Του Δημήτρη Τζωρτζόπουλου
§1. Ο Νίτσε διέκρινε έγκαιρα και με μοναδική ακρίβεια νοημάτων τη βαθύτερη σημασία των θεμελιωδών ιδεών και σκέψεων του Ηράκλειτου. Πρώτα και κύρια δεν φείστηκε ενθουσιωδών λόγων για την ηρακλείτεια αντίληψη του γίγνεσθαι, έτσι όπως το εννοούσε ο μεγάλος σοφός της Εφέσου ως το βασικό στοιχείο, ως τον ανυπέρθετο χαρακτήρα του πραγματικού. Την ανέσκαψε ως μέσα. Γράφει μεταξύ άλλων:
«Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος βάδισε μέσα σε τούτη τη μυστικιστική νύχτα, στην οποία καλυπτόταν το πρόβλημα του γίγνεσθαι στον Αναξίμανδρο, και τη φώτισε με έναν θείο κεραυνό»[1].
Το γίγνεσθαι είναι η αιώνια ροή και ο αιώνιος ρυθμός των πραγμάτων. Πιο συγκεκριμένα, αυτό το γίγνεσθαι παραπέμπει στα ακόλουθα: κυριαρχεί παντού η κοσμική τάξη, οι αλάνθαστες και αδιαμφισβήτητες βεβαιότητες, οι σταθεροί δηλ. κανόνες, και οι ίδιες πάντα, αδιάσειστες και μόνιμες, συντεταγμένες, κατευθυντήριες γραμμές και αρχές του Δικαίου. Εάν καθ’ όλη τούτη την πορεία του κόσμου παραβιάζονται οι νόμοι κάπου ή κάποτε, οι Ερινύες φροντίζουν για την αποκατάσταση του μέτρου. Όπου κι αν ρίξει κανείς τη ματιά του, βλέπει να επικρατεί κατά κράτος η Δικαιοσύνη. Ο Νίτσε αποδίδει με τον εξής τρόπο όλες αυτές τις πτυχές του γίγνεσθαι:
«Και τι είδα; Νομοτέλειες, κανονικότητες του νόμου, αλάνθαστες βεβαιότητες, τα ίδια πάντα μονοπάτια του Δικαίου, τους αμείλικτους κριτές, τις Ερινύες, πίσω από όλες τις παραβιάσεις των νόμων, ολόκληρο τον κόσμο ως το θέαμα μιας κυρίαρχης Δικαιοσύνης και δαιμονικών φυσικών δυνάμεων, που είναι πανταχού παρούσες και υποταγμένες στην υπηρεσία της. Δεν είδα τιμωρία των γενομένων παρά μόνο δικαίωση του γίγνεσθαι»[2].
§2. Η δικαίωση του γίγνεσθαι, σύμφωνα με τον Νίτσε, είναι ουσιωδώς η δικαίωση της απόλυτης κυριαρχίας της Δικαιοσύνης στον παρόντα κόσμο μας και όχι σε κάποιο επέκεινα. Κατ’ αυτό το πνεύμα, η εν λόγω δικαίωση υποδηλώνει τη δικαίωση του υπαρκτού κόσμου, τουτέστι την κατάφαση της ζωής, του κόσμου ως του τόπου, όπου βασιλεύει η τάξη, η αρμονία, η ισορροπία και καμιά αρρυθμία, αντίφαση ή αυθαιρεσία·καμιά εκδικητική μανία και ροπή για να βασανίζονται οι ζωντανοί. Τι σημαίνει τούτη η νιτσεϊκή θεώρηση του ηρακλείτειου γίγνεσθαι; α) μια πρώτη άρνηση: δεν υπάρχουν δυο ξεχωριστοί κόσμοι: ο φυσικός και ο μεταφυσικός, η σφαίρα των πεπερασμένων όντων και ένα ακαθόριστο άπειρο, παρά μόνο ένας και ενιαίος κόσμος.