Της Δημουλά Παναγιώτας
Ο ιδεαλισμός με λίγα λόγια στηρίζεται στην άποψη, σύμφωνα με την οποία η πραγματικότητα δεν υπάρχει αυτοτελώς αλλά εξαρτάται από τον παρατηρητή της. Για παράδειγμα μπορώ να γνωρίσω ένα αντικείμενο που παρατηρώ, όταν μπορώ να το περιγράψω. Ο φιλόσοφος Καντ διέκρινε τα πράγματα σε φαινόμενα και και σε πράγματα αυτά καθεαυτά. Τα φαινόμενα είναι εκείνα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας ενώ τα καθεαυτά είναι εκείνα που υπάρχουν ανεξάρτητα από εμάς. Στο τέλος του 18ου και τον 19οαιώνα συνεχίζουν την εκτενή Καντιανή φιλοσοφία ο Φίχτε, ο F.W.J. Schelling και ο Χέγκελ. Για να μπούμε στο κυρίως θέμα μας, θα αναφερθούμε στον F.W.J. Schelling, ο οποίος υποστήριξε ότι ο «απόλυτος ιδεαλισμός» φέρνει την ιδιότητα του απολύτου, του μη εξαρτώμενου απ’ οτιδήποτε άλλου έξω από τον εαυτό του. Σε αντίθεση με το απόλυτο άλλα πράγματα εξαρτώνται από άλλα, όπως το πνεύμα, ο νους ή ο λόγος, ο οποίος δίνει ως προϊόν όλη την αντικειμενική πραγματικότητα. Στηριζόμενοι στο έργο του F.W.J. Schelling «το Σύστημα του υπερβατολογικού ιδεαλισμού» (Γερμανικά: System des transzendentalen Idealismus), επιχειρούμε να επικεντρωθούμε σ’ ένα μείζον θέμα αυτογνωσίας, στο περιεχόμενο του ενεργήματος της αυτοσυνειδησίας, δηλαδή στην απόλυτη γνώση του εγώ, του εαυτού μας, στην απόλυτη αυτοθέαση του υποκειμένου (στην εποπτεία του ιδίου του εαυτού).
Αναλυτικότερα, ο F.W.J. Schelling εκκινώντας από την αυτοσυνειδησία, η οποία είναι το ένα και το απόλυτο ενέργημα, μέσω του οποίου τίθεται όχι μόνο το ίδιο το εγώ με όλους τους προσδιορισμούς του (προσδιορίζω σημαίνει να συλλαμβάνω ένα αντικείμενο μέσα σε χώρο και χρόνο με βάση τις a priori κατηγορίες του νου που επισήμαναν ο Αριστοτέλης και ο Καντ, όπως ποσότητα, ποιότητα..κλπ) αλλά και οτιδήποτε άλλο υπάρχει για το εγώ εν γένει, (δηλαδή για όλον τον κόσμο του εγώ), οδηγείται στο περιεχόμενο του ιδίου του απόλυτου ενεργήματος, δηλαδή στην απόλυτη αυτοθέαση. Αυτοθέαση είναι η εποπτεία του ίδιου του εγώ, όταν δηλαδή το εγώ εποπτεύει τον ίδιο του τον εαυτό. Για να επιτύχει η ως άνω έρευνα, θα πρέπει το περιεχόμενο του απόλυτου ενεργήματος, δηλαδή το περιεχόμενο της αυτοσυνειδησίας, να διασπαστεί σε επιμέρους ενεργήματα, δηλαδή σε μέλη που θα συνάγουν έμμεσα αυτή τη μία απόλυτη σύνθεση, την αυτοσυνειδησία. Η απόλυτη σύνθεση λοιπόν, δεν είναι αντικείμενο μίας άμεσης γνώσης, γι’ αυτό θα πρέπει να συναχθεί εμμέσως από τα επιμέρους ενεργήματα. Στοχεύοντας στη μία απόλυτη σύνθεση, μπορούμε να την παρουσιάσουμε μέσω των επιμέρους ενεργημάτων, διαδοχικώς, οιονεί ενώπιον τον οφθαλμών μας, οτιδήποτε τίθεται συγχρόνως και δια μέσου της μίας απόλυτης σύνθεσης.
