα είναι ασταθές. Για παράδειγμα, υποστηρίζεται πως στην Ελλάδα είχαμε εκλογές κάθε φορά που η πολιτική αριστοκρατία ήθελε να αναπαράγει τα συμφέροντα και την πολιτική εξουσία (Καζάκος 2010). Όπως τονίζει και ο Αλιβιζάτος (2001) τα μέλη του ελληνικού κοινοβουλίου έκαναν προτάσεις χωρίς κανενός είδους στρατηγική για τη θεσμική μεταρρύθμιση της χώρας. Ακόμα περισσότερο, τα τελευταία τριάντα χρόνια έχουν γίνει πάρα πολλοί κυβερνητικοί ανασχηματισμοί γεγονός που περιορίζει τις πιθανότητες επίτευξης συγκεκριμένων στόχων πολιτικής μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια. Η κυρίαρχη φιγούρα του Ανδρέα Παπανδρέου είναι ένα τυπικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο κατά τη διάρκεια των 4 πρώτων χρόνων της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-1985) χρησιμοποίησε 70 μέλη του κοινοβουλίου στην κυβέρνηση του. Το 1984 μόνο, το κράτος υπέστη 5 ανασχηματισμούς ενώ σε 6 περιπτώσεις πραγματοποιήθηκαν μεμονωμένες αλλαγές υπουργών. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου διακυβέρνησης του (1985-1989) συμμετείχαν στην κυβέρνηση συνολικά 105 άτομα ενώ τον πρώτο ενάμιση χρόνο της δεύτερης περιόδου διακυβέρνησης έγιναν 4 ανασχηματισμοί. 

Με βάση τις παραπάνω συνθήκες δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η συμπεριφορά των Ελλήνων πολιτικών μοιάζει με ένα καλά οργανωμένο κλαμπ το οποίο επιλέγει τα μέλη και ενδυναμώνει την προστασία του (Καζάκος 2010). Όπως οι Mitsopoulos και Pelagidis (2009b, σ. 406) υποστηρίζουν: «Πολιτικοί οι οποίοι θέτουν σε κίνδυνο το status quo εύκολα απομακρύνονται από την πολιτική σκηνή ενώ πολιτικοί που συνεργάζονται με ειδικές ομάδες συμφερόντων ανταμείβονται με μακροχρόνιες πολιτικές καριέρες και ασυλία για σχεδόν όλες τις άνομες πράξεις στις οποίες μπορεί να έχουν εμπλακεί». Για αυτό το λόγο, σύμφωνα με τους δείκτες της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα είναι πάλι ένα από τα δυο χειρότερα σε απόδοση κράτη στο δείκτη συμμετοχής και λογοδοσίας.
Όπως ο Featherstone (2005b, σ. 747) ισχυρίστηκε:

«Τα εμπόδια στη μεταρρυθμιστική διαδικασία θέτουν υπό ερωτηματικό την φύση της δικαιοδοσίας της νομιμοποίησης και της συμμετοχής στο ελληνικό σύστημα. Θέτουν σημαντικά διλήμματα για τις δομικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις που εκκινούνται από διαφορετικές ιδεολογικές οπτικές- σοσιαλδημοκρατικές ή νεοφιλελεύθερες- και οι οποίες είναι απίθανο να ξεπεραστούν στο πλαίσιο ενός βραχυπρόθεσμου σχεδίου. Η κυβέρνηση παγιδεύεται σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης, υποκύπτοντας σε αδιέξοδα ανίκανη να κτίσει αποτελεσματικές συμμαχίες και να προσφέρει επαρκή κίνητρα».

Είναι γεγονός πως κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων σχεδόν κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια απέτυχε. Για παράδειγμα, η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας το 1998 και το 2000, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού το 2000 και το 2008, η μεταρρύθμιση των κλειστών επαγγελμάτων, η μεταρρύθμιση του εθνικού συστήματος υγείας το 2000, η μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, της προστασίας του περιβάλλοντος, της φιλελευθεροποίησης της αγοράς ενέργειας και πάμπολλα ακόμα παραδείγματα, δεν έχουν πραγματοποιηθεί ακόμα. Είναι φανερό ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες, κανένας δεν θα πίστευε πως στην Ελλάδα υπάρχει πολιτική σταθερότητα.

