Το ποίημα γράφτηκε το 1935 και είναι από τα πιο σημαντικά του ποιητή. Δεν πρόκειται μόνο για ένα ανθρωπιστικό θέμα, για την απολύτρωση δηλαδή του ανθρώπου από την καταπίεση και τον πόνο. Στο υποβλητικό ακόμη τότε σκηνικό της Ιεράς Οδού, του δρόμου που οδηγούσε από την Αθήνα στην Ελευσίνα και που ακολουθούσαν οι αρχαίες πομπές των Ελευσίνιων μυστηρίων, ο ποιητής, μέσα από το «συμβολικό δρώμενο» που βλέπει και περιγράφει, αναπαρασταίνει καταστάσεις ανάλογες με αυτές που ζούσαν οι μυημένοι στα Ελευσίνια μυστήρια. Μας δίνει δηλαδή την εικόνα του ξεπεσμού και της υποδούλωσης που οδήγησε τον άνθρωπο η αφροσύνη του να αλυσοδέσει και να υποτάξει τη Μάνα-Γη, σύμβολο της μητρότητας και της αγάπης, για να οραματιστεί τελικά τη μέρα της σωτηρίας και της λύτρωσης, όταν η ψυχή του ανθρώπου θα συμφιλιωθεί απόλυτα και θα ταυτιστεί με τους αιώνιους νόμους της ζωής και με τη φύση. Παρήγορο μήνυμα ανάστασης και θριάμβου της ζωής.
Από τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν’ ο ήλιος θαρρούσα στην καρδιά μου
με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι π’ ολοένα
βουλιάζει... Γιατί εκείνο πια το δείλι,
σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει
ν’ αρμέξει ζωή απ’ τον έξω κόσμον,
ήμουν περπατητής μοναχικός στο δρόμο
που ξεκινά από την Αθήνα κι έχει
σημάδι του ιερό την Ελευσίνα.
Τι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα
σα δρόμος της Ψυχής... Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε
αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια,
γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα
αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν,
με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους...
Μα παραπέρα, σα να χάθη ο κόσμος
κι έμειν’ η φύση μόνη, ώρα κι ώρα
μιαν ησυχία βασίλεψε... Κι η πέτρα,
π’ αντίκρισα σε μια άκρη ριζωμένη,
θρονί μού φάνη μοιραμένο μου ήταν
απ’ τους αιώνες. Κι έπλεξα τα χέρια,
σαν κάθισα, στα γόνατα, ξεχνώντας
αν κίνησα τη μέρα αυτή ή αν πήρα
αιώνες πίσω αυτό τον ίδιο δρόμο...
Μα να· στην ησυχία αυτή απ’ το γύρο
τον κοντινό προβάλανε τρεις ίσκιοι.
Ένας Ατσίγγανος αγνάντια ερχόνταν,
και πίσωθέ του ακλούθααν, μ’ αλυσίδες
συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες.
Και να· ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
και μ’ είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω
να τον κοιτάξω, τράβηξε απ’ τον ώμο
το ντέφι και, χτυπώντας το με το ‘να
χέρι, με τ’ άλλον έσυρε με βία
τις αλυσίδες. Κι οι δυο αρκούδες τότε
στα δυο τους σκώθηκαν βαριά... Η μία,
(ήτανε η μάνα, φανερά), η μεγάλη,
με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο
το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάνω
μιαν άσπρη αβασκαντήρα, ανασηκώθη
ξάφνου τρανή, σαν προαιώνιο να ‘ταν
ξόανο Μεγάλης Θεάς, της αιώνιας Μάνας,
αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη,
με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη,
για τον καημό της κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της
πιο πέρα ήταν Αλκμήνη ή Παναγία.
Και το μικρό στο πλάγι της αρκούδι,
σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο
μικρό παιδί, ανασκώθηκε κι εκείνο
υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα
του πόνου του το μάκρος και την πίκρα
της σκλαβιάς που καθρέφτιζεν η μάνα
στα δυο πυρρά της που το κοίτααν μάτια!
Αλλ’ ως από τον κάματον εκείνη
οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ’ ένα
πιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας
στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο
ακόμα απ’ το χαλκά που λίγες μέρες
φαίνονταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια
την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο,
να ορθώνεται ψηλά, προς το παιδί της
γυρνώντας το κεφάλι, και να ορχιέται
ζωηρά...
Κι εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα
Κι εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα
έξω απ’ το χρόνο, μακριά απ’ το χρόνο,
ελεύτερος από μορφές κλεισμένες
στον καιρό, από αγάλματα κι εικόνες·
ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο...
Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία
του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,
δεν έβλεπα άλλο απ’ την τρανήν αρκούδα
με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του κόσμου, τωρινού και περασμένου,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του πόνου του πανάρχαιου, οπ’ ακόμα
δεν του πληρώθη απ’ τους θνητούς αιώνες
ο φόρος της ψυχής... Τι ετούτη ακόμα
ήταν κι είναι στον Άδη...
Και σκυμμένο
το κεφάλι μου κράτησα ολοένα,
καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος
κι εγώ του κόσμου, μια δραχμή...