Η μέθοδος της προαναφερθείσας παραγωγής είναι η εξής:
Το ενέργημα της αυτοσυνειδησίας είναι συγχρόνως και εξολοκλήρου και ιδεατό και πραγματικό και μέσω αυτού ό,τι τίθεται ως πραγματικό, τίθεται κατ’ άμεσον τρόπον και ως ιδεατό και αντιστρόφως, ό,τι τίθεται ως ιδεατό τίθεται και ως πραγματικό. Η αυτή διαδοχική γένεση, ο χρόνος, αυτή η συνεχής ταυτότητα ιδεατού και πραγματικού τίθεσθαι στο ενέργημα της αυτοσυνειδησίας μπορεί να παρασταθεί μόνο ως διαδοχικώς γεννώμενη (με μία κίνηση της παράδειξης μέσω της οποίας παραδεικνύεται το απροσπέλαστο και δίνεται σ’ αυτό μια κατ’ αίσθησιν προσπελάσιμη διάσταση). Δηλαδή το απολύτως νοητό, η έννοια παραδεικνύεται ως χρόνος, και ως τέτοιος διαιρείται σε εποχές. Παρουσιάζεται λοιπόν, μία ανασύνθεση του ανεικόνιστου (του απόλυτου στο χρόνο) ενεργήματος σε διαδοχικές πράξεις. Η ως άνω μέθοδος μας καλεί να γνωρίσουμε το εγώ όχι μόνο ως αντικείμενο αλλά κι ως υποκείμενο – ως αυτουργία και αυτενέργεια.
Το ενέργημα της αυτοσυνειδησίας είναι συγχρόνως και εξολοκλήρου και ιδεατό και πραγματικό και μέσω αυτού ό,τι τίθεται ως πραγματικό, τίθεται κατ’ άμεσον τρόπον και ως ιδεατό και αντιστρόφως, ό,τι τίθεται ως ιδεατό τίθεται και ως πραγματικό. Η αυτή διαδοχική γένεση, ο χρόνος, αυτή η συνεχής ταυτότητα ιδεατού και πραγματικού τίθεσθαι στο ενέργημα της αυτοσυνειδησίας μπορεί να παρασταθεί μόνο ως διαδοχικώς γεννώμενη (με μία κίνηση της παράδειξης μέσω της οποίας παραδεικνύεται το απροσπέλαστο και δίνεται σ’ αυτό μια κατ’ αίσθησιν προσπελάσιμη διάσταση). Δηλαδή το απολύτως νοητό, η έννοια παραδεικνύεται ως χρόνος, και ως τέτοιος διαιρείται σε εποχές. Παρουσιάζεται λοιπόν, μία ανασύνθεση του ανεικόνιστου (του απόλυτου στο χρόνο) ενεργήματος σε διαδοχικές πράξεις. Η ως άνω μέθοδος μας καλεί να γνωρίσουμε το εγώ όχι μόνο ως αντικείμενο αλλά κι ως υποκείμενο – ως αυτουργία και αυτενέργεια.
Ερευνούμε λοιπόν, εκκινώντας από την έννοια του εγώ στην οποία ανυψωνόμαστε μέσω της απόλυτης ελευθερίας, την ελευθερία δηλαδή ως αυτοκατανόηση. Μέσω του ενεργήματος της αυτοσυνειδησίας τίθεται σε εμάς που φιλοσοφούμε κάτι ως αντικείμενο στο εγώ. Όμως, λόγω αυτού δεν τίθεται ακόμη κάτι ως υποκείμενο στο εγώ, κάτι δηλαδή που θα το καταστήσει ικανό να εποπτεύει, να βλέπει τον ίδιο του τον εαυτό. Διά μέσου του εγώ, το ίδιο ως ένα και το αυτό ενέργημα, ό,τι τίθεται πραγματικώς, τίθεται και ιδεατώς. Η έρευνα συνεχίζεται, έως ότου το ίδιο το οποίο τίθεται δι’ ημάς στο εγώ ως αντικείμενο, τεθεί δι’ ημάς στο εγώ ως υποκείμενο, δηλαδή μέχρις ότου η συνείδηση του εγώ συμπέσει με τη συνείδηση του φιλοσόφου που το παρατηρεί. Η έρευνα εξελίσσεται έως ότου φθάσει μέσω του εαυτού μας το ίδιο το εγώ στο σημείο εκκίνησης, δηλαδή στο απόλυτο ενέργημα που είναι ταυτότητα ιδεατής και πραγματικής ενέργειας. Θεματοποιείται λοιπόν η αυτοσυνείδηση, η οποία είναι αυτογνωσία στην προοπτική του φιλοσόφου που την παρατηρεί ως αντικείμενο και αποπειρόμαστε να τη γνωρίσουμε και ως υποκείμενο -ως αυτουργία και αυτενέργεια.