β) μια δεύτερη άρνηση, συνδεδεμένη εσωτερικά με την πρώτη: απορρίπτει το Είναι. Πώς το εννοεί το Είναι; Ως κάτι το άφθαρτο και απρόσιτο, το στατικό, παραμόνιμο και ακίνητο κι όχι λιγότερο αμετακίνητο. Με άλλα λόγια, ως έναν έξωθεν τοποθετημένο φραγμό, κάτι σαν επέκεινα, που υπαγορεύει, κατά τη δική του βούληση δίκην βούλησης του θεού, την τάξη και την αταξία, τον ρυθμό και την αρρυθμία του κόσμου τούτου. Απεναντίας, ο Ηράκλειτος, κατά την ερμηνεία πάντα του Νίτσε, προσδιορίζει την αδιάκοπη κίνηση του κόσμου, με την ποικιλομορφία της τάξης και της αταξίας, της αρμονίας και της αρρυθμίας κ.λπ., ως σύμφυτη με τον ίδιο τον κόσμο, ως την εσωτερική του ζωτικότητα ‒ας θυμηθούμε τον κοινό-καθολικό Λόγο που διέπει τα πάντα‒ ως ένα γίγνεσθαι, που συνδυάζει τη ως άνω ζωτικότητα με την αιωνιότητα των άγραφων νόμων, δηλ. των καθολικών νόμων, που υπερβαίνουν τη μερικότητα, την ιδιωτική γνώμη των ανθρώπων.
§3. Παρακολουθώντας ο Νίτσε από πολύ κοντά τη σκέψη του Σοπενχάουερ, κατ’ αυτή την πρώτη περίοδο της σκέψης του, ερμηνεύει το γίγνεσθαι ως το γίγνεσθαι μιας ενεργού πραγματικότητας, που δεν έχει άλλο τρόπο να έρχεται στο Είναι παρά με το να κινείται στη γραμμή της ενορατικής παράστασης· δηλ. σε μια νοητική γραμμή, που καθιστά δυνατή τη διαλεκτική αρχή της αντίφασης και η οποία, ως τέτοια, είναι πλήρως αντίθετη στους εννοιολογικούς και λογικούς συνδυασμούς ή συλλογισμούς[3]. Εδώ ο Νίτσε αντι-τίθεται στον Αριστοτέλη και στη δια-Λογική του συλλογιστική, που καταφάσκει την αρχή της μη-αντίφασης και η οποία αντιστρατεύεται ολοσχερώς την ως άνω ηρακλείτεια αρχή της αντίφασης ή της αυτο-εναντίωσης. Με την ενορατική παράσταση λοιπόν εκφράζεται από τη μια μεριά ο μεταβλητός και πολύχρωμος χαρακτήρας του δικού μας παροντικού κόσμου, προσιτού στην καθημερινή μας εμπειρία, και από την άλλη οι δυο προϋποθέσεις κάθε εμπειρίας: ο χώρος και ο χρόνος. Ό,τι δεν μπορεί ή δυσκολεύεται να αποδείξει η εννοιολογική συλλογιστική, το αποσαφηνίζει η εν λόγω ενορατική παράσταση: καθιστά αντικείμενο της άμεσης εποπτείας ό,τι ενεργεί και δρα (Wirken) με βάση τη φύση της ενεργού πραγματικότητας (Wirklichkeit). Αυτό το Wirken είναι το μόνο Είναι που υπάρχει. Ας προσεχτεί εδώ η ιδιοφυής νιτσεϊκή ετυμολογική παραγωγή του Είναι του πραγματικού κόσμου. Η δρώσα πραγματικότητα, η Wirklichkeit, είναι [=υπάρχει]· αλλά όχι με στατικό τρόπο παρά ως γίγνεσθαι, ήτοι ως τέτοια που δεν παύει να ενεργεί με προβλέψιμους και μη-προβλέψιμους ρυθμούς. Αυτό το ενεργείν ενσαρκώνει τον αγώνα της ζωής, τον κατά Ηράκλειτο πόλεμο και έριδα. Γι’ αυτό, όσο δεν παύει να ενεργεί, να αγωνίζεται, τόσο παύει να Είναι, να αποθνήσκει: παύει να χάνει τη φύση του, το Είναι του ως φύση.