Του Δημήτρη Τζωρτζόπουλου
§1: Η έννοια της απειρότητας ή απειρίας (Unendlichkeit) και του απείρου (unendlich) αποτελεί κεντρικό συστατικό στοιχείο της εγελιανής σκέψης και βρίσκει το πλούσιο νόημά της στο πλαίσιο της διαλεκτικής της/τους συνάφειας με την περατότητα (Endlichkeit) και το περατό ή πεπερασμένο (endlich). Από άποψη γενικής αρχής έχουμε διαλεκτική απείρου – πεπερασμένου και πιο εξειδικευμένα, σε επίπεδο ποιοτικά διαμορφωμένης κατάστασης του Είναι, διαλεκτική περατότητας – απειρότητας. Άπειρο και περατό, απειρότητα και περατότητα, δεν είναι τυπικά, απλώς μορφικά, δηλ. κατά τη μορφή μόνο, άρα κατά τους τύπους, ήτοι εξωτερικά αντίθετα, αλλά εσωτερικά διαφοροποιημένα και ως τέτοια συνάπτονται μεταξύ τους σε διαλεκτική ενότητα. Στην περίπτωση που συλλαμβάνονται στην εξωτερική τους αντίθεση – π.χ. εδώ υπάρχει το πεπερασμένο ον, ας πούμε ο άνθρωπος, και κάπου αλλού ένα άλλο άπειρο ον, ας πούμε ο θεός – αυτό το άπειρο είναι ένα κίβδηλο, ψευδές, κακό άπειρο και οντο-λογικά συνιστά μια κίβδηλη, φαύλη, ψευδή απειρότητα. Όταν συλλαμβάνονται στην εσωτερική τους κίνηση, όπου το άπειρο δεν νοείται ως ένα απλώς εξωτερικό άλλο, παρά ως το άλλο του ίδιου του Εαυτού του πεπερασμένου, τότε έχουμε το αληθινό άπειρο, το όντως ον [=υπάρχον] άπειρο και αντίστοιχα την αληθινή, τη γνήσια, την αψευδή και γι’ αυτό αυθεντική απειρότητα.
§2: Στην Επιστήμη της Λογικής ‒ διδασκαλία περί του Είναι[1], πιο ειδικά, ο Χέγκελ μας λέει πως, όταν σκεπτόμαστε ένα πεπερασμένο Κάτι, αυτόματα η σκέψη μας πάει να σκεφτεί ένα άλλο, δηλαδή το Άλλο του, που δείχνει τον περιορισμό αυτού του πεπερασμένου. Εάν όμως αυτό το Άλλο το σκεφτόμαστε ως ένα άλλο πεπερασμένο δίπλα στο πρώτο πεπερασμένο και το άλλο αυτού του άλλου πεπερασμένου ως ένα επόμενο πεπερασμένο κ.ο.κ μέχρι το άπειρο, τότε αυτό το Άλλο χωρίς τέλος, δηλαδή η γένεση και φθορά των πεπερασμένων όντων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κοινόν και το ίδιον της ποιότητάς τους και της ποιοτικής τους αλλαγής, είναι το κίβδηλο άπειρο και η συλλαμβανόμενη με τούτη την αντιδιαλεκτική σκέψη αντίστοιχη κατάσταση του Είναι κίβδηλη απειρότητα. Αυτή η μέθοδος σκέψης ιδιάζει στη διάνοια, ας πούμε με σημερινούς όρους, περίπου στον κοινό νου. Σύμφωνα όμως με τη μέθοδο σκέψης τουφιλοσοφικού-διαλεκτικού Λόγου, τα πράγματα εξελίσσονται εντελώς διαφορετικά, καθώς το άπειρο δεν βρίσκεται σε κάποιο επέκεινα: ποιος ξέρει πού;, αλλά εντός του ίδιου του πεπερασμένου, ως η πιο ακατάλυτη δύναμη της Λογικής εξέλιξης του τελευταίου.