Μα ως, τέλος,
ο Ατσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες,
και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου
με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι
το δρόμον οπού τέλειωνε στα ‘ρείπια
του Ιερού της Ψυχής, στην Ελευσίνα.
Κι η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογγούσε:
«Θά ‘ρτει τάχα ποτέ, θε νά ‘ρτει η ώρα
που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,
κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζί;»
Κι ως προχωρούσα,
κι εβράδιαζε, ξανάνιωσα απ’ την ίδια
πληγή, που η μοίρα μ’ άνοιξε, το σκότος
να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,
καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι που ολοένα
βουλιάζει... Κι όμως τέτοια ως να διψούσε
πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη
ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,
σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,
ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,
ένα μούρμουρο,
κι έμοιαζ’ έλεε:
«Θά ‘ρτει...»
Ελευσίνα: παραλιακή πόλη της Αττικής, σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο στην αρχαιότητα. Εκεί τελούνταν τα Ελευσίνια μυστήρια, μυστικές εορτές προς τιμήν της Δήμητρας που αρχικά απέβλεπαν στην καρποφορία του σιταριού. Η ιστορία όμως του σιταριού που κατά τη σπορά σκεπάζεται με χώμα για να βλαστήσει αργότερα πλούσιο στάχυ, έγινε το σύμβολο του θανάτου και της ζωής. Έτσι τα Ελευσίνια μυστήρια έγιναν μια παρήγορη αποκάλυψη σχετικά με τη μεταθανάτια μοίρα του ανθρώπου. Τις εορτές παρακολουθούσαν μόνο οι μυημένοι, οι οποίοι όμως δεν είχαν δικαίωμα να αποκαλύπτουν τίποτε.
δρόμος της Ψυχής: ο ποιητής εννοεί ότι αυτός ο δρόμος τον οδηγούσε στα άδυτα της ψυχής του, ήταν δηλαδή μια ώθηση για στοχασμό και περισυλλογή.
αβασκαντήρα: φυλαχτό για το μάτιασμα (περίαπτο).
ξόανο: πανάρχαιο ξύλινο άγαλμα που παράσταινε ανθρώπινο σώμα στις γενικές μόνο γραμμές του. Οι αρχαίοι λάτρευαν με μεγάλη ευλάβεια τα ξόανα, γιατί πίστευαν πως είχαν πέσει από τον ουρανό (διιπετή).
Δήμητρα: Θεά της γεωργίας, αλλά και της οικογένειας, της πολιτείας, της γέννας. Η λατρεία της αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην Ελευσίνα, όπου κατά την παράδοση είχε φιλοξενηθεί από το βασιλιά Κελεό, όταν περιπλανιόταν εκεί αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη που την είχε αρπάξει ο Πλούτων.
Αλκμήνη: μυθ. μητέρα του Ηρακλή που υπέφερε κι αυτή από το τραγικό τέλος του παιδιού της. Όπως είναι γνωστό από τη Μυθολογία, ο Ηρακλής φορώντας το χιτώνα με το αίμα του κενταύρου Νέσσου καταλαμβάνεται από φριχτούς πόνους, ενώ στην προσπάθεια του να τον βγάλει ξεκολλάει μαζί και κομμάτια από το σώμα του. Μη μπορώντας να υποφέρει το μαρτύριο, ανάβει μια τεράστια φωτιά και ρίχνεται μέσα.
ορχιέμαι: χορεύω.
Μυημένη: εννοεί στα μυστήρια. Σε αρχαία κείμενα μακαρίζονται όσοι ήταν μυημένοι στα Ελευσίνια μυστήρια και προδιαγράφεται ζοφερή η μοίρα εκείνων που πεθαίνουν αμύητοι. Ο ποιητής ονομάζοντας την ψυχή του «μυημένη» εννοεί ότι έχει συλλάβει τα μεγάλα νοήματα της ζωής, έχει ταυτιστεί με τη «συνολική ψυχή του κόσμου» σε μια καθολική ενότητα.
Το ποίημα
Από τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν’ ο ήλιος θαρρούσα στην καρδιά μου
με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι π’ ολοένα
βουλιάζει...
Οι εισαγωγικοί στίχοι του ποιήματος παρουσιάζουν τη συναισθηματική κατάσταση του ποιητή, ο οποίος βιώνει μια έντονη αίσθηση πόνου, αφού όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει η μοίρα του είχε ανοίξει μια νέα πληγή. Πληγή που επιτρέπει στον ήλιο να εισέρχεται ορμητικά μέσα του, όπως σ’ ένα καράβι μπαίνει αιφνίδια το νερό από μια ραγισματιά∙ μια παρομοίωση που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την ένταση με την οποία το ποιητικό υποκείμενο αισθάνεται το φως του ήλιου να μπαίνει μέσα στην καρδιά του και να τη φωτίζει, χαρίζοντάς του μιαν απρόσμενη διαύγεια.