H ως άνω μέθοδος επιβάλλεται από το αντικείμενο και το πρόβλημα, αφού καλούμαστε να διαχωρίζουμε ό,τι είναι συνενωμένο (υποκείμενο-αντικείμενο) στο απόλυτο ενέργημα της αυτοσυνειδησίας, για να παρουσιάσουμε διαδοχικά, ενώπιον των οφθαλμών μας την εν λόγω συνένωση. Δηλαδή διενεργείται η διαίρεση της αληθινής ταυτότητας υποκειμένου- αντικειμένου στο εποπτειακό στοιχείο, προκειμένου να παρουσιαστεί στην πλευρά της εποπτείας. Προς τον σκοπό του φιλοσοφείν οδηγούμαστε στο εποπτειακό στοιχείο, παραδεικνύοντας το απροσπέλαστο. Το απολύτως νοητό, η έννοια, παραδεικνύεται διαδοχικά, δηλαδή το άχρονο παρουσιάζεται στο χρόνο.
Για την παραγωγή της απόλυτης σύνθεσης εκκινούμε από το εξής συμπέρασμα:
1) Ο φραγμός πρέπει να είναι συγχρόνως ιδεατός και πραγματικός. Δεδομένου αυτού του συμπεράσματος, επειδή μία πρωταρχική συνένωση ιδεατού και πραγματικού είναι νοητή μόνο σε ένα απόλυτο ενέργημα, θα πρέπει και ο φραγμός να τεθεί μέσω ενός ενεργήματος που είναι συγχρόνως τόσο ιδεατό όσο και πραγματικό.
2) Ένα τέτοιο ενέργημα είναι μόνο η αυτοσυνειδησία. Άρα και ο κάθε περιορισμός θα πρέπει να τεθεί μέσω της αυτοσυνειδησίας και να δοθεί μέσω αυτής.
α) Το πρωταρχικό ενέργημα της αυτοσυνειδησίας είναι συγχρόνως ιδεατό και πραγματικό. Η αυτοσυνειδησία – η επ’ άπειρον χωρούσα ενέργεια- ως προς την αρχή της είναι μόνο ιδεατή και μέσω αυτής προκύπτει το εγώ ως πραγματικό. Το εγώ περιορίζεται άμεσα μέσω του ενεργήματος της οικείας του αυτοεποπτείας, δηλαδή της συνάρτησης της δικής του θέασης που καταβυθίζεται σε ένα οιονεί αντικειμενικό θέαμα με οντολογική ισχύ. Το εποπτεύεσθαι και το Είναι είναι Ένα και το αυτό.
β) Μόνο δια του ενεργήματος της αυτοσυνειδησίας τίθεται ο φραγμός, του οποίου η μόνη πραγματικότητα είναι εκείνη που αποκτά μέσω της αυτοσυνειδησίας. Το εν λόγω ενέργημα είναι το υψηλότερο, ο περιορισμός, το παραχθέν.
Για τον δογματικό το πρώτο είναι ο περιορισμός και το δεύτερο η αυτοσυνειδησία. Ο δογματικός, λοιπόν, δεν ασκεί αυτοεποπτεία, αφού θεωρεί το θέαμα ως απόλυτο αντικείμενο και τη συνείδηση ως μία απεικόνισή του. Ο ως άνω δογματικός συλλογισμός είναι όμως αδύνατος να νοηθεί, επειδή η αυτοσυνειδησία πρέπει να είναι ενέργημα και ο φραγμός (για να είναι φραγμός του εγώ) πρέπει να είναι συγχρόνως εξαρτημένος και ανεξάρτητος από το εγώ. Αυτό δύναται να νοηθεί μόνο καθ’ όσον το εγώ ισούται με μία πράξη όπου υπάρχουν δύο αντίθετες ενέργειες, μία πραγματική ενέργεια που περιορίζει και από την οποία ο φραγμός είναι ανεξάρτητος και μία ιδεατή – περιορίζουσα ενέργεια, η οποία είναι ακριβώς γι’ αυτό μη περιορίσιμη.