Η Ελλάδα είναι ένα τέλειο παράδειγμα του πως η πολιτική και θεσμική υπανάπτυξη καθώς και ο στρεβλός τρόπος διακυβέρνησης μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες οικονομικές κρίσεις. Αυτό το στρεβλό μοντέλο διακυβέρνησης δημιουργήθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια και ενδυναμώθηκε από τα φαινόμενα του κρατισμού, της διαφθοράς, των προσοδοθηρικών συμπεριφορών, της πολιτικής ανισορροπίας, του λαϊκισμού, και της πολιτικής και κοινοβουλευτικής ασυνέχειας. Δηλαδή αυτό που με την πρώτη ματιά μπορεί να φαίνεται πως είναι το αποτέλεσμα κακών δημόσιων οικονομικών πρακτικών, στην πραγματικότητα αφορά την έλλειψη ενός ικανοποιητικού και επαρκούς μοντέλου διακυβέρνησης. Άρα, οι αιτίες της κρίσης στην Ελλάδα σχετίζονται μάλλον με την πολιτική παρά με την οικονομία. Οι Έλληνες φαίνεται πως δημιούργησαν έναν στρεβλό «Λεβιάθαν» ο οποίος απέτυχε να τους υποστηρίξει. Για αυτό το λόγο, όλες οι προσπάθειες για εκσυγχρονισμό και εξευρωπαϊσμό απέτυχαν να δημιουργήσουν ένα σταθερό πολιτικό και οικονομικό σύστημα και ταυτόχρονα μονιμοποίησαν και νομιμοποίησαν ένα «ώριμο πελατειακό σύστημα» σαν το κύριο χαρακτηριστικό της Ελληνικής πολιτείας. Αυτό το «ώριμο πελατειακό σύστημα» είναι η κύρια αιτία της Ελληνικής κρίσης και μπορεί να θεωρηθεί πως είναι η κύρια συνέπεια της παραπάνω πολιτικής και θεσμικής υπανάπτυξης στην Ελλάδα. Όλοι οι παραπάνω συντελεστές συνδέονται με το πελατειακό σύστημα το οποίο όλες οι πολιτικές ελίτ στην Ελλάδα χρησιμοποίησαν για να επεκτείνουν τα δίκτυα πατρωνίας μέσα από τους νέους πολιτικούς θεσμούς που δανειστήκαμε τα τελευταία χρόνια τόσο γεωγραφικά όσο και λειτουργικά. Για αυτό το λόγο, είναι πολύ δύσκολο έστω και αν τα οικονομικά μέτρα λιτότητας έχουν στο μέλλον ικανοποιητικά αποτελέσματα, να αλλάξει σε ένα σύντομο διάστημα η ελληνική πολιτική κουλτούρα. Η αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της ελληνικής πολιτείας είναι μια πολύ δύσκολή δουλειά για τους Έλληνες και τους Ευρωπαίους αξιωματούχους και μάλλον είναι απίθανο να πραγματοποιηθεί βραχυχρόνια.

5. Συμπεράσματα

Ο σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να αναδείξει ότι η ελληνική κρίση μπορεί να γίνει αντιληπτή ως αποτέλεσμα του στρεβλού μοντέλου διακυβέρνησης της χώρας που αναπτύχθηκε τα τελευταία 30 χρόνια ταυτόχρονα με ύπαρξη σημαντικών πολιτικών και θεσμικών ευπαθειών. Αυτό το στρεβλό μοντέλο διακυβέρνησης και κυρίως η πολιτική και θεσμική διάσταση του έφεραν την Ελλάδα ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική καταστροφή μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2007. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η οικονομική σύγκλιση εντός των πλαισίων της ΕΕ ήταν μόνο ονομαστική, δεν ήταν πραγματική και δεν ακολουθήθηκε από την πολιτική και θεσμική σύγκλιση και την ανάπτυξη ενός αξιόπιστου μοντέλου διακυβέρνησης.

Το οικονομικό πλαίσιο από μόνο του δεν μπορούσε να μας προσφέρει όλες τις απαντήσεις για τα πραγματικά αίτια αυτής της κρίσης. Αυτό το πλαίσιο θα έπρεπε να εμπλουτιστεί και να ενδυναμωθεί με τον ρόλο των πολιτικών μεταβλητών που αναπτύξαμε παραπάνω. Πράγματι, από την παραπάνω ανάλυση γίνεται φανερό πως μέσα στα πλαίσια της ΕΕ δεν μπορούμε να κρίνουμε την αποτελεσματικότητα, σταθερότητα και ανάπτυξη μιας χώρας μόνο από τους οικονομικούς δείκτες γιατί αυτοί μπορεί να είναι παραπλανητικοί. Επίσης, θα πρέπει να αναπτυχθούν στα πλαίσια της ΕΕ, εκείνοι οι θεσμοί που να ελέγχουν ότι οι κανόνες δικαίου εφαρμόζονται και μεταφέρονται στα κράτη μέλη πραγματικά και όχι τυπικά. Αυτό είναι μια πολύ σημαντική έλλειψη της ΕΕ. Μέσα στην ΟΝΕ δηλαδή, εκτός από τη πραγματική οικονομική σύγκλισή απαιτείται και η πολιτική και θεσμική σύγκλιση των κρατών μελών. Δεν είναι τυχαίο πως οι τελευταίες προτάσεις για την βελτίωση της οικονομικής διακυβέρνησης περιλαμβάνουν μόνο οικονομικούς στόχους.