Ο ποιητής, επομένως, χάρη στην πληγή που τον ταλανίζει κατορθώνει να αντικρίσει τα ίδια του τα συναισθήματα και την καρδιά του με μια καθαρότητα που δεν του ήταν εφικτή πρωτύτερα. Ο πόνος, άλλωστε, λειτουργεί συχνά ως μέσο επίσπευσης και διευκόλυνσης της αυτογνωσίας και της ουσιαστικότερης επικοινωνίας με τον εαυτό, αφού φέρνει στην επιφάνεια το ουσιώδες και εξαναγκάζει τη σκέψη του ατόμου να επικεντρωθεί σε ό,τι πραγματικά το απασχολεί και σε ό,τι έχει πραγματικά σημασία.
Ο χρόνος του σκηνικού τίθεται σκοπίμως την ώρα της δύσης του ηλίου, αφού ο ερχομός της νύχτας συνδέεται συχνότερα με τη διαδικασία της ενδοσκόπησης και του προβληματισμού. Καθώς οι περισπασμοί της ημέρας απομακρύνονται, το άτομο στρέφεται στον εαυτό του.
Σχήματα λόγου:
έμπαιν’ ο ήλιος... καρδιά μου: μεταφορά
έμπαιν’ ο ήλιος: συνεκδοχή (το φως του ήλιου)
όπως από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει...: παρομοίωση
μπαίνει το κύμα σε καράβι: συνεκδοχή (το νερό της θάλασσας)
Γιατί εκείνο πια το δείλι,
σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει
ν’ αρμέξει ζωή απ’ τον έξω κόσμον,
ήμουν περπατητής μοναχικός στο δρόμο
που ξεκινά από την Αθήνα κι έχει
σημάδι του ιερό την Ελευσίνα.
Ο ποιητής εκείνο το απόγευμα έχει βρεθεί στην Ιερά οδό, με την ίδια διάθεση που έχει κάποιος που υπήρξε άρρωστος για καιρό και βγαίνει απ’ το σπίτι έτοιμος να «αρμέξει» ζωή, να αισθανθεί και πάλι υγιής και μέρος του κόσμου, αντλώντας με απληστία εικόνες και πρόσωπα του χώρου γύρω του. Βρίσκεται, λοιπόν, μόνος να περπατά στον δρόμο με την ξεχωριστή για τους αρχαίους Έλληνες, αλλά και για τον ίδιο σημασία, την Ιερά οδό.
Πικραμένος απ’ τον πόνο που του είχε προκαλέσει η νέα πληγή της μοίρας, ο ποιητής είχε πιθανώς απομακρυνθεί από τους ανθρώπους, μα κι από τον εαυτό του, γι’ αυτό εκείνη τη μέρα επέλεξε να βρεθεί στο χώρο αυτό που κατείχε ξεχωριστή σημασία στη ζωή του, για να μπορέσει να εστιάσει εκ νέου στα της ψυχής και του εαυτού του. Ο μοναχικός περίπατος είναι ο τρόπος που επιλέγει. λοιπόν, ο ποιητής για να αξιοποιήσει τη διάθεσή του να επανέλθει στα τρέχοντα της ζωής, μη επιτρέποντας άλλο στον πόνο του να τον καθηλώνει στην αδράνεια.
Σχήματα λόγου:
σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει...: παρομοίωση
ν’ αρμέξει ζωή: μεταφορά
Τι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα
σα δρόμος της Ψυχής... Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε
αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια,
γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα
αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν,
με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους...
Ο ποιητής πηγαίνει στην Ιερά οδό, καθώς υπήρξε για εκείνον πάντοτε σαν ένας δρόμος της Ψυχής (παρομοίωση)∙ ένας δρόμος που του επέτρεπε να στραφεί προς τον εαυτό του και να εμβαθύνει σε όσα τον απασχολούσαν. Ένας δρόμος αυτογνωσίας και περισυλλογής, που είχε ωστόσο τη δική του ζωή∙ γεμάτος με αμάξια, με κάρα δηλαδή που τα σέρνουν βόδια, είναι σαν ένας μεγάλος ποταμός (μεταφορική εικόνα) που χρησιμεύει για τη μεταφορά αγροτικών προϊόντων και ανθρώπων. Η εικόνα που παρουσιάζει ο ποιητής, μια εικόνα κίνησης και ζωντάνιας, δείχνει πως ο τόσο σημαντικός για την αρχαιότητα αυτός δρόμος συνεχίζει και στη δική του εποχή να διατηρεί ξεχωριστή αξία και να είναι χώρος καθημερινής δράσης.
Στην κίνηση ιδίως των ανθρώπων αποδίδεται το στοιχείο της ταχύτητας∙ τα αμάξια που μεταφέρουν τους ανθρώπους προσπερνούν γοργά, ώστε οι επιβαίνοντες σε αυτά μοιάζουν με ίσκιοι (παρομοίωση). Το ποιητικό υποκείμενο δεν επιθυμεί να δώσει έμφαση στην παρουσία των άλλων ανθρώπων, εφόσον αυτός είναι ο μοναχικός του περίπατος, που δεν πρέπει να ματαιωθεί απ’ τον περισπασμό που θα προκαλούσε μια ενδεχόμενη επικέντρωση στους ανθρώπους γύρω του. Όπως θα φανεί, άλλωστε, αμέσως μετά, ο ποιητής απορροφάται τόσο από το φυσικό χώρο, ώστε οι άνθρωποι είναι σαν να χάνονται.