3) Η ως άνω πράξη είναι η αυτοσυνειδησία, και πέραν αυτής το εγώ είναι απλή αντικειμενικότητα. Το απλό αντικειμενικό είναι το μοναδικό καθ’ αυτό που υπάρχει. Η υποκειμενικότητα προστίθεται μόνο μέσω της αυτοσυνειδησίας. Η περιορίζουσα ενέργεια αντιτίθεται στην πρωταρχικώς μόνο αντικειμενική περιoρισμένη εν τη συνειδήσει ενέργεια. Γι’ αυτό το λόγο η περιορίζουσα ενέργεια δεν δύναται να καταστεί αντικείμενο. Η γέννηση της συνείδησης και η θέση του περιορισμού είναι ένα και το αυτό. Εισέρχεται στη συνείδηση μόνο αυτό που είναι περιορισμένο (περατό) σε εμένα, ενώ η περιορίζουσα ενέργεια εξέρχεται από πάσα συνείδηση, επειδή είναι αιτία παντός περιορισμού. Ο περιορισμός πρέπει να φαίνεται ανεξάρτητος από εμένα, επειδή δύναμαι να βλέπω μόνο τον περιορισμό μου και ποτέ την ενέργεια διά της οποίας τίθεται αυτός.
3) Η ως άνω πράξη είναι η αυτοσυνειδησία, και πέραν αυτής το εγώ είναι απλή αντικειμενικότητα. Το απλό αντικειμενικό είναι το μοναδικό καθ’ αυτό που υπάρχει. Η υποκειμενικότητα προστίθεται μόνο μέσω της αυτοσυνειδησίας. Η περιορίζουσα ενέργεια αντιτίθεται στην πρωταρχικώς μόνο αντικειμενική περιoρισμένη εν τη συνειδήσει ενέργεια. Γι’ αυτό το λόγο η περιορίζουσα ενέργεια δεν δύναται να καταστεί αντικείμενο. Η γέννηση της συνείδησης και η θέση του περιορισμού είναι ένα και το αυτό. Εισέρχεται στη συνείδηση μόνο αυτό που είναι περιορισμένο (περατό) σε εμένα, ενώ η περιορίζουσα ενέργεια εξέρχεται από πάσα συνείδηση, επειδή είναι αιτία παντός περιορισμού. Ο περιορισμός πρέπει να φαίνεται ανεξάρτητος από εμένα, επειδή δύναμαι να βλέπω μόνο τον περιορισμό μου και ποτέ την ενέργεια διά της οποίας τίθεται αυτός.
4) Δεν αποκαλούμαι εγώ ούτε την περιορίζουσα ούτε την περιορισμένη ενέργεια, διότι το εγώ είναι μόνο στην αυτοσυνειδησία. Όμως ούτε διά της περιορισμένης ούτε διά της περιορίζουσας μεμονωμένως νοουμένων μας προκύπτει το εγώ της αυτοσυνειδησίας.
α) Εφόσον η περιορίζουσα ενέργεια δεν εισέρχεται στη συνείδηση, δεν καθίσταται αντικείμενο, είναι η ενέργεια του καθαρού υποκειμένου. Η περιορισμένη ενέργεια έχει τον δικό της κόσμο. Όμως το εγώ της αυτοσυνειδησίας δεν είναι καθαρό υποκείμενο, αλλά είναι συγχρόνως υποκείμενο και αντικείμενο.
β) Μόνο η περιορισμένη ενέργεια καθίσταται αντικείμενο (δεν μπορούμε να καταστήσουμε αντικείμενο κάτι άπειρο), το απλώς αντικειμενικό στην αυτοσυνειδησία, αφού στην ίδια την περιορισμένη ενέργεια, η θέα γίνεται θέαμα και έτσι παράγεται η φύση της αυτοσυνειδησίας και όχι η έννοιά της, η ιδεατή της κατάληψη. Αλλά δεν είναι καθαρό υποκείμενο ούτε καθαρό αντικείμενο αλλά συγχρόνως αμφότερα.
Επομένως η αυτοσυνειδησία δεν γεννάται ούτε διά της περιορίζουσας, ούτε διά της περιορισμένης ενέργειας, αλλά από μία Τρίτη συντεθειμένη εξ αμφοτέρων ενέργεια. Μέσω της ιδίας σύνθεσης περιορίζουσας και περιορισμένης ενέργειας προκύπτει το εγώ της αυτοσυνειδησίας.