Οι αιτίες της κρίσης φαίνεται να σχετίζονται με την πολιτική και θεσμική διάσταση που αναπτύξαμε παραπάνω. Έτσι, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οποιαδήποτε παρέμβαση στον οικονομικό τομέα και εάν γίνει, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Οι οικονομικοί συντελεστές έχουν συνεισφέρει στη δημιουργία της κρίσης μα οι βαθύτερες αιτίες φαίνεται να είναι πολιτικές και έχουν να κάνουν με την πολιτική και θεσμική υπανάπτυξη και το μοντέλο διακυβέρνησης. Για αυτό το λόγο, παραπάνω αναπτύχθηκαν και αναλύθηκαν μια σειρά από πολιτικούς παράγοντες. Η δημιουργία του κρατισμού, η αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, η αποτυχία του εξευρωπαϊσμού, τα επίπεδα διαφθοράς, η επίδραση των συνδικάτων και των ομάδων ενδιαφέροντος, ο λαϊκισμός, το ασταθές πολιτικό και κοινοβουλευτικό καθεστώς είναι οι πιο σημαντικοί.

Για τους παραπάνω λόγους υποστηρίζεται πως αυτή η κρίση έχει ένα σημαντικό πολιτικό στοιχείο το οποίο δεν πρέπει να παραβλεφθεί. Είναι, μάλιστα, αυτό το πολιτικό στοιχείο που συμβάλλει στην όξυνση ανησυχιών που υπάρχουν όχι μόνο για την πορεία της Ελλάδας αλλά και για το μέλλον της ΕΕ. Έτσι, είναι αμφίβολο να υποθέσουμε πως η ελληνική οικονομική κρίση μπορεί να ξεπεραστεί σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα όση βοήθεια και αν πάρει η Ελλάδα από τους τεχνοκράτες του ΔΝΤ και της ΕΕ. Η εξοντωτική λιτότητα που επιβάλλουν στην Ελλάδα είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει την χώρα στην εξαθλίωση και το κυριότερο να εξασθενίσει ακόμα περισσότερο τη σχέση πολιτικής και πολίτη. Από την άλλη, δεν μπορεί κανείς να προβλέψει ότι η ΕΕ θα προβεί στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις έτσι ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, το μείγμα των πολιτικών εξόδου από την κρίση που ακολουθήθηκαν έως σήμερα στόχευαν περισσότερο στη διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών και του κοινού νομίσματος παρά στην πραγματική μεταμόρφωση του συστήματος της ΕΟΔ.

Επιπλέον, στο εσωτερικό της χώρας είναι πολύ σημαντική η αποκατάσταση των στοιχείων καλής διακυβέρνησης της ελληνικής πολιτείας όπως για παράδειγμα του νόμου και του κράτους δικαίου στα μάτια των πολιτών της. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες από τη μια πλευρά και των πολιτών και της πολιτικής από την άλλη είναι επίσης αναγκαία. Η αναδημιουργία του κοινωνικού κράτους και η παροχή κοινωνικών και άλλων παροχών ιδιαίτερα προς τις ευπαθείς ομάδες είναι μια ακόμα αναγκαιότητα. Η δημιουργία ενός νέου πλαισίου πολιτισμικών και πολιτιστικών αξιών και ηθικής που να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής πολιτείας είναι επίσης τόσο σημαντική όσο και οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Έστω και αν σε ευρωπαϊκό επίπεδο το στοίχημα κερδηθεί, τίποτα δεν θα πρέπει να θεωρείται ακόμα δεδομένο στο εσωτερικό. Η αναμόρφωση της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας είναι ένα πολύ σημαντικό και δύσκολο έργο στο οποίο θα πρέπει να επικεντρωθεί οποιαδήποτε κυβέρνηση για να μπορέσουμε οριστικά να μπούμε στον δρόμο της οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας και ανάπτυξης και να ξεπεράσουμε την κρίση της ελληνικής πολιτείας.







[1] Όποιος ενδιαφέρεται να μελετήσει σε βάθος την ελληνική οικονομική κρίση θα πρέπει αρχικά να επικεντρωθεί στις τρείς μελέτες του Πάνου Καζάκου (2009, 2010, 2011). Αυτές οι τρείς μελέτες μαζί με το άρθρο του Kevin Featherstone (2011) σχετικά με τις δυο διαστάσεις της Ελληνικής κρίσης χρέους  θεωρούνται βασικά προαπαιτούμενα οποιασδήποτε ανάλυσης σχετικά με την ελληνική οικονομική κρίση. 

[2] Κατά την συγγραφή αυτής της ερευνητικής εργασίας την περίοδο του 2010 δεν είχε δημοσιευτεί το βιβλίο του Acemoglu και Robinson (2012) Why Nations FailThe Origins of PowerProsperity and PovertProfileBooksLondon. Η δεύτερη έκδοση του βιβλίου έγινε το 2013. Όπως οι Acemoglu και Robinson (2013, σ. 398) τονίζουν σε αυτό «Τα έθνη αποτυγχάνουν οικονομικά εξαιτίας των αποσπασματικών θεσμών. Αυτοί οι θεσμοί κρατούν τις χώρες φτωχές και τις αποτρέπουν από την πορεία της οικονομικής μεγέθυνσης». 

πηγή: tandfonline.com, politiko.blogspot