Μα παραπέρα, σα να χάθη ο κόσμος
κι έμειν’ η φύση μόνη, ώρα κι ώρα
μιαν ησυχία βασίλεψε... Κι η πέτρα,
π’ αντίκρισα σε μια άκρη ριζωμένη,
θρονί μού φάνη μοιραμένο μου ήταν
απ’ τους αιώνες. Κι έπλεξα τα χέρια,
σαν κάθισα, στα γόνατα, ξεχνώντας
αν κίνησα τη μέρα αυτή ή αν πήρα
αιώνες πίσω αυτό τον ίδιο δρόμο...
Η διαδικασία εσωτερικής αναζήτησης του ποιητή τού δημιουργεί αίφνης την εντύπωση πως οι άνθρωποι έχουν πια χαθεί και πως ό,τι έχει απομείνει είναι η φύση. Έτσι, παντού μοιάζει να κυριαρχεί απόλυτη ησυχία, που ανταποκρίνεται περισσότερο στην αναγκαία για την ενδοσκόπηση διάθεση πνευματικής γαλήνης του ποιητή. Ενώ, την προσοχή του κεντρίζει μια πέτρα ριζωμένη στην άκρη του δρόμου, η οποία στα μάτια του ποιητή μοιάζει με θρόνο που ήταν προορισμένος από τη μοίρα για εκείνον εδώ και αιώνες. Η θέση και η σύνδεση του ποιητή με την Ιερά οδό τονίζεται για μια ακόμη φορά μέσα από αυτή την αναφορά. Ενώ, η παρουσίαση της πέτρας θρόνου προσδίδει στον ποιητή τον ιδιαίτερο ρόλο που θα είχε ένας από τους ιερείς στα Ελευσίνια μυστήρια.
Ο ποιητής γονατίζει, πλέκοντας συνάμα τα χέρια του μεταξύ τους, σε μια στάση ικεσίας ή προσευχής, υποδεικνύοντας πως ο περίπατός του τον έχει οδηγήσει σ’ ένα χωρικό σημείο που δρα τόσο καταλυτικά στην ψυχική του κατάσταση, ώστε του προκαλεί μιαν απρόσμενη σύγχυση ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Το σήμερα διαπλέκεται αξεχώριστα με την εθνική συνείδηση και μνήμη του ποιητή, καθιστώντας αδύνατο να θυμηθεί αν ξεκίνησε σήμερα αυτή τη διαδρομή ή αν την είχε πραγματοποιήσει αιώνες πριν.
Ο ποιητής τονίζει με αυτό τον τρόπο το αδιαίρετο της ιστορικής πορείας σε ό,τι αφορά τις πιο καίριες ανησυχίες των ανθρώπων, όπως είναι αυτές που σχετίζονται με τη ζωή και το θάνατο∙ ανησυχίες που άλλοτε κινούσαν τους αρχαίους Έλληνες ως την Ελευσίνα για να συμμετάσχουν στα εκεί Μυστήρια και που ωθούν τώρα εκείνον στον ίδιο δρόμο, σε μια παρόμοια αναζήτηση απαντήσεων.
Μα να· στην ησυχία αυτή απ’ το γύρο
τον κοντινό προβάλανε τρεις ίσκιοι.
Ένας Ατσίγγανος αγνάντια ερχόνταν,
και πίσωθέ του ακλούθααν, μ’ αλυσίδες
συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες.
Την περισυλλογή του ποιητή διακόπτει ένα δραματικό απρόοπτο που θα του επιτρέψει να διευρύνει ακόμη περισσότερο τις εξεταζόμενες θεματικές και να συνδέσει στενότερα την ποιητική του σύνθεση με κεντρικές έννοιες των Ελευσίνιων μυστηρίων. Ένας τσιγγάνος που σέρνει με αλυσίδες δύο αρκούδες πλησιάζει στο χώρο που βρίσκεται ο ποιητής, αλλάζοντας το συναισθηματικό κλίμα της εσωτερικής γαλήνης.
Και να· ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
και μ’ είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω
να τον κοιτάξω, τράβηξε απ’ τον ώμο
το ντέφι και, χτυπώντας το με το ‘να
χέρι, με τ’ άλλον έσυρε με βία
τις αλυσίδες. Κι οι δυο αρκούδες τότε
στα δυο τους σκώθηκαν βαριά... Η μία,
(ήτανε η μάνα, φανερά), η μεγάλη,
με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο
το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάνω
μιαν άσπρη αβασκαντήρα, ανασηκώθη
ξάφνου τρανή, σαν προαιώνιο να ‘ταν
ξόανο Μεγάλης Θεάς, της αιώνιας Μάνας,
αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη,
με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη,
για τον καημό της κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της
πιο πέρα ήταν Αλκμήνη ή Παναγία.
Προτού προλάβει ο ποιητής να αντιδράσει, ο τσιγγάνος εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι εντόπισε κοινό για τις αρκούδες του, αρχίζει να χτυπά το ντέφι του, και τραβά βίαια τις αλυσίδες προκειμένου αυτές ν’ ανασηκωθούν στα δυο τους πόδια και να δώσουν έτσι τη συνηθισμένη τους παράστασης.