5) Η εν λόγω Τρίτη ενέργεια αιωρείται μεταξύ της περιορισμένης και της περιορίζουσας ενέργειας. Δι’ αυτής της αιωρούμενης ενέργειας πρωταρχικώς γεννάται το εγώ, επειδή το παράγειν και το είναι του εγώ είναι Ένα και το αυτό. Η οντότητα είναι εδώ καθαρή πράξη. Το εν λόγω Ένα δεν αποτελεί άλλο παρά το εγώ της ίδιας της αυτοσυνειδησίας. Άρα το εγώ είναι μία σύνθετη ενέργεια και η ίδια η αυτοσυνειδησία ένα συνθετικό ενέργημα.
6) Για να καθοριστεί ακριβέστερα η συνθετική ενέργεια θα πρέπει πρωτίστως να καθοριστεί ακριβέστερα η διένεξη των αντίθετων ενεργειών εκ των οποίων σύγκειται.
α) Η εν λόγω διένεξη δεν είναι τόσο μία διένεξη πρωταρχικώς εν σχέσει προς το υποκείμενο, όσο πολύ περισσότερο εν σχέσει προς τις κατευθύνσεις αντίθετων ενεργειών (διελκυστίνδα), επειδή και οι δύο ενέργειες πηγάζουν από το Ένα και το αυτό εγώ. Το εγώ ως ελατήριο τείνει να ελευθερωθεί, να παραγάγει βούληση. Το εγώ έχει την τάση να παράγει το άπειρο και αυτή η κατεύθυνση θα πρέπει να νοηθεί ως χωρούσα προς τα έξω, ως φυγόκεντρος, αφού η φύση της αυτοσυνείδησης είναι η επ’ άπειρον χωρούσα ενέργεια. Η ως άνω τάση είναι διακριτή από μία ενέργεια που επιστρέφει προς τα έσω, στο εσωτερικό του εγώ ως κέντρου. Η ως προς τη φύση της άπειρη ενέργεια, η οποία χωρεί προς τα έξω (φυγόκεντρος) είναι το αντικειμενικό εν τω εγώ, ενώ η ενέργεια που επιστρέφει στο εγώ (κεντρομόλος) είναι η τάση προς εποπτεία του εαυτού εν σχέσει προς εκείνη την απειρία. Μέσω της προαναφερθείσας πράξης, στο εγώ χωρίζεται το εσωτερικό (κεντρομόλος) και το εξωτερικό (φυγόκεντρος) και με αυτό το χωρισμό τίθεται μία σύγκρουση, η οποία δύναται να εξηγηθεί μόνο μέσω της αναγκαιότητας της αυτοσυνειδησίας. Δεν δύναται λοιπόν να εξηγηθεί περαιτέρω το γιατί το εγώ πρέπει πρωταρχικά να αποκτήσει ενσυνείδητη επίγνωση του εαυτού του, διότι τούτο είναι η αυτοσυνειδησία, στην οποία όμως είναι αναγκαία μία διένεξη αντίθετων κατευθύνσεων.
Το εγώ της αυτοσυνειδησίας βαίνει συγχρόνως προς αυτές τις αντίθετες κατευθύνσεις και συνίσταται μόνο σε αυτή τη διένεξη ή πολλώ μάλλον αυτό το ίδιο το εγώ είναι αυτή η διένεξη των αντίθετων κατευθύνσεων. Με όση βεβαιότητα το εγώ έχει την ενσυνείδητη επίγνωση του ίδιου του εαυτού του, με την ίδια βεβαιότητα πρέπει να γεννάται και να συντηρείται αυτή η σύγκρουση. Η εν λόγω σύγκρουση συντηρείται με την τάση προς ύψωση στο ιδεατό.
Οι δύο αντίθετες κατευθύνσεις αλληλοαναιρούνται, άρα η σύγκρουση δεν δύναται να εξακολουθήσει. Εάν όμως η σύγκρουση σταματήσει, προκύπτει η απόλυτη αδράνεια, διότι το εγώ είναι η τάση να είναι ίσο προς τον ίδιο του τον εαυτό. Ο μοναδικός προσδιοριστικός λόγος που παράγει ενέργεια για το εγώ είναι μία συνεχής αντίφαση στο ίδιο το εγώ. Όμως πάσα αντίφαση αυτή καθ’ εαυτή εκμηδενίζει τον εαυτό της, αλλά αυτό δεν πρέπει να γίνει. Καμία αντίφαση δεν δύναται να υπάρξει ει μη οιονεί διά της ίδιας της επιδίωξής της προς συντήρηση ή νόησή της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εισέρχεται εντός της αντίφασης μία αμοιβαία σχέση των δύο αντίθετων μελών μεταξύ τους.