§3: Το άπειρο γενικώς αναδύεται από τη φθορά του πεπερασμένου[2]. Ετούτη η φθορά όμως, με τη σειρά της, δεν συνεπάγεται ή δεν σημαίνει οριστική κατάργηση, ολικό αφανισμό ή εκμηδενισμό του πεπερασμένου, αλλά άρνηση του περιορισμένου εαυτού του, δηλ. των καθ-ορισμένων/προσ-δι-ορισμένων, σε κάθε στιγμή ή κατάσταση, ορίων του εαυτού, μιας ορισμένης του ποιότητας, ως προσδιορισμένου-Είναι [ως ύπαρξης (Dasein)] και μετάβαση σε ένα Άλλο, σε μια άλλη ποιότητα του Είναι. Πρόκειται, ως προκύπτει, για μια διαλεκτική διαδικασία εξέλιξης των πεπερασμένων όντων, η οποία όμως δεν τα καταργεί ως τέτοια στο όνομα ενός απείρου έξω απ’ αυτά, αλλά τα επαναπροσδιορίζει, μέσα από την προσδιορισμένη τους άρνηση, δηλ. μέσα από την άρνηση ορισμένων ποιοτήτων τους, μέσα από την άρνηση του ορισμένου και γι’ αυτό προσδιορισμένου αλλά και καθορισμένου φραγμού τους. Ετούτη η διαδικασία, ως διαλεκτική συνέχειας και ασυνέχειας, παρ-ουσίας και απ-ουσίας, συνέχει ολόκληρο τον κόσμο του πεπερασμένου και έρχεται στο Είναι ως η αληθινή του απειρότητα. Είναι αληθινή, επειδή το άπειρο είναι μέσα μας και εντός μας και επειδή συγχρόνως και το περατό είναι μέσα του και εντός του.
§4: Ας πάρουμε το παράδειγμα: άνθρωπος. Ως πεπερασμένο ον, εξελίσσεται μέσα στην ιστορία, επαναπροσδιοριζόμενος συνεχώς μέσα από τις εκάστοτε ορισμένες, καθορισμένες και εξίσου προσδιορισμένες του αρνήσεις: άλλος, ας πούμε, είναι ο άνθρωπος της εποχής του Πλάτωνα, άλλος εκείνος της Αναγέννησης, άλλος ο σημερινός και άλλος ο αυριανός. Σε όλες αυτές τις διαφοροποιητικές και διαφοροποιημένες αναπτύξεις του, δηλαδή στις αναπτύξεις που τον διαφοροποιούν από τον προηγούμενο εαυτό του, και στις αυτοπροσδιοριζόμενες αλλαγές του ποιού του ή ποιοτικού του Είναι δεν παύει να είναι άνθρωπος ως Είναι (Sein), αλλά παύει να είναι άνθρωπος ως προσδιορισμένο-Είναι (Da-Sein). Το τελευταίο απορροφάται μέσα στο πρώτο, ωςστιγμή, πτυχή ή στάδιό του, με το νόημα ότι αυτο-προσδιορίζεται ως πεπερασμένο και τείνει να υπερβεί αυτό τον φραγμό του, να υπερβεί δηλαδή τον εαυτό του ως πεπερασμένο και με αυτή την έννοια του απείρου
«είναι η άρνηση της άρνησης, το καταφατικό, το Είναι, το οποίο έχει αποκαταστήσει τον εαυτό του έξω από την περιοριστικότητα»[3].
Στο πιο πάνω παράδειγμα του ανθρώπου, ο Πλάτων, ας πούμε, αποκαθιστά τον εαυτό του, έξω από την περιοριστικότητα του προσδιορισμένου-Είναι του, ως αληθινή απειρότητα με τη μορφή του πνευματικού κεφαλαίου, της σκέψης. Υπ’ αυτή την έννοια συνεχίζει ο Χέγκελ να επιχειρηματολογεί υπέρ του αληθινού απείρου ότι
«το άπειρο …είναι το αληθινό Είναι: η ανύψωση πάνω από τον φραγμό… Μέσα στο άπειρο, το πνεύμα δεν είναι απλώς αφηρημένα κοντά στον εαυτό του, αλλά ανυψώνεται στον ίδιο τον εαυτό του, στο φως της σκέψης του, της καθολικότητάς του, της ελευθερίας του»[4].
Ο Πλάτων, για να μείνουμε στο ίδιο παράδειγμα, είναι το αληθινό Είναι, ήτοι το αληθινό άπειρο, επειδή ως προσδιορισμένο-Είναι, ως Dasein, ανέπτυξε τόσο πολύ το πνευματικό του Είναι, ώστε να υπερβεί τον φραγμό του Dasein του, ως περιορισμένης εν χρόνω και τόπω ύπαρξης και να φτάσει ως εμάς ως ελεύθερη, καθαρή, ακατάλυτη κ.λπ. σκέψη.
[1] Γκ. Χέγκελ: Η διδασκαλία περί του Είναι, μτφρ. Δημ. Τζωρτζόπουλος, εκδ. Νόηση 2013, σσ. 254 κ.εξ.
[2] Ό.π.
[3] Ό.π., σ. 258
[4] Ό.π
πηγή: hegel-platon