Οι δύο αρκούδες υποτάσσονται στη βία του αφεντικού τους και ανασηκώνονται∙ κίνηση που αποκαλύπτει το επιβλητικό μέγεθος της μεγαλύτερης, που ήταν προφανώς η μητέρα. Ο τσιγγάνος είχε κοσμήσει το μέτωπό της με γαλάζιες χάντρες, που προφυλάσσουν το δυνατό ζώο από το μάτιασμα, καθώς και μια λευκή, που λειτουργεί ως το βασικό φυλαχτό για την αποτροπή του ματιάσματος.
Ο ποιητής εστιάζει με θαυμασμό στο εντυπωσιακό ανάστημα της μητέρας αρκούδας, η οποία λαμβάνει διαστάσεις συμβόλου μέσα από την παρομοίωσή της με «ξόανο», με λατρευτικό δηλαδή άγαλμα της Μεγάλης Θεάς, της αιώνας Μάνας. Ρόλος ιερός, που αποδίδεται σε διαφορετικό πρόσωπο κάθε φορά, υπάρχει όμως ως έννοια σε κάθε θρησκεία και σε κάθε στάδιο του πολιτισμού, κι είναι η θεά Δήμητρα ή η Αλκμήνη για τους αρχαίους Έλληνες κι είναι η Παναγία για τους Χριστιανούς. Στη θλίψη της αρκούδας, που είναι αναγκασμένη να υπηρετεί έναν σκληρό αφέντη, ο ποιητής διακρίνει τη θλίψη όλων των μανάδων, οι οποίες υποφέρουν για τη μοίρα των παιδιών τους. Έτσι, στην αλυσοδεμένη αρκούδα μπορεί κανείς να διακρίνει τον συμβολισμό των ταλαιπωρούμενων ανθρώπων, που αναγκάζονται να μοχθούν καθημερινά μόνο και μόνο για να εκμεταλλεύονται οι ισχυρότεροι τα κέρδη της σκληρής αυτής δουλειάς, αλλά και ειδικότερα το συμβολισμό της μητέρας, η οποία είναι διατεθειμένη να υποστεί οποιοδήποτε βάσανο για χάρη του παιδιού της.
Η Μητέρα εξιδανικεύεται και λατρεύεται σε όλες τις περιόδους της ιστορίας, διότι είναι η δική της διάθεση αυτοθυσίας που διασφαλίζει τη συνέχιση της ζωής κι είναι το δικό της πλεόνασμα αγάπης και αφοσίωσης που λειτουργεί ως διαρκές στήριγμα στις δυσκολίες που έχει κάθε άνθρωπος να αντιμετωπίσει. Τα μυθικά και ιερά πρόσωπα που επιλέγει ο ποιητής, βέβαια, συνδέονται με επιπλέον συμβολισμούς που έχουν τη δική τους ιδιαίτερη σημασία. Έχουμε, έτσι, τη θεά Δήμητρα, η αναζήτηση της οποίας για την κόρη της Περσεφόνη αποτέλεσε τη βάση των Ελευσίνιων μυστηρίων∙ η παραμονή της Περσεφόνης στον Άδη (στον θεό Πλούτωνα) συμβόλιζε το θάνατο της φύσης, κι η επιστροφή της κοντά στη μητέρα της συμβόλιζε την αναγέννησή της. Την Αλκμήνη, μητέρα του Ηρακλή, η οποία μη αντέχοντας να βλέπει το γιο της να φλέγεται και να λιώνει από το δηλητήριο του μανδύα που του είχε προσφέρει η γυναίκα του Δηιάνειρα, αυτοκτόνησε. Και τέλος, την Παναγία, ένα από τα ιερότερα πρόσωπα του χριστιανισμού, που αναγκάστηκε να δει το γιο της να σταυρώνεται.
Κάθε μία από τις μητέρες που αναφέρει ο ποιητής βίωσε μεγάλο πόνο για το παιδί της και δοκιμάστηκε με την απώλειά του∙ πόνο που βλέπει και διαβάζει ο ποιητής στο θλιμμένο πρόσωπο της μεγάλης αρκούδας, η οποία πονά, όχι τόσο για τη δική της σκλαβιά, όσο για τη σκλαβιά του παιδιού της και για όσα έχει αυτό ακόμη να υποστεί.
Και το μικρό στο πλάγι της αρκούδι,
σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο
μικρό παιδί, ανασκώθηκε κι εκείνο
υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα
του πόνου του το μάκρος και την πίκρα
της σκλαβιάς που καθρέφτιζεν η μάνα
στα δυο πυρρά της που το κοίτααν μάτια!
Πλάι στη μητέρα αρκούδα βρίσκεται το παιδί της, το οποίο μοιάζει σαν ένα μεγάλο παιχνίδι, σαν ένα ανίδεο μικρό παιδί, που υπακούει στο βίαιο κάλεσμα του τσιγγάνου, χωρίς ωστόσο να έχει πλήρη επίγνωση της σκλαβιάς του, και χωρίς φυσικά να μπορεί να αντιληφθεί πόσο πολύ καιρό θα κρατήσει αυτή η πικρή κατάσταση∙ όσα, δηλαδή, γνωρίζει πολύ καλά η μητέρα του, στα φλεγόμενα μάτια της οποίας καθρεφτίζεται απόλυτα ο πόνος κι η πίκρα της σκλαβιάς, καθώς κοιτάζει το παιδί της.