Η πρωταρχική αντίφαση στην ουσία του εγώ δεν δύναται να αναιρεθεί χωρίς να αναιρείται το ίδιο το εγώ, ούτε δύναται να διαρκεί αυτή καθ’ εαυτήν. Η εν λόγω τάση του εγώ για να συντηρήσει την αντίφαση και να την εξυψώσει, θα εξακολουθεί να διαρκεί μόνο δια της αναγκαιότητας, δηλαδή μέσω της εκ του Εγώ προκύπτουσας τάσης να συντηρεί την αντίφαση και μέσω αυτού του τρόπου να της χορηγεί ταυτότητα.
Εκ των μέχρι τούδε συνάγεται το εξής συμπέρασμα:
Η εκφραζόμενη στην αυτοσυνειδησία ταυτότητα δεν είναι πρωταρχική αλλά είναι παραγόμενη και εμμέσως συναγόμενη. Το πρωταρχικό είναι η διένεξη των αντίθετων κατευθύνσεων, ενώ η ταυτότητα είναι το επακολούθημα, αυτό δηλαδή που συνάγεται από τις αντίθετες κατευθύνσεις.
Η εκφραζόμενη στην αυτοσυνειδησία ταυτότητα δεν είναι πρωταρχική αλλά είναι παραγόμενη και εμμέσως συναγόμενη. Το πρωταρχικό είναι η διένεξη των αντίθετων κατευθύνσεων, ενώ η ταυτότητα είναι το επακολούθημα, αυτό δηλαδή που συνάγεται από τις αντίθετες κατευθύνσεις.
Η ενσυνείδητη επίγνωση της ταυτότητας υποκειμένου-αντικειμένου είναι το ύψιστο που αποκτούμε, μόνο που αυτή η ταυτότητα δύναται να υπάρξει αποκλειστικά διά μέσου ενός τρίτου εμμέσως συνάγοντος, το οποίο δύναται να είναι μία ενέργεια που αιωρείται μεταξύ αντίθετων κατευθύνσεων, αφού η αυτοσυνειδησία είναι μία δυαδικότητα κατευθύνσεων. Εμφανίζεται λοιπόν το εγώ να αιωρείται και να φαίνεται ως μία ιδεατή αντίφαση που δεν αυτοκαταστρέφεται αλλά διαρκεί.
β) Επειδή πριν την αυτοσυνειδησία δεν υπάρχει ουδείς λόγος να προβληματιστούμε περί της απειρίας των δύο ενεργειών, δηλαδή να θέσουμε τη μία ή την άλλη πεπερασμένη, γι’ αυτό και η διένεξη των δύο ενεργειών θα είναι άπειρη, αφού οι ίδιες υπάρχουν εν γένει. Άρα αυτή η διένεξη δεν μπορεί να συμφιλιώνεται σε μία μόνο πράξη αλλά μόνο σε μία άπειρη σειρά των πράξεων. Επειδή νοούμε την ταυτότητα της αυτοσυνειδησίας ως την οικείωση της σύγκρουσης σε μία πράξη αυτοσυνειδησίας, δια τούτο θα πρέπει στη μία απόλυτη πράξη να περιέχεται μία απειρία πράξεων και έτσι αυτή θα είναι η μία απόλυτη σύνθεση και εφ’ όσον τίθεται διά του εγώ το παν μόνο μέσω της πράξης του, θα είναι μία σύνθεση μέσω της οποίας τίθενται όλα αυτά που τίθενται διά του εγώ εν γένει.
Εν συνεχεία θα εξετάσουμε το πώς το εγώ ελαύνεται - ωθείται στην απόλυτη πράξη ή πώς είναι δυνατή η συνώθηση μίας απειρίας των πράξεων σε Μία απόλυτη πράξη.