Αλλ’ ως από τον κάματον εκείνη
οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ’ ένα
πιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας
στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο
ακόμα απ’ το χαλκά που λίγες μέρες
φαίνονταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια
την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο,
να ορθώνεται ψηλά, προς το παιδί της
γυρνώντας το κεφάλι, και να ορχιέται
ζωηρά...
Η μητέρα αρκούδα από την κούραση των διαρκών εξαναγκαστικών «παραστάσεων» δεν έχει την αναγκαία διάθεση για χορό, γεγονός που δυσαρεστεί τον Γύφτο αφέντη της και τον ωθεί να την πιέσει να χορέψει∙ όχι, όμως, όπως θα περίμενε κανείς, με το να τραβήξει τη δική της αλυσίδα, αλλά με το να την πονέσει πολύ περισσότερο, τραβώντας την αλυσίδα του παιδιού της. Ο ματωμένος χαλκάς στο ρουθούνι του μικρού αρκουδιού, που είχε εμφανώς περαστεί εκεί μόλις λίγες μέρες πριν, λειτουργεί ως αφόρητο μέσο πίεσης για τη μητέρα αρκούδα, η οποία νιώθοντας τον πόνο του παιδιού της ορθώνεται ψηλά, και χορεύει ζωηρά, γυρίζοντας συνάμα το κεφάλι της προς το παιδί της. Μια κίνηση τρυφερότητας και ανησυχίας, που φανερώνει πως εκείνο που απασχολεί τη μητέρα αρκούδα είναι να διαπιστώσει αν έχει πάψει ο Γύφτος να πονά το παιδί της.
Η σκληρότητα του Γύφτου, που χρησιμοποιεί τον πόνο του παιδιού για να πιέσει τη μητέρα, αναδεικνύει το πόσο αδίστακτοι είναι οι έχοντες εξουσία, οι οποίοι εκμεταλλεύονται οποιοδήποτε μέσο πίεσης και καταφεύγουν σε κάθε πιθανή απανθρωπιά προκειμένου να επιτύχουν αυτό που θέλουν. Το όλο βίωμα της αρκούδας λειτουργεί, άρα, ως ένας συνεχής συμβολισμός των καταπιεσμένων και υπόδουλων ανθρώπων ανά τον κόσμο και ανά τους αιώνες, ανεξάρτητα από το αν η σκλαβιά τους είναι κυριολεκτική ή αποτελεί έμμεση υποδούλωση σ’ έναν εκμεταλλευτή εργοδότη ή σε μια ανελέητη άρχουσα τάξη.
Κι εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα
έξω απ’ το χρόνο, μακριά απ’ το χρόνο,
ελεύτερος από μορφές κλεισμένες
στον καιρό, από αγάλματα κι εικόνες·
ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο...
Ο ποιητής αντικρίζοντας αυτό το θέαμα στυγνής καταπίεσης απομακρύνεται νοητά από το παρόν, απομακρύνεται τελείως από τα στενά όρια του χρόνου κι από τις συμβάσεις της εποχής του∙ απελευθερώνεται από τις έως τότε γνωστές καταγραφές της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί σε αγάλματα και σε εικόνες ή στα επικρατούντα στερεότυπα∙ απομακρύνεται από οτιδήποτε ήταν ως τότε αποδεκτό ή ανεχόμενο για τους ανθρώπους κι επιχειρεί μια εσωτερική αναζήτηση και ανασύνθεση μιας νέας μορφής, ενός νέου πλαισίου για την ανθρώπινη ύπαρξη, που δεν θα γνωρίζει σκλαβιά, καταπίεση και πόνο.
Ο ποιητής αποστασιοποιείται πλήρως από το παρόν του και από την έννοια του χρόνου, όπως αυτή είναι περασμένη στη συνείδησή του με τις εμπειρίες τις δικές του, αλλά και με τις γνώσεις του παρελθόντος, επιχειρώντας να αναζητήσει κάτι ολότελα νέο, κάτι που θα δικαιώνει την ανθρωπιά και θα σέβεται τον άνθρωπο. Ωστόσο, η αποστασιοποίηση αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ.
Σχήματα λόγου:
τραβούσα έξω απ’ το χρόνο: μεταφορά
ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο: αναδίπλωση
έξω από το χρόνο...: αποσιώπηση
έξω απ’ το χρόνο / έξω από το χρόνο: επανάληψη & σχήμα κύκλου
Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία
του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,
δεν έβλεπα άλλο απ’ την τρανήν αρκούδα
με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του κόσμου, τωρινού και περασμένου,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του πόνου του πανάρχαιου, οπ’ ακόμα
δεν του πληρώθη απ’ τους θνητούς αιώνες
ο φόρος της ψυχής... Τι ετούτη ακόμα
ήταν κι είναι στον Άδη...
Το θέαμα της αρκούδας που έχει ορθωθεί εξαναγκασμένη από τη βία που ασκεί σε αυτή και στο παιδί της ο Γύφτος κυριαρχεί στη σκέψη και στην αντίληψη του ποιητή. Η μεγάλη αυτή αρκούδα, με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι και την ασίγαστη στοργή για το παιδί της, τρέπεται στα μάτια του ποιητή σ’ ένα τεράστιο σύμβολο του πόνου όλων των ανθρώπων από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι το σήμερα. Η ανθρώπινη ψυχή μοιάζει να οφείλει έναν υψηλό φόρο στον πόνο, μοιάζει να είναι καταδικασμένη να πονέσει πάρα πολύ∙ τόσο πολύ, ώστε όλοι αυτοί οι αιώνες που έχουν ήδη διαβεί, δεν έχουν επαρκέσει για να αποπληρωθεί το τίμημα που αναλογεί.
Άλλωστε, η ψυχή των ανθρώπων, σε αντίθεση με τη διαρκώς αναγεννώμενη Περσεφόνη που δραπέτευε από τον Πλούτωνα, βρισκόταν και βρίσκεται πάντοτε στον Άδη. Η θνητότητα των ανθρώπων, η επίγνωση του επερχόμενου θανάτου τους, ο πόνος της απώλειας, το πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωής, η άγνοια για το τι συμβαίνει μετά τον θάνατο, αποτελούν διαρκή αίτια φόβου και πόνου για τους ανθρώπους, που δεν τους επιτρέπουν να βιώσουν μια αμιγή και συνεχή κατάσταση ευδαιμονίας. Ο πόνος είναι σύμφυτος με την ανθρώπινη ζωή, εφόσον οι άνθρωποι συνυπάρχουν καθημερινά με την ιδέα του θανάτου τους και με το φόβο της απώλειας ή την απώλεια κάποιου ανθρώπου που αγαπούν.
Και σκυμμένο
το κεφάλι μου κράτησα ολοένα,
καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος
κι εγώ του κόσμου, μια δραχμή...
Ο ποιητής, αισθανόμενος ντροπή, υποκύπτει στην κυρίαρχη συνήθεια και ρίχνει μια δραχμή στο ντέφι του Γύφτου, για το θέαμα που του προσέφεραν οι δέσμιες αρκούδες. Γνωρίζει, βέβαια, πως με αυτή του την πράξη είναι σαν να συναινεί στην εκμετάλλευση και στον βασανισμό των ζώων∙ γνωρίζει πως είναι σαν να επιβραβεύει το βάρβαρο αυτό θέαμα, μα ξέρει συνάμα πως μόνον έτσι μπορεί να ολοκληρώσει αυτή την συνάντηση με τον Γύφτο χωρίς να προκαλέσει κάποια ανεπιθύμητη αντίδραση. Μια πιθανή άρνηση του ποιητή να δώσει χρήματα για το θέαμα που του προσφέρθηκε θα μπορούσε να σημάνει ένα ξέσπασμα του Τσιγγάνου στις δύστυχες αρκούδες.
Μα ως, τέλος,
ο Ατσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες,
και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου
με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι
το δρόμον οπού τέλειωνε στα ‘ρείπια
του Ιερού της Ψυχής, στην Ελευσίνα.
Η αποχώρηση του Τσιγγάνου με τις αλυσοδεμένες αρκούδες, που βαδίζουν αργά εξαντλημένες από τη συνεχή και αθέλητη αυτή εργασία, επαναφέρει τον ποιητή στον πρωταρχικό του σκοπό, στο να συνεχίσει δηλαδή τη διαδρομή του μέχρι τα ερείπια του ναού στην Ελευσίνα. Ο εκεί ναός χαρακτηρίζεται από τον ποιητή ως Ιερό της Ψυχής, προκειμένου να αποδοθεί η ξέχωρη σύνδεση των μυστηρίων που τελούνταν στην περιοχή με την προσπάθεια κατανόησης της ανθρώπινης ψυχής και της διαδρομής που εκείνη ακολουθεί τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής όσο και μετά την έλευση του θανάτου.
Ο ποιητής βρίσκεται σε μια διαδρομή προς την αυτογνωσία, η οποία διαπλέκεται τελικά με την ανάγκη κατανόησης του ανθρώπινου πόνου και της δυστυχίας των λαών που υπομένουν καρτερικά την απληστία και την σκληρότητα των ισχυρών. Η γνώση του εαυτού σημαίνει παράλληλα και γνώση των ορίων εν γένει της ανθρώπινης ψυχής∙ κι εκείνης του υπομένοντος φτωχού ανθρώπου, αλλά κι εκείνης του δυνάστη, που ευπορεί εκμεταλλευόμενος τους άλλους ανθρώπους.