Στο εγώ υπάρχουν το υποκείμενο και το αντικείμενο πρωταρχικώς αντίθετα, τα οποία αλληλοαναιρούνται και εν τούτοις, το ένα χρειάζεται το έτερό του. Το υποκείμενο ίσταται μόνο σε αντίθεση με το αντικείμενο και αντιστρόφως, το αντικείμενο ίσταται μόνο σε αντίθεση με το υποκείμενο. Πράγματι, ουδέν εκ των δύο δύναται να γίνει πραγματικό χωρίς να εκμηδενίσει το άλλο, αλλά ουδέποτε δύναται να συμβεί αυτό ούτως ώστε να φθάσουμε έως την εκμηδένιση του ενός υπό του ετέρου του, επειδή το καθένα είναι μόνο αυτό το οποίο είναι σε αντίθεση προς το έτερο.
Επομένως, και τα δύο πρέπει να συνενώνονται, γιατί δεν μπορούν ούτε να αλληλοεκμηδενίζονται ούτε να συνυπάρχουν. Συνεπώς η διένεξη δεν είναι τόσο μεταξύ δύο παραγόντων, όσο είναι αφενός μεταξύ της αδυναμίας να συνενωθούν τα απείρως αντίθετα, και αφετέρου της αναγκαιότητας αυτό να διαπραχθεί, εάν δεν πρέπει να οδηγηθούμε στο να αναιρεθεί η ταυτότητα της αυτοσυνειδησίας. Το γεγονός ότι το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι αντίθετα αναγκάζει το εγώ να συνωθήσει μία απειρία πράξεων στη Μία απόλυτη. Εξ αιτίας της αντίθεσης στο εγώ υπάρχει η απόλυτη κίνηση. Εάν δεν υπήρχε η εν λόγω αντίθεση δεν θα υπήρχε καμία απόλυτη κίνηση – ενέργεια, καμία παραγωγή και κανένα παράγωγο, αντικείμενο. Ομοίως, εάν η αντίθεση δεν ήταν απόλυτη, ούτε η συναινούσα ενέργεια θα ήταν απόλυτη, αναγκαία και αυτοπροαίρετη.
Επομένως, και τα δύο πρέπει να συνενώνονται, γιατί δεν μπορούν ούτε να αλληλοεκμηδενίζονται ούτε να συνυπάρχουν. Συνεπώς η διένεξη δεν είναι τόσο μεταξύ δύο παραγόντων, όσο είναι αφενός μεταξύ της αδυναμίας να συνενωθούν τα απείρως αντίθετα, και αφετέρου της αναγκαιότητας αυτό να διαπραχθεί, εάν δεν πρέπει να οδηγηθούμε στο να αναιρεθεί η ταυτότητα της αυτοσυνειδησίας. Το γεγονός ότι το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι αντίθετα αναγκάζει το εγώ να συνωθήσει μία απειρία πράξεων στη Μία απόλυτη. Εξ αιτίας της αντίθεσης στο εγώ υπάρχει η απόλυτη κίνηση. Εάν δεν υπήρχε η εν λόγω αντίθεση δεν θα υπήρχε καμία απόλυτη κίνηση – ενέργεια, καμία παραγωγή και κανένα παράγωγο, αντικείμενο. Ομοίως, εάν η αντίθεση δεν ήταν απόλυτη, ούτε η συναινούσα ενέργεια θα ήταν απόλυτη, αναγκαία και αυτοπροαίρετη.
7) H ως άνω παραχθείσα πρόοδος από μία απόλυτη αντίθεση σε μία απόλυτη σύνθεση δύναται να παρασταθεί και τελείως μορφικά. Παρουσιάζοντας το αντικειμενικό εγώ ως την απόλυτη πραγματικότητα, τότε το αντίθετο θα πρέπει να είναι η απόλυτη άρνηση. Επειδή όμως η εν λόγω πραγματικότητα είναι απόλυτη, δεν είναι πραγματικότητα. Άρα τα δύο αντίθετα είναι απλώς ιδεατά στην αντίθεση. Τα δύο άκρα λοιπόν δεν είναι ισχυρά και επιτρέπουν στο ίδιο το εγώ μέσω της συνθέτουσας πράξης να αποκτήσει αυτό πραγματικότητα, να γίνει αυτό πραγματικό. Εάν το εγώ γίνει πραγματικό, δηλαδή αντικείμενο του ιδίου του εαυτού του, τότε θα πρέπει να αναιρεθεί η εντός του πραγματικότητα. Κατά παρόμοιο τρόπο, εάν πρόκειται να γίνει πραγματικό και το αντίθετο, τότε θα πρέπει να παύσει να είναι η απόλυτη άρνηση. Εάν πρόκειται να γίνουν και τα δύο πραγματικά, τότε πρέπει οιονεί να επιμεριστούν στην πραγματικότητα. Ο εν λόγω όμως επιμερισμός δεν είναι ακριβώς δυνατός, παρά μόνο διαμέσου της Τρίτης ενέργειας του εγώ, δηλαδή της αιωρούμενης ενέργειας μεταξύ των αμφοτέρων. Η αυτή όμως Τρίτη ενέργεια δεν είναι δυνατή, εάν και τα δύο αντίθετα δεν είναι τα ίδια και καθ’ εαυτά ενέργειες του εγώ.
Συνοψίζοντας, φαίνεται ότι το εγώ μέσα στην διένεξη εμφανίζεται ως η απόλυτη αντίφαση του ένδον και του εκτός, της απομάκρυνσης από τον εαυτό του και της επιστροφής στον εαυτό του, προκαλώντας κυκλική κίνηση, γεννώντας τη γνώση και καθιστώντας το ίδιο το εγώ τελεστή της αυτογνωσίας. Η αντίφαση αυτή γεννάται αλλά και συντηρείται εντός της αυτοσυνείδησης του εγώ. Η νόηση ως ένα είδος αιώρησης, ως ένα «τρίτο», εισέρχεται στην εν λόγω αντίφαση συμφιλιώνοντάς την.
Η εν λόγω Τρίτη ενέργεια ως μία απόλυτη πράξη σύνθεσης, είναι εκείνη που συνωθεί μία απειρία πράξεων σε μία απόλυτη πράξη τροφοδοτούμενη από την αντίφαση, παράγοντας η ίδια κίνηση που ανάγεται από τον F.W.J. Schelling σε μηχανισμό του πνεύματος. Για τον F.W.J. Schelling, η Μία απόλυτη σύνθεση συντίθεται διαδοχικώς, εκθέτει την ταυτότητα ως ροή, ως την ίδια τη φύση της αυτοσυνειδησίας. Επίσης, ο φιλόσοφος φαίνεται να περιγράφει το εγώ μέσω κανόνων μηχανικής, εφ’ όσον κατανοεί την αντίφαση της αυτοσυνειδησίας και ως χώρο. Άρα λοιπόν, η αυτοσυνειδησία ως το ένα και το απόλυτο ενέργημα, οδηγείται στο περιεχόμενό της, στην απόλυτη αυτοθέασή της, μέσω μίας αέναης, δρώσας ενέργειας – ροής, μέσω μίας επίπονης διένεξης αλλά και συμφιλίωσης του υποκειμένου και του αντικειμένου. Η ενσυνείδητη επίγνωση της ταυτότητας υποκειμένου – αντικειμένου αποκτάται ενεργά, φαίνεται επίπονη εξ αρχής, ενώ η νόηση ως η ενέργεια της συμφιλίωσης έρχεται να εμπλουτίσει τη γνωσιακή διαδικασία ούτως, ώστε να οδηγήσει το εγώ στο ύψιστο. Μπορούμε εύλογα να παρατηρήσουμε ότι η συλλογιστική του Σέλλινγκ θυμίζει τη Νευτώνια φυσική.
Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται στην ελληνική μετάφραση του βιβλίου με τίτλο «Το σύστημα του υπερβατολογικού ιδεαλισμού» του F.W.J. Schelling, επιχειρεί να αποδώσει πιστά τις έννοιες που μας παραθέτει ο F.W.J. Schelling μεταφράζοντας και ερμηνεύοντας ταυτόχρονα. Ο ελληνικός πλούτος λέξεων είναι ιδιαίτερα πρόσφορος διότι μέσω αυτού μπορεί κανείς όχι απλώς να μεταφράζει αλλά και να ερμηνεύει.
Πηγές:
- F.W.J. Schelling: Σύστημα του υπερβατολογικού ιδεαλισμού, μτφρ. Παναγιώτης Δάφνος, επιμ. μτφρ., προλ. εισ. Θεόδωρος Πενολίδης, Κράτερος, Αθήνα, 2015
- F.W.J. Schelling : System des transzendentalen Idealismus (1800), Stuttgart (Cotta) 1856-1861 (= O[riginalausgabe])
πηγή: maxmag