Κι η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογγούσε:
«Θά ‘ρτει τάχα ποτέ, θε νά ‘ρτει η ώρα
που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,
κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζί;»
Το ερώτημα κι η προσδοκία που βασανίζει την καρδιά του ποιητή είναι αν θα έρθει κάποτε εκείνη η ώρα που όλοι οι άνθρωποι θα μπορέσουν να γιορτάσουν μαζί, που θα μπορέσουν, δηλαδή, να εξισορροπήσουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους συνθέτοντας μια αρμονική κοινωνία, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούν όλοι να ευδαιμονούν λαμβάνοντας εκείνο που επιθυμούν, χωρίς κανείς να αδικείται και χωρίς κανένας να πέφτει θύμα εκμετάλλευσης και βασανισμού. Προκειμένου, μάλιστα, να παρουσιάσει τις ενδεικτικές καταστάσεις ύπαρξης, αναφέρει την ψυχή της αρκούδας, που συμβολίζει τους φτωχούς και αδύναμους ανθρώπους και λαούς, την ψυχή του Γύφτου, που συμβολίζει τους ισχυρούς της γης∙ τους εκμεταλλευτές, αλλά και τη δική του ψυχή, που την ονομάζει Μυημένη, θέλοντας να δηλώσει πως, όπως οι μυημένοι στα Ελευσίνια μυστήρια είχαν την ευκαιρία να φτάσουν σε μια βαθύτερη κατανόηση του κόσμου, έτσι κι εκείνος είχε φτάσει σε μια συνολικότερη κατανόηση και αντίληψη των νοημάτων της ζωής. Η Μυημένη ψυχή του ποιητή έχει συλλογική γνώση της ζωής και μπορεί να αισθανθεί και τον πόνο του αδύναμου και τη σκληρότητα του ισχυρού, αντικρίζοντας και τις δύο πλευρές με την ψύχραιμη ματιά που χαρίζει η γνώση της ολοκληρωμένης εικόνας της ζωής και της πορείας των ανθρώπινων πραγμάτων.
Κι ως προχωρούσα,
κι εβράδιαζε, ξανάνιωσα απ’ την ίδια
πληγή, που η μοίρα μ’ άνοιξε, το σκότος
να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,
καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι που ολοένα
βουλιάζει... Κι όμως τέτοια ως να διψούσε
πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη
ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,
σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,
ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,
ένα μούρμουρο,
κι έμοιαζ’ έλεε:
«Θά ‘ρτει...»
Η απάντηση που προσδοκά ο ποιητής έρχεται κατά τρόπο απρόσμενο, καθώς συνεχίζει τη διαδρομή του. Η καρδιά του πλημμυρίζει αίφνης σκοτάδι, από την ίδια πληγή που προηγουμένως είχε εισέλθει άφθονο το φως της πνευματικής διαύγειας∙ σκοτάδι ορμητικό, που έρχεται και βυθίζει ολάκερη την καρδιά του, πνίγοντάς την σ’ εκείνο το βαθύ αίσθημα απελπισίας, που αντλήθηκε προφανώς από τον βαθύ πόνο της αρκούδας και του παιδιού της. Σκοτάδι, ωστόσο, για το οποίο φαίνεται πως η καρδιά του ποιητή διψά απόλυτα, θέλοντας να γνωρίσει τον πόνο στα μεγαλύτερά του βάθη. Κι ενώ θα περίμενε κανείς πως το σκοτάδι κι η αίσθηση του πόνου θα τον οδηγούσε σε μιαν απελπισία που θα τον καθήλωνε, εντελώς απρόσμενα προκύπτει ένα μήνυμα αισιοδοξίας, που φανερώνει τη δίχως όρια δύναμη της ανθρώπινης ψυχής. Ένα μουρμουρητό του μεταφέρει την απάντηση που ζητούσε∙ η μέρα που ο ποιητής προσδοκά, θα έρθει. Οι άνθρωποι θα καταφέρουν να διαρρήξουν τα σύνορα που έχει θέσει μεταξύ τους η δύναμη, ο πλούτος κι η απληστία∙ οι άνθρωποι θα καταφέρουν να ενωθούν σε μιαν αρμονική συνύπαρξη αμοιβαίου σεβασμού και ισότιμου μοιράσματος των αγαθών και της ευδαιμονίας.
Ο ποιητής -θέλει να- πιστεύει πως οι άνθρωποι θα καταφέρουν να τοποθετήσουν την ανθρωπιά τους πάνω από οτιδήποτε άλλο τους χωρίζει, όπως κι ο ίδιος κατόρθωσε ψάχνοντας βαθιά στην ψυχή του να συλλάβει την πραγματική ουσία της ζωής. Δεν είναι η δύναμη, μήτε τα πλούτη που πρέπει να αποζητούν οι άνθρωποι, είναι η αγάπη κι η δυνατότητα να προσφέρει ευτυχία και σεβασμό ο ένας στον άλλον.
Ο ποιητής προκειμένου να παρουσιάσει το αιφνίδιο πλημμύρισμα της καρδιάς του με σκοτάδι χρησιμοποιεί την ίδια παρομοίωση με τη ραγισματιά του καραβιού που είχε χρησιμοποιήσει στους εισαγωγικούς στίχους. Με την επανάληψη αυτή επιτυγχάνει τη δημιουργία ενός σχήματος κύκλου, ώστε να δοθεί η αίσθηση ολοκλήρωσης του ποιήματος αλλά και της εσωτερικής του διαδρομής. Ενώ, επιπροσθέτως, αποδίδει την ισοτιμία φωτός και σκοταδιού στο ταξίδι της αυτογνωσίας∙ οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να αποφεύγουν το σκοτάδι, τον πόνο, αν θέλουν πράγματι να γνωρίσουν τον εαυτό τους.
πηγή: latistor